.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

ΑΛΛΑΧ – ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ


Η φωτιά κατάτρωγε τα παλιά του χωριού σπίτια. Είχε αρχίσει από μια άκρη, την ανατολική, του μεγάλου δρόμου και προχωρούσε καίοντας τα στπίτια της μιας πλευράς, για να φτάσει την άλλη άκρη, που τελείωνε κοντά σ' ένα λόφο γυμνό, ξερό από κάθε βλάστηση.
Τα σπίτια της άλλης πλευράς, αυτουνού του δρόμου έμεναν άγγιχτα και κατάκλειστα. Ερημιά σ' όλο το χωριό. Και μόνο στο δρόμου που οι φλόγες κατέτρωγαν τα σπίτια βρίσκονταν αρκετά πρόσωπα. Δύο στρατιώτες που προσπαθούσαν να διορθώσουν χαλασμένο αυτοκίνητο και πιο πέρα απ' αυτούς κάτι άλλοι παράδοξοι στρατιώτες με ξεκουμπωμένα αμπέχονα και με όπλα πεταμένα στη σκόνη του δρόμου ανάκατα, που καθισμένοι κάτω στη γη μοίραζαν αναμεταξύ τους διάφορα μικροπράγματα αξίας.
-Ασ' τα κάτω ρε!...
-Μη βάζεις χέρι.
-Ο καθένας θα πάρει το μερτικό του.
Άλλοι δεν υπάρχουν. Στα πόδια όμως του λόφου του γυμνού από βλάστηση, πλήθος γυναίκες, κορίτσια καθισμένα κάτω, κοίταζαν τα σπίτια που καίονταν, τις φλόγες, χωρίς να μιλούν, βουβά και ακίνητα. Έμοιαζαν με κοπάδι προβάτων καθισμένων, και που κάπου προσέχει. Λίγα βήματα εμπρός τους, όρθιος, σαν τσοπάνος, στεκόταν ένας γέρος μουσουλμάνος.
Η φωτιά τριζοβολούσε. Καπνός, υψωνόταν και μαύριζε το γαλανό χρώμα τ' ουρανού. Άνεμος τώρα άρχισε να φυσά. Ο καπνός έφευγε γρήγορα και οι φλόγες πιο ζωηρά δούλευαν, κατέτρωγαν τα ξύλα... Πάνω σ' αυτό, στην ανατολική άκρη του δρόμου φάνηκε ένας ανθυποφαρμακοποιός. Οι στρατιώτες, που 'χαν πάψει τη μοιρασιά κι είχαν αρχίσει κάποιο παιχνίδι τυχερό, μόλις τον είδαν, σηκώθηκαν, πήραν τα όπλα τους κι έφυγαν. Οι στρατιώτες που διόρθωναν το αυτοκίνητο, όταν πέρασε από κοντά τους, σήκωσαν τα κεφάλια τους, τον κοίταξαν και πάλι ξακολούθησαν τη δουλειά τους.
Ο φαρμακοποιός πέρασε τα σπίτια που καίονταν με γρήγορο βήμα, αλλ' όταν είδε τις γυναίκες και τα κορίτσια μαζεμένα στα πόδια του λόφου, στάθηκε. Τις κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, κι ύστερα κινήθηκε και τις πλησίασε αργά και με τα σκέλια σφιγμένα, ώστε ν' αγγίζει το 'να στ' άλλο ή να τρίβεται το 'να στ' άλλο καθώς προχωρούσε. Στάθηκε πάλι και κοίταζε σα να έψαχνε να βρει κάτι που 'χασε...
Οι Τούρκισσες άλλες τον κοίταζαν και άλλες έριξαν τα μάτια κάτω στη γη. Ο γερο-μουσουλμάνος είχε στραφεί και τον έβλεπε καλά. Ο φαρμακοποιός σα να βρήκε τι ζητούσε, προχώρησε γρήγορα και άρπαξε ένα έμορφο κορίτσι από το χέρι. Η κυρά φώναξε, το κοπάδι των γυναικών ταράχτηκε, αλλ' έμεινε στη θέση του σα να του ήταν αδύνατο να φύγει, σα να 'ταν δεμένο στη γη, όπως τα στάχυα, οι θάμνοι. Ο γερο-μουσουλμάνος μπήκε στη μέση.
-Κορίτσι, κορίτσι, του είπε παρακλητικά, να, να τούτα!
Κι έδειξε τις γυναίκες. Ο φαρμακοποιός ούτε τον πρόσεξε, έσυρε την κόρη με δύναμη και τη σήκωσε από κάτω. Κι αυτή, έπειτα, τον ακολούθησε που την έσερνε, σαν το μοσχαράκι που, όσο κι αν δε θέλει ν' ακολουθήσει το σφάχτη, πάει από κοντά του. Ο γερο-μουσουλμάνος ακολουθούσε κι αυτός πίσω κάτι λέγοντας τουρκικά και ελληνικά.

Οι στρατιώτες που διόρθωναν το αυτοκίνητο είχαν αφήσει τη δουλειά τους και όρθιοι κοίταζαν. Το κοπάδι των γυναικών, βουβό πάντα, κοίταζε κι αυτό. Ο φαρμακοποιός, χωρίς να δίνει προσοχή σε κανέναν, σα να 'ταν μόνος με την κόρη, αυτός ο Αδάμ και αυτή η Εύα, την έσερνε και την έμπασε σ' ένα σπίτι απ' τ' αντικρινά της πυρκαϊάς, τ' άγγιχτα, που η πόρτα του βρέθηκε ανοιχτή. Κι έκλεισε έπειτα την πόρτα καλά. Με το κλείσιμο όμως της πόρτας φωνές ακούστηκαν μέσα. Ο γέρος απ' έξω μιλούσε, έλεγε κάτι, κοίταζε τους στρατιώτες, ύψωνε τα μάτια του στον ουρανό και κάποτε του ερχόταν κοιτάζοντας τους στρατιώτες ένα γέλιο παράδοξο, ένα γέλιο και κλάμα μαζί.
Να όμως, στην άκρη του δρόμου πάλι, την ανατολική, να στρατιώτες με τα όπλα στον ώμο, μαυρισμένοι απ' τον ήλιο και απ' την καλοπέραση, να 'ρχονται. Δεν ήταν πολλοι, καμιά εικοσαριά. Με βήμα ρυθμικό περνούσαν το δρόμο. Καθώς όμως έφθασαν έξω απ' το σπίτι που 'χε κλείσει την κόρη ο φαρμακοποιός, σταμάτησαν απ' τις φωνές τις σπαραχτικές που 'βγαιναν απ' αυτό.
-Τι τρέχει συνάδελφοι; ρώτησαν τους στρατιώτες του αυτοκινήτου.
Αυτοί που 'χαν αφήσει τη δουλειά τους τους απάντησαν:
-Ένας ανθυποφαρμακοποιός άρπαξε κι έκλεισε μέσα μια Τουρκοπούλα.
-Τι λες!
-Βρε τον άτιμο!
-Ε ρε το σπετσέρη!
Κι ένας πλησιάζοντας χτύπησε δυνατά την πόρτα με τον υποκόπανο του όπλου του, φωνάζοντας:
-Ασ' το κορίτσι, ρε!
Κι άλλοι τον μιμήθηκαν και χτύπησαν την πόρτα δυνατά. Η πόρτα σείστηκε, πήγε να πέσει.
-Ασ' το κορίτσι, βρε.
Και πάλι η πόρτα κινήθηκε άγρια απ' τα χτυπήματα. Οι φωνές έπαψαν μέσα. Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν δίπλα στην πόρτα σε μια γραμμή, σα να περίμεναν να τους κάνει επιθεώρηση κείνος που θα 'βγαινε. Πατήματα στην αυλή... Η πόρτα άνοιξε και ο φαρμακοποιός φάνηκε. Έριξε μια πλάγια ματιά στους στρατιώτες που ήταν παρατεταγμένοι και που τον κοίταζαν με σκυθρωπή, άγρια ματιά, κι έφυγε γρήγορα. Στο 'να του χέρι κρατούσε απ' τα πόδια μια όρνιθα.
-Στον αγύριστο! έκανε ένας στρατιώτης.
Και ο γερο-μουσουλμάνος, υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό:
-Αλλάχ! Είπε.


ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ
Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (1935)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ 2014


Δεν υπάρχουν σχόλια: