.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Μια μικρή ιστορία του χρήματος – Τέλης Λιβανίδης


Πως έφτασε να διαμορφωθεί η σύγχρονη, ταχύτατη, ακριβής και πολλά εξυπηρετούσα διακίνηση του χρήματος και ποια στοιχεία ακολούθησε μέχρι σήμερα; Μια παράθεση μερικών ιστορικών στοιχείων της ίσως φανεί διαφωτιστική.
Η διαχείριση του πλούτου πρέπει να υπήρξε η πρώτη φροντίδα των μελών της ανθρώπινης φυλής μετά την άμεση αυτοσυντήρησή τους, και μάλιστα από τις πρώτες στιγμές που κατάλαβαν τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους. Ακόμα και αυτός ο πρωτόγονος, πανάρχαιος πρόγονός μας από το ξεκίνημα κιόλας της ύπαρξής του προσπάθησε να φροντίσει για το αύριο αποθηκεύοντας σε μια γωνιά της σπηλιάς του τροφή, ξύλα, όπλα και προβιές. Από τη στιγμή ειδικότερα που η νομαδική δομή έδωσε τη θέση της στην αγροτική, στατική κοινωνία και σε έννοιες όπως μόνιμη διαμονή, καλλιέργεια, αποθήκευση, ξεκίνησε να διαμορφώνεται ταυτόχρονα η έννοια του πλούτου, δηλαδή του υπερβάλλοντος σε ποσότητα σε σχέση με τις ανάγκες πράγματος, που με τη σειρά του μπορούσε να ανταλλαχτεί με εκείνο που απουσίαζε. Έτσι, η έννοια του πλούτου όπως και η συσσώρευση και η διαχείρισή του άρχισαν να ακολουθούν όλες τις κοινωνικές, ιστορικές και μορφοφυλετικές ακόμα περιόδους της ιστορίας, εξελισσόμενες τελικά στην κύρια αιτία για την ειρήνη ή τον πόλεμο – για την ειρήνη όταν η παρουσία του πλούτου ήταν άφθονη και κάλυπτε τις ανάγκες και για τον πόλεμο όταν η απόκτησή του κρινόταν αναγκαία για την επιβίωση ή την επέκταση ενός λαού, έθνους ή κράτους.
Φυσικά, με την εξέλιξη του πολιτισμού σε έννοιες όπως ατομική ιδιοκτησία, καταμερισμός έργου, εμπόριο, συναλλαγές, αγορά και χρήμα αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες – ή συμβαίνει και το αντίστροφο. Έτσι, δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η ιστορία του πλανήτη μας δεν είναι παρά η ιστορία του πλούτου και της διακίνησής του.
Από την αυγή λοιπόν της γνωστής ιστορίας βλέπουμε την ομάδα των πρώτων συγκροτημένων πολιτισμών, όπως αυτοί που αναπτύχθηκαν στην Αρχαία Ελλάδα και στην Αίγυπτο, από τους Χαλδαίους, τους Βαβυλώνιους και τους Ασσύριους αλλά και τον πανάρχαιο κινεζικό πολιτισμό, να έχουν αναπτύξει ένα πλήρες σύστημα παραγωγής και διαχείρισης πλούτου, που εκφράζεται όχι με τον πρωτόγονο αντιπραγματισμό αλλά με τη δημιουργία και την κυκλοφορία χρήματος. Το νόμισμα καθενός από αυτούς τους πολιτισμούς ισχυροποιείται ανάλογα με τη στρατιωτική και την πολιτική δύναμή του, φτάνοντας συχνά να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της κυριαρχίας του. Επιπλέον, εφόσον οι μεταφορές διακινούν εμπορεύματα σε δυσανάλογα μεγάλες για την εποχή αποστάσεις, οι πρώτες πιστωτικές «εγγραφές» αρχίζουν μοιραία να κάνουν την εμφάνισή τους από τους δαιμόνιους εμπόρους που κατακλύζουν τα λιμάνια της Μεσογείου. Οι μεγάλες, κατά καιρούς κατακτητικές αλλά παράλληλα πολιτιστικές εκστρατείες, με αποκορύφωμα εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να επεκτείνουν τα πολιτιστικά αλλά, το κυριότερο, τα οικονομικά όρια του κόσμου που ανοίγεται μπροστά τους. Έτσι, παρακολουθούμε κατά περιόδους την ελληνική δραχμή, τον περσικό δαρεικό και τα ρωμαϊκά νομίσματα με τις κεφαλές του ισόθεου αυτοκράτορα να κατακλύζουν τις εμπορικές αγορές. Και όπου από το φόβο των πειρατών, των ληστών και των ναυαγίων, δεν μπορούν να φτάσουν τα νομίσματα φτάνουν οι πιστωτικές επιστολές, που είναι πολύ λογικό να κοστίζουν το μικρό ή το μεγάλο επιτόκιο από το οποίο κερδίζει είτε ο κεφαλαιούχος μεσάζων ή ο ηγεμόνας που προσφέρει την προστασία του. Φυσικά, είμαστε ακόμα πολύ μακριά από τον Dow Jones και τον Nikkei, από τότε όμως όλα φαίνονταν να ετοιμάζουν από καιρό την έλευσή τους.
Η εξέλιξη του χρήματος ως μέσου αναγωγής κάθε μορφής πλούτου αλλά και ως μέσου του οποίου η ευφυής διαχείριση και η διακίνηση αποτελούν το βεβαιότερο διαβατήριο για την εξουσία το κάνει αναγκαστικά να συνδεθεί και με τις υπόλοιπες μορφές της. Έτσι, ανακαλύπτουμε το χρήμα να αρχίζει σταδιακά να αποτελεί το συνδετικό κρίκο όχι μόνο μεταξύ κρατών αλλά ταυτόχρονα μεταξύ θρησκειών, πολιτισμών και κοινωνικών μορφών και, φυσικά κάθε δράσης που τις διαμορφώνει.
Τυπικά παραδείγματα της αλληλεπίδρασης των εκάστοτε ιστορικών, κοινωνικών και θρησκευτικών αντιλήψεων με την οικονομική διαδικασία της διαχείρισης του πλούτου βρίσκουμε άφθονα στα αρχαία κείμενα. Έτσι, στην Αρχαία Ελλάδα οι νόμοι του Σόλωνα (6ος π.Χ. αιώνας) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια για τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου και την ισορρόπηση των τεράστιων συμφερόντων μεταξύ αριστοκρατίας, γαιοκτημόνων και εμπορικών τάξεων. Επίσης η Πολιτεία του Πλάτωνα, πέρα φυσικά από την τεράστια φιλοσοφική αξία του κειμένου της, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια της ιστορίας για την εφαρμογή της πολιτικής στην οικονομία και αντίστροφα. Ακόμα, ο Αριστοτέλης πρώτος τοποθετεί με τα Πολιτικά και ένα τμήμα των Ηθικών του το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας καθαρά επιστημονικής αντιμετώπισης των οικονομικών. Μπορεί έτσι να θεωρηθεί πρόδρομος του καπιταλισμού, ιδιαίτερα με το προφητικό επιχείρημα του ότι η κοινή ιδιοκτησία δεν απολαμβάνει της ίδια φροντίδας των πολιτών όσο η ατομική. Ίσως μάλιστα ο Δημοσθένης στον πρώτο Ολυνθιακό (παρ. 20,8) να διατύπωσε αυτό το συλλογισμό καλύτερα από οποιονδήποτε πολιτικό οικονομολόγο της ιστορίας με τη μνημειώδη φράση του: «δει δη χρημάτων, και άνευ αυτών ουδέν γενέσθαι των δεόντων». Και αυτό μερικές χιλιάδες χρόνια πριν τον Άνταμ Σμιθ και τον Μίλτον Φρίντμαν...
Απόδειξη του ίδιου ισχυρισμού είναι και η Βίβλος, στην οποία βλέπουμε τις καταγγελίες των προφητών για τη σκληρή οικονομική πολιτική των ηγεμόνων να δίνουν την αναγκαία θρησκευτική κάλυψη στη λαϊκή αντίδραση απέναντι σε σαφή οικονομικά προβλήματα. Οι Ρωμαίοι μετά τη στρατιωτική επικράτησή τους επεκτείνουν το στρατιωτικό τους imperium στον οικονομικό τομέα, ενώ στη συνέχεια η νέα, χριστιανική τους αντίληψη, με αποκορύφωμά της το Βυζάντιο, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσφέρει την ελπίδα της μεταθανάτιας ανταμοιβής σε ένα σύστημα όπου ο φεουδαλισμός και η παντοδυναμία κράτους και κλήρου εδραιώνουν και κάνουν ακόμα εντονότερες τις τεράστιες οικονομικές δυνάμεις του Μεσαίωνα.
Στη νεότερη ιστορία οι πρώτες επιστημονικές και δομημένες προσπάθειες για τη μελέτη της οικονομίας της κύριας αγοράς ξεκινούν πολύ αργότερα, γύρω στο 17ο αιώνα, το χρυσό αιώνα της εμποροκρατίας, όταν ολόκληρη η Ευρώπη έχει βγει από μια σειρά πολέμων παραδοσιακής μορφής, οι οποίοι επί εκατονταετίες αλλάζουν το χάρτη της . Μέχρι το τέλος της Αναγέννησης όλοι αυτοί οι πόλεμοι έχουν γίνει με πρόσχημα τις διαμάχες μεταξύ διάφορων βασιλικών οίκων, αλλά στην ουσία έχουν διεξαχθεί για να «τακτοποιηθούν» τα κολοσσιαία οικονομικά συμφέροντα που έχουν δημιουργηθεί από το άνοιγμα των τεράστιων αγορών που έφεραν οι μεγάλες ανακαλύψεις και η μερκαντιλιστική λαίλαπα. Έτσι, στα τέλη του 17ου αιώνα και στην αρχή του 18ου παρακολουθούμε να γίνονται οι πρώτες προσπάθειες για την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής σαν συνέχεια της επανάστασης στην οργάνωση της γεωργίας, που φέρνει την κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος και τον αγροτικό υπερπληθυσμό, αφού ήδη οι φιλήσυχοι αστοί έχουν συγκεντρωθεί στις πόλεις. Η οικοτεχνία δίνει τη θέση της σε μικρές βιοτεχνίες, που με τη σειρά τους δημιουργούν τις πρώτες βιομηχανίες. Το κέρδος αρχίζει έτσι να συσσωρεύεται στους εμπόρους και τους μεταπράτες και από εκεί στους μεγάλους κεφαλαιούχους γης και στα χέρια των μεγάλων εμπορικών οίκων. Οι αποικίες δημιουργούνται η μία μετά την άλλη σε ένα πνεύμα γεωγραφικής μεν αναζήτησης, αλλά ουσιαστικά με σκοπό την επέκταση των επενδύσεων και της εκμετάλλευσης των ασύλληπτων νέων πόρων εμπορίου και πλούτου, που βρίσκονται πολλές φορές στην άλλη άκρη της Γης, ενώ η ατμομηχανή και η βιομηχανική επανάσταση ορίζουν νέες περιοχές δημιουργίας πλούτου, σύγχρονες εκμεταλλεύσεις πρώτων υλών αλλά και το πεδίο δράσης του πρωτοδημιουργούμενου προλεταριακού στοιχείου.

Έτσι, παράλληλα με τη νέα ανάπτυξη και ίσως νομοτελειακά αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι θεωρητικοί της οικονομίας, που βάζουν τα θεμέλια της σύγχρονης καπιταλιστικής θεώρησης της αγοράς. Ο William Petty (1623-1687) γράφει την Πολιτική Αριθμητική, προτού τον ακολουθήσουν το πρώτο μισό του 18ου αιώνα οι Locke, North, Hume και Law με ανάλογα συγγράμματα, για να δώσουν στη συνέχεια τη θέση τους στο θεμελιωτή της κλασικής οικονομικής θεωρίας, τον Adam Smith, και το βιβλίο του Ο πλούτος των εθνών. Με τον Smith και τον Ricardo αναλύεται για πρώτη φορά επιστημονικά η θεωρία της αξίας, του καταμερισμού και της διάκρισης των εργασιών καθώς και η έννοια του κέρδους.
Η κοινωνική συνειδητοποίηση και η αναπόφευκτη αντίδραση που ακολουθούν αυτές τις εξελίξεις σύντομα κάνουν κι αυτές την παρουσία της. Έτσι, οι αντιδράσεις στις θεωρίες του Smith έρχονται από τον Γάλλο Proudhon, πρόδρομο των μετέπειτα σοσιαλιστικών θεωριών, οι οποίες σε λίγο θα βρουν κύριο εκφραστή τους τον Καρλ Μαρξ (1818-1883). Στο βιβλίο του Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και Το Κεφάλαιο ο Μαρξ παρουσιάζει την κριτική του για τις κλασικές θεωρίες της ιστορικής εξέλιξης, της αξίας και του κέρδους, θεμελιώνοντας έτσι την κοινωνιστική αντίληψη του κράτους και της οικονομίας. Οι θεωρίες του θα εφαρμοστούν αργότερα με την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού (βοηθούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου), για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα εξελισσόμενα σήμερα αποτελέσματα της μετέπειτα κατάρρευσής τους, που δρομολογήθηκαν στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Παράλληλα όμως με αυτές τις εξελίξεις θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μεταπολεμική εφαρμογή των απόψεων του θεμελιωτή των σύγχρονων οικονομικών θεωριών για το χειρισμό των οικονομικών μεγεθών μέσω των επιτοκίων και της ζήτησης, του John Maynard Keynes, στις απόψεις του οποίου ακόμα και σήμερα στηρίζονται πολλές από τις βασικές καπιταλιστικές μακροοικονομικές στρατηγικές.
Όλα αυτά συνέτειναν ώστε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η χρηματοοικονομική δομή του δυτικού κόσμου να έχει πλήρως διαμορφωθεί στο καπιταλιστικό υπόδειγμα οικονομικής συμπεριφοράς. Οι μεγάλοι εμπορικοί και οικονομικοί οίκοι, σε συνέχεια των μερκαντιλιστικών ιστορικών θεμελίων τους, έχουν πια αρχίσει ήδη να μεταλλάσσονται σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε μεγάλες πολυεθνικές. Παρ' όλα αυτά το σύστημα συνέχιζε να έχει τις ατέλειές του, όπως ήρθε να θυμίσει η μεσοπολεμική κρίση του οικονομικού κραχ του 1929 στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ένα πιστωτικό ναυάγιο που ακολούθησαν ανάλογες οικονομικές αναταράξεις σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και η τρομακτική περιπέτεια της Γερμανίας με τον πληθωρισμό ύψους 4.000% κάθε μήνα.
Το μάθημα αυτό η δυτική οικονομία φαίνεται δεν το ξέχασε ποτέ. Έτσι, αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε να σχηματίζεται το σύγχρονο πλαίσιο παγκόσμιας οικονομικής διαχείρισης. Σε αυτό, κρίσιμοι επίκουροι ήρθαν η πληθώρα των τεχνολογικών ανακαλύψεων – ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια –, η τολμηρή οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, που ξεκίνησε με το New Deal για να συνεχιστεί με τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και την καθιέρωση του δολαρίου σαν παγκόσμιου μέσου συναλλαγών, και, τελικά, οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την πτώση του σοσιαλιστικού μοντέλου οικονομικής διαχείρισης.
Το πολύπλοκο αυτό φάσμα οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών έχει καταλήξει να δημιουργήσει σήμερα ένα διεθνές και απόλυτα εξουσιαστικό χρηματοοικονομικό σύστημα, που όμοιό του δεν έχει εμφανιστεί στην ιστορία. Οι ταχύτατοι και πανίσχυροι υπολογιστές μαζί με την απόλυτη επικοινωνιακή διασύνδεση που προσφέρει η σημερινή τεχνολογία έχουν δημιουργήσει ένα ανοιχτό σύστημα οικονομικών συναλλαγών, μέσα στο οποίο η διακύμανση των επιτοκίων, οι αγοραπωλησίες συναλλάγματος και η διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται αστραπιαία. Αυτό, όπως είναι φυσικό, προσφέρει ένα ευρύτατο πεδίο κερδοσκοπικών κινήσεων, που ουσιαστικά εκτείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και σε ταυτόχρονες αγορές. Με δεδομένο επίσης ότι τα μεγάλα χρηματιστήρια (σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι, Φραγκφούρτη, Χονγκ Κονγκ, Τόκιο, Σύντνεϊ) κυριολεκτικά περικλείουν την υφήλιο σε έναν κλοιό ουσιαστικά συνεχούς λειτουργίας διαφορετικών χρονικών ζωνών, καταλαβαίνει κανείς ότι στη σύγχρονη ζούγκλα των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων η νοοτροπία take no prisoners είναι διαρκής, αδιάλειπτη και κυριαρχούσα.
Τα κυριότερα όπλα αυτής της μάχης (γιατί όλα αυτά δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια αδυσώπητη μάχη, παρά τις κατά καιρούς ηχηρές διαβεβαιώσεις ότι οι ευκαιρίες από τα χρηματοοικονομικά παίγνια αποτελούν αφορμές ανάπτυξης, διακρατικής αλληλοβοήθειας, υποστήριξης, κλπ.) είναι κυρίως δύο. Το ένα είναι η μετοχή, δηλαδή ο μερικός τίτλος ιδιοκτησίας σε κάποια επιχείρηση, και το δεύτερο – και φονικότερο – η αλληλομετατροπή και ο αλληλοδανεισμός των νομισμάτων ώστε και αυτά να αποτελούν εμπορεύσιμο είδος. Με άλλες λέξεις, τα νομίσματα των διαφόρων χωρών δεν εξυπηρετούν πια την αρχική ιστορική αναγκαιότητά τους, η οποία είναι να αγοράζουν αγαθά, αλλά χρησιμοποιούνται για να αγοράζει το ένα το άλλο. Όπως είναι φυσικό, αυτό οδηγεί στον απέραντο λαβύρινθο της αγοραπωλησίας διάφορων συναλλαγμάτων, των «καλών» και «κακών» νομισμάτων και της δημιουργίας ατέλειωτων κερδοσκοπικών παιχνιδιών – αν υπολογίσει κανείς το ποσό κάθε νομίσματος που κυκλοφορεί στους λογαριασμούς των ποικίλων κερδοσκόπων. Ένα ενδεικτικό αποτέλεσμα όλης αυτής της λαβυρινθώδους δομής είναι ότι ο οικονομικός κόσμος ακόμα προσπαθεί να ξεχάσει το παιχνίδι γνωστού μεγαλοεπενδυτή προ μερικών ετών, ο οποίος μόνο σε μια μέρα κατόρθωσε να υποτιμήσει την αγγλική στερλίνα σε βαθμό που να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να την πετάξει κυριολεκτικά έξω από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ισοτιμιών, αφήνοντας το διεθνούς φήμης εμπνευστή του με ένα κέρδος τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος της μέρας.

ΤΕΛΗΣ ΛΙΒΑΝΙΔΗΣ
ΤΑ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ANUBIS 2000


Δεν υπάρχουν σχόλια: