.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ο μπαμπάς του Σιμόν - Guy de Maupassant


Είχε σημάνει κιόλας μεσημέρι. Η πόρτα του σχολείου άνοιξε και τα παιδιά όρμησαν σπρώχνοντας για να βγουν πιο γρήγορα. Αντί όμως να διαλυθούν αμέσως και να πάνε για φαγητό, όπως κάθε μέρα, στάθηκαν πιο πέρα, σχημάτισαν ομάδες και άρχισαν να ψιθυρίζουν.
Και όλα αυτά γιατί εκείνο το πρωί ο Σιμόν, ο γιός της Μπλανσότ, ήρθε στο σχολείο για πρώτη φορά.
Όλα είχαν ακούσει να μιλούν για την Μπλασότ στα σπίτια τους, και παρόλο που όλοι δημόσια την υποδέχονταν καλά, οι μητέρες τους ωστόσο της έδειχναν έναν οίκτο κάπως περιφρονητικό που πέρασε και στα παιδιά χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Όσο για τον Σιμόν, δεν τον γνώριζαν, επειδή δεν έβγαινε ποτέ και δεν αλήτευε μαζί τους μες στους δρόμους του χωριού ή στις όχθες του ποταμού. ∆εν τον αγαπούσαν κιόλας, κι έτσι με κάποια χαρά ανάμεικτη με αρκετή έκπληξη δέχτηκαν και διέδωσαν ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε ένα αγόρι δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών, που φαινόταν να ξέρει πολλά, επειδή έκλεινε με νόημα το μάτι.
«Ξέρετε, ο Σιμόν ... να, δεν έχει μπαμπά.»
Ο γιός της Μπλανσότ έκανε κι εκείνος με τη σειρά του την εμφάνισή του στο κατώφλι του σχολείου.
Ήταν εφτά ή οχτώ χρονών. Ήταν χλωμούτσικος, πολύ καθαρός, φαινόταν συνεσταλμένος, σχεδόν αδέξιος.
Επέστρεφε στη μητέρα του, όταν οι ομάδες των συμμαθητών του, ψιθυρίζοντας πάντα και κοιτάζοντάς τον με βλέμματα μοχθηρά και σκληρά, παιδιών που σκέφτονται να πράξουν το κακό, τον περικύκλωσαν σιγά σιγά και κατέληξαν να τον εγκλωβίσουν. Στεκόταν εκεί, ανάμεσά τους, έκπληκτος και αμήχανος, χωρίς να καταλαβαίνει τι ήθελαν να του κάνουν.
Το αγόρι όμως που τους έφερε το νέο, κορδωμένο από τα όσα είχε πετύχει ήδη, τον ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
Εκείνος απάντησε: «Σιμόν.»
«Σιμόν, τι;» ξαναρώτησε ο άλλος.
Το παιδί επανέλαβε σαστισμένο: «Σιμόν.»
Το αγόρι του φώναξε: «Ονομάζεται κανείς Σιμόν και κάτι ακόμη ... δεν είναι όνομα αυτό ... Σιμόν.»
Κι εκείνος, έτοιμος να κλάψει, επανέλαβε για τρίτη φορά: «Με λένε Σιμόν.»
Οι αλήτες έβαλαν τα γέλια. Το αγόρι θριάμβευε και ύψωσε τη φωνή: «Το βλέπετε λοιπόν πως δεν έχει μπαμπά.»
Έπεσε μεγάλη σιωπή. Τα παιδιά μείνανε έκπληκτα από αυτό το εξαιρετικό, το απίθανο, το τερατώδες γεγονός – ένα αγόρι που δεν έχει μπαμπά. Τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα φαινόμενο, μια αφύσικη ύπαρξη, και ένοιωθαν να μεγαλώνει μέσα τους η περιφρόνηση, ανεξήγητη μέχρι τότε, των μανάδων τους προς την Μπλανσότ.
Όσο για τον Σιμόν, είχε ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο για να μην πέσει και στεκόταν εκεί σαν να τον είχε συγκλονίσει μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Προσπάθησε να εξηγηθεί. ∆εν μπορούσε όμως να βρει τίποτα για να τους απαντήσει και να διαψεύσει αυτό το φριχτό πράγμα, ότι δεν είχε μπαμπά. Στο τέλος, πελιδνός, τους φώναξε στην τύχη: «Ναι, έχω έναν.»
«Πού είναι;» ρώτησε το αγόρι.
Ο Σιμόν σώπασε· δεν ήξερε. Τα παιδιά γελούσαν με έξαψη.
Αυτά τα χωριατόπαιδα, που έμοιαζαν περισσότερο με ζώα, ένοιωθαν μια απάνθρωπη ανάγκη, όμοια με εκείνη που σπρώχνει τις κότες της αυλής να ξεκάνουν εκείνη ανάμεσά τους που έχει λαβωθεί. Ο Σιμόν διέκρινε ξαφνικά ένα γειτονόπουλο, το γιο μιας χήρας, που τον έβλεπε να κυκλοφορεί πάντα, όπως και ο ίδιος, μόνος με τη μητέρα του,
«Ούτε εσύ», είπε, «έχεις μπαμπά.»
«Ναι», απάντησε το άλλο, «και βέβαια έχω.»
«Πού είναι;» ρώτησε αμέσως ο Σιμόν.
«Πέθανε,» δήλωσε με αλαζονική έπαρση το παιδί, «είναι στο νεκροταφείο ο μπαμπάς μου.»
Ένας ψίθυρος επιδοκιμασίας διέτρεξε την αλητοπαρέα, λες και το γεγονός ότι ο νεκρός πατέρας που βρισκόταν στο νεκροταφείο έκανε σπουδαίο το σύντροφό τους και συνέτριβε τον άλλο που δεν είχε πατέρα. Και τα αλητόπαιδα αυτά, που οι πατεράδες τους ήταν οι περισσότεροι κακοί, μέθυσοι, κλέφτες και κακομεταχειρίζονταν τις γυναίκες τους, έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω του, λες και αυτοί, ο νόμιμοι, ήθελαν να πέσουν επάνω του και να τον πνίξουν αυτόν που ήταν παράνομος.
Ένα από αυτά, που βρισκόταν απέναντι στο Σιμόν, του έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα κοροϊδευτικά και του φώναξε: «∆εν έχεις μπαμπά! ∆εν έχεις μπαμπά!»
Ο Σιμόν τον άρπαξε με τα δυο του χέρια από τα μαλλιά και άρχισε να τον κλωτσάει στα πόδια, ενώ του δάγκωνε με λύσσα το μάγουλο. Έγινε ένα μεγάλο ανακάτεμα. Χώρισαν τους δυο μαχητές και ο Σιμόν βρέθηκε να είναι χτυπημένος, ξεσκισμένος, μωλωπισμένος, πεσμένος στο έδαφος στη μέση του κύκλου που σχημάτιζαν τα αλητόπαιδα και που χειροκροτούσαν. Καθώς ανασηκωνόταν, τινάζοντας μηχανικά με το χέρι την μπλούζα του που είχε λερωθεί από τη σκόνη, κάποιος του φώναξε: «Πήγαινε να το πεις στον μπαμπά σου.»
Τότε ένοιωσε κάτι πολύ σημαντικό να γκρεμίζεται μες στην καρδιά του. Εκείνοι ήταν δυνατότεροι από αυτόν, τον νίκησαν κι αυτός δεν μπορούσε να τους δώσει μιαν απάντηση, επειδή το ένοιωθε καλά ότι ήταν αλήθεια πως δεν είχε μπαμπά. Γεμάτος περηφάνια προσπάθησε για λίγο να παλέψει με τα δάκρυα που τον έπνιγαν. Ένοιωθε να ασφυκτιά. Έπειτα, χωρίς να βγάλει άχνα, άρχισε να κλαίει με μεγάλα αναφιλητά που τον τράνταζαν.
Τότε μια άγρια χαρά ξέσπασε ανάμεσα στους εχθρούς του και φυσικά, όπως συμβαίνει με τους άγριους στα φοβερά τους πανηγύρια, πιάστηκαν από το χέρι και άρχισαν να χορεύουν γύρω του, επαναλαμβάνοντας σαν επωδό: «∆εν έχεις μπαμπά! ∆εν έχεις μπαμπά!»
Ο Σιμόν όμως έπαψε ξαφνικά τα αναφιλητά. Τον τρέλανε η οργή. Υπήρχαν πέτρες κάτω από τα πόδια του, τις μάζεψε και τις εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη επάνω στους βασανιστές του. ∆ύο ή τρεις χτυπήθηκαν και σώθηκαν φωνάζοντας, κι εκείνος είχε πάρει ένα ύφος τόσο φοβερό που τους άλλους τους κατέλαβε πανικός. ∆ειλοί, όπως συμβαίνει πάντα με το πλήθος μπροστά σ’ έναν εξοργισμένο άνθρωπο, διαλύθηκαν βάζοντάς το στα πόδια.
Όταν έμεινε μόνο το παιδάκι που δεν είχε πατέρα, άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια, επειδή μια ανάμνηση που του ήρθε στο νου το έκανε να λάβει μια μεγάλη απόφαση. Ήθελε να πνιγεί μες στο ποτάμι.
Θυμήθηκε, πράγματι, ότι οχτώ μέρες πριν ένας φτωχοδιάβολος που ζητιάνευε έπεσε μες στο νερό επειδή δεν είχε πια χρήματα. Ο Σιμόν ήταν παρών όταν τον ψάρεψαν και το καημένο ανθρωπάκι, που συνήθως του φαινόταν αξιοθρήνητο, βρώμικο και άσχημο, τον εντυπωσίασε με την ηρεμία του, τα χλωμά του μάγουλα, το μακρύ, βρεγμένο γένι του και τα ανοιχτά, ήρεμα μάτια του. Τριγύρω έλεγαν: «Είναι νεκρός». Κάποιος πρόσθεσε: «Είναι ευτυχισμένος τώρα.» Ήθελε και ο Σιμόν να πνιγεί επειδή δεν είχε πατέρα, όπως εκείνος ο φουκαράς που δεν είχε χρήματα.
Πλησίασε πολύ κοντά στο νερό και το κοίταζε που έτρεχε. Μερικά ψάρια έπαιζαν κινούμενα γρήγορα μέσα στο καθαρό ρεύμα του νερού και καμιά φορά έκαναν ένα μικρό άλμα και έχαφταν μύγες που πετούσαν στην επιφάνεια. Σταμάτησε να κλαίει για να τα δει, επειδή τα κόλπα τους τον ενδιέφεραν πολύ. Αλλά πότε πότε, όπως συμβαίνει με τις σύντομες νηνεμίες μιας καταιγίδας που τις διαδέχονται ξαφνικά δυνατές ριπές ανέμου κάνοντας να τρίζουν τα δέντρα και τελικά χάνονται στον ορίζοντα, η σκέψη που τον βασάνιζε του ξαναερχόταν στο νου και του προκαλούσε έναν δυνατό πόνο: «Θα πνιγώ, γιατί δεν έχω μπαμπά.»
Ο καιρός ήταν καλός και έκανε πολύ ζέστη. Ένας γλυκός ήλιος ζέσταινε τη χλόη. Το νερό έλαμπε σαν καθρέφτης. Και ο Σιμόν ζούσε στιγμές μακαριότητας, χαύνωσης τέτοιας που ακολουθεί τα δάκρυα και τον κυρίευε μεγάλη επιθυμία να αποκοιμηθεί εκεί, πάνω στη χλόη, μέσα στη ζέστη.
Ένας μικρός πράσινος βάτραχος πήδησε κάτω από τα πόδια του. Προσπάθησε να τον πιάσει. Του ξέφυγε. Τον ακολούθησε αλλά απέτυχε τρεις συνεχόμενες φορές. Τελικά τον έπιασε από τις άκρες των πίσω του ποδιών και άρχισε να γελά βλέποντας τις προσπάθειες που έκανε το ζώο για να το σκάσει. Συσπειρωνόταν στα μεγάλα του πόδια, έπειτα με μια απότομη διάταση τα ξεδίπλωνε ξαφνικά, άκαμπτα σαν δυο ξύλα, και ήταν το μάτι του ολοστρόγγυλο, περιβαλλόμενο από έναν χρυσό κύκλο, ενώ κουνούσε στον αέρα τα μπροστινά του πόδια σαν να ήταν χέρια. Αυτό του θύμισε ένα παιχνίδι φτιαγμένο από μικρά ίσια σανίδια καρφωμένα σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ, που με μια παρόμοια κίνηση έκαναν τα στρατιωτάκια, που ήταν ζωγραφισμένα επάνω, να κινούνται. Τότε σκέφτηκε το σπίτι του, έπειτα τη μητέρα του και κυριευμένος από μεγάλη θλίψη ξανάρχισε να κλαίει. Ρίγη διαπερνούσαν τα μέλη του. Γονάτισε και προσευχήθηκε, όπως έκανε πριν πάει για ύπνο. ∆εν μπόρεσε όμως να αποτελειώσει την προσευχή του, επειδή του ήρθαν πάλι αναφιλητά με τέτοια πίεση και τέτοια ταραχή που τον κυρίευσαν ολόκληρο. ∆εν σκεφτόταν πλέον τίποτα, δεν έβλεπε πια τίποτε τριγύρω του και δεν έκανε άλλο από το να κλαίει. Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι ακούμπησε στον ώμο του και μια μπάσα φωνή τον ρώτησε: «Τι σε στεναχωρεί, λοιπόν, τόσο, άνθρωπέ μου;»
Ο Σιμόν έστρεψε. Ένας μεγαλόσωμος εργάτης με γένια και μαύρα κατσαρά μαλλιά τον κοίταζε με στοργή. Απάντησε με δάκρυα στα μάτια κ’ έναν κόμπο στη φωνή: «Μ’ έδειραν ... επειδή ... δεν έχω ... δεν έχω ... μπαμπά...»
«Πώς κι έτσι;» είπε ο άντρας χαμογελώντας, «Όλοι έχουμε έναν.»
Το παιδί ξαναείπε με πόνο μέσα από τους σπασμούς που του προκαλούσε η θλίψη του: «Εγώ ... εγώ δεν έχω.»
Τότε ο εργάτης πήρε ύφος σοβαρό. Είχε αναγνωρίσει το παιδί της Μπλανσότ και, παρ’ όλο που ήταν καινούργιος στο χωριό, ήξερε μέσες άκρες την ιστορία του.
«Λοιπόν», είπε, «σκούπισε τα δάκρυά σου, αγόρι μου, και πάμε μαζί στη μαμά σου. Θα σου βρούμε ... έναν μπαμπά.»
Ξεκίνησαν και ο μεγάλος κρατούσε τον μικρό από το χέρι. Ο άντρας χαμογελούσε πάλι επειδή δεν θα τον πείραζε να δει την Μπλανσότ, που ήταν, υπόψη, ένα από τα ομορφότερα κορίτσια του χωριού κι εκείνος μπορεί κατά βάθος να σκεφτόταν ότι μια νέα που έσφαλε μια φορά θα μπορούσε να το ξανακάνει.
Έφτασαν μπροστά σ’ ένα σπιτάκι άσπρο και πεντακάθαρο.
«Εδώ είναι», είπε το παιδί και φώναξε: «Μαμά!»
Μια γυναίκα ξεπρόβαλε και ο εργάτης έπαψε ξαφνικά να χαμογελάει, επειδή κατάλαβε αμέσως ότι δεν μπορούσε ν’ αστειευτεί μ’ αυτή τη χλωμή, ψηλή κοπέλα που στεκόταν αυστηρή στην πόρτα της, σαν να ήθελε ν’ απαγορεύσει σ’ έναν άντρα να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού, όπου κάποιος άλλος την είχε προδώσει. Φοβισμένος και κρατώντας στο χέρι το κασκέτο του, ψέλλισε:
«Ορίστε, κυρία, σας φέρνω το αγοράκι σας, που χάθηκε κοντά στο ποτάμι.»
Αλλά ο Σιμόν κρεμάστηκε από το λαιμό της μητέρας του και της είπε ξαναβάζοντας τα κλάματα:
«Όχι μαμά, ήθελα να πνιγώ, επειδή τα άλλα παιδιά με έδειραν ... με έδειραν ... επειδή δεν έχω μπαμπά.»
Μια έντονη κοκκινίλα σκέπασε τα μάγουλα της νεαρής γυναίκας και βαθιά πληγωμένη αγκάλιασε παράφορα το παιδί της, ενώ φευγαλέα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Ο άντρας, συγκινημένος, έστεκε εκεί και δεν ήξερε πώς να φύγει.
Όμως ο Σιμόν έτρεξε ξαφνικά προς το μέρος του και του είπε: «Θα θέλατε να γίνετε ο μπαμπάς μου;»
Έγινε μεγάλη σιωπή. Η Μπλανσότ, σιωπηλή και καταντροπιασμένη, ακουμπούσε στον τοίχο και είχε τα δυο της χέρια επάνω στην καρδιά της. Το παιδί, όταν είδε ότι δεν του απαντούσαν, ξαναείπε: «Εάν δεν θέλετε, θα ξαναπάω να πνιγώ.»
Ο εργάτης το εξέλαβε για αστείο και απάντησε γελώντας: «Ναι, και βέβαια το θέλω.»
«Πώς σε λένε;», ρώτησε τότε το παιδί, «για να ξέρω τι θα πω στους άλλους, όταν θελήσουν να μάθουν το όνομά σου;»
«Φιλίπ» απάντησε ο άντρας.
Ο Σιμόν έμεινε για λίγο σιωπηλός για να μπορέσει να απομνημονεύσει το όνομα, έπειτα άπλωσε τα χέρια, παρηγορημένος εντελώς, και είπε: «Εντάξει! Φιλίπ, είσαι ο μπαμπάς μου.»
Ο εργάτης σηκώνοντάς τον τον φίλησε αναπάντεχα και στα δύο μάγουλα και έφυγε αμέσως με μεγάλα βήματα.
Όταν το παιδί μπήκε στο σχολείο την άλλη μέρα ένα μοχθηρό γέλιο το υποδέχτηκε και στο σχόλασμα, όταν τα άλλα παιδιά θέλησαν να ξαναρχίσουν τα ίδια, ο Σιμόν τους πέταξε καταπρόσωπο λόγια σαν να τους πετροβολούσε: «Φιλίπ τον λένε τον μπαμπά μου.»
Κραυγές φρενίτιδας σηκώθηκαν από παντού: «Φιλίπ ποιος; ... Φιλίπ τι; ... Τι σημαίνει Φιλίπ; ... Πού τον βρήκες αυτόν τον Φιλίπ;»
Ο Σιμόν δεν απαντούσε και, ακλόνητος στην πίστη του, τους κοίταζε περιφρονητικά, έτοιμος να υποστεί πάλι το μαρτύριο παρά να το βάλει στα πόδια μπροστά τους. Ο δάσκαλος τον απελευθέρωσε κι εκείνος επέστρεψε στη μητέρα του.
Τρεις μήνες συνέχεια ο σωματώδης εργάτης Φιλίπ περνούσε συχνά εμπρός από το σπίτι της Μπλανσότ και μερικές φορές πήρε το θάρρος να της μιλήσει όταν την έβλεπε να ράβει κοντά στο παραθύρι της. Εκείνη του απαντούσε ευγενικά, πάντα σοβαρή, χωρίς να χαριεντίζεται μαζί του και χωρίς να τον αφήνει να μπει στο σπίτι της. Με κάποια έπαρση όμως, όπως όλοι οι άντρες, νόμιζε πως εκείνη συχνά κοκκίνιζε περισσότερο από το κανονικό όταν μιλούσε μαζί του.
Όταν όμως η αξιοπρέπεια ξεπέσει είναι επίπονο να ανακτηθεί και μένει πάντα εύθραυστη· έτσι όλοι
κουτσομπόλευαν την Μπλασότ στο χωριό, παρά τις επιφυλάξεις της.
Όσο για τον Σιμόν, εκείνος αγαπούσε πολύ τον καινούργιο του μπαμπά και έκανε περίπατο μαζί του σχεδόν κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε η εργάσιμη μέρα. Πήγαινε κανονικά στο σχολείο και περνούσε ανάμεσα από τους συμμαθητές του όλος αξιοπρέπεια, χωρίς να τους απαντάει ποτέ.
Μια μέρα όμως το παιδί που πρώτο του είχε επιτεθεί του είπε: «Είπες ψέματα, δεν έχεις κανένα μπαμπά που να τον λένε Φιλίπ.»
«Γιατί;» ρώτησε πολύ συγκινημένος ο Σιμόν.
Τα παιδιά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Ο άλλος είπε πάλι: «Επειδή αν είχες μπαμπά, αυτός θα ήταν ο άντρας της μαμάς σου.»
Ο Σιμόν τα έχασε μπροστά στον σωστό συλλογισμό, παρ’ όλα αυτά απάντησε: «Είναι ο μπαμπάς μου, παρ’ όλα αυτά.»
«Μπορεί να είναι κι έτσι», είπε το αγόρι γελώντας σαρκαστικά, «δεν είναι όμως καθόλου ο μπαμπάς σου αυτός.»
Ο μικρός της Μπλανσότ έσκυψε το κεφάλι και κίνησε σκεφτικός για το σιδηρουργείο του μπάρμπα-Λουαζόν, όπου δούλευε ο Φιλίπ. Το σιδηρουργείο ήταν θαμμένο, λες, κάτω από τα δέντρα. Εκεί ήταν πυκνή η σκιά. Μόνο η κόκκινη λάμψη μιας δυνατής φωτιάς φώτιζε με μεγάλες ανταύγειες πέντε σιδεράδες με γυμνά μπράτσα που σφυροκοπούσαν επάνω στο αμόνι τους και έκαναν έναν φοβερό θόρυβο. Στέκονταν όρθιοι, αναψοκοκκινισμένοι σαν δαίμονες, με τα μάτια καρφωμένα στο πυρακτωμένο σίδερο που δούλευαν, και η βαριά τους σκέψη ανεβοκατέβαινε μαζί με τα σφυριά τους.
Ο Σιμόν μπήκε απαρατήρητος και πήγε να τραβήξει απαλά το μανίκι του φίλου του. Εκείνος γύρισε να δει. Ξαφνικά η δουλειά σταμάτησε και όλοι οι άντρες κοίταξαν προσεχτικά.
Τότε, μέσα στην ασυνήθιστη ησυχία, ακούστηκε η εύθραυστη φωνούλα του Σιμόν.
«Φιλίπ, το παιδί της Μισόντ μου είπε πριν από λίγο πως εσύ δεν είσαι ο μπαμπάς μου.»
«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο εργάτης.
Το παιδί απάντησε με όλη του την αφέλεια. «Επειδή δεν είσαι ο άντρας της μαμάς μου.»
Κανείς δεν γέλασε. Ο Φιλιπ έμενε όρθιος ακουμπώντας το μέτωπό του στην ανάστροφη των μεγάλων του χεριών που κρατούσαν τη λαβή του σφυριού του, στερεωμένου επάνω στο αμόνι. Σκεφτόταν. Οι τέσσερεις σύντροφοί του τον κοιτούσαν και, μια σταλιά ανάμεσα σ’ αυτούς τους γίγαντες, ο Σιμόν ανήσυχος περίμενε. Ξαφνικά ένας από τους σιδεράδες, εκφράζοντας τη σκέψη και των άλλων, είπε στον Φιλίπ.
«Η Μπανσότ είναι μια καλή και τίμια κοπέλα, γενναία και αξιοπρεπής, παρά τη συμφορά που τη βρήκε. Θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα άξια για έναν τίμιο άντρα.»
«Αυτό είναι αλήθεια», είπαν οι άλλοι τρεις.
Ο εργάτης συνέχισε: «Εκείνη φταίει που απέτυχε; Της υποσχέθηκε γάμο. Εγώ όμως γνωρίζω περισσότερες από μια που ο κόσμος τις σέβεται σήμερα κι ας έκαναν τα ίδια.»
«Αλήθεια είναι», απάντησαν και οι τρεις άντρες μαζί.
Ο άλλος ξαναείπε: «Ένας Θεός μόνο ξέρει πόσο μόχθησε η κακομοίρα για ν’ αναθρέψει μόνη το παιδί της, πόσο έκλαψε, πως δεν βγαίνει από το σπίτι παρά για να πάει στην εκκλησία.»
«Και αυτό είναι αλήθεια.» είπαν οι άλλοι.
∆εν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνο το φυσερό που κόρωνε τη φωτιά. Ο Φιλίπ στράφηκε απότομα προς τον Σιμόν: «Πήγαινε να πεις στη μαμά σου ότι θα έρθω απόψε να της μιλήσω.»
Έπειτα οδήγησε έξω το παιδί πιάνοντάς το από τους ώμους.
Επέστρεψε στη δουλειά του και τα πέντε σφυριά μαζί συνέχισαν με έναν ήχο το σφυροκόπημα των αμονιών. Χτυπούσαν έτσι το σίδερο μέχρι που νύχτωσε, ρωμαλέοι, ισχυροί, χαρούμενοι σαν ικανοποιημένα σφυριά. Όπως όμως η μεγάλη καμπάνα ενός καθεδρικού ναού αντηχεί τις γιορτινές ημέρες και καλύπτει τις κωδωνοκρουσίες από τις άλλες καμπάνες, έτσι και το σφυρί του Φιλίπ, κυριαρχώντας στο πανδαιμόνιο των άλλων, έπεφτε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο, μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Κι εκείνος, με μάτια που έλαμπαν, σφυροκοπούσε με πάθος, όρθιος ανάμεσα στις σπίθες.
Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα όταν πήγε να χτυπήσει την πόρτα της Μπλανσότ. Φορούσε το καλό του σακάκι, ένα καθαρό πουκάμισο και ήταν φρεσκοξυρισμένος. Η νεαρή γυναίκα πρόβαλε στο κατώφλι και του είπε με ύφος λυπημένο: «Κακώς ήρθατε νυχτιάτικα, κύριε Φιλίπ.»
Εκείνος θέλησε να απαντήσει, κάτι ψέλλισε και έμεινε αμήχανος μπροστά της.
Εκείνη συνέχισε: «Καταλαβαίνετε, νομίζω, ότι δεν πρέπει να δίνω επιπλέον δικαιώματα για να μιλούν για μένα.»
Κι εκείνος αμέσως: «Τι πειράζει», είπε, «εάν θέλετε να γίνετε γυναίκα μου!»
Καμία φωνή δεν του απάντησε, αλλά εκείνος νόμισε πως άκουσε μες στο σκοτάδι του δωματίου τον θόρυβο που έκανε ένα σώμα καθώς έπεφτε. Μπήκε αμέσως μέσα και ο Σιμόν, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διέκρινε τον ήχο ενός φιλιού και κάποιες λέξεις που η μητέρα του ψιθύρισε χαμηλόφωνα. Έπειτα, ξαφνικά, ένοιωσε να τον ανασηκώνουν τα χέρια του φίλου του και, κρατώντας τον μέσα στα ηράκλεια μπράτσα του, του φώναξε: «Θα πεις στους συμμαθητές σου ότι ο μπαμπάς σου είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και ότι θα πάει να τραβήξει τ’ αυτιά σε όλους όσους σου κάνουν κακό.»
Την άλλη μέρα, την ώρα που το σχολείο ήταν γεμάτο μαθητές και το μάθημα είχε μόλις αρχίσει, ο μικρός Σιμόν σηκώθηκε, κατάχλωμος και με τρεμάμενα χείλη, αλλά με καθαρή φωνή, είπε: «Ο μπαμπάς μου είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και υποσχέθηκε ότι θα τραβήξει τ’ αυτιά σε όσους θελήσουν να μου κάνουν κακό.»
Αυτή τη φορά κανείς δεν γέλασε, επειδή όλοι γνώριζαν τον Φιλίπ Ρεμί, τον σιδερά, και ήταν ένας μπαμπάς αυτός για τον οποίο όλος ο κόσμος θα ήταν υπερήφανος.
1η Δεκεμβρίου 1879


Guy de Maupassant
ΕΞΙ ∆ΙΗΓΗΜΑΤΑ
Μετάφραση από τα γαλλικά ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΙ∆ΗΣ

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Τυανεύς Γλύπτης - Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ' αρχάριος.
Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.
Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά
με ξέρουνε· κ' εδώ αγάλματα πολλά
με παραγγείλανε συγκλητικοί.

                                             Και να σας δείξω
αμέσως μερικά. Παρατηρείστ' αυτήν την Ρέα·
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρείστε τον Πομπήϊον. Ο Μάριος,
ο Αιμίλιος Παύλος, ο Αφρικανός Σκιπίων.
Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.
Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).
Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού
εκείνα τα κομμάτια, είν' ο Καισαρίων.

Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό
να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ
κυρίως για τ' άλογά του, πώς να πλάσω αυτά.
Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που
τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά
που δεν πατούν την γη, μον' τρέχουν στα νερά.

Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό
που δούλεψα συγκινημένα και το πιο προσεκτικά·
αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή
που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά, 
αυτόν εδώ ονειρευόμουν τον νέον Ερμή.

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ - Charles Bukowski


Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συνοδευόμενος από τρεις άντρες της μυστικής υπηρεσίας, προχώρησε στη λιμουζίνα του, μπήκε μέσα και κάθισε στη συνηθισμένη θέση του στο πίσω μέρος.
Ήταν ένα μελαγχολικό και γεμάτο ομίχλη πρωινό. Κανείς από τους άντρες δεν μίλησε. Το αμάξι ξεκίνησε. Μοναδικός ήχος που ακουγότανε ήταν τα λάστιχα του αυτοκινήτου πάνω στη βρεγμένη από τη βροχή της περασμένης νύχτας άσφαλτο. Η σιωπή ήταν ασυνήθιστη. Πιο ασυνήθιστη από άλλες φορές. Μετά από ένα διάστημα ο Πρόεδρος ξερόβηξε για να μιλήσει:
"Για πείτε μου κάτι, αυτός εδώ δεν είναι ο δρόμος που πάει στο αεροδρόμιο... "
Οι πράκτορες δεν του έδωσαν καμιά απάντηση. Στο πρόγραμμα του Προέδρου υπήρχε μια σύντομη διακοπή για ξεκούραση. Δυο εβδομάδες στο κτήμα του στο Κη Μπισκαίην. Το ιδιωτικό του αεροπλάνο τον περίμενε στο αεροδρόμιο.
Η βροχή ξανάρχισε σιγανά. Όλα έδειχναν ότι σύντομα θα γινόταν μπόρα. Ο Πρόεδρος και οι συνοδοί του ήταν ντυμένοι με χοντρά παλτά και φόραγαν όλοι καπέλα, οι χοντρές κοψιές τους έκαναν το εσωτερικό της λιμουζίνας να φαντάζει μικροσκοπικό. Έξω είχε σηκωθεί δυνατός αέρας.
"Σωφέρ", είπε ο Πρόεδρος, "νομίζω ότι έχετε κάνει λάθος στο δρόμο".
Ο οδηγός δεν φάνηκε να άκουσε. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να κοιτάζουν κατευθείαν μπροστά τους.
"Για ακούστε εδώ", είπε ο Πρόεδρος, "ίσως θα μπορούσε κάποιος από σας να πει σ' αυτόν τον άνθρωπο πώς πρέπει να πάει στο αεροδρόμιο ...! "
"Δεν πάμε στο αεροδρόμιο", είπε ο πράκτορας που καθότανε στ' αριστερά του Προέδρου.
"Πώς; Δεν πάμε στο αεροδρόμιο;" ρώτησε ο Πρόεδρος.
Ο πράκτορας σώπαινε. Η βροχή δυνάμωσε. Ο οδηγός έβαλε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες.
"Για πείτε μου λοιπόν, τι σημαίνουν όλ' αυτά;" ρώτησε ο Πρόεδρος. "Τι τρέχει εδώ πέρα;"
"Βρέχει συνέχεια εδώ και βδομάδες", είπε ο πράκτορας που καθότανε δίπλα στον οδηγό. "Σκέτο ψυχοπλάκωμα. Χαίρομαι πραγματικά που πάμε επιτέλους στον ήλιο".
"Το ίδιο κι εγώ", είπε από μπροστά ο οδηγός.
"Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα", είπε ο Πρόεδρος. "Απαιτώ να μου εξηγήσετε αμέσως ... !"
"Τέρμα πια με τις απαιτήσεις", είπε ο πράκτορας που καθότανε δεξιά από τον Πρόεδρο.
"Μήπως θέλετε να πείτε ότι...!!!"
"Ακριβώς αυτό", είπε ο πράκτορας.
"Δεν πιστεύω να πρόκειται για απόπειρα!!;"
"Μπα. Τέτοια πράγματα δεν είναι πια της μόδας".
"Τότε τι σημαίνουν όλα ... "
"Σας παρακαλώ! Έχουμε κι εμείς τις εντολές μας. Δεν μας επιτρέπεται να μιλάμε γι’ αυτό".
Συνεχίσανε για ώρες. Έβρεχε χωρίς διακοπή. Κανένας δεν μιλούσε.
"Μάλιστα", είπε τελικά ο πράκτορας που καθότανε στ' αριστερά του Προέδρου, "τώρα πάρε τη στροφή εκεί κάτω και μετά συνεχίζουμε ευθεία".
"Κανείς δεν μας ακολούθησε. Η βροχή μας ήρθε λουκούμι".
Η λιμουζίνα πήρε τη στροφή και μπήκε σ' ένα χωματόδρομο. Το χώμα ήταν μουσκεμένο και μαλακό και πότε πότε οι ρόδες γύριζαν τρελά και γλίστραγαν. Ένας άντρας με κίτρινο αδιάβροχο τους περίμενε. Στο χέρι κρατούσε ένα φακό και τους έδειχνε το δρόμο που οδηγούσε σ’ ένα ανοιχτό γκαράζ.
Μισοκρυμμένο πίσω από πυκνά δέντρα ήταν ένα εγκαταλειμμένο αγρόκτημα. Οι πράκτορες κατέβηκαν από τ' αυτοκίνητο.
"Κατεβήτε κάτω", είπε ο ένας απ' αυτούς στον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος ακολούθησε την εντολή. Οι πράκτορες τον βάλανε στη μέση, παρόλο που εκτός από τον άνθρωπο με το φακό και το κίτρινο αδιάβροχο δεν φαινότανε ψυχή για πολλά χιλιόμετρα γύρω.
"Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τελειώνουμε μια κι έξω", είπε ο άνθρωπος με το κίτρινο αδιάβροχο. "Για τον αρχηγό πρέπει να' ναι πολύ επικίνδυνο".
"Έτσι το θέλησε", είπε ένας από τούς πράκτορες. "Ξέρεις τώρα πώς σκέφτεται. Έχει εμπιστοσύνη στην έκτη αίσθησή του. Κι έχει δίκιο".
"Απαίσιο κρύο σήμερα. Έχετε λίγη ώρα να πιείτε ένα καφεδάκι. Το έχω έτοιμο".
"Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Ο δρόμος ήτανε κουραστικός. Με το άλλο αμάξι ελπίζω να' ναι όλα εντάξει".
"Ε, βέβαια. Το ελέγξαμε δυο και τρεις φορές. Για να ακριβολογούμε είμαστε δέκα λεπτά μπροστά απ' το πρόγραμμα. Γι’ αυτό σας πρότεινα το καφεδάκι. Ξέρετε καλά άλλωστε πως εκείνος παίρνει σοβαρά υπόψη του την τήρηση της ακρίβειας σε όλα".
"Άκου λέει, μπρος, πάμε μέσα".
Βάλανε τον Πρόεδρο στη μέση και πήγανε στο σπίτι.
"Εσείς καθίστε εκεί πέρα", είπε ένας απ' αυτούς στον Πρόεδρο.
"Ωραία μυρίζει ο καφές", είπε αυτός με το αδιάβροχο, "τον αλέθω μόνος".
Γύρισε γύρω από το τραπέζι κι έβαλε σ' όλα τα φλιτζάνια καφέ.
Μετά γέμισε κι ένα για τον εαυτό του και κάθισε. Έβγαλε την κουκούλα του και την πέταξε κοντά στη σόμπα. Το αδιάβροχο δεν το έβγαλε.
''Ααχ, κάνει καλό", είπε ο ένας απ' τους πράκτορες.
"Γάλα και ζάχαρη ;" ρώτησε κάποιος τον Πρόεδρο.
"Ναι, ευχαριστώ "
Στο παλιό αυτοκίνητο ήταν πολύ στενόχωρα αλλά κατάφεραν να χωρέσουν όλοι. Δύο κάθισαν στο πίσω μέρος κι είχαν τον Πρόεδρο πάλι ανάμεσά τους. Το αμάξι προχώρησε στο λασπωμένο δρόμο γλιστρώντας πότε από δω πότε από κει κι έφτασε τελικά στην άσφαλτο. Κι αυτή τη φορά πηγαίνανε χωρίς να μιλάει κανείς. Ένας πράκτορας άναψε τσιγάρο.
"Στο διάολο, δεν μπορώ να το κόψω με τίποτα!"
"Ε, βέβαια, πολύ δύσκολα το ξεσυνηθίζεις. Δε βαριέσαι".
"Μπα, δεν στενοχωριέμαι, αλλά, να, τα βάζω με τον εαυτό μου".
"Ξέχνα το καλύτερα. Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για την ιστορία".
"Μα το Θεό, ναι!" είπε αυτός με το τσιγάρο και μετά τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά ευχαριστημένος.
Παρκάρανε το αυτοκίνητο μπροστά σε μια παλιά πανσιόν. Η βροχή συνεχιζόταν.
Μείνανε για λίγο στ' αμάξι αμίλητοι.
"Άντε λοιπόν", είπε ο πράκτορας που καθότανε δίπλα στον οδηγό. "Μπορείτε να τον πάρετε τώρα. Όλα είναι εντάξει. Δεν φαίνεται ψυχή πουθενά".
Στριμωγμένοι γύρω απ' τον Πρόεδρο διασχίσανε την είσοδο κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν τις σκάλες. Στο τρίτο πάτωμα μπροστά στην πόρτα με το νούμερο 306 στάθηκαν κιένας χτύπησε συνθηματικά.
Η πόρτα άνοιξε κι οι άντρες σπρώξανε γρήγορα γρήγορα τον Πρόεδρο μέσα. Η πόρτα έκλεισε και κλειδώθηκε πίσω τους. Μέσα περίμεναν τρεις άντρες. Οι δυο ήταν πενηντάρηδες. Ο τρίτος καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Φόραγε ένα παλιό πουκάμισο της δουλειάς, παντελόνι τριμμένο που του ερχόταν μεγάλο καθώς και φτηνιάρικα τελείως φθαρμένα παπούτσια που σίγουρα δεν είχαν δει βερνίκι για πολύ καιρό. Είχε πια περάσει τα ογδόντα. Χαμογέλαγε ... και τα μάτια ήταν ολόιδια, το ίδιο κι η μύτη, το σαγόνι, το μέτωπο ... το πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει πολύ.
"Καλώς τον κύριο Πρόεδρο. Ξέρετε, περίμενα πάρα πολύ καιρό - την Ιστορία, την Επιστήμη και Σας. Σήμερα συναντιόνται όλα αυτά μαζί, ακριβώς έτσι όπως είχαν προγραμματιστεί!!!"
Ο Πρόεδρος κοίταξε καλά το γέρο που καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα.
"Μεγαλοδύναμε!... Εσείς είστε ... "
"Αχά, με αναγνωρίσατε λοιπόν! Μερικοί από τους συμπατριώτες σας αναφερόντουσαν συχνά στην ομοιότητά μας χαριτολογώντας. Φυσικά ήταν πολύ ηλίθιοι για να μπορέσουν ποτέ να σκεφτούν ότι εγώ ... "
"Όμως τότε είχαν διαπιστώσει ότι ήσασταν ... "
"Φυσικά και το διαπίστωσαν. Καγκελαρία, 30 Απριλίου 1945. Φυσικά, έτσι το θελήσαμε. Υπήρξα πολύ υπομονετικός. Η επιστήμη ήταν πάντα στο πλευρό μας, παρόλα αυτά όμως έπρεπε να βάλω ξανά ένα χεράκι στην Ιστορία ... χρειαζόμασταν το σωστό άνθρωπο. Κι εσείς είσαστε αυτός που έπρεπε. Όλοι οι άλλοι δεν ήταν κατάλληλοι - πολύ απομακρυσμένοι από τη δική μου πολιτική φιλοσοφία ... ενώ εσείς ανταποκρίνεστε με το παραπάνω στις δικές μου ιδέες. Χρησιμοποιώντας εσάς θα είναι για μένα πιο εύκολα τα πράγματα. Πάντως, όπως σας έλεγα, έπρεπε κι εγώ να βοηθάω τη μεγάλη ρόδα της Ιστορίας να γυρίζει κατά πώς ήθελα ... βλέπετε η πολύ μεγάλη ηλικία μου ... καταλαβαίνετε τι εννοώ ... "
"Θέλετε να πείτε μήπως ... "
"Μάλιστα. Εγώ κανόνισα να παραμεριστεί ο Πρόεδρός σας Κένεντι. Και μετά έκανα το ίδιο με τον αδελφό του".
"Και γιατί αυτός ο δεύτερος φόνος ... ;"
"Γιατί οι πληροφορίες μας έλεγαν ότι ο αδελφός θα κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές".
"Μα, τέλος πάντων, τι σκοπεύετε να κάνετε μαζί μου; Ήδη με βεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται να με σκοτώσετε ... "
"Μου επιτρέπετε να σας παρουσιάσω τους δυο καθηγητές της ιατρικής; Ο δόκτωρ Γκραφ ... ο δόκτωρ Φέλκερ".
Οι δυο κύριοι υποκλίθηκαν. Ο Πρόεδρος χαμογέλασε βεβιασμένα. "Τι πρόκειται να μου κάνετε;" ρώτησε τότε.
"Μην αδημονείτε. Πρέπει πρώτα να κάνω μια συζήτηση με τους κυρίους. Καρλ, τι γίνεται με το σωσία, πήγαν όλα καλά;"
"Μάλιστα, περίφημα. Τηλεφωνήσαμε από το αγρόκτημα. Ο σωσίας έφτασε την προκαθορισμένη ώρα στο αεροδρόμιο και τότε ανακοινώθηκε ότι η πτήση ματαιώνεται για αύριο λόγω των καιρικών συνθηκών. Αντί γι’ αυτό θα έκανε μια μικρή βόλτα με τ’ αυτοκίνητο... Είχε δηλώσει ότι του αρέσει πολύ να κάνει βόλτες στη βροχή ".
"Κι έπειτα;" ρώτησε ο γηραλέος.
''Ο σωσίας είναι νεκρός".
"Ωραία. Στρωνόμαστε στη δουλειά, λοιπόν. Σήμερα είναι μια αποφασιστική μέρα ...για την Επιστήμη και για την Ιστορία ... "
Οι πράκτορες οδήγησαν τον Πρόεδρο σ' ένα από τα δύο χειρουργικά τραπέζια που υπήρχαν στο δωμάτιο. Τον διέταξαν να βγάλει τα ρούχα του και να ξαπλώσει. Το γεροντάκι ξάπλωσε στο άλλο τραπέζι. Ο δόκτωρ Γκραφ και ο δόκτωρ Φέλκερ φόρεσαν τις ιατρικές μπλούζες και τις αποστειρωμένες μάσκες ...
Ο νέος άντρας σηκώθηκε σβέλτα από το χειρουργικό τραπέζι. Φόρεσε τα ρούχα του Προέδρου και μετά κατευθύνθηκε σ’ ένα μεγάλο καθρέφτη του τοίχου. Έμεινε να κοιτάζεται για πέντε ολόκληρα λεπτά. Γύρισε και είπε:
"Είναι πραγματικό θαύμα! Ούτε καν φαίνονται οι ουλές της εγχείρησης! Κύριοι, σας συγχαίρω! Πώς τα καταφέρατε;"
"Μάιν Φύρερ", είπε ο ένας από τους δυο γιατρούς, "έχουμε μάθει αρκετά από τότε που ... "
"Στοπ! Από δω και στο εξής να έχετε υπόψη σας ότι δεν θα με αποκαλείτε πια έτσι!... Μέχρι να έρθει η ώρα ... Μέχρι να σας πω εγώ!... Κι ως τότε δεν θα ξαναπούμε λέξη στα γερμανικά!... Τώρα είμαι Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής! ... "
"Γιες, Μίστερ Πρέζιντεντ!"
Ο Πρόεδρος σήκωσε το χέρι του και ψηλάφισε το πάνω χείλος του.
"Καλώς, θα πρέπει να ομολογήσω όμως ότι το μουστάκι θα μου λείψει... "
Οι δυο κύριοι χαμογέλασαν.
Τότε εκείνος ρώτησε: "Και ο γέρος τι θ' απογίνει; Πότε θα συνέλθει;"
"Είναι ακόμη βαθιά ναρκωμένος", είπε ο δόκτωρ Γκραφ. "Θα συνέλθει σε 24 ώρες. Κάθε ίχνος εγχείρησης έχει εξαφανιστεί. Εμείς μπορούμε να φύγουμε. Μόνο ... να, επιμένω ότι θα έπρεπε αυτόν τον άνθρωπο... "
"Κι εγώ σας λέω ότι δεν μπορεί πια να μας βλάψει. Όχι! Και επιπλέον πρέπει να υποφέρει! Έτσι όπως υπέφερα κι εγώ!"
Προχώρησε στο κρεβάτι και κοίταξε τον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος. Ένας ασπρομάλλης γέρος πάνω από τα ογδόντα ...
"Αύριο θα είμαι στο σπίτι του. Αναρωτιέμαι πώς θα το πάρει η γυναίκα του. Θέλω να πω, αν θα τα καταφέρω να εκπληρώσω τα συζυγικά μου καθήκοντα", είπε μ' ένα πικρό χαμογελάκι.
"Είμαι βέβαιος, Μάιν Φύρερ ... ωχ, παρντόν! Είμαι βέβαιος, Μίστερ Πρέζιντεντ, ότι θα είστε για κείνη μια ευχάριστη έκπληξη!"
"Άντε λοιπόν, να πηγαίνουμε. Πρώτα θα φύγουν οι κύριοι δόκτορες. Οι υπόλοιποι έπειτα. Ο καθένας μόνος του. Θ' αλλάξουμε αυτοκίνητα ακριβώς όπως έχουμε συνεννοηθεί. Επιτέλους, ύστερα από τόσο αγώνα έρχεται η επιβράβευση, η πρώτη μου ήσυχη νύχτα στο Λευκό Οίκο ... "
Το ασπρομάλλικο γεροντάκι ξύπνησε. Ήταν ολομόναχος στο δωμάτιο. Η απόδραση ήταν λοιπόν εφικτή. Σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ψάξει τα ρούχα του και να ντυθεί κι όπως πέρασε μπροστά από τον καθρέφτη του τοίχου είδε μέσα το είδωλο ενός γέρου.
" Όχι, δεν είναι δυνατόν", σκέφτηκε, "Θεέ μου, ΟΧΙ!!!"
Σήκωσε το ένα χέρι. Ο γέρος στον καθρέφτη έκανε την ίδια κίνηση. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο γέρος στον καθρέφτη προχώρησε προς το μέρος του. Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα χέρια του ... ήταν γερασμένα και γεμάτα ρυτίδες ... αυτά δεν ήταν τα δικά του χέρια! Μα και τα πόδια του ... ούτε αυτά τα πόδια ήταν τα δικά του!
Δεν ήταν το δικό του σώμα αυτό ... !"
"Θεέ μου", ψέλλισε. ''ΑΧ ΘΕΕ ΜΟΥ!"
Αυτή η φωνή. Ούτε η φωνή δεν ήταν η δική του φωνή. Του είχαν αλλάξει ακόμη και τις φωνητικές χορδές. Ψηλάφισε το λαιμό του και το κεφάλι του. Πουθενά ίχνη εγχείρησης. Φόρεσε τα ρούχα που ανήκαν στο γέρο και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά.
Χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του. Μια ταμπέλα έγραφε: "Θυρωρείο".
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια γριά γυναίκα. "Μάλιστα, κύριε Τίλσον;" του είπε.
"Ποιος κύριος Τίλσον;; ... Κυρία μου, είμαι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών! Βρισκόμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης!"
"Ελάτε τώρα, κύριε Τίλσον! Το ξέρετε ότι δεν μ' ενοχλούν τ' αστειάκια σας, αλλά όχι κι έτσι όμως ..."
"Αφήστε τα αυτά! Πού είναι το τηλέφωνό σας;"
"Εκεί που πάντα ήτανε, αριστερά όπως μπαίνουμε …"
Έψαξε τις τσέπες του σακακιού του. Του είχαν αφήσει μερικά ψιλά. Άνοιξε το πορτοφόλι. Είχε μέσα δεκαοχτώ δολάρια. Έριξε ένα κέρμα των δέκα σεντς στο τηλέφωνο.
"Kυρία μου, ποια είναι η διεύθυνση εδώ;"
"Ελάτε τώρα, κύριε Τίλσον, τη διεύθυνση την ξέρετε πολύ καλά. Κάθεστε εδώ και χρόνια στο σπίτι μου. Είσαστε πολύ περίεργος σήμερα, πράγματι, κύριε Τίλσον. Και με την ευκαιρία θα 'θελα να σας πω και κάτι άλλο .. ."
"Μάλιστα ... τι θέλετε;"
"Θα 'θελα να σας υπενθυμίσω ότι σήμερα είναι η ημέρα πληρωμής του ενοικίου!"
"Κυρία μου, θα μου πείτε επιτέλους τη διεύθυνση του σπιτιού εδώ;"
"Αφού επιμένετε, 2435, Σόρχαμ Ντράιβ ... σαν να μη το ξέρετε, καλέ! ... "
"Εμπρός", είπε στο τηλέφωνο. "Ταξί; Ναι, θα 'θελα να στείλετε ένα ταξί στη Σόρχαμ Ντράιβ, νούμερο 2435. Πρώτος όροφος. Τ’ όνομά μου; Τ’ όνομά μου; ... Καλώς, τ' όνομά μου είναι Τίλσον ... "
Να πάει στο Λευκό Οίκο, δεν θα είχε πια νόημα, σκέφτηκε.
Εκείνοι θα είχαν πάρει τα μέτρα τους ... Θα πάω στη μεγαλύτερη εφημερίδα, σ' αυτούς θα πάω και θα τα διηγηθώ όλα. Θα τα πω όλα στον εκδότη ... όλα όσα μου συνέβησαν.
Οι άλλοι ασθενείς κάνανε πλάκα μαζί του. "Βλέπεις αυτόν εκεί; Αυτόν εκεί που μοιάζει με κάποιο δικτάτορα, πώς τον λέγανε; ... Μόνο που είναι πιο γέρος από κείνον. Αυτός που λες, όταν τον φέρανε, πριν κανά μήνα, ισχυριζότανε ότι ήταν ο Πρόεδρος της Αμερικής. Αυτά πριν από ένα μήνα. Τώρα πια δεν το λέει τόσο συχνά. Κάθεται κει και καταβροχθίζει τη μια εφημερίδα μετά την άλλη. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου άνθρωπο τόσο μανιακό με τις εφημερίδες. Καταλαβαίνει πάντως ένα σωρό πράγματα από πολιτική. Μάλλον απ' αυτό το έπαθε. Απ' την πολιτική!"
Χτύπησε καμπανάκι για φαγητό. Σηκώθηκαν όλοι εκτός από έναν. Ένας νοσοκόμος πλησίασε: "Κύριε Τίλσον;"
Καμιά απάντηση.
"ΚΥΡΙΕ ΤΙΛΣΟΝ!"
"Α. .. ναι; ... "
"Ώρα για φαγητό, κύριε Τίλσον!"
Το ασπρομάλλικο γεροντάκι σηκώθηκε αργά κι έσυρε τα βήματά του προς την τραπεζαρία.


ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ / ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΟΣ & ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ 1992

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ - ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ


-Τί είναι ό άνθρωπος στην πλάση;
-’Έχομε κι’ εμείς υπεράνθρωπους ιδιότητας;
-Ό άνθρωπος, μικρός Θεός.
-Τί σκοπό έχει ή ψυχική έρευνα.

Τί είναι τά ψυχικά φαινόμενα; θά διερωτώνται συχνά πολλοί. 'Υπάρχουν πράγματι ή δεν υπάρχουν; ’Έχουμε άποδείξεις ότι συμβαίνουν ή όχι; Τί σκοπόν έπιδιώκει ή ερευνά τους;
Καί την μέν πραγματικότητά των, άνέκαθεν άπέδειξεν ή πείρα των αιώνων, άνέλαβον δέ νά έκλαϊκεύσουν καί έν Έλλάδι τήν άπόδειξίν των τά μέντιουμ πού έξήσκησεν ή «Εταιρεία Ψυχικών ’Ερευνών».
Ποια όμως είναι τά περίεργα αυτά φαινόμενα καί πώς γίνεται ή ερευνά των;

'Η ιστορία των ψυχικών φαινομένων.

Τά ψυχικά φαινόμενα παρετηρήθησαν πάντοτε καί κατά τάς μάλλον μακρινάς έποχάς άπό τήν άνθρωπίνην πείραν καί άπετέλεσαν μάλιστα τήν βάσιν τών πρώτων θρησκειών.
Θρησκειών, βέβαια, πρωτογόνων, όπως είναι αί σημεριναί τών άγριων, μέ βάσιν ότι τά φαινόμενα αυτά προήρχοντο έκ μέρους νεκρών, έρχομένων, κατόπιν παρακλήσεων ή μαγγανειών, νά έπικοινωνήσουν μετά τών ζώντων διά μέσου ώρισμένων προνομιούχων άτόμων, τών ιερέων-μάγων, άτόμων ιδιαιτέρας ιδιοσυγκρασίας, τά όποια σήμερον όνομάζομεν μέντιουμ ή διαισθητικούς.
’Ολίγον κατ’ ολίγον, έν τούτοις, εφόσον ό πολιτισμός προήγετο, ή άντίληψις αύτή έτροποποιήθη. 'Υπετέθη ότι όχι πνεύματα νεκρών, άλλά τό θείον έπεκοινώνει διά τών μέντιουμ καί τοιουτοτρόπως ίδρύθησαν τά πρώτα μαντεία μέ μεσάζοντας τάς Πυθίας.
Αί Πυθίαι ήσαν ισχυρά μέντιουμ, τά όποια έζούσαν εις άπόλυτον άγνότητα καί άσκησιν, όπως καί οί ’Ινδοί Γιογκήδες καί οί Θιβετινοί Λάμα, διά νά κατορθώνουν νά μειώνουν τό ένσυνείδητον καί νά προκαλούν τήν έκδήλωσιν τών ψυχικών φαινομένων.
Σήμερον τά μέντιουμ δεν χρειάζονται πιά όμοια μαρτύρια προς πρόκλησιν φαινομένων. 'Ο υπνωτισμός ή ή έκστασις φθάνουν. Πάντως όμως ή θρησκευτική άσκησις διαταράσσουσα τήν φυσιολογικήν ισορροπίαν παράγει πολύ ίσχυράς ψυχικάς εκδηλώσεις.
Τά θαύματα των προφητών καί των άγιων, τά όποια διηγούνται φυσικά μέ υπερβολές τά Συναξάρια, δέν είναι άπλώς άποκυήματα φανατικής φαντασίας.
'Ο ψυχοφυσιολόγος μελετών έκ περιεργείας σήμερον αύτά, άναγνωρίζει τά κυριώτερα ψυχικά φαινόμενα: Τηλεπάθειαν, Διόρασιν, Ψυχομετρίαν, Εκτόπλασμα, Τηλεψυχίαν, Μετεώρησιν, καί τά παρόμοια.
Αί Πυθίαι, πριν χρησμοδοτήσουν, ένήστευαν, έπιναν ένα μεθυστικόν ποτόν, τό Πύθιον, έμασούσαν φύλλα πικροδάφνης καί ύφίσταντο άκόμη επί τού τρίποδος τήν έπίδρασιν άναθυμιάσεων άνθρακικού οξέος. Οί σημερινοί Μάγοι τών άγριων, πριν έπικαλεσθούν τά δήθεν πνεύματα τών νεκρών, πίνουν μεθυστικά ποτά καί χορεύουν μέχρις έξαντλήσεως.
Τά ψυχικά φαινόμενα λοιπόν έπεβλήθησαν στον άνθρωπον μαζί μέ τήν διανόησιν, καί έδιναν κατά τό μάλλον ή ήττον τήν άόριστον έντύπωσιν ότι όφείλοντο εις πνεύματα νεκρών.
Κατά τά μέσα όμως περίπου τού περασμένου αιώνος, μερικά τηλεκινητικά φαινόμενα προκληθέντα άπό δύο ισχυρά μέντιουμ, τούς άδελφούς Φόξ, στο Χάϊδεσβιλλ τής ’Αμερικής καί θεωρηθέντα ότι έπεκύρωνον τελεσιδίκους τό δυνατόν τής επικοινωνίας μέ τά πνεύματα, διέδωσαν εύρύτατα τον πνευματισμόν στούς Άγγλοσαξωνικούς λαούς καί κατόπιν σ’ όλην τήν ύφήλιον.
Τό ψυχρόν όμως καί κριτικόν έπιστημονικόν πνεύμα δέν ήτο ίκανοποιημένον μέ τήν άνεπαρκή βεβαίωσιν τών φαινομένων καί τήν διδομένην έξήγησιν.
Προησθάνετο κάτι άλλο, τό όποιον θά έξηγοΰσε καί τάς ελλείψεις, άσυναρτησίας καί άνακριβείας πού έπίδοντο άπό τά δήθεν πνεύματα τών νεκρών.
Κατά τό 1859, λοιπόν, ή «Διαλεκτική Εταιρεία» τού Λονδίνου συνέστησε μίαν επιτροπήν έκ γνωστών έπιστημόνων, στήν όποιαν καί άνέθεσε να έξετάση τά ψυχικά φαινόμενα καί νά έκφέρη τήν γνώμη της.
Παρ’ όλην έν τούτοις τήν γενικήν πεποίθησιν ότι ή επιτροπή θ’ άπεφαίνετο άρνητικώς καί ότι θά έληγε τό ζήτημα, μετά έξ μηνών επιμελή πειράματα τό συμπέρασμα ύπήρξεν άπολύτως βεβαιωτικόν.
«Ναί! άπεφαίνετο ή επιτροπή. Τά φαινόμενα ύπάρχουν, δέν δυνάμεθα όμως νά δώσωμεν οιανδήποτε έξήγησιν».
Ήγέρθη τότε άφάνταστος θόρυβος άπό τον τύπον καί τούς διανοουμένους τής εποχής. "Ολοι, έμποτισμένοι άπό τάς ύλιστικάς θεωρίας, ήρνούντο κατηγορηματικώς νά πιστεύσουν κάθε τι παρουσιαζόμενον ώς ύπερφυσικόν. Έπίστευσαν λοιπόν ότι οί έπιστήμονες τής επιτροπής ήπατήθησαν άπό έπιτηδείους ταχυδακτυλουργούς καί έζήτησαν όμοφώνως τήν σύστασιν νέας επιτροπής στήν οποίαν νά συμμετάσχη καί ό διάσημος φυσικός καί χημικός Κρούξ, ή φωτεινοτέρα επιστημονική διάνοια τής εποχής εκείνης.
’Όντως, ή επιτροπή συνεστήθη μέ έπικεφαλής τον Κρούξ, όπως άπαιτούσεν ή κοινή γνώμη καί αί έργασίαι της διήρκεσαν έπί έννέα ολοκλήρους μήνας μέ τά γνωστότερα μέντιουμ τής έποχής.
Παρ’ όλην όμως τήν πεποίθησιν ότι τά ψυχικά φαινόμενα θ’ άπεδεικνύοντο ταχυδακτυλουργίας ή άπόφασις τής έπιτροπής έξερράγη πάλιν σάν βόμβα.
Σώζεται άκόμη ή έκθεσις αύτή καί άποτελεί πραγματικόν μνημείον έπιστημονικής επιχειρηματολογίας καί σαφήνειας.
«Μεθ’ όλην τήν κατάπληξιν – λέγει – τών αισθήσεων καί τής λογικής μας, είμεθα υποχρεωμένοι νά τονίσωμεν ότι τά ψυχικά φαινόμενα ύπάρχουν, αν καί άδυνατούμεν νά δώσωμεν οίανδήποτε έξήγησιν.
»Οί έξ έπαγγέλματος άρνηταί, οί όποιοι, μακράν τών πειραματικών γεγονότων, περιορίζονται άπλώς ν’ άρνούνται καί να κρίνουν, ας έλθουν καλλίτερα νά μας είπούν που έσφάλαμεν ή ας μας υποδείξουνε αν μπορούν, πειραματικάς μεθόδους τελειοτέρας».
'Ο θόρυβος όμως αυτήν τήν φοράν ύπερέβη κάθε όριον. ’Όχι μόνον ειρωνείας, αλλά καί ύβρεις καί προπηλακισμούς ύπέστησαν άπό τούς ύλιστάς οί έπιστήμονες τής έπιτροπής. Έφθασαν δέ μέχρι τού σημείου νά κατηγορήσουν άργότερα αύτόν τον Κρούξ, ότι ήτο ερωτευμένος μέ ένα έκ των καλλιτέρων μέντιουμ της εποχής, τήν Φλόρενς Κούκ, μέ τήν οποίαν καί έξετέλεσε τά περιεργότερα των άτομικών του πειραμάτων.
Ούτως ή άλλως όμως, τά συμπεράσματα των δύο αυτών έπιτροπών είχον ώς αποτέλεσμα τήν σύστασιν κατά τό 1882 τής Βρεττανικής «Εταιρείας Ψυχικών ’Ερευνών» στήν οποίαν έλαβαν μέρος οί διασημότεροι έπιστήμονες τής έποχής, με σκοπόν τήν αύστηρώς έπιστημονικήν έξέτασιν τών ψυχικών φαινομένων.
Σήμερα, όμοιαι Έταιρείαι υπάρχουν σ’ όλα τά πολιτισμένα μέρη καί τείνουν μέ τήν διαρκή έξάσκησιν νέων μέντιουμ νά έπιβάλλουν καί νά έκλαϊκεύσουν τήν πειραματικήν άλήθειαν τών ψυχικών φαινομένων.

Τι είναι ο άνθρωπος εις τήν πλάσιν.

"Εως τώρα υπήρχαν δύο ίδέαι : "Η ότι ό άνθρωπος ήτο μόνον υλη, ή ότι άπετελείτο άπό ύλην καί ψυχήν (ένέργειαν).
’Αλλά σήμερον, μετά τήν άνακάλυψιν τής Ραδιενεργείας, δτε άπεδείχθη ότι ή ύλη σύγκειται άπό ήλεκτρόνια, ήτοι άπό ήλεκτρισμόν, δηλαδή άπό μίαν μορφήν ένεργείας, ό όρος ύλη έπαυσε νά έχη τήν πρώτην σημασίαν του καί γνωρίζομεν ότι τό σύμπαν ολόκληρον άποτελείται άπό κάποιαν δημιουργικήν ένέργειαν είτε ύπό μορφήν ήλεκτρονίων, είτε ύπό μορφήν ένδιαμέσων καταστάσεων διαφόρου άραιότητος, ώς ό ήλεκτρομαγνητισμός, αί άκτίνες X καί Ύπέρ-Χ, αί προερυθραί, αί υπεριώδεις.
Καί ό άνθρωπος, λοιπόν, άποτελείται άπό μέρος, έστω καί έλάχιστον, τής ιδίας δημιουργικής ένεργείας ύπό μορφήν ήλεκτρονίων. Είναι καί αυτός έν μέρος τής παγκοσμίου αρμονίας.
Ή δημιουργική αυτή ενέργεια όμως, βάσις τού παντός, διά ν’ άποτελή τό καταπληκτικόν αύτό σύμπαν, πρέπει άναγκαίως νά έχη ύπερανθρώπους ιδιότητας.
Καί τάς ιδιότητας αυτάς νά τάς έχη καί τό τελευταίον πετραδάκι, έστω καί εις λανθάνουσαν κατάστασιν.
Άπόδειξις τούτου είναι ή σπουδή τών ραδιενεργών σωμάτων (Ράδιον, Ουράνιον, Θάλλιον, Άκτόνιον κλπ.), τά όποια ύφίστανται αυτόματον έξαΰλωσιν.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
15ΘΗΜΕΡΟΣ ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΟΛΕΩΝ ΜΕΡΙΜΝΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
ΕΤΟΣ Γ’ ΑΘΗΝΑΙ, 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 1955 ΤΕΥΧΟΣ 51ον