.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

ΜΠΛΕΗΚ – T. S. ELIOT



Ι

Αν παρακολουθήσει κανείς το νου του Μπλέηκ στη διάρκεια των πολλών σταδίων της ποιητικής του ανάπτυξης, είναι αδύνατο να τον βλέπει σαν ένα αφελή, έναν άγριο, ένα άγριο ζωάκι για τους υπερ-καλλιεργημένους. Το παράδοξο εξατμίζεται, η ιδιοτυπία φαίνεται καλά ότι είναι η ιδιοτυπία της κάθε μεγάλης ποίησης – κάτι που βρίσκεται (όχι παντού) στον Όμηρο και τον Αισχύλο και τον Δάντη και τον Villon, και βαθύ και κρυμμένο στο έργο του Σαίξπηρ – κι ακόμα σε μιαν άλλη μορφή στον Montaigne και στον Σπινόζα. Είναι απλώς μια ιδιότυπη ειλικρίνεια που, μέσα σ’ έναν κόσμο πολύ τρομαγμένο για νάναι ειλικρινής, είναι ιδιότυπα τρομακτική. Είναι μια ειλικρίνεια που ενάντιά της συνωμοτεί όλος ο κόσμος, επειδή είναι δυσάρεστη. Η ποίηση του Μπλέηκ έχει τη δυσαρέσκεια της μεγάλης ποίησης. Τίποτα απ’ όσα μπορούν να ονομαστούν νοσηρά ή ανώμαλα ή διεστραμμένα, κανένα από τ’ αντικείμενα αυτά που με κάποιαν ασυνήθιστη εργασία απλοποίησης εκθέτουν τη βασική ασθένεια ή δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Κι η ειλικρίνεια αυτή δεν υπάρχει δίχως μεγάλη τεχνική κατάρτιση. Το ζήτημα για τον Μπλέηκ σαν άνθρωπο είναι το ζήτημα των περιστάσεων που σύντρεξαν να επιτρέψουν αυτή την ειλικρίνεια στο έργο του, και των περιστάσεων που προσδιορίζουν τα όρια του έργου του: Οι ευνοϊκές συνθήκες ίσως περιέχουν αυτές τις δύο: ότι, με το ν’ απασχοληθεί από νωρίς μ’ ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, δεν ήταν υποχρεωμένος ν’ αποκτήσει οποιοδήποτε άλλη λογοτεχνική παιδεία απ’ αυτή που ήθελε – και ότι, με το νάναι ένας ταπεινός χαράκτης, δεν είχε καμμιά δημοσιογραφικο-κοινωνική καρριέρα που να του ανοίγεται.
Δηλαδή δεν υπήρχε τίποτα να τον αποσπάσει από τα ενδιαφέροντά του ή να διαφθείρει τα ενδιαφέροντα αυτά, ούτε οι φιλοδοξίες των γονιών ή της συζύγου, ούτε τα πρότυπα της κοινωνίας, ούτε οι πειρασμοί της επιτυχίας – ούτε ήταν εκτεθειμένος στη μίμηση του εαυτού του ή οποιουδήποτε άλλου. Οι περιστάσεις αυτές – όχι η υποθετική εμπνευσμένη και αδίδακτη αυθορμητικότητά του – είναι αυτό που τον κάνει αθώο. Τα πρώτα του ποιήματα δείχνουν αυτό που έπρεπε να φανερώνει ένα μεγαλοφυές αγόρι, την απέραντη δύναμη της αφομοίωσης. Αυτά πρώτα ποιήματα δεν είναι, όπως υποτίθεται ότι είναι, ακατέργαστες απόπειρες για να κατορθωθεί κάτι περισσότερο απ’ ότι μπορεί η ικανότητα του αγοριού – στην περίπτωση ενός αγοριού που υπόσχεται πραγματικά πολλά, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι εντελώς ώριμες και πετυχημένες απόπειρες να γίνει κάτι μικρό. Στην περίπτωση του Μπλέηκ, τα’ αρχικά του ποιήματα είναι αξιοθαύμαστα από τεχνική άποψη, και η πρωτοτυπία τους υπάρχει σ’ έναν όχι κανονικό ρυθμό.
Οι στίχοι του ποιήματος Εδουάρδος ο 3ος αξίζουν να μελετηθούν. Αλλά αυτή η αγάπη για ορισμένους Ελισαβετιανούς δεν είναι τόσο εκπληκτική όσο η σχέση του με τα καλύτερα έργα του αιώνα του. Μοιάζει πολύ με τον Collis, ανήκει πολύ στο περιβάλλον του δέκατου όγδοου αιώνα. Το ποίημα Αν και στη σκιερή άκρη της Ίδας είναι δουλειά του δέκατου όγδοου αιώνα, η κίνηση, το βάρος του, η σύνταξη, το διάλεγμα των λέξεων.

Οι νωθρές χορδές μόλις που κινούνται!
Ο ήχος είναι βιασμένος, οι νότες είναι λίγες!

Αυτό είναι σύγχρονο με το έργο του Gray και του Collins, είναι η ποίηση μιας γλώσσας που έχει υποστεί τη πειθαρχία της πρόζας. Ο Μπλέηκ μέχρι τα είκοσί του είναι αναντίρρητα παραδοσιακός.
Τότε στη περίπτωση αυτή, ο τρόπος που άρχιζε να εκφράζεται ποιητικά ο Μπλέηκ είναι τόσο κανονικός σαν και τον τρόπο που άρχισε να εκφράζεται ποιητικά ο Σαίξπηρ. Η μέθοδος της σύνθεσής του, στο ώριμό του έργο, είναι η ίδια ακριβώς με τη μέθοδο των άλλων ποιητών. Έχει μια ιδέα (ένα συναίσθημα, μια εικόνα), την αναπτύσσει με μια επαύξηση η μιαν επέκταση, αλλάζει συχνά τον στίχο του, και συχνά διστάζει στην τελική εκλογή(1). Βέβαια η ιδέα έρχεται, αλλά μόλις φτάνει υπόκειται σε μια παρατεταμένη επεξεργασία. Στη πρώτη φάση ο Μπλέηκ είναι απασχολημένος με την ομορφιά των λέξεων. Στην δεύτερη φάση γίνεται ο φανερά αφελής, στην πραγματικότητα η ώριμη νοημοσύνη. Μόνο όταν οι ιδέες έρχονται με περισσότερο αυτόματο τρόπο, όταν έρχονται πιο ελεύθερα και χειρίζονται λιγότερο,, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε τη προέλευσή τους, να υποψιαζόμαστε ότι ξεπηδούν από μια πηγή που δεν έχει βάθος.
Τα Τραγούδια της Αθωότητας και της Πείρας, και τα ποιήματα από το χειρόγραφο Rossetti, είναι ποιήματα ενός ανθρώπου που τα γνωρίζει βαθειά. Τα συναισθήματα παρουσιάζονται με μιαν υπερβολικά απλοποιημένη, αφηρημένη μορφή. Η μορφή αυτή είναι ένα παράδειγμα της αιώνιας πάλης του λογοτέχνη με τον συνεχή εκφυλισμό της γλώσσας.
Είναι σπουδαίο το ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι πολύ εκπαιδευμένος στην τέχνη του. Αλλά η εκπαίδευσή του έχει μάλλον εμποδιστεί αντί να βοηθηθεί από τις συνηθισμένες λειτουργίες της κοινωνίας που αποτελούν την εκπαίδευση για τον συνηθισμένο άνθρωπο. Γιατί οι λειτουργίες αυτές αποτελούνται κατά μεγάλο τους τμήμα από την απόκτηση απρόσωπων ιδεών που επισκιάζουν αυτό που είμαστε και που αισθανόμαστε στην πραγματικότητα. Βέβαια αυτό που είναι βλαβερό δεν είναι οι ίδιες οι γνώσεις που αποκτώνται, αλλά ο κομφορμισμός που έχει την τάση να επιβάλλει η συσσώρευση των γνώσεων. Ο Τέννυσον είναι ένα πολύ δίκαιο παράδειγμα ποιητή που ήταν σχεδόν ολόκληρος σκεπασμένος με παρασιτικές γνώμες, σχεδόν εντελώς βουλιαγμένος μέσα στο περιβάλλον του. Απεναντίας, ο Μπλέηκ γνώριζε αυτό που τον ενδιέφερε, και σα συνέπεια παρουσιάζει μόνο το βασικό, αυτό μόνο που μπορεί να παρουσιαστεί και που δεν χρειάζεται εξήγηση. Και καταλάβαινε επειδή δεν ήταν ταραγμένος, ή τρομαγμένος ή απασχολημένος μ’ οτιδήποτε άλλο εκτός από τις ακριβείς λέξεις. Ήταν γυμνός, και είδε τον άνθρωπο γυμνό, και από το κέντρο του δικού του κρύσταλλου. Δεν υπήρχε γι’ αυτόν κανείς λόγος γιατί ο Swedenborg θάπρεπε νάναι παράλογος σε σύγκριση με τον Locke. Παραδέχτηκε τον Swedenborg, και τελικά τον αρνήθηκε για προσωπικούς λόγους. Πλησίαζε το κάθε τι μ’ ένα νου ανεπηρέαστο από τις γνώμες της εποχής. Δεν υπήρχε τίποτα στον Μπλέηκ που να τον κάνει να φαίνεται ανώτερος. Αυτό τον κάνει τρομακτικό.


ΙΙ

Αλλά αν δεν υπήρχε τίποτα που να τον αποσπάσει από την ειλικρίνεια, υπήρχαν απεναντίας οι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένος ο γυμνός άνθρωπος. Η φιλοσοφία του, όπως οι οραματισμοί του, όπως η ενόρασή του, όπως και η τεχνική του, ήταν δικές του. Άρα, είχε την τάση να δίνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο γεγονός αυτό απ’ ό,τι θάπρεπε να δίνει ένας καλλιτέχνης – αυτό είναι που τον κάνει εκκεντρικό, και τον κάνει νάχει μια τάση προς την έλλειψη μορφής.

Μα ακούω περισσότερο τα μεσάνυχτα στους δρόμους
Πως η κατάρα της νεαρής πόρνης
Μαραίνει το δάκρυ του νεογέννητου,
Και καταστρέφει μ’ ενοχλήσεις την άμαξα του γάμου

είναι το γυμνό όραμα – Το

Ο έρωτας ζητά να ευχαριστήσει τον εαυτό του,
Να δεσμεύσει κι άλλον στην απόλαυσή του,
Χαίρεται στο χάσιμο της ελευθερίας του άλλου,
Και χτίζει μια Κόλαση αντί για Παράδεισο,

είναι η ωμή παρατήρηση – και οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης είναι η παρουσίαση της ωμής φιλοσοφίας. Αλλά οι κατά καιρούς γάμοι της ποίησης και της φιλοσοφίας, που έκανε ο Μπλέηκ, δεν είναι τόσο ευτυχισμένοι.

Αυτός που θάθελε να κάνει καλό στον άλλο πρέπει
να το κάνει σε Πολύ Μικρές Λεπτομέρειες,
Το Γενικό Καλό είναι η πρόφαση του παλιάνθρωπου,
του υποκριτή και του κόλακα –
Γιατί η Τέχνη και η Επιστήμη δεν μπορούν να
υπάρξουν παρά μόνο σε πολύ μικρές οργανωμένες
Λεπτομέρειες.

Αισθάνεται κανείς ότι η μορφή δεν είναι καλοδιαλεγμένη. Η φιλοσοφία που είναι δανεισμένη από τον Δάντη και τον Λουκρήτιο ίσως να μην είναι τόσο ενδιαφέρουσα, αλλά βλάφτει λιγότερο τη μορφή των στίχων. Ο Μπλέηκ δεν είχε αυτό το πιο Μεσογειακό δώρο της μορφής που γνωρίζει πώς να δανείζεται όπως ο Δάντης δανείστηκε τη θεωρία του για τη ψυχή. Πρέπει ν’ αναγκάζεται να δημιουργήσει και ποίηση και φιλοσοφία. Μια παρόμοια έλλειψη μορφής δρα καταστροφικά στη σχεδιαστική του ικανότητα. Βέβαια, το λάθος είναι πολύ φανερό στα περισσότερο εκτεταμένα ποιήματα – ή μάλλον, στα ποιήματα που η δομή είναι ζωτικό ζήτημα. Δεν μπορείτε να δημιουργήσετε ένα πολύ μεγάλο ποίημα δίχως να εισάγετε σ’ αυτό μια περισσότερο απρόσωπη άποψη, ή δίχως να το κομματιάζετε σε διάφορες προσωπικότητες. Αλλά ασφαλώς η αδυναμία των εκτεταμένων ποιημάτων δεν είναι το γεγονός ότι είναι πολύ οραματικά, πολύ απομακρυσμένα από τον κόσμο. Είναι ότι ο Μπλέηκ δεν διάκρινε αρκετά, ότι ήταν πολύ απασχολημένος με ιδέες.
Έχουμε την ίδια εκτίμηση για τη φιλοσοφία του Μπλέηκ (και ίσως για τη φιλοσοφία του Σάμουελ Μπάλτερ) με την εκτίμηση που έχουμε για ένα καλοφτιαγμένο έπιπλο που φτιάχτηκε στο σπίτι μας. Θαυμάζουμε τον άνθρωπο που το κατασκεύασε από απομεινάρια που υπήρχαν σ’ όλο το σπίτι. Η Αγγλία έχει παράγει έναν μεγάλο αριθμό από αυτούς τους πολυμήχανους Ροβινσώνες Κρούσους. Αλλά δεν είμαστε τόσο απομακρυσμένοι από την Ευρωπαϊκή ήπειρο, ή από το παρελθόν μας, ώστε να στερηθούμε από τα πλεονεκτήματα του πνευματικού πολιτισμού στην περίπτωση που το επιθυμούμε.
Μπορούμε να διαλογιζόμαστε, για διασκέδαση, το αν δεν θα ήταν ωφέλιμο για τη Βόρεια Ευρώπη γενικά, και ιδιαίτερα για τη Βρετανία, να είχε μια περισσότερο συνεχή θρησκευτική ιστορία. Οι τοπικές θεότητες της Ιταλίας δεν εξολοθρεύτηκαν εντελώς από τη Χριστιανική θρησκεία, και δεν είχαν μειωθεί στη μοίρα του νάνου που είχα οι υπερφυσικοί γίγαντες και οι νεράιδες μας. Ίσως οι νεράιδες μαζί με τις σπουδαιότερες Σαξονικές θεότητες, να μην ήταν μεγάλη απώλεια. Αλλά η θέση που άφησαν δεν συμπληρώθηκε – και ίσως η μυθολογία μας έγινε ακόμα περισσότερο φτωχή με το διαζύγιό μας από τη Ρώμη. Οι περιοχές του ουρανού και της κόλασης του Μίλτωνα είναι μεγάλα, μα όχι εντελώς επιπλωμένα διαμερίσματα γεμάτα μ’ έντονες ομιλίες – και παρατηρεί κανείς στη Πουριτανική μυθολογία κάποιαν ιστορική διαφάνεια. Και δεν μπορούμε να μη παρατηρήσουμε μια κάποια έλλειψη πολιτισμού ή καλλιέργειας, για τις υπερφυσικές περιφέρειες του Μπλέηκ, όσο και για τις υποθετικές ιδέες που κατοικούν εκεί. Δείχνουν τη μονομανία, την εκκεντρικότητα που επηρεάζει συχνά τους συγγραφείς που είναι απομακρυσμένοι από τις Λατινικές παραδόσεις, και που θα τους επιτιμούσε ασφαλώς ένας κριτικός όπως ο Arnold. Και δεν είναι βασικές για την έμπνευση του Μπλέηκ.
Ο Μπλέηκ ήταν προικισμένος με την ικανότητα να καταλαβαίνει αρκετά καλά την ανθρώπινη φύση, είχε μια πρωτότυπη και αξιοσημείωτη αίσθηση της γλώσσας και της μουσικής της γλώσσας, και το δώρο να βλέπει οράματα. Αν αυτά είχαν ελεγχθεί από έναν σεβασμό για την απρόσωπη λογική, για τον κοινό νου, για την αντικειμενικότητα της επιστήμης, θα ήταν καλύτερα γι αυτόν. Αυτό που χρειαζόταν η μεγαλοφυία του, και που είναι κρίμα που δεν το είχε, είταν ένα πλαίσιο από παραδεκτές και παραδοσιακές ιδέες που θα τον εμπόδιζαν να εντρυφήσει σε μια δική του φιλοσοφία, και που θα συγκέντρωναν τη προσοχή του στα προβλήματα του ποιητή. Σύγχυση στη σκέψη, στη συγκίνηση και στο όραμα είναι ό,τι βρίσκουμε σ’ ένα έργο σαν το Τάδε έφη Ζαρατούστρας. Δεν είναι μια κατ’ εξοχή Λατινική αρετή. Η συγκέντρωση που προκύπτει από ένα πλαίσιο μυθολογίας και θεολογίας και φιλοσοφίας είναι ένας από τους λόγους που ο Δάντης είναι κλασσικός, και ο Μπλέηκ μόνο μεγαλοφυής ποιητής. Ίσως να μην φταίει ο ίδιος ο Μπλέηκ, αλλά το περιβάλλον που δεν μπόρεσε να του δώσει αυτό που χρειαζόταν ένας τέτοιος ποιητής – ίσως οι περιστάσεις τον υποχρέωσαν να επινοήσει, ίσως ο ποιητής – απαιτούσε τον φιλόσοφο και τον μυθολόγο – αν και ο συνειδητός Μπλέηκ πιθανόν να μην είχε καθόλου συνείδηση των κινήτρων.

_________________________
1. Δεν γνωρίζω γιατί ο κ. Berger θάλεγε, δίχως την αρμοδιότητα, στο βιβλίο του Γουίλλιαμ Μπλέηκ: μυστικισμός και ποίηση, ότι: «Ο σεβασμός του για το πνεύμα που έπνεε μέσα του και του υπαγόρευε τα λόγια του, το εμπόδιζε να τα διορθώνει κάποτε». Ο Δρ. Sampson στην Οξφορδιανή έκδοση του Μπλέηκ, μας δίνει να καταλάβουμε ότι η Μπλέηκ πίστευε πως πολλά από τα γραφτά του ήταν γραμμένα μ’ ένα αυτόματο τρόπο, αλλά παρατηρεί: «η υπερβολικά λεπτόλογη προσοχή του Μπλέηκ στη σύνθεση φαίνεται παντού στα ποιήματα που διατηρήθηκαν σε μια ατελή μορφή… αλλοιώσεις, μεταβολές της θέσης των λέξεων, σβυσίματα, προσθέσεις κι αντιστροφές…»



T. S.ELIOT
ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΑΣΟΣ – ΔΟΚΙΜΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΑΙΡΕΤΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΦΡΟΣ 1971

Δεν υπάρχουν σχόλια: