.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Η Μάντορλα και η θεραπευτική φύση της – Robert A. Johnson

Δόξα τω Θεώ, υπάρχει κάτι, μια έννοια, που μπορεί να μας βγάλει από το σύνηθες αδιέξοδο και να μας σώσει. Ευτυχώς, η έννοια αυτή υπάρχει και στο δικό μας χριστιανικό πολιτισμό και έτσι δεν χρειάζεται να τρέχουμε σε εξωτικούς τόπους για να βρούμε λύσεις.
Πρόκειται για την έννοια της μάντορλα, μια ιδέα από το Χριστιανισμό του Μεσαίωνα, η οποία σήμερα είναι παντελώς άγνωστη. Θα τη βρείτε σε κάθε βιβλίο περί μεσαιωνικής θεολογίας, σπάνια όμως θα ακούσετε σήμερα να μιλάνε γι’ αυτήν. Είναι όμως πολύ πολύτιμη για να χαθεί.
Όλοι γνωρίζουμε τι είναι η μάνταλα, μολονότι ο όρος είναι σανσκριτικός, ένα δάνειο από την Ινδία και το Θιβέτ. Η μάνταλα είναι ένα ιερός πεπερασμένος κύκλος που αποτελεί μια αναπαράσταση της ολότητας. Συναντάμε συχνά την εικόνα αυτή στη θιβετανική τάνγκα, μια εικόντα που αναπαριστά τον Βούδα με τα πολλαπλά του χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Την απαντάμε αναρτημένη στους τοίχους των δωμάτων της προσευχής ή των ναών ως υπόμνηση της ολότητας της ζωής. Η μάνταλα λειτουργεί ως εργαλείο υπενθύμισης της ένωσής μας με το Θεό και με όλα τα έμβια όντα. Στο Θιβέτ, ο δάσκαλος πολλές φορές ζωγραφίζει για το μαθητή του μια μάνταλα και τον αφήνει να διαλογιστεί πάνω στο συμβολισμό της για πολλά χρόνια πριν του δώσει τις επόμενες οδηγίες. Η μάνταλα βρίσκεται επίσης στους ρόδακες ή τις ροζέτες της γοτθικής αρχιτεκτονικής και εμφανίζεται συχνά ως θεραπευτικό σύμβολο στη χριστιανική τέχνη. Η μάνταλα εκδηλώνεται και στα όνειρα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η προσωπικότητα είναι έντονα  διασπασμένη και το πρόσωπο έχει την ανάγκη αυτού του κατευναστικού συμβόλου. Σε μια ιδιαίτερα επιβαρημένη περίοδο της ζωής του ο Δρ. Γιουνγκ κάθε πρωί ζωγράφιζε μια μάνταλα για να διατηρήσει την αίσθηση της ισορροπίας και της αρμονίας.
Η μάντορλα έχει κι αυτή μια θεραπευτική επίδραση, η μορφή της όμως είναι κάπως διαφορετική. Η μάντορλα είναι η αμυγδαλωτού σχήματος τομή δύο κύκλων που αλληλεπικαλύπτονται μερικά. Δεν είναι τυχαίο που στα Ιταλικά η λέξη mandorla σημαίνει αμύγδαλο. Αυτό το σύμβολο υποδηλώνει την αλληλοεπικάλυψη των αντίθετων στοιχείων τα οποία διερευνούμε. Γενικά, η μάντορλα περιγράφεται ως αλληλοεπικάλυψη του ουρανού και της γης. Δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη που να μην έχει σπαράξει από τις ανταγωνιστικές απαιτήσεις του ουρανού και της γης· η μάντορλα μας δίνει οδηγίες για το  πως να διεκπεραιώσουμε το έργο της συμφιλίωσης. Ο Χριστός και η Παρθένος συχνά απεικονίζονται μέσα στο πλαίσιο μιας μάντορλα. Αυτό είναι μια υπόμνηση ότι και εμείς μεταλαμβάνουμε της φύσης τόσο του ουρανού όσο και της γης. Ο Χριστιανισμός επικυρώνει με θαυμάσιο τρόπο το θηλυκό στοιχείο της ζωής, δίνοντάς του έναν αντίστοιχο χώρο στη μάντορλα. Έτσι βλέπουμε την Παρθένο να κάθεται με μεγαλοπρέπεια στη μάντορλα το ίδιο συχνά με τον Χριστό. Στις δυτικές πύλες πολλών καθεδρικών ναών της Ευρώπης βρίσκει κανείς τα πιο εξαίρετα δείγματα της μάντορλα, τα οποία πλαισιώνουν τον Χριστό και την Παρθένο.
Η θεραπευτική φύση της μάντορλα
Η μάντορλα είναι τόσο πολύ σημαντική για τον πονεμένο μας κόσμο που θα πρέπει να τη διερευνήσουμε λεπτομερειακά. Εξετάζοντας σε προηγούμενο κεφάλαιο τη σκιά, μιλήσαμε για τα ζεύγη των αντιθέτων. Από την ίδια του τη φύση ο πολιτισμικός μας βίος συνηθίζει να θέτει πάντα ενάντια σε ένα καλό ενδεχόμενο ένα κακό και να εξοστρακίζει το κακό με τέτοια επιμέλεια ώστε να χάνουμε εντελώς τα ίχνη της υπόστασής του. Αυτά τα εξοστρακισμένα κομμάτια συνθέτουν τη σκιά μας, όμως δεν μένουν για πάντα εξόριστα και εκεί κοντά στη μέση ηλικία επιστρέφουν όπως επέστρεφαν από την έρημο οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της Παλαιάς Διαθήκης.
Τι μπορεί να κάνει κανείς ότνα αυτά τα εξορισμένα κομμάτια αξιώσουν μια ημέρα απολογισμού; Τότε μάλλον είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να εντρυφήσουμε στη μάντορλα.
Η μάντορλα έχει μια θαυμάσια θεραπευτική και εμψυχωτική λειτουργία. Όταν είναι κανείς κουρασμένος, αποθαρρυμένος ή βαριά κακοποιημένος από τη ζωή ώστε να αδυνατεί πλέον να ζει με την ένταση των αντιθέτων, η μάντορλα μπορεί να του δείξει τι πρέπει να κάνει. Όταν ακόμη και οι πλέον ηράκλειες προσπάθειες ή η πιο άριστη πειθαρχία δεν αρκούν για να κρατήσουν στην απανεμιά τις επώδυνες αντιφάσεις της ζωής, τότε έχουμε ανάγκη τη μάντορλα. Μας βοηθά να κάνουμε τη μετάβαση από τον πολιτισμικό βίο στο θρησκευτικό βίο. (Ευτυχώς, αυτό δεν ακυρώνει τον πολιτισμικό μας βίο, καθώς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι αρκετά καλά εδραιωμένος ώστε να επιβιώνει από μόνος του).
Η μάντορλα αρχίζει τη θεραπεία της διάσπασης. Η αλληλοεπικάλυψη είναι σε γενικές γραμμές αρκετά μικρή στην αρχή, μια μετά βίας ορατή σκλήθρα της νέας σελήνης· είναι όμως μια αρχή. Με το πέρασμα του χρόνου, η αλληλοεπικάλυψη μεγαλώνει και ταυτόχρονα εξελίσσεται και ολοκληρώνεται η θεραπεία. Η μάντορλα συνδέει αυτό το οποίο είχε αποσπαστεί και καταστεί μερικό και βέβηλο. Είναι η πλέον βαθιά και έντονη θρησκευτική εμπειρία που έχουμε τη δυνατότητα να βιώσουμε.
Η μάντορλα είναι ο χώρος του οίστρου και της ποίησης. Είναι καθήκον του κάθε αληθινού ποιητή να παίρνει τον κατακερματισμένο κόσμο που μας περιβάλλει και από αυτόν να συνθέτει μια ολότητα. Στο Four Quartets ο Τ. Σ. Έλιοτ γράφει: «Η φωτιά και το ρόδο είναι ένα». Με την αλληλοεπικάλυψη των στοιχείων της φωτιάς και του λουλουδιού φτιάχνει μια μάντορλα. Εμείς με βαθιά αγαλλίαση διαβάζουμε ότι η φωτιά της μεταμόρφωσης και το λουλούδι της αναγέννησης είναι ένα και το αυτό. Όλη η ποίηση βασίζεται πάνω στον ισχυρισμό ότι αυτό είναι εκείνο. Όταν οι εικόνες αλληλοεπικαλύπτονται, τότε γινόμαστε αποδέκτες μιας μυστικής δήλωσης ενότητας. Νιώθουμε ότι υπάρχει ασφάλεια και βεβαιότητα στο θρυμματισμένο μας κόσμο και ο ποιητής μας χαρίζει το δώρο της σύνθεσης.
Οι μεγάλοι ποιητές κάνουν αυτά τα άλματα και ενώνουν το κάλλος με τον τρόμο της ύπαρξης. Έχουν τη δυνατότητα να ξαφνιάζουν και να συγκλονίζουν – να μας θυμίζουν ότι μεταξύ των πραγμάτων που εμείς θεωρούσαμε πάντα αντίθετα, υπάρχουν δεσμοί που τα ενώνουν.
Robert A. Johnson
Από τη Σκιά στο Φως
Μετάφραση Στέλιος Μεταξάς
Εκδόσεις Αρχέτυπο 2002


Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Για την Εργασία – Kahlil Gibran

 

...Τότε ένας αγρότης είπε, μίλησέ μας για την Εργασία.
Και αυτός απάντησε λέγοντας:

Εργάζεστε για να βαδίζετε στον παλμό της γης και της ψυχής της γης.
Γιατί αν μείνετε άπραγοι γίνεστε ξένοι προς τις εποχές και βγαίνετε από την πορεία της ζωής, η οποία προχωρεί με μεγαλείο και αγέρωχη υποταγή προς το άπειρο.

Όταν εργάζεσαι, είσαι μια φλογέρα που τον ψίθυρο των ωρών η καρδιά της τον κάνει μελωδία.
Προς από σας θα ήθελε να μείνει καλάμι, βουβό και σιωπηρό, όταν όλα τα άλλα τραγουδούν μαζί τον ίδιο σκοπό;

Σου έλεγαν πάντα πως η εργασία είναι κατάρα και ο μόχθος συμφορά.
Εγώ όμως σου λέγω πως όταν εργάζεσαι, εκπληρώνεις ένα μέρα από το πιο παλιό όνειρο της γης, που σου ανατέθηκε όταν το όνειρο γεννήθηκε,
Και ότι, απασχολώντας τον εαυτό σου με την εργασία, στην ουσία αγαπάς τη ζωή,
Και αγαπώντας τη ζωή μέσα από την εργασία είναι σαν να νιώθεις το πιο κρυφό της μυστικό.

Αν όμως εσύ, στον πόνο σου, θεωρείς την γέννα πλήγμα και την φροντίδα της σάρκας κατάρα που γράφτηκε στο μέτωπό σου, τότε σου λέγω ότι μόνο ο ιδρώτας του μετώπου σου μπορεί να ξεπλύνει αυτό που είναι γραμμένο πάνω του.

Σου λέγανε επίσης πως η ζωή είναι ένα σκοτάδι και συ στην κούρασή σου αντιλαλούσες σαν ηχώ αυτό που λέγανε οι αποκαμωμένοι.
Εγώ σου λέγω πως η ζωή είναι πράγματι σκοτάδι εκτός αν υπάρχει πόθος,
Και κάθε πόθος είναι τυφλός αν δεν υπάρχει γνώση,
Και κάθε γνώση είναι μάταιη αν δεν υπάρχει εργασία,
Και κάθε εργασία είναι κενή αν δεν υπάρχει αγάπη.
Και όταν εργάζεσαι με αγάπη, δένεσαι με τον εαυτό σου, και με το συνάνθρωπό σου, και με το Θεό.

Και τι σημαίνει να εργάζεσαι με αγάπη;
Σημαίνει να υφαίνεις ένα ρούχο με κλωστές που τράβηξες από την καρδιά σου σαν να πρόκειται να το φορέσει ο αγαπημένος σου.
Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή σαν να πρόκειται ο αγαπημένος σου να μείνει σ’ αυτό το σπίτι.
Σημαίνει να σπέρνεις με τρυφερότητα και να θερίζεις με χαρά σαν να πρόκειται οι αγαπημένοι σου να γευτούν τους καρπούς των κόπων σου.
Σημαίνει να δίνεις σε ό,τι φτιάχνεις τη δική σου πνοή,
Και να γνωρίζεις πως όλοι οι αγιασμένοι νεκροί στέκουν πλάι σου και παρακολουθούν.

Σε έχω ακούσει να λες συχνά, σαν να παραμιλάς στον ύπνο σου:
«Εκείνος που δουλεύει το μάρμαρο και βρίσκει την μορφή της ψυχής του στην πέτρα, αξίζει περισσότερο από αυτόν που οργώνει τη γη.
Και αυτός που πιάνει το ουράνιο τόξο και το απλώνει πάνω σε ένα πανί για να σχηματίσει τη μορφή ανθρώπου, αξίζει περισσότερο από αυτόν που φτιάχνει σανδάλια για τα πόδια μας».
Εγώ όμως σου λέω, όχι στον ύπνο μου, αλλά στον καταμεσημεριάτικό μου ξύπνιο, πως ο άνεμος δε μιλά πιο γλυκά στη μεγάλη δρυ από ό,τι στο πιο μικρό χορτάρι.
Και μεγάλος είναι μόνο αυτός που κάνει τη φωνή του ανέμου τραγούδι και το κάνει πιο γλυκό με τη δική του αγάπη.

Η εργασία είναι αγάπη φανερή.
Κι αν δεν μπορείς να εργαστείς με αγάπη παρά μόνο με απέχθεια, άφησε καλύτερα τη δουλειά σου και κάθισε στην πύλη του ναού ζητώντας ελεημοσύνη από αυτούς που εργάζονται με χαρά.
Γιατί αν ψήσεις ψωμί άκεφα, ψήνεις πικρό ψωμί που χορταίνει μόνο τη μισή πείνα του ανθρώπου.
Και αν τρυγήσεις στανικά, η απροθυμία σου στάζει φαρμάκι στο κρασί.
Και αν τραγουδάς σαν άγγελος ενώ δεν αγαπάς το τραγούδι, σφαλίζεις τα αφτιά του ανθρώπου στις φωνές της ημέρας και στους ψιθύρους της νύχτας.
 

Kahlil Gibran
Ο Προφήτης
Μετάφραση Κώστας Παρίσης
Εκδόσεις Printa 2004

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Η χαζή γυναίκα - Bertolt Brecht

 

Κάποιος είχε μια γυναίκα που ήταν σαν τη θάλασσα. Η θάλασσα αλλάζει με κάθε φύσημα του ανέμου, αλλά ούτε μεγαλώνει, ούτε μικραίνει, ούτε αλλάζει χρώμα ή γεύση. Και δε μαλακώνει ούτε σκληραίνει. Όταν σταματήσει να φυσάει ο άνεμος, ξαναημερεύει και δεν έχει γίνει διαφορετική. Κι ο άντρας έπρεπε να πάει ταξίδι.
Όταν ήταν να ξεκινήσει, έδωσε στη γυναίκα ό,τι είχε και δεν είχε, το σπίτι του, και το εργαστήρι του και τον κήπο γύρω απ’ το σπίτι του και όσα χρήματα είχε κερδίσει. «Όλ’ αυτά είναι δικά μου κι ανήκουν και σ’ εσένα. Να το προσέξεις καλά». Τότε αυτή κρεμάστηκε απ’ το λαιμό του κι έκλαψε και του είπε: «Πως θα τα βγάλω πέρα; Αφού είμαι χαζή». Αλλ’ αυτός την κοίταξε καλά και είπε: «Αν μ’ αγαπάς, θα τα καταφέρεις». Και στη συνέχεια την αποχαιρέτησε.
Τώρα που η γυναίκα έμεινε πίσω μοναχή, άρχισε να φοβάται πολύ για όλα όσα βρέθηκαν μες στ’ αδύνατα χέρια της: κατατρομοκρατήθηκε. Γι’ αυτό και στράφηκε στον αδερφό της, έναν παλιάνθρωπο – κι αυτός τη γέλασε. Έτσι, η περιουσία της όλο και λιγόστευε. Όταν το πήρε είδηση, την έπιασε μαύρη απελπισία και αποφάσισε να σταματήσει να τρώει, για να μη λιγοστέψει κι άλλο. Και τις νύχτες έμενε ξάγρυπνη. Έτσι αρρώστησε.
Και κειτόταν τώρα στο δωμάτιό της και δεν μπορούσε πια να φροντίζει το σπίτι. Κι αυτό άρχισε να ρημάζει, κι ο αδερφός της βρήκε ευκαιρία και πούλησε τον κήπο και το εργαστήρι χωρίς να το πει στη γυναίκα. Η γυναίκα έμεινε ξαπλωμένη πάνω στα μαξιλάρια της χωρίς να λέει κουβέντα και σκεφτόταν: Αν δε λέω κουβέντα, δεν υπάρχει περίπτωση να πω καμιά χαζομάρα, κι αν δεν τρώω, η περιουσία θα σταματήσει να λιγοστεύει.
Κι έτσι ήρθαν τα πράγματα, που μια μέρα το σπίτι έπρεπε να βγει σε πλειστηριασμό. Ήρθαν γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι απ’ όλα τα γύρω μέρη, γιατί ήταν όμορφο σπίτι. Και η γυναίκα κειτόταν στο δωμάτιό της κι άκουγε τους ανθρώπους και το σφυρί που έπεφτε. Κι οι άνθρωποι γελούσαν κι έλεγαν: «Η βροχή περνάει μέσα από τη στέγη κι οι τοίχοι είναι έτοιμοι να πέσουν». Και τότε αισθάνθηκε μεγάλη αδυναμία και αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε πάλι, κειτόταν σε ένα ξύλινο δωμάτιο πάνω σε ένα σκληρό κρεβάτι. Δεν υπήρχε παρά ένα όλο κι όλο παραθυράκι κι αυτό σε μεγάλο ύψος, κι ο κρύος αέρας διαπερνούσε τα πάντα. Και μπήκε μέσα μια γριά και της ρίχτηκε κακιασμένα και της είπε ότι το σπίτι της πουλήθηκε, αλλά τα χρέη της δεν καλύφθηκαν ακόμα όλα και ότι θα της έδινε ένα κομμάτι ψωμί από λύπηση, αν και ο άντρας της ήταν αυτός που άξιζε λύπηση. Γιατί τώρα πια δεν του ‘χε απομείνει τίποτα. Μόλις τα άκουσε αυτά η γυναίκα, τα ‘χασε και το μυαλό της πειράχτηκε λιγάκι και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Κι απ’ αυτή τη μέρα άρχισε να δουλεύει στο σπίτι και στα χωράφια. Και τριγυρνούσε με παλιόρουχα και δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα και βέβαια ούτε κέρδιζε τίποτα, γιατί δεν απαιτούσε. Και κάποτε άκουσε ότι ο άντρας της γύρισε.
Την έπιασε μεγάλος φόβος. Μπήκε τρέχοντας στο σπίτικαι χτένισε τα μαλλιά της κι έψαξε να βρει μια καθαρή πουκαμίσα, αλλά δεν υπήρχε καμία. Κι έβαλε τα χέρια πάνω στα στήθη της για να τα κρύψει κι ήταν εντελώς μαραμένα. Και ξεχύθηκε έξω από ένα πίσω πορτάκι τρέχοντας στα τυφλά.
Αφού, λοιπόν, έτρεχε κάμποση ώρα, έκανε τη σκέψη ότι ήταν ο άντρας της. Είχαν ενώσει τη ζωή τους και τώρα αυτή τον εγκατέλειψε. Κι αμέσως έκανε στροφή κι έτρεξε πίσω, χωρίς να σκέφτεται πια το σπίτι και το εργαστήρι και την πουκαμίσα. Και τον είδε από μακριά κι έτρεξε καταπάνω του και κρεμάστηκε στο λαιμό του.
Ο άντρας όμως στεκόταν καταμεσής στο δρόμο κι οι άνθρωποι τον κορόιδευαν απ’ τα κατώφλια των σπιτιών τους. Κι ήταν πολύ θυμωμένος. Είχε όμως τη γυναίκα κρεμασμένη πάνω του, κι αυτή δεν απομάκρυνε πόντο το κεφάλι απ’ το λαιμό του, ούτε τα χέρια της από το σβέρκο του. Και την ένιωθε να τρέμει και νόμιζε πως είναι από το φόβο της, επειδή τα ‘χασε όλα. Αλλά τελεικά σήκωσε το πρόσωπό της και τον κοίταξε και είδε ότι δεν ήταν από το φόβο της, αλλά από τη χαρά της. Χαιρόταν τόσο πολύ, που έτρεμε. Τότε ξαναβρήκε κάπως τον εαυτό του και τρέκλισε κι αυτός και την αγκάλιασε κι αισθάνθηκε έντονα το πόσο είχε αδυνατίσει στους ώμους και τη φίλησε στο στόμα.
 
 

Bertolt Brecht
Η χαζή γυναίκα και άλλες ιστορίες
Μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη
Εκδόσεις Καστανιώτη 1997

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Η φιλοσοφική μέθοδος των Πυθαγορείων - σχετικά με τους αριθμούς - THOMAS TAYLOR

Οι Πυθαγόρειοι, παρακάμπτοντας τα μονοπάτια των αδα­ών και παραδίδοντας  τη φιλοσοφία  τους με μυστικότητα σε εκείνους μονάχα που ήταν άξιοι να τη λάβουν, την πα­ρουσίασαν σε αυτούς με μαθηματικούς όρους. Έτσι αποκά­λεσαν τις μορφές αριθμούς, επειδή πρόκειται για τα αρχικώς αποχωριζόμενα τμήματα μιας αδιαίρετης μονάδας· διότι οι φύσεις που είναι υπεράνω μορφών, είναι υπεράνω διαχωρι­σμού(1). Το καθ' όλα τέλειο πλήθος των μορφών, επομένως, υποδήλωσαν ασαφώς μέσω της δυάδας· αλλά υπέδειξαν πως οι πρώτες μορφικές αρχές, που όρισαν ως μονάδα και δυά­δα, δεν είναι αριθμοί· ενώ η πρώτη τριάδα και τετράδα είναι οι πρώτοι αριθμοί, η μία περιττή και η άλλη άρτια· με την πρόσθεση όλων γεννιέται η δεκάδα, καθώς το άθροισμα των 1, 2, 3 και 4, είναι δέκα. Πέρα από τους αριθμούς, σε δευ­τερογενείς και πολυποίκιλες ζωές, τα γεωμετρικά μεγέθη προηγούνται των φυσικών επίσης, ανέφεραν ότι οι αριθμοί είναι οι ουσιώδεις αιτίες και αρχές αυτών. Θεώρησαν το ση­μείο ως αδιαίρετο από τη μονάδα, ενώ τη γραμμή ως το πρώ­το διάστημα που αποδίδεται στη δυάδα· κατ' ακολουθία, η επιφάνεια συνδέεται με την τριάδα και το στερεό με την τε­τράδα.
Επίσης ονόμαζαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστο­τέλη, το πρώτο μήκος δυάδα· διότι δεν είναι απλώς μήκος, αλλά το πρώτο μήκος, υποδηλώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την αιτία. Κατά έναν όμοιο τρόπο ονόμασαν το πρώτο πλά­τος τριάδα και το πρώτο ύψος τετράδα. Αναφέρθηκαν επί­σης στις βασικές αρχές όλης της ψυχικής γνώσης. Τη διανοη­τική γνώση, βεβαίως, επειδή συνδέεται με την αδιάσπαστη ενότητα, τη συσχέτισαν με τη μονάδα - αντίθετα την επιστη­μονική γνώση, επειδή εξελίσσεται και προχωρά από την αι­τία στο αιτιατό μέσω των σταθερών και αμετάβλητων πραγμάτων, τη συσχέτισαν με τη δυάδα - και τη γνώμη με την τρι­άδα, επειδή η δύναμή της δεν κατευθύνεται πάντοτε στο ίδιο πράγμα, αλλά άλλοτε ρέπει προς την αλήθεια και άλλοτε προς το λάθος. Συσχέτισαν δε την αίσθηση με την τετράδα, διότι αυτή έχει αντίληψη των σωμάτων. Γιατί είναι γεγονός πως στη δυάδα υπάρχει ένα διάστημα από τη μια μονάδα ως την άλλη, ενώ στην τριάδα υπάρχουν δυο διαστήματα από τη μια μονάδα προς τις επόμενες και στην τετράδα υπάρχουν
τρία. Συσχέτισαν, επομένως, με τις αρχές κάθε πράγμα γνω­στό, δηλαδή τα όντα και τις γνωστικές δυνάμεις αυτών. Δια­χώρισαν όμως τα όντα, όχι σύμφωνα με το πλάτος, αλλά σύμφωνα με το ύψος, σε νοητά, αντικείμενα της επιστήμης, αντικείμενα της γνώμης και αισθητά. Αντίστοιχα χώρισαν τη γνώση σε διάνοια, επιστήμη, γνώμη και αίσθηση. Το άκρο επομένως της νοητής τριάδας, ή το ίδιο το ζώο, όπως ονομά­ζεται από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο, εκλαμβάνεται από το χωρισμό των αντικειμένων γνώσης, εκδηλώνοντας τη νοητή τάξη στην οποία περιέχονται οι ίδιες οι μορφές, δηλαδή οι πρώτες μορφές και οι αρχές τους, η ιδέα του ίδιου του ένα, του πρώτου μήκους, που είναι η ίδια η δυάδα, καθώς και οι ιδέες του πρώτου πλάτους και του πρώτου ύψους (διότι ο όρος πρώτος ταιριάζει σε όλα αυτά), δηλαδή η ίδια η τριά­δα και η τετράδα αντιστοίχως.
Οι Πυθαγόρειοι και ο Πλάτωνας δεν ονόμασαν την ιδέα από ένα πράγμα και τον ιδεατό αριθμό από ένα διαφορετι­κό. Εφόσον ο ισχυρισμός ότι όλα τα πράγματα μοιάζουν με τους αριθμούς είναι κατ' εξοχήν αληθινός, είναι φανερό ότι ο αριθμός -και ιδιαίτερα κάθε ιδεατός αριθμός- ονομάστη­κε έτσι εξαιτίας της παραδειγματικής ιδιαιτερότητάς του. Αν όμως κάποιος θελήσει να το κατανοήσει αυτό από την ίδια την ονομασία, είναι εύκολο να συμπεράνει ότι η ιδέα ονομά­στηκε έτσι εξαιτίας της όμοιας προς αυτή αναπαράστασης των συμμετεχόντων και της απόδοσης σε αυτούς μορφής, τά­ξης, ομορφιάς και ενότητας· και αυτό σε ακολουθία με την αιώνια διατήρηση της ίδιας μορφής, διευρύνοντας την ίδια της τη δύναμη στο άπειρο των μερικών και διερευνώντας με το ίδιο είδος τα αιώνια συμμετέχοντα σε αυτήν. Η ονομασία αριθμός δόθηκε επειδή παρέχει αναλογία και εύρυθμη διά­ταξη σε όλα τα πράγματα, Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Συ­ριανού(2) οι αρχαίοι απέδιδαν την έννοια συναρμόζω και συν­θέτω με το ρήμα αραρίσκω (απρμφ. άρσαι), από το οποίο προέρχεται ο αριθμός. Οπότε ανάρσιον οι Έλληνες αποκα­λούσαν το ασύνθετο. Μάλιστα υπάρχουν και διάφορες ελλη­νικές εκφράσεις όπως, θα συναρμόσει το ζυγό, έθεσαν τον αριθμό μαζί τους και αριθμός και φιλία. Για αυτό το λόγο υιοθέτησαν οι Έλληνες την ονομασία αριθμός, καθώς με­τράει και θέτει σε κανονική διάταξη όλα τα πράγματα, και τα ενώνει σε φιλική συμμαχία.
Επιπλέον, κάποιοι από τους Πυθαγόρειους πραγματεύθηκαν μόνο τους αδιαχώριστους αριθμούς, δηλαδή τους αριθ­μούς που δε διαχωρίστηκαν από τις επίγειες φύσεις, ενώ κά­ποιοι άλλοι αυτούς που υφίστανται χωριστά από το σύμπαν, στους οποίους είδαν να περιέχονται ως υπόδειγμα εκείνοι οι αριθμοί που τελειοποιούνται από τη φύση. Άλλοι, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στους δυο, αφηγήθηκαν το δόγμα τους με έναν περισσότερο σαφή και τέλειο τρόπο. Αν είναι όμως αναγκαίο να μιλήσουμε σχετικά με τη διαφορά αυτών των μονάδων και την έλλειψη διαφοράς τους, πρέπει να πούμε ότι οι μονάδες που υπάρχουν σε ποσότητα δεν πρόκειται με κανένα τρόπο να επεκταθούν σε ουσιώδεις αριθμούς. Όταν όμως ονομάζουμε ουσιώδεις αριθμούς τις μονάδες, πρέπει να βεβαιώσουμε ότι όλες τους απέχουν αμοιβαία μεταξύ τους εξαιτίας της ίδιας της διαφοράς και ότι στερούνται διαφοράς εξαιτίας της ομοιότητας. Είναι επίσης φανερό ότι αυτές που ανήκουν στην ίδια τάξη, περιέχονται μέσω αμοιβαίας σύγκρισης περισσότερο στην ομοιότητα παρά στη διαφορά, ενώ εκείνες που βρίσκονται σε διαφορετικές τάξεις, αναφέρονται κυρίως στην ανομοιότητα μέσω της κυριαρχίας της διαφοράς.
Επιπροσθέτως, οι Πυθαγόρειοι ισχυρίζονταν ότι η φύση παράγει τα αισθητά από τους αριθμούς· αυτοί όμως οι αριθ­μοί δεν ήταν μαθηματικοί, αλλά φυσικοί - και καθώς μιλού­σαν συμβολικά, δεν είναι απίθανο να εξηγούσαν κάθε ιδιό­τητα των αισθητών με μαθηματικούς όρους. Εν τούτοις, λέει ο Συριανός, το να θεωρήσουμε ότι οι Πυθαγόρειοι κατείχαν μόνο τη γνώση των αισθητών αριθμών, δεν είναι μόνο γε­λοίο, αλλά και ασεβές. Διότι αυτοί όντως έλαβαν από τη θε­ολογία του Ορφέα τις αρχές των νοητών και διανοητικών α­ριθμών, τους προσέδωσαν πλούσια ανάπτυξη και επέκτειναν την επικράτεια τους μέχρι τα ίδια τα αισθητά. Έτσι έμεινε χαρακτηριστικό των Πυθαγορείων το ρητό, «όλα τα πράγ­ματα εξομοιώνονται με τον αριθμό». Για αυτό ο Πυθαγό­ρας στον Ιερό Λόγο λέει με σαφήνεια ότι «αριθμός είναι ο κυβερνήτης των μορφών και των ιδεών και είναι η αιτία θεών και δαιμόνων». Επίσης υποθέτει ότι για τον αρχαιότατο και με τέχνη κυβερνώντα θεό, ο αριθμός είναι ο κανόνας και ο τεχνικός λόγος, και η διάνοια και η μη παρεκκλίνου­σα ισορροπία της σύνθεσης και γένεσης όλων των πραγμά­των». (Αυτός μεν Πυθαγόρας, έν τώ ιερώ λόγω, διαρρήδην μορφών και ιδεών κράντορα τον αριθμόν έλεγεν είναι, και θεών και δαιμό­νων αίτιον και τώ πρεσβυτάτω και κρατιστεύοντι τεχνίτη θεώ κανό­να, καί λόγον τεχνικόν, νουν τε και σταθμάν ακλινέσταταν τον αριθ­μόν υπείκε συστάσιος και γενέσεως των πάντων.)
Ο Συριανός προσθέτει: «Και ο Φιλόλαος διακήρυξε ότι ο αριθμός είναι ο κυβερνών και αυτογέννητος δεσμός της αιώ­νιας διατήρησης των επίγειων φύσεων». (Φιλόλαος δέ, της των κοσμικών αιωνίας διαμονής την κρατιστεύουοαν και αυτογενή συνοχήν είναι απεφήνατο τον αριθμόν.) «Και ο Ίππασος, και όλοι εκείνοι που προορίζονταν για την πενταετή σιωπή, ονόμαζαν τον αριθμό όργανο του δημιουργού του σύμπαντος ικανό να κρίνει, και το πρώτο παράδειγμα της επίγειας δημιουργίας». (Οι δέ περί Ίππασον ακουσματικοί είπον κριτικόν κοσμουργού θεού όργανον, και, παράδειγμα πρώτον κοσμοποιΐας.) Πώς θα ήταν δυ­νατόν επομένως να μιλήσουν με τόσο θαυμάσια λόγια για τον αριθμό, αν δε θεωρούσαν ότι κατέχει μια ουσία χωριστή από τις αισθήσεις και μια δημιουργική υπερβατικότητα, που είναι ταυτόχρονα και παραδειγματική;


________________ 
1. Οι μορφές υπάρχουν στην ακρότητα της νοητής τριάδας. Η τρι­άδα απαρτίζεται από ύπαρξη, ζωή και διάνοια. Αλλά η ύπαρξη και η ζωή, με όλα τα περιεχόμενα τους, εμπλέκονται εδώ σε μια αδιαίρετη ενότητα. Βλέπε τη μετάφραση μου του Πρόκλου σχετικά με τη Θεολογία του Πλάτωνα.
2. Στο Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη, Βιβλίο 13.



THOMAS TAYLOR
Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ
Μετάφραση Μαρία Οικονομοπούλου
Εκδόσεις ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1995