Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΦΑΙΔΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (απόσπασμα 61d - 63d) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ CASTANEDA


ΚΕΙΜΕΝΟ

ἤρετο οὖν αὐτὸν ὁ Κέβης· πῶς τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες, τὸ μὴ θεμιτὸν εἶναι ἑαυτὸν βιάζεσθαι, ἐθέλειν δ᾽ ἂν τῷ ἀποθνῄσκοντι τὸν φιλόσοφον ἕπεσθαι;
τί δέ, ὦ Κέβης; οὐκ ἀκηκόατε σύ τε καὶ Σιμμίας περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ συγγεγονότες;
οὐδέν γε σαφές, ὦ Σώκρατες.
ἀλλὰ μὴν καὶ ἐγὼ ἐξ ἀκοῆς περὶ αὐτῶν λέγω· ἃ μὲν οὖν τυγχάνω ἀκηκοὼς φθόνος οὐδεὶς λέγειν. καὶ γὰρ ἴσως [61e] καὶ μάλιστα πρέπει μέλλοντα ἐκεῖσε ἀποδημεῖν διασκοπεῖν τε καὶ μυθολογεῖν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ, ποίαν τινὰ αὐτὴν οἰόμεθα εἶναι· τί γὰρ ἄν τις καὶ ποιοῖ ἄλλο ἐν τῷ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόνῳ;
κατὰ τί δὴ οὖν ποτε οὔ φασι θεμιτὸν εἶναι αὐτὸν ἑαυτὸν ἀποκτεινύναι, ὦ Σώκρατες; ἤδη γὰρ ἔγωγε, ὅπερ νυνδὴ σὺ ἤρου, καὶ Φιλολάου ἤκουσα, ὅτε παρ᾽ ἡμῖν διῃτᾶτο, ἤδη δὲ καὶ ἄλλων τινῶν, ὡς οὐ δέοι τοῦτο ποιεῖν· σαφὲς δὲ περὶ αὐτῶν οὐδενὸς πώποτε οὐδὲν ἀκήκοα. [62a] ἀλλὰ προθυμεῖσθαι χρή, ἔφη· τάχα γὰρ ἂν καὶ ἀκούσαις. ἴσως μέντοι θαυμαστόν σοι φανεῖται εἰ τοῦτο μόνον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἁπλοῦν ἐστιν, καὶ οὐδέποτε τυγχάνει τῷ ἀνθρώπῳ, ὥσπερ καὶ τἆλλα, ἔστιν ὅτε καὶ οἷς βέλτιον <ὂν> τεθνάναι ἢ ζῆν, οἷς δὲ βέλτιον τεθνάναι, θαυμαστὸν ἴσως σοι φαίνεται εἰ τούτοις τοῖς ἀνθρώποις μὴ ὅσιον αὐτοὺς ἑαυτοὺς εὖ ποιεῖν, ἀλλὰ ἄλλον δεῖ περιμένειν εὐεργέτην.
καὶ ὁ Κέβης ἠρέμα ἐπιγελάσας, Ἴττω Ζεύς, ἔφη, τῇ αὑτοῦ φωνῇ εἰπών.
[62b] καὶ γὰρ ἂν δόξειεν, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὕτω γ᾽ εἶναι ἄλογον· οὐ μέντοι ἀλλ᾽ ἴσως γ᾽ ἔχει τινὰ λόγον. ὁ μὲν οὖν ἐν ἀποῤῥήτοις λεγόμενος περὶ αὐτῶν λόγος, ὡς ἔν τινι φρουρᾷ ἐσμεν οἱ ἄνθρωποι καὶ οὐ δεῖ δὴ ἑαυτὸν ἐκ ταύτης λύειν οὐδ᾽ ἀποδιδράσκειν, μέγας τέ τίς μοι φαίνεται καὶ οὐ ῥᾴδιος διιδεῖν· οὐ μέντοι ἀλλὰ τόδε γέ μοι δοκεῖ, ὦ Κέβης, εὖ λέγεσθαι, τὸ θεοὺς εἶναι ἡμῶν τοὺς ἐπιμελουμένους καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἓν τῶν κτημάτων τοῖς θεοῖς εἶναι. ἢ σοὶ οὐ δοκεῖ οὕτως;
ἔμοιγε, φησὶν ὁ Κέβης.
[62c] οὐκοῦν, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ σὺ ἂν τῶν σαυτοῦ κτημάτων εἴ τι αὐτὸ ἑαυτὸ ἀποκτεινύοι, μὴ σημήναντός σου ὅτι βούλει αὐτὸ τεθνάναι, χαλεπαίνοις ἂν αὐτῷ καί, εἴ τινα ἔχοις τιμωρίαν, τιμωροῖο ἄν;
πάνυ γ᾽, ἔφη.
ἴσως τοίνυν ταύτῃ οὐκ ἄλογον μὴ πρότερον αὑτὸν ἀποκτεινύναι δεῖν, πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ, ὥσπερ καὶ τὴν νῦν ἡμῖν παροῦσαν.
ἀλλ᾽ εἰκός, ἔφη ὁ Κέβης, τοῦτό γε φαίνεται. ὃ μέντοι νυνδὴ ἔλεγες, τὸ τοὺς φιλοσόφους ῥᾳδίως ἂν ἐθέλειν [62d] ἀποθνῄσκειν, ἔοικεν τοῦτο, ὦ Σώκρατες, ἀτόπῳ, εἴπερ ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν εὐλόγως ἔχει, τὸ θεόν τε εἶναι τὸν ἐπιμελούμενον ἡμῶν καὶ ἡμᾶς ἐκείνου κτήματα εἶναι. τὸ γὰρ μὴ ἀγανακτεῖν τοὺς φρονιμωτάτους ἐκ ταύτης τῆς θεραπείας ἀπιόντας, ἐν ᾗ ἐπιστατοῦσιν αὐτῶν οἵπερ ἄριστοί εἰσιν τῶν ὄντων ἐπιστάται, θεοί, οὐκ ἔχει λόγον· οὐ γάρ που αὐτός γε αὑτοῦ οἴεται ἄμεινον ἐπιμελήσεσθαι ἐλεύθερος γενόμενος. ἀλλ᾽ ἀνόητος μὲν ἄνθρωπος τάχ᾽ ἂν οἰηθείη ταῦτα, φευκτέον [62e] εἶναι ἀπὸ τοῦ δεσπότου, καὶ οὐκ ἂν λογίζοιτο ὅτι οὐ δεῖ ἀπό γε τοῦ ἀγαθοῦ φεύγειν ἀλλ᾽ ὅτι μάλιστα παραμένειν, διὸ ἀλογίστως ἂν φεύγοι· ὁ δὲ νοῦν ἔχων ἐπιθυμοῖ που ἂν ἀεὶ εἶναι παρὰ τῷ αὑτοῦ βελτίονι. καίτοι οὕτως, ὦ Σώκρατες, τοὐναντίον εἶναι εἰκὸς ἢ ὃ νυνδὴ ἐλέγετο· τοὺς μὲν γὰρ φρονίμους ἀγανακτεῖν ἀποθνῄσκοντας πρέπει, τοὺς δὲ ἄφρονας χαίρειν.
ἀκούσας οὖν ὁ Σωκράτης ἡσθῆναί τέ μοι ἔδοξε τῇ τοῦ [63a] κέβητος πραγματείᾳ, καὶ ἐπιβλέψας εἰς ἡμᾶς, ἀεί τοι, ἔφη, [ὁ] Κέβης λόγους τινὰς ἀνερευνᾷ, καὶ οὐ πάνυ εὐθέως ἐθέλει πείθεσθαι ὅτι ἄν τις εἴπῃ.
καὶ ὁ Σιμμίας, ἀλλὰ μήν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, νῦν γέ μοι δοκεῖ τι καὶ αὐτῷ λέγειν Κέβης· τί γὰρ ἂν βουλόμενοι ἄνδρες σοφοὶ ὡς ἀληθῶς δεσπότας ἀμείνους αὑτῶν φεύγοιεν καὶ ῥᾳδίως ἀπαλλάττοιντο αὐτῶν; καί μοι δοκεῖ Κέβης εἰς σὲ τείνειν τὸν λόγον, ὅτι οὕτω ῥᾳδίως φέρεις καὶ ἡμᾶς ἀπολείπων καὶ ἄρχοντας ἀγαθούς, ὡς αὐτὸς ὁμολογεῖς, θεούς.
[63b] δίκαια, ἔφη, λέγετε· οἶμαι γὰρ ὑμᾶς λέγειν ὅτι χρή με πρὸς ταῦτα ἀπολογήσασθαι ὥσπερ ἐν δικαστηρίῳ.
πάνυ μὲν οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας.
φέρε δή, ἦ δ᾽ ὅς, πειραθῶ πιθανώτερον πρὸς ὑμᾶς ἀπολογήσασθαι ἢ πρὸς τοὺς δικαστάς. ἐγὼ γάρ, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, εἰ μὲν μὴ ᾤμην ἥξειν πρῶτον μὲν παρὰ θεοὺς ἄλλους σοφούς τε καὶ ἀγαθούς, ἔπειτα καὶ παρ᾽ ἀνθρώπους τετελευτηκότας ἀμείνους τῶν ἐνθάδε, ἠδίκουν ἂν οὐκ ἀγανακτῶν τῷ θανάτῳ· νῦν δὲ εὖ ἴστε ὅτι παρ᾽ [63c] ἄνδρας τε ἐλπίζω ἀφίξεσθαι ἀγαθούς--καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἂν πάνυ διισχυρισαίμην--ὅτι μέντοι παρὰ θεοὺς δεσπότας πάνυ ἀγαθοὺς ἥξειν, εὖ ἴστε ὅτι εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων διισχυρισαίμην ἂν καὶ τοῦτο. ὥστε διὰ ταῦτα οὐχ ὁμοίως ἀγανακτῶ, ἀλλ᾽ εὔελπίς εἰμι εἶναί τι τοῖς τετελευτηκόσι καί, ὥσπερ γε καὶ πάλαι λέγεται, πολὺ ἄμεινον τοῖς ἀγαθοῖς ἢ τοῖς κακοῖς.
τί οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας, ὦ Σώκρατες; αὐτὸς ἔχων τὴν διάνοιαν ταύτην ἐν νῷ ἔχεις ἀπιέναι, ἢ κἂν ἡμῖν μεταδοίης; [63d] κοινὸν γὰρ δὴ ἔμοιγε δοκεῖ καὶ ἡμῖν εἶναι ἀγαθὸν τοῦτο, καὶ ἅμα σοι ἡ ἀπολογία ἔσται, ἐὰν ἅπερ λέγεις ἡμᾶς πείσῃς.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τον ρώτησε λοιπόν ο Κέβης:
-Πως ισχυρίζεσαι αυτό, Σωκράτη, ότι δεν είναι θεμιτό πράγμα η αυτοκτονία, αλλά είναι θεμιτό να θέλη ένας φιλόσοφος να ακολουθή κάποιον που πεθαίνει;
-Τι λοιπόν Κέβη; Δεν έχετε ακούσει γι' αυτά τα θέματα εσύ και ο Σιμμίας, παρ' όλο που κάνατε παρέα με τον Φιλόλαο;
-Ναι όμως τίποτε το σαφές δεν έχουμε ακούσει, Σωκράτη.
-Αλλά κι εγώ, βέβαια, εξ ακοής μιλάω γι' αυτά. Αυτά λοιπόν που έτυχε ν' ακούσω, δεν έχω καμμιά αντίρρηση να τα πω. Επειδή ίσως και να αρμόζη, περισσότερο τώρα που πρόκειται να αποδημήσω, να εξετάζω και να συζητώ για την εκεί αποδημία μου, πως την φαντάζομαι δηλαδή αυτήν. Γιατί τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε μέχρι τη δύση του ήλιου;
“Από μια άποψη λοιπόν, Σωκράτη, αρνούνται πως είναι θεμιττό να αυτοκτονή κανείς. Διότι ήδη εγώ αυτό που τώρα ρώτησες, το άκουσα ο ίδιος και από τον Φιλόλαο, όταν έμενε κοντά μας, το ήξερα και από κάποιους άλλους, ότι δεν πρέπει να κάνουμε αυτή την πράξη. Όμως τίποτε το σαφές γι' αυτά δεν έχω ακούσει από κανένα, ως τώρα”.
-Αλλά πρέπει να δείξης ενδιαφέρον, είπε ο Σωκράτης. Γιατί μπορεί σύντομα κάτι ν' ακούσης. Ίσως όμως να σου φανεί παράξενο, γιατί απ' όλα τ' άλλα πράγματα αυτό μόνο είναι απλό και ποτέ δεν είναι για τον άνθρωπο όπως τα άλλα, και μερικές φορές μάλιστα για κάποιους είναι καλύτερος ο θάνατος από την ζωή, γι' αυτούς λοιπόν που ο θάνατος είναι καλύτερος, ίσως σου φαίνεται παράξενο να μην θεωρήται όσιο το να ευεργετήσουν τον εαυτόν τους, αλλά είναι ανάγκη να περιμένουν άλλον ευεργέτη.
Και ο Κέβης χαμογελώντας είπε στην χαρακτηριστική του διάλεκτο:
-Μάρτυς μου ο Δίας! “Και φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθή παράξενο, αν το δούμε απ' αυτήν την άποψη”, είπε ο Σωκράτης. Παρ' όλα αυτά ίσως έχει τουλάχιστον μια δικαιολογία. Η δικαιολογία λοιπόν που λέγεται γι' αυτά κατά την μυστική διδασκαλία, οι άνθρωποι είμαστε μέσα σε κάποια φυλακή και ότι δεν πρέπει κανείς ούτε να ελευθερώνη τον εαυτόν του ούτε να δραπετεύη μου φαίνεται πολύ σπουδαία και δεν είναι εύκολο να την εξιχνιάσουμε. Ωστόσο μου φαίνεται, Κέβη, ότι σωστά λέγεται το εξής: ότι οι Θεοί φροντίζουν για μας και πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε ένα από τα κτήματά τους. Ή νομίζεις πως δεν είναι έτσι;
-Εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω, είπε ο Κέβης.
-Επομένως, είπε ο Σωκράτης, και συ, αν κάποιο από τα πλάσματα που σου ανήκουν αυτοκτονήση, χωρίς εσύ να συγκατανεύσης ότι θέλεις να πεθάνει, δεν θα εξοργιζόσουν εναντίον του και αν μπορούσες δεν θα του επέβαλλες κάποια τιμωρία;
-Σίγουρα, είπε ο Κέβης.
-Αλλά αυτό φαίνεται πού φυσικό, είπε ο Κέβης. Όμως αυτό που έλεγες τώρα δα, ότι οι φιλόσοφοι πολύ εύκολα θα ήθελαν να πεθάνουν, αυτό, Σωκράτη, μοιάζει με παράλογο, αν είναι λογικό αυτό που τώρα λέγαμε, πως ο θεός φροντίζει για μας και εμείς είμαστε κτήματά του. Γιατί είναι εντελώς παράλογο να μην αγανακτούν οι πιο φρόνιμοι, όταν ξεφεύγουν απ' αυτήν την φροντίδα εις την οποία τους επιβλέπουν οι άριστοι επιστάτες όλων των πλασμάτων, οι θεοί. Γιατί νομίζω, δεν πιστεύει ένας φιλόσοφος ότι θα φροντίση καλύτερα τον εαυτόν του αν απελευθερωθή από την επιστασία του θεού, αλλά μόνον ένας ανόητος θα μπορούσε να νομίση αυτά τα πράγματα, ότι δηλαδή πρέπει να απαλλαγή από τον αφέντη του, και δεν θα συλλογιζόταν ότι δεν πρέπει να φεύγουμε από τον καλόν αφέντη, αλλά να παραμένουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά του, γι' αυτό θα ήταν παραλογισμός να φύγη. Ενώ ο λογικός, νομίζω, θα ήθελε για πάντα να είναι κοντά στον καλύτερό του. Κι όμως, Σωκράτη, απ' αυτή την άποψη, είναι φυσικό να συμβαίνη το αντίθετον απ' αυτό που τώρα λέγαμε. Δηλαδή οι φρόνιμοι να αγανακτούν πεθαίνοντας και οι άμυαλοι να ευχαριστούνται”.
Μόλις τον άκουσε ο Σωκράτης μου φάνηκε πως ευχαριστήθηκε με την φιλοσοφική ανάλυση του Κέβητος και στρέφοντας το βλέμμα του προς εμάς είπε: -Ο Κέβης επανεξετάζει κάποιες αιτίες, και δεν θέλει να πείθεται αμέσως, ό,τι κι αν κάποιος του πη.
Και ο Σιμμίας είπε: -Αλλά τώρα, Σωκράτη, μου φαίνεται κι εμένα πως ο Κέβης κάτι σπουδαίο λέει. Γιατί, τι θέλοντας οι πραγματικά σοφοί θα έφευγαν από αληθινά καλύτερους αφέντες και θα τους ξεφορτώνονταν με ευκολία; Και νομίζω πως ο Κέβης σε σένα απευθύνει τον λόγον, επειδή τόσο εύκολα ανέχεσαι να μας εγκαταλείψεις και ακόμα και τους καλούς άρχοντες όπως ο ίδιος ομολογείς, δηλαδή τους θεούς”.
-Σωστά, είπε, λέγετε. Δηλαδή νομίζω ότι εννοείτε πως πρέπει να απολογηθώ σ' αυτά σαν σε δικαστήριο”.
-Οπωσδήποτε, είπε ο Σιμμίας.
Εμπρός λοιπόν, είπε αυτός, ας προσπαθήσω να απολογηθώ προς εσάς με μεγαλύτερη πειστικότητα από όση προς τους δικαστές. Συγκεκριμένα εγώ, είπε, Σιμμία και Κέβη, αν δεν πίστευα πρώτος πως θα πάω κοντά σ' άλλους θεούς σοφούς και καλούς, δεύτερον κοντά σ' ανθρώπους πεθαμένους καλύτερους από τους εδώ, θα ήμουν άδικος να μην αγανακτώ για τον θάνατό μου. Τώρα όμως να είσαστε βέβαιοι ότι ελπίζω να φτάσω κοντά σε ανθρώπους αγαθούς. Και αυτό μεν ίσως και να μην το ισχυριζόμουν με βεβαιότητα. Ότι όμως θα πάω κοντά σε θεούς – κυρίους τέλειους να είσθε βέβαιοι, ότι θα το ισχυριζόμουν απόλυτα. Ώστε γι' αυτό δεν αγανακτώ με τον ίδιο τρόπο, αλλά ευελπιστώ πως αυτοί που πεθαίνουν, όπως έλεγαν τα παλαιά χρόνια, έχουν κάτι καλύτερο, αν είναι δίκαιοι, παρά αν είναι κακοί. -Τι λοιπόν, Σωκράτη; είπε ο Σιμμίας, ο ίδιος κρατώντας για τον εαυτό σου αυτή την άποψη σκοπεύεις να φύγης, ή τουλάχιστον θα μπορούσες να την μεταδώσης και σ' εμάς; Γιατί μου φαίνεται ότι αυτό είναι ένα αγαθό που ανήκει σε όλους μας και ταυτόχρονα θα έχης απολογηθή αν μας πείσεις μ' αυτά που λες”.

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΑΠΑΝΤΑ
ΦΑΙΔΩΝ (Ή ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ι. Κ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ


ΤΑ ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ – CARLOS CASTANEDA

...Τι είναι αυτό, δον Χουάν, ρώτησα. Βλέπω παντού γύρω μου σκιές, σκιές που ξεγλιστρούν.
Α, είναι το σύμπαν στην ολότητά του, απάντησε. Ασύγκριτο, μη γραμμικό, πέρα από το βασίλειο της σύνταξης. Οι σαμάνοι του αρχαίου Μεξικού ήταν οι πρώτοι που διέκριναν αυτές τις φευγαλέες σκιές, κι έτσι παρακολούθησαν τις κινήσεις τους. Τις είδαν όπως τις βλέπεις κι εσύ, και τις είδαν επίσης σαν ενέργεια που ρέει στο σύμπαν. Και ανακάλυψαν κάτι υπερβατικό.
Σώπασε και με κοίταξε. Οι παύσεις του ήταν πολύ καίριες. Σώπαινε πάντα όταν εγώ ένιωθα να κρέμομαι από μια κλωστή.
Τι ανακάλυψαν δον Χουάν; τον ρώτησα.
Ανακάλυψαν πως έχουμε έναν ισόβιο σύντροφο, απάντησε με όση σαφήνεια μπορούσε. Ενα αρπακτικό, που ανέβηκε από τα βάθη του κόσμου και πήρε τον έλεγχο της ζωής μας. Τα ανθρώπινα όντα είναι αιχμάλωτοί του. Τούτο το αρπακτικό, που είναι πολλοί άρπαγες μαζί, είναι κύριος και αφέντης μας. Μας έκανε υπάκουους, αβοήθητους. Οταν πάμε να διαμαρτυρηθούμε, καταπνίγει τις διαμαρτυρίες μας. Κι όταν θελήσουμε να δράσουμε ανεξάρτητα, απαιτεί να μη δράσουμε καθόλου.
...Το γυροφέρνω τόση ώρα για να σου πω ότι κάτι μας κρατά αιχμαλώτους. Κι είμαστε όντως αιχμάλωτοι, δεσμώτες! Αυτό ήταν ένα ενεργειακό γεγονός για τους σαμάνους του Μεξικού.

Βλέπε την συνέχεια στην κατωτέρω διεύθυνση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου