.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΝΗΣΤΙΣ – PETER KINGSLEY


Εμπεδοκλής ο μάγος, ο θεραπευτής, ο ασκημένος στην εσωτερική παράδοση, ο μυημένος που ρίχτηκε μέσα στο όρος Αίτνα: υπάρχουν τόσες πολλές συνδεόμενες όψεις του γεγονότος και του θρύλου που συναντήσαμε στην προσπάθεια να εξιχνιάσουμε την ταύτιση την οποία έκανε ο ίδιος ο Εμπεδοκλής των θεοτήτων με στοιχεία – και, πάνω απ’ όλα, την ταύτιση του Άδη με τη φωτιά. Αλλά υπάρχει και μια τελευταία λεπτομέρεια που πρέπει να εξετάσουμε: είναι η ταυτότητα της θεάς την οποία ο Εμπεδοκλής ταύτιζε με το στοιχείο του νερού. Ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτήν την περίπτωση οι περιορισμοί των πληροφοριών μας γύρω από τη θεά θα αποδειχθούν το ίδιο σημαντικοί με το εύρος τους.
Ολοφάνερα ο ίδιος τη θεωρούσε σημαντική. Ενώ στο απόσπασμα 6 δίνει μια γραμμή για τις θεότητες του αιθέρα, της γης και της φωτιάς μαζί, στην τέταρτη και τελευταία θεότητα δίνει μια ολόκληρη γραμμή:

Άκου καταρχήν τις τέσσερις ρίζες των πάντων:
Ο κεραυνοβόλος Ζευς, η ζωηφόρα Ήρα, ο Αϊδωνεύς
Και η Νήστις, δακρυρροούσα υδροχόη των πηγών των θνητών.

Ποια είναι αυτή η Νήστις; Η ελληνική γραμματεία ελάχιστα μας δίνει ως άμεση απάντηση. Τον αιώνα μετά τον Εμπεδοκλή ο κωμωδιογράφος Άλεξις, πιθανότατα από τους Θούριους, φαίνεται πως είχε περιγράψει τη Νήστιδα ως σικελική θεότητα. Ο Άλεξις βέβαια μπορεί να γνώριζε ανεξάρτητα μια τέτοια θεότητα. Ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν αναφερόταν απλώς στο ποίημα του Εμπεδοκλή – και δεν τον περιέπαιζε εν συνεχεία.
Ωστόσο αυτό με κανένα τρόπο δε σημαίνει ότι το όνομα ήταν απλώς επινόηση του Εμπεδοκλή. Ο Εμπεδοκλής δε δημιουργούσε εκ του μηδενός τις μυθολογικές του οντότητες. Αντίθετα, ήταν βαθιά χρεωμένος σε προγενέστερες θρησκευτικές και φιλολογικές παραδόσεις. Και ήταν η ικανότητά του να χρησιμοποιεί αυτές τις προϋπάρχουσες παραδόσεις, πλάθοντάς τες ανεπαίσθητα σύμφωνα με τους δικούς του σκοπούς και προθέσεις, εκείνη που έδινε όλο της το νόημα στην ποίησή του. Υπάρχει ένα άλλο σημείο, επίσης, το οποίο δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τον Εμπεδοκλή. Οποιοσδήποτε έχει κάποια εξοικείωση με τη σικελική θρησκευτική ιστορία γνωρίζει πόσο λίγα ξέρουμε σχειτικά με τους θεούς του νησιού και, κυρίως, τις θεότητές του. Για το μεγαλύτερο μέρος της θρησκευτικής παράδοσης και πρακτικής του νησιού αγνοούμε σχεδόν τα πάντα. Είναι συνηθισμένο να συναντάμε σικελικές θεότητες οι οποίες στους Έλληνες ήταν γνωστές από μια ή δύο φευγαλέες αναφορές στο σωζόμενο σώμα της κλασικής γραμματείας. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος παράγοντας εδώ που, για τους σκοπούς μας, πρέπει να θεωρείται λίγο πολύ αποφασιστικός. Σε μια σημαντική, αν και ξεχασμένη, σημείωσή του ο Paul Kretschmer είχε επισύρει την προσοχή σε μαρτυρίες που έδειχναν πως η ίδια κατάληξη – τι και – τις όπως στο όνομα Νήστις ήταν ένα κανονικό γνώρισμα των ινδοευρωπαϊκών, προ-ελληνικών ονομάτων θεαινών στη Σικελία και τη νότιο Ιταλία. Ο ίδιος ο Kretschmer χρησιμοποίησε αυτήν τη μαρτυρία, με διαυγή επιχειρήματα, προκειμένου να τεκμηριώσει τη Νήστιδα του Εμπεδοκλή ως αυθεντική σικελική θεότητα. Με άλλα λόγια η πρωτοτυπία του Εμπεδοκλή έγκειται όχι στην επινόηση του ονόματος αλλά στη μετατόπιση της χρήσης του και την ταύτισή του με ένα από τα στοιχεία του – όπως τον είδαμε να κάνει νωρίτερα και με τον Δία, την Ήρα και τον Άδη.
Υπάρχει και κάτι ακόμη που πρέπει να έχουμε κατά νου στην περίπτωση της Νήστιδος. Πρόκειται για το καλά γνωστό φαινόμενο στην αρχαία Σικελία οι ελληνικοί θεοί και θεές που έφταναν να ονομάζονται με τοπικά, και ασυνήθιστα ονόματα, καθώς οι Έλληνες άποικοι προσάρμοζαν τη θρησκεία τους στις αυτόχθονες, μη Ελληνικές παραδόσεις που έβρισκαν στο νησί. Και ως προς την επικρατέστερη πιθανότητα για το ποιο ήταν το οικείο όνομα της εν λόγω θεάς, οι συγγραφείς των προηγούμενων δύο αιώνων καταλήγουν επανειλημμένα στην ίδια απάντηση. Στο απόσπασμα 6 του Εμπεδοκλή οι πρώτες θεότητες που κατονομάζονται, ο Δίας και η Ήρα, είναι βεβαίως σύζυγοι. Από μορφική άποψη αυτό είναι ένα προφανές έναυσμα να υποπτευθούμε ότι ο Άδης και η Νήστις επίσης αποτελούν ένα θείο ζεύγος, στο οποίο το όνομα Νήστις – που αναμφίβολα εδώ χρησιμοποιείται σκόπιμα έξω από κάθε αναφορά στις σικελικές παραδόσεις – είναι μια τοπική ονομασία για την Περσεφόνη. Όπως θα δούμε αμέσως, αυτό είναι κατά πάσα πιθανότητα σωστό.
Όλα όσα μπορούμε να πούμε γύρω από την ετυμολογία του ονόματος Νήστις μπορούν να ειπωθούν πολύ σύντομα. Ως ελληνική λέξη σημαίνει απλώς «νηστεία» ή «αποχή από τροφή». Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους πολυμήχανους συγγραφείς της όψιμης αρχαιότητας να σκεφτούν πιο πολύπλοκες ετυμολογίες. Ο Σιμπλίκιος παρουσιάζει μια ετυμολογία του ονόματος από το ρήμα ναίειν, «πλέω», το οποίο βεβαίως ταιριάζει με το στοιχείο του νερού – αν και ετυμολογικά είναι αρκετά απίθανο. Αυτό δυστυχώς δεν το εμπόδισε ν’ αποκτήσει βάση στη σύγχρονη έρευνα, όπου ακόμη και ο μέγας Wilamowitz προσπάθησε να το δικαιολογήσει. Αλλά είναι σημαντικό να παραμείνουμε στα ουσιώδη. «Νηστεία» είναι το μόνο που μπορεί να σημαίνει η λέξη. Έτσι θα την καταλάβαινε κάθε απλοϊκός Έλληνας, κι έτσι πρέπει να την καταλάβουμε κι εμείς ελλείψει οιασδήποτε αντίθετης ένδειξης.
Οπωσδήποτε πάντως, το να αντλήσουμε αυτό το απλό συμπέρασμα δε σημαίνει πως δεν υπάρχει κανένας συνθετότερος λόγος για να καταλήξει μια θεά με αυτό το παράξενο όνομα. Υπάρχει στην πραγματικότητα κι ένας άλλος παράγοντας που υπεισέρχεται συχνά σε τέτοιου είδους καταστάσεις, ακόμη και αν στην περίπτωση του ονόματος Νήστις δεν έχει προσεχθεί. Είναι το φαινόμενο της διπλής ετυμολογίας. Φαινόμενο το οποίο προέκυψε όταν οι Έλληνες άποικοι ή περιηγητές έπαιρναν ένα ξένο όνομα και – συνήθως αλλοιώνοντας ελαφρά την προφορά του, συχνά αλλάζοντας απλώς τη σειρά της αλυσίδας των φωνηέντων – το μεταμόρφωναν σε κάποια ήδη υπάρχουσα ελληνική λέξη που ηχούσε παρόμοια. Για κάποιον που είναι ανυποψίαστος, αυτή η ελληνική λέξη θα έμοιαζε να δίνει την εμφανή ετυμολογία εκείνου που στην πραγματικότητα ήταν μια ξένη λέξη. Το φαινόμενο της διπλής ετυμολογίας ήταν συνηθισμένο σε ολόκληρη την αρχαιότητα όπου και όποτε οι Έλληνες έρχονταν σ’ επαφή με ξένους πολιτισμούς ιδιαίτερα συνηθισμένο ήταν στην αρχαία Σικελία. Και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις του φαινομένου, σε ό,τι μας αφορά, είναι πως η δευτερογενής, ελληνική μορφή του ονόματος εμφανιζόταν συχνά ιδιαίτερα κατάλληλη, όσο επιπόλαιη και παιγνιώδης κι αν ήταν, για το κατονομαζόμενο πρόσωπο ή αντικείμενο. Η «λαϊκή ετυμολογία», όπως εσφαλμένα κατέληξε να γίνει γνωστό το φαινόμενο της διπλής ετυμολογίας, είχε εκπληκτική πληροφοριακή αξία και λογική αφεαυτού της.
Από μορφική άποψη, όπως έχουμε δει, η παράθεση θεοτήτων από τον Εμπεδοκλή στο απόσπασμα 6 υποβάλλει την ιδέα πως η Νήστις μπορεί κάλλιστα να είναι σύζυγος και ταίρι του Άδη κατ’ αναλογίαν προς το δεσμό της Ήρας με τον Δία. Αν έχουμε αυτό κατά νου, δε μοιάζει σύμπτωση ότι η νηστεία και μια γιορτή αποχής από την τροφή – η οποία ονομαζόταν, ακριβώς Νηστεία – αποτελούσε σημαντικό μέρος του τελετουργικού και της μυθολογίας που συνδεόταν με τα Μυστήρια της Περσεφόνης. Αυτό το γνωρίζουμε από τον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα όσο και από μεταγενέστερους συγγραφείς, και η ίδια σχέση της Περσεφόνης με τη νηστεία φαίνεται να αναφέρεται σε ένα από τα «ορφικά» ελάσματα που βρέθηκαν στους Θούριους: σημείο το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία εάν σκεφτούμε τους στενούς δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στα χρυσά ελάσματα και τον Εμπεδοκλή. Στην πραγματικότητα η νηστεία βρισκόταν στην καρδιά των Μυστηρίων της Περσεφόνης τόσο στην Ελευσίνα όσο και στην ελληνική Δύση. Η αρπαγή της και ο αναγκαστικός γάμος της με τον Άδη στον κάτω κόσμο επιφέρει νηστεία στη γη. Δε νηστεύει μόνο η Δήμητρα στη διάρκεια της απουσίας της, αλλά και αυτή η ίδια μέχρι την τελευταία στιγμή όσο βρίσκεται με το σύζυγό της. Αυτή η σύγκλιση, και πάλι, στη σύζυγο και ερωμένη του Άδη είναι ολοφάνερα σημαντική: ανεξαρτήτως του ποια ήταν η απώτατη καταγωγή ή ιστορία του, το όνομα Νήστις ταιριάζει μοναδικά στην Περσεφόνη και – όπως αρκετοί ερευνητές έχουν επισημάνει προσφάτως – ήταν πιθανότατα ένας από τους εναλλακτικούς τίτλους της.
Ωστόσο υπάρχει κι ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να εξετάσουμε. Έχει σχέση με την περιγραφή της Νήστιδας από τον Εμπεδοκλή ως αυτής που «υγραίνει με τα δάκρυά της την πηγή των θνητών» (δακρύεις τέγγει κρούνωμα βρότειον). Πηγές, ρεύματα και πηγάδια έπαιζαν θεμελιώδη και πανάρχαιο ρόλο στα Μυστήρια της Περσεφόνης. Στον Ύμνο στη Δήμητρα του Φίλικου έχουμε ως και ρητή αναφορά στη Δήμητρα – ειδικά πρέπει να σημειωθεί, στα πλαίσια της νηστείας της που συνδέεται με την εξαφάνιση της Περσεφόνης – ως εκείνης που «δημιουργεί με τα δάκρυά της πηγή ρέοντος ύδατος» (σοις προσανήσεις δακρύοισι πηγήν). Είναι πιθανό με αυτά τα λόγια ο Φίλικος να είχε στο νου του το στίχο του Εμπεδοκλή για τη Νήστιδα, αλλά δεν είναι απαραίτητο ούτε καν εύλογο. Αντίθετα, πολύ πιο πιθανό είναι πως έχουμε δύο εναλλακτικές νύξεις στα Μυστήρια της Περσεφόνης και της Δήμητρας. Πρέπει να υποθέσουμε από το παράλληλο χωρίο του Φίλικου ότι η Νήστις του Εμπεδοκλή είναι μάλλον η Δήμητρα και όχι η Περσεφόνη. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Οι λεπτομέρειες τόσο του θρύλου όσο και του τελετουργικού που συνδεόταν με τα Μυστήρια της Περσεφόνης ήταν πασίγνωστο πόσο παράλλαζαν από κέντρο λατρείας σε κέντρο λατρείας, για να μην πούμε από ποιητή σε ποιητή. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε – όσο εκπληκτικό κι αν φαίνεται – ότι οι ρόλοι και οι εικόνες της Περσεφόνης και της Δήμητρας με κανένα τρόπο δεν ήταν πάντοτε διακριτές, αλλά συχνά θύλωναν και σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζονταν. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στη Σικελία και ειδικά στα κέντρα λατρείας των Συρακουσών και του Ακράγαντα, όπου το πρωτείο και η δεσπόζουσα σημασία του ρόλου που αποδιδόταν στην Περσεφόνη ήταν εμφανώς μεγαλύτερα απ’ οπουδήποτε αλλού στον ελληνικό κόσμο.

Αυτές τις γενικές εκτιμήσεις έρχεται να στηρίξει το ειδικό γεγονός που ήδη αναφέραμε: ότι αρχικά ήταν η Περσεφόνη εκείνη που είχε τον πιο άμεσο δεσμό με πηγές και με ρεύματα. Στη μυθολογία ήταν ηγέτιδα των νυμφών που ήταν θυγατέρες του Ωκεανού και ζούσαν μέσα σε πηγές και ποτάμια. Στην Ελευσίνα η λατρεία της ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με την τοπική πηγή και το σπήλαιο: η λατρεία που αναπτύχθηκε γύρω της «αναπτύχθηκε γύρω από την πηγή και το σπήλαιο» επίσης. Στις Συρακούσες, όπως έχουμε δει, σύμφωνα με την τοπική παράδοση αυτή εξαφανίστηκε με τον Άδη μέσα στην πηγή και ονομαζόταν Κυάνη. Οι τελετουργικοί δεσμοί ανάμεσα στην πηγή και την ίδια την Περσεφόνη ήταν, κι εδώ επίσης, πολύ στενοί: όταν ρίχνονταν ζώα μέσα στην πηγή για θυσία, ρίχνονταν ως θυσία στην Περσεφόνη. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς μας άφησαν άφθονες ιστορίες που προσωποποιούν την πηγή σε μια νύμφη με το όνομα Κυάνη η οποία μεταμορφώθηκε σε νερό, σύμφωνα με τις περισσότερες εκδοχές προσπαθώντας να προστατέψει την Περσεφόνη από το άρπαγμα του Άδη. Εδώ, επίσης, βρίσκουμε την ιδέα της πηγής που δημιουργήθηκε από τα δάκρυά της. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις ιστορίες η Κυάνη ανήκει σταθερά στην ακολουθία της Περσεφόνης. Και η τεράστια ποικιλία τους μαζί με την αλληλεπικάλυψη λειτουργιών οι οποίες αποδίδονται στην Περσεφόνη και την Κυάνη – όπως για παράδειγμα στο θέμα της ίδιας της Κυάνης που βιάζεται, όπως η κυρία της – υποηβάλλει την ιδέα ότι πίσω από τις μυθικές επεξεργασίες η νύμφη μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο από ένα διπλό της ίδιας της Περσεφόνης.
Στο περίφημη κέντρο λατρείας κοντά στην Ανδανία στη Μεσίνα συναντάμε και πάλι έναν απερίφραστο δεσμό ανάμεσα στην Περσεφόνη και την πηγή του νερού γύρω από την οποία ήταν επικεντρωμένα τα Μυστήρια. Είναι σημαντικό ότι εδώ, στις σωζόμενες επιγραφές, αναφέρεται όχι ονομαστικά αλλά με το επίθετο Αγνή, η Αγία: έναν από τους πιο καθιερωμένους λατρευτικούς τίτλους της Περσεφόνης. Η σχέση εδώ ήταν τόσο στενή που η πηγή τα πρόσφατα χρόνια αναφέρεται, εσφαλμένα, ως «πηγή Αγνή» και στην πραγματικότητα ταυτίζεται με την Περσεφόνη. Όμως οι αρχαίες πηγές είναι σαφείς στο ότι η πηγή ανάβλυσε δίπλα από το άγαλμα της Περσεφόνης-Αγνής και κατά παράδοση ονομαζόταν «πηγή της Αγνής». Περισσότερες λεπτομέρειες γύρω από την ακριβή σχέση της πηγής με την Περσεφόνη, όπως είναι αναμενόμενο, δεν υπάρχουν. Η μυστηριακή επιγραφή που έχει διασωθεί είναι κατηγορηματική όσον αφορά τη μυστικότητα των τελετών και τον αποκλεισμό των μη μυημένων. Και ο Παυσανίας επίσης, για τον οποίο τα Μυστήρια της Ανδανίας ήταν «δεύτερα σε ιερότητα μετά τα Ελευσίνια Μυστήρια», λέει απερίφραστα πως οι λεπτομέρειες και η σημασία των τελετών που γίνονταν εκεί είναι πράγματα για τα οποία του ήταν απαγορευμένο να μιλήσει (απόρρητα έστω μοι).
Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε το θέμα της μυστικότητας και της εσκεμμένης αυτοσυγκράτησης : όπως σημειώσαμε νωρίτερα, υπήρχε αναμφίβολα κάποια συνειδητή επιφύλαξη κι ένα αινιγματικό στοιχείο στη χρήση του ονόματος της Νήστιδας από τον Εμπεδοκλή. Επιπλέον, στην περίπτωση του Εμπεδοκλή μια τέτοια μυστικότητα δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί αναπάντεχη: την ίδια εν πολλοίς μορφή θρησκευτικής επιφυλακτικότητας συναντάμε όταν ο Παρμενίδης παρουσιάζει τη δική του θεά του κάτω κόσμου – και στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει ο Burkert, αυτή η υπαινικτικότητα εκ μέρους του Παρμενίδη παρουσιάζει από μόνη της στενό παραλληλισμό με την υπαινικτική αναφορά στην Περσεφόνη ως «Αγνή» στα Μυστήρια της Ανδανίας. Οι μαρτυρίες κλείνουν σχεδόν έναν πλήρη κύκλο, και όλες οι λεπτομέρειες μπαίνουν στη θέση τους για να μας δώσουν μια αξιοσημείωτα συνεκτική εικόνα. Το ζευγάρωμα της Νήστιδας με τον Άδη, το νόημα του ονόματός της, η σχέση της με τα δάκρυα, τις πηγές και τα ρεύματα, ακόμη και το υπαινικτικό ύφος του Εμπεδοκλή, όλα δείχνουν – λαμβανομένου υπόψη του παράγοντα της μυστικότητας – προς το εύλογο συμπέρασμα ότι Νήστις ήταν ένα λατρευτικό όνομα για την Περσεφόνη.
Ελάχιστα πράγματα θα ήταν λιγότερο εκπληκτικά από το να βρούμε την Περσεφόνη σε μια τέτοια σημαίνουσα θέση ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία στη διδασκαλία του Εμπεδοκλή. Την έχουμε ήδη συναντήσει ουσιαστικά σε κάθε μας βήμα, όταν ανιχνεύαμε το υπόβαθρο της διδασκαλίας του στη σικελική μυθολογία, στην πυθαγόρεια και την ορφική παράδοση, και, τέλος αλλά όχι αμελητέο, στη σικελική μαγεία: αυτή, και τα Μυστήρια που συνδέονται μαζί της, καταλαμβάνει κεντρική θέση σε όλα τούτα. Κι εδώ ο δεσμός με τον Πυθαγορισμό διατηρείται από μια ακόμη άποψη. Το να κάνει κάποιος το στοιχείο του νερού – περιλαμβανομένου και του νερού των ωκεανών – τα δάκρυα μιας θεότητας είναι εντυπωσιακό σαν ιδέα. Η κοντινότερη αναλογία του στην πρώιμη ελληνική φιλολογία είναι η ρήση του Πυθαγόρα ότι «θάλασσα είναι τα δάκρυα του Κρόνου»: αναλογία που γίνεται ακόμη στενότερη από το γεγονός ότι τόσο ο Κρόνος όσο και η Περσεφόνη ήταν κατεξοχήν υποχθόνιες θεότητες. Κατά τα άλλα, έναν απ’ ορισμένες απόψεις ακόμη πιο εύγλωττο παραλληλισμό στην εμπεδόκλεια ιδέα του νερού ως δακρύων της Περσεφόνης μας δίνει η γνωστική εικόνα «κάθε υγρής ουσίας» (πάσα ένυγρος ουσία) ως των δακρύων που χύνει η Σοφία: παραλληλισμός που αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν φέρουμε στο νου τις ομοιότητες ανάμεσα στον Εμπεδοκλή και τις γνωστικές ιδέες. Οι Γνωστικοί είχαν την πτώση της ψυχής σε έναν ξένο και τρομακτικό κόσμο, το βιωμένο ιδεώδες του μάγου λυτρωτή, το κοσμικό μίγμα, το χωρισμό και τα «ριζώματα», και τις ανατολικής προελεύσεως μυθολογικές τους παραδόσεις.
Πέρα από τον ειδικό ρόλο που απέδιδε ολοφάνερα ο Εμπεδοκλής στην Περσεφόνη ως ένα από τα στοιχεία του ή «ριζώματα», είναι σημαντικό επίσης να μην παραβλέψουμε τις ευρύτερες συνέπειες αυτού από δομική άποψη.
Πέρα από τον ειδικό ρόλο που απέδιδε ολοφάνερα ο Εμπεδοκλής στην Περσεφόνη ως ένα από τα στοιχεία του ή «ριζώματα», είναι σημαντικό επίσης να μην παραβλέψουμε τις ευρύτερες συνέπειες αυτού από δομική άποψη. Η εξίσωση των τεσσάρων στοιχείων με δύο δομικά ζευγάρια – Δίας και Ήρα, Άδης και Περσεφόνη – μπορεί να φαίνεται ασήμαντη από μια μοντέρνα φιλοσοφική σκοπιά. Ωστόσο, προσφέρει ένα εκπληκτικά ζωηρό παράδειγμα ενός φαινομένου το οποίο μελέτησε λεπτομερειακά ο Καρλ Γιουνγκ και αναφέρεται απ’ αυτόν ως «τετραδικός γάμος». Ο Γιουνγκ διερεύνησε τη συχνά θεμελιώδη σημασία αυτής της δομής του διπλού γάμου στο φολκλόρ και τη μυθολογία, αλλά πάνω απ’ όλα στο Γνωστικισμό και την αλχημεία. Και στην περίπτωση των γνωστικών και αλχημιστικών κειμένων έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις αντιστοιχίες ανάμεσα σε αυτό το τετραδικό φαινόμενο και την παραδοσιακή θεωρία των τεσσάρων στοιχείων. Δε χρειάζεται να πούμε ότι το πιο σημαντικό στην επανεμφάνιση αυτής της μυθολογικής δομής στον Εμπεδοκλή δεν είναι απλώς ότι μας δίνει ένα ακόμη παράδειγμα του φαινομένου, αλλά εδώ φαίνεται πως έχουμε τη δομή του διπλού γάμου ριζωμένη μέσα στην πρώτη γνωστή διατύπωση της παραδοσιακής θεωρίας των τεσσάρων στοιχείων στην απαρχή μιας ιδέας η οποία επρόκειτο ν’ αποδειχτεί ασυνήθιστα γόνιμη και ανθεκτική στην μετέπειτα ιστορία του δυτικού πολιτισμού.
Έχοντας επισημάνει αυτές τις αναλογίες και τις ευρύτερες συνέπειές τους, είναι εξίσου σημαντικό να μην απομακρυνθούμε πολύ από το αφετηριακό μας σημείο. Οι μελετητές που προσφάτως κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η Νήστις του Εμπεδοκλή πρέπει να είναι μια συγκεκαλυμμένη αναφορά στην Περσεφόνη έχασαν την πλήρη σημασία αυτού του συμπεράσματος επειδή ταύτισαν εσφαλμένα τον Άδη του Εμπεδοκλή είτε με τη γη είτε με τον αέρα. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε δει, ο σύζυγος της Περσεφόνης – του στοιχείου του νερού – ήταν το στοιχείο της φωτιάς. Το πόσο ταιριαστή είναι αυτή η απόδοση του νερού και της φωτιάς σε ένα ζεύγος του κάτω κόσμου, γίνεται φανερό από τη στιγμή που επιστρέψουμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε: τα φυσικά φαινόμενα της Σικελίας. Για να παραθέσουμε πάλι την περιεκτική αναφορά του Στράβωνα, την οποία ήδη παρουσιάσαμε λόγω της σχέσης της με τη διδασκαλία του Εμπεδοκλή για τα στοιχεία, «ολόκληρο το νησί είναι κούφιο κάτω από τη γη, γεμάτο με ποτάμια και φωτιά». Ομοίως, ο βασισμένος στη Σικελία μύθος στο τέλος του πλατωνικού Φαίδωνος επανειλημμένα τονίζει ότι ο κάτω κόσμος αποτελείται από τεράστιους ποταμούς νερού και φωτιάς: οι αντιστοιχίες ανάμεσα σε αυτούς τους υδάτινους υπόγειους ποταμούς στο μύθο του Φαίδωνος και στη σικελική μυθολογία της Περσεφόνης επισημάνθηκαν κι αυτές ήδη. Εν ολίγοις, σε αυτά τα ρεύματα νερού και φωτιάς έχουμε όλα τα βασικά υλικά για μια μεγαλοπρεπή αλληγορία: οι τεράστιες μάζες φωτιάς και νερού κάτω από τη γη να εξηγηθούν ως ο γάμος των δυο μεγάλων θεοτήτων του κάτω κόσμου. Και σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να θυμηθούμε δύο σημεία. Πρώτον, στο κοσμολογικό του σχήμα ο Εμπεδοκλής παρουσίαζε τα υπόγεια ύδατα σαν να βρίσκονται πάνω από την υπόγεια φωτιά: λεπτομέρεια που η χρήση της τον βοήθησε να εξηγήσει το φαινόμενο της εξάτμισης και της υγροποίησης στη θάλασσα ή στους τόπους των θερμών πηγών. Δεύτερον, ένα άλλο κυκλικό φαινόμενο στη Σικελία συμπίπτει αρκετά καλά από εποχιακή άποψη με τις παραδοσιακές περιόδους παραμονής της Περσεφόνης στη γη, της αρπαγής της και αναμενόμενης επανόδου της. Είναι τα ρεύματα, που κυμαίνονται δραματικά από ορμητικούς χειμάρρους σε αποξηραμένα κανάλια, στα οποία πιθανότατα αναφέρεται η περιγραφή των παλιρροϊκών υπογείων υδάτων που καταλαμβάνει την κεντρική σκηνή στον πλατωνικό μύθο του Φαίδωνος – με τους σταθερούς της υπαινιγμούς στα Μυστήρια της Περσεφόνης.
Υπάρχει ένα τελευταίο σημείο που απαιτεί την προσοχή μας. Όσο εύκολο κι αν είναι να δικαιολογήσουμε από γεωγραφική σκοπιά την ταύτιση των στοιχείων με θεούς που έκανε ο Εμπεδοκλής, πρέπει επίσης να δώσουμε την αρμόζουσα προσοχή σε μια άλλη πλευρά του ζητήματος που είναι ακόμη πιο κρίσιμη. Πρόκειται, όπως επανειλημμένα έχουμε δει, για τη συνεχή αλληλεπίδραση ανάμεσα στη σικελική γεωγραφία και τη μυθολογία, και ιδιαίτερα ανάμεσα στη γεωγραφία του νησιού και τα Μυστήριά του. Ο ιερός γάμος του Δία και της Ήρας ήταν ένα οικείο θέμα σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Όμως στην περίπτωση της ένωσης του Άδη με την Περσεφόνη υπεισέρχονται κάποιοι πιο ειδικοί παράγοντες. Η Σικελία, όπως μας λέει ο Πίνδαρος, δόθηκε από τον Δία στην Περσεφόνη, ως γαμήλιο δώρο της. Το νησί ήταν στην πραγματικότητα ξακουστό για τις γιορτές του τις αφιερωμένες στους γάμους της με τον Άδη. Και φαίνεται πως ήταν ο Ακράγας, η γενέθλια πόλη του Εμπεδοκλή, εκείνη που είχε την κυριότερη θέση ανάμεσα στις πόλεις της Ιταλίας στον εορτασμό αυτών των μυθικών γάμων. Με άλλα λόγια, η ένωση του νερού με τη φωτιά στη Σικελία δεν ήταν μόνο γεωλογικά εμφανής: ερμηνευμένη ως ένωση της Περσεφόνης με τον Άδη ήταν και μυθολογικά προφανής.
Μέχρι εδώ μπορούμε να φτάσουμε με το εύρος και τη φύση των πληροφοριών που έχουμε στη διάθεσή μας. Ακόμα κι έτσι, είναι για μας αρκετό ώστε να συνειδητοποιήσουμε ακόμα μια φορά το βαθμό στον οποίο αντανακλούσε τη μυθολογία και τα Μυστήρια της γενέθλιας νήσου του Εμπεδοκλή.


PETER KINGSLEY
ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΑ
Ο Εμπεδοκλής και η Πυθαγόρεια Παράδοση
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΕΤΥΠΟ 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: