Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Το βέβαιο της ιατρικοποίησης κι εμπορευματοποίησης [του θανάτου] – Γιάννης Τζαβάρας



Νεώτερες κοινωνιολογικές έρευνες στρέφουν το βλέμμα τους όχι πια στη φιλοσοφική, παρά στην τεχνολογικά οργανωμένη διευθέτηση και κυριάρχηση του θανάτου. Ακόμα περισσότερο: κάνουν λόγο για ένα γιγάντιο πόλεμο, για μια ολοκληρωτική σταυροφορία κατά του θανάτου, κι όχι μόνο αρνούνται να δουν το θάνατο ως κοινωνικό ταμπού, παρά διαβλέπουν μια ομαδική συνειδητή κινητοποίηση κατά του πανάρχαιου αυτού εχθρού. Το ιδεώδες μιας καθολικής ιατρικής περίθαλψης, η οποία παρέχοντας σταθερή σωματική υγεία θα οδηγήσει ως τα βαθιά γεράματα κάθε μέλος της κοινωνίας, δεν είναι καινούριο. Κατά τους τελευταίους όμως αιώνες διαγράφεται όλο και πιο έντονα, παίρνει σαφέστερες μορφές πραγμάτωσης και κυριαρχεί ως απαράγραπτο στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας. Η έννοια ενός «φυσικού θανάτου», δηλαδή αβίαστου και ανώδυνου, χωρίς εξωτερικές επιβολές και σωματικές κακώσεις, έννοια που εμφανίζεται με το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης και της ολοένα αυξανόμενης ιατρικής προόδου, δίνει σήμερα τη θέση της στην έννοια του κλινικού θανάτου και της εντατικής παρακολούθησης (Intensivstation), που δεν είναι πια δυνατό να θεωρηθούν σε συνάφεια με οτιδήποτε «φυσικό». Η τεχνολογικά οργανωμένη προσπάθεια, να χρησιμοποιούνται όλα τα δυνατά μέσα για τη διατήρηση του έμψυχου σώματος όσο γίνεται περισσότερο χρόνο ακόμα και σε κωματώδη, ανέλπιδη, κλινικά νεκρή κατάσταση, φανερώνει σήμερα μορφές θανάτου όχι απλώς αφύσικες αλλά και απάνθρωπες. Αυτή η ιατρικοποίηση του θανάτου έχει όχι μόνο ευρύτατα καθιερωθεί, αλλά έχει αντικαταστήσει κι εξαφανίσει κάθε διαφορετικό ιδεώδες θανάτου εγκαθιστώντας ασυζήτητα την αναγκαιότητά της.
Ξεκινώντας ως καπιταλιστικό προνόμιο της οικονομικά κυρίαρχης μειονότητας και βρίσκοντας ευθύγραμμη επέκταση ως απαιτούμενο και τελικά αναφαίρετο δικαίωμα μιας ολοένα διευρυνόμενης μεσοαστικής τάξης η ισόβια ιατρική «ασφάλιση» και περίθαλψη, καταλήγει σε μια αυτονόητη πραγματικότητα. Από ιδεώδες και προνομιούχο δικαίωμα μεταβάλλεται σε καθολικό κανόνα, που καθιστά αδιανόητη οποιαδήποτε εναλλακτική περίπτωση. Η κοινωνία αναλαμβάνει μια ολική κυριάρχηση πάνω στις συνθήκες εξασθένισης και αποβίωσης ακόμα και του έσχατου μέλους της, αναλαμβάνει το καθήκον να εμποδίσει και να καθυστερήσει με κάθε διατιθέμενο μέσο την αποβίωση αφαιρώντας διακριτικά από το επιμέρους άτομο ολοένα περισσότερη πρωτοβουλία για έναν ιδιότυπο, με ατομική ευθύνη και απόφαση πραγματοποιούμενο θάνατο. Η αοριστία της θανατικής στιγμής μπαίνει μέσα σε τεχνολογικά δομημένο έλεγχο, η «επ’ αόριστο» καθυστέρηση του ξεψυχίσματος καθορίζεται από το εκάστοτε επιτευγμένο βεληνεκές της τεχνικής επάρκειας. Ο αγώνας κατά του θανάτου μεταβιβάζεται ολοκληρωτικά στις ικανότητες του γιατρού, στου οποίου τα χέρια ο ετοιμοθάνατος έχει μοναδικό καθήκον να συμπεριφέρεται σαν πειθήνιο κι άβουλο πειραματόζωο, δείχνοντας κατά προτίμηση όσο το δυνατό λιγότερο φόβο κι απαισιοδοξία προ του μοιραίου.
Η ιατρική επιστήμη, συγκεκριμενοποιούμενη στο πρόσωπο του γιατρού και των τεχνικών μέσων, παίρνει έτσι την πρωτοβουλία να σχετιστεί με το θάνατο κάθε ατόμου ως μοναδικά αρμόδια. Ο γιατρός αποκτά κανονιστικές αρμοδιότητες πάνω στην τελική έκβαση της ζωής, όπως έχει ήδη κανονίσει επί σειρά ετών την ποσότητα της διατροφής ή του ύπνου, την κατά καιρούς αποχή από τη δουλειά ή από την ανάπαυση, τον τρόπο και το βαθμό κάθε διασκέδασης κι έντασης. Η προσωπική ενασχόληση του ατόμου με τον επικείμενο θάνατο αποτελεί ενόχληση στο έργο του γιατρού, και κατά το πλείστο αποφεύγεται ακόμα και η ελάχιστη μνεία ενός τέτοιου θέματος. Ως επιθυμητή και συχνά επιβαλλόμενη θεωρείται η απαλλαγή από κάθε έγνοια σχετικά με το θάνατο, η ανάθεση αυτής της έγνοιας στην ιατρική αυθεντία και κατά συνέπεια η επανάπαυση από κάθε σχετική αβεβαιότητα. Κάθε επιστήμονας έχει αναλάβει την ευθύνη για μια ορισμένη περιοχή, στην οποία ισχύει ως αρμόδιος και απόλυτα εξουσιοδοτημένος. Αλλά ο γιατρός διεκδικεί μια περιοχή που εκτείνεται πολύ ευρύτερα από την προσωρινή αποκατάσταση της υγείας. «Εφόσον ήδη ο μηχανικός είχε μάθει να κυριαρχεί τη γη, όπως ο παιδαγωγός τη γνώση, γιατί δε θα μπορούσε ο βιολόγος ή ο γιατρός να κυριαρχεί το θάνατο;» Η ανησυχία του άρρωστου για το αβέβαιο τέλος γαληνεύει, εφόσον επαναπαύεται στη γνώση του ειδικού, ο οποίος παίρνει θεϊκές ή μαγικές διαστάσεις, κατά το μέτρο που αποφασίζει «για ζωή ή για θάνατο». Ακόμα και οι προοπτικές για μια προκαθορισμένη στιγμή αποβίωσης δείχνουν να εξασφαλίζονται από την επιστήμη: «Εφεξής δε θα υπάρχουν πια πρόωροι θάνατοι. Ο θάνατος θα φτάνει στο τέλος μιας μακριάς ζωής. Θα είναι μεν βέβαιος, αλλά η ώρα του δε θα είναι πια αβέβαιη. Αντίθετα η ώρα του θα είναι όχι μόνο βέβαιη αλλά και προγεγραμμένη»[Philippe Aries – 1973].
Ο ρόλος τον οποίο επωμίστηκε η ιατρική επιστήμη δε μοιάζει ωστόσο να αντιστοιχεί προς τις ικανότητές της. Παρ’ όλα τα λαμπρά της επιτεύγματα είναι ακόμα πολύ αμφίβολο το χρονικό σημείο που θα επιφέρει την ανακούφιση του ανθρώπου από την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο. Αφενός γιατί η παρατηρούμενη κατά τις τελευταίες δεκαετίες πληθυσμιακή έκρηξη, οι χαίνουσες πολιτικό-οικονομικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη και οι αδιάκοπα εγειρόμενοι ή επαπειλούμενοι πόλεμοι καθιστούν όλο και πιο μακρινή την ελπίδα για μια κυριάρχηση πάνω στο βίαιο μαζικό θάνατο. Αφετέρου η επιχειρούμενη στα ιατρικά εργαστήρια εξαφάνιση καταστροφικών ιών και μικροβίων, ανανέωση καταπονημένων σωματικών οργάνων, υπερνίκηση κληρονομικών ή επίκτητων μειονεκτημάτων και χρόνιων νοσημάτων απέχει ακόμα πολύ από το να παρουσιάζει τελειωτικά επιτεύγματα. Αλλά η βελτίωση της υγιεινής κατάστασης των σύγχρονων και μελλοντικών ανθρώπινων γενεών δε δείχνει καν να εξαρτάται από την ιατρική επιστήμη τόσο, όσο από τη διεθνή πολιτική ή από την κοινωνική συμπεριφορά των λαών. Αυτή τούτη η προσπάθεια καταπολέμησης της αρρώστιας και καθυστέρησης του θανάτου αποδείχνεται ως θεσμοποιημένη μεθόδευση κοινωνικής κυριάρχησης. «Οι ιατρικοποιημένες κοινωνικές εθιμοτυπίες δεν είναι τίποτε άλλο από μια άποψη του κοινωνικού κοντρόλ, το οποίο εξασκείται μέσω του μάταιου αγώνα κατά του θανάτου» [Ivan Illich – 1979].
Στις βιομηχανικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες κοινωνίες έχει παρατηρηθεί μια ριζική μεταβολή της παραδοσιακής αντίληψης περί θανάτου, κατά το μέτρο που ολοένα ευρύτερα λαϊκά στρώματα συμπιέζονται μέσα στις ίδιες κλινικές κι εμπορευματικές συνθήκες μαζικού θανάτου. Ο επεκταμένος σε κάθε εκδήλωση ζωής καταναλωτισμός πραγμάτων, συμβάντων, αξιών και συμπεριφορών δεν ήταν δυνατό να παραβλέψει την περιοχή του θανάτου. Ανακαλύπτονται τρόποι ασφάλισης, περίθαλψης, πρόβλεψης, προστασίας που όχι μόνο μεταβάλλουν τον ίδιο το θάνατο σε εμπορεύσιμο προϊόν αλλά και εντάσσουν τη συμπεριφορά απέναντί του μέσα σε ένα πλαίσιο ακριβόλογων υπολογισμών και ισοζυγίων. Όπως σε κάθε αναλαμβανόμενο επάγγελμα, σε κάθε συνομολογούμενο συμβόλαιο, σε κάθε προσχεδιαζόμενο ταξίδι, σε κάθε οικογενειακό προγραμματισμό κλπ., έτσι και σε κάθε θανατική αναμέτρηση αποφασιστικό ρόλο παίζει η έγκαιρη πρόβλεψη και η ακριβής καταμέτρηση χρηματικών οφειλών και κερδών. Ο «καλός» ή «ευπρεπής» θάνατος εξαρτάται από την επάρκεια των διατιθέμενων χρημάτων για «ικανοποιητική» περίθαλψη στο νοσοκομείο, στο γηροκομείο, στο νεκροταφείο και στο γραφείο κηδειών. Η ψυχική διάθεση έγκαιρης προετοιμασίας για το «τελευταίο ταξίδι» εξαντλείται στη διαμόρφωση των κατάλληλων κοινωνικών συνθηκών, δηλαδή στη χρηματική αποζημίωση όλων των εξειδικευμένων παραεπαγγελματιών του θανάτου. Εντυπώνεται έτσι και κυριαρχεί μια «κοινωνικοπολιτική εικόνα περί θανάτου» [Ivan Illich – 1979], που εντάσσει τους καταναλωτές στη διεθνή μάζα ομοιόμορφα θνησκόντων χωρίς περαιτέρω αξιώσεις εξατομικευμένων απολαβών. Το αρχαίο θρησκευτικό ιδεώδες μιας παραδείσιας μεταθανάτιας απόλαυσης μέσα σε αρμονική συνύπαρξη με την αγαθή μερίδα ανανεώνεται με αντίστοιχη θρησκευτική αφοσίωση, περιορισμένο αυτή τη φορά στην εξασφάλιση κοινωνικά ταιριαστής αποβίωσης. Από την αμφίβολη πίστη στη μεταθανάτια διαιώνιση ο «κοινωνικοποιημένος» πολίτης προτιμά την κατοχυρωμένη με συμβόλαια βεβαιότητα μιας τεχνολογικά καλοοργανωμένης απόσβεσης.
Αυτή η καινούρια βεβαιότητα που δε βασίζεται τόσο σε θρησκευτικές, ηθικές ή αισθητικές αποτιμήσεις όσο σε ρασιοναλιστική και μηχανιστική θεώρηση της ανθρώπινης ζωής, δεν πολυνοιάζεται για την ισόβια διατήρηση αυτοβεβαιότητας και αυτοκυριαρχίας. Θεωρώντας αναξιόπιστη κάθε θρησκευτική υπόσχεση για ανάσταση, η πλειονότητα διαβλέπει καταρχήν ρεαλιστικά τη θανατική κενότητα, δε στέκεται όμως με θαρραλέο πείσμα να αναμετρηθεί μαζί της ως το τέλος. Η αυτοεγκατάλειψη στην ιατρική τεχνολογία δηλώνει αυτομόληση. Το άτομο δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του για το θάνατό του, όπως άλλωστε νιώθει αμέτοχο στον καθημερινά φανερωνόμενο θάνατο αμέτρητων ανθρώπων. Την ευθύνη υποτίθεται ότι αναλαμβάνει η κοινωνία, που μέσα στο θεοποιημένο της ρόλο μπορεί, σα μια πληθωρική σκακιέρα, να μην πολυανησυχεί για το θάνατο που επιφυλάσσεται στο κάθε αριθμημένο της πιόνι. Μαζί με την παράδοση της ευθύνης μεταβιβάζεται ασφαλώς και κάθε δικαίωμα επέμβασης πάνω στο άρρωστο σώμα. «Ο άρρωστος είναι άριστα προφυλαγμένος ενάντια στο να καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες του θανάτου του. Η κοινωνία αντιπροσωπευόμενη από το ιατρικό σύστημα, αποφασίζει το πότε και μετά από ποιους εξευτελισμούς και ακρωτηριασμούς θα επιτραπεί στον άρρωστο να πεθάνει... Ο δυτικός άνθρωπος έχει χάσει το δικαίωμα να κάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία στην τελευταία πράξη» [Ivan Illich – 1979]. Αυτή η άνευ όρων αυτοπαράδοση δείχνει να είναι τόσο πεπεισμένη για το αλάθητο του συστήματος, ώστε δεν ανησυχεί για επαλήθευση. Ίσα-ίσα την ενδιαφέρει το καταλάγιασμα κάθε υποψίας, με τη διαβεβαίωση ότι η κοινωνία θα αναλάβει εξ ολοκλήρου τα επακόλουθα.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
ΤΟ ΒΕΒΑΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1982


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου