.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ: ΕΓΩ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ



Θα είναι εκεί. Κι όταν τα θρύψαλα της λιγοστής ζωής μου ηχήσουν σαν κρύσταλλα κιτρινισμένα σε χαμένες αίθουσες παράταιρων ονείρων - πέφτοντας στα καθαρά πλακάκια του λουτρού εγώ, με την απελπισία της δύσκαμπτης σάρκας - θα με κοιτάζει βουρκωμένος.

Θα είναι εκεί. Κι όταν ο άνεμος της δυστυχίας θα σαρώνει ό,τι απέμεινε από μένα: οι γκρίνιες μου, τα όνειρά μου τ’ ανέκδοτα, κουσούρικα ποιήματά μου - μπλεγμένος σ’ έναν δαίδαλο χοντρών νοσοκόμων, σωλήνων, καθετήρων, εγώ, με το θράσος μιας παράλογης κατάφασης για την ζωή - θα με κοιτάζει δακρυσμένος.

Θα είναι εκεί. Κι όταν πια δεν θα μείνει απ’ την ασήμαντη ζωή μου παρά δυο στάλες ιδρώτας στα μέτωπα των τελευταίων συνοδών μου - βαρύς, σχεδόν ασήκωτος όπως πάντα εγώ, γεμίζοντας το στεγνό μου στόμα με το χώμα που γέμισε τα στόματα χιλιάδων άλλων πριν από μένα, το ίδιο ξερό, ασήμαντο χώμα - θα με κοιτάζει με φρίκη.

Θα είναι εκεί. Μα ούτ’ ένας να του πιάσει το χέρι ούτ’ ένας να σκεφτεί πόσο αφόρητα μοιάζει σ’ εκείνη την παλιά φωτογραφία, όπου ο νεκρός πατέρας μου κρατά απ’ το χέρι τον μικρό του γιο.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1987-2007]
Η ΖΩΗ ΚΟΛΥΜΠΑ ΣΑΝ ΦΑΛΑΙΝΑ ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ [1987]

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

EΤYMOΛOΓlA ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΜΟΥΣΙΚΗ» ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΑΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΧΗ - FABRE D’ OLIVET



Η λέξη «μουσική» είναι ελληνική και προέρχεται από τη λέξη «μούσα» που ανάγεται στους Αιγύπτιους και την κατάληξη «ική» που είναι Κελτικής προέλευσης. Η Αιγυπτιακή λέξη «μας» ή «μους» σημαίνει στην πραγματικότητα «γενιά» «παραγωγή» ή «ανάπτυξη έξω από μια αρχή», δηλαδή τυπική εκδήλωση ή ενεργοποίηση αυτού που ήταν εν δυνάμει. Αποτελείται από τη ρίζα «ας» που χαρακτηρίζει τη συμπαντική, πρωταρχική αρχή και τη ρίζα «μα», που εκφράζει όλα όσα γεννούν, αναπτύσσονται ή εκδηλώνονται ή αποκτούν μια εξωτερική μορφή. Όπως ισχύει σε πάρα πολλές γλώσσες, το μοναδικό ον, ο Θεός και η «μα» αφορούν καθετί το γόνιμο, το δημιουργικό, το παραγωγικό - στην ουσία έχουν την έννοια της «μητέρας».
'Ετσι, η ελληνική λέξη «μούσα» αφορούσε, από τότε ακόμη που καθιερώθηκε, κάθε ανάπτυξη που προκύπτει από μια αρχή, σε κάθε σφαίρα δραστηριότητας όπου, το πνεύμα περνά από τη δυνητικότητα στην πράξη και ενδύεται μια ορατή μορφή. Στην πιο περιορισμένη της εφαρμογή εκφράζει έναν τρόπο ύπαρξης, όπως δηλώνει η λατινική λέξη «μoς». Η κατάληξη «ική» φανερώνει ότι το ένα συσχετίστηκε με το άλλο λόγω ομοιότητας ή εξάρτησης ή λόγω του ότι προέκυψε απ' αυτό. Αυτή την κατάληξη τη συναντά κανείς σε όλες τις βορειοευρωπαϊκές γλώσσες (ich, ig, ic, ή ick). Σχετίζεται με την κελτική λέξη «αικ» που σημαίνει «ίσος» και προέρχεται από την αιγυπτιακή και εβραϊκή λέξη  «ach»,  σύμβολο της ταυτότητας, της ισότητας και της αδελφότητας.
Αν, μετά την ετυμολογία της λέξης «μουσική»  που έδωσα, συλλαμβάνει κανείς την ευρύτερη έννοια που απέδιδαν οι Αιγύπτιοι στη ρίζα της και που οι Έλληνες της προσέδωσαν, θα έχει μικρότερη δυσκολία να αντιληφθεί τις διάφορες έννοιες με τις οποίες κατανοούσαν (οι Έλληνες) τις Μούσες τους και την παγκόσμια επιρροή που απέδιδαν σ' αυτή την επιστήμη, που τους καθόρισε με τόση ιδιαιτερότητα. Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί θεωρούσαν όλες τις τέχνες σαν απορροές της μουσικής, γιατί, ακολουθώντας την έννοια αυτής της λέξης, όλα όσα υπηρετούν την εξωτερίκευση της σκέψης, όλα όσα κάνουν κάτι που ανήκει στη διανοητική σφαίρα να γίνεται αισθητό και να μεταβαίνει από τη δυνητικότητα στην πράξη παίρνοντας μια κατάλληλη μορφή, όλα λοιπόν αυτό ανήκουν σ' αυτή την έννοια. Οι Αιγύπτιοι φαίνεται ότι είχαν τρεις μόνο μούσες: Μελέτη, Μνήμη, Αοιδή,  δηλαδή εκείνη που παράγει ή γεννά, εκείνη που διατηρεί ή καθορίζει κι εκείνη που κάνει κατανοητά τα πάντα.  Οι  Έλληνες, ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε εννέα, ταξινόμησαν ακόμη περισσότερο τις ιδιότητές τους. Τις θεωρούσαν θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης, δηλαδή της αιώνια ζώσης οντότητας και της ιδιότητας διατήρησης στη μνήμη και τα ονόματά τους ήταν τα εξής: Κλειώ, εκείνη που γιορτάζει, Μελπομένη, εκείνη που τραγουδά για πράγματα αξιομνημόνευτα, Θάλεια, εκείνη που ανθεί, που αναζητά τη συμφωνία, Ευτέρπη, εκείνη που θέλγει (που φέρνει σε έκσταση), Τερψιχόρη,  εκείνη που  αγαλλιά με το χορό,  Ερατώ, εκείνη που αγαπά, Καλλιόπη εκείνη που αφηγείται εκπληκτικά πράγματα, Ουρανία, εκείνη που συλλογιέται τους ουρανούς και Πολύμνια, εκείνη που εκφράζει τις ποικίλες τέχνες. Οι εννέα Μούσες αναγνώριζαν σαν ηγέτη τους τον Απόλλωνα, το συμπαντικό γεννήτορα και μερικές φορές είχαν σαν οδηγό τους τον Ηρακλή, τον κύριο του Σύμπαντος.
Επειδή οι Σύγχρονοι έχουν προ πολλού διαχωρίσει τη μουσική από την επιστήμη της μουσικής γενικότερα, θα τη θεωρήσω κι εγώ σαν το μέρος εκείνο της επιστήμης που για να γίνει κατανοητή από τη διάνοια του ανθρώπου χρησιμοποιεί στο εξωτερικό επίπεδο δύο δομικά στοιχεία, τον ήχο και το χρόνο, θεωρώντας το ένα σαν ύλη και το άλλο σαν ρυθμιστή της μορφής που της προσδίδει σαν τέχνη. Ο τόνος όμως, γίνεται αντιληπτός μόνο από το ανθρώπινο αυτί μέσω των κραδασμών που του μεταβιβάζει στον αέρα, σύμφωνα με ορισμένες σχέσεις που βασίζονται στους αριθμούς' αποκτά μελωδικές και αρμονικές ιδιότητες, δηλαδή μετακινείται από χαμηλά προς υψηλά, μόνο σύμφωνα με ορισμένες σχέσεις που εξαρτώνται από αριθμούς' ο μουσικός ρυθμός, από τον οποίο ελέγχεται ο κάθε τόνος, μετράται μόνο σύμφωνα με ορισμένους νόμους της κίνησης, οι οποίοι και πάλι εξαρτώνται από αριθμούς. Συνεπώς, διαπιστώνει κανείς ότι οι αριθμοί ενυπάρχουν στα στοιχεία της μουσικής και χωρίς αυτούς δεν γίνεται τίποτε. Οι αριθμοί λοιπόν αποτελούν ένα είδος αρχής και είναι πράγματι η αρχή της μουσικής, με τη γνώση δε των ιδιοτήτων τους μπορούμε ν' ανακαλύψουμε τις ιδιότητες του ήχου και του χρόνου στα πλαίσια αυτής της επιστήμης. Αφήνοντας στη φυσική και στη μεταφυσική όλα όσα εννοιολογικά τους ανήκουν, εκείνο που χρειάζεται να ξέρουμε γι' αυτό καθ' αυτό τον τόνο είναι ότι διαχωρίζεται από το θόρυβο με βάση ορισμένες σχέσεις οι οποίες προκύπτουν  και πάλι από τους αριθμούς γιατί, όπως έχω πει οι θόρυβοι είναι στην ουσία το σύνολο ενός πλήθους διαφορετικών ήχων που ακούγονται ταυτόχρονα και που κατά κάποιο τρόπο έρχονται ο ένας σε αντίθεση με τα κύματα του άλλου ενώ οι τόνοι ξεχωρίζουν απ' τους θορύβους και γίνονται ολοένα και πιο αρμονικοί όσο το σώμα που τους παράγει είναι περισσότερο ελαστικό, ομοιογενές, κατασκευασμένο από ένα υλικό με μεγαλύτερη συνοχή καθαρότητα και τελειότητα. Μπορεί επομένως να συμπεράνει κανείς ότι ένα σώμα είναι περισσότερο θορυβοποιό όσο περισσότερο διαχωρίζεται σε μάζες άνισης στερεότητας και υφής και είναι περισσότερο ηχοποιό όσο περισσότερο προσεγγίζει την ομοιογένεια.
Από τις εμπειρίες που παρέθεσα στο έργο μου «Notions sur le sens de Ι' ouie» συμπεραίνει κανείς ότι το αυτί του ανθρώπου είναι ανοιχτό πρώτα στο θόρυβο και στη συνέχεια περνώντας ασυνείδητα από το μη αρμονικό στο αρμονικό, ή από τη διάσπαση στην ενότητα, φτάνει στον τόνο. Αυτή φαίνεται πως υπήρξε ανέκαθεν η πορεία της Φύσης. Στόχος της είναι η απόλυτη ενότητα. Οι φυσικοί που έχουν υπολογίζει τον αριθμό των κραδασμών που παράγουν τα ηχοποιά σώματα σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, υποστηρίζουν ότι ο χαμηλότερος ήχος που μπορούν να ακούσουν τα αυτιά μας είναι εκείνος ενός σώματος που ταλαντεύεται 20 φορές το δευτερόλεπτο και ο  υψηλότερος είναι του σώματος εκείνου που ταλαντεύεται 40.000 το δευτερόλεπτο.


FABRE D’ OLIVET
Η Εσωτερική Διάσταση της Μουσικής
Μετάφραση: Δημήτρης Κουτσούκης
Εκδόσεις ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1991

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Διάφορα αντικείμενα του αισθήματος του ωραίου και του υπέροχου – Immanuel Kant



Τα διάφορα αισθήματα της απόλαυσης ή της δυσφορίας, της ικανοποίησης ή της δυσαρέσκειας, εξαρτώνται περισσότερο από την ιδιάζουσα αισθητικότητα των ανθρώπων και λιγότερο από τη φύση των εξωτερικών πραγμάτων που τα προκαλούν. Από αυτό προκύπτει ότι ορισμένοι άνθρωποι βρίσκουν απολαυστικό αυτό για το οποίο άλλοι δεν αισθάνονται παρά μόνο αποστροφή, ότι ο έρωτας αποτελεί συχνά ένα μυστήριο για όλο τον κόσμο και ότι αυτό που δυσαρεστεί έντονα τον έναν, αφήνει τον άλλο αδιάφορο. Αυτές οι ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης προσφέρουν ένα εκτεταμένο πεδίο παρατηρήσεων και ενέχουν ταυτόχρονα μια πηγή αποκαλύψεων ευχάριστων όσο και διδακτικών. Δεν θα εξετάσω προς το παρόν παρά μόνο ορισμένα ιδιαίτερα σημεία και με την ιδιότητα μάλλον του παρατηρητή παρά του φιλοσόφου.
Αν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ευτυχής παρά μόνο στο βαθμό που ικανοποιεί μια φυσική προδιάθεση, τότε η αίσθηση που τον καθιστά ικανό μιας ευφρόσυνης διάθεσης χωρίς να απαιτεί γι' αυτό ιδιαίτερα χαρίσματα δεν του είναι φυσικά αδιάφορη. Ο γαστρίμαργος που αναγνωρίζει στο μάγειρό του τον κατεξοχήν πνευματικό δημιουργό, φρονώντας ταυτόχρονα ότι όλα τα καλαίσθητα έργα είναι συγκεντρωμένα στα κελάρια, θα βρει στη χυδαιολογία και στα κακόγουστα αστεία μια απόλαυση εξίσου έντονη μ' αυτήν για την οποία καυχώνται όσοι διαθέτουν πιο λεπτά αισθήματα. Ο λάτρης των ανέσεων, που δεν επιθυμεί την ανάγνωση παρά μόνο για τη νύστα που του προκαλεί, ο έμπορος που θεωρεί κάθε απόλαυση ανούσια, εκτός απ' αυτήν του επιτήδειου ανθρώπου που λογαριάζει τα οφέλη της εμπορικής του δραστηριότητας, αυτός που δεν εκδηλώνει την αγάπη του στις γυναίκες παρά μόνο γιατί συγκαταλέγονται στα πράγματα που του παρέχουν απόλαυση, ο εραστής του κυνηγίου, που θηρεύει μύγες, ως Δομιτιανός, ή άγρια ζώα, ως Α..., όλοι τους διαθέτουν μια αισθητικότητα που τους καθιστά ικανούς ορισμένων απολαύσεων, απαλλάσσοντάς τους ταυτόχρονα από την επιθυμία άλλων που πιθανά δεν μπορούν ούτε να φανταστούν. Προτίθεμαι λοιπόν να εξετάσω ένα ιδιαίτερα λεπτό αίσθημα, που αποκαλείται έτσι είτε γιατί μπορεί κανείς να το απολαύσει για μεγάλο διάστημα χωρίς σημάδια κορεσμού ή κόπωσης, είτε γιατί προϋποθέτει ένα είδος διεγερσιμότητας της ψυχής που την καθιστά ταυτόχρονα ικανή για ενάρετες πράξεις, είτε, τέλος, γιατί υποδηλώνει ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα, ενώ τα άλλα αισθήματα μπορούν αντίθετα να εκδηλωθούν και σε συνθήκες πνευματικής ένδειας. Δεν θα συμπεριλάβω όμως εκείνη τη γοητευτική έλξη που ασκούν οι ανώτερες γνώσεις, η οποία οδήγησε τον Kepler, όπως αναφέρει ο Bayle, να δηλώσει ότι δεν θα αντάλλασσε, ούτε για ένα βασίλειο, έστω και μία από τις ανακαλύψεις του, γιατί είναι εξαιρετικά λεπτή. Η παρούσα εργασία δεν έχει σαν αντικείμενο παρά μόνο εκείνο το αίσθημα που αγγίζει και τις πιο απλοϊκές ψυχές.
Το αίσθημα αυτό είναι διττό: αποτελείται από το αίσθημα του ωραίου και αυτό του υπέροχου.  Οι συγκινήσεις τους είναι ευχάριστες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η όψη των χιονισμένων κορυφών μιας οροσειράς που υψώνονται πάνω από τα σύννεφα, η περιγραφή ενός κυκλώνα ή του βασιλείου της κολάσεως (Milton) μας παρέχουν μια απόλαυση ανάμεικτη με τρόμο. Η θέα των ανθισμένων λιβαδιών, οι ελικώσεις των ποταμών και τα βοσκοτόπια, η περιγραφή των Ηλυσίων ή η ομηρική αναπαράσταση του κεστού της Αφροδίτης μάς προξενούν επίσης ευχάριστα συναισθήματα, που δεν αποπνέουν όμως παρά μόνο ιλαρότητα και χαρμονή. Για να μπορεί κανείς να προσοικειωθεί σ' όλη της την ισχύ την πρώτη εντύπωση, πρέπει να διαθέτει το αίσθημα του υπέροχου, για να μπορεί να απολαύσει τη δεύτερη, το αίσθημα του ωραίου. Οι πελώριες βελανιδιές και οι μοναχικές βαθύσκιες φυλλωσιές σ' ένα παρθένο δάσος είναι υπέροχες. Τα ανθοτόπια, οι μικροί φράχτες, οι ομοιόσχημα κλαδεμένες δενδροσειρές είναι ωραία. Η νύχτα είναι υπέροχη, η ημέρα είναι ωραία. Αυτοί που διαθέτουν το αίσθημα του υπέροχου οδηγούνται στα υψηλά αισθήματα της φιλίας, της αιωνιότητας, της περιφρόνησης του κόσμου, μέσα στη γαλήνια σιωπή μιας καλοκαιρινής νύχτας, όταν η τρεμάμενη λάμψη των άστρων διατρέχει τη μελανόχροη νύχτα και το φεγγάρι εμφανίζεται μοναχικό στο στερέωμα. Το φέγγος της μέρας γεννά, μαζί με το ζήλο για εργασία, ένα αίσθημα χαράς. Το υπέροχο ταράσσει, το ωραίο γοητεύει. Το πρόσωπο αυτού που διαπερνάται από το αίσθημα του υπέροχου αποπνέει την αυστηρότητα και, συχνά, την έκπληξη, το ζωηρό αίσθημα του ωραίου αναγγέλλεται από το φωτεινό βλέμμα, το χαμόγελο και, συχνά, από τη θορυβώδη ευθυμία. Το υπέροχο παρουσιάζεται με διάφορες μορφές. Άλλοτε συνοδεύεται από βαρυθυμία ή τρόμο, άλλοτε από σιωπηλό θαυμασμό, και άλλοτε συνδυάζεται με το αίσθημα μιας σεβάσμιας ευμορφίας. Αποκαλώ υπέροχο- τρομακτικό το πρώτο είδος υπέροχου, υπέροχο- ευγενές το δεύτερο, υπέροχο-μεγαλοπρεπές το τρίτο. Μια βαθιά μοναξιά είναι υπέροχη, αλλά εμπνέει τρόμο(1).
Να γιατί οι απέραντες και φριχτές έρημοι, όπως αυτή του Chamo οτην Ταταρία, ενοικούνταν πάντοτε μέσα στη φαντασία από τρομερές σκιές, χιμαιρικά όντα και από τις ψυχές των νεκρών.
Το υπέροχο είναι πάντοτε μεγάλο, το ωραίο μπορεί προσέτι να είναι μικρό. Το υπέροχο απαιτεί την απλότητα, το ωραίο ανέχεται τον καλλωπισμό. Η ακρώρεια δεν είναι λιγότερο υπέροχη από την άβυσσο. Αλλά η πρώτη προκαλεί το θαυμασμό, είναι το υπέροχο- ευγενές, ενώ η δεύτερη, το υπέροχο-τρομακτικό, τον τρόμο. Ο Hasselquist σημειώνει ότι οι πυραμίδες της Αιγύπτου στην πραγματικότητα είναι πιο επιβλητικές από αυτό που μπορεί να αποδώσει η περιγραφή της λιτής και μεγαλόπνευστης αρχιτεκτονικής τους.
Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, μεγαλούργημα απλότητας, είναι μεγαλοπρεπής, γιατί το κάλλος, δηλαδή ο χρυσός, οι εργασίες του ψηφιδωτού κ.λπ., εναρμονίστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να επικρατεί το αίσθημα του υπέροχου. Ένα οπλοστάσιο πρέπει να είναι ευγενές και απλό, ένα ανάκτορο μεγαλοπρεπές, ένας εξοχικός πύργος ωραίος, με τον προσήκοντα διάκοσμο. Μια μακρά διάρκεια είναι υπέροχη. Αν ανήκει στο παρελθόν, είναι ευγενής. Όταν την τοποθετούμε σ' ένα απροσδιόριστο μέλλον, προκαλεί εν μέρει τον τρόμο. Ένα μνημείο χρονολογούμενο από την απώτατη αρχαιότητα επιβάλλει το σεβασμό. Ο Haller εμπνέει έναν απαλό τρόμο όταν αναπαριστά τη μελλοντική ενδελέχεια, έναν ακλόνητο θαυμασμό όταν περιγράφει το ενδελεχές παρελθόν.


______________________________ 
(1) Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα του ευγενούς τρόμου που μπορεί να εμπνεύσει η εικόνα της απόλυτης μοναξιάς παραθέτοντας μερικά αποσπάσματα από το ονειροπόλημα του Carazan (Brem. Magazin, τόμος IV, σελ. 539). Ο φιλάργυρος αυτός όσο έβλεπε την περιουσία του να μεγαλώνει, τόσο γινόταν ανάλγητος απέναντι στον πλησίον του. Αλλά, ενώ έσβηνε η αγάπη του για τους ανθρώπους, ο θρησκευτικός του ζήλος δεν έπαυε να αυξάνει. Μετά από αυτήν την ομολογία, ο Carazan συνεχίζει:« Ένα βράδυ που έκανα τους λογαριασμούς μου και υπολόγιζα τα κέρδη μου, αποκοιμήθηκα κάτω από το φως της λάμπας. Και είδα τον άγγελο του θανάτου να χιμάει πάνω μου και μέσα στη στροφοδίνη του να μου καταφέρνει ένα τρομερό χτύπημα πριν να προλάβω να ζητήσω έλεος. Το αίμα μου πάγωσε όταν αντιλήφθηκα ότι η απόφαση είχε ληφθεί και ότι δεν μπορούσα να προσθέσω πλέον τίποτε στο καλό, ούτε να αφαιρέσω τίποτε από το κακό που είχα κάνει. Με οδήγησαν μπροστά στο θρόνο αυτού που ενοικεί στον τρίτο ουρανό. Λαμπερό άστρο μου απηύθυνε τούτο το λόγο: «Carazan, ο θεός απορρίπτει τη λατρεία που του απέδωσες. Σφάλισες την καρδιά σου στην αγάπη των ανθρώπων και με σιδερένιο χέρι διαφύλαξες τους θησαυρούς σου. Έζησες μόνο για σένα, θα ζήσεις μόνος αιωνίως, στερημένος κάθε κοινωνίας με την υπόλοιπη δημιουργία». Εκείνη τη στιγμή, παρασύρθηκα από μια αόρατη δύναμη διατρέχοντας το περίλαμπρο οικοδόμημα της δημιουργίας. Σύντομα, είχα αφήσει πίσω μου αναρίθμητους κόσμους. Καθώς πλησίαζε το πέρας της φύσης, παρατήρησα ότι οι σκιές του ατέρμονου κενού έπεφταν μπροστά μου μέσα στην άβυσσο. Ένα τρομακτικό βασίλειο σιωπής και μοναξιάς, μια αιώνια νύχτα! Κυριεύτηκα από έναν ανείπωτο τρόμο. Τα τελευταία άστρα φαίνονταν πλέον ανεπαίσθητα, ήμουν βυθισμένος στο έσχατο σκότος. Η αγωνία του θανάτου μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή, όσο απομακρυνόμουν από τον τελευταίο κατοικημένο κόσμο. Και σκέφτηκα, πλημμυρισμένος από μια απέραντη απελπισία, ότι, αγόμενος δέκα χιλιάδες φορές στη διάρκεια δέκα χιλιάδων χρόνων πέρα από τα σύνορα της δημιουργίας, θα συνέχιζα, χωρίς βοήθεια, ούτε ελπίδα επιστροφής, να βυθίζομαι σ' αυτή την ατέλειωτη νύχτα .... Μέσα στην σκοτοδίνη μου, έτεινα τα χέρια μου προς κάποιο αντικείμενο της πραγματικότητας τόσο ζωηρά που ξύπνησα. Έτσι έμαθα να εκτιμώ τους ανθρώπους. Γιατί, μέσα σ' αυτή την ερημία, και τον πιο ταπεινό απ' αυτούς, που μέσα στην αλαζονεία της ευτυχίας μου είχα απωθήσει, τον προτιμούσα απ' όλους τους θησαυρούς της Γολκόνδης».



Immanuel Kant
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΟΧΟΥ
Μετάφραση Χάρης Τασάκος
Εκδόσεις PRINTA 1999

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ - Bertolt Brecht



(για να ακούσετε κανονικά το τραγούδι πρέπει να βάλετε την ταχύτητα αναπαραγωγής [playback speed] στο 2).




1

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως – όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



2

Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



3

Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



4

Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



5

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.

Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



6

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



7

Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις

-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,

γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



8

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



9

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,

μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.




[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Ο Μπόρχες κι εγώ - Jorge Luis Borges



Στον άλλον, στον Μπόρχες, συμβαίνουν όλα. Εγώ, περπατώ στο Μπουένος Άιρες και σταματώ, ίσως πια μηχανικά, για να κοιτάξω  την καμάρα μιας εισόδου και την καγκελόπορτα. Νέα του Μπόρχες λαβαίνω με το ταχυδρομεί και βλέπω τ’ όνομά του σε μια τριανδρία καθηγητών ή σ’ ένα βιογραφικό λεξικό. Εμένα  μ’ αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του 18ου αιώνα, η γεύση του καφέ και πεζογραφία του Στίβενσον. Ο άλλος, μοιράζεται μαζί μου αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ’ έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε καμώματα θεατρίνου. Θα ‘ταν υπερβολικό να πω  ότι οι σχέσεις μας είναι εχθρικές. Εγώ ζω, εγώ αφήνομαι να ζω, μόνο και μόνο για να μπορεί ο Μπόρχες να υφαίνει τη λογοτεχνία του, κι αυτή η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ πως έχει γράψει μερικές αξιόλογες σελίδες, αλλά αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως γιατί το καλό δεν ανήκει πια σε κανέναν, ούτε καν στον άλλον, αλλά στη γλώσσα ή στην παράδοση. Κατά τα άλλα, εγώ είμαι καταδικασμένος να χαθώ, να χαθώ για πάντα, και μόνο κάποια στιγμή μου μπορεί να επιβιώσει στον άλλον. Λίγο λίγο,  του τα παραχωρώ όλα, κι ας ξέρω τη διεστραμμένη συνήθειά του να παραποιεί και να υπερβάλλει. Ο Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι. Η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη, τίγρη. Εγώ, θα παραμείνω Μπόρχες. Όχι ο εαυτός μου (αν υποτεθεί ότι είμαι κάποιος), αν και αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία του απ’ όσο στα βιβλία πολλών άλλων ή στο περίτεχνο γρατζούνισμα μιας κιθάρας. Πριν κάποια χρόνια, προσπάθησα ν’ απελευθερωθώ απ’ αυτόν, και πέρασα απ’ τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο. Αυτά τα παιχνίδια, όμως, τώρα πια ανήκουν στον Μπόρχες, και θα χρειαστεί να επινοήσω άλλα. Έτσι, όλη μου η ζωή είναι μια φυγή, κι όλα τα χάνω κι όλα ανήκουν στη λήθη – ή σ’ αυτόν.
Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας γράφει αυτή τη σελίδα.


Jorge Luis Borges
Άπαντα Πεζά
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2005