.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Ένας υλικός πολιτισμός – Rene Guenon


Από όλα όσα προηγήθηκαν μας φαίνεται ότι προκύπτει ήδη ξεκάθαρα πως οι Ανατολικοί έχουν απόλυτα δίκιο όταν κατηγορούν τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, ότι δεν είναι παρά ένας εντελώς υλικός πολιτισμός: είναι προς αυτή την κατεύθυνση που έχει αναπτυχθεί αποκλειστικά και, από όποια άποψη κι αν τον θεωρήσουμε, βρισκόμαστε πάντοτε μπροστά σε συνέπειες που απορρέουν λίγο – πολύ άμεσα από αυτή την διαδικασία προς τον υλισμό. Ωστόσο, πρέπει να συμπληρώσουμε ακόμη αυτά που ήδη είπαμε πάνω στο ζήτημα και πριν από όλα να εξηγηθούμε για τις διάφορες έννοιες με τις οποίες μπορεί να εννοηθεί μια λέξη όπως «υλισμός», γιατί, αν τον χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τον σημερινό κόσμο, ορισμένοι που δεν θεωρούν τον εαυτό τους καθόλου «υλιστή», έχοντας μάλιστα την αξίωση να είναι πολύ «σύγχρονοι», δεν θα παραλείψουν να διαμαρτυρηθούν και να πείσουν τον εαυτό τους ότι πρόκειται εδώ για αληθινή συκοφαντία. Μια λοιπόν αποσαφήνιση επομένως επιβάλλεται για να παραμεριστούν εκ των προτέρων όλες οι αμφιβολίες που μπορούν να προξενηθούν σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Είναι αρκετά χαρακτηριστικό ότι η ίδια η λέξη «υλισμός» χρονολογείται μόλις τον 18ο αιώνα. Επινοήθηκε από τον φιλόσοφο Berkeley, που τη μεταχειρίστηκε για να δηλώσει κάθε θεωρία που παραδέχεται την πραγματική ύπαρξη της ύλης. Είναι ελάχιστα ανάγκη να πούμε ότι δεν πρόκειται εδώ καθόλου για κάτι παρόμοιο, αφού αυτή η ύπαρξη δεν τίθεται καθόλου σε αμφισβήτηση. Λίγο αργότερα, η ίδια λέξη πήρε μια έννοια πιο αυστηρή, αυτή που έκτοτε διατήρησε: χαρακτήρισε μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε άλλο από την ύλη και τα εξ αυτής προερχόμενα. Και είναι ανάγκη να σημειωθεί η καινοτομία μιας τέτοιας αντίληψης, το γεγονός ότι είναι ουσιαστικά ένα προϊόν του σύγχρονου πνεύματος, επομένως ότι αντιστοιχεί τουλάχιστο σε ένα μέρος των τάσεων που είναι χαρακτηριστικές αυτού του πνεύματος(1). Αλλά είναι κυρίως με μια άλλη σημασία, πολύ πιο ευρύτερη και ωστόσο πολύ καθαρή, που σκοπεύουμε εδώ να μιλήσουμε για «υλισμό»: σε αυτή την περίπτωση τούτη η λέξη αντιπροσωπεύει ένα ολόκληρο πνεύμα για το οποίο η αντίληψη που μόλις ορίσαμε δεν είναι παρά μια εκδήλωση ανάμεσα σε άλλες, και που καθαυτή είναι ανεξάρτητη από κάθε φιλοσοφική θεωρία. Αυτό το πνεύμα συνίσταται στο να δώσει λίγο ή πολύ ενσυνείδητα την πρωτοκαθεδρία στα πράγματα της υλικής τάξης και στις ασχολίες που την αφορούν, είτε αυτές οι ασχολίες διατηρούν ακόμη μια κάποια θεωρητική επίφαση, είτε είναι καθαρά πρακτικές. Και δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε σοβαρά ότι αυτή είναι πραγματικά η νοοτροπία της συντριπτικής πλειοψηφίας των συγχρόνων μας.
Όλη η «βέβηλη» επιστήμη που αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων δεν είναι παρά η μελέτη του αισθητού κόσμου. Εκεί μέσα είναι περιορισμένη αποκλειστικά, και οι μέθοδοί της δεν εφαρμόζονται παρά μόνο σε αυτό το πεδίο. Να όμως που αυτές οι μέθοδοι ανακηρύχθηκαν «επιστημονικές» αποκλείοντας κάθε άλλη, πράγμα που σημαίνει άρνηση κάθε επιστήμης που δεν αναφέρεται στα υλικά πράγματα. Μεταξύ αυτών που σκέφτονται έτσι, ακόμη και μεταξύ αυτών που έχουν αφοσιωθεί ειδικά σε αυτές εδώ, υπάρχουν παρ’ όλα αυτά πολλοί που θα αρνιόντουσαν να ανακηρύξουν τον εαυτό τους «υλιστή» και να προσχωρήσουν στη φιλοσοφική θεωρία που φέρει αυτό το όνομα. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένοι που πρόθυμα διακηρύττουν τη θρησκευτική τους πίστη και κανείς δεν αμφισβητεί την ειλικρίνειά τους. Αλλά η «επιστημονική» τους στάση δεν διαφέρει αισθητά από αυτή των δεδηλωμένων υλιστών. Συζητήθηκε συχνά, από θρησκευτική άποψη, το ζήτημα αν η σύγχρονη επιστήμη όφειλε να καταγγελθεί είτε ως υλιστική είτε ως άθεη και, τις περισσότερες φορές, το έθεσαν εσφαλμένα. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι αυτή η επιστήμη δεν διακηρύσσει ρητά τον υλισμό της ή την αθεϊα της, ότι περιορίζεται να αγνοεί προκαταβολικά ορισμένα πράγματα χωρίς να εκφέρει γνώμη πάνω σε αυτά, προβάλλοντας μια ρητή άρνηση, όπως κάνουν διάφοροι φιλόσοφοι. Δεν μπορούμε λοιπόν, σχετικά με αυτή, να μιλήσουμε παρά για ένα εκ των πραγμάτων υλισμό, γι’ αυτό που θα προτιμούσαμε να αποκαλέσουμε έναν πρακτικό υλισμό. Αλλά σε αυτή την περίπτωση το κακό είναι ίσως σοβαρότερο, γιατί είναι πιο βαθύ και πιο εκτεταμένο. Μια φιλοσοφική στάση μπορεί να είναι κάτι πολύ επιφανειακό, ακόμη και από «επαγγελματίες» φιλοσόφους. Επί πλέον, υπάρχουν πνεύματα που θα υποχωρούσαν μπροστά στην άρνηση, αλλά που συμβιβάζονται με την πλήρη αδιαφορία. Και αυτό είναι ό,τι υπάρχει πιο επικίνδυνο, γιατί, για να αρνηθούμε κάτι, πρέπει και τότε ακόμη να σκεφτούμε πάνω σε αυτό, έστω και λίγο, ενώ εδώ φτάνουμε στο ίδιο σημείο χωρίς καμία απολύτως σκέψη. Όταν βλέπουμε μια αποκλειστικά υλική επιστήμη να παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατότητα, όταν οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να αποδέχονται ως αναμφισβήτητη αλήθεια, ότι δεν μπορεί να υπάρχει έγκυρη γνώση έξω από αυτήν εδώ, όταν όλη η εκπαίδευση που τους έχει δοθεί τείνει να τους εντυπώσει στο νου τη δεισιδαιμονία αυτής της επιστήμης, πράγμα που αποτελεί καθαρά τον λεγόμενο «επιστημονισμό», πως θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να μην είναι πραγματικά υλιστές, δηλαδή να μην έχουν όλη τους την προσοχή στραμένη προς τη μεριά της ύλης;
Για τους σύγχρονους τίποτε δεν φαίνεται να υπάρχει έξω από αυτό που μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε. Ή τουλάχιστο, ακόμη και αν παραδέχονται θεωρητικά ότι μπορεί να υπάρχει κάτι διαφορετικό, σπεύδουν να το ανακηρύξουν όχι μόνο άγνωστο αλλά «αγνώριστο», πράγμα που τους απαλλάσσει από το να ασχοληθούν μαζί του. Παρ’ όλα ταύτα, υπάρχουν ορισμένοι που γυρεύουν να σχηματίσουν μια κάποια ιδέα ενός «άλλου κόσμου», καθώς δεν επικαλούνται για κάτι τέτοιο παρά τη φαντασία, τον φαντάζονται καμωμένο πάνω στο πρότυπο του γήινου κόσμου και του μεταφέρουν όλες τις συνθήκες ύπαρξης που χαρακτηρίζουν αυτόν εδώ, περιλαμβανομένου του χώρου και του χρόνου και πολλές φορές ενός είδους «σωματικότητας». Έχουμε δείξει αλλού, μέσα στις πνευματιστικές αντιλήψεις, ιδιαίτερα χτυπητά παραδείγματα τέτοιας λογής φαντασιώσεων, που υλοποιήθηκαν με χοντροειδή τρόπο. Αλλά, αν εδώ πρόκειται για μια ακραία περίπτωση, όπου αυτό το χαρακτηριστικό έχει εξαρθεί μέχρι του σημείου της καρικατούρας, θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι ο πνευματισμός, και οι ομάδες που συγγενεύουν λίγο ή πολύ με αυτόν, κρατούν το μονοπώλιο σε τέτοιας λογής πράγματα. Εξάλλου, γενικότερα, η μεσολάβηση της φαντασίας μέσα στις περιοχές όπου δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε, και που όφειλαν κανονικά να της είναι απαγορευμένες, είναι ένα γεγονός που δείχνει αρκετά καθαρά την ανικανότητα των σύγχρονων Δυτικών να υψωθούν υπεράνω του αισθητού. Πολλοί δεν ξέρουν να κάνουν καμμιά διάκριση μεταξύ «συλλαμβάνω» και «φαντάζομαι», και ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως ο Kant, φτάνουν ως να διακηρύττουν «ασύλληπτο» και «αδιανόητο» κάθε τι που δεν επιδέχεται αναπαράσταση. Ακόμη, όλα αυτά που ονομάζουν «πνευματισμό» ή «ιδεαλισμό» δεν είναι τις περισσότερες φορές, παρά ένα είδος μεταμφιεσμένου υλισμού. Αυτό δεν αληθεύει μόνο για ό,τι δηλώσαμε με το όνομα «νεοπνευματισμός», αλλά ακόμη και γι’ αυτόν τον ίδιο τον φιλοσοφικό πνευματισμό, που ωστόσο θεωρείται ως το αντίθετο του υλισμού. Στην πραγματικότητα, πνευματισμός και υλισμός, με τη φιλοσοφική έννοια, δεν νοούνται χωριστά ο ένας από τον άλλο: είναι απλά τα δύο ήμισυ του καρτεσιανού δυαδισμού, των οποίων ο ριζικός χωρισμός μεταμορφώθηκε σε ένα είδος ανάμεσα στους δύο αυτούς όρους χωρίς να μπορεί να τους υπερβεί. Ο πνευματισμός, σε πείσμα του ονόματός του, δεν έχει τίποτε το κοινό με την πνευματικότητα. Η φιλονικία του με τον υλισμό δεν μπορεί παρά να αφήσει εντελώς αδιάφορους αυτούς που τοποθετούνται σε μια ανώτερη άποψη, και που βλέπουν ότι αυτά τα αντίθετα, στο βάθος, δεν απέχουν από το να είναι απλά ισοδύναμα, των οποίων η υποτιθέμενη αντίθεση, πάνω σε πολλά σημεία, περιορίζεται σε μια χυδαία λογομαχία.

Οι σύγχρονοι, γενικά, δεν διανοούνται άλλη επιστήμη, από την επιστήμη των πραγμάτων που μετρούνται, υπολογίζονται και ζυγίζονται, δηλαδή για μια ακόμη φορά, τελικά, πραγμάτων υλικών, γιατί μόνο σε αυτά μπορεί να εφαρμοστεί η ποσοτική άποψη. Και η αξίωση να υπαγάγουμε την ποιότητα στην ποσότητα είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης επιστήμης. Φτάσαμε έτσι, κατ’ αυτή την έννοια, να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει καθαρή επιστήμη εκεί όπου δεν είναι δυνατό να εισαγάγουμε τη μέτρηση, και ότι δεν υπάρχουν επιστημονικοί νόμοι παρά αυτοί που εκφράζουν ποσοτικές σχέσεις. Η «μηχανική» του Descartes σημείωσε την απαρχή αυτής της τάσης, που έκτοτε δεν έκανε άλλο από το να ενισχύεται, σε πείσμα της αποτυχίας της καρτεσιανής φυσικής, γιατί δεν είναι δεμένη με μια καθορισμένη θεωρία, αλλά με μια γενική αντίληψη της επιστημονικής γνώσης. Θέλουμε σήμερα να εφαρμόσουμε τη μέτρηση μέχρι και μέσα στο ψυχολογικό πεδίο, που ωστόσο της διαφεύγει από την ίδια του τη φύση. Καταντούμε να μη καταλαβαίνουμε ότι η δυνατότητα της μέτρησης δεν στηρίζεται παρά πάνω στη σύμφυτη ιδιότητα της ύλης, και που είναι η απεριόριστη διαιρετότητά της, εκτός αν πιστεύουμε ότι αυτή η ιδιότητα απλώνεται σε όλα τα υπαρκτά, πράγμα που αντιστοιχεί με την καθολική επικράτηση της ύλης.
Η ύλη, το έχουμε ήδη πει, είναι αρχή της διαίρεσης και καθαρή πολλαπλότητα. Η υπεροχή που αποδόθηκε στην ποσοτική άποψη, και που, όπως το έχουμε υποδείξει προηγουμένως, την βρίσκουμε ακόμη και μέσα στο κοινωνικό πεδίο, είναι επομένως υλιστική και με την έννοια που υποδείξαμε πιο πάνω, αν και δεν είναι αναγκαστικά δεμένη με τον φιλοσοφικό υλισμό, του οποίου άλλωστε προηγήθηκε κατά την ανάπτυξη των τάσεων του σύγχρονου πνεύματος. Δεν θα επιμείνουμε στο ότι δεν είναι νόμιμη αυτή η υπαγωγή της ποιότητας στην ποσότητα, ούτε στο ότι είναι ανεπαρκείς όλες οι απόπειρες ερμηνείας που συνδέονται λίγο ή πολύ με το «μηχανιστικό» πρότυπο. Δεν βρίσκεται σε αυτά εδώ αυτό που προτείνουμε, και σημειώνουμε μόνο, σχετικά με αυτό, ότι, ακόμη και στην αισθητή τάξη, μια επιστήμη τέτοιας λογής πολύ λίγο έχει σχέση με την πραγματικότητα, της οποίας το πιο σημαντικό μέρος της διαφεύγει αναγκαστικά.
Όσο για την «πραγματικότητα», θα σημειώσουμε ένα άλλο γεγονός, που κινδυνεύει να περάσει για πολλούς απαρατήρητο, αλλά που αξίζει πολύ να σημειωθεί ως σημείο του πνεύματος για το οποίο μιλούμε: Είναι το ότι αυτό το όνομα, στην τρέχουσα χρήση, προορίζεται αποκλειστικά για μόνη την αισθητή πραγματικότητα. Καθώς η γλώσσα είναι η έκφραση της νοοτροπίας ενός λαού και μιας εποχής, πρέπει να συμπεράνουμε από αυτό ότι, για αυτούς που μιλούν έτσι, κάθε τι που δεν συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις είναι «μη πραγματικό», δηλαδή φανταστικό ή ακόμη εντελώς ανύπαρκτο. Μπορεί να μην έχουν πλήρως συνείδηση του πράγματος, αλλά αυτή η αρνητική πεποίθηση δεν βρίσκεται λιγότερο βαθειά μέσα τους, και αν διατείνονται το αντίθετο, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, παρ’ όλο που δεν το αντιλαμβάνονται, ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν αντιστοιχεί σε αυτούς παρά σε κάτι το πολύ πιο εξωτερικό, αν δεν πρόκειται για καθαρή ρητορεία. Αν έχουν τον πειρασμό να πιστέψουν ότι υπερβάλλουμε, δεν έχουν παρά να δουν επί παραδείγματι τι είδους υποβιβασμό υφίστανται οι υποτιθέμενες θρησκευτικές πεποιθήσεις πολλών ανθρώπων: μερικοί όροι που τους έχουν αποστηθίσει, με τρόπο εντελώς σχολικό και μηχανικό, που δεν τους έχουν καθόλου αφομοιώσει, πάνω στους οποίους μάλιστα δεν έχουν ποτέ συλλογιστεί ούτε στο ελάχιστο, αλλά που τους κρατούν στη μνήμη τους και που τους επαναλαμβάνουν σε πρώτη ευκαιρία επειδή αποτελούν μέρος ενός ορισμένου φορμαλισμού, μιας συμβατικής συμπεριφοράς είναι ό,τι μπορούν να καταλάβουν από τον όρο θρησκεία. Έχουμε ήδη μιλήσει πιο πάνω για αυτή τη «σμίκρυνση» της θρησκείας, της οποίας («σμίκρυνσης») ο υπό συζήτηση «βερμπαλισμός» αντιπροσωπεύει έναν από τους τελευταίους βαθμούς. Είναι αυτή που εξηγεί γιατί οι υποτιθέμενοι «πιστοί», στο ζήτημα του πρακτικού υλισμού δεν υπολείπονται καθόλου από τους «άπιστους». Θα επανέλθουμε και πάλι πάνω σ’ αυτό, αλλά, προηγουμένως, πρέπει να τελειώσουμε με τις θεωρήσεις που αφορούν τον υλιστικό χαρακτήρα της σύγχρονης επιστήμης, γιατί αυτό είναι ένα ζήτημα που απαιτεί να το αντικρύσουμε από διαφορετικές όψεις.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ακόμη, αν και το έχουμε ήδη υποδείξει, ότι οι σύγχρονες επιστήμες δεν έχουν ένα χαρακτήρα ανιδιοτελούς γνώσης, και ότι, ακόμη και γι’ αυτούς που πιστεύουν στη θεωρητική τους αξία, αυτή εδώ δεν είναι παρά ένα προσωπείο κάτω από το οποίο κρύβονται εντελώς πρακτικές ασχολίες, αλλά που επιτρέπει να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση μιας ψευδούς διανοητικότητας. Ο ίδιος ο Descartes, συνθέτοντας τη φυσική του σκόπευε κυρίως να εξάγει από αυτήν μια μηχανική, μια ιατρική και μια ηθική. Και με τη διάδοση του αγγλο-σαξωνικού εμπειρισμού, προέκυψαν και άλλα πράγματα. Εξάλλου, αυτό που συνιστά το γόητρο της επιστήμης στα μάτια του μεγάλου κοινού, είναι σχεδόν αποκλειστικά τα πρακτικά αποτελέσματα που επιτρέπει να πραγματοποιηθούν, γιατί, κι εδώ ακόμη, πρόκειται για πράγματα που μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε. Λέγαμε ότι ο «πραγματισμός» αντιπροσωπεύει την κατάληξη όλης της σύγχρονης φιλοσοφίας και τον τελευταίο βαθμό υποβιβασμού της. Αλλά υπάρχει ακόμη, και από πιο πριν, έξω από τη φιλοσοφία, ένας διάχυτος και όχι συστηματικός «πραγματισμός», που είναι η άλλη όψη αυτού που ο πρακτικός υλισμός είναι του θεωρητικού υλισμού και που συμπίπτει με αυτό που ο ανίδεος ονομάζει «κοινό νου». Αυτή η σχεδόν ενστικτώδης χρησιμοθηρία (utilitarisme) είναι άλλωστε αξεχώριστη από την υλιστική τάση: ο «κοινός νους» συνίσταται στο να μη υπερβούμε τον γήινο ορίζοντα, όπως ακόμη και στο να μη απασχοληθούμε καθόλου με ό,τι δεν έχει παρά άμεσο πρακτικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτόν κυρίως ο αισθητός κόσμος είναι ο μόνος «πραγματικός» και δεν υπάρχει γνώση που να μη προέρχεται από τις αισθήσεις. Γι’ αυτόν ακόμη, αυτή η περιορισμένη γνώση δεν αξίζει παρά στο βαθμό που επιτρέπει να ικανοποιηθούν οι υλικές ανάγκες, και καμμιά φορά, ένας κάποιος συναισθηματισμός, γιατί, πρέπει να το πούμε καθαρά, διακινδυνεύοντας να προκαλέσουμε την σύγχρονη «ηθικολογία», το συναίσθημα είναι στην πραγματικότητα πολύ κοντά στην ύλη. Μέσα σε όλα αυτά, δεν μένει καμμιά θέση στη διάνοια, παρά μόνο όσο συγκατατίθεται να υπηρετήσει την πραγματοποίηση πρακτικών σκοπών, να μην είναι πια παρά το απλό εργαλείο το υποταγμένο στις απαιτήσεις του κατώτερου και σωματικού μέρους της ανθρώπινης ατομικότητας, ή, σύμφωνα με μια παράξενη έκφραση του Bergson, «ένα εργαλείο για εργαλεία». Αυτό που συνιστά τον «πραγματισμό», υπό όλες του τις μορφές, είναι η ολική αδιαφορία για την αλήθεια.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η βιομηχανία δεν είναι παρά μια εφαρμογή της επιστήμης, εφαρμογή από την οποία αυτή καθαυτή η επιστήμη θα όφειλε να είναι εντελώς ανεξάρτητη. Καταντά να της γίνεται λόγος ύπαρξης και δικαίωσή της, κατά τέτοιο τρόπο που κι εδώ ακόμη οι κανονικές σχέσεις βρίσκονται αντεστραμένες. Εκείνο που απορρόφησε όλες τις δυνάμεις του σύγχρονου κόσμου, ακόμη και όταν ισχυριζόταν ότι κάνει επιστήμη με τον τρόπο του, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μηχανοποίησης. Και θέλοντας έτσι να κυριαρχήσουν πάνω στην ύλη, και να την προσαρμόσουν στις ανάγκες τους, οι άνθρωποι δεν πέτυχαν παρά να γίνουν σκλάβοι της, όπως το λέγαμε στην αρχή: όχι μόνο περιόρισαν τις διανοητικές φιλοδοξίες τους, αν επιτρέπεται ακόμη να μεταχειριζόμαστε τη λέξη διανοητικές σε τέτοιες περιπτώσεις, στο να εφευρίσκουν και να κατασκευάζουν μηχανές, αλλά κατέληξαν να γίνουν αληθινές μηχανές αυτοί οι ίδιοι. Πραγματικά, η «ειδίκευση», τόσο εκθειασμένη από ορισμένους κοινωνιολόγους, υπό το όνομα «καταμερισμός εργασίας», δεν επεβλήθηκε μόνο στους σοφούς, αλλά ακόμη στους τεχνικούς και στους εργάτες, και, γι’ αυτούς τους τελευταίους, κάθε διανοητική εργασία κατέστη εξ αυτού αδύνατη: πολύ διαφορετικοί από τους τεχνίτες του παρελθόντος, δεν είναι πια παρά οι υπηρέτες των μηχανών, γίνονται, για να το πούμε έτσι, ένα σώμα με αυτές. Οφείλουν να επαναλαμβάνουν αδιάκοπα, κατά τρόπο τελείως μηχανικό, ορισμένες καθορισμένες κινήσεις, τις ίδιες πάντοτε, και πάντοτε εκτελεσμένες κατά τον ίδιο τρόπο για να αποφεύγεται η παραμικρή απώλεια χρόνου. Έτσι το θέλουν τουλάχιστον οι αμερικανικές μέθοδοι που θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν τον μέγιστο βαθμό «προόδου». Πραγματικά, πρόκειται αποκλειστικά για όσο το δυνατό μεγαλύτερη παραγωγή. Μεριμνούμε λίγο για την ποιότητα, είναι μόνο η ποσότητα που ενδιαφέρει. Επανερχόμαστε για μια ακόμη φορά στην ίδια διαπίστωση που έχουμε ήδη κάνει σε άλλους τομείς: ο σύγχρονος πολιτισμός είναι αληθινά αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ποσοτικό πολιτισμό, πράγμα που δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι είναι ένας υλικός πολιτισμός.
Αν θέλουμε να πειστούμε ακόμη περισσότερο γι’ αυτή την αλήθεια, δεν έχουμε παρά να δούμε τον τεράστιο ρόλο που παίζουν σήμερα, για την ύπαρξη των λαών καθώς και των ατόμων, τα στοιχεία οικονομικής τάξης: βιομηχανία, εμπόριο, οικονομία, φαίνεται ότι δεν είναι παρά αυτό που λαμβάνεται υπ’ όψη, πράγμα που συμφωνεί με το γεγονός που ήδη έχουμε επισημάνει, ότι η μόνη κοινωνική διάκριση που απομένει είναι αυτή που εδράζεται στον υλικό πλούτο. Φαίνεται ότι η οικονομική ισχύς, κυριαρχεί κάθε πολιτική, ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός ασκεί μια κυριαρχική επίδραση στις σχέσεις μεταξύ των λαών. Ίσως αυτό να μην είναι παρά μια επίφαση, και αυτά τα πράγματα να είναι εδώ λιγότερο αληθινές αιτίες παρ’ όσο απλά μέσα δράσης. Αλλά η εκλογή τέτοιων μέσων καταδείχνει ρητά τον χαρακτήρα της εποχής στην οποία αρμόζουν. Άλλωστε, οι σύγχρονοί μας είναι πεπεισμένοι ότι οι οικονομικές περιστάσεις είναι περίπου οι μοναδικοί παράγοντες των ιστορικών γεγονότων, και φαντάζονται μάλιστα ότι πάντα συνέβαινε το ίδιο. Φτάσαμε κατ’ αυτή την έννοια μέχρι του σημείου να επινοήσουμε μια θεωρία που απαιτεί να εξηγήσει τα πάντα αποκλειστικά με αυτό, και που έλαβε την χαρακτηριστική ονομασία «ιστορικός υλισμός». Μπορούμε ακόμη να δούμε εδώ το αποτέλεσμα μιας από τις υποβολές στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω, υποβολές που δρουν τόσο καλύτερα όσο αντιστοιχούν στις τάσεις της γενικής νοοτροπίας. Και το αποτέλεσμα αυτής της υποβολής είναι ότι τα οικονομικά μέσα καταλήγουν να καθορίζουν πραγματικά σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό πεδίο. Αναμφίβολα η μάζα άγεται πάντα κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ιστορικός της ρόλος συνίσταται κυρίως στο να αφήνεται να άγεται, γιατί δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα στοιχείο παθητικό, μια «ύλη» με την αριστοτελική έννοια. Αλλά σήμερα αρκεί, για τη χειραγώγησή της, να διαθέτουν μέσα καθαρά υλικά, αυτή τη φορά με τη συνήθη έννοια της λέξης, πράγμα που δείχνει καθαρά τον βαθμό υποβιβασμού της εποχής μας. Και, ταυτόχρονα, κάνουν αυτή τη μάζα να πιστεύει ότι δεν άγεται, ότι ενεργεί αυθόρμητα και ότι αυτοκυβερνάται, και το γεγονός ότι το πιστεύει επιτρέπει να διακρίνουμε μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάνει η έλλειψη νοημοσύνης της.

Μια και μιλούμε για οικονομικούς παράγοντες, θα εκμεταλευτούμε την περίσταση για να σημειώσουμε μια ψευδαίσθηση πολύ διαδεδομένη σχετικά με αυτό το ζήτημα, και που συνίσταται στο να φαντάζονται ότι οι καθιερωμένες σχέσεις στο χώρο των εμπορικών ανταλλαγών μπορούν να συντελέσουν σε μια προσέγγιση και μια συνεννόηση μεταξύ των λαών, ενώ, στην πραγματικότητα, έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Η ύλη, το έχουμε ήδη πει πολλές φορές, είναι ουσιαστικά πολλαπλότητα και διαίρεση, επομένως πηγή συμπλοκών και συγκρούσεων. Ακόμη, είτε πρόκειται για λαούς είτε για άτομα, το οικονομικό πεδίο δεν είναι και δεν μπορεί να είναι παρά αυτό των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Ειδικότερα η Δύση δεν μπορεί να υπολογίζει στη βιομηχανία, ούτε στη σύγχρονη επιστήμη που της είναι αχώριστη, για να βρει πεδίο συνεννόησης με την Ανατολή. Αν οι Ανατολικοί φτάσουν στο σημείο να αποδεχτούν αυτή τη βιομηχανία, ως μια δυσάρεστη αναγκαιότητα και άλλωστε μεταβατική, αφού κατ’ αυτούς δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο, δεν θα είναι ποτέ παρά κάτι σαν όπλο που θα τους επιτρέπει να αντισταθούν στη Δυτική επιδρομή και να διαφυλάξουν την ίδια τους την ύπαρξη. Έχει σημασία να ξέρουμε ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά: οι Ανατολικοί που συμβιβάζονται στον οικονομικό ανταγωνισμό με τη Δύση, παρά την αποστροφή που νοιώθουν για τέτοιας λογής δραστηριότητες, το κάνουν με τη μοναδική πρόθεση να απαλλαγούν από μια ξένη επιβολή που δεν στηρίζεται παρά στην ωμή βία, στην υλική δύναμη που η βιομηχανία θέτει ακριβώς στη διάθεσή της. Η βία καλεί τη βία, αλλά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ασφαλώς δεν είναι οι Ανατολικοί εκείνοι που θα επεδίωκαν την αναμέτρηση σε αυτό το πεδίο.
Εξάλλου, πέρα από το ζήτημα της σχέσης Ανατολής και Δύσης, εύκολα διαπιστώνουμε ότι μια από τις πιο αξιοσημείωτες συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης είναι η αδιάκοπη τελειοποίηση των πολεμικών μηχανών και η αύξηση της καταστροφικής τους δύναμης σε τρομακτικές διαστάσεις. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να γκρεμίσει τα «φιλειρηνικά» ονειροπολήματα ορισμένων θαυμαστών της σύγχρονης «προόδου». Αλλά οι ονειροπόλοι και οι «ιδεαλιστές» είναι αδιόρθωτοι και η αφέλειά τους φαίνεται να μην έχει όρια. Ο «φιλανθρωπισμός», που είναι τόσο πολύ της μόδας, δεν αξίζει βέβαια να ληφθεί στα σοβαρά. Αλλά είναι παράδοξο να μιλούμε τόσο πολύ για το τέλος των πολέμων σε μια εποχή όπου κάνουν τόση θραύση όση δεν έκαναν ποτέ, όχι μόνο εξ αιτίας του πολλαπλασιασμού των μέσων καταστροφής, αλλά ακόμη γιατί, αντί να διεξάγονται ανάμεσα σε στρατούς ολιγάριθμους και αποτελούμενους αποκλειστικά από επαγγελματίες στρατιώτες, ρίχνουν τον ένα εναντίον του άλλου, όλα τα άτομα αδιάκριτα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι λιγότερο κατάλληλα για να εκπληρώσουν μια παρόμοια αποστολή. Αυτό είναι ένα ακόμη χτυπητό παράδειγμα της σύγχρονης σύγχισης. Και είναι αληθινά πρωτοφανές, για όποιον θέλει να συλλογιστεί, το ότι φτάσαμε να θεωρούμε τελείως φυσική μια «μαζική εξέγερση» ή μια «γενική επιστράτευση», το ότι η ιδέα ενός «εξοπλισμένου έθνους» μπόρεσε να επιβληθεί σε όλα τα πνεύματα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μπορούμε ακόμη να δούμε εδώ ένα αποτέλεσμα της πίστης σε μόνη τη δύναμη του αριθμού: είναι σύμφωνο με τον ποσοτικό χαρακτήρα του σύγχρονου πολιτισμού η κινητοποίηση τεράστιων μαζών από πολεμιστές. Και, ταυτόχρονα, ο «εξισωτισμός» λαμβάνεται εδώ υπ’ όψη, το ίδιο ακριβώς όπως σε θεσμούς σαν αυτόν της «υποχρεωτικής εκπαίδευσης» και της «καθολικής ψηφοφορίας». Ας προσθέσουμε ακόμη ότι αυτοί οι γενικευμένοι πόλεμοι δεν κατέστησαν δυνατοί παρά δια μέσου ενός άλλου φαινομένου ειδικά σύγχρονου, που είναι η σύσταση των «εθνικοτήτων», συνέπεια της καταστροφής του φεουδαρχικού καθεστώτος, από τη μια μεριά, και, από την άλλη, της ταυτόχρονης διάσπασης της ουσιαστικής ενότητας της Χριστιανοσύνης του Μεσαίωνα. Και, χωρίς να καθυστερήσουμε με θεωρήσεις που θα μας παρέσυραν πολύ μακρυά, ας σημειώσουμε ακόμη, σαν επιβαρυντικό στοιχείο, την περιφρόνηση μιας πνευματικής αρχής που μόνη θα μπορούσε να ασκήσει κανονικά μια αποτελεσματική διαιτησία, επειδή είναι, από την ίδια της τη φύση, υπεράνω όλων των συγκρούσεων πολιτικής τάξης. Η άρνηση της πνευματικής αρχής, αφορά ακόμη τον πρακτικό υλισμό. Και αυτοί μάλιστα που ισχυρίζονται ότι αναγνωρίζουν θεωρητικά μια τέτοια αρχή, στην πράξη της αρνούνται κάθε πραγματική επιρροή και κάθε δύναμη παρέμβασης μέσα στο κοινωνικό πεδίο, ακριβώς όπως εγκαθιδρύουν ένα αδιαπέραστο χώρισμα μεταξύ της θρησκείας και των καθημερινών φροντίδων της ζωής τους. Είτε πρόκειται για τη δημόσια ζωή, είτε για την ιδιωτική, είναι ακριβώς το ίδιο πνεύμα που επιβεβαιώνεται και στις δυο περιπτώσεις.

Αν παραδεχτούμε ότι η υλική ανάπτυξη έχει ορισμένα πλεονεκτήματα, άλλωστε από μια πολύ σχετική άποψη, μπορούμε, όταν αντικρίζουμε επιπτώσεις όπως αυτές που μόλις επισημάναμε, να διερωτηθούμε μήπως αυτά τα πλεονεκτήματα δεν υπερβαίνονται κατά πολύ από τα μειονεκτήματα. Δεν μιλούμε ούτε καν, για όλα όσα έχουν θυσιαστεί σε αυτή την αποκλειστική ανάπτυξη, και που άξιζαν ασύγκριτα περισσότερο. Δεν μιλούμε για ανώτερες γνώσεις λησμονημένες, για την κατεστραμένη διανοητικότητα, για την χαμένη πνευματικότητα. Παίρνουμε τον ίδιο τον σύγχρονο πολιτισμό, και λέμε ότι, αν αντιπαραβάλλαμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτών που παρήγαγε, το συμπέρασμα θα κινδύνευε πολύ να είναι αρνητικό. Οι εφευρέσεις που πολλαπλασιάζονται στις μέρες μας με όλο και περισσότερο αυξανόμενη ταχύτητα είναι τόσο πιο επικίνδυνες όσο κινητοποιούν δυνάμεις των οποίων η αληθινή φύση είναι εντελώς άγνωστη και σε αυτούς ακόμη που τις μεταχειρίζονται. Και αυτή η άγνοια είναι η καλύτερη απόδειξη της κενότητας της σύγχρονης επιστήμης όσον αφορά την ερμηνευτική της αξία, επομένως και ως γνώσης, περιορισμένης σε μόνο το φυσικό πεδίο. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι σε πρακτικές εφαρμογές δεν εμποδίζονται καθόλου από αυτό δείχνει ότι αυτή η επιστήμη είναι προσανατολισμένη, αποκλειστικά προς μια κατεύθυνση ιδιοτελή, ότι είναι η βιομηχανία που αποτελεί τον μόνο πραγματικό στόχο όλων αυτών των ερευνών. Καθώς ο κίνδυνος των εφευρέσεων, ακόμη και αυτών που δεν είναι εσκεμμένα προορισμένες να παίξουν έναν ολέθριο ρόλο για την ανθρωπότητα, και που δεν προξενούν λιγότερο τόσες καταστροφές, χωρίς να μιλήσουμε για ανύποπτες διαταραχές που προξενούν μέσα στο γήινο περιβάλλον, καθώς αυτός ο κίνδυνος, λέμε, αναμφίβολα θα παίρνει ακόμη διαστάσεις που είναι δύσκολο να καθοριστούν, επιτρέπεται να σκεφτούμε, με αρκετή αληθοφάνεια, όπως το υποδείξαμε ήδη προηγουμένως, ότι είναι ίσως από αυτό που ο σύγχρονος κόσμος θα καταλήξει να αυτοκαταστραφεί, αν είναι ανίκανος να σταματήσει αυτή του την πορεία, όσο είναι ακόμη καιρός.
Αλλά δεν αρκεί να περιοριστούμε, όσον αφορά τις σύγχρονες εφευρέσεις, στις επιφυλάξεις που επιβάλλει η επικίνδυνη πλευρά τους, και πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο: τα υποτιθέμενα «αγαθά» αυτού που συνήθως αποκαλείται «πρόοδος» και που θα μπορούσαμε στην πραγματικότητα να χαρακτηρίσουμε έτσι αν φροντίζαμε να προσδιορίσουμε ότι δεν πρόκειται παρά για μια τελείως υλική πρόοδο, αυτά τα «αγαθά» τα τόσο εκθειασμένα δεν είναι σε μεγάλο μέρος τους απατηλά; Οι άνθρωποι της εποχής μας ισχυρίζονται με αυτά ότι αυξάνουν την «ευημερία» τους. Σκεφτόμαστε, από τη μεριά μας, ότι ο στόχος που προτείνουν στον εαυτό τους, ακόμη και αν τον επετύγχαναν πραγματικά, δεν αξίζει τη θυσία τόσων προσπαθειών. Αλλά επί πλέον, μας φαίνεται πολύ αμφίβολο ότι θα μπορούσαν να τον επιτύχουν. Κατ’ αρχήν, θα έπρεπε να λάβουμε υπ’ όψη μας το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν τις ίδιες προτιμήσεις, ούτε τις ίδιες ανάγκες, ότι υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι που θα ήθελαν να διαφύγουν τη σύγχρονη ταραχή, την τρέλλα της ταχύτητας και που πια δεν το μπορούν. Θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε για αυτούς εδώ, ότι είναι ένα «αγαθό» το να τους επιβληθεί ό,τι είναι πιο αντίθετο στη φύση τους; Θα μας πουν ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ολιγάριθμοι σήμερα, και ότι μπορούν γι’ αυτό να τους θεωρούν αμελητέα ποσότητα. Από εδώ, όπως στο πολιτικό πεδίο, η πλειοψηφία αντλεί το δικαίωμα της συντριβής των μειονοτήτων, που, στα μάτια της, προφανώς κακώς υπάρχουν, επειδή αυτή η ύπαρξη αντιτίθεται στην εξισωτική μανία της ομοιομορφίας. Αλλά αν θεωρήσουμε το σύνολο της ανθρωπότητας αντί να περιοριζόμαστε στον Δυτικό κόσμο, το ζήτημα αλλάζει όψη: η πλειοψηφία, που μόλις αναφέραμε, δεν τείνει να καταντήσει μειοψηφία; Ακόμη, δεν ισχύει πιο το ίδιο επιχείρημα σε αυτή την περίπτωση και, με μια παράδοξη αντίφαση, είναι στο όνομα της «ανωτερότητάς» τους που αυτοί οι «εξισωτές» θέλουν να επιβάλλουν τον πολιτισμό τους στον υπόλοιπο κόσμο, και που πάνε να διαταράξουν ανθρώπους που δεν τους ζητούσαν τίποτε. Και, καθώς αυτή η «ανωτερότητα» δεν υπάρχει παρά υπό την υλική άποψη, είναι τελείως φυσικό ότι επιβάλλεται με τα πιο απάνθρωπα μέσα. Ας μην απατώμαστε άλλωστε: αν το πλατύ κοινό αποδέχεται με καλή πίστη αυτά τα προσχήματα του «πολιτισμού», υπάρχουν ορισμένοι για τους οποίους δεν είναι παρά μια ηθικολογική υποκρισία, ένα προσωπείο για το κατακτητικό πνεύμα και τα οικονομικά συμφέροντα. Αλλά τι παράδοξη εποχή αυτή κατά την οποία τόσοι άνθρωποι αφήνονται να πειστούν ότι δίνουμε σε ένα λαό την ευτυχία, υποδουλώνοντάς τον, αφαιρώντας του ό,τι έχει πιο πολύτιμο, δηλαδή το δικό του πολιτισμό, υποχρεώνοντάς τον να υιοθετήσει ήθη και θεσμούς που είναι καμωμένα για μια άλλη φυλή, και καταναγκάζοντάς τον στις πιο επίπονες εργασίες για να τον κάνουν να αποκτήσει πράγματα που του είναι εντελώς άχρηστα! Γιατί περί αυτού πρόκειται: η σύγχρονη Δύση δεν μπορεί να ανεχθεί ότι υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν να εργάζονται λιγότερο και να αρκούνται με τα λίγα για να ζουν. Καθώς η ποσότητα μόνο λογαριάζεται και καθώς αυτό που δεν συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις άλλωστε, λογίζεται ανύπαρκτο, είναι κοινώς παραδεκτό ότι αυτός που δεν κινείται και δεν παράγει από υλική άποψη δεν μπορεί παρά να είναι «αργός». Χωρίς μάλιστα να μιλήσουμε εδώ για τις τρέχουσες εκτιμήσεις που αναφέρονται στους ανατολικούς λαούς, δεν έχουμε παρά να δούμε πως κρίνονται οι τάξεις του στοχασμού, και αυτό ακόμη και μέσα σε αυτοαποκαλούμενους θρησκευτικούς κύκλους! Μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο, δεν υπάρχει πια καμμιά θέση για τη διάνοια, ούτε για όσα είναι καθαρά εσωτερικά, γιατί εδώ πρόκειται για πράγματα που δεν βλέπονται ούτε αγγίζονται, που δεν μετρούνται, ούτε ζυγίζονται. Δεν υπάρχει θέση παρά για την εξωτερική δράση υπό όλες της τις μορφές, συμπεριλαμβανομένων και των πιο στερημένων από κάθε σημασία. Ακόμη, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι η αγγλοσαξωνική μανία του «σπορ» κερδίζει καθημερινά έδαφος: το ιδανικό αυτού του κόσμου είναι το «ανθρώπινο ζώο» που έχει αναπτύξει στο maximum τη μυική του δύναμη. Οι ήρωές του είναι οι αθλητές, έστω και άξεστοι. Είναι αυτοί εδώ που διεγείρουν το λαϊκό ενθουσιασμό, είναι για τα κατορθώματά τους που παθιάζονται τα πλήθη. Ένας κόσμος όπου βλέπουμε τέτοια πράγματα έχει αληθινά πέσει πολύ χαμηλά και μοιάζει πολύ κοντά στο τέλος του.

Ωστόσο, ας τοποθετηθούμε, για μια στιγμή, στην οπτική γωνία εκείνων που βρίσκουν το ιδανικό τους μέσα στην υλική «ευημερία» και που, στο όνομά της, απολαμβάνουν όλες τις βελτιώσεις που εξασφαλίζει στην ύπαρξη η σύγχρονη «πρόοδος». Είναι βέβαιοι ότι δεν απατώνται; Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι είναι σήμερα πιο ευτυχισμένοι από άλλοτε, επειδή διαθέτουν ταχύτερα μέσα επικοινωνίας ή άλλα πράγματα παρεμφερή, επειδή έχουν μια ζωή πιο πολυτάραχη και πιο περίπλοκη; Μας φαίνεται ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η ανισορροπία δεν μπορεί να είναι η προϋπόθεση μιας γνήσιας ευτυχίας. Άλλωστε όσο περισσότερες ανάγκες έχει ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να του λείψει κάτι, και επομένως να δυστυχήσει. Ο σύγχρονος πολιτισμός αποσκοπεί στον πολλαπλασιασμό των τεχνητών αναγκών, και όπως έχουμε ήδη πει πιο πάνω, θα δημιουργεί πάντοτε περισσότερες ανάγκες από όσες θα μπορεί να ικανοποιήσει, επειδή, από τη στιγμή που αφοσιώθηκε σε αυτή την πορεία, είναι πολύ δύσκολο να σταματήσει, και μάλιστα δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει σε ένα ορισμένο σημείο. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δοκιμάσουν κανένα πόνο για τη στέρηση πραγμάτων ανύπαρκτων που δεν τα είχαν ποτέ διανοηθεί. Τώρα, αντίθετα, υποφέρουν αναγκαστικά όταν αυτά τα πράγματα τους λείπουν, επειδή συνήθισαν να τα θεωρούν απαραίτητα, και επειδή τελικά τους έχουν γίνει πράγματι απαραίτητα. Ακόμη, προσπαθούν πάση θυσία να αποκτήσουν εκείνο που μπορεί να τους εξασφαλίσει όλες τις υλικές απολαύσεις, τις μόνες που είναι ικανοί να εκτιμήσουν: πρόκειται φυσικά για το «χρήμα», γιατί αυτό ακριβώς τους επιτρέπει να αποκτήσουν πράγματα, και όσο περισσότερο διαθέτουν τόσο περισσότερο επιθυμούν να αποκτήσουν κι άλλο, γιατί εφευρίσκουν αδιάκοπα νέες ανάγκες. Και αυτό το πάθος γίνεται ο μοναδικός στόχος όλης της ζωής. Από εδώ ξεκινά ο άγριος ανταγωνισμός που ορισμένοι «εξελικτιστές» ανήγαγαν σε επιστημονικό νόμο υπό την ονομασία «αγώνας επιβιώσεως» και που η λογική του συνέπεια είναι ότι μόνο οι πιο δυνατοί, με την πιο στενά υλική έννοια της λέξης, έχουν δικαίωμα να υπάρξουν. Από εδώ ξεκινά και ο φθόνος και το μίσος ακόμη, που στρέφονται εναντίον των κατόχων του πλούτου από μέρους εκείνων που τον στερούνται. Πως άνθρωποι στους οποίους έχουν γίνει κηρύγματα «εξισωτισμού» δεν θα επαναστατούσαν διαπιστώνοντας γύρω τους την ανισότητα υπό την μορφή που πρέπει να τους είναι πιο αισθητή, γιατί ανήκει στην πιο χυδαία τάξη (δηλαδή την υλική); Αν ο σύγχρονος πολιτισμός καταρρεύσει κάποια μέρα κάτω από την ώθηση των άτακτων ορέξεων που έκανε να γεννηθούν στη μάζα, θα είναι πολύ τυφλός να δεν δει σ’ αυτό τη δίκαιη τιμωρία της θεμελιακής του διαστροφής, ή, για να μιλήσουμε χωρίς καμμια ηθική φρασεολογία, τα επίχειρα της ίδιας του της πράξης μέσα στο ίδιο το πεδίο όπου έχει ασκηθεί. Έχει λεχθεί στο Ευαγγέλιο: «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται». Αυτός που απελευθερώνει τις κτηνώδεις δυνάμεις της ύλης θα απολεσθεί συνθλιμμένος από αυτές τις ίδιες, των οποίων δεν είναι πια κύριος όταν τις έχει ασύνετα κινητοποιήσει και δεν μπορεί να καυχηθεί ότι θα τις συγκρατεί απεριόριστα στη μοιραία πορεία τους. Είτε φυσικές δυνάμεις, είτε δυνάμεις ανθρώπινων μαζών, είτε και οι δύο μαζί, λίγο ενδιαφέρει, είναι πάντα οι νόμοι της ύλης που μπαίνουν σε κίνηση και που συντρίβουν αδυσώπητα όποιον νόμισε ότι μπορεί να τις κυριεύσει χωρίς ο ίδιος να υψωθεί υπεράνω της ύλης. Και λέγεται ακόμη στο Ευαγγέλιο: «πάσα οικία μερισθείσα καθ’ εαυτής ου σταθήσεται». Και αυτός ο λόγος εφαρμόζεται ακριβώς στον σύγχρονο κόσμο, με τον υλικό του πολιτισμό, που δεν μπορεί από την ίδια του τη φύση παρά να προξενεί παντού σύγκρουση και διαίρεση. Το συμπέρασμα μπορεί πολύ εύκολα να εξαχθεί και δεν είναι ανάγκη να επικαλεστούμε άλλες θεωρήσεις για να μπορέσουμε, χωρίς τον φόβο να διαψευστούμε, να προείπουμε γι’ αυτό τον κόσμο ένα τραγικό τέλος, εκτός αν επέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα μια ριζική αλλαγή, που να φτάνει ως μια αληθινή επιστροφή.
Ξέρουμε καλά ότι ορισμένοι θα μας κατηγορήσουν ότι μιλώντας για τον υλισμό του σύγχρονου πολιτισμού όπως μόλις κάναμε, παραβλέψαμε ορισμένα στοιχεία που μοιάζουν να συνιστούν τουλάχιστον ένα αντίβαρο σ’ αυτό τον υλισμό. Και πραγματικά αν δεν υπήρχαν τέτοια είναι πολύ πιθανόν ότι αυτός ο πολιτισμός θα είχε ήδη θλιβερά απολεσθεί. Δεν αμφισβητούμε επομένως καθόλου την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων, αλλά ακόμη δεν πρέπει εδώ να αυταπατόμαστε: από τη μια μεριά, δεν έχουμε λόγο να συμπεριλάβουμε σ’ αυτά (τα στοιχεία) όλα όσα, μέσα στο φιλοσοφικό πεδίο, παρουσιάζονται υπό επωνυμίες όπως «πνευματισμός» και «ιδεαλισμός», ούτε όλα όσα, μέσα στις σημερινές τάσεις, δεν είναι παρά «ηθικολογία» και «συναισθηματισμός». Έχουμε ήδη αρκετά εξηγηθεί πάνω σε αυτά και θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι πρόκειται εδώ, για μας, για απόψεις εξίσου «βέβηλες» με αυτές του θεωρητικού ή του πρακτικού υλισμού, και που απομακρύνονται πολύ λιγότερο στην πραγματικότητα από αυτές απ’ όσο φαίνεται επιφανειακά. Από την άλλη μεριά, αν υπάρχουν ακόμη υπολείμματα της αληθινής πνευματικότητας είναι ερήμην του σύγχρονου πνεύματος που έχουν ως τώρα επιβιώσει. Αυτά τα υπολείμματα πνευματικότητας, για όλα όσα είναι καθαρά δυτικά, μόνο μέσα στη θρησκευτική τάξη είναι δυνατό να τα βρούμε. Αλλά έχουμε ήδη πει πόσο η θρησκεία έχει σήμερα σμικρυνθεί και πόσο οι ίδιοι της οι πιστοί έχουν γι’ αυτήν μια αντίληψη στενή και ταπεινή, και σε ποιο σημείο της έχουν περιορίσει τη διανοητικότητα, που δεν αποτελεί παρά ένα σώμα με την αληθινή πνευματικότητα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αν ορισμένες δυνατότητες διατηρούνται ακόμη, βρίσκονται κατά κανόνα σε λανθάνουσα κατάσταση και επί του παρόντος η αποτελεσματικότητά τους περιορίζεται σε πολύ λίγα πράγματα. Αυτό δεν μειώνει τον θαυμασμό μας για τη ζωτικότητα μιας θρησκευτικής παράδοσης που, ακόμη και έτσι συρρικνωμένη σε ένα είδος λανθάνουσας δύναμης, αντιστέκεται παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, εδώ και πολλούς αιώνες, για να την καταπνίξουν και να την αφανίσουν. Και αν ξέραμε να συλλογιστούμε, θα βλέπαμε ότι υπάρχει μέσα σε αυτή την αντίσταση κάτι που συνεπάγεται μια «μη ανθρώπινη» δύναμη. Αλλά ακόμη μια φορά, αυτή η παράδοση δεν ανήκει στον σύγχρονο κόσμο, δεν είναι ένα από τα συστατικά του, είναι μάλιστα το αντίθετο των τάσεών του και των επιδιώξεών του. Αυτό πρέπει να το πούμε με ειλικρίνεια, και να μην αναζητούμε μάταιες συμφιλιώσεις: ανάμεσα στο θρησκευτικό πνεύμα, με την αληθινή έννοια της λέξης, και στο σύγχρονο πνεύμα, μόνο ανταγωνισμός μπορεί να υπάρχει. Κάθε συμβιβασμός δεν μπορεί παρά να αποδυναμώσει το πρώτο και να ενισχύσει το δεύτερο, του οποίου η εχθρότητα δεν θα έχει γι’ αυτό αφοπλιστεί, γιατί δεν μπορεί να επιθυμεί παρά την πλήρη καταστροφή κάθε πράγματος που, μέσα στην ανθρωπότητα, αντανακλά μια πραγματικότητα ανώτερη από την ανθρωπότητα.
Λένε ότι η σύγχρονη Δύση είναι χριστιανική, αλλά πρόκειται για σφάλμα: το σύγχρονο πνεύμα είναι αντιχριστιανικό γιατί είναι ουσιαστικά αντιθρησκευτικό. Και είναι αντιθρησκευτικό γιατί είναι γενικότερα αντιπαραδοσιακό. Αυτό ακριβώς συνιστά τον χαρακτήρα της, αυτό την κάνει να είναι αυτό που είναι. Βέβαια, κάτι από τον Χριστιανισμό έχει εισέλθει μέσα στον αντιχριστιανικό πολιτισμό της εποχής μας, του οποίου οι πιο «προωθημένοι» εκπρόσωποι, όπως λένε στο ιδίωμά τους, έχουν αναγκαστικά υποστεί και θα υποστούν ακόμη, αθέλητα κι ίσως ασύνειδα, κάποια χριστιανική επίδραση, τουλάχιστον έμμεσα. Αυτό συμβαίνει γιατί μια ρήξη με το παρελθόν, όσο κι αν είναι ριζική, δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα πλήρης και να καταλύει κάθε συνέχεια. Θα προχωρήσουμε πιο μακρυά, και θα πούμε ότι όλα όσα μπορούν να έχουν μια αξία μέσα στο σύγχρονο κόσμο του ήρθαν από τον Χριστιανισμό ή τουλάχιστο δια μέσου του Χριστιανισμού, που έφερε μαζί του όλη την κληρονομιά των προηγούμενων παραδόσεων, την οποία διατήρησε ζωντανή όσο το επέτρεπε η κατάσταση της Δύσης και της οποίας φέρει πάντα μέσα του τις λανθάνουσες δυνατότητες. Αλλά ποιος, άραγε, σήμερα, ακόμη και ανάμεσα σε αυτούς που βεβαιώνουν τη χριστιανική τους πίστη, έχει ακόμη την πραγματική συνείδηση αυτών δυνατοτήτων; Που βρίσκονται, ακόμη και μέσα στον Καθολικισμό, οι άνθρωποι που γνωρίζουν την βαθειά έννοια της διδασκαλίας που διδάσκουν εξωτερικά, που δεν αρκούνται στο να «πιστεύουν» με έναν λίγο-πολύ επιφανειακό τρόπο, και περισσότερο με το συναίσθημα παρά με τη διάνοια, αλλά «γνωρίζουν» πραγματικά την αλήθεια της θρησκευτικής παράδοσης που θεωρούν δική τους; Θα θέλαμε να έχουμε την απόδειξη ότι υπάρχουν τουλάχιστον μερικοί, γιατί αυτό θα ήταν, για τη Δύση, η μεγαλύτερη και ίσως η μόνη ελπίδα σωτηρίας. Αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, μέχρι τώρα, δεν έχουμε κανένα ακόμη συναντήσει. Μήπως πρέπει να υποθέσουμε ότι, όπως ορισμένοι σοφοί της Ανατολής, βρίσκονται κρυμμένοι σε κάποιο καταφύγιο σχεδόν απρόσιτο, ή μήπως πρέπει να παραιτηθούμε οριστικά από αυτή την τελευταία ελπίδα; Η Δύση υπήρξε χριστιανική στο μεσαίωνα αλλά δεν είναι πια. Αν λέμε ότι μπορεί ακόμη να ξαναγίνει κανείς δεν εύχεται περισσότερο από μας να συμβεί, και να συμβεί αυτό μια μέρα πιο κοντινή από ό,τι μας κάνουν να φανταστούμε τα όσα βλέπουμε γύρω μας. Αλλά ας μην αυταπατώμαστε. Εκείνη την ημέρα ο σύγχρονος κόσμος θα έχει πεθάνει.


________________________
1.Υπήρξαν, πριν από τον 18ο αιώνα, «μηχανιστικές» θεωρίες από τον ελληνικό ατομισμό ως την «καρτεσιανική φυσική». Αλλά δεν πρέπει να συγχέμουμε «μηχανισμό» και «υλισμό», σε πείσμα ορισμένων συγγενειών που μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα είδος de facto αλληλεγγύης μεταξύ του ενός και του άλλου ύστερα από την εμφάνιση του καθαυτό «υλισμού».


RENE GUENOΝ
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια: