Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Η ξενιτεμένη – Κωστής Παλαμάς


Ἐλθέ, μάκαιρα θεά, μάλ’ ἐπήρατον εἶδος ἔχουσα,
Ψυχῇ γάρ σε καλῶ σεμνῇ, ἁγίοισι λόγοισι.
(Έλα, θεά μακαριστή και τρισχαριτωμένη,
Σε κράζω με ψυχή σεμνή, σε κράζω με άγια λόγια!)
Ορφικός Ύμνος εις Αφροδίτην

Σ’ ένα παλάτι αρχοντικό στον ξακουσμένο τόπο
ξενιτεμένη βρίσκεται κι άφταρτη βασιλεύει 
μαρμαρογέννητη θεά, της Μήλος η Αφροδίτη. 
Από μπροστά της ο Καιρός περνάει, δεν την αγγίζει, 
τα μάτια της δε δέχονται το φως από τον ήλιο, 
και λάμπουν όλα γύρω της απ’ τη δική της λάμψη· 
τα μάτια της αδάκρυτα σ’ άλλους τα δάκρυα φέρνουν, 
τα στήθη της αμάραντα καρδιόχτυπο δεν έχουν, 
όμως ραγίζουν τις καρδιές, τα γόνατα λυγίζουν· 
τα χείλη της αγέλαστα τους πονηρούς φοβίζουν, 
και τα κομμένα χέρια της βαθιά οι καρδιές τα νιώθουν 
να ξεριζώνουν στοχασμούς ανάξιους, φαύλα πάθη· 
και το παλάτ’ είν’ εκκλησιά που αντί βωμούς και εικόνες 
κρατεί τον ίδιο το θεό μέσα φανερωμένο, 
κι όλο από Νότο και Βοριά κι Ανατολή και Δύση 
μπροστά της κόσμος σέρνεται για να την προσκυνήσει. 
Μια μέρα απ’ της Ελλάδας του τα γαλανά ακρογιάλια 
πρόβαλεν ένας Ποιητής στο αρχοντικό παλάτι 
και ξαγναντεύει τη θεά κι εμπρός της γονατίζει 
και σμίγει παρακαλεστά τα χέρια του και λέει:

-Δέσποινα μεγαλόχαρη σε μακρυσμένες χώρες, 
στα χώματα της ξενιτιάς Κυρά μαρμαρωμένη, 
βασίλισσα που κυβερνάς άλλα βασίλεια τώρα, 
θεά που ζεις αθάνατη μακριά απ’ τον Όλυμπό σου! 
Απ’ των Κυθήρων τα νερά κι απ’ τους αφρούς της Κύπρος 
κι από τον καθαρότατον αέρα της Αθήνας 
κι από τ’ Αργίτικα βουνά κι απ’ της Ηλείας τους κάμπους 
κι από την ηλιοφώτιστην Ελλάδα, απ’ την πατρίδα 
σου φέρνω ένα παράπονο και το σκορπώ απ’ τα βάθη 
της φλογισμένης μου καρδιάς γονατιστός μπροστά σου. 
Μάρμαρο αθάνατον, οπού σφιχτά σε περιχύνει 
τόση ζωή και δύναμη και όση ποτέ δεν έχει 
το ευκολοσύντριφτο κορμί λιγόζωου του ανθρώπου, 
θεά, τέτοιο παράπονο μην το καταφρονέσεις, 
κι α δεν τ’ ακούς να χύνεται στου Πλάτωνα τη γλώσσα 
κι α δε μετράει τα λόγια του Ομηρική αρμονία. 
Ήρθανε χρόνια δίσεχτα, τα Ομηρικά τραγούδια 
σώπασαν πια, βουβάθηκαν οι Πλάτωνες για πάντα, 
και των βουνών σου οι μέλισσες μακριά σε ξένα χείλη 
το παραιτούν το μέλι τους, και οι ποιητές που τώρα 
με τα συντρίμμια απόμειναν στην έρημην Ελλάδα 
μιλούν γλώσσ’ ανυπόταχτη, λαχταριστή, θρεμμένη 
με των ελληνικών βουνών τον πάναγνον αέρα, 
αλλά γλυκιά και γνώριμη στα θεϊκά τ’ αφτιά σου, 
γιατ’ είναι γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας! 
Τώρα τα λόγια μου άσχημα κι αν σου φανούν και κρύα, 
κι άψυχο το παράπονο, μη με καταφρονέσεις· 
όλα μπροστά σου είν’ άψυχα, κι αυτά κι ο κόσμος όλος, 
μπροστά σου ακόμα κι οι θεοί, παλιοί και νέοι και όλοι, 
δείχνονται σα φαντάσματα που νόημα δεν έχουν. 
Κι αν κρύβει ο κόσμος λεβεντιά και νιότη αν κρύβει ακόμα, 
είναι γιατί δεν έχασε τη χάρη να σε νιώθει 
και να θαμπώνεται από σε και να σε προσκυνάει!

Αυγή, στου κόσμου την αυγήν επρωτοφανερώθης! 
Εσ’ είσαι αλάθευτη θεά κι ανίκητη παρθένα, 
εσύ και δε γεννήθηκες από κοιλιά μητέρας 
και τ’ αστροστέφανου ουρανού κόρη μονάκριβ’ είσαι. 
Αμόλυντη κι ατέλειωτη καθώς εκείνος, μένεις 
ψηλότερ’ από τις χαρές, ψηλότερ’ απ’ τις λύπες. 
Ποτέ, ποτέ δε σ’ άγγιξαν του κόσμου οι αμαρτίες. 
Άξιο του Άρη ταίριασμα, κι όχι ερωμένη χαύνη, 
βροντολογούσαν άρματα στα θεία σου στήθη επάνω, 
κι εκείνοι που σε λάτρευαν ένιωθαν την καρδιά τους 
πιο αντρειωμένα να χτυπά, και τ’ άσπρα περιστέρια 
παρθένες τα ’φερναν σ’ εσέ, κι οι νικητές του κόσμου, 
ορκίζονταν οι Καίσαρες στο μέγα τ’ όνομά σου. 
Μα ήρθανε χρόνια δίσεχτα, κι ανήμπορος ο κόσμος 
σέρνεται στον κατήφορο, ξεφαντωτής, και πέφτει 
και τυφλωμένα πίστεψε το πως κι εσύ του μοιάζεις, 
και σε φαντάστηκε τρελή μητέρα που τα πάθη 
μικρά, τυφλά κι ακράτητα γεννάς μες στις καρδιές μας 
και σε κατέβασε, θεά, κι εσένα ο Πραξιτέλης 
απ’ τ’ άγια τ’ άστρα εκεί ψηλά στην ομορφιά της Φρύνης! 
Τότε κι εσύ, περήφανη, η καταφρονεμένη 
από ένα κόσμον άμυαλον, όμως μητέρα πάντα, 
αντί να σιχαθείς τη γη, και παιδεμούς να στείλεις, 
της γης τα σπλάχνα τ’ άνοιξες και κρύφτηκες κι εχάθης. 
Έτσι απ’ τα ύψη τ’ ουρανού με στοχασμού γοργάδα 
ο θυμωμένος κεραυνός τρυπάει τη γη και πάει.

Χιλιάδες χρόνια πέρασαν για να φανείς και πάλι! 
Ω! δόξα να ’χει τ’ άγνωστο λισγάρι του χωριάτη 
που κύλισε του τάφου σου την πέτρα κι αναστήθης! 
Κι είδες τον κόσμο αλλιώτικο, και την Ελλάδαν άλλη 
και ξένη την Ανατολή και βάρβαρη τη γη σου, 
και σα να μην τη γνώρισες, διάβηκες προς τη Δύση!

Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης! 
Ό,τι κι αν είσαι, δύναμη, βασίλισσα, όνειρο, ίσκιος, 
θεά της ομορφιάς, πηγή της αρετής, ω Νίκη, 
γύρισε πάλι, ω! γύρισε στα μέρη που εγεννήθης. 
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, κι ακόμα σε προσμένει 
σα νά ηταν χτες που σ’ έχασε, χλωμός, ξεψυχισμένος, 
στα πορφυρά του σάβανα, στ’ ανθόπλεχτο κλινάρι 
ο λυγερός σου ο Άδωνις, ο μοσχαναθρεμμένος. 

Μοσχοβολούν τριγύρω του σε κρυσταλλένιες γάστρες 
κάθε λογής άνθη, καρποί, και φύλλα και κλωνάρια, 
σε καλαθάκια ολάργυρα τα μήλα ευωδιάζουν, 
κι ανθούνε του δακρύου σου βλαστάρια κι οι ανεμώνες, 
και βαλσαμώνουν μυρουδιές απ’ τη Συρία και κάνουν 
τον ύπνο σου γλυκύτατο στο νεκροκρέβατό του 
κι η χλόη σιμά στα πόδια του φυτρώνει βελουδένια 
και πλέκουν αποπάνω του τα δέντρα πυκνούς ίσκιους, 
χαϊδευτικά τού γλείφουνε τα χέρια του τ’ αγρίμια, 
και φτερουγιάζουν οι έρωτες από ένα δέντρο σ’ άλλο, 
και σαν αηδόνια κελαηδούν, σαν πεταλούδες παίζουν, 
και τρέχει ακόμα διάφανο ξανθό το θείο του αίμα, 
κι από την κάθε στάλα του φυτρώνει κι ένα ρόδο. 
Όμως κανείς, ούτε δεντρά κι αηδόνια και λουλούδια, 
ούτε χορτάρια πράσινα και μήλ’ αφροπλασμένα, 
ούτε ξανθόφτεροι έρωτες κι ανήμερα θηρία, 
ούτε χρυσά στολίσματα και δώρα ελεφαντένια, 
ούτε ουράνια κι ουδέ γη κι ουδέ θεός κανένας 
καμιά δεν έχουν δύναμη να τον νεκραναστήσουν 
τον Άδωνι το λυγερό το μοσχαναθρεμμένο· 
κι εσύ μονάχα, εσύ, θεά, τα Τάρταρα προστάζεις 
νικάς τον Άδη, στη ζωή γυρίζεις τον καλό σου!… 
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης! 
Ο λυγερός σου ο Άδωνις άλλαξε τ’ όνομά του. 
Γιά ιδές! παρόμοια σαν αυτόν σε καρτερεί, νομίζεις, 
νεκρή βασίλισσα η Ελλάς, νεκρή και ξαπλωμένη 
σα σε κρεβάτι ολόχρυσο στη γη της την πανώρια· 
και γύρω της μοσχοβολά και λάμπ’ η φύσις, ίδια, 
φωτοχυμένη, πλούσια, φωλιά για ερωτεμένους, 
τον ύπνο της πολύπαθης γλυκαίνει, ναναρίζει, 
σκορπίζει χάιδια μητρικά, χίλια τραγούδια λέει, 
μα πια δεν έχει δύναμη να της φωνάξει: Σήκω! 
Γύρισε πάλι, ω! γύρισε να τη νεκραναστήσεις! 
Σε καρτερούν τα Κύθηρα κι η Πάφος σου κι η Αθήνα, 
η Σπάρτ’ η ανυπόταχτη, το φημισμένο το Άργος, 
θεά, στον Ακροκόρινθο σε καρτερούν, και πέρα 
στ’ αγαπημένα σου βουνά, στις ακριβές σου χώρες… 
Σε καρτερούν; ω! τί γλυκιά της φαντασίας απάτη!… 
Είναι χαμένη η πίστη σου, χαλάσματα οι ναοί σου, 
και τα χλωρά στεφάνια σου μαραίνονται σε ξένα 
χέρια, τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα,  
κι όπου έστεκαν παλάτια σου χρυσομαρμαρωμένα, 
γυρνούν αγρίμια, όρνια πετούν, πατούν βαρβάρων πόδια.

Αλλά κι αν χάθ’ η πίστη σου και αν πάνε κι οι ναοί σου, 
κάμε, θεά, το θάμα σου, και πλάσε τις καρδιές μας 
αγνές, διπλοθεμέλιωτες, άφταρτες εκκλησιές σου. 
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης, 
άστρο της νιότης, πρόβαλε, ξανάνιωσέ μας πάλι. 
Εσύ που μες στα σωθικά πόθους, φωτιές ανάφτεις, 
άναψε μες στα σπλάχνα μας φλόγες, βαθιές αγάπες, 
και σπείρε μας τη δύναμη για τα μεγάλα τα έργα! 
Κι όπως οι Καίσαρες, προτού να πολεμήσουν, είχαν 
σημάδι νίκης κι έκραζαν το ιερό όνομά σου, 
κάμε να ξανανθίσουμε και να φανούμε πάλι 
ανίκητοι με τ’ όνομα στα χείλη το δικό σου. 
Εσύ που διώχνεις το βοριά και σβεις τ’ αστροπελέκι 
και τη γαλήνη γαλανή στα πέλαγα στυλώνεις, 
διώξε τις έχθρες από μας, τα πρόστυχα τα πάθη, 
κράτα τους νιους αμόλυντους, του γέρους τιμημένους, 
κι εσύ που στέλνεις μαλακό το αγέρι στο καράβι 
κι ίσα το σπρώχνει, ολόισα, με τα πανιά απλωμένα, 
μακριά από ξέρες και κακά, στο ποθητό λιμάνι, 
διώξε κι απ’ της πατρίδας μας τριγύρω το καράβι 
τ’ αχόρταγα τα κύματα, τη μαύρη ανεμοζάλη, 
κι ίσα κι ολόισα σπρώξε το με τα πανιά απλωμένα 
μακριά από ξέρες και κακά, στης Δόξας το λιμάνι!

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

ΑΡΧΑΙΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ – Eliphas Levi

Μεταφρασμένο από τα εβραϊκά από τον Ελιφάς Λεβί
Θα σου δώσω τώρα το Κλειδί του Βασιλείου των Πνευμάτων.
Το Κλειδί αυτό θα είναι το ίδιο μ' εκείνο των μυστηριωδών αριθμών της Γιετζιρά(α).
Τα Πνεύματα κυβερνώνται από τη φυσική και παγκόσμια ιεραρχία των πραγμάτων.
Τρία διοικούν τρία διά μέσου του Τρία.
Υπάρχουν τα Πνεύματα του επάνω, εκείνα του κάτω κι εκείνα του Κέντρου. Μετά αν αντιστρέψεις την Ιερή Σκάλα, αν κατέβεις αντί ν' ανέβεις, θ' ανακαλύψεις την αντιιεραρχία των Κελύφων ή των νεκρών Πνευμάτων.
Να θυμάσαι μόνο ότι οι Ηγεμονίες του ουρανού, οι Αρε­τές και οι Δυνάμεις δεν είναι πρόσωπα αλλά αξιώματα.
Είναι οι βαθμίδες της Ιερής Σκάλας πάνω στην οποία τα Πνεύματα ανεβαίνουν και κατεβαίνουν.
Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ραφαήλ και άλλοι δεν είναι ονόματα αλλά τίτλοι.
Ο πρώτος από τους αριθμούς είναι η Μονάδα.
Η πρώτη από τις θείες συλλήψεις που καλούνται Σεφιρώθ είναι η Κεθέρ ή το Στέμμα.
Η πρώτη κατηγορία Πνευμάτων είναι οι ΧΑΪΟΘ ΧΑ-ΚΑΔΕΣ ή οι Διάνοιες του θείου Τετραγράμματου, τα γράμματα του οποίου συμβολίζονται με τα μυστηριώδη ζώα στην προφητεία του Ιεζεκιήλ.
Η εξουσία τους είναι η μονάδα και η σύνθεση. Αντιστοι­χούν στη διάνοια.
Έχουν αντιπάλους τους Θαμιήλ ή Δικέφαλους, τους Δαί­μονες της εξέγερσης και της αναρχίας, των οποίων οι δύο αρχηγοί, πάντα σε πόλεμο μεταξύ τους, είναι ο Σατάν και ο Μολόχ.
Ο δεύτερος αριθμός είναι το δύο- η δεύτερη Σεφιρά είναι η Χόκμα ή Σοφία.
Τα Πνεύματα της Σοφίας είναι οι ΑΟΥΦΑΝΙΜ, ένα Όνομα που σημαίνει τους τροχούς, επειδή όλα ενεργούν στον ου­ρανό σαν πελώριοι τροχοί στολισμένοι με τ' άστρα. Η εξου­σία τους είναι η αρμονία. Αντιστοιχούν στη Λογική.
Έχουν αντιπάλους τους Χατιδιγίλ ή τα Κελύφη τα οποία προσκολλώνται σε υλικές και πλανερές εμφανίσεις. Ο αρ­χηγός τους, ή μάλλον ο οδηγός τους, αφού τα κακά Πνεύμα­τα δεν υπακούουν σε κανένα, είναι ο Βελζεβούβ, που το όνομα του σημαίνει ο Θεός των Μυγών, επειδή οι μύγες μαζεύονται στα σαπισμένα πτώματα.
Ο τρίτος αριθμός είναι το τρία. Η τρίτη Σεφιρά είναι η Μπίνα ή Κατανόηση.
Τα Πνεύματα της Μπίνα είναι οι ΑΡΑΛΙΜ ή οι Ισχυροί.
Η εξουσία τους είναι η δημιουργία ιδεών αντιστοιχούν στη δραστηριότητα και στην ενέργεια της σκέψης.
Έχουν αντιπάλους τους Σαταριήλ ή κρυμμένους, τους Δαίμονες του παραλογισμού, της νοητικής αδράνειας και του μυστηρίου. Ο αρχηγός τους είναι ο Λουσιφούγκε, που λανθασμένα και αντιφραστικά καλείται Λούσιφερ(1) (όπως οι Ευμενίδες, που είναι οι Ερινύες, αποκαλούνται από τουςΈλληνες σεμνές).
Ο τέταρτος αριθμός είναι το τέσσερα. Η τέταρτη Σεφιρά είναι η Γκεδουλά ή Χέσεδ, Μεγαλοπρέπεια ή Έλεος.
Τα Πνεύματα της Γκεδουλά είναι οι ΧΑΣΜΑΛΙΜ ή Φωτει­νοί. Η εξουσία τους είναι η αγαθοεργία - αντιστοιχούν στη φαντασία.
Έχουν αντιπάλους τους Γαμχικόθ ή Ταραξίες Ψυχών.
Ο αρχηγός ή οδηγός αυτών των Δαιμόνων είναι η Ασταρόθ ή Αστάρτη, η μιαρή Αφροδίτη των Σύρων, που την απεικόνι­ζαν με το κεφάλι ενός γαϊδάρου ή ταύρου και με στήθη γυναίκας.
Ο πέμπτος αριθμός είναι το πέντε. Η πέμπτη Σεφιρά είναι η Γκεμπουρά ή Δικαιοσύνη.
Τα Πνεύματα της Γκεμπουρά είναι τα ΣΕΡΑΦΙΜ ή Πνεύμα­ τα του φλογερού ζήλου. Η εξουσία τους είναι η τιμωρία των ανομιών. Αντιστοιχούν στην ιδιότητα της σύγκρισης και της εκλογής.
Έχουν αντιπάλους τους Γκόλαμπ ή υποκινητές, κακά Πνεύματα της οργής και της ανταρσίας με αρχηγό τους τον Ασμοδαίο, τον οποίον αποκαλούν επίσης Σαμαήλ ο Μαύρος.
Ο έκτος αριθμός είναι το έξι. Η έκτη Σεφιρά είναι η Τιφερέθ, η Υπέρτατη Ομορφιά.
Τα Πνεύματα της Τιφερέθ είναι οι ΜΑΛΑΧΙΜ ή οι Βασιλείς.
Η εξουσία τους είναι η παγκόσμια αρμονία. Αντιστοιχούν στην κρίση.
Έχουν αντιπάλους τους Ταγκαριρίμ ή Αμφισβητίες, αρ­χηγός των οποίων είναι ο Μπελφεγκόρ.
Ο έβδομος αριθμός είναι το επτά. Η έβδομη Σεφιρά είναι η Νέτζα, η Νίκη.
Τα Πνεύματα της Νέτζα είναι οι ΕΛΟΧΙΜ ή οι Θεοί, δηλα­δή οι αντιπρόσωποι του Θεού. Η εξουσία τους είναι η πρόο­δος και η ζωή· αντιστοιχούν στην ευαισθησία.
Έχουν αντιπάλους τους Χαράμπ - Σεραπήλ ή Κόρακες του Θανάτου, με αρχηγό τους τον Βάαλ.
Ο όγδοος αριθμός είναι το οκτώ. Η όγδοη Σεφιρά είναι η Χοδ ή αιώνια τάξη.
Τα Πνεύματα της Χοδ είναι οι ΜΠΕΝΙ ΕΛΟΧΙΜ ή Γιοι των Θεών. Η εξουσία τους είναι η τάξη· αντιστοιχούν στην εσω­τερική αίσθηση.
Έχουν αντιπάλους τους Σαμαήλ ή ξεγελαστές, με αρχη­γό τους τον Αδραμελέχ.
Ο ένατος αριθμός είναι το εννιά. Η ένατη Σεφιρά είναι η Γιεσόδ ή το θεμέλιο.
Τα Πνεύματα της Γιεσόδ είναι τα ΧΕΡΟΥΒΙΜ ή Άγγελοι, οι δυνάμεις των οποίων γονιμοποιούν τη γη και που στον εβραϊκό συμβολισμό παριστάνονται με μορφή ταύρων. Η εξουσία τους είναι η γονιμότητα. Αντιστοιχούν στις ιδέες της αλήθειας.
Έχουν αντιπάλους τους Γαμαλιήλ ή ανήθικους, βασίλισ­σα των οποίων είναι η Λίλιθ ή δαιμόνισσα των οργίων.
Ο δέκατος αριθμός είναι το δέκα. Η δέκατη Σεφιρά είναι η Μαλκούθ ή το βασίλειο των Μορφών.
Τα Πνεύματα της Μαλκούθ είναι οι ΙΣΙΜ ή οι ρωμαλέοι - είναι οι ψυχές των Αγίων, αρχηγός των οποίων είναι ο Μωυσής. (Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ μιλάει ο Σολομών. — Ελιφάς Λεβί).
Έχουν αντιπάλους τους μοχθηρούς που υπακούουν στη Ναχεμά, τη δαιμόνισσα της μιαρότητας.
Οι μοχθηροί συμβολίζονται με τα πέντε καταραμένα έθνη που ήθελε να καταστρέψει ο Ιησούς του Ναυή.
Ο Ιησούς, ο Σωτήρας, είναι ένα σύμβολο του Μεσσία.
Το Όνομά του σχηματίζεται από τα γράμματα του θείου Τετραγράμματου, αλλαγμένα μέσα στο Πεντάγραμμο με την προσθήκη του γράμματος Σιν.
Κάθε γράμμα σ' αυτό το Πεντάγραμμο αντιπροσωπεύει μια δύναμη του καλού χτυπημένη από τα πέντε καταραμένα έθνη.
Γιατί η αληθινή ιστορία του λαού του Θεού είναι ο αλλη­γορικός μύθος της Ανθρωπότητας.
Τα πέντε καταραμένα έθνη είναι:
1. Οι Αμαλεκίτες ή Επιδρομείς.
2. Οι Γκεμπουρίμ ή Βίαιοι.
3. Οι Ραφαίμ ή Δειλοί.
4. Οι Νεφιλίμ ή Φιλήδονοι.
5. Οι Ανακίμ ή Αναρχικοί.
Οι Αναρχικοί νικώνται από το Γιόδ, που είναι το σκήπτρο του Πατέρα.
Οι Βίαιοι νικώνται από το Χε, που είναι η ευγένεια της μητέρας.
Οι δειλοί νικώνται από το Βαύ, που είναι το ξίφος του Μιχαήλ και η γέννηση μέσα από τον πόνο.
Οι Φιλήδονοι νικώνται από το δεύτερο Χε, που είναι ο οδυνηρός τοκετός της μητέρας.
Τέλος, οι Επιδρομείς νικώνται από το Σιν, που είναι η φωτιά του Κυρίου και ο εξισορροπητικός Νόμος της Δι­καιοσύνης.
Οι πρίγκιπες των διεστραμμένων Πνευμάτων είναι οι ψεύτικοι θεοί τους οποίους λατρεύουν.
Η Κόλαση δεν κυβερνάται παρά μόνο απ' αυτόν το μοι­ραίο νόμο ο οποίος τιμωρεί τη διαστροφή και διορθώνει το λάθος, γιατί οι ψεύτικοι θεοί υπάρχουν μόνο μέσα στην πλάνη των οπαδών τους.
Ο Βάαλ, ο Μπελφεγκόρ, ο Μολόχ, ο Αδραμελέχ ήταν τα είδωλα των Συρίων είδωλα χωρίς ψυχή, είδωλα που έχουν καταστραφεί πια και που μόνο τ' όνομά τους πα­ραμένει.
Ο αληθινός Θεός νίκησε όλους τους δαίμονες και η αλή­θεια θριάμβευσε πάνω στην πλάνη. Έτσι οι πόλεμοι του Μιχαήλ ενάντια στον Σατάν είναι τα σύμβολα της κίνησης και της προόδου των Πνευμάτων.
Ο Διάβολος είναι πάντα ένας θεός της άρνησης.
Οι επικυρωμένες ειδωλολατρείες είναι θρησκείες στην εποχή τους.
Οι απαρχαιωμένες ειδωλολατρείες είναι δεισιδαιμονίες και ιεροσυλίες.
Το Πάνθεον των Φαντασμάτων είναι ο ουρανός του αμαθούς.
Το Δοχείο των Φαντασμάτων είναι η Κόλαση.
Όμως όλα αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία του όχλου.
Για τον σοφό ουρανός είναι η υπέρτατη Λογική και κόλα­ση είναι η τρέλα.
Αλλά πρέπει εδώ να κατανοηθεί ότι χρησιμοποιούμε τη λέξη ουρανός με τη μυστική έννοια, σ' αντίθεση με τη λέξη Κόλαση.
Για να καλέσει κανείς τα φαντάσματα αρκεί να μεθύσει ή να φτάσει στο επίπεδο της τρέλας· γιατί τα φαντάσματα είναι πάντα οι σύντροφοι της μέθης και του ίλιγγου.
Ο φώσφορος της φαντασίας, όταν παραδίδεται σ' όλα τα καπρίτσια νεύρων υπερερεθισμένων και νοσηρών, γεμί­ζει με Τέρατα και παράλογα οράματα.
Μπορούμε ακόμη να φτάσουμε στις παραισθήσεις, ανα­κατεύοντας μαζί τον ύπνο και τον ξύπνιο με τη χρήση ναρ­κωτικών αλλά τέτοιες ενέργειες είναι εγκλήματα ενάντιαστη φύση.
Η σοφία διώχνει μακριά τα φαντάσματα και μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τα ανώτερα Πνεύματα μέσα από το διαλογισμό των Νόμων της Φύσης και τη μελέτη των ιερών αριθμών.
(Εδώ ο βασιλιάς Σολομών απευθύνεται στο γιο του Ροβοάμ).
Να θυμάσαι, γιε μου Ροβοάμ, ότι ο φόβος του Κυρίου είναι η αρχή της Σοφίας.
Φυλάξου μακριά από εκείνους που δεν έχουν το φόβο του Κυρίου όταν θα φορέσεις το στέμμα σου.
Μάθε να θριαμβεύεις πάνω στο φόβο με τη σοφία, και τα Πνεύματα θα κατεβούν από τον ουρανό για να σε υπηρε­τήσουν.
Εγώ ο Σολομών, ο πατέρας σου, Βασιλεύς του Ισραήλ και της Παλμύρας, ζήτησα και έλαβα στο σύνολό της την ιερή Χόκμα, δηλαδή τη Σοφία του Κυρίου.
Και έγινα βασιλεύς των Πνευμάτων του ουρανού και της γης, εξουσιαστής των κατοίκων του αέρα και των ζωντανών ψυχών της θάλασσας, επειδή κατείχα το Κλειδί των κρυμμέ­νων πυλών του φωτός.
Έκανα μεγάλα πράγματα με την αρετή των Σχήμα Χαμφοράς και των τριάντα δύο μονοπατιών της Γιετζιρά.
Αριθμός, βάρος και μέτρο καθορίζουν τη μορφή των πραγμάτων η ουσία είναι μία και ο Θεός τη διαπλάθει αιώνια.
Ευτυχισμένος αυτός που κατανοεί τα γράμματα και τους αριθμούς.
Τα γράμματα προέρχονται από τους αριθμούς και οι αριθ­μοί από τις ιδέες και οι ιδέες από τις δυνάμεις και οι δυνά­μεις από τους Ελοχίμ. Η σύνθεση των Ελοχίμ είναι το Σχήμα.
Το Σχήμα είναι ένα, οι στήλες του είναι δύο, η δύναμή του είναι τρία, η μορφή του είναι τέσσερα, η αντανάκλασή του δίνει οκτώ, το οποίο πολλαπλασιασμένο με το τρία σου δίνει τους είκοσι τέσσερις θρόνους της Σοφίας.
Πάνω σε κάθε θρόνο βρίσκεται ένα στέμμα με τρεις ακτί­νες, κάθε ακτίνα φέρει ένα όνομα, κάθε όνομα είναι μια απόλυτη ιδέα. Υπάρχουν εβδομήντα δύο ονόματα(2) πάνω στα είκοσι τέσσερα στέμματα του Σχήματος.
Θα γράψεις αυτά τα ονόματα πάνω σε τριάντα έξι εμβλή­ματα, δύο πάνω σε κάθε έμβλημα, ένα σε κάθε πλευρά του.
Θα χωρίσεις αυτά τα εμβλήματα σε τέσσερις σειρές από εννιά η καθεμία, σύμφωνα με τον αριθμό των γραμμάτων του Σχήματος.
Πάνω στην πρώτη σειρά θα γράψεις το γράμμα Γιοδ, που θα συμβολίζεται με το ανθισμένο ραβδί του Ααρών.
Πάνω στη δεύτερη το γράμμα Χε, που θα συμβολίζεται με την κούπα του Ιωσήφ.
Πάνω στην τρίτη το γράμμα Βαυ, που θα συμβολίζεται με το ξίφος του Δαβίδ, του πατέρα μου.
Και πάνω στην τέταρτη το τελικό Χε, που θα συμβολίζεται με το χρυσό Σέκελ.
Αυτά τα τριάντα έξι εμβλήματα θα γίνουν ένα βιβλίο το οποίο θα περιέχει όλα τα μυστικά της Φύσης. Και με τους διάφορους συνδυασμούς τους θα κάνεις τις Διάνοιες και τους Αγγέλους να μιλούν.
(ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ)

____________________ 
α. Το «Σεφέρ Γιετζιρά» ή «Βιβλίο των Σχηματισμών», ένα από τα αρχαιότερα βιβλία της Καββάλας.
1. Λουσιφούγκε αυτός που φεύγει από το φως· Λούσιφερ Εωσφόρος αυτός που φέρνει την αυγή, το φως.
2. Τα 72 Μικρά Κλειδιά του Σολομώντα.


ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ TOY ΒΑΣΙΛΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ (ΣΟΛΟΜΩΝΙΚΗ)
Έκδοση του Σ. Λίντελ Μακ Γκρέγκορ Μάθερς, από τα χειρόγραφα του Βρετανικού Μουσείου
του Λονδίνου (1888) σε ελληνική απόδοση από τον Νικ. Παπάζογλου

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ - Κώστας Καρυωτάκης



Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.
Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκεί μέσα, όμως την τραβούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.
Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο του συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ' αυτήν την καρέκλα. Κ' έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ' όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε
το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ' ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ' έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ' αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ' την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ' όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης,. Μισισιπής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.



Κώστας Καρυωτάκης
Άπαντα
[Νέα Εστία, Γ', 62, 15 Ιουλίου 1929]

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Το Μεθυσμένο Καράβι - Arthur Rimbaud

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια, όταν κατάλαβα
πως πια δεν είχα πλοηγούς. Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε
καρφώσει απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς τώρα
τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.

J'étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages
Les Fleuves m'ont laissé descendre où je voulais

Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός, τόσο μπαμπάκι
εγγλέζικο και στάρι από την Φλάντρα που είχα συντροφιά μέσα
στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός, ξεγαύριασαν οι
δαίμονες· πάνε οι πλοηγοί. Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω
μοναχό όπου μου κατεβεί.

Dans les clapotements furieux des marées
Moi l'autre hiver plus sourd que les cerveaux d'enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N'ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!- να τρέχω
στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές, κι οι κάβοι οι
αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές. Η τρικυμία
βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu'un bouchon j'ai dansé sur les flots
Qu'on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l'oeil niais des falots!

∆έκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ κι απ’ τον
φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών. Και δεν νοστάλγησα -
Για δες!- μήτε για μια στιγμή τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και
των φαναριών!

Plus douce qu'aux enfants la chair des pommes sures,
L'eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin

Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό του τρυφερού ξυνόμηλου στο
στόμα του παιδιού, μου έλουσε πράσινο νερό τα έλατα του
σκαριού. Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς κι
έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά και τους
παλιούς τους εμετούς.

Et dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d'astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.
Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα ίσα μ’ εκεί που
ένας νεκρός, από πνιγμό εκστατικός, πλανιέται στου ορίζοντα
την κάτωχρη γραμμή.

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l'alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l'amour!

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς και
με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά να γεννηθεί-
απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή, κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά, του
έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs et les courants : Je sais le soir,
L'aube exaltée ainsi qu'un peuple de colombes,
Et j'ai vu quelque fois ce que l'homme a cru voir!

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές· είδα
τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα· κι είδα το δείλι, κι
έμαθα το χάραμα να υψώνεται: σμήνος περιστεριών· γνώρισα
ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

J'ai vu le soleil bas, taché d'horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très-antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets!

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς
τρόμους χαρακωμένος, σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και
φωτός -μάσκες αρχαίων τελετών- καθώς το κύμα έκλεινε μια
πουπουλένια αυλαία πάνω απ’ τις αποστάσεις.

J'ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baiser montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l'éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs!

Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας είδα στον
ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά στο βλέμμα της
θαλάσσης, δρολάπι απίστευτων χυμών, κίτρινα-μπλε ξυπνήματα
εωσφορικών κελαϊδισμών!

J'ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l'assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs!

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές να οργώνουν, σαν
υστερικές αγέλες αγελάδων, τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν
σκέφτηκα το φωτεινό πόδι της Παναγιάς να διώχνει τις
ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

J'ai heurté, savez-vous, d'incroyables Florides
Mêlant aux fleurs des yeux de panthères à peaux
D'hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l'horizon des mers, à de glauques troupeaux !

Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια, που
άνθιζαν μάτια πάνθηρα με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’
την γραμμή του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να
κρατούν!

J'ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan!
Des écroulement d'eau au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant!

Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς, που μέσα
στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν! ∆ίνες, ερέβη αιφνίδια στη
μέση της γαλήνης και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να
πέφτουν!

Glaciers, soleils d'argent, flots nacreux, cieux de braises!
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés de punaises
Choient, des arbres tordus, avec de noirs parfums!

Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα,
μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους! Τρομακτικά
ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς, όπου γιγάντια ερπετά -
βορά κοριών- στα γέρικα τα δέντρα έζεχναν μαύρο!

J'aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d'or, ces poissons chantants.
- Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d'ineffables vents m'ont ailé par instants.

Ήθελα να ’χ’ απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω αφρόψαρα,
χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί νανούρισαν τη ρότα μου
και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d'ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu'une femme à genoux…

Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών παράδερνα· κι
η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό-λυγμό το σκαμπανέβασμά μου,
άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της με κίτρινες
βεντούζες. Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό…

Presque île, balottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d'oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds
Et je voguais, lorsqu'à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons!

Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών, χάβρες
πουλιών και κουτσουλιές πουλιών με μάτια ξέθωρα- πήγαινα κι
όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου, τον ύπνο τους
γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l'ouragan dans l'éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N'auraient pas repêché la carcasse ivre d'eau ;

Όσο για μένα... ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά των
κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό δίχως πουλιά ο
τυφώνας, εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό
μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί κι οι Τεύτονες
ψαράδες·

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d'azur,

Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή και τρύπησα τον
πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο, ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν
ποιητές και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές λειχήνες
φορτωμένο·

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό σανίδι, που
παράδερνε με μόνη συντροφιά κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν
ροπαλοφόρος ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε
πύρινες χοάνες·

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et les Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l'Europe aux anciens parapet!

Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ πιο πέρα-
να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ κι οι σκοτεινές
ρουφήχτρες, αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου
νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!

J'ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
- Est-ce en ces nuits sans fond que tu dors et t'exiles,
Million d'oiseaux d'or, ô future Vigueur ? -

Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά, που οι ξέφρενοί
τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό -Εκεί, μες στις
απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι την εξορία του ύπνου σου,
σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;

Mais, vrai, j'ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L'âcre amour m'a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j'aille à la mer!

Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ. Είναι μια θλίψη
κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι, κι είναι ο ήλιος σαν πικρός.
Με λήθαργους μεθυστικούς με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η
κοφτερή. Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

Si je désire une eau d'Europe, c'est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi plein de tristesses, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ, είναι μια
γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή που, όταν σκορπούν του
δειλινού τα μύρα, ένα παιδί γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της
κι αφήνει ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l'orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons.

Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο, δεν γίνεται ν’
αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο· των σημαιών, των
παρασείων το θράσος να διασχίσω και τις μαούνες, -τα φρικτά
μάτια τους- να πλευρίσω.

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ