.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΟΡΘΡΟΥ ΒΑΘΕΟΣ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

 

Η κάθε φλόγα, απ’ τό καθάριο λάδι

πίνοντας μέσα στούς λαμπαδοστάτες

τόν πρώτον όρθρο εφάνταζε πετράδι

μπροστά απ’ τούς αγγέλους παραστάτες


Στα κυπαρίσσινα στασίδια ομάδι,

στις πνοές του λιβανιού τίς μυρωδάτες,

τών ψυχών μας ενιώθαμε τό χάδι

σε μυστικές νά μάς ζυγώνει στράτες...


τόξο το φρύδι· και κυρτό το χείλι·

κι οι πλόκαμοι σγουροί· κ’ η ευωδία

του κορμιού Σου της σκέψης μου αντιστύλι...


και λογισμών αβόητων συνοδεία

της πεθυμιάς μου τον ανθό είχε κλείσει,

σά την κερήθρα απάνω στο μελίσσι...

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Η ιστορία με το κριάρι - Mark Twain


Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου ’λεγαν πότε πότε ότι έπρεπε να παρακαλέσω κάποιον Τζιμ Μακ Μπλέην να μου διηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία με το κριάρι του παππού του – αλλά πάντα πρόσθεταν ότι δεν έπρεπε ν’ αναφέρω το θέμα αν ο Τζιμ δεν ήταν μεθυσμένος εκείνη την ώρα -όχι πολύ δηλαδή, απλώς όσο χρειάζεται για να ’ρθει στο κέφι και να νιώθει άνετα. Μου το ’λεγαν συνέχεια, μέχρι που άρχισε να με τρώει η περιέργεια. Έγινα η σκιά του Μπλέην. Αλλά μάταια, γιατί τα  παιδιά όλο και κάποια αντίρρηση είχαν για την κατάστασή του. Συχνά μέθαγε αρκετά, ποτέ όμως ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είχα ξαναπαρακολουθήσει άνθρωπο με τόσο αμείωτο ενδιαφέρον, με τέτοια ανήσυχη αγωνία. Ποτέ δεν είχα λαχταρήσει τόσο να δω έναν άνθρωπο να γίνεται σκνίπα. Επιτέλους, ένα βράδι, έτρεξα βιαστικά στην καλύβα του, γιατί είχα μάθει ότι αυτή τη φορά η κατάστασή του ήταν τέτοια, που ακόμα κι οι πιο σχολαστικοί την έβρισκαν άψογη -ήταν ήρεμα, γαλήνια, συμμετρικά μεθυσμένος- ούτε ένας λόξιγκας δεν έσπαγε τη φωνή του, ούτε ένα σύννεφο στο μυαλό του δε σκοτείνιαζε τη μνήμη του. Μπαίνοντας τον είδα να κάθεται πάνω σ’ ένα άδειο βαρέλι από μπαρούτι, μ’ ένα πήλινο τσιμπούκι στο ένα χέρι και το άλλο σηκωμένο για να επιβάλει την ησυχία. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, ολοστρόγγυλο και πολύ σοβαρό. Ο λαιμός του ήταν γυμνός και τα  μαλλιά του ανάκατα. Στην εμφάνιση και την αμφίεση ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος χρυσοθήρα τής εποχής. Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα κερί και στο θαμπό του φως ξεχώρισα «τα παιδιά» καθισμένα εδώ κι εκεί σε ράντζα, κιβώτια, βαρέλια από μπαρούτι κλπ.
«Σσσ!» είπαν. «Μη μιλάτε, αρχίζει».
Βρήκα αμέσως κάθισμα κι ο Μπλέην είπε:
«Δε φαντάζομαι να ξανάρθουν ποτέ κείνες οι μέρες. Εγώ πάντως τέτοιο βαρβάτο κριάρι δεν έχω ξαναδεί. Ο παππούς το ’φερε απ’ το Ιλινόις -τ’ αγόρασε από κάποιον Γέητς -Μπίλ Γέητς- μπορεί και να τον έχετε ακουστά. Ο πατέρας του ήταν ψάλτης -Βαπτιστής- κι ήταν και κομπιναδόρος, μεγάλη μάρκα. Έπρεπε να σηκωθείς πολύ νωρίς για να τον πιάσεις στον υπνο το γέρο Γέητς. Εκείνος ήταν που ’βαλε τους Γκρην να διπλαρώσουν τον παππούλη μου όταν ξεκίνησε για δυτικά. Ο Σεθ Γκρην ήταν ο καλύτερος του χωριού. Παντρεύτηκε μια Γουίλκερσον -τη Σάρα Γουίλκερσον- καλόβολο πλάσμα ήταν, και το καμάρι του Στόνταρντ, έτσι λέγαν όσοι την ξέρανε. Έπαιρνε το σακί με το αλεύρι κι έκανε μια και το φόρτωνε στον ώμο σα να ’ταν πούπουλο. Κι ήτανε και χρυσοχέρα! Κι ανεξάρτητη! Άκου να δεις: Ήρθε ο Σάιλ Χώκινς κι άρχισε να τη γυρνοβολάει, κι εκείνη του λέει ότι δε με νοιάζουν τα  λεφτά σου, πάντως εγώ χωριό με σένα δεν κάνω. Βλέπεις, ο Σάιλ Χώκινς -έ, λοιπόν όχι, δεν ήταν ο Σάιλ Χώκινς- ήταν ένας αλητάμπουρας, ο Φίλκινς – μου διαφεύγει το μικρό του. Αλλά ήτανε μεγάλος μασκαράς. Ένα βράδυ, σουρωμένος, μπαίνει στον εσπερινό κι αρχίζει να φωνάζει «Ζήτω ο Νίξον» -νόμιζε πώς ήταν προεκλογική συγκέντρωση. Και σηκώνεται ο γέρο Φέργκιουσον, έξαλλος, και τον πετάει από το παράθυρο και πέφτει πάνω στη Μις Τζέφερσον, καρφωτός στο κεφάλι τής ήρθε, τής δύστυχης. Καλή ψυχή -είχε γυάλινο μάτι και το δάνειζε στη γριά Γουάγκνερ, όταν της έρχονταν επισκέψεις, γιατί εκείνη δεν είχε. Αλλά της έπεφτε μικρό, κι όταν ξεχνιόταν η Μις Γουάγκνερ, στριφογύριζε στην κόχη και κοίταζε προς τα πάνω ή στα πλάγια, κι από δω κι από κει. Και τ’ άλλο μάτι στυλωμένο να κοιτάζει ίσια μπροστά σαν κανοκιάλι. Τούς μεγάλους δεν τους ένοιαζε, αλλά τα  παιδιά μπήγανε τα  κλάματα μόλις την έβλεπαν, ήταν ανατριχιαστικό. Παιδευόταν να το στερεώσει με μπαμπάκι -αλλά δε γινόταν- έφευγε το μπαμπάκι και περίσσευε από τη μια μεριά και την έβλεπαν τα παιδιά και πάθαιναν σπασμούς. Της έπεφτε συνέχεια, και σε κοίταζε με κείνη την άδεια τρύπα και σ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί εκείνη πού να καταλάβει πότε της έλειπε, τέτοια τύφλα που ’χε από κείνη τη μεριά. Κι έτσι κάποιος τη σκούνταγε και της έλεγε, «Το μάτι σας έχει χαλαρώσει κάπως, αγαπητή δεσποινίς Γουάγκνερ» -κι έπειτα όλοι κάθονταν και περίμεναν να το ξανασφηνώσει στη θέση του- το μπρος πίσω συνήθως, κι ήταν πράσινο σα βάτραχος, γιατ’ ήτανε και ντροπαλή και τα ’χανε εύκολα μπροστά σε κόσμο. ’Έτσι κι αλλιώς βέβαια δεν πείραζε που ήτανε το μπρος πίσω, γιατί το δικό της το μάτι ήτανε γαλανό και το γυάλινο ήτανε κίτρινο μπροστά, κι έτσι απ’ όπου και να το ’βαζε δεν ταίριαζε έτσι κι αλλιώς. Άσσος στην τράκα, η γριά Γουάγκνερ. Όποτε είχε κόσμο στο σπίτι, δανειζόταν το ξύλινο πόδι της Μις Χίγκινς για να μπορεί να περπατάει. Ήταν πολύ πιο κοντό απ’ τ’ άλλο της το ξερό, αλλά εκείνην δεν την ένοιαζε. ’Έλεγε ότι δεν τ’ άντεχε τα  δεκανίκια όταν είχε κόσμο, γιατ’ ήταν χασομέρι. Όταν είχε κόσμο, λέει, κι έπρεπε να γίνουν ένα σωρό δουλειές, ήθελε να σηκώνεται και να τις ξεπετάει στα γρήγορα, μόνη της. Ήτανε και φαλακρή σα λαμπόγυαλο και δανειζόταν την περούκα της Μις Τζέηκοπς -η Μις Τζέηκοπς ήταν, η γυναίκα του νεκροθάφτη- μια παλιοβρώμα ήταν κι όταν κάποιος αρρώσταινε πήγαινε και θρονιαζόταν στο σπίτι του και τον περίμενε. Και το τομάρι ο άντρας της καθόταν όλη μέρα στη σκιά σ’ ένα φέρετρο που λογάριαζε ότι θα ταίριαζε στον υποψήφιο. Κι αν χασομέραγε ο πελάτης και δεν ήταν σίγουρος, έπαιρνε σάντουιτς και μια κουβέρτα και κοιμότανε μέσα στο φέρετρο τη νύχτα. Έτσι την πάτησε μια φορά, με παγωνιά, κάπου τρεις βδομάδες, να κάθεται να περιμένει μπροστά στο σπίτι του γέρο Ρόμπινς. Και μετά, δυο χρόνια ολόκληρα του ’χε κόψει την καλημέρα του γέρου, γιατί του την έσκασε. Έπαθε κρυοπαγήματα στο ένα πόδι κι έχασε κι ένα σκασμό λεφτά γιατί ο γέρο Ρόμπινς έγινε περδίκι. Λοιπόν, όταν ξαναρρώστησε ο Ρόμπινς, ο Τζέηκοπς σκέφτηκε να τα  φτιάξει πάλι μαζί του και πέρασε ένα χέρι βερνίκι το ίδιο φέρετρο και το πήρε και πήγε να τόνε δει. Αλλά δεν ήταν και τόσο απλό να τόνε ρίξεις το γέρο Ρόμπινς. Του είπε να μπει μέσα και φαινόταν ετοιμοθάνατος κι αγόρασε το φέρετρο δέκα δολάρια κι ο Τζέηκοπς είπε ότι θα του τα  ’δινε πίσω κι άλλα εικοσπέντε από πάνω αν ο Ρόμπινς το δοκίμαζε και δεν το ’βρίσκε του γούστου του. Κι έπειτα ο Ρόμπινς πέθανε, και στην κηδεία σπάει το καπάκι και πετάγεται πάνω τυλιγμένος στο σάβανο και λέει στον παπά τέρμα η παράσταση γιατί εγώ τέτοιο φέρετρο δεν το αντέχω. Βλέπετε είχε ξαναπάθει νεκροφάνεια μια φορά στα νιάτα του, κι έτσι σκέφτηκε να το παίξει μονά ζυγά. Έκανε το λογαριασμό του κι αν ξαναγύριζε, ήταν λεφτά στην τσέπη του, κι αν όχι, εκείνος δε θα ’χανε δεκάρα. Και, μα το Θεό, έκανε μήνυση στο Τζέηκοπς και κέρδισε και τη δίκη. Κι έστησε το φέρετρο στο σαλόνι κι έλεγε ότι τώρα δε βιαζόταν. Κι ο Τζέηκοπς έβγαζε αφρούς απ’ το κακό του. Ξανάφυγε για την Ιντιάνα, μετά από λίγο -πήγε στη Γουέλσβιλ- απ’ τη Γουέλσβιλ ήταν κι οι Χόγκαντορν. Εξαιρετική οικογένεια. Από το Μαίρηλαντ, γενιές ολόκληρες. Δεν έχω δει άνθρωπο ν’ ανακατεύει τα  ποτά του και να βλαστημάει καλύτερα από το γέρο Χόγκαντορν. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Χήρα Μπίλινγκς – πρώην Μπέκυ Μάρτιν. Η μάνα της ήταν η πρώτη γυναίκα του Ντάνλαπ. Η μεγαλύτερη κόρη, η Μαρία, παντρεύτηκε έναν ιεραπόστολο και πέθανε σα χριστιανή -τη φάγανε οι άγριοι. και κείνον τόνε φάγανε, το δύστυχο -τον κάνανε βραστό. Δεν ήταν έθιμο, έτσι λένε, αλλά εξήγησαν στους φίλους του που πήγανε να πάρουνε τα  πράγματά του, ότι τούς είχαν δοκιμάσει μ’ ένα σωρό τρόπους τούς Ιεραπόστολους και ποτέ δεν τούς γίνονταν νόστιμοι -κι οι συγγενείς του συγχίστηκαν που χαράμισε τη ζωή του για ένα ηλίθιο πείραμα, τρόπος του λέγειν. Αλλά να ξέρετε, τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο. Όλα που δεν καταλαβαίνουνε οι άνθρωποι και δε βλέπουνε το λόγο, όλα φανερώνονται όταν επιμένεις και τα  σκαλίσεις λιγάκι. Και το κρέας εκείνου του ιεραπόστολου, ούτε κι αυτός δεν το ’ξερε, προσηλύτισε μέχρι και τον τελευταίο κανίβαλο που δοκίμασε τη σούπα. Μόνο αυτό τούς έπεισε. Λοιπόν, μη μου λέτε εμένα ότι τον έβρασαν τυχαία. Τίποτα δε γίνεται τυχαία. Όταν ο μπάρμπας μου ο Λεμ είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μια φορά κι έσκυβε απέξω, θα ξέρναγε ή μεθυσμένος θα ’ταν, δεν ξέρω, ένας Ιρλανδέζος μ’ ένα τσουβάλι τούβλα έπεσε πάνω του από το τρίτο πάτωμα και τού ’σπάσε τη ραχοκοκαλιά σε δυο μεριές. Κι είπαν ότι ήταν ατύχημα. Σιγά το ατύχημα. Δεν ήξερε ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά βρέθηκε εκεί για έναν καλό λόγο. Αν δεν ήταν εκεί, ο Ιρλανδός θα ’χε γίνει κομματάκια. Και κανένας δε μου το βγάζει από το μυαλό. Ήταν κι ο σκύλος του εκεί, του μπάρμπα Λεμ. Γιατί δεν έπεσε πάνω στο σκύλο ο Ιρλανδός; Γιατί ο σκύλος θα τον είχε δει και θα ’χε φύγει. Γι’ αυτό δεν έπεσε πάνω στο σκύλο. Δε μπορείς να βασίζεσαι σ’ ένα σκύλο για να εκτελεί τις βουλές της Θείας Πρόνοιας. Ακούστε που σας λέω, ήταν στημένη υπόθεση. Ατυχήματα δεν υπάρχουν, παιδιά. Ο σκύλος του μπάρμπα Λεμ –θα ’πρεπε να τόνε βλέπατε εκείνο το σκύλο. Τσοπανόσκυλο ήταν -ή μάλλον μισό τσοπανόσκυλο, μισό μπουλντόγκ- θαυμάσιο ζώο. Ήταν του πάστορα Χάγκαρ πριν τον πάρει ο μπάρμπα Λεμ. Χάγκαρ απ’ τους Χάγκαρ της Ρηζέρβ. Μεγάλο σόι. Η μάνα του ήταν Γουώτσον. Μια από τίς αδερφές του παντρεύτηκε έναν Γουήλερ. Εγκαταστάθηκαν στο Μόργκαν και τον έφαγε η μηχανή σε μια ταπητουργία, και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον έβγαλε χαλί από την άλλη. Η χήρα του το αγόρασε εκείνο το κομμάτι κι οι άνθρωποι ήρθαν από εκατό μίλια μακριά για να πάνε στην κηδεία. Ήταν δεκατέσσερα μέτρα ολόκληρα το κομμάτι, κι εκείνη δεν τους άφηνε να τον τυλίξουν, αλλά τον φύτεψε έτσι όπως ήταν -σ’ όλο το μήκος. Η εκκλησία δεν ήταν και πολύ μεγάλη κι η μια άκρη του φέρετρου περίσσευε από το παράθυρο. Δεν τον έθαψαν, τον φύτεψαν στημένο έτσι -σά μνημείο- και κάρφωσαν και μια ταμπέλα που έγραφε – έγραφε – έγραφε – εις μ-ν-ή-μ-η-ν δεκατεσσάρων μ-έ-τ-ρ-ω-ν χα…λιού – με τα  λ-εί-ψ-α-ν-α του Γ-ου-ί-λ-ι-α-μ Γου-ή-»
Εδώ και λίγη ώρα ο Τζιμ Μπλέην είχε αρχίσει να χασμουριέται ολοένα και πιο συχνά -το κεφάλι του έπεσε μπροστά, μια, δυο, τρεις φορές- μέχρι που ακούμπησε στο στήθος του και βυθίστηκε σ’ ένα γαλήνιο κι ατάραχο ύπνο. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα των παιδιών -κόντευαν να πνιγούν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους. Από την αρχή γέλαγαν, μόλο που εγώ δεν το είχα προσέξει. Κατάλαβα ότι «μου την είχαν σκάσει». Έμαθα τότε πώς η ιδιομορφία του Τζιμ Μπλέην ήταν ότι όποτε έφτανε σ’ ένα ορισμένο στάδιο μέθης, καμιά ανθρώπινη δύναμη δε μπορούσε να τον εμποδίσει ν’ αρχίσει να διηγείται τη θαυμάσια περιπέτεια που τού είχε συμβεί κάποτε με το κριάρι του παππού του -κι η πρώτη φράση του σχετικά με το κριάρι ήταν κι η μοναδική που είχε ακούσει ποτέ άνθρωπος. Πάντα πήδαγε από το ένα θέμα στο άλλο, ασταμάτητα, μέχρι που δεν άντεχε άλλο στο ουίσκι και τον έπαιρνε ο ύπνος. Τί ήταν εκείνο που είχε συμβεί σ’ αυτόν και το κριάρι του παππού του, είναι ένα σκοτεινό μυστήριο, γιατί μέχρι σήμερα κανένας δεν το ’χει μάθει.



Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Θα πεθάνω ένα πένθιμο… - Κώστας Ουράνης


Θα πεθάνω ένα πένθιμο

του Φθινόπωρου δείλι

μεσ' στην κρύα μου κάμαρα

όπως έζησα μόνος,

στη στερνή αγωνία μου

τη βροχή θε ν' ακούω

και τους γνώριμους θόρυβους

που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο

του Φθινόπωρου δείλι

μέσα σ' έπιπλα ξένα

και σε σκόρπια βιβλία,

θα με βρουν στο κρεββάτι μου

θε να 'ρθεί ο αστυνόμος

θα με θάψουν σαν άνθρωπο

που δεν είχε ιστορία.

Απ' τους φίλους που παίζαμε

πότε - πότε χαρτιά,

θα ρωτήσει κανένας τους

έτσι απλά: ''Τον Ουράνη,

μην τον είδε κανείς;

Έχει μέρες που χάθηκε...''

Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας:

''Μ' αυτός έχει πεθάνει!''.

Μια στιγμή θ' απομείνουνε

τα χαρτιά τους κρατώντας

θα κουνήσουν περίλυπα

και σιγά το κεφάλι,

θε να πουν:

''Τ' είν' ο άνθρωπος!

Χθες ακόμα εζούσε...''

και βουβοί στο παιχνίδι τους

θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος

στα ''ψιλά'' που θα γράψει

πως ''προώρως απέθανεν

ο Ουράνης στην ξένην,

νέος,

γνωστός εις τους κύκλους μας,

κάποτε είχε εκδώσει

μία συλλογή ποιήματα

πολλά υποσχομένην''.

Κι αυτή θα 'ναι η μόνη

του θανάτου μου μνεία,

στο χωριό μου θα κλάψουνε

μόνο οι γέροι γονιοί μου

και θα κάνουν μνημόσυνο

με περίσσιους παπάδες,

όπου θα 'ναι όλοι οι φίλοι μου

κι ίσως - ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο

του Φθινόπωρου δείλι,

σε μια κάμαρα ξένη

στο πολύβουο Παρίσι

και μια Καίτη θαρρώντας

πως την ξέχασα γι' άλλη,

θα μου γράψει ένα γράμμα

και νεκρό θα με βρίσει...



Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑ ΣΙΟΤΑ - Bertolt Brecht


Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο λιμάνι της μικρής πόλης La Ciotat στη νότια Γαλλία, είδαμε σ’ ένα πανηγύρι, με την ευκαιρία μιας λεμβοδρομίας, στο κέντρο της πλατείας, ένα μπρούτζινο άγαλμα του Γάλλου Στρατιώτη, γύρω απ’ το οποίο στριμωγνόταν κόσμος πολύς.
Ζυγώσαμε κι ανακαλύψαμε πως το άγαλμα ήταν αληθινός άνθρωπος, μέσα στην καστανόχρωμη χλαίνη του, με κράνος στο κεφάλι και μια μπαγιονέτα στο χέρι, να στέκεται ακίνητος πάνω σε μαρμαρένιο βάθρο και να τον τσουρουφλίζει ο καυτερός ήλιος του Ιουνίου. Το πρόσωπο και τα χέρια του τα ’χε βάψει με μπρούτζινο χρώμα. Δεν κουνούσε κανένα του μούσκλο ούτε και τα ματόκλαδά του πετάριζαν, τα κρατούσε στητά.
Μπροστά στα πόδια του, που ήταν κι η βάση του αγάλματος απλωνόταν ένα κομμάτι χαρτόνι και πάνω του διάβαζε ο περαστικός:
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΓΑΛΜΑ (L’HOMME STATUE)
«Εγώ, ο Σαρλ-Λουί Φρανσάρ, στρατιώτης του ...στού Συντάγματος, απόχτησαν την ιδιαίτερα εξαιρετική ικανότητα, από μια καταστροφή στα οχυρά του Βερνταίν, να στέκω ακίνητος και να παρασταίνω, όσην ώρα θέλω, το άγαλμα. Αυτή μου η ικανότητα εξετάστηκε από πολλούς καθηγητές και χαρακτηρίστηκε σαν ανεξήγητη αρρώστια. Δώστε, σας παρακαλώ, σ’ έναν άνεργο πατέρα, μια μικρή βοήθεια».
Ρίξαμε τον οβολό μας στο δισάκι που έστεκε κοντά στην παράκληση και προχωρήσαμε ελεεινολογώντας με το κεφάλι.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται οπλισμένος μέχρι τα δόντια ο από χιλιάδες χρόνια ακατάβλητος στρατιώτης, αυτός που με τη βοήθειά του φτιάξανε ιστορία, που επραγματοποίησε όλα εκείνα τα μεγάλα επιτεύγματα του Αλέξανδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τα οποία εμείς διαβάσαμε στα σχολικά μας βιβλία. Αυτός είναι. Δεν πεταρίζουν τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο ηνίοχος του δρεπανηφόρου άρματος του Καμβύση, που τελικά δεν μπόρεσε να τον σκεπάσει η άμμος της ερήμου, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο κονταροφόρος του Τσέγκις Χαν, ο Ελβετός του Λουδοβίκου 16ου και του
Ναπολέοντα ο γρεναδιέρος. Και κατέχει και την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να μην αφήνει τον εαυτό του να νιώθει, όταν δοκιμάζονται πάνω του τα κάθε λογής όργανα καταστροφής.
Σαν την πέτρα, αναίσθητα – λέει - αναμένει την καταδίκη του όταν τον στέλνουν στο θάνατο. Τρυπημένος πέρα ως πέρα απ’ τα δόρατα διάφορων εποχών, πέτρινα, μπρούτζινα, σιδερένια, πλακωμένος από οχήματα, απ’ του Αρταξέρξη ίσαμε και του στρατηγού Λούντερντορφ, τσαλαπατημένος απ’ τους ελέφαντες του Αννίβα και το ιππικό του Αττίλα, κομματιασμένος απ’ τα βλήματα όλο και πιο τελειοποιημένων φονικών όπλων, αλλά κι απ’ τους εναέριους ογκόλιθους ενός καταπέλτη, καταξεσκισμένος από χειροβομβίδες μεγάλες και μικρές, σαν τα’ αυγά της περιστέρας ή της μέλισσας, στέκεται όρθιος, ακατάβλητος, πάντα φτου και ’ξαρχής, να τον προστάζουν στις πολυποίκιλες γλώσσες, όμως πάντα, δίχως να ξέρει το γιατί και για ποιον σκοπό. Τις χώρες που εδάμαζε δεν τις κέρδιζε για τον εαυτό του, όπως ο χτίστης δεν κάθεται στο σπίτι που έχτισε. Ωστόσο η χώρα που αυτός υπερασπιζόταν κάπως του ανήκε. Πάνωθέ του η θανατερή βροχή απ’ τα αεροπλάνα κι η κοχλάζουσα πίσσα απ’ τα τείχη της πόλης και κάτω χαρακώματα και λάκκοι, γύρω του η πανούκλα και το θειάφι, σάρκινη φαρέτρα για ακόντια και βέλη, στόχος, πολτός για τανκς, βραστήρας αερίων. Μπροστά του ο εχθρός, πίσωθέ του ο στρατηγός!
Αμέτρητα τα χέρια που του πλέκαν τις φανέλες, πού σφυρηλατούσαν το σιδερένιο θώρακα και φκιάχνανε τις αρβύλες! Ανεξάντλητες κι οι τσέπες που γιόμιζαν απ’ αυτόν! Ατέλειωτος ο αλαλαγμός, σ’ όλες τις γλώσσες του Κόσμου που τον ξεσήκωνε! Αυτόν, που είναι οπλισμένος με την απαίσια κλήρα να υπομένει, μουλιασμένος απ’ την αγιάτρευτην αρρώστια της απάθειας. Τι κατάπτωση να ’ναι τούτη – σκεφτήκαμε - που αυτός να φτάνει στο σημείο να ευγνωμονεί, κι αυτή την τρομερή, τερατώδικη και τόσο μεταδοτικήν αρρώστια;
Κι αναρωτιόμασταν: Δεν θα γίνει πότες βολετό να μπορέσει να γιατρευτεί από τούτη την αρρώστια του;


Bertolt Brecht
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΑ-ΛΟΥΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΟΝΤΖΗ 2007

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

0 ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ – ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ


...  ̔Η συναναστροφή μου εἶναι μὲ τὸν ἐφημέριον τοῦ χωρίου, ἄνδρα, ὅστις παρὰ τ’ ἄλλα του πολλὰ προτερήματα καυχᾶται καὶ ὅτι εἰς ὅλην τὴν νῆσον δὲν εὑρίσκεται παπὰς νὰ ἀναγιγνώσκῃ παρ’ αὐτὸυ ἐγρηγορώτερα τὰ καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου. Εἰς τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τὸν ὅρθρον, τὸν συνέβη νὰ πτερνισθῇ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τόσον σφοδρά, ὥστε νὰ σβέσῃ τὴν λαμπάδα.  ̔́Οταν τὴν ἄναψαν, συλλογιζόμενος πόσον ἔχασε καιρὸν εἰς τὴν μεταξὺ σκοτίαν, ἐπροτίμησε νὰ πηδήσῃ ψαλμὸν ὁλόκληρον, τὸν μακρύτερον, παρὰ τὸ ὄνειδος νὰ μακρύνῃ τὸν καιρὸν τῆς ἀναγνώσεως ὑπὲρ τὸ σύνηθες.
Δὲν ἠξεύρω, ἂν διὰ τὴν ταχυτάτην ταύτην ἀνάγνωσιν, ἢ διὰ τὴν φυσικὴν ἡμῶν τῶν Χίων κλίσιν εἰς τὰ σκωπτικὰ παρωνύμια, ὁ Βολισσινὸς ἐφημέριος ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς πολίτας τῆς Χίου Παπατρέχας· καὶ τὸ παρωνύμιον ἥρεσε τόσον εἰς τὸν παρονομαζόμενον, ὥστε δὲν σ’ ἀκούεὶ πλέον, ἐὰν τὸν καλέσῃς μὲ τὸν κύριόν του ὄνομα.
Καυχᾶται πρὸς τούτοις καὶ εἰς ἐξήκοντα τέσσερα ταξίδια, καὶ φαντάζεται ἑαυτὸν ὡς ἄλλον  ̓Οδυσσέα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον τοῦτο μόνον διαφέρει, ὅτι τὰ ἔκαμεν εἰς αὐτὰ τῆς νήσου τὰ ἑξήκοντα τέσσαρα χωρία, χωρὶς κίνδυνον κανένα τῆς θαλάσσης.
Διὰ νὰ σὲ δώσω, φίλε, μικρὸν παράδειγμα τῆς ὁποίας ἀπέκτησεν ἀπὸ τὰ ταξίδὶα πολυπειρίας, ἐπέρασεν ἐδῶ πρὸ μηνῶν Ἄγγλος τις περιηγητής, μὲ σκοπὸν νὰ ἀνακαλύψῃ κανένα ὑπόμνημα εἰς Βολισσὸν διατριβῆς τοῦ  ̔Ομήρου· εἶχε σιμὰ καὶ δύο του μικρὰ παιδάρια. Μόλις τ’ ἄκουσεν ὁ Παπατρέχας νὰ συλλαλῶσι μὲ τὸν πατέρα των, καὶ μ’ ἐρώτησε ἐκστατικός.
- Ποίαν γλῶσσαν λαλοῦσι;
- Τὴν Ἀγγλικήν, τὸν ἀπεκρίθην· καὶ ἡ ἔκστασις του ἔγινεν ἀπολίθωσις. Δὲν ἐμπόρει νὰ χωρέσῃ τοῦ Βολισσινοῦ  ̓Οδυσσέως ἡ κεφαλή, πῶς τόσον νεαρὰ παιδάρια ἦτο δυνατὸν νὰ λαλῶσι γλῶσσαν εἰς αὐτὸν ἄγῳστον. Δὲν ἐξεύρω πλέον ποίαν γλῶσσαν καὶ εἰς ποίαν ἡλικίαν, κατ’ αὐτόν, ἔπρεπε νὰ λαλῶσι τῶν Ἄγγλων τὰ τέκνα. Εἶμαι βέβαιος ὅτι γελᾷς τὴν ὥραν τᾳύτην διὰ τὴν ἀπορίαν τοῦ Παπατρέχα· ἀλλὰ τί ἥθελες κάμει, ἐὰν παρὼν παρόντος ἤκουες αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸ στόμα του τοὺς λόγους τούτους: « Τὰ διαβολόπουλα, τόσο μικρὰ νὰ μιλοῦν ἐγγλέζικα ».
Γέλα, φίλε, ὅσον θέλεις, ἀλλὰ πρόσεχε μὴ καταφρονήσῃς διὰ τοῦτο τὸν σεβάσμιον Παπατρέχαν. Ναί! σεβάσμιος ἀληθῶς εἶναι, ὡς σὲ τὸ λέγω. Μ’ ὅλην ταύτην τὴν ἁπλότητα, δὲν ἐμπορεῖς νὰ στοχασθῇς πόσον εἶναι φιλάνθρωπος ὁ καλὸς οὗτος ἱερεύς, πόσον φροντίζει διὰ τὴν χρηστοήθειαν τοῦ μικροῦ του ποιμνίου, μὲ ποίαν ψυχῆς διάθεσιν παρηγορεῖ τοὺς ἐνορίτας εἰς τὰς δυστυχίας αὐτῶν, καὶ τοὺς συμβουλεύει, ὅταν εὐτυχῶσι, νὰ ἔχωσι πρόνοιαν τῶν δυστυχούντων.
 ̔Η ἀρετὴ δὲν εἶναι εἰς αὐτὸν γέννημα παιδείας, ἐπειδὴ παιδείαν δὲν ἔλαβε· δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἀσκήσεως, ἐπειδὴ κανένα κόπον δὲν δοκιμάζει εἰς τὴν γύμνασιν αὐτῆς· ἀλλ’ ἐφυτεύθη οὐρανοκατέβατος εἰς τὴν ψυχήν του. Λυπεῖται πολλάκις διὰ τὴν στέρησιν τῆς παιδείας καὶ διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ ὅ,τι δὲν ἔκαμαν οἱ γονεῖς του εἰς αὐτόν, ἔπεμψε τὸν υἱόν του εἰς τὴν πόλιν νὰ μάθῃ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ ν’ ἀκούσῃ τὰ μαθήματα τοῦ διδασκάλου Σελεπῆ. Εἶναι ἀνεκδιήγητος, τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασε χαράν, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ὁ  ̓́Ομηρος ἐδιάτριψεν εἰς τὴν Βολισσὸν καὶ ὅτι ἀσχολοῦμσι εἰς τὴν ἔκδοσιν αὐτοῦ. Τοῦτο γόνον μὲ ἐρώτησεν, ἂν ὁ  ̔́Ομηρος ἦτο χριστιανός. Ἀδύνατον ἧτο, τὸν εἶπα, ἐπειδὴ ἔζη χρόνους ἐννεακοσίους σχεδὸν πρὸ Χριστοῦ. Τί μὲ ἀπεκρίθη εἰς τοῦτο! - Ὁ Θεὸς εἶναι καλὸς πατέρας· ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα.
Μὲ τὸ πρῶτον ἐνόει φανερὰ ὁ φιλάνθρωπος παπὰς ὅτι ὁ Θεὸς μὲν θέλει καταδικάσειν τὸν  ̔́Ομηρον, διότι ἐγεννήθη τόσον ἀρχύτερα τοῦ Χριστοῦ· τοῦ δευτέρου προσμένω ἀπὸ τὴν ἀγχίνοιαν σου τὴν ἔξήγησιν. Ποίαν, εἰπέ μοι, συγγένειαν ἔχει τοῦ  ̔Ομήρου ἡ ποίησις μὲ τὴν θαυμαζομένην ἀπὸ τὸν Δαυίδ ποίησιν τοῦ κόσμου; Εἰς πολλὰς τοιαύτας ἀπορίας μὲ βάλλει καθημέραν, προσαρμόζων τοῦ ψαλτηρίου ρητὰ εἰς πραγμάτων περιστάσεις, ὅπου ὁ ἰδικός μου νοῦς δὲν βλέπει καμμίαν προσαρμογήν.
Μὲ ἐρώτησε προχθές, ἄν τυπώνεται γρήγορα ὁ Ὅμηρος. Ἀφοῦ ἦκουσε τὰς δυσκολίας πρῶτον τῆς συντάξεως τῶν σχολίων, ἔπειτα καὶ τῆς δαπάνης τοῦ τύπου:
- Διὰ τὴν σύνταξιν, μὲ εἷπε, δὲν εἷμαι καλὸς νὰ κρίνω· τῆς δαπάνης ὅμως τὸ πρᾶγμα μὲ φαίνεται εὐκολώτατον.
- Πῷς, Δέσποτά μου;
-  ̓́Εχομεν, ἀπεκρίθη, τόσους ἀρχιερεῖς, τοὺς ὁποίους δὲν λείπει μήτε πλοῦτος, μήτε ζῆλος ὑπὲρ τῆς παιδείας τοῦ ἔθνους. Ἄν ὁ ἀείμνηστος τῆς Θεσσαλονίκης ἀρχιερεὺς Εὐστάθιος ἐδαπάνησεν, ὡς μὲ λέγεις, χρήματα πολλὰ νὰ συνάξῃ τὰ ἀναγκαῖα βιβλία, καὶ ὅλην αὐτοῦ τὴν ζωὴν νὰ ἀπανθίσῃ ἀπ’ αὐτὰ τὰς χρειαζομένας εἰς τὸν Ὅμηρον ἐξηγήσεις, εἶναι ἀναμφίβολον ὅτι, ἂν γράψῃς περὶ τοῦ σκοποῦ σου πρὸς τὸν ἅγιον...τὸν ἅγιον... τὸν ἅγιον... (ἀπαριθμήσας ὀκτὼ ἤ δέκα ἀπὸ τοὺς ἐγκρίτους ἡμῶν ἀρχιερεῖς), θελουν σὲ γνωρίσειν χάριν, ἐπειδὴ τοὺς δίδεις ἀφορμὴν νὰ δείξωσι, πόσον ἡ παιδεία τοῦ γένους εἶναι πρᾶγμα ἱερὸν εἰς τὴν πανιερότητά των.
Πολλοὺς ἀπεκρίθην ἀπ’ ὅσους ὠνόμασες, ἐγνώρισα προσωπικῶς, ἀληθῶς ἄνδρας ἱεροὺς καὶ σεβασμίους μηδ’ ἀμφιβάλλω περὶ τῆς εἰς τὰ καλὰ προθυμίας των· ἀλλ’ ὅμως ἀποστρέφομαι νὰ κάμω τώρα ὅ,τι δὲν ἔκαμα τὴν περασμένην ὅλην μου ζωήν ἢ θέλεις, δέσποτά μου, διὰ δεκαπέντε μηνῶν εἰς τὴν Βολισσὸν διατριβὴν νὰ κατασταθῶ ψωμοζήτης;
- Ἀλλ’ ἐὰν εἰς τοῦτο, μὲ λέγει, ἀντιπαθῇς, δὲν θέλεις, ἐλπίζω, ἀποστραφῆν τὴν ἰδικήν μου βοήθειαν.
Εἰς τὰ ἀπροσδόκητα ταῦτα λόγια, φίλε, ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάθω τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἔπαθεν ἔκπληξιν, ὅταν ἤκουσε τοῦ Ἄγγλου τὰ τέκνα λαλοῦντα τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν· διότι εἰς τὴν πολυδάπανον ἔκδοσιν τοῦ  ̔Ομήρου ποίαν ἀπὸ τῆς Βολισσοῦ τὸν ἐφημέριον ἔπρεπέ τις νὰ ἐλπίζῃ βοήθειαν; Χωρὶς νὰ δώσῃ προσοχὴν εἰς τὴν ἔκπληξίν μου, μὲ προβάλλει ὁ καλὸς οὗτος παπὰς δύο γρόσια.
- Ταῦτα, λέγει, ἔλαβα σήμερον ἀπὸ στεφάνωμα, ταῦτα μόνον ἔχω, ταῦτα σὲ δίδω· πλειότερα ἂν εἶχα, πλειότερα μετὰ χαρᾶς ἤθελα σὲ δώσειν, διὰ νὰ τυπωθῇ τοῦ συμπατριώτου ἡμῶν  ̔Ομήρου ἡ ποίησις, τὸν ὁποῖον ἐπεθύμουν νὰ ἐξεύρω εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Πλὴν ὁ Θεὸς εἶναι καλὸς πατέρας, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα.
Μαντεύω τώρα, φίλε, τὴν περιεργίαν σου νὰ μάθῃς πῶς ἐφέρθην εἰς τὴν ἀπροσδόκητον ταύτην συνεισφορὰν τοῦ παπᾶ· τὴν ἔλαβα, ἁσπαζόμενος μὲ δακρυσμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τὴν πλουσίαν τοῦ πένητος ἱερέως χεῖρα, ὄχι μόνον διὰ νὰ μὴ λυπήσω, μὲ τὴν ἄκαιρον παραίτησιν, τὴν ἀγαθὴν αὐτοῦ ψυχήν, ἀλλὰ ὅτι καὶ μ’ ἐφάνη νόστιμον νὰ ὀνομάσω τὴν ἔκδοσιν ταύτην τοῦ  ̔Ομήρου Βολισσινὴν ἔκδοσιν, ἐπειδὴ καὶ εἰς τὴν Βολισσὸν ὑπέμεινα τοὺς κόπους της, καὶ ἀπὸ τὴν πτωχὴν ταύτην Βολισσὸν ἔλαβα τὴν πρώτην βοήθεὶαν τῆς ἐκδόσεως.
Ἀφήνω ἄλλα πολλὰ καὶ θαυμαστὰ τῆς ἀρετῆς τοῦ ἵερέως τούτου δείγματα, φοβούμενος τὸ ὑπέρμετρον μάκρος τῆς ἐπιστολῆς, καὶ ἀρκοῦμαι εἰς ἕν ἀκόμη, τὸ ὁποῖον μὲ φαίνεται ἀσυγχώρητον νὰ σιωπήσω.  ̓́Ηκουσεν ὅτι ἱερεύς τις, εἰδήμων τῆς  ̔Ελληνὶκῆς γλώσσης, ἐπεριήρχετο τὴν νῆσον, ζητῶν νὰ ἐμβῇ εἰς καμμίαν ἐκκλησίαν ἐφημέριος. Τί κάμνει ὁ καλός σου Παπατρέχας; Τρέχει πρὸς αὐτὸν νὰ τὸν προλάβῃ νὰ δεχθῇ ἀντ’ αὐτοῦ τὴν ἐφημερίαν τῆς Βολισσοῦ, μόλις ἔμαθαν οἱ ταλαίπωροι Βολισσινοὶ τὸ ἀπροσδόκητον εἰς αὐτοὺς μέγα δυστύχημα τοῦτο, κι ἔτρεξαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες μὲ δάκρυα παρακαλοῦντές με νὰ τὸ ἐμποδίσω. Ἀφήνω σε, φίλε, νὰ στοχασθῇς πόσην ἀπορίαν ἐπροξένησεν εἰς ἐμὲ τὸν μεσίτην τὸ κίνημα τοῦτο τοῦ ἱερέως, καὶ μάλιστα ὅταν, ἐρωτήσας αὐτὸν διατί ἀπεφάσισε νὰ παραιτηθῇ τὴν ἐφημερίαν, ἔλαβα ταύτην τὴν ἀπόκρισιν:
-  ̓Εγώ, τέκνον, εἶμαι ἀγράμματος· τὸν ὁποῖον ἐπιθυμῶ νὰ βάλω εἰς τόπον μου ἐφημέριον, εἶμαι βέβαιος, ὅτι εἶναι ἐπιτηδειότερος παρ ̓ ἐμὲ νὰ διδάσκῃ καὶ νὰ κυβερνᾷ τὰς ψυχὰς τῶν καλῶν μου τούτων χωρικῶν.
Εἰς τοιαύτην γενναίαν ἀπόκρισιν τί εἶχα νὰ ἀποκριθῶ; Συνέκλαυσα κι ἐγὼ μὲ τοὺς Βολισσὶνούς, καὶ ἐπρόσμενα μὲ λύπην τῆς ψυχῆς μου τὴν στέρησιν τοῦ καλοῦ τούτου ἱερέως, τὴν ὁποίαν καὶ ἠθέλαμεν πάθειν, ἐὰν οἱ κάτοικοι τῶν Θυμιανῶν δὲν ἐπρόφθαναν νὰ λάβωσι τὸν λόγιον ἱερέα ὡς ἐφημέριον καὶ ν’ ἀφήσωσι πάλιν εἰς ἡμᾶς τὸν ἰδικόν μας. Τοῦ θαυμαστοῦ ἥμῶν παπᾶ τὸ ἔργον τοῦτο δὲν τὸ κρίνεις, φίλε, ὡς ἐγώ, ἀληθῶς Σωκρατικόν;
Τοιοῦτος εἶναι, φίλε, ὡς σὲ τὸν περιγράφω, ὁ ἁπλούστατος καὶ φιλάνθρωπος ἐφημέριος τῆς Βολισσοῦ. Εἶναι σχεδὸν μῆνες δεκαπέντε ὁποὺ κατοικῶ τὸ χωρίον καὶ κανὲν ἀκόμη πάθος κυριεῦον εἰς τὴν καλήν του ψυχὴν ἄλλο δὲν ἐγνώρισα παρὰ τὴν ἄμετρον χρῆσιν τοῦ ταβάκου. Ἀλλὰ ἐλαττώθη καὶ τοῦτο πολύ, ἀφοῦ ἔμαθεν ὅτι μήτ’ ὁ Ὅμηρος, μήτ’ ὁ Εὐστάθιος δὲν ἐγνώρισαν τὴν σκόνιν ταύτην.
Μαθημένοι εἰς τὰ θυμιάματα καὶ τὰς προσκυνήσεις τῆς ἀπαιδευσίας, ὀλίγοι τινές, κακῶς γραμματισμένοι ἀλαζόνες, σπουδάζουν νὰ διώξωσι τὴν φιλοσοφίαν, μόνην ἱκανὴν νὰ δείξῃ τὴν ὀρθὴν μέθοδον τῆς παιδείας, ποτὲ μὲν αὐτὴν κατηγοροῦντες ὡς ἐναντίαν τῆς θρησκείας, ποτὲ δὲ τοὺς ἐπαινέτας αὐτῆς κηρύττοντες ὡς ἀθρήσκους. Δὲν ἥθελαν εἶσθαι εὐτυχέστεροι καὶ τιμιώτεφοι ἄνδρες, ἐὰν ὁμοῦ μὲ τὴν ἀπαιδευσίαν εἶχαν καὶ τὰ ἤθη τοῦ Βολισσινοῦ ἱερέως, ὅστις ἔδειξεν, ὅτι ὀλιγώτερον κακὸν εἶναι ἡ ἀμαθία παρὰ τὴν ὁποίαν αὐτοὶ ἐδιδάχθησαν κακὴν καὶ ἀμέθοδον παιδείαν;
Εἶναι, φίλε, βέβαιον, ὅτι μεταξὺ τῶν ἀπαιδεύτων εὐκολώτερον εὑρίσκει τις ἄνθρωπον χρηστόν, παρὰ τῶν ὅσοι χωρὶς μέθοδον ὀρθὴν ἐπαιδεύθησαν. Τὸ αἴτιον εἶναι, ὅτι παντάπασιν ἀπαίδευτος ὁμοιάζει τὸν παντάπασιν τυφλόν· καί, ἂν ἡ φύσις δὲν τὸν ἔκτισεν ὁλότελα ἠλίθιον, φοβούμενος τὴν πτῶσιν, ἡσυχάζει εἰς τὸ σκότος.  ̓Εξεναντίας ὁ κακῆς καὶ ἀμεθόδου παιδείας μέτοχος, φανταζόμενος ὅτι βλέπει πλέον τῶν ἄλλων τολμᾷ νὰ περιπατῇ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν σκοτίαν.  ̓Εὰν κατὰ δυστυχίαν κρατῇ εἰς τὰς χεῖρας καὶ βακτηρίαν, συντρίβει ὅ,τι τὸν ἀπαντήσῃ νομίζων ὅτι εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ παντὸς εἴδους καὶ πάσης μορφῆς δαίμονᾳς, χωρὶς κἂν νὰ ὑποπτεύεται, ὅτι ἀρρωστεῖ ἡ κεφαλή του, καὶ οἱ δαίμονες δὲν εἶναι περίγυρα, ἀλλὰ κατοικοῦν εἰς αὐτήν του τὴν ψυχήν...


Ἀδαμάντιος Κοραῆς
(Απὸ τὰ προλεγόμενα τῆς ἐκδόσεως τῶν Α, Β, Γ, Δ ραψῳδιῶν τῆς  ̓Ιλιάδος. Α’ ἔκδ. Παρισίων, 1811 - 1820 ).