.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΒΕΑΤΡΙΚΗ – NATHANIEL HAWTHORNE


Η Μίριαμ χάρηκε που βρήκε την Περιστέρα στον περιστεριώνα της. Γιατί, καθώς η Χίλντα ήταν προικισμένη με ατέλειωτη ζωτικότητα και αντλούσε βαθιά ευχαρίστηση από τον γλυκό μόχθο που της γέμιζε τη ζωή, είχε τη συνήθεια να βγαίνει έξω νωρίς και να εγκατοικεί στις πινακοθήκες μέχρι που σουρούπωνε. Ευτυχισμένοι εκείνοι (οι τόσο λίγοι) που επέλεγε να τη συντροφεύουν στη διάρκεια της μέρας: περιηγούνταν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της Ρώμης, υπό την καθοδήγησή της, με ανεπανάληπτο τρόπο. Όχι πως η Χίλντα επιδιδόταν σε διαλέξεις ή μιλούσε με την εμβρίθεια του ειδικού για τους πίνακες – πιθανόν να μην τα πήγαινε πολύ καλά με την ορολογία της τέχνης της –, ούτε πως είχε να πει πολλά για όσα θαύμαζε εντονότερα. Αλλ’ ακόμη και η βουβή της έλξη ήταν τόσο ισχυρή, ώστε παρέσυρε και τη δική σου, χορηγόντας σου μια δεύτερη όραση, που σε καθιστούσε ικανό να δεις τα αριστουργήματα σχεδόν με το βάθος και τη λεπτότητα της δικής της πρόσληψης.
Όλοι οι Αγγλοσάξονες εκείνου του καιρού με διαμονητήριο στη Ρώμη γνώριζαν τη Χίλντα εξ όψεως πια. Δίχως να το συνειδητοποιήσει, το καημένο παιδί είχε γίνει ένα από τ’ αξιοθέατα της Αιώνιας Πόλης και συχνά την έδειχναν στους forestieri, καθισμένη μπροστά στο καβαλέτο της ανάμεσα στους αγρίως γενειοφόρους νεαρούς, τους ασπρομάλληδες ηλικιωμένους και τις κακοντυμένες, οδυνηρά άχαρες γυναίκες, που απαρτίζουν τον εσμό των αντιγραφέων. Οι φύλακες τη γνώριζαν καλά και τη φρόντιζαν σαν παιδί τους. Συχνά, όλο και κάποιος νεαρός καλλιτέχνης, αντί να συνεχίσει με το αντίγραφο του πίνακα μπροστά στον οποίον είχε τοποθετήσει το καβαλέτο του, κοσμούσε τον μουσαμά του μ’ ένα εκ του φυσικού πορτρέτο της προσηλωμένης στην εργασία της κοπέλας. Ομορφότερο θέμα δεν θα μπορούσε να επιλεγεί. Ούτε και λιγότερο απαιτητικό σε λεπτή δεξιότητα και ψυχολογική διορατικότητα, αν επρόκειτο ν’ αποδοθεί με κάποιαν αρτιότητα. Ήταν χαριτωμένη κάθε στιγμή της ημέρας η Χίλντα, με τον τρόπο που μας χαρακτηρίζει στη Νέα Αγγλία: φωτεινοί καστανοί βόστρυχοι. Μάγουλα κάπως ωχρά, πλην όλο υγεία. Ευαίσθητα κι ωστόσο πολύ θηλυκά και καλοσυνάτα χαρακτηριστικά. Αλλά, κάθε τόσο, αυτό το χαριτωμένο κοριτσίστικο πρόσωπο άστραφτε από μιαν εντυπωσιακή ομορφιά, λες και κάποια εσωτερική σκέψη ή συναίσθημα λαμπρυνόταν και ανέβαινε στην επιφάνεια, για να κρυφτεί αμέσως μετά – έτσι που , βλέποντας αυτή τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αλλαγή, νόμιζες πως η Χίλντα ήταν πραγματικά ορατή μόνο χάρη στη λιακάδα της ψυχής της.
Κατά τα λοιπά, ήταν καλό θέμα για πορτρέτο, καθώς διακρινόταν από μια συγκρατημένη γραφικότητα – ασυναισθήτως ίσως απορρέουσα από μια κάποια εκκεντρικότητα στις λεπτομέρειες του ντυσίματος – την οποία σπανίως οι καλλιτέχνες αφήνουν να τους ξεφύγει. Το αποτέλεσμα ήταν να την κάνουνε να μοιάζει με κάτοικο τόπου βγαλμένου από εικονογραφημένο βιβλίο, ένα μερικώς ιδεώδες πλάσμα, πάντα μη-μου-άπτου και πάντοτε απλησίαστο, παρεκτός από κάποια απόσταση, κι όχι πολύ μικρή. Σα θηλυκή παρουσία, η Χίλντα ήταν φυσική, με ευχάριστη συμπεριφορά, προικισμένη μ’ έναν ισορροπημένα εύθυμο χαρακτήρα, χωρίς να ξεχειλίζει από άγριο κέφι, αλλά και ποτέ σε παρατεταμένη μελαγχολία. Υπήρχε σ’ αυτήν μια απλότητα που έκανε τους πάντες φίλους της, αλλά συνδυαζόταν διακριτικά μ’ ένα στοιχείο ελαφράς επιφυλακτικότητας, που κρατούσε αδιόρατα μακριά της όσους δεν ταίριαζαν στον κόσμο της.
Η Μίριαμ ήταν η καλύτερη φίλη που είχε ποτέ. Ένα ή δυο χρόνια μεγαλύτερη, γνώριζε περισσότερο καιρό την Ιταλία και είχε μεγαλύτερη άνεση στον χειρισμό των πονηρών και εγωιστών κατοίκων της. Έτσι, βοήθησε τη Χίλντα να ρυθμίσει τη ζωή της και την ενθάρρυνε τις πρώτες εκείνες εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων η Ρώμη φαίνεται τόσο θλιβερή σε κάθε νεοφερμένο.
-Τι τύχη να είσαι σήμερα σπίτι, είπε η Μίριαμ, συνεχίζοντας τη συζήτηση που άρχισε πριν από πολλές σελίδες. Δεν ήλπιζα να σε βρω. Εν πάση περιπτώσει, ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη – να σου αναθέσω μιαν αποστολή. Μα τι πίνακας είναι αυτός;
-Δες! είπε η Χίλντα, παίρνοντας τη φίλη της από το χέρι και οδηγώντας την μπροστά στο καβαλέτο. Ήθελα τη γνώμη σου.
-Αν το κατάφερες πραγματικά, θα είναι το μεγαλύτερό σου θαύμα μέχρι τώρα, παρατήρησε η Μίριαμ, αναγνωρίζοντας τον πίνακα με την πρώτη ματιά.
Ο πίνακας απεικόνιζε απλά ένα γυναικείο κεφάλι, ένα πολύ νεανικό, κοριτσίστικο, άψογα όμορφο πρόσωπο, τυλιγμένο σε λευκό μαντήλι, από το οποίο ξέφευγαν ένας ή δύο βόστρυχοι από κάτι που, αν και κρυμμένο, έμοιαζε με πλούσιο θρασομανητό καστανοκόκκινων μαλλιών. Τα μάτια ήταν μεγάλα και καστανά και συναντούσαν τα μάτια του θεατή, με μια ολοφάνερα παράξενη, όμως, άκαρπη προσπάθεια να ξεφύγουν. Υπήρχε λίγη κοκκινίλα γύρω από τα μάτια, μόλις εμφανής, ώστε ν’ αναρωτιέσαι αν το κορίτσι είχε κλάψει ή όχι. Το πρόσωπο εν γένει ήταν ήρεμο. Δεν υπήρχε παραμόρφωση ή αναστάτωση σε κανένα χαρακτηριστικό του. Ούτε ήταν εύκολο να διακρίνεις τον λόγο για τον οποίο η έκφραση δεν ήταν εύθυμη ή γιατί μια και μόνο πινελιά του καλλιτέχνη δεν θα μπορούσε να το φωτίσει με χαρά. Μα, στην πραγματικότητα, ήταν ο πιο λυπημένος πίνακας που ζωγραφίστηκε ή συνελήφθη ως ιδέα ποτέ. Εμπεριείχε απροσμέτρητο βάθος θλίψης, η οποία έφτανε στον παρατηρητή μάλλον διαισθητικά. Ήταν μια θλίψη που έβγαζε αυτό το όμορφο κορίτσι από τη σφαίρα του ανθρώπινου και την τοποθετούσε σε μια πολύ μακρινή ζώνη. Της έδινε κάτι τόσο απόμακρο που – μολονότι το πρόσωπό της είναι τόσο κοντά μπροστά σου – σε έκανε να ανατριχιάζεις σαν να βρισκόσουν μπροστά σε φάντασμα.
-Ναι Χίλντα. Δεν έχεις κάνει τίποτε πιο υπέροχο από αυτό, είπε η φίλη της, αφού εξέτασε προσεχτικά τον πίνακα. Αλλα με ποια ανήκουστα παρακάλια ή μυστικές μεθόδους απέκτησες την άδεια ν’ αντιγράψεις τη Βεατρίκη Τσέντσι του Γκουίντο; Αυτό είναι πια σκανδαλώδης εύνοια. Η έλλειψη δυνατότητας για ένα γνήσιο αντίγραφο έχει γεμίσει τα καταστήματα ζωγραφικών πινάκων στη Ρώμη με Βεατρίκες εύθυμες, πονεμένες ή τσαχπίνες… Μόνο η γνήσια απουσιάζει.
-Έχω μάθει πως υπάρχει ένα εξαίρετο αντίγραφο, καμωμένο από έναν καλλιτέχνη, ικανό να εκτιμήσεις το πνεύμα του πίνακα, είπε η Χίλντα. Ήταν ο Τόμσον, που το έφερε σε πέρας τμηματικά, καθώς του απαγορεύτηκε (όπως και σε μας τους υπόλοιπους) να στήσει το καβαλέτο του μπροστά του. Όσο για μένα, ήξερα πως ο πρίγκιπας Μπαρμπερίνι θα κώφευε σε όλες τις ικεσίες μου. Έτσι, δεν είχα άλλον τρόπο παρά να στέκομαι μπροστά στον πίνακα, ελπίζοντας πως μέρα τη μέρα θα κατακαθίσει στην καρδιά μου. Πραγματικά, πιστεύω πως είναι πια φωτογραφημένο εκεί. Είναι ένα πολύ λυπημένο πρόσωπο για να το κρατάει κανείς τόσο βαθιά στην καρδιά του. Αλλά κάτι που είναι πάρα πολύ όμορφο δεν μπορεί να είναι ποτέ και πολύ οδυνηρό. Λοιπόν, αφού το μελέτησα μ’ αυτόν τον τρόπο κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές, ήρθα σπίτι κι έβαλα τα δυνατά μου για να μεταφέρω την εικόνα στο μουσαμά.
-Και να το, λοιπόν, είπε η Μίριαμ, παρατηρώντας το έργο της Χίλντας με μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση, από τα οποία δεν έλειπε η οδυνηρή συμπάθεια που γεννούσε ο πίνακας. Παντού βλέπουμε ελαιογραφίες, σχέδια με κάρβουνο, μικροανάγλυφα, γκραβούρες και λιθογραφίες, που υποτίθεται αναπαριστούν τη Βεατρίκη, απεικονίζοντας το δύστυχο κορίτσι με κλαμένα μάτια, με τσαχπίνικη πονηριά, με χαρούμενη έκφραση (σαν να χόρευε), με αξιολύπητο ύφος (σαν να την χτύπησαν) και με άλλες είκοσι παραλλαγές ξεστρατισμένης φαντασίας. Αλλά εδώ είναι η ίδια η Βεατρίκη του Γκουίντο. Αυτή που κοιμήθηκε στο υπόγειο κελί και ξύπνησε, εγκαίρως, για ν’ ανέβει στο ικρίωμα. Και τώρα που το κατάφερες, Χίλντα, μπορείς να προσδιορίσεις το συναίσθημα που δίνει σ’ αυτόν τον πίνακα τόση μυστηριώδη δύναμη; Εγώ, από την πλευρά μου, παρόλο που νιώθω βαθιά μέσα μου την επίδρασή του, δεν μπορώ να το αδράξω.
-Ούτε εγώ μπορώ με λόγια, απάντησε η φίλη της. Αλλά όσο τη ζωγράφιζα, ένιωθα συνεχώς σα να προσπαθούσε να ξεφύγει το βλέμμα μου. Ξέρει πως η θλίψη της είναι τόσο παράξενη και τόσο τεράστια, που, για καλό του κόσμου και δικό της, θα ήταν καλύτερα να μείνει για πάντα στη μοναξιά της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο νιώθουμε τόση απόσταση ανάμεσα στην Βεατρίκη και σ’ εμάς, ακόμη κι όταν τα μάτια μας συναντούν τα δικά της. Σου σπαράζει απέραντα την καρδιά το να συναντάς το βλέμμα της και να νιώθεις πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για να βοηθήσεις ή να την παρηγορήσεις. Κι ούτε που ζητάει βοήθεια ή παρηγοριά, μιας και ξέρει καλύτερα από εμάς πόσο απελπιστική είναι η κατάστασή της. Είναι ένας έκπτωτος άγγελος. Έκπτωτος κι ωστόσο αναμάρτητος. Και είναι μόνο αυτή η βαθιά λύπη, με το βάρος και το σκοτάδι της, που την κρατά κάτω στη γη και την εκθέτει στο βλέμμα μας, αλλά όχι σε σημείο που να μπορούμε να τη φτάσουμε.

-Τη θεωρείς αναμάρτητη; ρώτησε η Μίριαμ. Αυτό δεν μου είναι εμένα τόσο ξεκάθαρο. Αν μπορώ να προσποιηθώ πως βλέπω κάτι σ’ αυτή τη σκοτεινή περιοχή, απ’ όπου μας κοιτάζει τόσο παράξενα και λυπημένα, η ίδια η συνείδηση της Βεατρίκης δεν την απαλλάσσει από κάτι κακό, κάτι που δεν πρόκειται ποτέ σαν συγχωρεθεί!
-Μια θλίψη τόσο σκοτεινή όσο η δική της βαραίνει στην ψυχή σχεδόν σαν αμαρτία, είπε η Χίλντα.
-Νομίζεις πως δεν υπάρχει τίποτε ένοχο στην πράξη για την οποία υπέφερε; ρώτησε η Μίριαμ.
-Αχ! αναφώνησε η Χίλντα, ανατριχιάζοντας. Πραγματικά, είχα ξεχάσει την ιστορία της Βεατρίκης, και τη σκεφτόμουν μόνον όπως φαίνεται ν’ αποκαλύπτει τον χαρακτήρα της ο πίνακας. Ναι. Ήταν τρομερή ενοχή, ένα ασυγχώρητο έγκλημα. Κι αυτή έτσι το νιώθει. Είναι γι’ αυτό που το δύσμοιρο πλάσμα ποθεί τόσο να ξεφύγει τα μάτια μας και να χαθεί για πάντα στην ανυπαρξία! Η καταδίκη της είναι δίκαιη!
Ω, Χίλντα, η αθωότητά σου είναι σαν κοφτερό ατσάλινο σπαθί! φώναξε η φίλη της. Οι κρίσεις σου είναι συχνά τρομερά αυστηρές, παρόλο που φαίνεσαι φτιαγμένη ολόκληρη από καλοσύνη κι ευσπλαχνία. Η αμαρτία της Βεατρίκης ίσως να μην ήταν τόσο μεγάλη. Ίσως να μην ήταν καθόλου αμαρτία, παρά η ανώτερη δυνατή αρετή στις δεδομένες περιστάσεις. Αν εκείνη την είδε σαν αμαρτία, αυτό μπορεί να έγινε επειδή η φύση της ήταν πολύ αδύναμη απέναντι στη μοίρα που της επιβλήθηκε. Αχ! – συνέχισε με πάθος η Μίριαμ – μακάρι να μπορούσα να μπω στη συνείδησή της – να μπορούσα ν’ αγκαλιάσω σφιχτά το φάντασμα της Βεατρίκης Τσέντσι και να το σύρω μέσα μου! Θα έδινα τη ζωή μου να μάθω αν θεωρούσε τον εαυτό της αθώο ή τον μεγαλύτερο και μόνο εγκληματία από γενέσεως κόσμου.
Καθώς η Μίριαμ πρόφερε αυτά τα λόγια, η Χίλντα στράφηκε από τον πίνακα στη φίλη της και ξαφνιάστηκε καθώς παρατήρησε πως η έκφραση του προσώπου της ήταν σχεδόν ίδια με την έκφραση του πορτρέτου, λες και η παράφορη επιθυμία – η πάλη να διεισδύσει στο μυστήριο της Βεατρίκης – είχε εκπληρωθεί.
-Ω για το όνομα του Θεού, Μίριαμ, μην παίρνεις αυτό το ύφος! Τι ηθοποιός που είσαι! Δεν το φανταζόμουν. Α να! τώρα είσαι πάλι ο εαυτός σου! – πρόσθεσε, φιλώντας την. Από ‘δω και στο εξής, καλά θα κάνεις ν’ αφήσεις τη Βεατρίκη σ’ εμένα.
-Τότε, καλά θα κάνεις να καλύψεις τον πίνακά σου, της αντιγύρισε εκείνη. Διαφορετικά, δεν θα μπορέσω ποτέ να κοιτάξω αλλού. Είναι παράξενο, καλή μου Χίλντα, πως μια αθώα, ευαίσθητη, άσπιλη ψυχή, σαν τη δική σου, κατάφερε ν’ αδράξει το δυσδιάκριτο μυστήριο αυτής της προσωπογραφίας – που ασφαλώς πρέπει να το κατάφερες, προκειμένου να το αναπαραγάγεις τόσο τέλεια. Λοιπόν, δεν θα μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό. Ξέρεις, ήρθα σ’ εσένα σήμερα για ένα μικρό επαγγελματικό ζήτημα. Θα το αναλάβεις για χάρη μου;
-Μα φυσικά, είπε η Χίλντα, γελώντας, αφού επέλεξες να εμπιστευθείς εμένα.
-Μπα, δεν είναι τίποτα δύσκολο, αντέτεινε η Μίριαμ. Θέλω απλώς να μου φυλάξεις για λίγο αυτό το πακέτο.
-Γιατί δεν το κρατάς η ίδια; ρώτησε η Χίλντα.
-Εν μέρει επειδή θα είναι πιο ασφαλές στη δική σου ευθύνη, απάντησε η φίλη της. Εγώ είμαι αμελής τύπος στα καθημερινά πράγματα. Ενώ εσύ, μόνο που κατοικείς τόσο ψηλά πάνω απ’ τον κόσμο, έχεις τρόπους νοικοκυρούλας ως προς την ακρίβεια και την τάξη. Το πακέτο αυτό έχει κάποια – έστω, μικρή – σημασία. Ωστόσο, μπορεί και να μη σου ξανακάνω λόγο γι’ αυτό. Ξέρεις πως σε μια-δυο βδομάδες φεύγω από τη Ρώμη. Εσύ, αψηφώντας τη μαλάρια, εννοείς να μείνεις εδώ και να ξημεροβραδιάζεσαι στις αγαπημένες σου πινακοθήκες όλο το Καλοκαίρι. Λοιπόν, σε τέσσερις μήνες από σήμερα, εκτός κι αν έχεις άλλα νέα μου, θα ήθελα να παραδώσεις το πακέτο στη διεύθυνση που έχει γραμμένη επάνω του.
Η Χίλντα διάβασε τη διεύθυνση: Σινιόρ Λούκα Μπαρμπόνι, Μέγαρο Τσέντσι, τρίτο piano.
-Θα το παραδώσω προσωπικά, ακριβώς τέσσερις μήνες από σήμερα, εκτός αν στο μεταξύ μου πεις να μην το κάνω, είπε. Ίσως να συναντήσω το φάντασμα της Βεατρίκης σε ‘κείνο το παλιό, ζοφερό παλάτι των προγόνων της.
-Εν τοιαύτη περιπτώσει, απάντησε η Μίριαμ, μην παραλείψεις να της μιλήσεις και να προσπαθήσεις να κερδίσεις την εμπιστοσύνη της. Το δύστυχο πλάσμα! Θα ένιωθε πολύ καλύτερα αν άνοιγε την καρδιά της ελεύθερα και θα χαιρόταν να το κάνει αν ήταν σίγουρη πως θα ‘βρισκε συμπόνια. Η σκέψη της απόλυτης μοναξιάς της μου τριβελίζει συνεχώς το μυαλό και την καρδιά.
Τράβηξε το ύφασμα που είχε ρίξει η Χίλντα στον πίνακα και του έριξε άλλη μια παρατεταμένη ματιά:
-Καημένη αδελφή μας Βεατρίκη! γιατί ήταν ακόμη γυναίκα, Χίλντα, ακόμη αδελφή μας, παρά την αμαρτία ή τη θλίψη της – όποιο κι αν ήταν το κρίμα της. Πόσο καλά το έκανες, Χίλντα! Δεν ξέρω αν ο Γκουίντο θα σ’ ευχαριστεί ή θα σε ζηλεύει, θεωρώντας σε ανταγωνίστρια.
-Να με ζηλεύει! αναφώνησε η Χίλντα. Αν δεν είχε δουλέψει ο Γκουίντο μέσ’ από μένα, οι κόποι μου θα είχαν πάει χαμένοι.
-Στο κάτω-κάτω, αν είχε ζωγραφίσει γυναίκα τον πρωτότυπο πίνακα, θα μπορούσε να υπάρχει σ’ αυτόν κάτι που τώρα μας διαφεύγει, συνέχισε η Μίριαμ. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά ν’ αναλάβω να κάνω κι εγώ ένα αντίγραφο και να προσπαθήσω να του δώσω αυτό που του λείπει. Λοιπόν, γεια σου. Μα, για στάσου! Θα πάω να πάρω λίγο αέρα στους κήπους της Έπαυλης των Μποργκέζε σήμερα το απόγευμα. Θα το θεωρήσεις πολύ ανόητο, αλλά πάντα αισθάνομαι πιο ασφαλής με τη συντροφιά σου, Χίλντα, έτσι λεπτή και μικροσκοπική κόρη που είσαι. Θα έρθεις;
-Α, όχι σήμερα, πολυαγαπημένη Μίριαμ, απάντησε εκείνη. Έχω κατά νου να βάλω μια-δυο πινελιές ακόμη σ’ αυτόν τον πίνακα και δεν θα το κουνήσω από ‘δω μέχρι σχεδόν να δύσει ο ήλιος.
-Αντίο, τότε. Σ’ αφήνω στον περιστεριώνα σου. τι γλυκιά, παράξενη ζωή που ζεις εδώ, συνομιλώντας με τις ψυχές των παλαιών δασκάλων, ταϊζοντας και θωπεύοντας τις αδελφές σου περιστέρες και φροντίζοντας το καντήλι της Παρθένου! Χίλντα, προσεύχεσαι ποτέ στην Παναγία όσο φροντίζεις το εικονοστάσι της;
-Μερικές φορές έχω νιώσει έντονα την επιθυμία να το κάνω, απάντησε η Περιστέρα, κοκκινίζοντας και χαμηλώνοντας τα μάτια της. Υπήρξε κι αυτή γυναίκα. Νομίζεις πως θα ήταν κακό;
-Μπα, αυτό θα το κρίνεις εσύ, είπε η Μίριαμ. Αλλά την επόμενη φορά που θα προσευχηθείς καλή μου φίλη, θυμήσου κι εμένα!
Κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα του πύργου και, ακριβώς τη στιγμή που έφτανε στο δρόμο, το σμήνος των περιστεριών πέταξε πάλι βιαστικά από το οδόστρωμα στο ψηλότερο παράθυρο. Τα ακολούθησε με το βλέμμα και τα είδε να πετούν γύρω από το κεφάλι της Χίλντας. Μετά την αναχώρηση της φίλης της, το κορίτσι είχε πιο έντονα από προηγουμένως την εντύπωση πως στην συμπεριφορά της υπήρχε πολλή θλίψη και ταραχή. Γι’ αυτό, είχε σκύψει από την ανάερη κατοικία της και της έστελνε ένα καλοσυνάτο, παρθενικό φιλί, με την ελπίδα πως θα μπορούσε αυτό πετώντας να κατέβει φτάνοντας στην καρδιά της Μίριαμ και ν’ ανακουφίσει λίγο την παράξενη θλίψη της. Ο Κένιον, ο γλύπτης, που έτυχε να περνά από το βάθος του δρόμου, αντιλήφθηκε εκείνο το αιθέριο φιλί και ευχήθηκε να μπορούσε να το αρπάξει στον αέρα και, με την άδεια της Χίλντας, να το κρατήσει.



Nathaniel Hawthorne
Ο ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ ΦΑΥΝΟΣ [ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ]
Ή ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕ ΜΠΕΝΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΑΝΤΥ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG ORBIS LITERAE 2014

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ – ANDRE BRETON


Στο Παρίσι κλονιζόμενος ο πύργος του Αγίου Ιακώβου
Όμοιος με ηλιοτρόπιον
Χτυπά καμιά φορά με το μέτωπο τον Σηκουάνα και η σκιά του γλιστρά
  ανεπαίσθητα ανάμεσα στα ρυμουλκά
Την στιγμήν εκείνην ακροποδητί μέσα στον ύπνο μου
Κατευθύνομαι προς την κάμαρα όπου είμαι ξαπλωμένος
Και βάζω φωτιά
Δια να μη μείνει τίποτε από την συγκατάθεση που μου απέσπασαν
Τα έπιπλα τότε κάνουν τόπο σε ζώα ίσου μεγέθους που με κοιτάζουν
  αδελφικά
Λεοντάρια που στις χαίτες τους αποκαίονται οι καρέκλες
Σέλαχοι των οποίων η άσπρη κοιλιά συγχωνεύει το τελευταίο ρίγος των
  σεντονιών
Την ώρα του έρωτος και των κυανών βλεφάρων
Βλέπω να καίγουμαι κι εγώ με τη σειρά μου βλέπω αυτήν την κατανυκτική
  κρυψώνα των τιποτένιων πραγμάτων
Που υπήρξε το κορμί μου
Και που την ψάξαν υπομονετικά ράμφη πύρινων ίβιδων
Όταν όλα τελειώνουν μπαίνω αόρατος μέσα στην αψίδα
Χωρίς να προσέχω τους περαστικούς της ζωής που κάνουν ν' αντηχούν
  πολύ μακριά τα σερνάμενα τους βήματα
Βλέπω τα ψαροκόκαλα του ήλιου
Ανάμεσα από την λευκάκανθα της βροχής
Ακούω να ξεσχίζεται τ' ανθρώπινο πανί σαν ένα μεγάλο φύλλο
Κάτω από το νύχι της απουσίας και της παρουσίας που είναι συνένοχες
Όλοι οι ιστοί μαραίνονται δεν μένει παρά μια μυρωμένη δαντέλα
Ένα κογχύλι από δαντέλα που έχει τέλειο σχήμα ενός μαστού
Δεν αγγίζω πια παρά την καρδιά των πραγμάτων κρατώ το νήμα.
                                                           ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ανδρέας Εμπειρίκος


Μαρία Λαϊνά
Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα
Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις
β' έκδοση
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2007

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Δυνάμεις - αρχαίες και νέες – Bram Stoker


Ο χρόνος παρήλθε, αξιοθαύμαστα αργά κατά κάποιο τρόπο, καταπληκτικά γρήγορα κατ’ άλλον. Σήμερα, με τη νέα, χαρούμενη βεβαιότητα πως η αγάπη μου έβρισκε ανταπόκριση, θα ήθελα να είχα τη Μαργαρίτα όλη για τον εαυτό μου. Όμως αυτή η ημέρα δεν ήταν γι’ αγάπες και έρωτες. Η σκιά της φοβερής αναμονής έπεφτε πάνω της. Όσο περισσότερο σκεφτόμουνα το επικείμενο πείραμα τόσο πιο ανόητοι φαινόμαστε εμείς που θέλαμε σκόπιμα να το διακινδυνεύσουμε. Όλα ήταν τόσο τερατώδη, τόσο μυστηριώδη, τόσο ανώφελα! Το ζήτημα ήταν τόσο ευρύ, ο κίνδυνος τόσο ασυνήθιστος, τόσο άγνωστος. Ακόμη και αν στεφόταν με επιτυχία, πόσες νέες δυσκολίες δε θα προέκυπταν. Ό,τι αλλαγές κι αν συμβούν, οι άνθρωποι ξέρουν πως οι πύλες του Οίκου του Θανάτου δεν έχουν πράγματι σφαλιστεί αιώνια και πως οι νεκροί θα βγουν έξω ξανά! Μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι θα ήταν για μας τους σημερινούς θνητούς να αντιπαρατεθούμε στους Αρχαίους Θεούς με τη μυστηριακή τους ισχύ που έχει προέλθει από τις δυνάμεις της φύσεως ή έχει γεννηθεί από τους ίδιους στο χάραμα της δημιουργίας του κόσμου; Όταν η ξηρά και η θάλασσα διαμορφώνονταν ξεπηδώντας από την αρχέγονη ιλύ. Όταν ο ίδιος ο αέρας καθαριζόταν από τα άχρηστα στοιχεία του. Όταν οι «πρωταρχικοί δράκοντες», που είχαν δημιουργηθεί για να παλεύουν με τις γεωλογικές δυνάμεις, άλλαζαν σχήματα και εντάσεις, για να προσαρμοστούν στη νέα φυτική ζωή που είχε αρχίσει να ξεπηδά γύρω τους. Όταν τα ζώα, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος και η πρόοδος του ανθρώπου ήταν δημιουργήματα τόσο φυσικά όσο οι κινήσεις των πλανητών ή η λάμψη των άστρων. Αχ! Και πιο πίσω ακόμη, τότε που το πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος και δεν είχε ακόμη προφέρει τα λόγια που έδιναν τη διαταγή να γεννηθεί το φως και η ζωή που επακολούθησε.
Και επιπλέον, γι’ ακόμη πιο παλιά φτάνουμε σε περισσότερο συγκλονιστική εικοτολογία. Όλη η δυνατότητα του μεγάλου πειράματος που έχουμε αναλάβει θα βασιζόταν στην πραγματικότητα της ύπαρξης των Παλαιών Δυνάμεων που φαίνονταν να έρχονται σ’ επαφή με τον καινούριο πολιτισμό. Ότι υπήρχαν, και υπάρχουν, τέτοιες κοσμικές δυνάμεις δεν υφίσταται καμία αμφιβολία καθώς και ότι η νοημοσύνη που βρίσκεται πίσω τους υπήρχε και υπάρχει. Ήταν αυτές οι πρωταρχικές και στοιχειώδεις δυνάμεις τις οποίες έλεγξε κάποτε η τελική αιτία που ο χριστιανισμός θεωρεί ως πεμπτουσία της υπόστασής του; Αν αληθεύουν καθόλου οι δοξασίες της Αρχαίας Αιγύπτου, τότε οι θεοί τους είχαν αληθινή ύπαρξη, αληθινή δύναμη, αληθινή επιβολή. Η κεφαλή του θεού δεν είναι ένα ειδολογικό ζήτημα για τα δεινά των θνητών, αφού ως υπόσταση είναι δημιουργική και αναδημιουργική, δεν μπορεί να πεθάνει. Η πίστη στο αντίθετο θα ανταγωνιζόταν τη λογική, διότι θα σήμαινε ότι το μέρος είναι μεγαλύτερο του όλου. Αν λοιπόν οι Παλαιοί Θεοί διατηρούν τις δυνάμεις τους, σε τι συνίσταται η ανωτερότητα των Νέων; Φυσικά αν οι Παλαιοί Θεοί έχουν χάσει τη δύναμή τους, αν όντως είχαν κάποτε δύναμη, το πείραμα δε θα έχει επιτυχία. Αλλά αν πράγματι επιτύχει ή αν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας, τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια τόσο καταλυτική εικασία που με δυσκολία θα τολμούσαμε να την ακολουθήσουμε ως τα έσχατα όριά της. Θα προκύψει δηλαδή ότι η πάλη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο δεν είναι πια ζήτημα της γης, γήινο. Ότι ο πόλεμος των υπερ-στοιχειωδών δυνάμεων θα μεταφερόταν από τον απτό κόσμο των γεγονότων στη Μέση Περιοχή, όπου κι αν βρίσκεται αυτή, που είναι η κατοικία των θεών. Υπάρχει μια τέτοια περιοχή; Τι ήταν αυτό που είχε δει ο Μίλτων με τα τυφλά του μάτια μέσα στις ακτίνες του ποιητικού φωτός να πέφτει ανάμεσα σ’ αυτόν και τα ουράνια; Από πού προήλθαν τα τρομερά οράματα του Ευαγγελιστή Ιωάννη τα οποία έχουν μαγέψει εδώ και δεκαοκτώ αιώνες το πνεύμα των χριστιανών; Υπήρχε χώρος στο σύμπαν για αντιτιθέμενες θεότητες ή, αν υπήρχε, θα επέτρεπαν οι δυνατότεροι να εκδηλωθεί η δύναμη της αντίθετης πλευράς που θα έτεινε στην αποδυνάμωση των διδασκαλιών και των σχεδίων του Υψίστου; Βεβαιότατα, βεβαιότατα αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, θα ΄χουμε μία παράξενη και τρομερή εξέλιξη – κάτι τελείως απρόσμενο και απρόβλεπτο – πριν επιτραπεί να επέλθει η συντέλεια…!
Το θέμα ήταν ανεξάντλητο και, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, οδηγούσε σε πλήθος αλλόκοτων εικασιών. Δεν τολμούσα να παρακολουθήσω τη συλλογιστική του! Έκατσα να περιμένω υπομονετικά μέχρι να έρθει η ώρα.
Η Μαργαρίτα έδειχνε θεϊκή ηρεμία. Νομίζω πως τη ζήλευα, ενώ ταυτόχρονα τη θαύμαζα και την αγαπούσα γι’ αυτό. Ο κύριος Τρελόνυ ήταν νευρικός και ανήσυχος, όπως και οι άλλοι άντρες. Σ’ εκείνον όλ’ αυτά είχαν πάρει τη μορφή κίνησης. Κίνησης και του σώματος και του πνεύματος. Από κάθε άποψη ήταν αεικίνητος, πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο χωρίς λόγο ή βρίσκοντας ένα πρόσχημα και πηδώντας από το ένα θέμα συλλογισμών στο άλλο. Από καιρού εις καιρόν άφηνε να φανεί φευγαλέα η βασανιστική ανησυχία που τον είχε κυριεύσει με το να δείχνει ότι περίμενε να βρει κι εμένα σε ανάλογη κατάσταση. Συνέχεια μας εξηγούσε και μας ξαναεξηγούσε διάφορα πράγματα. Και στις εξηγήσεις του έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο γύριζε στο μυαλό του όλα τα φαινόμενα, όλες τις πιθανές αιτίες, όλα τα πιθανά αποτελέσματα. Σε μια στιγμή, στο μέσο μιας περισπούδαστης πραγματείας για την ανάπτυξη της αιγυπτιακής αστρολογίας, μεταπήδησε σ’ ένα διαφορετικό θέμα ή μάλλον σ’ ένα παρακλάδι ή επακόλουθο του ιδίου θέματος:

- Δε βλέπω γιατί να μην έχει το φως των άστρων κάποια ανεπαίσθητη δική του ιδιότητα! Ξέρουμε ότι άλλα είδη φωτός έχουν ειδικές δυνάμεις. Οι ακτίνες Ρέντγκεν δεν είναι η μόνη ανακάλυψη που θα μπορούσε να γίνει στο πεδίο του φωτός. Το φως του ήλιου έχει τη δική του ενέργεια που δεν τη διαθέτουν άλλα είδη φωτός. Προκαλεί τη ζύμωση του μούστου, επιταχύνει την αύξηση των μυκήτων. Οι άνθρωποι συχνά σεληνιάζονται. Γιατί λοιπόν να μην υπάρχει μια ανεπαίσθητη ενέργεια, δηλαδή λιγότερο δραστική ή λιγότερο ισχυρή, στο φως των άστρων; Θεωρούμενο ως καθαρό φως που προέρχεται από το αχανές διάστημα, πρέπει να έχει ιδιότητες που μόνο μια καθαρή και ανεμπόδιστη δύναμη διαθέτει. Δε θ’ αργήσει να έρθει η εποχή που θα γίνει αποδεκτό ότι η αστρολογία έχει επιστημονική βάης. Με την αναγέννηση αυτής της τέχνης, πολλά νέα πειράματα θα πραγματοποιηθούν. Πολλές νέες όψεις της παλιάς σοφίας θα έρθουν στο φως με νέες ανακαλύψεις παρέχοντας τις βάσεις για νέες θεωρίες. Ο άνθρωπος ίσως ανακαλύψει πως αυτά που φαίνονταν για εμπειρικά πορίσματα ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα υψηλότερης νόησης και γνώσεων πολύ μεγαλύτερων από τις δικές μας. Ξέρουμε ήδη πως ο έμβιος κόσμος είναι γεμάτος μικρόβια που διαθέτουν μεταβαλλόμενες δυνάμεις και μεθόδους να δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Δεν ξέρουμε ακόμη κατά πόσον βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέχρι να ενεργοποιηθούν από κάποια ακτίνα φωτός, της οποίας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί η ξεχωριστή και χαρακτηριστική ενέργεια. Μέχρι τώρα δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για το τι δημιούργησε ή προκάλεσε την πρωταρχική σπίθα της ζωής. Δε γνωρίζουμε τις μεθόδους της σύλληψης, τους νόμους που διέπουν τη μοριακή ή την εμβρυακή ανάπτυξη, τις τελικές επιδράσεις που ευθύνονται για τη γένεση. Χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα μαθαίνουμε, αλλά το τέλος είναι μακριά, πάρα πολύ μακριά. Μου φαίνεται πως είμαστε τώρα στο στάδιο αυτό της διανοητικής προόδου κατά το οποίο αρχίζουμε να επινοούμε τον ασυστηματοποίητο μηχανισμό για να κάνουμε ανακαλύψεις. Αργότερα, θα έχουμε αρκετές θεμελιώδεις αρχές για να μας βοηθήσουν στην ανάπτυξη του εξοπλισμού για την αληθινή μελέτη του βαθύτερου νοήματος των πραγμάτων. Τότε, ίσως φτάσουμε με την τελειοποίηση των μέσων στα αποτελέσματα που είχαν επιτύχει οι σοφοί του αρχαίου Νείλου, την εποχή ου ο Μαθουσάλας άρχιζε να καυχιέται για τον αριθμό των ετών που είχε ζήσει, ίσως ακόμη και την εποχή που τα δισέγγονα του Αδάμ είχαν φτάσει να βλέπουν το γεράκο ως «γεροξεκούτη», όπως λένε και οι υπερατλαντικοί μας φίλοι. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, οι άνθρωποι που επινόησαν την αστρονομία να μη χρησιμοποιούσαν τελικά εργαλεία εξαιρετικής ακρίβειας, να μην ήταν η εφαρμοσμένη οπτική μια λατρεία κάποιων ειδικών του Ιερατικού Κολεγίου των Θηβών. Οι Αιγύπτιοι ήταν κατά βάσιν ειδικοί. Είναι αλήθεια πως απ’ ό,τι μέχρι τώρα μπορούμε να κρίνουμε, η εμβέλεια των μελετών τους περιοριζόταν σε θέματα συνδεδεμένα με τους σκοπούς της διακυβέρνησης επί της γης ελέγχοντας όλα όσα άπτονται της ζωής και την παρακολουθούν. Αλλά μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι, μόνο δια γυμνού οφθαλμού, χωρίς τη βοήθεια φακών θαυμαστής ακρίβειας, η αστρονομία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ακμής που ο ακριβής προσανατολισμός των ναών, και των πυραμίδων, και των τάφων ακολουθούσε για τέσσερις χιλιάδες χρόνια την τροχιά των πλανητικών συστημάτων στο χώρο του διαστήματος; Αν θέλετε ένα παράδειγμα των γνώσεών τους στη μικροσκοπία, ας μου επιτραπεί να διακινδυνεύσω μια εικασία. Πως συνέβη και στην ιερογλυφική του γραφή το σύμβολο ή προσδιοριστικό της λέξης σάρκα «ασέτ» πήρε τη μορφή που η σημερινή επιστήμη, βασιζόμενη στις αποκαλύψεις του μικροσκοπίου ισχύος χιλίων μεγεθύνσεων, δίνει στο πρωτόπλασμα – και δη στη μονάδα εκείνη κάθε ζωντανού κυττάρου που έχει προσδιοριστεί ως μαστίγιο; Αν μπορούσαν να κάνουν αναλύσεις σαν αυτή, γιατί να μην έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο; Στην υπέροχη ατμόσφαιρά τους, όπου το ηλιακό φως, σκληρό και καθαρό, είναι ορατό αενάως κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπου η ξηρασία του εδάφους και του αέρα δίνει τέλεια διάθλαση, γιατί να μην έχουν μάθει μυστικά του φωτός που κρύβονται από τα μάτια μας στην πυκνή και ομιχλώδη ατμόσφαιρα του δικού μας βορρά; Μήπως δεν είναι δυνατόν να είχαν μάθει να αποθηκεύουν το φως όπως εμείς έχουμε μάθει να αποθηκεύουμε τον ηλεκτρισμό; Κι όχι μόνο αυτό. Είναι ακόμη πιθανόν να είχαν καταφέρει το εξής: Πρέπει να είχαν ένα είδος τεχνητού φωτός που το χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή και τη διακόσμηση των μεγάλων αυτών σπηλαίων που σκάλιζαν μέσα στο βράχο για να θάβουν εκεί τους νεκρούς τους. Διότι, κάποιες από αυτές τις σπηλιές, με τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τις στροφές, με τα αδιέξοδα περάσματα και τις αίθουσες, όλ’ αυτά σκαλισμένα και σμιλεμένα και ζωγραφισμένα με εκπληκτικές λεπτομέρειες, που μας προκαλούν κατάπληξη, πρέπει να πήραν χρόνια και χρόνια για να αποπερατωθούν. Και όμως, δεν έχουμε βρει στο εσωτερικό κανένα ίχνος καπνού, που ασφαλώς τα λυχνάρια ή οι πυρσοί θα είχαν αφήσει. Επίσης, αν ήξεραν να αποθηκεύουν το φως, δεν είναι πιθανό να είχαν κατανοήσει και να είχαν διαχωρίσει τα διαφορετικά συστατικά στοιχεία του; Και, αν αυτοί οι αρχαίοι άνθρωποι είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο, για όχι κι εμείς, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου; Θα δούμε! Θα δούμε!
Υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο οι πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης μπορούν να ρίξουν φως. Είναι, επί του παρόντος, μόνο μια φευγαλέα αναλαμπή. Μια αναλαμπή όμως ικανή να φωτίσει πιθανότητες μάλλον παρά την πραγματικότητα ή ακόμη και δυνατότητες. Οι ανακαλύψεις του ζεύγους Κιουρί και του Λαμπόρντ, του σερ Ουίλιαμ Κρουκς και του Μπεκερέλ μπορεί να μας φέρουν τα μεγαλεπήβολα αποτελέσματα που αναμένουμε από την έρευνα της αιγυπτιολογίας. Αυτό το καινούριο μέταλλο των αλκαλίων, το ράδιο – ή μάλλον το παλιό αυτό μέταλλο για το οποίο οι γνώσεις μας είναι καινούριες – μπορεί να ήταν γνωστό στους αρχαίους. Πράγματι μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι φαίνεται δυνατό στις μέρες μας. Αν και η Αίγυπτος δε θεωρείται χώρα στην οποία έχει ευρεθεί πισσουρανίτης, ορυκτό μόνον εντός του οποίου, απ’ ό,τι ξέρω, περιέχεται το ράδιο, και όμως, είναι πολύ πιθανό να υπάρχει ράδιο στην Αίγυπτο. Αυτή η χώρα έχει ίσως τους μεγαλύτερους όγκους γρανίτη που βρίσκονται πάνω στη γη και ο πισσουρανίτης αποτελεί φλέβα των γρανιτικών πετρωμάτων. Σε κανένα άλλο μέρος, σε καμιά άλλη εποχή, δεν εξορύχθηκαν τόσες ποσότητες γρανίτη όσες στην Αίγυπτο κατά τις πρώτες δυναστείες του παλαιού βασιλείου. Ποιος μπορεί να πει ότι δεν είχαν βρει μεγάλες φλέβες πισσουρανίτη κατά τη γιγαντιαία επιχείρηση εξόρυξης γρανίτη για τους κίονες των ναών ή τους ογκόλιθους των πυραμίδων; Αφού φλέβες πισσουρανίτη πολύ πλουσιότερες σε ποσότητα από αυτές των πρόσφατων ορυχείων μας στην Κορνουάλη ή τη Βοημία, τη Σαξονία ή την Ουγγαρία, την Τουρκία, το Κολοράδο μπορεί να είχαν βρει οι λατόμοι του Ασσουάν, της Τούρας, του Μακατάμ ή της Ελεφαντίνης.
Και πάλι, αν πάμε παραπέρα, είναι δυνατόν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα εκτεταμένα λατομεία γρανίτη, να είχαν βρεθεί όχι μονάχα φλέβες αλλά μάζες ή θύλακες πισσουρανίτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δύναμη, που θα είχαν στα χέρια τους αυτοί που ήξεραν πώς να τον χρησιμοποιήσουν, θα ήταν απεριόριστη. Η γνώση στην Αρχαία Αίγυπτο είχε κρατηθεί εντός του ιερατείου, ενώ στις απέραντες ιερατικές σχολές του υπήρχαν άνθρωποι μεγάλης μόρφωσης, άνθρωποι που ήξεραν πολύ καλά να εφαρμόζουν επ’ ωφελεία τους και στην επιθυμητή κατεύθυνση τις τρομερές δυνάμεις που είχαν τιθασεύσει. Και αν ο πισσουρανίτης δεν υπάρχει όντως στην Αίγυπτο, μεγάλο μέρος δεν θα είχε ελευθερωθεί από τη σταδιακή τριβή και τη φθορά των γρανιτικών βράχων; Ο χρόνος και οι καιρικές μεταβολές μετατρέπουν τελικά όλους τους βράχους σε σκόνη. Η ίδια η άμμος της ερήμου, κάτω από την οποία με την πάροδο των αιώνων θάφτηκαν σ’ αυτή τη χώρα κάποια από τα σπουδαιότερα μνημεία της ανθρώπινης διανόησης είναι η ζωντανή απόδειξη του γεγονότος αυτού. Αν, λοιπόν, η σχάση του ραδίου παράγει σωματίδια, όπως ισχυρίζονται οι επιστήμονες, τότε αυτά θα πρέπει να έχουν ελευθερωθεί από τη φυλακή του γρανίτη και να έχουν αφεθεί να δρουν στον αέρα. Μπορούμε λοιπόν να διακινδυνεύσουμε την πρόταση ότι η επιλογή του σκαραβαίου ως συμβόλου της ζωής δεν είναι εντελώς τυχαία αλλά έχει εμπειρική βάση. Μήπως δεν είναι πιθανόν οι κάνθαροι οι κοπροφάγοι να έχουν τη δύναμη ή το ένστικτο να προσκολλώνται σ’ αυτά τα μικροσκοπικά σωματίδια που εκπέμπουν θερμότητα, που εκπέμπουν φως – ίσως και ζωή – του ραδίου και να τα ενσωματώνουν με τα αβγά τους στους σβόλους κοπριάς που πλάθουν τόσο επιμελώς και από τους οποίους έχουν πάρει το λατινικό τους όνομα pilulariae ( λέξη pila σημαίνει σβόλος): Στα δισεκατομμύρια τόνων της άγονης ερήμου υπάρχουν βεβαίως μείγματα διαφόρων προσμείξεων χώματος και βράχων και μετάλλων της γεωλογικής ζώνης τους, με καθένα από τα οποία η φύση προσαρμόζει τις έμβιες οντότητες ώστε ν’ ανθίζουν πάνω σ’ αυτές που δεν έχουν ζωή.
Οι ταξιδευτές μας λένε πως το γυαλί, αν αφεθεί σε τροπικές ερήμους, αλλάζει χρώμα και χάνει τη φωτεινότητά του κάτω από τον καυτό ήλιο, όπως ακριβώς γίνεται αν εκτεθεί στις ακτίνες του ραδίου. Αυτό μήπως δεν υπονοεί κάποια ομοιότητα ανάμεσα στις δύο αυτές πηγές ενέργειας που δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί;
Αυτή η επιστημονική ή ημι-επιστημονική συζήτηση με καθησύχασε. Απομάκρυνε το μυαλό μου από τις μαύρες σκέψεις των απόκρυφων μυστηρίων και το οδήγησε στα θαύματα της φύσης.


Bram Stoker
ΤΟ ΚΟΣΜΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΑΣΤΕΡΙΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΟΛΑΝΔΑ ΔΑΛΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2003

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Τα βάσανα της εξουσίας - William Shakespeare


ΕΡΡΙΚΟΣ
...Όλα τα φορτώνουνε στον βασιλιά! Λένε, «Η ζωή μου, η ψυχή μου,
τα χρέη μου, η δυστυχία της γυναίκας μου, τα παιδιά μου,
τα κρίματά μου: όλα πάνω στον βασιλιά!» Εγώ κι οι όμοιοί μου
πρέπει να τα φορτωνόμαστε όλα. Ω σκληρό καθήκον, αδέρφι
δίδυμο του βασιλικού μεγαλείου, κρίνεσαι από τις κουβέντες
κάθε ανόητου που νιώθει μόνο τον πόνο τον δικό του. Πόση
ψυχική αγαλλίαση που απολαμβάνουν οι κοινοί πολίτες
είναι αναγκασμένοι να στερούνται οι ηγεμόνες! Και τι παραπάνω
έχουν οι βασιλιάδες που να μην το έχουν οι κοινοί πολίτες,
εκτός από το κύρος που τους προσφέρει η θέση τους; Τι είδους
θεός είσ' εσύ που έχεις περισσότερα καθημερινά βάσανα από αυτούς
που σε λατρεύουν; Ποιο είναι τ' όφελός σου και ποιο το κέρδος σου;
Ω υψηλό αξίωμα, δείξε μου την αξία σου! Ποια είναι η αληθινή αξία
της λατρείας που σου δείχνουν; Τι άλλο είσαι βασιλιά εκτός από θέση,
αξίωμα και τύπος, και όλ' αυτά που φέρνουνε δέος και φόβο μέγα
στους ανθρώπους, ενόσω είσαι πιο δυστυχισμένος, εσύ που φοβούνται
από εκείνους που τους προκαλείς το φόβο; Μήπως δεν πίνεις
πιο συχνά το δηλητήριο της κολακείας αντί για το γλυκό πιοτό
του σεβασμού; Ω, τόλμα ν' αρρωστήσεις, μεγαλοπρεπέστατη εσύ
εξουσία και ζήτα από το αξίωμά σου να σε γιατρέψει! Νομίζεις
πως η φλόγα του πυρετού θα φύγει με τους τίτλους που φουσκώνει
η κολακεία; Υποχωρεί ποτέ ο πυρετός με γονυκλισίες και υποκλίσεις;
Μπορείς τόσο εύκολα όσο προστάζεις το γόνατο του επαίτη
να λυγίσει, να το διατάξεις να γιατρευτεί; Όχι, όνειρο υπερφίαλο,
που τόσο πανούργα παίζεις με την ανάπαυση του ηγεμόνα! Εγώ
είμαι βασιλιάς που ξέρω καλά τα κόλπα σου. Ξέρω πως ούτε
το βασιλικό χρίσμα, ούτε το σκήπτρο και η σφαίρα, το σπαθί,
η ράβδος, το αυτοκρατορικό στέμμα, η κεντημένη με χρυσάφια
και μαργαριτάρια στολή, οι πολυάριθμοι τίτλοι που συνωθούνται
μπροστά από τ' όνομα του ηγεμόνα, ο θρόνος όπου κάθεται,
η πλημμυρίδα της πομπής που φτάνει ως τις απώτατες ακτές
του κόσμου ετούτου, τίποτα απ' αυτά, μαζί με τις φαντασμαγορικές
τελετές, τίποτα απ' αυτά κι όλα μαζί αν τ' ακουμπήσεις στο κρεβάτι
του βασιλιά δεν μπορεί να του προσφέρει την αγαλλίαση του ύπνου
που απολαμβάνει ο τρισάθλιος δούλος που με κορμί χορτάτο
με ξερό ψωμί, αλλά με σκέψη ανάλαφρη, πέφτει για να ξεκουραστεί.
Για τον δούλο η νύχτα δεν είναι ποτέ φριχτή, δεν είναι γέννημα
της κόλασης, γιατί ο δούλος, απ' την ανατολή ως τη δύση, ιδρώνει
κάτω από το μάτι του Φοίβου κι όλη τη νύχτα αναπαύεται
στα Ηλύσια Πεδία. Και την αυγή σηκώνεται για να βοηθήσει
τον Υπερίωνα να ζέψει τ' άλογά του: αυτό κάνει κάθε μέρα
και κάθε χρόνο ο δούλος που εργάζεται για να επιβιώσει
ως τον τάφο του. Λοιπόν, αν εξαιρέσουμε το αξίωμα, εκείνος
ο τρισάθλιος ζει τις ημέρες του καλύτερα και είναι στην ουσία ανώτερος
από τον βασιλιά. Ο δούλος, όταν ζει σε χώρα με ειρήνη,
την απολαμβάνει και το χοντροκέφαλό του δεν μπορεί να καταλάβει
πόσα ξενύχτια περνάει ο βασιλιάς για να διατηρήσει την ειρήνη αυτή,
απ' την οποία ο άξεστος είναι αυτός που έχει το πιο μεγάλο όφελος.



William Shakespeare
ΕΡΡΙΚΟΣ Ο Ε'
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 2006

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΤΑ SPREADS ΚΑΤ' ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ – ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ


Αυτό δεν θέλει παλικαριά
θέλει συναίνεση θέλει
ένα ναι βροντερό και ένα όχι
ψιθυριστό από αυτί σε αυτί

διαδίδεται το απαίσιο νέο:
είμαστε γυμνοσάλιαγκες
εκτεθειμένοι – στα σαρκο-
βόρα φυτά – στα φανερά αίσχη

στους αδήλωτους έρωτες
στ' αποχωρητήρια των
μεγάλων εταιρειών ανάμεσα
σε είδη τελείως ξένα και άσχετα

καθώς κουνούπια ή μυρμήγκια
με ελέφαντες ή ιπποπόταμους
να ένας αυστραλοπίθηκος αφαρένσις
που ακόμα ζει ανάμεσά μας

σήμερα το πρωί τον ή την
είδα – το φύλο ανεξιχνίαστο –
να ψωνίζει στο σούπερ μάρκετ
ένα κουβάρι κόκκινη κλωστή

να πλέξει κάλτσες και καλτσάκια
για τους πλημμυροπαθείς ενοίκους
που έγραψαν στο χάρτινο στητό
τραπεζομάντηλο το ποίημα αυτό

Αθήνα 21 Απριλίου 2010


ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
ΠΙΚΡΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2013