Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η βεβαίωση – Anton Chekhov



Μεσημέρι... Ο γαιοκτήμονας Μπολντιριόφ, ένας άντρας ψηλός, γεμάτος, με κουρεμένο κεφάλι και με μάτια γκουρλιάρικα, έβγαλε το παλτό του, σφούγγιξε το μέτωπο μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι και μ’ ένα βήμα λιγάκι αναποφάσιστο μπήκε στο γραφείο της υπηρεσίας. Ένα τριζοβόλημα χαρτιών αντηχούσε κει μέσα.
«Που μπορώ να ζητήσω μια βεβαίωση;» ρώτησε το θυρωρό που κουβαλούσε ένα δίσκο με ποτήρια. «Πρέπει να βγάλω εδώ μια βεβαίωση κι ένα αντίγραφο από τις περιοδικές δημοσιεύσεις αποφάσεων».
«Περάστε κει. Να, εκεί στον κύριο που κάθεται κοντά στο παράθυρο».
Ο Μπολντιριόφ ξερόβηξε και κίνησε κατά το παράθυρο. Εκεί, μπροστά σ’ ένα τραπέζι καταλερωμένο και πράσινο σαν τον τύφο, καθόταν ένας νεαρός με τέσσερα τσουλούφια στο κεφάλι, με μια μύτη μακρουλή γεμάτη μπιμπίκια και με μια στολή ξεθωριασμένη. Έγραφε ακουμπώντας σχεδόν την πελώρια μύτη του απάνω στο χαρτί. Δίπλα στο δεξί του ρουθούνι έκανε σουλάτσο μια μύγα. Κι αυτός έβγαζε το κάτω αχείλι του μπροστά και φυσούσε από κάτω τη μύτη του, πράγμα που έδινε στην όψη του την έκφραση κάποιας απασχόλησης πολύ σοβαρής.
«Μπορώ να σας διακόψω...» έκανε ο Μπολντιριόφ. «Θέλω να βγάλω μια βεβαίωση σχετικά με την κτηματική μου κατάσταση. Λέγομαι Μπολντιριόφ. Δηλαδή, μου χρειάζεται ένα αντίγραφο από τις περιοδικές δημοσιεύσεις αποφάσεων της 2 Μαρτίου».
Ο υπάλληλος βούτηξε την πένα του στο καλαμάρι. Ύστερα έπιασε να την κοιτάζει μήπως πήρε περισσότερο μελάνι απ’ όσο πρέπει. Κι αφού βεβαιώθηκε ότι η πένα του δε στάζει, άρχισε να γρατσουνάει κάποιο χαρτί. Το χείλι του ήταν ακόμα τραβηγμένο μπροστά. Δεν του χρειαζόταν όμως πια να φυσάει, γιατί η μύγα είχε σταθεί τώρα λιγάκι πιο ψηλά από τ’ αυτί του.
«Μπορώ να βγάλω μια βεβαίωση εδώ σε σας;» ξανάπε σε λίγο ο Μπολντιριόφ. «Λέγομαι Μπολντιριόφ, γαιοκτήμονας...»
«Ιβάν Αλεξέιτς!» φώναξε ξαφνικά ο υπάλληλος σα να μην είχε δει καθόλου τον Μπολντιριόφ. «Να πεις στον έμπορο Γιάλικοφ όταν έρθει, ότι το αντίγραφο της δήλωσης πρέπει να το επικυρώσει στην αστυνομία. Του το ‘χω πει χίλιες φορές!»
«Πρόκειται για την αγωγή που έχω καταθέσει σχετικά με τους κληρονόμους της κόμισσας Γκουγκούλιν», έκανε σιγά ο Μπολντιριόφ. «Το θέμα είναι γνωστό. Πολύ σας παρακαλώ να μ’ εξυπηρετήσετε...»
Ο υπάλληλος, που εξακολουθούσε να μην προσέχει τον Μπολντιριόφ, έπιασε τη μύγα που σουλατσάριζε στ’ αχείλι του, την κοίταξε λιγάκι με προσοχή κι ύστερα την αμόλησε.
Ο τσιφλικάς έβηξε κι έφτυσε δυνατά στο καρό μαντήλι του. Ούτε κι αυτό όμως άλλαξε την κατάσταση. Ο άλλος εξακολουθούσε να μην τον ακούει.
Η σιωπή βάσταξε δύο λεπτά πάνω-κάτω.
Ο Μπολντιριόφ έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα χάρτινο ρούβλι και το απίθωσε μπροστά στον υπάλληλο απάνω στο ανοιχτό βιβλίο του.
Αυτός ζάρωσε το μέτωπό του, τράβηξε κοντά του το βιβλίο μ’ ένα ύφος πολύ απασχολημένο και πήρε το ρούβλι.
«Μια μικρή βεβαίωση... Απλώς θα ήθελα να μάθω με ποιο δικαίωμα οι κληρονόμοι της κόμισσας Γκουγκούλιν... Μπορώ να σας απασχολήσω λιγάκι;»
Ο υπάλληλος όμως βυθισμένος στις δικές του σκέψεις σηκώθηκε και ξύνοντας τον αγκώνα του πήγε ως το ντουλάπι. Σ’ ένα λεπτό, ξαναγυρνώντας στο τραπέζι, έριξε τη ματιά του στο βιβλίο. Απάνω του ήταν απλωμένο ακόμα ένα ρούβλι.
«Δε θα σας απασχολήσω περισσότερο από ένα λεπτό... Θέλω μια βεβαίωση μόνο...»
Ο υπάλληλος ούτε και τούτη τη φορά άκουσε τίποτα! Σηκώθηκε κι έπιασε κάτι να σημειώνει.
Ο Μπολντιριόφ κατσούφιασε και γεμάτος απελπισία έπιασε να κοιτάζει ολόκληρη την κομπανία που γρατσουνούσε τα χαρτιά.
«Γράφουν!» σκέφτηκε βαστώντας την ανάσα του. «Γράφουν... Ώσπου να τους πάρει όλους μαζί ο διάολος!»
Ξεκόλλησε απ’ το γραφείο του υπάλληλου και στάθηκε καταμεσής στη σάλα κρεμώντας μ’ απελπισία τα χέρια του.
Ο θυρωρός που ξαναπερνούσε με τα ποτήρια στο δίσκο του, παρατήρησε καταπώς φαίνεται την απελπισία που ήταν ζωγραφισμένη στην όψη του Μπελντιαρόφ, γιατί πήγε κοντά του, πολύ κοντά και τον ρώτησε ψιθυριστά:
«Λοιπόν; Τελειώσατε;»
«Τι να τελειώσουμε, αφού μήτε να κουβεντιάσει μαζί μου δεν καταδέχεται!...»
«Δώστε του τρία ρούβλια!» του σφύριξε στ’ αυτί ο θυρωρός.
«Του ‘χω δώσει κιόλας δύο!»
«Δώστε του κι άλλο ένα!»
Ο Μπολντιριόφ ξαναγύρισε στο τραπέζι κι απίθωσε στο ανοιχτό βιβλίο του υπάλληλου ακόμα ένα ρούβλι.
Ο υπάλληλος ξανατράβηξε κοντά του το βιβλίο κι έπιασε να το ξεφυλλίζει.
Ξάφνου, πέρα για πέρα αναπάντεχα σηκώνει τα μάτια του στον Μπολντιριόφ. Η μύτη του γυάλιζε, ολόκληρος είχε κοκκινίσει και καταζάρωσε σ’ ένα χαμόγελο.
«Τι επιθυμείτε, παρακαλώ;» ρώτησε.
«Θα ήθελα να βγάλω μαι βεβαίωση σχετικά με την υπόθεσή μου... Είμαι ο Μπολντιριόφ...»
«Χαίρω πάρα πολύ! Σχετικά με την υπόθεση Γκουγκούλιν, δεν είναι έτσι; Πολύ ωραία! Δηλαδή τι ακριβώς θα θέλατε;»
Ο Μπολντιριόφ του ξανάπε το αίτημά του.
Ο υπάλληλος ζωντάνεψε, λες και τον πήρε κάποιος άνεμος στα φτερά του. Του έβγαλε τη βεβαίωση, κανόνισε να του δώσουν αντίγραφο από τις περιοδικές δημοσιεύσεις αποφάσεων, πρόσφερε στον επισκέπτη του καρέκλα για να καθίσει. Όλα μέσα σ’ ένα λεπτό! Μάλιστα, άνοιξε μαζί του κουβέντα και για τον καιρό και τον ρώτησε πως πάει φέτος η σοδιά!
Όταν ο Μπολντιριόφ τέλειωσε και κίνησε να φύγει, ο υπάλληλος τον ξεπροβόδισε ως τη σκάλα, χαμογελώντας του με πολλή χαρά και σεβασμό. Και προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει πως οποιαδήποτε στιγμή, αυτός είναι έτοιμος να γίνει θυσία για να εξυπηρετήσει τον επισκέπτη του.
Ο Μπολντιριόφ ένιωθε κομμάτι άβολα. Και υποκύπτοντας σε κάποια μυστική εσώψυχη προσταγή, έβγαλε από την τσέπη του άλλο ένα ρούβλι και το πρόσφερε στον υπάλληλο.
Κι εκείνος συνέχιζε να υποκλίνεται και να χαμογελάει, τσεπώνοντας το ρούβλι σαν ταχυδακτυλουργός, έτσι που μόλις πρόκανε το δόλιο το χαρτί ν’ αντικρύσει τον ήλιο...
«Άνθρωποι!... Τι να τους κάνεις;...» σκεφτόταν ο τσιφλικάς, καθώς έβγαινε στο δρόμο. Εκεί στάθηκε και ξανασφούγγιξε το μέτωπό του με το μαντήλι...

1883


Anton Chekhov
Η Κυρία με το Σκυλάκι και άλλα διηγήματα
Μετάφραση Νίκος Παπανδρέου
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
Εκδόσεις Ράντουγκα, Μόσχα
Τυπώθηκε στην ΕΣΣΔ 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου