.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Από το Σικάγο στο Μεξικό - William S. Burroughs


...Άφησα τον Στούρνο σε μια γωνιά του δρόμου, τρισάθλια συνοικία με τρώγλες και κόκκινο τούβλο ψηλές μέχρι τα σύννεφα, να στέκει μες στην αδιάκοπη μουντζούρα της βροχής. «Πάω να την πέσω σ' εκείνο τον αλμπάνη που ξέρω. Βάστα κι έρχεται καθαρή Μ του φαρμακείου... Όχι, εσύ να κάτσεις εδώ – δε θέλω να σε πάρει μάτι». Όσο κι αν αργήσω Στουρναράκο μου, σε αποχαιρετώ αγόρι μου... Που να πηγαίνουν άραγε σαν φεύγουν και παρατάνε το κορμί τους;
Σικάγο: αόρατη ιεραρχία άξεστων λοβοτομημένων Σιτσιλιάνων, μυρωδιά από καχεκτικούς γκάνγκστερ, φάντασμα ριζωμένο στη γη σου την πέφτει Νορθ και Χάλστεντ γωνία, Σίσερο, Λίνκολν Παρκ, ζήτουλας του ονείρου, το παρελθόν που εισβάλλει στο παρόν, μαγεία τζόγου και κωλοχανείων που έχει πια ταγκίσει.
Εις τα Ενδότερα: μια αχανής κατάτμηση, κεραίες τηλεόρασης, σημαδεύουν τον δίχως νόημα ουρανό. Σε σπίτια που προφυλάσσουν από τη ζωή αιωρούνται πάνω από τους νέους και ρουφούν λίγο απ' αυτό που κρατάνε καλά κλειδωμένο απ' έξω. Μόνο οι νέοι φέρνουν κάτι άλλο, αλλά νέοι δεν μένουν για πολύ. (Κάπου στα μπαρ του Ηστ Σαιντ Λούις βρίσκονται τα νεκρά σύνορα, την εποχή των ποταμόπλοιων). Ιλλινόι και Μιζούρι, μίασμα των λαών που κατασκεύαζαν τύμβους, χαμερπής λατρεία της Πηγής Τροφής, απαίσιες απάνθρωπες γιορτές, αδιέξοδη φρίκη της θεϊκής Σκολόπεντρας που απλώνεται από το Μάουντβιλλ ως τις παράκτιες σεληνιακές ερήμους του Περού.
Η Αμερική δεν είναι τόπος νέος: είναι παλιός και βρώμικος και κακόβουλος, πολύ πριν απ' τους αποίκους, πριν κι απ' τους Ινδιάνους. Το κακό βρίσκεται εκεί και περιμένει.
Και διαρκώς μπάτσοι: μπάτσοι πολιτειακοί βγαλμένοι από κολλέγια, μελιστάλακτοι και πεπειραμένοι λένε παρλαπίπες με ύφος απολογητικό, μάτια ηλεκτρονικά που ζυγιάζουν αμάξι και αποσκευές, το ντύσιμο και την κοψιά σαν ζοχαδιασμένοι υπαστυνόμοι στην κάθε μεγαλούπολη, γλυκομίλητοι σερίφηδες στην επαρχία με κάτι το υποχθόνιο και απειλητικό στα γέρικα μάτια τους στο χρώμα ξεθωριασμένου γκρίζου φανελένιου πουκάμισου...
Και διαρκώς προβλήματα με τ' αυτοκίνητο: στο Σαιντ Λούις κάνουμε τράμπα τη Studebaker του 1942 (έχει πρόβλημα στη μηχανή από κατασκευής, σαν τον Στούρνο) με μια παλιά λιμουζίνα Packard που άναψε και που με χίλια ζόρια μας πήγε ως το Κάνσας Σίτυ, παίρνουμε μια Ford που όπως αποδείχτηκε έκαιγε τ' άντερά της από λάδια, στριμωχνόμαστε κακήν κακώς σ' ένα τζιπ που το ζορίζουμε χοντρά (δεν είναι για ανοιχτό δρόμο) – και κάτι να παίζει στη μηχανή κι όλο χτυπάει, ξαναγυρνάμε στην παλιά καλή V-8 της Ford. Ασύγκριτο μηχάνημα κι ας πίνει το λάδι με τους κουβάδες.
Κι αυτή η βαριά και πληκτική μαυρίλα των Η.Π.Α. μας τυλίγει ολόγυρα όπως καμιά άλλη στον κόσμο, χειρότερα κι από τις Άνδεις, πάνω στα ορεινά χωριά, παγωμένος αέρας που κατεβαίνει από βουνά των καρτ ποστάλ, αέρας μιας αραιής ατμόσφαιρας που στο λαιμό είναι θάνατος, χωριά σε ποτάμια του Εκουαντόρ, μαλάρια σταχτιά και ζοφερή σαν πρέζα κάτω από μαύρο τσόχινο πλατύγυρο καπέλο, ντουφέκια που γεμίζουν από μπροστά, γύπες που ραμφίζουν εδώ κι εκεί τη λάσπη των δρόμων – και η σβερκιά που σου 'ρχεται μόλις βγεις από το Μάλμο Φέρρυ στην (αφορολόγητα όλα τα ποτά πάνω στο πλοίο) Σουηδία ξεπλένει από το αίμα σου όλα εκείνα τα φτηνά, αδασμολόγητα ξίδια και ξενερώνεις μια και καλή απ' την προσγείωση: αποστροφή της ματιάς και το κοιμητήρι στη μέση της πόλης (κάθε πόλη της Σουηδίας μοιάζει να είναι χτισμένη γύρω από ένα νεκροταφείο), και τίποτα να κάνεις το απόγευμα, ούτε ένα μπαρ ούτε ένα σινεμά, φούμαρα τον ύστατο παπά απ' την Ταγγέρη και του λέω: «άντε Κ.Ε., πάμε ξανά στο πλοίο. Αρκετά μ' αυτό το μέρος».
Όμως εκείνη τη μίζερη πλήξη των Η.Π.Α. δεν θα τη βρεις πουθενά αλλού. Δεν μπορείς να τη δεις και δεν μπορείς να καταλάβεις απ' τα που σου ξεφυτρώνει. Σκεφτείτε λίγο τους χώρους όπου μπορείς να βρέξεις κάπως το λαρύγγι σου στην όποια απόμερη συνοικία – στο κάθε τετράγωνο θα βρεις το μπαρ του, το ντράγκστορ, το μαγαζί, την κάβα του. Μπαίνεις μέσα και σε βαράει. Ναι, αλλά από που βγαίνει;
Ούτ' από τον μπάρμαν ούτε απ' τους πελάτες, ούτε κι από εκείνο το γαλακτερό πλαστικό που καλύπτει τα στρογγυλά σκαμνιά του μπαρ, ούτε από το υποτονικό νέον. Ούτεκαν απ' την ΤV.
Κι αυτή η κατάσταση εκβιάζει ύπουλα την ανάγκη μας για φτιάξιμο, σαν την κόκα που σ' εκβιάζει να πλακωθείς για να γλυτώσεις από το κατέβασμά της. Και η καβάτζα μας όλο και να λιγοστεύει. Να μαστε λοιπόν χωρίς πλάκα σε τούτη τη θεόστεγνη πόλη και νατη βγάζουμε μονάχα με σιρόπια για το βήχα. Και να ξερνάμε ρουκέτες το σιρόπι και να συνεχίζουμε την οδήγηση χωρίς σταματημό, κρύος ανοιξιάτικος αέρας να σφυρίζει μέσα από τις τρύπες του σαράβαλου και να χτυπάει τον ιδρώτα των άρρωστων κορμιών μας που ριγούν κι αυτή η παγωνιά που πάντα σε τσακίζει σαν αρχίζει και χάνεται από μέσα σου η πρέζα... Συνεχίζουμε διασχίζοντας το απογυμνωμένο τοπίο, αρμαδίλοι ψόφιοι στη μέση του δρόμου και όρνια πάνω από το βάλτο με τα όρθια κούτσουρα κυπαρισσιών. Μοτέλ με τοίχους από ινόπλακες, σόμπα γκαζιού, λεπτές ροζ κουβέρτες.
Περιπλανώμενοι σαλτιμπάγκοι και καταφερτζήδες, τσιρκολάνοι, αγύρτες ενεσάκηδες έχουνε κάψει οριστικά τους αλμπάνηδες του Τέξας...
Και κανένας που δεν του 'χουνε σαλέψει τα μυαλά δεν πάει να την πέσει για συνταγή σε αλμπάνη της Λουζιάνα. Νόμος περί Ναρκωτικών της Πολιτείας.
Φτάνουμε επιτέλους Χιούστον όπου ξέρω έναν φαρμακοτρίφτη. Έχω πέντε χρόνια να πάω στο μαγαζί του σηκώνει όμως το βλέμμα και με κόβει με μια γρήγορη ματιά κι απλά κουνάει το κεφάλι λέγοντας: «Περίμενε λίγο εκεί στον πάγκο...»
Πάω και κάθομαι λοιπόν και πίνω έναν καφέ κι ύστερα από λίγο έρχεται και κάθεται δίπλα μου και λέει, «Τι ακριβώς θέλεις;»
«Μία λίτρα παρηγορικό κι εκατό νεμπουτάλ».
Κουνάει το κεφάλι του, «Ξαναέλα σε μισή ώρα».
Και μόλις επιστρέφω μου δίνει ένα δέμα και μου λέει, «Κάνουν δεκαπέντε δολλάρια... Πρόσεχε».
Είναι χοντρό σπάσιμο να χτυπάς παρηγορικό, πρέπει να του κάψεις πρώτα το οινόπνευμα, μετά να στερεοποιήσεις την καμφορά και να πάρεις με το σταγονόμετρο από μέσα το καφετί υγρό – πρέπει να το χτυπήσεις στη φλέβα ειδάλλως κάνεις απόστημα, αν και συνήθως καταλήγεις με απόστημα άσχετα με το που θα το χτυπήσεις. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να το πιεις με βαρβιτούρες... Το αδειάζουμε λοιπόν σ' ένα μπουκάλι Pernod και ξεκινάμε για Νέα Ορλεάνη περνώντας από λίμνες που ιριδίζουν και τσιμινιέρες απ όπου σελαγιάζουνε πορτοκαλιές φλόγες αερίου, και βάλτους και τεράστιους σκουπιδότοπους, αλιγάτορες που σέρνονται πέρα δώθε πάνω σε σπασμένα μπουκάλια και κονσέρβες, αραβουργήματα σε νέον που αναγγέλουν μοτέλ, μελαψοί νταβατζήδες ξεβρασμένοι ολομόναχοι πάνω σε νησιά από σκουπίδια ξεστομίζουν προστυχιές στα διερχόμενα αυτοκίνητα...
Η Νέα Ορλεάνη είναι ένα νεκρό μουσείο. Τριγυρνάμε λίγο στην Εξσέινζ Πλέις ανασαίνοντας την παρηγοριά μας κι αμέσως βρίσκουμε το Πρόσωπο. Το μέρος είναι μικρό και οι μπασκίνες ξέρουνε πάντα ποιος σπρώχνει οπότε σου λέει δεν πάει στο διάολο, δεν έχει σημασία και πουλάει σ' όποιον του ζητήσει. Κάνουμε μια γερή καβάτζα σκόνης και ξαναγυρνάμε από τον ίδιο δρόμο με προορισμό το Μεξικό.
Ξαναπερνάμε από το Λέικ Τσαρλς και τον ξερότοπο των κερματοφάγων κουλοχέρηδων, Τέξας νοτιότερο σημείο, σερίφηδες αραποφονιάδες μας κοιτάν καλά καλά κι ελέγχουν τα χαρτιά του αυτοκινήτου. Κάτι φεύγει από πάνω σου μόλις περάσεις τα σύνορα και μπεις στο Μεξικό, κι εκεί που δεν το περιμένεις το τοπίο ξαφνικά σε χτυπάει κατακούτελα με σκέτο το κενό ανάμεσα σε σένα και σ' αυτό, έρημος βουνα και κάτι γύπες. Μικρές κουκίδες που κόβουν κύκλους και κάποιοι άλλοι τόσο κοντά που ακούς φτερά να σκίζουν τον αέρα (ένας ξερός ήχος σαν ξεφλούδισμα), και μόλις εντοπίσουν κάτι λες και χύνονται από το μπλε του ουρανού, εκείνο το τρομερό μπλε του μεξικάνικου ουρανού που σπάει κόκκαλα, ορμάνε από ψηλά διαγράφοντας τη μαύρη τους χοάνη... Οδηγούσα όλη νύχτα, φτάνουμε ξημερώματα σ' ένα μέρος θολό από τη ζέστη, σκυλιά που γαβγίζουν και ήχος τρεχούμενου νερού.
«Τόμας και Τσάρλι», είπα.
«Τι;»
«Έτσι λένε το χωριό. Σε μηδέν υψόμετρο. Θ' ανεβούμε τρεις χιλιάδες μέτρα τώρα». Έκανα ένα φιξάκι κι έπεσα να κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα. Σε πήγαινε ωραία. Το καταλάβαινες με το που έπιανε την ανηφόρα και σκαρφάλωνε κατά πάνω.
Μέξικο Σίτυ όπου η Λουπίτα στρογγυλοκάθεται σαν αζτέκικη Θεά της Γονιμότητας μοιράζοντας με το σταγονόμετρο τα σκονάκια της νοθευμένης ρούχλας της...


William S. Burroughs
ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια: