.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ ΜΕΡΟΣ 2ο: Συλλήψεις και βασανιστήρια – Michael Baigent & Richard Leigh


Στα 1306, ο Φίλιππος Δ’ της Γαλλίας γνωστός και ως Φίλιππος ο Ωραίος, έχει πλέον στρέψει την προσοχή του προς τους Ναϊτες. Ο Φίλιππος ήταν άνθρωπος τρομερά φιλόδοξος. Είχε μεγαλεπήβολα σχέδια γιατη χώρα του και δεν είχε κανένα ενδοιασμό να τσακίσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε βρισκόταν εμπόδιο στο δρόμο του. Είχε ήδη οργανώσει την απαγωγή και δολοφονία ενός Πάπα, του Βονιφάτιου του Η΄ και οι πιο πολλοί ερευνητές δέχονται ότι προκάλεσε, πιθανώς με δηλητήριο, το θάνατο του διαδόχου του Πάπα Βενέδικτου ΙΑ΄. Το 1305 εγκατέστησε στον παπικό θρόνο μια μαριονέτα του, τον Μπερτράντ Ντε Γκοθ, Αρχιεπίσκοπο μέχρι τότε του Μπορντώ, που έγινε Πάπας με το όνομα Κλήμης Ε΄. Το 1309, ο Φίλιππος απήγαγε ολόκληρη την Παποσύνη, την ξερίζωσε από τη Ρώμη και την εγκατέστησε σε γαλλικό έδαφος, στην Αβινιόν, μετατρέποντάς της σε απλό παράρτημα του γαλλικού στέματος. Έτσι εγκαινιάστηκε η λεγόμενη «Αιχμαλωσία της Αβινιόν», ένα σχίσμα που θα γεννούσε αντίπαλους Πάπες και θα κρατούσε την Καθολική Εκκλησία διαιρεμένη για τα επόμενα εξήντα οχτώ χρόνια, μέχρι το 1377. Με την Παποσύνη στην τσέπη του, ο Φίλιππος είχε πια τη δυνατότητα να κινηθεί ανενόχλητα εναντίον των Ναϊτών.
Πέρα από τ’ άλλα κίνητρα ο Φίλιππος έτρεφε και προσωπική μνησικακί κατά των ιπποτών. Όταν ζήτησε από το Τάγμα να γίνει δεκτός σαν επίτιμος Ναϊτης – τίτλος που είχε απονεμηθεί στο παρελθόν στο Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο – κι εκείνοι το αρνήθηκαν, ένιωσε τρομερά προσβλημένος. Επιπλέον τον Ιούνιο του 1306, εξαιτίας μιας λαϊκής στάσης, αναγκάστηκε ν’ αναζητήσει καταφύγιο στο ναϊτικό κοινόβιο του Παρισιού, όπου είχε την ευκαιρία να δει, με τα ίδια του τα μάτια, το μέγεθος του πλούτου και των αγαθών που είχε συσσωρευμένα το Τάγμα. Ο Φίλιππος είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα και ο θησαυρός των Ναϊτών ασφαλώς τράβηξε το άπληστο ενδιαφέρον του. Έτσι στο εξής το μόνο που τον απασχολούσε ήταν με ποιο τρόπο θα μπορέσει ν’ αποκτήσει το θησαυρό των Ναϊτών. Η στάση του καθορίζεται από την πλεονεξία του, που γίνεται πιο επικίνδυνη αφού συνδυάζεται με τη δίψα για εκδίκηση για τον εξευτελισμό που του έκαναν. Σαν να μην έφθαναν όλ’ αυτά οι Ναϊτες, αποτελούσαν και μια μεγάλη απειλή για την ισορροπία του βασιλείου του – ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε ο Φίλιππος. Όπως είπαμε πιο πάνω, από το 1291 η Άκρα, το τελευταίο οχυρό των Σταυροφόρων, στους Αγίους Τόπους ήταν στα χέρια των Σαρακηνών. Το Λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν οριστικά χαμένο. Έτσι οι Ναϊτες που ήταν η πιο καλοεκπαιδευμένη, η πιο καλά εξοπλισμένη και η πιο επαγγελματική πολεμική μηχανή του δυτικού κόσμου, βρίσκονταν ξεκρέμαστοι και χωρίς δική τους έδρα – κι αυτό στον Φίλιππο φάνταζε ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Ήταν βέβαια προσωρινά εγκατεστημένοι στην Κύπρο, αλλά είχαν πολύ πιο φιλόδοξα σχέδια. Φαντάζονταν, πράγμα όχι παράδοξο, κάποιο κράτος ή πριγκιπάτο δικό τους, κάτι σαν το κράτος του Όρντενσταντ που είχε ιδρύσει το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών στην Πρωσία και τη Βαλτική. Όμως αυτό το κράτος βρισκόταν στα πιο ακραία σημεία της χριστιανοσύνης, μακριά πολύ απ’ την παπική εξουσία, σε περιοχές που προηγούμενα δεν ανήκαν σε κάποιο συγκεκριμένο ισχυρό ηγεμόνα. Επιπλέον αυτό το κράτος δικαιολογούσε την ύπαρξη του και σαν σταυροφορία μιας άλλης μορφής εναντίον των ειδωλολατρών Πρώσων, Λιθουανών και των άλλων κατοίκων της Βαλτικής, όπως και εναντίον των ορθοδόξων (και γι’ αυτό αιρετικών για τους καθολικούς) πόλεων – κρατών της Βορειδυτικής Ρωσίας, όπως το Πσκοβ και το Νόβγκοροντ. Οι Ναϊτες στη Γαλλία είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλη επιρροή και σχεδίαζαν τη δημιουργία ενός δικού τους Όρντενσταντ στην καρδιά της Χριστιανικής Ευρώπης, στο Λάνγκεντοκ, που τον προηγούμενο μόλις αιώνα είχε προσαρτηθεί στο στέμμα της Γαλλίας. Για τον Φίλιππο η προοπτική της δημιουργίας ενός ναϊτικού πριγκηπάτου στο Νότο, δηλαδή έξω απ’ την πόρτα του – ενός πριγκηπάτου που θα συμπεριλάμβανε εκτάσεις για τις οποίες ο ίδιος πρόβαλε αξιώσεις – δεν μπορούσε παρά να αποτελεί πηγή ανησυχίας και να τον βάζει σε επιφυλακή.
Ο Φίλιππος προετοίμασε με κάθε λεπτομέρεια το στρατήγημά του. Πρώτα ετοιμάστηκε ένας κατάλογος με κατηγορίες βασισμένες στις πληροφορίες που έφεραν βασιλικοί κατάσκοποι που είχαν εισχωρήσει στο Τάγμα, καθώς και στην εκούσια ομολογία ενός ιππότη που ισχυριζόταν ότι είχε αποστατήσει. Οπλισμένος μ’ αυτές τις κατηγορίες ο Φίλιππος ήταν έτοιμος να δράσει κι όταν εξαπέλυσε τελικά την επίθεσή του, το έκανε αιφνιδιαστικά, αστραπιαία και με αποτελεσματικά θανατηφόρο τρόπο. Η επιχείρηση αυτή αντάξια των επιδρομών που οργανώνουν οι σύγχρονες μυστικές αστυνομίες, ξεκίνησε με την αποστολή σφραγισμένων εντολών απο το βασιλιά προς τους αντιπροσώπους του και τους διοικητές των ανδρών του σ’ ολόκληρη τη χώρα. Οι εντολές έπρεπε ν’ ανοιχτούν παντού ταυτόχρονα και να εκτελεστούν αμέσως.
Τα χαράματα της Παρασκευής 13 Οκτωβρίου του 1307, όλοι οι Ναϊτες της Γαλλίας έπρεπε να συλληφθούν και να οδηγηθούν στις φυλακές από τις κατά τόπους βασιλικές δυνάμεις. Τα κοινόβια τους έπρεπε να κατασχεθούν στο όνομα του βασιλιά και να δημευθεί η περιουσία τους. Αν και το σχέδιο πέτυχε, όπως φαίνεται, το πολυτιμότερο βραβείο που προσδοκούσε ο Φίλιππος – ο θρυλικός πλούτος του Τάγματος – δεν έφτασε στα χέρια του. Ο μυθικός «θησαυρός των Ναϊτών» δε βρέθηκε ποτέ και παραμένει μυστήριο τι απέγινε.
Στην πραγματικότητα είναι αμφίβολο κατά πόσο το αιφνιδιαστικό χτύπημα του Φιλίππου ήταν στην πράξη τόσο απρόσμενο, όσο ο ίδιος κα οι μεταγενέστεροι ιστορικοί πιστεύουν. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι οι Ναϊτες είχαν δεχτεί κάποιες προειδοποιήσεις. Λίγο πριν την επίθεση, για παράδειγμα, ο Μεγάλος Διδάσκαλος Ζακ Ντε Μολέ συγκέντρωσε κι έκαψε πολλά από τα βιβλία και τους υπάρχοντες κανόνες του Τάγματος. Ένας ιππότης που έφευγε απο το Τεμπλ την ώρα εκείνη άκουσε τον θησαυροφύλακα να λέει πως ήταν μια πολύ «σοφή» πράξη και πως κάποιο είδος απειλής κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Στο μεταξύ είχε κυκλοφορήσει σ’ όλα τα γαλλικά ναϊτικά κοινόβια επίσημο διάταγμα, που τόνιζε ότι δεν έπρεπε να δίνεται καμιά πληροφορία για τις ιεροτελεστίες και τις τελετουργίες του Τάγματος.
Όπως και να ‘χει, είτε οι Ναϊτες είχαν προκαταβολικά ειδοποιηθεί, είτε απλά είχαν υποψιαστεί κάτι, το σίγουρο είναι πως είχαν αρχίσει να παίρνουν κάποιες προφυλάξεις. Πρώτα-πρώτα, πολλοί ιππότες διέφυγαν, αλλά και εκείνοι που συνελήφθησαν, έδειξαν να υποτάσσονται παθητικά, σαν να είχαν πάρει οδηγίες για κάτι τέτοιο. Πουθενά, σε κανένα αρχείο, δε φαίνεται να πρόβαλαν οι Γάλλοι Ναϊτες ουσιαστική αντίσταση στους στρατιώτες του βασιλιά. Ύστερα, υπάρχουν ενδείξεις για οργανωμένη φυγή μιας ομάδας ιπποτών που όλοι τους, στην πραγματικότητα, συνδέονταν άμεσα με τον θησαυροφύλακα του Τάγματος.
Έχοντας υπ’ όψη μας αυτές τις ενέργειες που προετοίμασαν τη φυγή των σημαντικών αυτών προσώπων, δεν πρέπει ν’ απορούμε που ο θησαυρός του Τάγματος, τα έγγραφα και τ’ αρχεία του τελικά δεν βρέθηκαν πουθενά. Ένας ιππότης, που ανακρίθηκε από την Ιερά Εξέταση, υποστήριξε ότι ο θησαυρός φυγαδεύτηκε λαθραία από το κοινόβιο του Παρισιού, λίγο πριν τις συλλήψεις. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι ο Μεγάλος Διδάσκαλος της Γαλλίας με πενήντα ακόμα Ιππότες εγκατέλειψε την πόλη του Παρισιού και κατευθύνθηκε στη θάλασσα όπου τον περίμεναν δεκαοκτώ γαλέρες. Δεν έχουμεε κανένα στοιχείο βέβαια για το λιμάνι όπου περίμεναν οι γαλέρες, από τις οποίες ούτε ίχνος δε βρέθηκε ποτέ. Γεγονός είναι πάντως ότι ο στόλος των Ναϊτών διέφυγε από την αρπαχτική αγκαλιά του Φίλιππου. Δεν υπάρχει πάντως ούτε μια αναφορά για σύλληψη ναϊτικού πλοίου – ούτε τότε ούτε μεταγενέστερα. Τα καράβια μοιάζουν να χάθηκαν ολότελα μαζί με το οποιοδήποτε φορτίο κουβαλούσαν.
Οι Ναϊτες, που συνελήφθησαν στη Γαλλία, πέρασαν σκληρές δοκιμασίες και πολλοί από αυτούς βασανίστηκαν με σκληρό τρόπο. Εναντίον τους χαλκεύονταν ολοένα και φρικτότερες κατηγορίες και τους αποσπούσαν παράξενες ομολογίες. Σ’ ολόκληρη τη χώρα κυκλοφορούσαν απαίσιες φήμες γι’ αυτούς. Λάτρευαν, έλεγαν μια δαιμονική δύναμη, που ονομαζόταν «Μπαφομέτ», ενώ στις μυστικές τελετές τους προσκυνούσαν, υποτίθεται, ένα κεφάλι γενειοφόρου που τους μιλούσε και τους προσέδινε ιδιότητες μαγικές. Αν κάποιος τύχαινε να μπει απρόσκλητος σε τελετή τους, αμέσως εξαφανιζόταν. Κι άλλες πιο ακαθόριστες καταγγελίες μιλούσαν για παιδοκτονίες, πως μάθαιναν τις γυναίκες ν’ αποβάλλουν, πως φιλούσαν με ασελγή τρόπο τους δόκιμους υποψήφιους που ήθελαν να μπουν στο Τάγμα, πως διατηρούσαν φιλομοφυλικές σχέσεις. Όμως μια απ’ όλες αυτές τις κατηγορίες δείχνει ιδιαίτερα παράξενη και δύσκολα γίνεται πιστευτή: ότι αυτοί οι στρατιώτες του Χριστού που σκοτώθηκαν κατά εκατοντάδες στ’ όνομά του, στις μυστικές τους ιεροτελεστίες αρνιόνταν το Χριστό κι ότι ποδοπατούσαν κι έφτυναν το Σταυρό.
Δεν είναι τούτες οι σελίδες ο κατάλληλος χώρος για να εξεταστεί η εγκυρότητα αυτών των κατηγοριών. Εμείς οι ίδιοι ασχοληθήκαμε αλλού λεπτομερειακά με το θέμα, καθώς άλλωστε και πολλοί ερευνητές. Βιβλία ολόκληρα έχουν γραφτεί για τις δίκες των Ναϊτών και για το πρόβλημα της ενοχής ή της αθωότητας του Τάγματος. Στο παρόν κείμενο αρκεί να δεχθούμε ότι είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι Ναϊτες είχαν «μολυνθεί» από άλλες μη χριστιανικές θρησκευτικές δοξασίες, αν δεν αποτελούσαν μια συγκροτημένη αίρεση. Οι πιο πολλές όμως από τις άλλες κατηγορίες εναντίον τους, ήταν μάλλον εφευρήματα, κατασκευάσματα και εσκεμμένες υπερβολές. Από όλους τους Ιππότες που ανακρίθηκαν και υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια, για παράδειγμα, μόνο δύο, σύμφωνα με τ’ αρχεία της Ιεράς Εξέτασης ομολόγησαν φιλομοφυλία. Αν η φιλομοφυλία υπήρχε μέσα στο Τάγμα, θα υπήρχε στον ίδιο βαθμό που υπάρχει σε οποιαδήποτε κλειστή αντρική κοινότητα, στρατιωτική ή μοναστική.
Οι δίκες ξεκίνησαν έξι ημέρες μετά τις αρχικές συλλήψεις. Στην αρχή οι κατηγορίες εναντίον των Ναϊτών απαγγέλονταν από δημόσιους κατήγορους στο όνομα του βασιλιά. Αλλά ο Φίλιππος έλεγχε, όπως είπαμε, τον Πάπα και γρήγορα ανάγκασε τη μαριονέτα του να τον υποστηρίξει, χρησιμοποιώντας έτσι, προς όφελός του, το σεβασμό που έχαιρε η Παπική εξουσία. Η Ιερά Εξέταση ανέλαβε να επεκτείνει γρήγορα κι έξω από τη χώρα τους διωγμούς που ο Γάλλος μονάρχης είχε εγκαινιάσει. Το κυνήγι των Ναϊτών θα διαρκούσε εφτά χρόνια. Αυτό που σήμερα για μας μοιάζει να είναι ένα μικρό και γενικά σκοτεινό επεισόδιο της μεσαιωνικής ιστορίας, επρόκειτο να αποδειχτεί το πιο σημαντικό γεγονός του καιρού του. Απ’ αυτό καθορίστηκαν οι εξελίξεις στη μακρινή Σκωτία, απ’ αυτό ηλεκτρίστηκαν συνειδήσεις, αυτό ήταν η απαρχή διαφόρων αντιδράσεων σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, και εξ αιτίας του, τέλος, ο δυτικός πολιτισμός δέχτηκε πλήθος από νέα ερεθίσματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Τάγμα ήταν, μετά την παποσύνη, η σημαντικότερη, η πιο ισχυρή, η περισσότερο εξέχουσα, η πλέον ακλόνητη οργάνωση εκείνης της εποχής. Όταν δέχτηκε την επίθεση του Φίλιππου, ήταν ήδη σχεδόν δύο αιώνων και θεωρείτο ένας από τους στυλοβάτες της Χριστιανοσύνης στη Δύση. Στα μάτια των συγχρόνων του φάνταζε τόσο σταθερό, τόσο ανθεκτικό, τόσο αμετάβλητο, όσο και η ίδια η Εκκλησία. Η τόσο απότομη κατάρρευση ενός τέτοιου οικοδομήματος σίγουρα ταρακούνησε συθέμελα την πίστη και τις δοξασίες των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Έτσι ο Δάντης για παράδειγμα στη «Θεία Κωμωδία» εκφράζει την έκπληξη και τη συμπάθειά του για τους διωγμούς που υπέστησαν οι «Άσπροι Μανδύες». Αλλά και οι λαϊκές προλήψεις που θέλουν την Παρασκευή και 13 σαν μέρα γρουσούζικη, πιστεύεται πως έχουν τις ρίζες τους στο γεγονός ότι ο Φίλιππος διέταξε την επίθεση του την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου του 1307.
Το Τάγμα των Ναϊτών διαλύθηκε επίσημα με Παπική βούλα στις 22 Μαρτίου 1312, χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά οριστική ετυμηγορία σχετικά με την αθωότητα ή την ενοχή τους. Στη Γαλλία πάντως οι διωγμοί συνεχίστηκαν για άλλα δύο χρόνια. Τελικά το Μάρτιο του 1314, ο Μέγας Διδάσκαλος Ζακ Ντε Μολέ και ο Προκαθήμενος της Νορμανδίας, Ζοφρουά Ντε Σαρναί θανατώθηκαν πάνω σε σιγανή πυρά στη νησίδα Ιλ ντε Λα Σιτέ του Σηκουάνα. Μια πινακίδα εκεί θυμίζει σήμερα το γεγονός.

Η Ιερά Εξέταση
Ο ζήλος με τον οποίο ο Φίλιππος κυνήγησε τους Ναϊτες, είναι αρκετά ύποπτος. Μπορούμε να καταλάβουμε την προσπάθειά του να εξολοθρεύσει το Τάγμα μέσα στην επικράτεια του, αλλά η από κει και πέρα επιμονή του να εξαφανίσει τους Ναϊτες από ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, μοιάζει υπερβολική. Φοβόταν άραγε την εκδίκηση των Ναϊτών; Είναι πάντως δύσκολο να πιστέψουμε ότι παρακινιόταν από ηθική ζέση. Ούτε είναι πιθανό αυτός ο μονάρχης που είχε προκαλέσει τη δολοφονία τουλάχιστον ενός Πάπα, πιθανότατα δύο, να είχε τόσο μεγάλη ευαισθησία σχετικά με την καθαρότητα των δοξασιών των Ναϊτών. Όσον αφορά στην υπακοή στην Εκκλησία, είχε φροντίσει ώστε η Εκκλησία να είναι δική του. Δε χρειαζόταν να είναι αυτός υπάκουος σ’ αυτήν. Ο ίδιος καθόριζε τι σημαίνει υπακοή.
Όπως και να ‘ναι, ο Φίλιππος ζήτησε πιεστικά απ’ όλους τους μονάρχες να συνεργαστούν μαζί του στη δίωξη του Τάγματος. Σ’ αυτή του την απαίτηση η ανταπόκριση ήταν περιορισμένη. Στη Λωραίνη για παράδειγμα, που τότε ανήκε στη Γερμανία, οι Ναϊτες υποστηρίζονταν από τον ηγεμονεύοντα δούκα. Λίγοι μόνο πέρασαν από δίκη, αλλά κι αυτοί απαλλάχτηκαν γρήγορα. Οι περισσότεροι φαίνεται ότι υπάκουσαν στον Ηγούμενό τους, που τους συμβούλευσε, όπως λέγεται, να ξυρίσουν τις γενειάδες τους, να φορέσουν πολιτικά ρούχα και να αναμιχθούν με τον ντόπιο πληθυσμό, που πρέπει να σημειωθεί ότι δεν τους κατέδωσε. Στη γερμανική επικράτεια οι Ναϊτες αψηφώντας ανοιχτά τους δικαστές τους, εμφανίστηκαν στις αίθουσες των δικαστηρίων πάνοπλοι και φανερά έτοιμοι να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Οι δικαστές, φοβισμένοι, τους ανακήρυξαν αμέσως αθώους. Όταν το Τάγμα διαλύθηκε επίσημα, πολλοί Γερμανοί Ναϊτες έγιναν δεκτοί στο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, καθώς και στο Τευτονικό Τάγμα. Τα ίδια έγιναν και στην Ισπανία, όπου οι Ναϊτες αντιστάθηκαν στους διώκτες τους και στη συνέχεια προσχώρησαν σ’ άλλα Τάγματα, κυρίως σ’ εκείνο της Καλατράβα. Εδώ, δημιουργήθηκε επίσης και ένα καινούριο Τάγμα, οι Μοντέσα που χρησίμευσε κυρίως σαν καταφύγιο για τους φυγάδες Ναϊτες.
Στην Πορτογαλία οι Ναϊτες αφού πέρασαν από ανάκριση, απλά άλλαξαν την ονομασία τους, δημιουργώντας ένα νέο Τάγμα, τους Ιππότες του Χριστού. Συνέχισαν τη δράση τους κάτω απ’ αυτόν τον τίτλο μέχρι τον δέκατο έκτο αιώνα και οι ναυτικές τους εξερευνήσεις άφησαν το ανεξίτηλο σημάδι τους στην Ιστορία (ο Βάσκο ντε Γκάμα ήταν Ιππότης του Χριστού, ενώ ο πρίγκηπας Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος ήταν Μέγας Διδάσκαλος του Τάγματος). Τα καράβια των Ιπποτών του Χριστού ταξίδευαν έχοντας σημαία το αγαπημένο ναϊτικό έμβλημα, τον κόκκινο σταυρό. Την ίδια σημαία είχαν και οι τρεις καραβέλες με τις οποίες ο Κολόμβος διέσχισε τον Ατλαντικό για να ανακαλύψει το Νέο Κόσμο. Ο ίδιος ο Κολόμβος είχε νυμφευθεί την κόρη ενός τέως Μεγάλου Διδασκάλου του Τάγματος και είχε αποκτήσει έτσι πρόσβαση στους χάρτες και στα ναυτικά ημερολόγια του πεθερού του.
Ο Φίλιππος που βρήκε μικρή υποστήριξη για τους διωγμούς των Ναϊτών από την υπόλοιπη Ευρώπη, είχε τους λόγους του να περιμένει, μεγαλύτερη συνεργασία από το βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Β’, αφού ήταν γαμπρός του. Αλλά ο Εδουάρδος ήταν απόλυτα αρνητικός. Ο Άγγλος μονάρχης έκανε σαφές στα γράμματά του ότι, όχι μόνο έβρισκε απίστευτες τις κατηγορίες εναντίον των Ναϊτών, αλλά επιπλέον αμφισβητούσε την ακεραιότητα των κατηγόρων. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου 1307, ενάμιση μήνα σχεδόν μετά τις συλλήψεις, έγραφε στους βασιλείς της Πορτογαλίας, της Καστίλης, της Αραγονίας και της Σικελίας:

«..Ο απεσταλμένος του Φιλίππου αποτολμά να ξεστομίσει μπροστά μας... συγκεκριμένες, τρομερές και απεχθείς κακοήθειες αντίθετες προς τη χριστιανική πίστη, προσβλητικές για τους προαναφερθέντες αδερφούς, προσπαθώντας να μας πείσει ότι πρέπει να τους φυλακίσουμε όλους...»
Και τελειώνει ζητώντας από τους παραλήπτες της επιστολής:

«...κλείστε τ’ αφτιά σας στις συκοφαντίες κακόβουλων ανθρώπων που τα κίνητρά τους δεν είναι, όπως πιστεύουμε, η αγάπη για την ευθύτητα, αλλά η απληστία και ο φθόνος».

Δέκα μέρες αργότερα όμως, ο Εδουάρδος έλαβε από τον Πάπα ένα επίσημο έγγραφο που επικύρωνε και προσωρινά δικαιολογούσε τις συλλήψεις. Έτσι, υποχρεωνόταν να δράσει, αλλά και πάλι το έπραξε με φανερή απροθυμία και με έκδηλη έλλειψη ζέσης. Στις 20 Δεκεμβρίου έγραψε σ’ όλους τους σερίφηδες της Αγγλίας, διατάζοντάς τους, αφού περάσουν τρεις βδομάδες να πάνε με μια συνοδεία 10-12 εμπίστων αντρών, και να συλλάβουν όλους τους Ναϊτες στην περιφέρειά τους. Στη συνέχεια, παρουσία ενός τουλάχιστον αξιόπιστου μάρτυρα, να γίνει καταγραφή όλων των αγαθών που θα βρεθούν στα ναϊτικά οικήματα. Οι Ναϊτες έπρεπε να τεθούν υπό κράτηση, αλλά όχι «σε σκληρή και εξευτελιστική φυλάκιση».
Οι Άγγλοι Ναϊτες συγκεντρώθηκαν στη φυλακή του Πύργου του Λονδίνου και στα κάστρα της Υόρκης, του Λίνκολν και του Καντέρμπουρι. Η διαδικασία εναντίον τους κινήθηκε με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς. Έτσι, για παράδειγμα, ο Διδάσκαλος της Αγγλίας Ουίλιαμ ντε λα Μορ συνελήφθη στις 9 Ιανουαρίου του 1308 και οδηγήθηκε στο κάστρο του Καντέρμπουρι, μαζί με άλλους δύο συντρόφους του και αρκετές αποσκευές που του επέτρεπαν την άνεσή του, αν όχι την πολυτελή διαβίωσή του. Στις 27 Μαϊου απελευθερώθηκε και δύο μήνες αργότερα εισέπραξε τα εισοδήματα από έξι κτήματα που ανήκαν στο Τάγμα, προκειμένου να μην έχει οικονομικά προβλήματα. Μόλις το Νοέμβριο, εξαιτίας νέων πιέσεων, τον ξανασυνέλαβαν και τον υπέβαλαν αυτή τη φορά σε σκληρότερη φυλάκιση. Μέχρι τότε όμως, οι περισσότεροι Ναϊτες της Αγγλιας είχαν πάμπολλες ευκαιρίες να ξεφύγουν, είτε ανακατεμένοι με τον ντόπιο πληθυσμό, είτε καταφεύγοντας σε άλλα Τάγματα, είτε, τέλος, εγκαταλείποντας τη χώρα.
Το Σεπτέμβριο του 1309 οι Ιεροεξεταστές του Πάπα αποβιβάστηκαν στην Αγγλία και όσοι Ναϊτες είχαν συλληφθεί, οδηγήθηκαν για ανακρίσεις στο Λονδίνο, την Υόρκη και το Λίνκολν. Τον επόμενο μήνα ο Εδουάρδος, σαν να το είχε μόλις τότε σκεφτεί, έγραψε στους αντιπροσώπους του στη Σκωτία και στην Ιρλανδία, διατάζοντας τους να συλλάβουν όσους Ναϊτες δεν είχαν ακόμα συλληφθεί και να τους οδηγήσουν στα κάστρα του Δουβλίνου και του Εδιμβούργου. Είναι λοιπόν φανερό πως όχι μόνο πάρα πολλοί Ναϊτες εξακολουθούσαν να είναι ελεύθεροι, αλλά και πως ο βασιλιάς το ήξερε.
Μεταξύ 20 Οκτωβρίου και 18 Νοεμβρίου του 1309, σαράντα εφτά Ναϊτες ανακρίθηκαν στο Λονδίνο, απολογούμενοι σε έναν κατάλογο από ογδόντα εφτά κατηγορίες. Καμία ομολογία δεν αποσπάστηκε, εκτός από την αποδοχή του γεγονότος ότι αξιωματούχοι του Τάγματος είχαν το δικαίωμα, σαν ιερείς, να δινουν άφεση αμαρτιών. Απογοητευμένοι οι Ιεροεξεταστές, αποφάσισαν να καταφύγουν στα βασανιστήρια. Σαν περιοδεύοντες απεσταλμένοι του Πάπα, δεν είχαν φυσικά φέρει δικά τους όργανα βασανιστηρίων ή ανθρώπους να τα αναλάβουν και έπρεπε έτσι να κάνουν σχετική επίσημη αίτηση στις τοπικές αρχές, πράγμα που έγινε τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκέμβρη. Ο Εδουάρδος τους έδωσε άδεια για «περιορισμένα βασανιστήρια», αλλά ούτε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποσπάστηκαν ομολογίες.
Στις 14 Δεκεμβρίου του 1309, δυο χρόνια μετά τις πρώτες συλλήψεις στη Γαλλία και ένα χρόνο μετά την απαίτηση για λήψη σκληρότερων μέτρων στην Αγγλία, ο Εδουάρδος έστειλε για άλλη μια φορά γράμμα στους σερίφηδές του. Τους έγραφε ότι είχε ακούσει πως οι Ναϊτες «εξακολουθούν να περιφέρονται με πολιτικά ρούχα πράγμα παράνομο». Και πάλι όμως, ούτε οι αξιωματούχοι του έδειξαν να πιέζουν υπερβολικά τα πράγματα. Στις 12 Μαρτίου του 1310 θα γράψει στο σερίφη της Υόρκης. «Ο βασιλιάς έχει πληροφορηθεί ότι αυτός, δηλαδή ο σερίφης επιτρέπει σε Ναϊτες... να κυκλοφορούν, παρά τις αντίθετες βασιλικές διαταγές» και πως πρέπει να τους φυλακίσει στο κάστρο. Και ξανά στις 4 Ιανουαρίου του 1311 ο Εδουάρδος για άλλη μια φορά γράφει στο σερίφη της Υόρκης επισημαίνοντάς του ότι, παρά τις τόσες προηγούμενες διαταγές, οι Ναϊτες εξακολουθούν να μπορούν να περιφέρονται στην περιοχή. Στο μεταξύ, ενώ γινόταν τόση φασαρία γύρω από τους Ναϊτες που ήδη είχαν συλληφθεί, τίποτα ουσιαστικό δε γινόταν για τους πολυάριθμους Ιππότες που είχαν διαφύγει τη σύλληψη. Οι περισσότερο ένθερμες προσπάθειες από την πλευρά των Ιεροεξεταστών οδήγησαν στην ανακάλυψη και στην σύλληψη μόνο εννέα φυγάδων. Ο Πάπας, αναγκάστηκε να διαμαρτυρηθεί στον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι και σ’ άλλους εξέχοντες ιεράρχες της χώρας, ότι αρκετοί Ναϊτες είχαν τόσο ολοκληρωτικά ενταχθεί στο λαϊκό πληθυσμό, ώστε έφθαναν στο σημείο να παντρεύονται – κάτι που δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει χωρίς κάποια συνεργασία με τις αγγλικές αρχές.
Την ίδια εποχή είχαν αρχίσει τα βασανιστήρια στα φυλακισμένα μέλη του Τάγματος. Τον Ιούνιο του 1310 όμως, η Ιερά Εξέταση παραδέχτηκε μ’ ένα έγγραφό της την αποτυχία. Διαμαρτυρόταν γιατί οι άνθρωποί της συναντούσαν δυσκολίες και τα απαιτούμενα βασανιστήρια δεν διεξάγονταν σωστά και με εντατικό ρυθμό. Υποστηρίζανε πως η αγγλική δικαιοσύνη δεν έδειχνε τον ίδιο ζήλο μ’ αυτούς και πως ακόμα και μετά την άδεια του βασιλιά, που δόθηκε πάντως με απροθυμία, οι δεσμοφύλακες δε συνεργάζονταν με ενθουσιασμό μαζί τους. Οι Ιεροεξεταστές έκαναν και προτάσεις, ώστε ν’ αποβούν οι δίκες πιο αποτελεσματικές, και ακόμα να μεταφερθούν στη Γαλλία οι συλληφθέντες Ναϊτες, όπου και θα ήταν δυνατό να βασανιστούν με «κατάλληλους τρόπους» και από ανθρώπους έμπειρους και με διάθεση για τέτοιες διασκεδάσεις.
Ο Πάπας έγραψε, στις 6 Αυγούσου 1310, νέα επιστολή στον ‘Αγγλο βασιλιά, στην οποία τον κατηγορούσε για την άρνησή του να επιτρέψει πιο σκληρά βασανιστήρια. Τελικά ο Εδουάρδος υποχώρησε και έδωσε διαταγή να οδηγηθούν οι Ναϊτες πάλι στον Πύργο του Λονδίνου μπροστά στους Ιεροεξεταστές για να υποστούν αυτό που ονομάζονταν «εφαρμογή του εκκλησιαστικού νόμου». Όμως ακόμα και τότε, φαίνεται ότι δεν εισακούστηκε η διαταγή του βασιλιά, γιατί αναγκάστηκε να την επαναλάβει άλλες δυο φορές. Τελικά η Ιερά Εξέταση κατάφερε τον Ιούνιο του 1311, ν’ αποσπάσει την ομολογία που επιδίωκε τόσον καιρό. Πρέπει όμως να σημειώσουμε εδώ, πως αυτή η ομολογία δεν αποσπάστηκε με τα επιπλέον βασανιστήρια από Ναϊτες που είχαν ήδη συλληφθεί, αλλά από ένα φυγάδα Ναϊτη που είχε μόλις συλληφθεί στο Σόλσμπερι, ένα κάποιο Στέφεν ντε Σταπελμπουργκ. Αυτός ήταν ο πρώτος Ναϊτης στην Αγγλία που ομολόγησε αιρετικές τελετουργίες μέσα στο Τάγμα. Κατέθεσε ότι, κατά τη διάρκεια της μύησής του του δείξανε τον Εσταυρωμένο και τον διατάξανε ν’ αρνηθεί ότι ο Ιησούς ήταν Θεάνθρωπος και η Παναγία ήταν η μητέρα του. Στη συνέχεια τον διατάξανε να φτύσει, είπε, το Σταυρό. Ομολόγησε αρκετές ακόμα από τις άλλες κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον των Ναϊτών και δήλωσε ότι οι «εσφαλμένες αντιλήψεις» του Τάγματος προέρχονταν από την περιοχή Αζέν της Γαλλίας.
Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, προσθέτει και κάποια αληθοφάνεια στην ομολογία του Στέφεν, αφού στη διάρκεια του ΙΒ’ και ΙΓ΄ αιώνα η Αζέν υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της αίρεσης των Αλβιγίνων ή Καθαρών, που επιβίωσαν στην περιοχή τουλάχιστο μέχρι το 1250. υπάρχουν συντριπτικές αποδείξεις ότι οι Ναϊτες «μολύνθηκαν» - για να χρησιμοποιήσουμε τον εκκλησιαστικό όρο – από τις θεωρίες των Καθαρών και ακόμα προσέφεραν καταφύγιο στους Καθαρούς που διώκονταν από την Ιερά Εξέταση. Επίσης, ένας από τους πιο επιφανείς και ισχυρούς Μεγάλους Διδασκάλους του Τάγματος, ο Μπερτράντ ντε Μπλανσφορ προέρχονταν από παλαιά οικογένεια Καθαρών. Επιπλέον, η Αζέν ανήκε στη Ναϊτική περιοχή της Προβηγκίας. Ανάμεσα στο 1248 και 1250 Ηγούμενος της Προβηγκίας, ήταν κάποιος Ρονσελέν ντε Φος. Κατόπιν, από το 1251 μέχρι το 1253, ο Ρονσελέν ήταν Προκαθήμενος της Αγγλίας και από το 1260 ξανάγινε Προκαθήμενος της Προβηγκίας. Σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1278. Ήταν λοιπόν πολύ πιθανό να ήταν ο Ρονσελέν αυτός που έφερε τις αιρετικές δοξασίες των Καθαρών από το γαλλικό έδαφος στην Αγγλία. Αυτή η υπόθεση επαληθεύεται και από την κατάθεση στην Ιερά Εξέταση του Ζοφρουά ντε Γκονεβίλ, Προκαθημένου της Ακουιτανίας και του Πουατού. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ζοφρουά, μη κατανομαζόμενα άτομα υποστηρίζανε πως όλες οι διαβολικές και βδελυρέςκαινοτομίες είχαν εισαχθεί στο Τάγμα από κάποιον αδερφό Ρονσελέν που υπήρξε ένας από τους διδασκάλους του Τάγματος. Αυτός ο αδερφός Ρονσελέν δεν μπορεί να είναι άλλος από το Ρονσελέν ντε Φος.
Με τρόπο ίσως υπερβολικά βολικό, την ομολογία του Στέφεν ντε Στάπελμπουργκ γρήγορα ακολούθησαν δύο άλλες που την ενίσχυσαν – του Τόμας Τότσι ντε Θορολντεμπι και του Τζον ντε Στοκ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τόμας, ένας πρώην Προκαθήμενος της Αγγλίας, ο Μπράιαν ντε Τζέι, υποστήριζε πως ο «Ιησούς δεν ήταν ο πραγματικός Θεός, αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος». Η μαρτυρία του Τζον ντε Στοκ έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή αυτός είχε διατελέσει θησαυροφύλακας του Τάγματος στο Λονδίνο. Το αξίωμα του θησαυροφύλακα, ήταν ο ανώτερος μη στρατιωτικός βαθμός του Τάγματος στην Αγγλία και καθώς το Τεμπλ του Λονδίνου ήταν ταυτόχρονα και βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πρέπει να ήταν προσωπικά γνωστός και στον Εδουάρδο Α΄ και στον Εδουάρδο Β΄. Ήταν λοιπόν το σημαντικότερο πρόσωπο του Τάγματος στην Αγγλία για να ομολογήσει οτιδήποτε.
Στις προηγούμενες καταθέσεις του ο Τζον ντε Στοκ είχε αρνηθεί όλες τις κατηγορίες. Αντίθετα τώρα, παραδέχτηκε ότι σε μια επίσκεψή του στο Τεμπλ Γκαργουέι στο Χερφορντσάιρ, ο Μέγας Διδάσκαλος Ζακ ντε Μολέ είχε υποστηρίξει ότι ο Ιησούς ήταν «ο γιός μιας απλής γυναίκας» και επειδή ισχυριζόταν ότι ήταν ο Υιός Θεού τον στάυρωσαν. Σύμφωνα πάντα μ’ αυτόν τον Τζον ντε Στοκ ο Μέγας Διδάσκαλος, τον είχε συμβουλέψει, πάνω σ’ αυτή τη βάση ν’ αρνηθεί τον Ιησού. Οι Ιεροεξεταστές ρώτησαν τότε σε ποιον ή σε τι υποτίθεται ότι θα πίστευε. Ο Τζον είπε ότι ο Μέγας Διδάσκαλος τον προέτρεψε να πιστεύει «στο μεγάλο παντοδύναμο Θεό, το Δημιουργό Ουρανού και Γης και όχι στη Σταύρωση». Αυτό δεν είναι καν δοξασία των Καθαρών, αφού γι’ αυτούς ο Θεός-δημιουργός ήταν κακός. Αυτή η δοξασία πλησιάζει περισσότερο τον ορθόδοξο ιουδαϊσμό ή τον ισλαμισμό και ήταν φυσικό ύστερα από τόσα χρόνια δράσης στους Αγίους Τόπους το Τάγμα να επηρεάστηκε αρκετά από την ιουδαϊκή και την ισλαμική σκέψη.
Η Ιερά Εξέταση εκμεταλλεύτηκε αμέσως αυτές τις καταθέσεις των Στέφεν ντε Στάπελμπουργκ, Τόμας ντε Θορόλντεμπι και Τζον ντε Στοκ. Μέσα σε λίγους μήνες οι περισσότεροι από τους Ναϊτες που συνελήφθησαν στην Αγγλία είχαν κάνει παρόμοιες ομολογίες. Στις 3 Ιουλίου του 1311 οι περισσότεροι ζήτησαν να επιστρέψουν στους κόλπους της Εκκλησίας, είτε έχοντας ομολογήσει συγκεκριμένα αμαρτήματα για τα οποία δήλωναν μετάνοια, είτε έχοντας παραδεχτεί ένα γενικό πλαίσιο με κατηγορίες και αποδεχόμενοι την τιμωρία. Όλες οι διαδικασίες στο σημείο αυτό φανερώνουν ότι είχαν προηγηθεί παρασκηνιακά παζαρέματα, και διακανονισμοί εκτός δικαστηρίου. Σαν αντάλλαγμα γι’ αυτή τους τη συνεργασία, οι Άγγλοι Ναϊτες δεν τιμωρήθηκαν σκληρά. Δεν κάηκαν εδώ άνθρωποι στην πυρά, όπως έγινε στη Γαλλία. Οι «ανανήψαντες» αντίθετα, κλείστηκαν σε μοναστήρια για να προσπαθήσουν να σώσουν τις ψυχές τους. Τους δώσανε και αρκετά χρήματα για να συντηρηθούν.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί, ότι οι ομολογίες που αποσπάσθηκαν στην Αγγλία προέρχονταν κυρίως από γέροντες και άρρωστους ιππότες. Η χώρα δεν ήταν βέβαια στην πρώτη γραμμή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ούτε και αποτελούσε για το Τάγμα σημαντικό στρατηγικό ή εμπορικό κέντρο, όπως συνέβαινε με τη Γαλλία. Γι’ αυτό και χρησίμευε σαν ένα είδος «ησυχαστηρίου» για τους ηλικιωμένους και άρρωστους βετεράνους των Αγίων Τόπων που κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε παίρνανε σύνταξη και αποσύρονταν στα κοινόβια της Αγγλίας σαν να είχαν αργομισθία. Την εποχή των ανακρίσεων, αρκετοί ήταν πολύ αδύναμοι για να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από εκεί που ζούσαν περιορισμένοι. «Ήταν τόσο γέροι και αδύναμοι, που ήταν ανήμποροι να σταθούν όρθιοι», αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ένας συμβολαιογράφος που κρατούσε τα πρακτικά. Όλους αυτούς τους είχαν συλλάβει οι αξιωματικοί του Εδουάρδου, όταν ο βασιλιάς τελικά αναγκάστηκε ύστερα από πιέσεις να ενδώσει. Εν τω μεταξύ καθώς αναφέραμε, οι πιο νέοι και δραστήριοι από τους Ναϊτες είχαν όλο το χρόνο που τους χρειάζονταν να δραπετεύσουν. Και, όπως θα δούμε, πολλαπλασιαζόντουσαν καθώς φθάνανε πρόσφυγες από άλλα μέρη.

Απόδραση από τις διώξεις
Το Μεσαίωνα οι άνθρωποι δε νοιάζονταν και τόσο πολύ για την ακρίβεια των στατιστικών στοιχείων. Για παράδειγμα όταν οι χρονικογράφοι αναφέρονταν σε στρατεύματα περιορίζονταν σε χοντρικές εκτιμήσεις και πολλές ήταν οι υπερβολές που χρησιμοποιούνταν για προπαγάνδα. Αριθμοί που αναφέρονται σε χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες, χρησιμοποιούνται από συνήθεια μάλλον και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, με μια εξοργιστική αδιαφορία για την ακρίβεια των γραφομένων ή έστω για την αληθοφάνεια. Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει ούτε μια αξιόπιστη ήολοκληρωμένη έκθεση για την αριθμητική δύναμη των Ναϊτών σε οποιαδήποτε στιγμή της ιστορίας τους. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους δε διασώθηκε καμιά ολοκληρωμένη καταγραφή της περιουσίας των Ναϊτών στη Βρετανία ή αλλού (αν δεχτούμε βέβαια ότι υπήρξαν παρόμοιοι κατάλογοι εκτός των αρχείων του Τάγματος). Κι όπως αναφέραμε ήδη, τα επίσημα έγγραφα και τα κρατικά αρχεία παραλείπουν ένα μεγάλο μέρος από την ακίνητη περιουσία του Τάγματος – κοινόβια, επαύλεις, εκτάσεις γης, οικήματα, αγροκτήματα και πολλά άλλα – που τα πληροφορούμαστε από άλλες πηγές. Για παράδειγμα, οι πολύ μεγάλες εγκαταστάσεις του Τάγματος στο Μπρίστολ και στο Μπέργουικ που περιλάμβαναν αποβάθρες και λιμενικές διευκολύνσεις, δεν εμφανίζονται σε κανένα επίσημο κατάλογο.
Σύμφωνα με τα μεσαιωνικά αρχεία, το Τάγμα αριθμούσε την εποχή των διώξεων πολλές χιλιάδες άνδρες στην Ευρώπη. Ορισμένες αναφορές τους ανεβάζουν σε 20.000 μολονότι χωρίς αμφιβολία ανάμεσά τους οι πραγματικοί πολεμιστές-ιππότες θα αποτελούσαν πολύ μικρότερο ποσοστό. Μας είναι γνωστό όμως ότι συνηθιζόταν στο Μεσαίωνα, ο κάθε ιππότης να συνοδεύεται από την ακολουθία του – έναν ιπποκόμο ή αυλικό και στη μάχη από τρεις τουλάχιστον ένοπλους πεζούς και, σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία αυτή η συνήθεια επικρατούσε και στους Ναϊτες. Κατά συνέπεια ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ήταν έμπειροι πολεμιστές έστω κι αν δεν ήταν ιππότες.
Το Τάγμα όμως όπως αναμένεται από ένα τέτοιο οργανισμό χρειαζόταν άφθονο βοηθητικό προσωπικό, γραφειοκράτες, διοικητικά στελέχη, γραφείς, αρκετούς ιερωμένους, υπηρέτες, τεχνίτες, χειρωνάκτες, χτίστες. Και συνήθως οι κατάλογοι που διασώθηκαν δεν διευκρινίζουν τον αριθμό αυτών που συμπεριλαμβάνονται στα αρχεία που αναφέρονται. Σε άλλες περιοχές πάλι, όπου δε γίνεται καμιά αναφορά και δεν υπάρχουν σχετικά έγγραφα ή πληροφορίες, μας είναι αδύνατο να κάνουμε έστω και κατά προσέγγιση κάποιους υπολογισμούς. Για παράδειγμα είναι γνωστό ότι οι Ναϊτες διαθέτανε αξιολογότατο στόλο – από εμπορικά και πολεμικά καράβια – που έκανε ταξίδια όχι μονάχα στη Μεσόγειο αλλά και στον Ατλαντικό. Μεσαιωνικά έγγραφα περιέχουν πολλές αναφορές σε λιμάνια των Ναϊτών, σε καράβια και σε ναυτικές τους επιχειρήσεις. Υπάρχουν έγγραφα με υπογραφές και σφραγίδες αξιωματούχων του ναυτικού των Ναϊτών, αλλά δεν έχουμε πουθενά λεπτομερείς ή συγκεκριμένες πληροφορίες οποιουδήποτε είδους, σχετικά με τις ναυτικές δραστηριότητές τους. Ούτε και βρέθηκε έγγραφο που να περιλαμβάνει κάποιον κατάλογο με τη δύναμη του στόλου τους ή κάποια στοιχεία για όσα συνέβησαν σ’ αυτά τα καράβια όταν άρχισαν οι διωγμοί. Με τον ίδιο τρόπο κάποιο αγγλικό χρονικό του τέλους του δωδέκατου αιώνα μιλάει για κάποια γυναίκα που έγινε μέλος στο Τάγμα ως αδερφή, υποδηλώνοντας ότι υπήρχε και γυναικείο τμήμα ή παράρτημα στο Τάγμα. Όμως δε βρέθηκε καμιά άλλη σχειτική πληροφορία ή άλλο βοηθητικό στοιχείο. Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι οι πληροφορίες αυτές περιέχονταν στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, αυτά από καιρό τώρα έχουν χαθεί, ή έχουν εξαφανιστεί.
Μετά από εξονυχιστικές έρευνες στα αγγλικά αρχεία και στα εναπομείναντα έγγραφα της Ιεράς Εξέτασης καθώς και από προσεκτική μελέτη στις εργασίες ιστορικών καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το 1307 στην Αγγλία οι Ναϊτες αριθμούσαν περίπου 265 άνδρες. Είκοσι εννέα απ’ αυτούς ήταν ιππότες, εβδομήντα εφτά απλοί στρατιώτες και τριάντα ένας ιερωμένοι. Αν βγάλουμε τους ιερωμένους και το άλλο βοηθητικό προσωπικό, ο αριθμός των αξιόμαχων Ναϊτών θα ανερχόταν σε τριάντα δύο το λιγότερο και σε εκατόν έξι το πολύ. Απ’ αυτούς συνελήφθησαν μόνο δέκα και αναφέρονται στους καταλόγους της Ιεράς Εξέτασης και ίσως άλλοι τρεις φυλακισμένοι να ήταν επίσης στρατιωτικοί. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι περίπου ενενήντα τρεις Ναϊτες ξέφυγαν από την Ιερά Εξέταση και ποτέ δεν βρέθηκαν. Σ’ αυτό τον αριθμό δε συμπεριλαμβάνονται οι πολεμιστές του Τάγματος που διέφυγαν στην Σκωτία και την Ιρλανδία.
Το Μεσαίωνα ο πληθυσμός της Ευρώπης ήταν ένα πολύ μικρό κλάσμα του σημερινού και κάτι τέτοια νούμερα που μας φαίνονται σήμερα ασήμαντα ήταν στην πραγματικότητα πολύ σημαντικά για την εποχή τους. Πρέπει ακόμα να μην ξεχνάμε ότι κατά το Μεσαίωνα το σημαντικότερο δεν ήταν η αριθμητική υπεροχή αλλά σε μεγαλύτερο και από τα νεότερα χρόνια βαθμό η καλύτερη εκπαίδευση. Στο Ομντουρμάν του Σουδάν το 1898, 23.000 Άγγλοι και άλλοι Ευρωπαίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με 50.000 δερβίσηδες στους οποίους προκάλεσαν απώλειες 15.000 νεκρών ενώ οι δικοί τους δεν ξεπέρασαν τους 500. Η ταινία «Ζουλού» αναφέρεται στη σύγκρουση το 1879 στο Ρορκ’ς Ντριφτ 139 Βρετανών με 4.000 Ζουλού, που έχασαν 400 πολεμιστές, ενώ οι ίδιοι μόνο είκοσι πέντε. Στην πολιορκία της Μάλτας το 1565, λιγότεροι από χίλιους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη μαζί με τους βοηθητικούς τους αντιμετώπισαν 30.000 τούρκους στους οποίους προκάλεσαν 20.000 απώλειες. Θα μας ήταν πολύ ωφέλιμες οι στατιστικές του Μεσαίωνα αν έδιναν στοιχεία για το βάρος των αλόγων και των πανοπλιών, το βαθμό πειθαρχίας και την τακτική ικανότητα των ηγετών, γιατί αυτά ήταν τόσο σημαντικά για ένα στράτευμα της εποχής, όσο η δύναμη του πυρός αργότερα. Την εποχή των σταυροφοριών στους Αγίους Τόπους, μια δωδεκάδα αρματωμένοι ιππότες πάνω σε βαριά και δυνατά άλογα μπορούσαν να σκορπίσουν εύκολα διακόσιους με τριακόσιους Σαρακηνούς, δρώντας δηλαδή σαν τα σημερινά τανκς. Μια μαζική επίθεση εκατό ιπποτών μπορούσε να τσακίσει δύο ή τρεις χιλιάδες αντιπάλους τους.
Τελικά, λοιπόν, δεν πρέπει να παραβλέπουμε σαν ασήμαντο γεγονός την ύπαρξη ενενήντα τριών άριστα εκπαιδευμένων Ναϊτών διασκορπισμένων στην Αγγλία. Με την πειθαρχία του επαγγελματία στρατιωτικού, το σύγχρονο οπλισμό και την πολεμική τους εμπειρία αποτελούσαν ένα αποτελεσματικό αντίπαλο για τους ερασιτέχνες στρατιώτες και τους επιστρατευμένους χωρικούς που μετείχαν στις περισσότερες εκστρατείες της Ευρώπης.


Michael Baigent & Richard Leigh
Ο ΝΑΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΟΑ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΛΛΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΛΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΛΑΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: