.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Η ΙΟΥΔΑΪΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ – ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ


Φωτίζου, φωτίζου, Ιερουσαλήμ, ήκει γαρ σου το φως
και η δόξα Κυρίου επί σε ανατέταλκεν
Ησαΐας 60,1

Ένας ξεχωριστός, δρόμος αθανασίας σημειώνεται ανάμεσα στους Εβραίους με το όραμα της Ανάστασης των Νεκρών, που κλαδώνεται από το μεσσιανικό όραμα της βασιλείας της Ιερουσαλήμ πανου στα έθνη.

Η πρώτη ρίζα της ιδέας είναι ένα όνειρο που σφυροκοπιέται στους μαύρους καιρούς της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας τους, το όνειρο του ξεσκλαβωμού και της εθνικής αποκατάστασής τους. Ύστερα από τριάντα χρόνια αιχμαλωσίας, ο Ιεζεκιήλ οραματίζεται (γύρω στα 570 π.Χρ.) το τέλος της αιχμαλωσίας και την επιστροφή των ομοφύλων του, σα μιαν ανάσταση του πεθαμένου του έθνους. Είναι το όραμα της πεδιάδας της σπαρμένης μ' ανθρώπινα κόκκαλα, που ξαναντύνουνται τα νεύρα και τις σάρκες τους, κ' η ζωογόνα πνοή του Θεού τα ζωντανεύει. Το όνειρο τούτο του ξεσκλαβωμού του εβραϊκού έθνους και του ξαναγυρισμού στην πατρίδα του, γίνεται ολοένα και πιο φλογερή φαντασίωση, που, όσο βαθαίνουν τα βάσανα του σκλαβωμένου λαού, τόσο ξεχαλινώνεται κι ανάβει. Ο πεθαμένος με τη σκλαβιά του λαός δε θ' αναστηθεί μοναχά, μα, στηριγμένος από το χέρι του Θεού, θ' ανέβει πάνω απ' όλους τους λαούς, ο μονοκράτορας λαός κάτου από τη μονοκρατορία του Θεού του. Μισόν αιώνα ύστερα από τ' όραμα του Ιεζεκιήλ, μια προφητεία, που αναγράφεται στον Ησαΐα, ζωγραφίζει με χρώματα υψηλού λυρισμού το πολυδοξασμένο τούτο αύριο του βασανισμένου λαού των Εβραίων. Το όραμα μιας Ιερουσαλήμ στημένης στην κορφή των εθνών, αιώνια φωτισμένης από το ασάλευτο φως του Θεού, συναποσώνει, έτσι, την ιδέα του Λυτρωμού, και δίνει το πρότυπο του οράματος της Θεϊκής Βασιλείας στον κόσμο. Το νέο τούτο στοιχείο της ιδεολογίας του Ισραήλ ανακρατιέται κ' ύστερα από την αιχμαλωσία του και το περίλαμπρο όνειρο στήνεται αμετακίνητος άξονας των μεγάλων ελπίδων του κι αποκούμπι του μέσα στην αέναη θαλασσοταραχή της εθνικής του ιστορίας.

Πως, όμως, θα 'λαμπε σ' όλη την ακεριοσύνη της η δόξα κ' η δικαιοσύνη του Θεού, χωρίς να παιδευτούν αυτοί που κατατρέξανε και ταπεινώσανε τον εκλεκτό του Κυρίου λαό, και πως η μονοκρατορία θα μπορούσε να στηθεί της Ιερουσαλήμ, χωρίς τον ολοθρεμό των οχτρών της; Σε μια προφητεία του Μιχαία, που ξαναστήνει, κάπου εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, το όραμα του Ησαΐα, οι λαοί που μαζεύουνται να θαυμάσουν την Ιερουσαλήμ, δε νιώσαν την παγίδα που τους έστησε ο Θεός, μαζεύοντάς τους σα χερόβολα αλωνιού, ν' αλωνιστούνε. Το πλουτισμένο τώρα με τον όλεθρο των οχτρών όραμ της βασιλείας της Ιερουσαλήμ, ξαναζεί φλογερό στους αιώνες της ρωμαϊκης, της νέας πάλι του Ισραήλ, αιχμαλωσίας. Γραμμένο από αλεξανδρινό Ιουδαίο γύρω στο 140 μ. Χρ., το τρίτο βιβλίο των Σιβυλλικών Χρησμών ξετυλίγει σ' επικούς πίνακες τον θρίαμβο της Ιερουσαλήμ και την παραδεισιακή βασιλεία της πάνου στα έθνη. Στο “Προοίμιο” πάλι των Χρησμών, που λέγεται ν' ανήκει στην ίδια “Σίβυλλα”, οι εθνικοί παρουσιάζουνται να ξολοθρεύουνται, αν δεν αλλαξοπιστήσουνε, ενώ οι λατρευτές του αληθινού Θεού θα κατοικούνε τον παράδεισο και θα τρέφουνται από την ουράνια τροφή, το “μάνα”. Αλλά και με την τιμωρία των οχτρών, πως, πάλι, η δικαιοσύνη του Θεού θ' ακεριωθεί, αν εκείνοι που αγωνιστήκανε για την πίστη του και το έθνος τους και μαρτυρήσαν και θανατωθήκανε, κ' οι δίκαιοι που κατατρεχτήκαν από τους άδικους κ' οι καλοί που εξοντωθήκαν από τους κακούς , κι όσοι, κρατώντας το νόμο του Θεού, είδαν τους εαυτούς τους να βουλιάζουν μπροστά στο θρίαμβο της ανομίας και του κακού – θα ξαντιμευτούνε; Η αμοιβή των αγαθών, η αμοιβή των δικαίων, ποια θα 'ναι; Το εναγώνιο τούτο αίτημα της δικαιοσύνης, που το κάνει στυγνότερο η παράσταση του Σεώλ, αναρωτά τους ουρανούς κι απόκριση δεν παίρνει καμμία. Ο εβραϊκός Άδης δεν ξέρει τιμωρία ή αμοιβή, ούτε αντισηκώνει με τίποτα τα χαμένα ή θυσιασμένα ταξίματα της ζωής και του κόσμου. Εκεί καλοί και κακοί, μακριά από την έγνοια του Θεού που δεν ανακατεύεται με τους νεκρούς, ζούνε μια τόσο φύτική ζωή, που 'ναι περσότερο μια άδεια ανυπαρξία. Το όραμα της βασιλείας της Ιερουσαλήμ κάνει, με τη σειρά του, ωμότερο το πρόβλημα της δικαιοσύνης. Οι αγαθοί, οι δίκαιοι, οι μάρτυρες του Ισραήλ, η στρατιά των αγίων νεκρών και ζωντανών και των αυριανώνε μαρτύρων του, που κρατήσανε και κρατούνε την πύρινη στήλη της εθνικοθρησκευτικής του συνείδησης στη ζοφερή πορεία μέσα από την έρημο του μίσους, των πολέμων, της σκλαβιάς και των προδοσιών, δε θα μοιραστούν, μόνο και μόνο γιατί πεθάνανε πριν, τη βασιλεία της Ιερουσαλήμ μαζί με τους τοτινούς αδερφούς τους; Κ' η μοίρα τους είναι να πεθάνουνε στην έρημο, ατενίζοντας και πάλι από μακριά τη γη που δε θα φτάσουνε ποτέ, τη γη της νέας τους επαγγελίας;

Ο ταυτισμός της Ζωτικής Ψυχής με την Ψυχή του Νεκρού κ' η μυητική ευδαιμονική αθανασία που κυριεύουν τον Μεσογειακό Κόσμο, μένουνε, κάτου από την αποκλειστικότητα της θρησκείας του Ιαβέ, ξέαν για τους εβραίους. Η διάκριση της Ζωτικής Ψυχής (ruach), που ξαναγυρίζει μετά θάνατο στο Θεό, και της Ψυχής του Νεκρού (nefesh), που κατεβαίνει στον Σεώλ, ανακρατιέται σταθερά ανάμεσά τους. Συνέπεια είναι η δυσκολία της διαμόρφωσης ενός ανταποδότη Άδη σαν απάντηση στο αίτημα της δικαιοσύνης. Αλλά και μια τέτοια απάντηση (που συνδυάζεται παραπέρα με την παντοχή της Ανάστασης των Νεκρών), πολύ λίγα θα σήμαινε για τους Εβραίους, που, όπως τόσοι και τόσοι λαοί, αδυνατούν να παραδεχτούν την πληρότητα μιας φασματικής ζωής πέρα από τον τάφο. Κορμί και Ζωτική Ψυχή, αυτά μονάχα, κ' ενωμένα, συγκροτούνε μιαν αληθινή ζωή, ικανή να χαρεί την αμοιβή και να υποφέρει την τιμωρία. Η ξαναένωση, έτσι, της Ζωτικής Ψυχής και του Κορμιού, είναι ο μόνος δρόμος για την αμοιβή των Δικαίων που αμομένει στην θεϊκή δικαιοσύνη. Η ξαναένωση κιόλας αυτή κάθε άλλο παρά αδύνατη είναι. Είδαμε πως η ανάσταση του νεκρού με το ξαναγύρισμα της Ζωτικής του Ψυχής είναι ιδέα οικουμενική και τα βιβλικά παραδείγματα ευνοούνε την ανάπτυξή της μέσα στο κλίμα του ξαναμένου εβραϊκού θεοκρατισμού των αιώνων της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η ξαναδημιουργία των σωμάτων δεν είναι δύσκολη για το Θεό που δημιουργεί τον κόσμο με το λόγο του και, καθώς η Ζωτική Ψυχή ξαναγυρίζει στο Θεό, ο Θεός την ξαναφυσά στα πεθαμένα κορμιά, όπως στα κόκκαλα της πεδιάδας του Ιεζεκιήλ, και τ' ανασταίνει ατόφια. Έτσι διαμορφώνεται, από δρόμους εξωμυστηριακούς, η ιδέα μιας νέας ευδαιμονικής αθανασίας, που δεν είναι επιβίωση της ψυχής, μα Ανάσταση των Νεκρών κι αθανασία των Ζωντανών μέσα στον παράδεισο μιας βασιλικής πολιτείας του κόσμου. Οραματικό της υπέδαφος μένει το συγκλονιστικό όραμα των μυριάδων σκελετών που ξαναντύνουνται τα κορμιά στην πεδιάδα του Ιεζεκιήλ, και πλαστουργός της λόγος το αίτημα, μέσα από τη σφαίρα ενός εθνικού θεοκρατισμού, της ολοκληρωτικής δικαιοσύνης. Μαζί με τον ολοθρεμό των οχτρών, το ένα σκέλος της δικαιοσύνης του Θεού, το όραμα της Βασιλείας της Ιερουσαλήμ συναποσώνεται με την Ανάσταση των Νεκρών, το άλλο σκέλος της δικαιοσύνης. Η σχέση της νέας αυτής ιδέας με το αίτημα της δικαιοσύνης μαρτυριέται και από την άρνηση των Σαδουκαίων να τη δεχτούνε (Πραξ. 23, 8). Ευχαριστημένοι με την επίγεια τάξη, κ' έχοντας ενώσει τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα των ρωμαίων δυναστών, ούτε τη βασιλεία του Θεού ποθούν, ούτε απιθώνουν τις ελπίδες τους πέρα από τον τάφο.

Η ιδέα της Ανάστασης των Νεκρών πρωτομπαίνει, κατά μιαν άποψη, από τον 4ο αιώνα π. Χρ., όπως μπορεί να μαρτυρήσει το χωρίο του Ησαΐα 26, 19: αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη. Η γαρ δρόσος η παρα σου ίαμα αυτοίς εστίν, η δε γη των ασεβών πεσείται. Κατά μίαν άλλη άποψη, η ιδέα πρωτομπαίνει στα μισά του 2ου αιώνα π. Χρ., όπου μαρτυριέται από ένα χωρίο του Δανιήλ (=165 π.Χρ.) 12,2, αν είναι γνήσιο κι όχι χριστιανική παρεμβολή, ή γαι να μαρτυρηθεί, γύρω στα 100 π.Χρ., στο δεύτερο βιβλίο των Μακκαβαίων. Όσο μπορεί να συναχθεί από το χωρίο του Ησαΐα και το κείμενο των Μακκαβαίων (αν. 12,40 κε. πρβ. και IV Μακκ. 7) η Ανάσταση θα περιοριστεί στους δικαίους μοναχά, που θ' αναστηθούν για να πάρουνε μέρος στο θρίαμβο του αναστημένου τους γένους. Μα η καταβολή της ιδέας πάνου στο αίτημα της δικαιοσύνης, είχε μέσα της τα σπέρματα πολλαπλών αναπτύξεών της. Από τη μια συμβιβάζεται με την ιδέα ενός ανταποδότη Άδη κι εδώ, κι από την άλλη δεν περιορίζεται στους δικαίους μονάχα. Στον Ενώχ 1-36, ο Σεώλ έχει τέσσερα χωρίσματα, ένα για τους κακούς που τιμωρηθήκανε ζώντας τους και δε θ' αναστηθούν για να τιμωρηθούν την ημέρα της κρίσεως. Ένα για τους δικαίους που θ' αναστηθούν για ν' ανταμειφθούν. Κ' ένα για τους ήρωες της πίστης που περιμένουν ν' αναστηθούν σ' ένα παράδεισο ευδαιμονίας. Είναι φανερό πως δεν φτάνει πια η εξόντωση των ζωντανών εχθρών, η μη ανάσταση των κακών κ' η τιμωρία τους στον Άδη. Πρέπει κι αυτοί ν' αναστηθούν και να πληρώσουνε, σα ζωντανοί, για να χορτάσει η δικαιοσύνη. Στο χωρίο του Δανιήλ 12,2 (κ' η υστερότερη αυτή ιδέα μαρτυρά με πολλές πιθανότητες την παρεμβολή) οι ένοχοι θ' αναστηθούνε κι αυτοί για παιδεμό και ντροπιασμό τους: και πολλοί των καθευδόντων εν γης χώματι εξεγερθήσονται, ούτοι εις ζωήν αιώνιον και ούτοι εις ονειδισμόν και εις αισχύνην αιώνιον. Για την τιμωρία και των πεθαμένων οχτρών, η ανάσταση των νεκρών καθολικεύεται, πιο πέρα, στην ανάσταση των νεκρών όλου του ανθρώπινου γένους. Στο 4ο βιβλίο των Σιβυλλικών Χρησμών (στίχ. 176κε) ο Θεός, ύστερα από την πυρκαγιά του κόσμου, θ' αναστήσει όλους τους νεκρούς και, πληρώνοντάς τους κατά τα έργα τους, θα ξαναπαραδώσει στο θάνατο τους ασεβείς, ενώ θα στήσει στη ζωή τους άλλους, ανταμείβοντάς τους:

Ω μακαριστός, εκείνον ος εις χρόνον έσσεται ανήρ.


ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ
Η ΨΥΧΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: