.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΤΑΥΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΜΥΣΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΝΗΣΚΟΝΤΑ ΘΕΟ – ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ


θαρρείτε μύσται του θεού σεσωσμένου΄
έσται γαρ ημίν εκ πόνων σωτηρία
Firm. Mat. d. err. prof. relig. 22,1

Όλες οι μυστηριακές θρησκείες που επαγγέλονται τη σωτηριακή αθανασία, είναι θρησκείες του Θνήσκοντος Θεού, ή, αλλιώς, όλες οι θρησκείες των Θνησκόντων Θεών, επαγγέλουνται τη σωτηριακή αθανασία. Τα Ελευσινιακά Μυστήρια (όπου η Κάθοδος και Άνοδος της Περσεφόνης, παράλληλο της Καθόδου και Ανόδου της Δήμητρας, αντικατασταίενι το θάνατο και την ανάσταση του Πλούτου, του ύστερα Πλούτωνα), τα Διονυσιακά Μυστήρια, τα Ορφικά και Οσιρικά Μυστήρια , τα Κυβελικά Μυστήρια και, όμοια, τα Μιθραϊκά Μυστήρια (όπου ο ηλιακός Μίθρας σφετερίζεται τη δραματική λατρεία ενός θνήσκοντος Θεού), επαγγέλουνται όλα τους τη μετά θάνατο σωτηρία του μύστη τους, κ’ έχουν στο κέντρο τους το Δράμα ενός Θνήσκοντος Θεού, που ανασταίνεται θανάτω θάνατον πατήσας.
Ο σύνδεσμος αυτός της σωτηριακής επαγγελίας του Θείου Δράματος, μας μεταφέρει στην τελική λύση του προβλήματος πως διαμορφώνεται η νέα ιδέα της Ψυχής και το δόγμα της τελικής Αποθέωσής της: Με τη μύησή του στη θιασική – μυστηριακή θρησκεία του Θνήσκοντος Θεού, ο μύστης ταυτίζεται με τον Θνήσκοντα Θεό και σιγουρεύει, έτσι, για τον εαυτό του την τύχη του Θνήσκοντος Θεού, τη νίκη κατά του Θανάτου, την ανάσταση και τη θριαμβική συναποθέωσή του. Η Νέα Ζωή που του δίνει η Μύηση είναι ταυτισμός του με το Θεό΄ ο θάνατός του το Πάθος του Θεού΄ το ανέβασμά του σε μια νέα και αθάνατη ζωή η Ανάσταση του Θεού΄ η δοξασμένη επιστροφή του στην ομήγυρη των Θεών, η θριαμευτική Ανάληψη του αναστημένου Θεού στα ουράνια. Κι ότι ο νεκρός μύστης ταυτίζεται με τον Θνήσκοντα Θεό, δε λείπουνε, πιστεύω, οι μαρτυρίες. Μια εκπληκτική κιόλας «εικονογράφηση» του ταυτισμού του μύστη με τον Θνήσκοντα Θεό, είναι η μεταφορά, κάποτε, των ίδιων των τελετών του Θείου Δράματος στην ταφή του νεκρού, που τον ταυτίζουν και δραματικά με το θεό του.

Ένας τίτλος του Ταμμούζ, του μυστηριακού Θνήσκοντος Θεού της Μεσοποταμίας, που δίνεται ύστερα και σ’ άλλους θεούς, είναι «Εκείνος που τους Νεκρούς Ανασταίνει». Για τη σχέση του μυστηριακού τούτου θεού με τους νεκρούς, [πρέπει να δεχτούμε πως, στον βαβυλωνιακό κόσμο, μεταχειρίζουνται τον φυσιοκρατικό μύθο του Ταμμούζ για να εκφράσουν την ελπίδα της αθανασίας, κατά τον ίδιο τρόπο που μεταχειρίστηκαν οι Αιγύπτιοι τον φυσιοκρατικό μύθο του Όσιρί τους. Όπως στην Αίγυπτο λέγανε της μούμιας «Είσαι ένας Όσιρις», παναπεί «Θα ‘σαι και πάλι ζωντανός», έτσι και στα μάτια των Βαβυλωνίων, ο νεκρός τους θα φαινότανε να ‘ναι ένας Ταμμούζ, έτσι που να μη φεύγει κανείς δίχως ελπίδα]. Ίσαμε πιο σημείο μπορούμε να δεχτούμε τη βεβαίωση ενός μεγάλου γνώστη των μεσοποταμιακών πίστεων, δεν μπορώ να το πω΄ θυμίζω μόνο πως, όπως βγαίνει από την ακκαδική «Κατάβαση της Ιστάρ», μαζί με τον αναστημένο θεό Ταμμούζ ανεβαίνουν από τον Κάτου Κόσμο κ’ οι νεκροί – στοιχείο που ξανασυναντιέται στις λαϊκές λατρείες ομόλογων Θνησκόντων Θεών, του Διονύσου και του Ιησού, και που, εξομοιώνοντας την «άνοδο» των νεκρών με την «άνοδο» του Θνήσκοντος Θεού, είναι, αν όχι άλλο τίποτα, το υπέδαφος της ιδέας της αποθεωτικής συνανάστασής τους. Ό,τι που να’ναι, σ’ αντίρροπο της μεσοποταμιακής αβεβαιότητας έχουμε τον ταυτισμό του νεκρού με τον Θνήσκοντα Θεό στις τελετές της αιγυπτιακής ταφής, όπου μεταφέρουνται οι ίδιες οι τελετές του Θείου Πάθους. Για τη σχέση της αιγυπτιακής ταφής με τα Οσιρικά Μυστήρια, ας ακούσουμε έναν από τους βαθύτερους γνώστες της αιγυπτιακής αρχαιότητας, τον Moret, Mysteres Eguptienes 36 κ.ε.: «Εκείνοι που τελούν τα οσιρικά Μυστήρια δεν αποβλέπουν μονάχα στη συνέχιση της λατρείας και, χάρη σ’ αυτή, στην αέναη του θεού σωτηρία΄ αξιώνουν πως απονέμουν και στους ίδιους τους εαυτούς τους τα ευεργετήματα των τελετών και κοινωνούν στην αθανασία που σιγουρεύουν στον Όσιρι με τόσους αγώνες. Είναι αυτό που λέει ο Πλούταρχος (π. Ισ. και Οσ. 27, 360 de), σαν αναγράφει στην Ίσιδα την καθιέρωση των Μυστηρίων που μνημονεύουν το πάθος του αδερφού της κι αντρός της: ότι τα καθιέρωσε ευσεβείας ομού δίδαγμα ανδράσι και γυναιξίν υπό συμφορών εχομένοις ομοίων. Για τον τρόπο, τώρα, που οι άνθρωποι αντλούνε ευεργετήματα από τα Οσιρικά Μυστήρια, έχουμε, πρώτα, ένα γενικό νόμο: Ο κάθε νεκρός που του εφαρμόζουνται οι οσιρικές τελετές, θ’ αναστηθεί (με την ενέργεια της ομοιοπαθητικής μαγείας) σαν Όσιρις κι εκείνος. Έτσι η οικογένεια του νεκρού αναπαρασταίνει, μέσα στο σπίτι ή στον τάφο, το δράμα του θανάτου του Όσιρι και της ταφής του. Όπως ο Όσιρις, έτσι κι ο κάθε νεκρός λογιέται πως σκοτώνεται από τον Σηθ, πως ρίχνεται στο ποτάμι, πως ξαναμαζεύεται αποκεί, πως κομματιάζεται ύστερα και ξαναβρίσκεται πάλι. Η χήρα παίζει το μέρος της Ίσιδας, ο γιος το ρόλο του Θωτ΄ η οικογένεια προχωρεί, ύστερα, στο ξαναφτιάξιμο του κομματιασμένου κορμιού και, πάνου στο πρότυπο της οσιρικής μούμιας, φτιάνει μια μούμια. Η παρουσία μέσα στις νεκροπόλεις (αρχή των ιστορικών χρόνων) κομματιασμένων πτωμάτων από μίμηση των οσιρικών τελετών, δείχνει πως δεν πισωπατούσαν μπροστά σε καμμιάν από τις πραχτικές συνέπειες της θεωρίας αυτής΄ μα, παραπέρα, τους φτάνει ν’ απαγγέλνουν τις φόρμουλες που εξομοιώνουνε τον άνθρωπο με τον Όσιρι, που κομματιάζεται και ξαναφτιάχνεται πάλι: περιορίζουνται τώρα να φτιάξουν μια μούμια του, έτσι, που ο ταυτισμός με τον Όσιρι να κερδίζεται με το μετασχηματισμό του λειψάνου του σε εικόνα του μουμιοποιημένου θεού τους. Απάνου, τώρα, στο ξαναρμοσμένο και μουμιοποιημένο κορμί, η οικογένεια τελεί, με τους ιερείς, τις τελετές που ορίζουν οι οσιρικές ιερουργίες: «καθαρμούς», που ξεπλένουν από τον άνθρωπο όλες τις ακαθαρσίες «που δεν πρέπει να του ανήκουν στην άλλη ζωή΄ το άνοιγμα του στόματος και των ματιών που ανασταίνουν μέσα του τη φυσική και διανοητική ζωή΄ τη βλαστική αναγέννηση <συνταφή μ’ αγαλματάκι του Όσιρι, καμωμένο από χώμα ζυμωμένο με δημητριακά που, βλασταίνοντας, παρασταίνουνε και πραγματώνουν την ανάσταση του νεκρου> και τη ζωική αναγέννηση <πέρασμα από το τομάρι μιας θυσιασμένης γελάδας, που σημαίνει πως ο νεκρός ξαναγεννιέται από τη γελαδόμορφη Nut, τη Μητέρα Θεά>: τελετές που από το θνητό σκήνωμά του κάνουν να βγαίνει ένα ένδοξο σώμα΄ προσφορές «υπάκουες στη φωνή», στη δημιουργική φωνή που σιγουρεύει στο Νέον Όσιρι τη δύναμη να εξουδετερώσει τους κιντύνους και την εγγύηση πως δε θα δοκιμάσει τη δίψα και την πείνα. Έτσι ο μύστης της οσιρικής λατρείας εφαρμόζει στον εαυτό του καθετί που ο ζήλος του εξασφαλίζει στο θεό και πάτρωνά του΄ κι όσο είναι αλήθεια πως ο Όσιρις ζει, άλλο τόσο είν’ αλήθεια πως κ’ εκείνος θα ζήσει για πάντα». Η μεταφορά, έτσι, των τελετών των Οσιρικών Μυστηρίων στις τελετές της ταφής του αιγύπτιου νεκρού, παρουσιάζει ανάγλυφη την αξονική ιδέα της σωτηριακής επαγγελίας που φέρνουν οι μυστηριακές του μεσογειακού κόσμου θρησκείες. Ο μύστης ταυτίζεται με τον Θνήσκοντα Θεό και, πεθαίνοντας, ανασταίνεται εν δόξη, όπως κ’ εκείνος.

Μια σειρά μνημεία, αρχαία και νεώτερα, σχετίζουν με το θεό του Άδη τον Διόνυσο και εικονογραφούν τον αρχαιότερο λόγο του Ηρακλείτου: ωυτος δε Αίδης και Διόνυσος – που ταυτίζει το θεό με τον Άδη. Ότι οι εσχατολογικές πίστες του Ορφισμού επηρεάζουν βαθύτατα τις εσχατολογικές διονυσιακές παράστασες, κι ότι αρχικά ο Διόνυσος δεν είναι θεός του Άδη, δε χωράει αμφιβολία. Σα θεός, όμως, που κατεβαίνει στον Άδη κι ανεβαίνει αποκεί, είναι από την ίδιο την φύση του θνήσκοντος θεού συνδεμένος με τον Άδη, και, κατανάγκη, με τις ελπίδες των μυστών του. Η κεντρική πράξη της Διονυσιακής Θρησκείας, η Ωμοφαγική Μετάληψη, ταυτίζει τον μύστη με τον θεό, κι ο ταυτισμός αυτός, που τον κάνει να μετέχει υποστατικά στην ουσία του θεού, του σιγουρεύει, αναντίρρητα, κ’ ένα καλλίτερο κλήρο στην Άλλη Ζωή, που ο κόσμος της είναι τόσο οικείος του θεού του. Η ανεξάρτητη τούτη διονυσιακή ιδέα μιας ευδαιμονικής επιβίωσης τεκμηριώνεται από το επιτάφιο επίγραμμα μιας διονυσιακής ιέρειας από τη Μίλητο, όπου μια άλλη επιγραφή τεκμηριώνει ωμοφαγικά όργια στον 3ο πρ. Χρ. Αιώνα. Η νεκρή ιέρεια της Μιλήτου χαραχτηρίζεται εδώ σαν «καλών μοιρών επισταμένη», που ξέρει τώρα τη μερίδα ή τη μοίρα που φυλάγεται για τους καλούς, παναπεί τους μυημένους. Οι ορφικές επιροές έρχουνται τώρα να προσδιορίσουν την ευδαιμονική επιβίωση της διονυσιακής ιδέας. Η τεχνητή ανάδειξη του Ζαγρέα σα θεού των Ορφικών, υποχωρεί μπροστά στην υπεροχή του παλαιού τους θεού Διονύσου. Ένας ταυτισμός του Ζαγρέα με τον Διόνυσο, ταυτισμός που τον βοηθά η ομολογία και ο βακχικός χαραχτήρας των δύο λατρειών, αφήνει στη θέση του Ζαγρέα έναν Διόνυσο-Ζαγρέα, που ξαναμένει Διόνυσος τέλος. Όπως, πάλι, οι πιστοί του Διονύσου ταυτίζουνται με την Ωμοφαγική Μετάληψη με τον Διόνυσο, έτσι κ’ οι Ορφικοί ταυτίζουνται μ’ αυτόν: βάκχος εκλήθην οσιωθείς, λέγει ο μύστης των Ζαγρεϊκών Τελετών, και πολλοί μεν ναρθηκοφόροι, προειδοποιούν με την παροιμία τους οι Ορφικοί, παύροι δε τε βάκχοι. Η παροιμία τους μαρτυρά πως οι Ορφικοί ταυτίζουνται με το θεό Διόνυσο-Ζαγρέα, και γίνουνται βάκχοι κ’ εκείνοι. Κάτου από το ρεύμα των εσχατολογικών τους δοξασιών, η αόριστη διονυσιακή ιδέα μιας ευδαιμονικής επιβίωσης σαρκώνεται στις πολυχρώματες παράστασες ηλυσιακών παραδείσων. Τα επιγράμματα, τα ταφικά εφόδια και τα ταφικά μνημεία ξεδιπλώνουν ένα μεγάλο πλούτο των ορφικοδιονυσιακών παραδείσων αυτών, όπου κι ο νεκρός κι η νεκρή, σαν ακόλουθοι του Θεού ή κάτου από τα πρόσωπα των σατύρων ή των μαινάδων της δαιμονικής ακολουθίας του, ξαναβρίσκουν στον Άλλο Κόσμο την εκστασιακή και πανευδαίμονη ζωή των κορυφαίων θιασικών στιγμών τους. Μέσα από τις παραστάσεις αυτές, δεν είναι σπάνιες κ’ οι φορές που ο νεκρός παρασταίνεται ταυτισμένος με τον Διόνυσο ή Βάκχο. Ότι ο ταυτισμός αυτός πρωτογίνεται στην Ιταλία – στον Τάραντα όπως φαίνεται – δεν είναι, ίσως, για το ζήτημα των ορφικών επιδράσεων, χωρίς σημασία. Ένα άγαλμα του Διονύσου (ρωμαϊκής εποχής), που βρέθηκε στην αρχαία νεκρόπολοη του Γυθείου, παρουσιάζει τον Διόνυσο στεφανωμένο με κληματόφυλλα ν’ ακουμπά σε μια κληματαριά, με τον κάνθαρο στο χέρι και με τον πάνθηρα στα πόδια του, μα με πρόσωπο όπου αναγνωρίζει κανείς ένα πορτραιτο. Είναι το άγαλμα ενός νεκρού, που έχει ταυτιστεί με τον Διόνυσο, τον θεό του. Το άγαλμα ενός μικρού, Σατουρνίνου, σε σαρκοφάγο της Ρώμης, παρουσιάζει το παιδί σα Διόνυσο, όπως μαρτυρά και ρητά το επιγραμμά του: Σατουρνίνος εγώ κικλήσκομαι΄ εκ δε με παιδός εις Διονύσου άγαλμ’ έθεσαν μήτηρ τε πατήρ τε. Σ’ ένα λατινικό επίγραμμα, ο ποιητής λέει του νεκρού πως «αν θέλεις να φορτώσεις το θύρσο με βαριά σταφύλια και με κισσό και να σκεπάσεις με κληματόφυλλα την κόμη σου, θα ‘σαι ένας βάκχος». Η παράσταση, μ’ άλλα λόγια, του νεκρού σα Βάκχου, τον ταυτίζει με τον Βάκχο.

Όσο υστερότερες και να’ναι από τους καιρούς της διαμόρφωσης της ιδέας της πνευματικής ψυχής, οι παραστάσεις αυτές μορφοποιούν την υπεδαφική ιδέα που τη διαμόρφωσε και που είναι το κέντρο των μυστηριακών θρησκειών: τον Ταυτισμό του Μύστη με τον Θνήσκοντα Θεό του. Οι ιδέες υπάρχουν κάτου από αέναη βωματική κατεργασία, πολύ πριν μνημειωθούν με τα έργα της τέχνης – και, στην περίστασή μας, η πράξη της Ωμοφαγικής Μετάληψης παρουσιάζει την ιδέα του υποστατικού ταυτισμού του Μύστη με το Θεό πολύ αρχαιότερη κ’ από τους ίδιους τους Ορφικούς ακόμη. Αξιοσημείωτο, έτσι, είναι πως και η Χριστιανική Θρησκεία, που κεντρικό στοιχείο της έχει κι αυτή τη Μετάληψη, ταυτίζει, με τη σειρά της κι αυτή – σίγουρα κάτου από την επιβολή των αρχαίων μυστηριακών ιδεών – το μύστη της με το θεό της. Ο Παύλος αξιώνει πως δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν. Το μεταγύρισμα τούτο της φθαρτής και θνητής φύσης σ’ άφθαρτη φύση κι αθάνατη, δεν κατορθώνεται, κατά τις αρχαιότερες και τις μυστηριακές ύστερα ιδέες, παρά με την αποθέωση του ανθρώπου. Μια σειρά χωρία της παλαιοχριστιανικής φιλολογίας, που συγκεντρώνει ο Macchioro 489 , δείχνουν προς η ίδια καταθέμελη ιδέα περνά και στις χριστιανικές πίστες: γενόμεθα θεοί δι’ αυτόν (τον Χριστόν), επειδή κακείνος δι’ ημάς άνθρωπος, λέει ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, και γέγονεν άνθρωπος και απέθανεν, παίρνει την ίδια ιδέα ο ψευδο-Αθανάσιος, ιν’ εμείς, οι ως άνθρωποι αποθνήσκοντες, θεοποιηθώμεν. Με τη χριστιανική μύηση εκβαίνει την εαυτού φύσιν άνθρωπος αθάνατος εκ θνητού, για τον Γρηγόριο Νύσσης, και, κατά ένα άλλο λόγο του, μίμησιν θείας φύσεως τον Χριστιανισμόν είναι. Κάτου από όλα αυτά, ακούγεται η ιδέα πως ο νεκρός ομοιώνεται παναπεί ταυτίζεται με τον θνήσκοντα θεό του: ημείς γαρ φαμέν άνθρωπον γεγενήσθαι τον του θεού λόγον προς σωτηρίαν ημών, ίνα την ομοίωσιν του κατά φύσιν αληθινού υιού του θεού, κατά το λόγο του Απολλιναρίου.

Ας προστεθεί πως ο Χριστιανισμός ταυτίζει τον πιστό του με το θεό, με δύο βασικές ιερουργίες: Το Βάφτισμα και τη Μετάληψή του. Και τα δυο τους ιερουργίες άλλης αρχής (καθαρτικό λουτρό και τραπέζι κοινωνίας), μετασχηματίζουνται, κάτου από την επιβουλή των μυστηριακών τελετών της αρχαιότητας, σε μυστηριακές ιερουργίες. Το βάφτισμα μετασχηματίζεται στη βασική ιερουργία των Μυητικών Τελετών, το Θάνατο και τον Ξαναγεννημό του μύστη, και γίνεται λουτρόν παλιγγενεσίας. Κάτου από την ίδια επιροή των Μυστηρίων, που συχνά τελετουργεί το θάνατο και ξαναγεννημό του μύστη με την παράσταση του Θανάτου και της Ανάστασης του Θεού, το Βάφτισμα ξηγιέται σαν ομοίωμα του Θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού (με την εξομοίωση των τριών βουτηγμάτων με την τριήμερη παραμονή του Χριστού στον Άδη). Η Μετάληψη πάλι είναι σταθερό στοιχείο των Αρχαίων Μυστηρίων , και σ’ ορισμένα, όπως στα Διονυσιακά (και ίσως και στα Ορφικά), μετάληψη από το αίμα και τη σάρκα του Θεού, που, δίνοντας του μύστη να κοινωνήσει στην ουσία του Θεού, τον ταυτίζει μαζί του. Έτσι η ιδέα της αποθέωσης του πιστού με τον ταυτισμό του με τον Χριστό, κατεβαίνει στον Χριστιανισμό από την πράξη και την ιδεολογία των αρχαίων Μυστηρίων. Έτσι όμως μαρτυρά, με τη σειρά της κι αυτή, την ύπαρξη και τη θέση της στην πράξη και στην ιδεολογία των αρχαίων Μυστηρίων.



ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ
Η ΨΥΧΗ
Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της
Και τα έθιμα του θανάτου
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: