« Εάν
πίστευα ότι η απάντησή μου δίνεται
σε
κάποιο πρόσωπο που ίσως γυρνούσε στον
κόσμο,
αυτή
η φλεγόμενη γλώσσα θα σταματούσε να
τρεμοπαίζει
Αλλά
αφού, από εκείνα τα βάθη, κανείς δεν έχει
ακόμη
επιστρέψει ζωντανός, εάν αυτά που ακούω
είναι αληθή,
Χωρίς
φόβο δυσφήμησης απαντώ»
Δάντης
Κόλαση (XXVΙΙ,61-66) Μετάφραση Στρατής Φάβρος
Πάμε
λοιπόν εσύ κι εγώ,
καθώς
απλώνεται το δειλινό στην ουρανό
Σαν
ναρκωμένος με αιθέρα ασθενής στο
χειρουργείο.
Πάμε,
μέσ’ από κάποια μισοέρημα στενά,
Αποτραβιούνται
τα μουρμουρητά τα σιγανά
Των
χωρίς ησυχία
Νυχτών
σε μιας βραδιάς φτηνά ξενοδοχεία
Και
ρεστοράν με πριονίδια και κελύφη από
στρείδια :
Στενά,
που σαν συζήτηση ανιαρή τραβάνε
Με
στόχο δόλιο να σε πάνε
Σε
μια ανυπόφορη αμφιβολία …
Ω, μη
ρωτάς «Τι είναι αυτή η σκέψη;»
Ας
κάνουμε, έλα, την επίσκεψη.
Μες
στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και
για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Η
κίτρινη ομίχλη που τη ράχη της τρίβει
στα τζάμια,
Η
κίτρινη ομίχλη που τρίβει το μουσούδι
της στα τζάμια,
Γλείφτηκε
στις γωνιές του απογεύματος,
Και
χασομέρησε στις λίμνες κάτω απ’ τις
υδρορροές
Άφησε
πάνω της να πέσει η αιθάλη απ’ τις
καπνοδόχους,
Γλίστρησε
απ’ την ταράτσα μ’ έναν πήδο ξαφνικά,
Και,
βλέποντας πως ήταν ένα ήπιο βράδυ του
Οκτώβρη,
Γύρω
απ’ το σπίτι κουλουριάστηκε κι
αποκοιμήθηκε βαθιά.
Κι
αλήθεια, θα υπάρξει χρόνος
Για
την κίτρινη καπνιά που γλιστρά κατά
μήκος του δρόμου
Τρίβοντας
τη ράχη της πάνω στα τζάμια
Θα
υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να
προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει
τα πρόσωπα που συναντάς
Θα
υπάρξει χρόνος να καταστρέψεις και να
δημιουργήσεις,
Και
χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες
των χεριών
Που
υψώνονται και σου σεβίρουν μια ερώτηση
στο πιάτο
Χρόνος
για σένα και χρόνος για μένα,
Και
χρόνος για αμέτρητα διλήμματα,
Και
για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
Πριν
απ’ το τσάι και τα βουτήματα.
Μες
στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και
για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Κι
αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να
αναρωτηθώ «Τολμώ; Τολμώ;»
Χρόνος
για να γυρίσω, τα σκαλιά να κατεβώ,
Μ’
ένα σημείο φαλακρό στη μέση του κρανίου
μου –
(Θα
πουν: «Α, πώς αδυνατίζουν τα μαλλιά
του!»)
Το
πρωινό παλτό μου, το κολάρο μου σφιγμένο
κάτω απ’ το πιγούνι,
Ο
λαιμοδέτης μου πλούσιος και σεμνός,
στερεωμένος όμως
από
μια απλή καρφίτσα –
(Θα
πουν: «Μα πόσο είναι αδύνατα τα χέρια
και τα πόδια του!»)
Τολμώ
Να
ενοχλώ το σύμπαν;
Σε
μια στιγμή υπάρχει χρόνος
Για
αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που μια στιγμή
θα ανατρέψει.
Διότι
γνωρίζοντάς τα ήδη όλα αυτά, γνωρίζοντάς
τα όλα αυτά –
Γνωρίζοντας
τ’ απογεύματα, τ’ απομεσήμερα, τα
πρωινά,
Έχω
μετρήσει τη ζωή μου με κουταλάκια του
καφέ
Γνωρίζω
τις φωνές που χάνονται σε θανάσιμης
πτώσης εφέ
Πίσω
απ’ τη μουσική, από ένα μακρινό δωμάτιο.
Λοιπόν,
πώς θα τολμούσα;
Κι
έχω ήδη γνωρίσει τα μάτια, γνωρίζοντάς
τα όλ’ αυτά –
Τα
μάτια που σε καθηλώνουν σε μια φράση
τυπική,
Κι
εφόσον είμαι τυπικός και ισορροπώ πάνω
σε μια καρφίτσα,
Κι
εφόσον είμαι καρφιτσωμένος και συστρέφομαι
στον τοίχο,
Λοιπόν,
πώς θ’ άρχιζα
Να
φτύνω τα υπολείμματα των ημερών μου και
των τρόπων;
Και
θα τολμούσα πώς;
Κι
έχω ήδη γνωρίσει τα χέρια, γνωρίζοντάς
τα όλ’ αυτά –
Χέρια
με μπρασελέ και άσπρα και γυμνά
(Μα
κι απλωμένα στο φως της λάμπας, με χνούδι
ανοιχτόχρωμο!)
Να’
ναι το άρωμα από φουστάνι
Που
έτσι να παρεκτρέπομαι μα κάνει;
Χέρια
αφημένα στο τραπέζι, ή τυλιγμένα σ’ ένα
σάλι.
Πώς
θα τολμούσα, λοιπόν;
Και
πώς θα άρχιζα;
Θα
πω, έχω περάσει, σούρουπο από δρομάκια
Και
είδα τον καπνό που ανεβαίνει απ’ τις
πίπες
Μοναχικών
ανθρώπων, με πουκάμισα, γερμένων στα
παράθυρα;
Θα
πρέπει να’ μουν δυο τραχιές δαγκάνες
οστρακόδερμου
Που
διατρέχουν τον πυθμένα σιωπηλών ωκεανών.
Και
το απομεσήμερο, τ’ απόγευμα κοιμάται
τόσο ειρηνικά!
Κατευνασμένο
από δάχτυλα μακριά,
Σε
νάρκη… κουρασμένο… ή προσποιούμενο
αδιαθεσία,
Απλωμένο
στο δάπεδο, εδώ, ανάμεσα σε σένα και σε
μένα.
Θα’
πρεπε μετά το τσάι και τα κέικ και τ’
αναψυκτικά
Να’
χω το σθένος να εξωθήσω τη στιγμή στην
κρίση της;
Όμως,
κι αν θρήνησα και νήστεψα, και θρήνησα
και προσευχήθηκα,
Κι αν
είδα το κεφάλι μου (που φαλακραίνει)
φερμένο
πάνω σ’ ένα δίσκο,
Δεν
είμαι προφήτης – κι εδώ δεν έχει και
μεγάλη σημασία.
Έχω
δει τη στιγμή που τρεμοσβήνει η μεγαλοσύνη
μου,
Κι
έχω δει τον αιώνιο Θυρωρό να μου κρατάει
το παλτό, χασκογελώντας,
Και,
για να μην πολυλογώ, φοβήθηκα.
Και
θ’ άξιζε, μετά απ’ όλα αυτά,
Μετά
απ’ τα φλυτζάνια, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Μέσα
στις πορσελάνες, μέσα στις κουβέντες
μας,
Θα
άξιζε, ενώ
Πρέπει
να καταπιώ μ’ ένα χαμόγελο το θέμα,
Το
σύμπαν να συνθλίψω σ’ ένα μπολ,
Να το
αλείψω σε μια αμφιβολία ανυπόφορη, θα
άξιζε
Να
πω: «Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι από τους
νεκρούς,
Έρχομαι
να σας πω τα πάντα, θα σας πω τα πάντα»-
Αν
έλεγες, ταχτοποιώντας το κεφάλι της στο
μαξιλάρι:
«Αυτό
δεν είναι αυτό που εννοούσα,
Δεν
είναι αυτό καθόλου»
Και
θ’ άξιζε εντέλει,
Θ’
άξιζε,
Μετά
τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλόπορτες
και τους ψιχαλισμένους δρόμους,
Μετά
τις νουβέλες και τα φλυτζάνια, μετά τις
φούστες που σέρνονται στο πάτωμα-
Κι
αυτό, και τόσα άλλα;-
Είναι
αδύνατον να πω τι εννοώ ακριβώς!
Όμως,
σαν κάποιος προβολέας μαγικός που
διαπερνώντας τα νεύρα σκιαγραφεί σε
μια οθόνη:
Θα
άξιζε
Ταχτοποιώντας
ένα μαξιλάρι ή ρίχνοντας μια σάρπα,
Και
στρέφοντας προς το παράθυρο αν έλεγες:
«Αυτό
δεν είναι αυτό,καθόλου,
Δεν
είν’ αυτό που εννοούσα!»
Όχι!
Δεν είμαι ο Πρίγκηψ Άμλετ, ούτε και είχα
πρόθεση να είμαι
Είμαι
ένας αξιωματούχος παραστάτης, ένας που
θα κάνει
Να
σημειωθεί μια πρόοδος, ν’ αρχίσει μια
σκηνή ή δυο,
Τον
πρίγκηπα να συμβουλέψει, αναμφίβολα
εργαλείο βολικό,
Ευλαβικό,
ευτυχές που χρησιμοποιείται,
Πολιτικός,
προσεχτικός και λεπτολόγος
Όλο
ψηλές προτάσεις, όμως λίγο αμβλύνους
Καμιά
φορά, πραγματικά, σχεδόν γελοίος –
Καμιά
φορά, σχεδόν, ο Γελωτοποιός.
Γερνάω…
Γερνάω…
Θα
γυρίσω των παντελονιών μου τα μπατζάκια.
Θα
χτενίσω προς τα πίσω τα μαλλιά μου; Τολμώ
να φάω ένα ροδάκινο;
Θα
φορέσω άσπρο κοστούμι φανελένιο και θα
περπατώ στην παραλία.
Έχω
ακούσει τις σειρήνες, μία προς μία, να
τραγουδούν.
Δε
νομίζω πως θα τραγουδήσουνε για μένα.
Να
καλπάζουνε στην ακροθαλασσιά, πάνω στα
κύματα τις έχω δει
Να
χτενίζουνε την άσπρη χαίτη των κυμάτων
που ανεμίζει
Όταν
ο αέρας τα νερά, λευκά και μελανά,
αναρριπίζει.
Στης
θάλασσας τα δώματα, με τα θαλασσοκόριτσα
Τα
τυλιγμένα φαιοπόρφυρες φυκιάδες,
ξεχαστήκαμε
Κι
ώσπου να μας ξυπνήσουνε ανθρώπινες
φωνές, πνιγήκαμε.
T.S.Eliot
Ποιήματα
Μετάφραση
Παυλίνα Παμπούδη
Εκδόσεις
Printa 2008
S`io
credesse che mia risposta fosse
A
persona che mai tornasse al mondo,
Questa
fiamma staria senza piu scosse.
Ma
perciocchè giammai di questo fondo
Non
tornò vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza
tema d’infamia ti rispondo
Dante
Inferno (XXVII, 61-66)
Let us
go then, you and I,
When
the evening is spread out against the sky
Like a
patient etherized upon a table;
Let us
go, through certain half-deserted streets,
The
muttering retreats
Of
restless nights in one-night cheap hotels
And
sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets
that follow like a tedious argument
Of
insidious intent
To lead
you to an overwhelming question. . .
Oh, do
not ask, «What is it?»
Let us
go and make our visit.
In the
room the women come and go
Talking
of Michelangelo.
The
yellow fog that rubs its back upon the window-panes
The
yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes
Licked
its tongue into the corners of the evening
Lingered
upon the pools that stand in drains,
Let
fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped
by the terrace, made a sudden leap,
And
seeing that it was a soft October night
Curled
once about the house, and fell asleep.
And
indeed there will be time
For the
yellow smoke that slides along the street,
Rubbing
its back upon the window-panes;
There
will be time, there will be time
To
prepare a face to meet the faces that you meet;
There
will be time to murder and create,
And
time for all the works and days of hands
That
lift and drop a question on your plate;
Time
for you and time for me,
And
time yet for a hundred indecisions
And for
a hundred visions and revisions
Before
the taking of a toast and tea.
In the
room the women come and go
Talking
of Michelangelo.
And
indeed there will be time
To
wonder, «Do I dare?» and, «Do I dare?»
Time to
turn back and descend the stair,
With a
bald spot in the middle of my hair—
[They
will say: «How his hair is growing thin!»]
My
morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My
necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They
will say: «But how his arms and legs are thin!»]
Do I
dare
Disturb
the universe?
In a
minute there is time
For
decisions and revisions which a minute will reverse.
For I
have known them all already, known them all;
Have
known the evenings, mornings, afternoons,
I have
measured out my life with coffee spoons;
I know
the voices dying with a dying fall
Beneath
the music from a farther room.
So how
should I presume?
And I
have known the eyes already, known them all—
The
eyes that fix you in a formulated phrase,
And
when I am formulated, sprawling on a pin,
When I
am pinned and wriggling on the wall,
Then
how should I begin
To spit
out all the butt-ends of my days and ways?
And how
should I presume?
And I
have known the arms already, known them all—
Arms
that are braceleted and white and bare
[But in
the lamplight, downed with light brown hair!]
Is it
perfume from a dress
That
makes me so digress?
Arms
that lie along a table, or wrap about a shawl.
And
should I then presume?
And how
should I begin?
. .
. . .
Shall I
say, I have gone at dusk through narrow streets
And
watched the smoke that rises from the pipes
Of
lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .
I
should have been a pair of ragged claws
Scuttling
across the floors of silent seas.
. .
. . .
And the
afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed
by long fingers,
Asleep
. . . tired . . . or it malingers,
Stretched
on the floor, here beside you and me.
Should
I, after tea and cakes and ices,
Have
the strength to force the moment to its crisis?
But
though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though
I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a platter,
I am no
prophet–and here’s no great matter;
I have
seen the moment of my greatness flicker,
And I
have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in
short, I was afraid.
And
would it have been worth it, after all,
After
the cups, the marmalade, the tea,
Among
the porcelain, among some talk of you and me,
Would
it have been worth while,
To have
bitten off the matter with a smile,
To have
squeezed the universe into a ball
To roll
it toward some overwhelming question,
To say:
«I am Lazarus, come from the dead,
Come
back to tell you all, I shall tell you all»
If one,
settling a pillow by her head,
Should
say, «That is not what I meant at all.
That is
not it, at all.»
And
would it have been worth it, after all,
Would
it have been worth while,
After
the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After
the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the
floor—
And
this, and so much more?—
It is
impossible to say just what I mean!
But as
if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would
it have been worth while
If one,
settling a pillow or throwing off a shawl,
And
turning toward the window, should say:
«That
is not it at all,
That is
not what I meant, at all.»
. .
. . .
No! I
am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an
attendant lord, one that will do
To
swell a progress, start a scene or two
Advise
the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential,
glad to be of use,
Politic,
cautious, and meticulous;
Full of
high sentence, but a bit obtuse;
At
times, indeed, almost ridiculous—
Almost,
at times, the Fool.
I grow
old . . . I grow old . . .
I shall
wear the bottoms of my trousers rolled.
Shall I
part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall
wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have
heard the mermaids singing, each to each.
I do
not think they will sing to me.
I have
seen them riding seaward on the waves
Combing
the white hair of the waves blown back
When
the wind blows the water white and black.
We have
lingered in the chambers of the sea
By
sea-girls wreathed with seaweed red and brown
Till
human voices wake us, and we drown.
[1915]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου