Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Εκβλακοποιητές και εκβλακοποιούμενοι – Σπύρος Βρεττός



...Η συνέχεια φάνηκε πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα, καθώς – και σχεδόν παντελώς απρόσμενα – ο Ιπποκράτης, ο αρχαίος γιατρός από την Κω, μπροστά σε μισοκαταστραμμένο οίκημα, ανάμεσα σε παλιά μάρμαρα που θύμιζαν Ασκληπιείο, σε πεύκα και σε κάποια γλυπτά που θύμιζαν – αλλά καθόλου δεν ήταν – τους ιππείς των Παναθηναίων, άρχιζε να συνομιλεί μ’ ένα νέο σχετικά γιατρό, από το όλο του ύφος λέγοντάς του απόψεις, πως ο γιατρός πρέπει να ωφελεί και πάντως να μη βλάπτει, ή να υποβοηθάει τη φύση ή να θεραπεύει το ενάντιο με το αντίθετο, φροντίζοντας για την αιτιολογία και την πρόγνωση. Κυρίως όμως έδειχνε ν’ αναλύει την επίδραση των παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στη σωματική και τη διανοητική κατάσταση των ανθρώπων, «θέλοντας προφανώς να οδηγήσει πάλι – ή και να εμπνεύσει, παρατήρησες ο αφηγητής – σ’ ένα πλατύτερο πνευματικό κίνημα όπου η υγεία και η επιβίωση να καταστούν γενικά τρόπος ζωής».
Ο νέος γιατρός αν και κάπως βίαια, μ’ ένα τρόπο πάντως αρκετά ευγενικό και με αξιοθαύμαστη ενάργεια και απλότητα προσπάθησε να αντιπροβάλει τις απόψεις του συνοψίζοντας τους πολλούς μαζί παράγοντες αποτυχίας και λέγοντας (μ’ ένα τρόπο που άγγιζε τα όρια του παντελώς απλοϊκού και πασίγνωστου) πως για την ιατρική έρευνα είχαν διατεθεί ελάχιστα ποσά χρημάτων, (μόνο για την έρευνα για τα σκεπτόμενα και μη όπλα χρηματοδοτούσαν), πως οι πηγές χρηματοδότησης ήταν ελάχιστες, τυχαίες!, ή συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο, (ιδιαίτερα των ισχυρών οικονομικά κρατών) μια γελοιογραφία συνεργασίας, ή συνεργασία των εταιρειών μια εποχιακή, διαφημιστική φιέστα μάλλον, η συνειδητοποίηση της ανάγκης συνεισφοράς εκ μέρους των πολλών δεν είχε καν ξεκινήσει, οι πολιτικοί μέσα στην παγιωμένη ανάγκη από την πληθώρα των προβλημάτων είχαν προκαθορίσει τον τρόπο της σκέψης τους για τους προσεχείς αιώνες, πανίσχυρα εμπορικά κυκλώματα περισσότερο μπορούσε να θάψουν κάτι σημαντικό, οι οριακές δυνατότητες της ανθρώπινης σκέψης, που ακόμα και με τις μηχανές μαζί δεν έγιναν πολύ μεγαλύτερες. Αν τα αίτια που προκαλούν μια αρρώστια είναι πάρα πολλά, χρειάζονται πάρα πολλοί τρόποι προσπέλασης. Η αναγωγή όλων των αιτίων σ’ ένα – και θύμιζε στο σημείο αυτό, μακρινά, την πλατωνική φιλοσοφία μάλλον παρά του Αριστοτέλη – καθίσταται γεγονός σχεδόν ακατόρθωτο λογικά, έτσι που οποιαδήποτε ελπίδα να εξανεμίζεται.
Θύμισε μάλιστα και τους πολλούς και θρασύτατους χαμαιλέοντες που είχαν κατακτήσει πλέον όλες τις βαθμίδες της «ιεραρχίας», ακόμα και στους χώρους της έρευνας και που ήταν από την ίδια τους τη φύση προσδιορισμένοι, (πόσο μπορούσε τάχα να ελπίζει κανένας στο τυχαίο;) και που το μόνο που μπορούσαν ήταν να καταδικάζουν τους άλλους, (τους ήδη όμως καταδικασμένους, παραδέχτηκε).
Ο Ιπποκράτης που άκουγε σιωπηλός στο γέρμα εκείνης της ηλιόλουστης μέρας (και καθώς έφταναν οι μακρινές φωνές πουλιών που είχαν επιβιώσει, θυμίζοντας περασμένων αιώνων μακρινές φωτεινές μέρες, με την ήρεμη μελαγχολία και την απαρασάλευτη ομορφιά).
-Και παρ’ όλα αυτά, είπε, χάσατε το πραγματικό σημείο αναφοράς, την ανδρεία, την αέναη κίνηση προς ό,τι επιβάλλεται να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η μεγάλη λάμψη δεν ήρθε. Και στους πολλούς δεν απευθυνθήκατε όσο θα έπρεπε...
-Στους πολλούς!, αναφώνησε ο νέος γιατρός και χαμογέλασε αχνά, ευγενικά... Σάμπως και να υπάρχει κανένας πλέον που να μπορεί ν’ ακούσει!... Μέσα τους η σκέψη πέθανε προτού καν γεννηθεί. Επιβίωσε μόνο το αβυσσαλέο μίσος και ο ακινητοποιών φόβος. Οι ωραίες κι ευγενικές ιδέες πάγωσαν. Οι ωραίοι κι ευγενικοί άνθρωποι χάθηκαν. Παγιώθηκε (για χρόνια) μια κατάσταση αποχαυνωτικής αδράνειας με μόνες ζωντανές τις έννοιες του κέρδους και της κατανάλωσης.


Ήταν φανερό πλέον πως δεν επρόκειτο για μια απλή ιατρική διάγνωση (ή και καθαρά ιατρικό ζήτημα) και γι’ αυτό ίσως ο νέος γιατρός φάνηκε να διστάζει κάπως ενώ ο Ιπποκράτης αν και σχεδόν ασάλευτος απέναντί του, έδειχνε (όπως και παλιά) το ενδιαφέρον του για το φιλοσοφημένο γιατρό προσπαθώντας να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει:
-Και παρ’ όλα αυτά, ξανάπε ο νέος γιατρός, δεν μπορώ να μη μιλήσω για την πιο ύπουλη και μακρόβια αρρώστια εκείνων των σκοτεινών τελικά χρόνων, και που θα την ονομάσω με τον καθόλου σοβαρό και τετριμμένο και βαρβαρικό μάλλον όρο «εκβλακοποίηση», που βρίσκεται πολύ πιο κοντά και στη σοβαρότητα της όλης κατάστασης, όταν πολλοί άνθρωποι νόμιζαν πως αχνοχάραζε καινούργια εποχή. Γιατί φαινομενικά τίποτα δεν άλλαζε. Ο ασθενής έδειχνε να παραμένει ο ίδιος άνθρωπος: οι εργάτες πήγαιναν κανονικά στη δουλειά τους, εφόσον ακόμα υπήρχαν δουλειές και ο αυτοματισμός το επέτρεπε και οι υπάλληλοι μαζί με τα κομπιούτερς το ίδιο γέμιζαν τα γραφεία, όπου ακόμα ήταν απαραίτητο, και κάποιοι επιστήμονες συνεπικουρούμενοι και από τα κομπιούτερς εξακολουθούσαν να παράγουν το όποιο επιστημονικό τους έργο, και οι κάθε είδους επενδυτές και επιχειρηματίες, συνεπικουρούμενοι από πλήθος ευφυών και λιγότερο ευφυών ανθρώπων και την τελευταία λέξη της υψηλής τεχνολογίας, εξακολουθούσαν να καταμετρούν τεράστια κέρδη, να σχεδιάζουν καινούργιες εξορμήσεις ή και να παλεύουν κάποιοι για την επιβίωσή τους. (αναφέρεται μάλιστα και μια πολύ σκοτεινή περίοδος μεγάλης κάμψης ή και θανάτου ισχυρής ομάδας ή κραταιάς εποχής. Αλλά ποτέ δε δόθηκαν και δε διασώθηκαν επαρκώς διευκρινιστικά στοιχεία). Οι καλλιτέχνες εξακολουθούσαν να δημιουργούν στον όποιο βαθμό μπορούσαν, οι συγγραφείς να γράφουν ό,τι έγραφαν, οι δάσκαλοι να προσπαθούν να διδάξουν, οι γιατροί να προσπαθούν να θεραπεύσουν. Είχαν όμως όλοι τους ανεπαίσθητα προσβληθεί χωρίς να μπορούν να το καταλάβουν. Σε αραιά μόνο χρονικά διαστήματα, στα ελάχιστα φωτεινά διάκενα και στην αρχή ακόμα της «μεγάλης αρρώστιας» μπορούσε κάποιος να το συνειδητοποιήσει. Λέγανε τότε πως έφταιγες ο τρόπος ζωής που τους είχε όλους αιχμαλωτίσει ή πως έφταιγαν οι διαφημιστές και οι διαφημίσεις ή τα κομπιούτερς ή το ποδόσφαιρο και τα συναφή αθλήματα, ή οι δάσκαλοι ή οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικά που πλέον δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν έργα τέχνης και που επέβαλλαν για τέχνη ό,τι δεν ήταν, (και για τον ίδιο λόγο και οι κριτικοί). Προβάδισμα – όπως ήταν φυσικό – έδιναν και στους πολιτικούς και στους δημοσιογράφους. Και είναι αλήθεια πως τους είχαν βομβαρδίσει με τόσα ποτάμια ραδιοτηλεοπτικής ανοησίας, ψυχαγωγώντας τους κιόλας, όσα ο πλανήτης δεν είχε γνωρίσει όλους μαζί τους προηγούμενους αιώνες της ιστορίας του.
Απλοί άνθρωποι στα μικρομάγαζά τους μέσα, και κάποιοι αγρότες στα χωράφια τους – καθώς δεν είχαν ακόμα οριστικά απολέσει ένα πανάρχαιο ένστικτο και μιαν από μακρινή παράδοση ωραία διάθεση να κουβεντιάζουν και να φιλοσοφούν – διαισθάνθηκαν πως κάτι το επίφοβο σκοτεινό ερχόταν.
Ειπώθηκε πως κάποιοι (και μάλιστα ηρωικοί – σε περιόδους που ο όρος είχε παντελώς εξαφανισθεί και φαινόταν να προκαλεί ντροπή, ακόμα και στην ανάμνησή του) δημοσιογράφοι, συνειδητοποιώντας την όλη κατάσταση, θέλησαν τότε ν’ αντιδράσουν, όσο υπήρχε ακόμα καιρός. Γρήγορα όμως είδαν να χάνουν τις δουλειές τους, να γίνεται, όπως ήταν φυσικό, επιτυχής προσπάθεια για τη γελοιοποίησή τους και αργότερα φήμες κυκλοφόρησαν πως μερικούς τους είχαν δολοφονήσει, πληροφορίες όμως που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν γιατί και τα φωτεινά διαλείμματα εκείνων που συνειδητοποιούσαν την κατάσταση όλο και λιγόστευαν ή κρατούσαν ελάχιστες στιγμές, ώσπου εξέλειπαν παντελώς και τα σχετικά στοιχεία χάθηκαν.
Από χειρόγραφα που διασώθηκαν αναφέρεται η περίπτωση ανθρώπου δυστυχισμένου που το φωτεινό του διάλειμμα κράτησε μερικές μέρες. Έτσι μπόρεσε να περιγράψει το είδος και την ποιότητα των ανθρώπων που έβλεπε γύρω του και τον αυθεντικό τους καθημερινό λόγο. Την έβδομη όμως μέρα μη υπομένοντας πλέον το φωτεινό διάλειμμα τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Αναφάνηκε λοιπόν μια καινούργια περίοδος, όπου το σύνολο σχεδόν των εκβλακοποιητών ήταν ταυτόχρονα και εκβλακοποιητές και εκβλακοποιούμενοι, απ’ όπου προήλθε η νέα, πολύ περισσότερο επικίνδυνη, γενιά των εκβλακοποιούμενων πλήρως εκβλακοποιητών, (από κει πλέον και οι περισσότεροι ηγέτες προέρχονταν), με τα απεριόριστα και άκρως εξελιγμένα ραδιοτηλεοπτικά μέσα στη διάθεσή τους. Η σκέψη των ανθρώπων έγινε ανενεργός και πήρε χίλιες, ασήμαντες κατευθύνσεις, και πληρώθηκε απ’ ό,τι άχρηστο. Μερικοί όροι που είχαν σχέση με τον ανθρωπισμό χάθηκαν από τα λεξικά, παρ’ όλο που τα γεγονότα συντελούνταν μέσα σε μια «πλήρη δημοκρατία», ως προς τους τύπους.
Είχαν κυκλοφορήσει μάλιστα φήμες, χρόνια πριν την οριστική παγίωση της τελμάτωσης, πως και όντα από άλλους πλανήτες προκαλούσαν την όλη κατάσταση, επειδή τάχα ήθελαν να πειραματιστούν πάνω σε οριακές αντιδράσεις της ανθρώπινης φύσης, χρησιμοποιώντας άγνωστες, δικές τους ακτινοβολίες, από δυσπρόσιτο φάσμα των πιο επικίνδυνων ακτινοβολιών ή και ουσίες που σκόρπισαν στην ατμόσφαιρα ή παροχέτευσαν στα δίκτυα ύδρευσης και στις καλλιέργειες, φαντασιώσεις καθαρά, ίσως ακόμα και των ίδιων των εκβλακοποιημένων εκβλακοποιητών.
Γιατί, τα τελευταία κείμενα που διασώθηκαν, γραμμένα προφανώς από κάποιους νηφάλιους ανθρώπους που μπόρεσαν για λίγο να ξεφύγουν και στιγμιαία να συνειδητοποιήσουν την κατάσταση μιλάνε (και μάλιστα με συγκινητικά δραματικό τρόπο) για ολοκληρωμένα προγράμματα πλήρους εκβλακοποίησης γήινης καθαρά προέλευσης από περιοχές όπου όλος ο πολιτισμός τους εκπέμπει εκβλακοποίηση. Αλλά τα κείμενα δεν προσδιόριζαν, από φόβο ίσως, ούτε το ακριβές σημείο της προέλευσης, ούτε ποια χώρα είχε εφαρμόσει τα τελειότερα προγράμματα, ούτε ποιες χώρες είχαν πληγεί περισσότερο, αν αυτές ήταν οι πιο ανεπτυγμένες, βιομηχανικά και αυτές που τεχνουργούν τη σφαίρα της υψηλής τεχνολογίας ή οι λιγότερο αναπτυγμένες ή αυτές που για αιώνες αποκαλούσαν με τον παράδοξο τίτλο «Τρίτος Κόσμος», και τα στοιχεία χάθηκαν οριστικά για την ιστορική έρευνα έτσι που πλέον θα είναι υποχρεωμένη να στηριχτεί, όπως συνήθως, στις καλά τεκμηριωμένες φαντασιώσεις των ιστορικών.
Γεγονός είναι πάντως πως αντίδραση είχε υπάρξει, τα κείμενα μιλούν καθαρά στο σημείο αυτό: απεργιακοί αγώνες είχαν ξεσπάσει, όταν ακόμα το σώμα της κοινωνίας παράμενε κάπως ζωντανό. Λέγανε πως πολλοί και ηρωικοί άνθρωποι αντιστάθηκαν, χάνοντας το ψωμί τους και βυθίζοντας τις οικογένειές τους στην ανέχεια και στην αφόρητη λύπη, και πως πολλοί έχασαν ακόμα και τη ζωή τους, επειδή ένιωθαν να συγγενεύουν με μακρινά οράματα κι επειδή σέβόντανε το αίμα όλων των προγενέστερων νεκρών.
Αγωνίζονταν όμως οι δύστυχοι μέσα σ’ έναν κόσμο παράλογης (αλλά και φυσιολογικής για τα δίσεκτα εκείνα χρόνια και σύμφωνης με το όλο κλίμα) αδιαφορίας, κάτω από ύβρεις και προπηλακισμούς και κάθε είδους εξευτελισμούς, ανάμεσα σε ανθρώπους – και φτωχούς και λιγότερο φτωχούς που δυστυχώς η επιδημία φαίνεται πως είχε για τα καλά πλήξει – ανθρώπους που τους θεωρούσαν εγκληματίες και υπερασπιστές δικών τους προσωπικών συμφερόντων, γιατί δεν ήξεραν οι δύστυχοι πως αυτοί υπερασπίζονταν, ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνουν, «το παράδοξο πλέον δικαίωμα του να ‘σαι άνθρωπος!» Διαμαρτύρονταν όμως (προσποιητά κλαυθμυρίζοντας κάποτε) και οι κάθε είδους εκβλακοποιητές που τάχα δεν τους επέτρεπαν την ανεμπόδιστη ισοπέδωση κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας!... Ώσπου τους έπιανε το εγκληματικό τους αμόκ και τότε, αποκαλύπτοντας και την αληθινή τους φύση, γίνονταν αδυσώπητα φονικοί.
Τους εκβλακοποιητές, συνεπικουρούσαν στα πρώτα τους βήματα και κάθε είδους προδότες (είναι αλήθεια πραγμάτων που ποτέ δεν πίστεψαν) προδότες που δεν αγάπησαν ποτέ κανέναν άνθρωπο, μικρόνοοι και υποκριτές που περιτύλιγαν τον εαυτό τους γύρω από τον εαυτό τους, αποβράσματα τελικά της επερχόμενης ολοκληρωτικής νύχτας.
Ο νέος γιατρός έπαψε να μιλάει και ο Ιπποκράτης προφανώς έκπληκτος, ίσως και γιατί θα νόμιζε πως οι πρώτοι που θα είχαν πληγεί από την επιδημία θα ήταν οι γιατροί και που τώρα έβλεπε πως ένας γιατρός με τόσο εκπληκτικά ωραίο τρόπο του παρουσίαζε την όλη κατάσταση – και παρ’ όλα αυτά, είπε, το θέμα φαίνεται υπόθεση φιλοσόφων μάλλον παρά γιατρών.
-Ω, είπε ο νέος γιατρός. Αλλοίμονο αν η φιλοσοφία καταντήσει τελικά υπόθεση των δασκάλων της φιλοσοφίας, και αλλοίμονο φυσικά, (συμπλήρωσε), αν η φιλοσοφία δεν παραμείνει και υπόθεση των δασκάλων της φιλοσοφίας... Αλλ’ οι φιλόσοφοι που υπάρχουν φαίνονται, πολλές φορές, σαν τους πολιτικούς, που είναι σαν να μην υπάρχουν: φιλόσοφοι του ήσσονος σημασίας λόγου και της αχαλίνωτης διασύνδεσης λέξεων – εννοιών που, όταν δεν είναι αυθεντική ποίηση, εύκολα προσεγγίζει τα όρια της ανοησίας. Άλλωστε – και τα κείμενα μιλάνε με πολλή σαφήνεια στο σημείο αυτο – πολλοί διανοούμενοι έπαιξαν το ρόλο τους στα πρώτα βήματα της επιδημίας, ως καλά αμειβόμενοι εκβλακοποιητές.
Πολύ γρήγορα όμως οι ανεξέλεγκτες πλέον, πανίσχυρες δυνάμεις της «παγκόσμιας εκβλακοποίησης» είχαν εξαπολύσει την τραγικότερη επίθεση εναντίον των ανθρώπων, ώστε σταδιακά και ασυναίσθητα να δημιουργηθεί ένας αντιπολιτισμός, όπου ακόμα και η βασική έννοια της παγκόσμιας ειρήνης να διατρέχει άμεσο κίνδυνο, ενώ δρούσαν ελεύθερα πλέον και οι κάθε είδους διορθωτές και επιδιορθωτές της ανθρώπινης φύσης και της κάθε ζωντανής και μη ύπαρξης.
Οι μόνοι πάγιοι συσχετισμοί που επέζησαν για χρόνια φαίνεται πως ήταν εκείνοι της εκβλακοποίησης και της συναίσθησης πλήρους ασφάλειας, ή της εκβλακοποίησης και του κέρδους.
Ο νέος γιατρός έπαψε να μιλάει και ο Ιπποκράτης έμεινε για λίγο σιωπηλός, αλλ’ όχι ιδιαίτερα ανήσυχος, όπως άλλωστε ήταν και η πραγματική του φύση. Γρήγορα όμως βρέθηκε να αναλογίζεται, (αλλά μ’ έναν τρόπο μάλλον απλοϊκό και ελάχιστα ίσως φιλοσοφικό, όπως και η όλη συζήτηση άλλωστε), μήπως η κατάσταση που παγιώθηκε είναι η «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου, μακροχρόνια, (όπως και στο παρελθόν), εξαρτημένη άμεσα και από το φυσικό και το κοινωνικό του περιβάλλον ή μήπως ακόμα και η κάποια κατάσταση ευτυχίας εξαρτάται κυρίως από το βαθμό της εκβλακοποίησης.
-Είναι πράγματι μια κατάσταση, είπε ο νέος γιατρός, που σου επιτρέπει, να παίζεις γκολφ ή τέννις και να κάνεις δηλώσεις, όταν ο γενικότερος θάνατος πλησιάζει... ή που σε κάνει τόσο ευτυχή για τη νίκη της ποδοσφαιρικής σου ομάδας και τόσο δυστυχή γι την αποτυχία της... ή που επιτρέπει τόσο πολύ τη συγκάλυψη της ανθρώπινης δυστυχίας και που υπόσχεται βάσιμα τη διαιώνιση της αδικίας και την απεριόριστη εξέλιξη της αθλιότητας... Είναι τελικά μια κατάσταση που τίμια και με τόσο πραγματική ειλικρίνεια υπόσχεται να σβήσει ό,τι ευγενικό και υψηλό παρήγαγε η ανθρώπινη σκέψη.
Δεν είναι όμως η συνηθισμένη κατάσταση ηλιθιότητας που σου επιτρέπει να τους εξαπατάς, να τους χρησιμοποιείς, να επηρεάζεις τη συνείδησή τους μεταβάλλοντας τους σ’ εχθρούς του ίδιου τους του εαυτού... Επρόκειτο για μιαν άλλη ποιότητα που μέσα ήσουν κι εσύ.
Που μέσα υπήρχε ο καθένας: ο φιλοσοφών και ο κορυφαίος επιστήμονας και ο απλός φυσικός άνθρωπος και ο άπληστος μικροληστής και ο μεγάλος απατεώνας...
Επιγραμματικά μάλιστα πρόσθεσε:
«Εκβλακοποίηση, εκχυδαιοποίηση, παρανοϊκότητα, εγκληματικότητα».
Για λίγο επικράτησε σιωπή.
-Βυθίστηκαν πράγματι, ξανάπε ο νέος γιατρός, μέσα στην ομορφιά της πλήρους εκβλακοποίησης, τραγική ομορφιά που οι ίδιοι όμως, όπως και κάθε άλλην ομορφιά ποτέ δεν θα μπορούσε να ιδούν...
-Προφανώς λοιπόν, παρατήρησε ο Ιπποκράτης, τα παραπάνω θα μπορούσε να συνοψιστούν σε κάποιες άλλες εννοιες;
-Πολύ μεταγενέστερα κείμενα επισημαίνουν κάποια σημεία:
«Ο θάνατος του θεωρητικού λόγου και της συνολικής θέασης... Η μη ανανέωση του θεωρητικού λόγου... Ο θάνατος του ευρύτερου αποδεικτικού λόγου και της αυστηρής, λογικής ανάλυσης... Ο θάνατος τελικά της ιστορικής σκέψης...»
Επικράτησε και πάλι σιωπή.
-Και πως θα μπορούσε τάχατες κάποιος ν’ αντιδράσει ξανάπε ο Ιπποκράτης, ενάντια στη βαριά χαύνωση ή ακόμα και στην καταστροφή της ανθρώπινης καλαισθησίας ή ενάντια στο θάνατο της Τέχνης, που έλεγαν κάποτε πως αποτελεί τη ζωοδόχο πνοή του πιο γνήσιου ανθρωπισμού;
Η απάντηση του νέου γιατρού, παρόλο που ήρθε σχεδόν αυθόρμητη, ήταν ωστόσο σχεδόν σιβυλλική:
-Πρέπει να πορευτεί κανένας, είπε, σε σκοτεινούς, άθλιους δρόμους, με σκοτεινά φονικά υποκείμενα γεμάτους, (παρ’ όλο που καθόλου δεν φαντάζουν έτσι), με κάθε είδους συκοφάντες και διαταραγμένους διαστρεβλωτές... Στο σκοτεινό, υποχθόνιο ποτάμι, στους καλά συγκεκαλυμμένους, αλληλένδετους κύκλους του χαμού... Όχι, δεν πιστεύω πως τελικά θα μπορούσε να γίνει κάτι.
Στο σύντομο ιντερμέδιο – στοιχείο παρέμβλητο – αναφάνηκαν άνθρωποι που με αληθινή κατάνυξη προσεύχονταν σε μικρούς ή μεγάλους ναούς μέσα.
«Ήταν όπως οι μεγάλες ολονυχτίες της ατελεύτητης προσευχής», είπε ο αφηγητής, ενώ μακρινή μουσική, που όλο κι έσβηνε συνόδευε την όλη εκδήλωση. Και μακρινές χορωδίες που χάνονταν.


Σπύρος Βρεττός
Αγωνία Επιβίωσης ή Μελέτη Θανάτου
Εκδόσεις Λογοθέτης 1994

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου