.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΤΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ / LE TIR ET LE CIMETIÈRE – CHARLES BAUDELAIRE



— À la vue du cimetière, Estaminet. — « Singulière enseigne, — se dit notre promeneur, — mais bien faite pour donner soif ! À coup sûr, le maître de ce cabaret sait apprécier Horace et les poëtes élèves d’Épicure. Peut-être même connaît-il le raffinement profond des anciens Égyptiens, pour qui il n’y avait pas de bon festin sans squelette, ou sans un emblème quelconque de la brièveté de la vie ».
Et il entra, but un verre de bière en face des tombes, et fuma lentement un cigare. Puis, la fantaisie le prit de descendre dans ce cimetière, dont l’herbe était si haute et si invitante, et où régnait un si riche soleil.
En effet, la lumière et la chaleur y faisaient rage, et l’on eût dit que le soleil ivre se vautrait tout de son long sur un tapis de fleurs magnifiques engraissées par la destruction. Un immense bruissement de vie remplissait l’air, — la vie des infiniment petits, — coupé à intervalles réguliers par la crépitation des coups de feu d’un tir voisin, qui éclataient comme l’explosion des bouchons de champagne dans le bourdonnement d’une symphonie en sourdine.
Alors, sous le soleil qui lui chauffait le cerveau et dans l’atmosphère des ardents parfums de la Mort, il entendit une voix chuchoter sous la tombe où il s’était assis. Et cette voix disait : « Maudites soient vos cibles et vos carabines, turbulents vivants, qui vous souciez si peu des défunts et de leur divin repos ! Maudites soient vos ambitions, maudits soient vos calculs, mortels impatients, qui venez étudier l’art de tuer auprès du sanctuaire de la Mort ! Si vous saviez comme le prix est facile à gagner, comme le but est facile à toucher, et combien tout est néant, excepté la Mort, vous ne vous fatigueriez pas tant, laborieux vivants, et vous troubleriez moins souvent le sommeil de ceux qui depuis longtemps ont mis dans le But, dans le seul vrai but de la détestable vie ! »

* . *

- Η θέα του νεκροταφείου, Καφενείο. - Μοναδική επιγραφή, είπε ο περιπατητής(1) μας. - αλλά καλά φτιαγμένη για να φέρνει δίψα! Σίγουρα, ο ιδιοκτήτης αυτού του κέντρου ξέρει να τιμά τον Οράτιο και τους ποιητές μαθητές του Επίκουρου. Ίσως μάλιστα να κατέχει τη βαθιά εκλέπτυνση των αρχαίων Αιγυπτίων, που δεν υπήρχε γι’ αυτούς καλό γλέντι χωρίς σκελετό ή χωρίς ένα οποιοδήποτε έμβλημα της συντομίας της ζωής.
Και μπήκε, ήπιε ένα ποτήρι μπύρα απέναντι από τους τάφους και κάπνισε αργά ένα πούρο. Μετά του ήρθε η ιδιοτροπία να κατεβεί μέσα σ’ αυτό το νεκροταφείο, που το χορτάρι του ήταν τόσο ψηλό και ελκυστικό, και όπου βασίλευε ένας τόσο πλούσιος ήλιος.
Πραγματικά, το φως και η ζέστη οργίαζαν, και θα ‘λεγε κανείς ότι ο μεθυσμένος ήλιος κυλιόταν σ’ όλο του το μάκρος πάνω σ’ ένα χαλί από εξαίσια λουλούδια θρεμμένα από το θάνατο. Ένα απέραντο θρόισμα ζωής γέμιζε τον αέρα – η ζωή των αιώνια μικρών –, κομμένο σε κανονικά διαστήματα από το βρόντο των πυροβολισμών ενός γειτονικού σκοπευτήριου, που ξέσπαγαν όπως η έκρηξη των φελλών της σαμπάνιας μέσα στο βουητό μιας συμφωνίας σε σουρντίνα.
Τότε, κάτω από τον ήλιο που του ζέσταινε το κεφάλι και μέσα στην ατμόσφαιρα των φλογερών αρωμάτων του Θανάτου, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει κάτω από τον τάφο που καθόταν. Και αυτή η φωνή έλεγε: «Καταραμένοι να ‘ναι οι στόχοι σας και οι καραμπίνες σας, θορυβώδεις ζωντανοί, που σκοτίζεστε τόσο λίγο για τους πεθαμένους και για τη θεϊκή τους ησυχία! Καταραμένες να ‘ναι οι φιλοδοξίες σας, καταραμένοι να ‘ναι οι λογαριασμοί σας, ανυπόμονοι θνητοί, που έρχεστε να μάθετε την τέχνη του φόνου κοντά στο ιερό του Θανάτου! Αν ξέρατε πόσο εύκολο είναι να κερδίσετε το βραβείο, πόσο εύκολο είναι να φτάσετε το σκοπό, και πόσο όλα είναι κενό, εκτός από το Θάνατο, δεν θα κουραζόσαστε τόσο, εργατικοί ζωντανοί, και θα ταράζατε λιγότερο συχνά τον ύπνο αυτών που από πολύ καιρό έφτασαν το Σκοπό, τον μόνο αληθινό σκοπό της μισητής ζωής!»

_____________
(1) Στο γαλλικό promeneur: αυτός που κάνει περίπατο με φιλοσοφική διάθεση.




CHARLES BAUDELAIRE
20 ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
από τη συλλογή
PETITS POEMES EN PROSE
(LE SPLEEN DE PARIS)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΑ ΜΥΛΩΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ 1978

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Η ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΥΛΗ – CHERRY GILCHRIST



Ο αλχημιστής πρέπει να ξεκινήσει την εργασίας του με κάποια ύλη. Ποια όμως θα πρέπει να είναι αυτή η «πρώτη ύλη»; Εδώ έχουμε να κάνουμε με τα πιο ζηλότυπα φυλασσόμενο μυστικό της αλχημείας. Αφού όμως η τέλεια Λίθος θα δημιουργηθεί από κάτι που προφανώς είναι ποταπό και ευτελές, η ύλη που χρησιμοποιείται συνήθως περιγράφεται ως κάτι που παραβλέπεται από τον άνθρωπο και κάτι που επίσης του είναι απεχθές – «ο ακρογωνιαίος λίθος που απέρριψαν οι χτίστες». Στις πιο υποβαθμισμένες μορφές της αλχημείας, ειδικά κατά τον Μεσαίωνα, αυτό εκλαμβανόταν ως σημάδι του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η οποιαδήποτε ρυπαρή ουσία, όπως «κονιοποιημένα ανθρώπινα κόπρανα, στάχτες, ούρα και πηλός» (Chaucer, The Canon Yeoman’s Tale. Σώσερ, «Παραμύθια του Καντέρμπουρι»), για να μην αναφέρουμε το αίμα, τις τρίχες, τα κόκαλα και τα σάλια. Οι πιο έμπειροι αλχημιστές περιφρονούσαν αυτή την πρακτική και θεωρούσαν ότι η πρώτη ύλη δεν είναι μια κοινή ουσία αλλά ένα μυστηριώδες συστατικό του σύμπαντος, που είναι:

γνωστό σε όλους τους ανθρώπους, νέους και γέρους. Το βρίσκει κανείς στην εξοχή, στο χωριό, στην πόλη, σε όλα τα πράγματα που δημιούργησε ο Θεός – όμως όλοι το περιφρονούν. Πλούσιοι και φτωχοί το μεταχειρίζονται καθημερινά. Πετιέται στο δρόμο από τους υπηρέτες. Τα παιδιά παίζουν μ’ αυτό. Κι όμως κανείς δεν το εκτιμάει, παρότι, μετά την ψυχή του ανθρώπου είναι ό,τι ομορφότερο κι ό,τι πολυτιμότερο πάνω στη γη κι έχει τη δύναμη να καταστρέψει βασιλιάδες και πρίγκιπες. Κι όμως λογίζεται το πιο πρόστυχο και σιχαμερό πράγμα στον κόσμο(1).

Κάποιοι ειδικοί θεωρούν ότι τις πρώτες ημέρες της αλχημείας, η καταπληκτικά εύφορη μαύρη αιγυπτιακή λάσπη μπορεί να έδωσε την ιδέα μιας ευτελούς ουσίας με μεγάλες θρεπτικές και δημιουργικές δυνάμεις. Ασχέτως του αν αυτό αληθεύει ή όχι, γεγονός είναι ότι κατά τον δέκατο έκτο και τον δέκατο έβδομο αιώνα, η ιδέα είχε γίνει πολύ πιο περίπλοκη. Μερικοί συγγραφείς λένε ότι η πρωτογενής ύλη είναι μεταλλική, διότι είναι αδύνατο να δημιουργηθεί χρυσός από κάτι που δεν έχει μεταλλική βάση – οι ίδιοι όμως αφήνουν επίσης να εννοηθεί ότι η μορφή της μεταλλικής αυτής ύλης δεν μοιάζει με ό,τι εμείς συνήθως σκεπτόμαστε ως μέταλλο. Και σε μερικά κείμενα, η διαφορά μεταξύ της πρωτογενούς ύλης και της Λίθου, του τελικού δηλαδή προϊόντος της διαδικασίας, είναι δύσκολο να ορισθεί – κι εδώ το επαγωγικό συμπέρασμα φαίνεται να είναι ότι η Λίθος «απελευθερώνεται» από το ευτελές βασικό υλικό με την αλχημική διαδικασία, στο οποίο ήδη ενυπάρχει όταν ο αλχημιστής παίρνει να το επεξεργασθεί:

Η Ύλη βρίσκεται σε ένα πράγμα, από το οποίο και μόνο παρασκευάζεται η Λίθος μας... χωρίς καμιά πρόσμιξη. Και η ποιότητά της, η εμφάνιση και οι ιδιότητές της έχουν διατυπωθεί ως εξής: αποτελείται από τρία πράγματα, κι όμως είναι μόνο μία... Την λένε επίσης παγκόσμια Μαγνησία, ή σπόρο του κόσμου, από τον οποίο έλκουν την καταγωγή τους όλα τα φυσικά πράγματα. Οι ιδιότητές της είναι μοναδικές – γιατί πέρα απ’ τη θαυμαστή φύση και τη μορφή της, δεν είναι ούτε ζεστή ούτε ξηρή σαν τη γη, αλλά τέλεια συμμετρική... Όσον αφορά την εξωτερική της εμφάνιση, το σχήμα και τη μορφή, την ονομάζουν λίθο, αλλά όχι οποιαδήποτε λίθο... Βρίσκεται παντού και στα πάντα, αλλά σε όλη της την τελειότητα και πληρότητα μονάχα σε ένα πράγμα... Ο αδαής και ο αρχάριος νομίζουν ότι είναι το ευτελέστερο και αηδέστερο όλων των πραγμάτων. Πολλοί Σοφοί το αναζητούν, αλλά λίγοι το βρίσκουν – εκείνοι που βρίσκονται μακριά του το υποψιάζονται, κι εκείνοι που είναι κοντά το αποκτούν, το βλέπουν όλοι, αλλά το γνωρίζουν ελάχιστοι...(2)

Συνδέεται επίσης με τον Ουροβόρο , το κυκλικό ερπετό που έχει την ουρά του στο στόμα του. Η σύνδεση αυτή φαίνεται να είναι πολύ παλιά, αφού σε ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο διαβάζουμε:

Ιδού το μυστήριο: το ερπετό Ουροβόρος είναι το σκεύασμα που στην εργασία μας καταβροχθίζεται και λιώνει, διαλύεται και μεταμορφώνεται με τη ζύμωση. Παίρνει χρώμα σκουροπράσινο από το οποίο προκύπτει το χρυσό. Από αυτό προέρχεται το κόκκινο, τ’ ονομαζόμενο χρώμα της κινναβάρεως – είναι το κιννάβαρι των φιλοσόφων.
Το στομάχι και η πλάτη του έχουν το χρώμα του κρόκου, το κεφάλι του είναι πράσινο σκούρο, τα τέσσερα πόδια του, τα τέσσερα ατελή μέταλλα (μόλυβδος, χαλκός, κασσίτερος, σίδηρος), τα τρία αυτιά του είναι τα τρία εξευγενισμένα αέρια (ίσως το αλάτι, ο υδράργυρος και το θείο).
Το Ένα δίνει το αίμα του στο Άλλο, και το Ένα γεννάει το Άλλο. Η Φύση ευφραίνεται μέσα στη φύση, η φύση μαγεύει τη φύση, η φύση θριαμβεύει στη φύση και η φύση καταλαβαίνει τη φύση, κι αυτό δεν προέρχεται από την αντίθεση μιας φύσης προς την άλλη, αλλά από την ίδια τη φύση, μέσω της αλχημικής διαδικασίας που γίνεται με φροντίδα και μεγάλη προσπάθεια(3).

Στο βιβλίο Η Δημιουργία Χρυσού από την Κλεοπάτρα (περίπου 100 μ.Χ.) υπάρχει σκίτσο του Ουροβόρου και επεξηγηματικό κείμενο που λέει: «Ένα είναι το Όλο και από εκείνο προέρχεται το Όλο και σ’ εκείνο βρίσκεται το Όλο και αν δεν περιέχει το Όλο δεν είναι τίποτα». Παρότι οι μετέπειτα αλχημιστές, ιδιαίτερα τον δέκατο έβδομο αιώνα, αναβίβασαν τη φιλοσοφία της εργασίας τους στο απόγειο της καλλιέργειάς της, όμως ακόμη βάσιζαν τη διαδικασία στην απλότητα και την ενότητα αυτής της πρότασης. Η μεταμόρφωση επέρχεται κυρίως δια του εξαγνισμού και της τελειοποίησης του αρχικού υλικού. Πρόκειται για μια δήλωση πίστεως στο ότι η θεϊκή σπίθα βρίσκεται μέσα σε κάθε άτομο, οσοδήποτε διεφθαρμένο και ευτελές κι αν φαντάζει στα μάτια μας.

_______________________
1) Στο Gloria Mundi (1526), απόσπασμα στον Read, Prelude to Chemistry
2) The Sophic Hydrolith (HM)
3) Μεταφρασμένο από το Collection des Anciens Alchimistes Grecs του Berthelot



CHERRY GILCHRIST
ΑΛΧΗΜΕΙΑ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΦΡΑΓΚΩ ΚΑΡΑΟΓΛΑΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΦΛΩΡΟΣ 1997

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Η Απαισιόδοξος θεωρία περί κακού. Αι γνωστικαί διαρχικαί αποκαλύψεις – ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ



Βάσις της διδασκαλίας των Γνωστικών εν γένει, είναι εν είδος συγκριτισμού όλων των δοξασιών αίτινες προϋπήρξαν της εποχής των (ορφισμός, νεοπλατωνισμός, αιγυπτιακή και βαβυλωνιακή θρησκεία, Ζωροαστρισμός, διδασκαλία του Φίλωνος κ.κ.) εις τον οποίον παρεμβάλονται χριστιανικά και ιουδαϊκά στοιχεία, πάντα δε ταύτα επενδύονται δια χαρακτήρος εσωτερικού, μυητικού και αποκαλυπτικού.
Ο Χριστός, έλεγον, ομιλών ενώπιον του όχλου και επομένως, μεταχειριζόμενος την εξωτερικήν γλώσσαν, προσηρμόζετο προς τας αντιλήψεις αυτού, ενώ εις τους μαθητάς του μετέδιδεν εν απορρήτω ανωτέραν (μυστικήν, εσωτερικήν) διδασκαλίαν, ήτις και απετέλει τον αληθή της χριστικής αληθείας πυρήνα. Τούτο αποδεικνύεται και εκ των λόγων του ιδίου Ιησού (Ματθ. 13, 11) αλλά και εκ των παραβολών και συμβόλων τα οποία πολλαχώς εχρησιμοποίει. Την ιδίαν τακτικήν ηκολούθησαν και οι Απόστολοι, μεταδώσαντες εις μόνους τους μεμυημένους την εσωτερικήν διδασκαλίαν, εις δε τον αμύητον όχλον την εξωτερικήν ηθικήν. Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι, κατά τους ίδιους Γνωστικούς , καθαρώς εξωτερική και κατ’ ακολουθίαν περικλείει ουχί την αγνήν αλήθειαν, αλλά μόνον εκείνο το μέρος αυτής το προς την αντίληψιν και τας αμέσους ανάγκας του όχλου προσηρμοσμένον, επομένως μετά πολλών πλανών μεμειγμένον. Εκείνος λοιπόν που θα ήθελε να μάθη την καθαράν και πλήρη αλήθειαν, ώφειλε να ζητήση την απόρρητον εκείνην σοφίαν. Η τελευταία αυτή είναι η αληθής και γνησία Γνώσις, εν αντιθέσει προς την υπό της Εκκλησίας επιζητουμένην Πίστιν, η οποία είναι κατωτέρα βαθμίς της Γνώσεως. Συνεπεία των αντιλήψεων τούτων και ίνα μη η ανωτέρα αύτη γνώσις περιπέση εις χείρας αμυήτων, υπεβάλλοντο τα μέλη εις είδος τυπολογικής μυήσεως, κατ’ αρχάς απλής (βάπτισμα) αργότερον πολυπλοκωτέρας.
Κατ’ αναλογίαν, αι πλείσται των γνωστικών αιρέσεων, διεχώριζον την ανθρωπότητα εις τρεις βασικάς κατηγορίας (γένη), αι οποίαι ήσαν κατά τον αιρεσιάρχην Ουαλεντίνον: Οι Πνευματικοί (υπόδειγμα ο Κάιν) πλήρεις θείου πνεύματος εις ους ήρκει δια να λυτρωθούν η Γνώσις και τα εκ ταύτης ιερά απόρρητα. Ο Χριστός παρέχει εις τούτους την έλλαμψιν. Ακολουθούν οι Ψυχικοί (υπόδειγμα ο Σηθ) οι οποίοι κατέχουν εν τη ψυχή των ασθενή τινα θείον σπινθήρα, των οποίων όμως η λύτρωσις δεν ήτο εξασφαλισμένη. Ώφειλον να πράττουν το καλόν, δια να επιτύχουν κατόπιν κόπων και θυσιών. Ο Χριστός ήτο δι’ αυτούς το καλόν παράδειγμα προς μίμησιν δια του βίου του, των εντολών του και του φαινομενικού θανάτου επί του σταυρού. Τέλος ήτο η κατηγορία των υλικών ή Χοϊκών (υπόδειγμα Άβελ) οι οποίοι εστερούντο τελείως θείας πνοής και έμελλον αδηρίτως να επανέλθουν εις τον πηλόν και την ιλύν, εξ ης είχον προέλθη. (Βλ. Ειρηναίος, Έλεγχος ψευδονύμου γνώσεως, A’ VII, 5).
Σημειωτέον ότι ο διαχωρισμός ούτος εις γένη δεν ήτο ίδιος των Γνωστικών. Τόσον ο Ωριγένης (εις Ιωάν. VI, 36,37) ομιλεί περί των τελείων (τετελεσμένων – μεμυημένων) όσον και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματ. VII) επεθύμει να έχη μεμυημένους, εκλεκτούς και ολιγάριθμους. Ενώ δε ο κανών ούτος ητόνησε δια της διαδόσεως της νέας Θρησκείας εις τους πάντας, τουναντίον ετηρήθη, με πάσαν δυνατήν μέριμναν από τας γνωστικάς αιρέσεις.
Μια εκ των πρώτων γνωστών είναι η αίρεσις των Μαρκιωνιτών (11ος, μ.Χ. αιών). Μαρκίων ο εκ του Πόντου, φέρεται ως υιός επισκόπου. Φυγών δια τας ιδέας του εκ της πατρίδος, ήλθεν εις Ρώμην και ίδρυσεν ιδίαν, όχι φιλοσοφικήν σχολήν, αλλά οργάνωσιν σαφώς θρησκευτικήν, μίαν Εκκλησίαν, η οποία επέζησεν επί αρκετούς αιώνας μετά τον θάνατον του ιδρυτού της. Η παρατήρησις ότι πολλά κακά υπάρχουν εν τω κόσμω, δεν επιτρέπει εις τον Μαρκίωνα να πιστεύση ότι αυτόν εδημιούργησεν ο αγαθός Θεός. Διαστέλλει λοιπόν τον ύψιστον αγαθόν Θεόν, από του Δημιουργού Θεού, ο οποίος δεν προέρχεται εξ εκείνου δι’ απορροής ή δια πτώσεως, αλλά ελαμβάνει τούτον ως όμοιον προς τον ύψιστον Θεόν, πλη αΐδιον και αντίθετον προς αυτόν.
Ο αληθής Θεός, η πρώτη Αρχή, είναι ο καλός Ξένος, η αρχή του Αγαθού, ο φιλεύσπλαχνος. Ο Δημιουργός, ο πλάστης του υλικού κόσμου, είναι ο σκληρός Ιαβέ της Π.Δ. Ο αγαθός Θεός, πριν επιφανή ο Χριστός, ήτο εντελώς άγνωστος, όχι μόνον εις τους προφήτας, αλλά και εις εαυτόν τον ίδιον. Ίνα αφανίση το κακόν έργον του Δημιουργού (του «Κοσμοκράτορος» πρβλ. «ο άρχων του κόσμου τούτου» της Κ.Δ.) και ίνα ελευθερώση τον άνθρωπον από του καταθλιπτικού ζυγού του κακού, απεκαλύφθη εξ οίκτου ορμώμενος εν τω υιώ Αυτού Ιησού Χριστώ, όστις κατήλθεν εις τον κόσμον και επεφάνη εν τη Ιουδαία, ενανθρωπήσας. Εν τω Χριστώ εκδηλούται η Αγάπη και η ευσπλαχνία του αγαθού θεου, ενώ εν τη Π.Δ. εμφανίζεται ο θεός της σκληρότητος και δικαιοσύνης. Ο θεός της Κ.Δ. είναι θεός αγαθός, ο θεός της Π.Δ. δεν είναι αγαθός, αλλά μοχθηρός, πλην είναι απλώς δίκαιος δηλ. παρέχει νόμους των οποίων την τήρησιν ελέγχει άνευ οίκτου και ελέους. Κατόπιν τούτων ο Μαρκίων απορρίπτει την Π.Δ. ως έργων των οπαδών του Δημιουργού και γέμουσαν ανακριβειών.
Εκ της ανωτέρω δοξασίας ο Μαρκίων αποδεικνύεται σαφώς δυαρχιστής, πλην η δυαρχία του περιωρίζετο κυρίως εις την αντιπαράταξιν της δικαιοσύνης προς την ευσπλαχνίαν, της σκληρότητος προς την αγάπην. Εν τη εξελίξει όμως της μαρκιωνικής εκκλησίας, ήδη από του τρίτου αιώνος, η αντίθεσις μεταξύ αγαθού και κακού θεού οξύνεται και καταλήγει εις την διαστολήν καλού Ξένου και Σατανά. Συνέπεια της αναγνωρίσως της Π.Δ. ως έργου της ράχης του κακού, ήτο και η θεώρησις όλων των υπ’ αυτής ως μοχθηρών, εν τη πραγματικότητι ως ηρώων. Ο Κάιν, ούτινος η Ουσία δεν ήτο ευπρόσδεκτος εις τον Ιαβέ, εγένετο το ίνδαλμα των Καϊνιτών. Ο όφις όστις έθεσεν εις πειρασμόν την Εύαν εν τω Παραδείσω, υπήρξε το αντικείμενον λατρείας των Οφιτών, Ναασηνών κ.α. διότι ο φωτοδότης Εωσφόρος προσεπάθησε να δώση εις το ζεύγος των Πρωτοπλάστων το δώρον της Γνώσεως, ούτινος ζηλοτύπως ο Ιαβέ απεστέρει αυτούς. Το έργον αυτό του φωτοδότου ταυτίζεται προς το έργον του Χριστού, όστις θεωρείται ως ο αληθής και τέλειος όφις.
Ιδιαιτέρως έντονα εμφανίζονται αι δυαρχικαί αντιλήψεις εις άλλην τίνα δοξασίαν, τον Μανιχαϊσμόν. Ιδρυτής της φερωνύμου αιρέσεως ήτο ο Μάνης ή Μανιχαίος (γεν. 216 μ.Χ.) όστις κατήγετο κατά τας πιθανωτάτας ειδήσεις, εξ επιφανούς οίκου των Περσών Μάγων. Ανατραφείς κατ’ αρχάς εν τη περσική θρησκεία του Ζωροάστρου, μετέστη αργότερον εις τον Χριστιανισμόν. Τω 242 τίθεται επικεφαλής κινήσεως με σκοπόν την εγκαθίδρυσιν νέας θρησκείας, αποκαλών εαυτόν ως τον υπό του Χριστού επηγγελμένον Παράκλητον, όστις ήρχετο δια να διαδώση εις την Ανθρωπότητα το πνεύμα της Αληθείας.
Ο Μάνης παρεδέχετο δύο αρχάς, αγεννήτους, αυτοφυείς και αϊδίους, τον Θεόν-Πνεύμα και την Ύλην. Εξ ων εκείνος μεν είναι το Αγαθόν, αυτή δε το Κακόν. Αμφότεραι αι αρχαί αύται υπηρετούνται υπό αναλόγων τη φύσει των δυνάμεων. Η Ύλη ανελθούσα εις τας άνω περιοχάς και καταπλαγείσα υπό του περί τω Θεώ Φωτός, ηθέλησε να κατάσχη την αρχήν, εκβάλλουσα τον Θεόν. Ο Θεός, προς κύρωσιν προβάλλει εξ εαυτού δύναμιν λεγομένην Μητέρα της Ζωής ή τον Πρώτον Άνθρωπον. Ούτος υπό των αρχόντων του σκότους πολεμούμενος θα εκινδύνευεν, εάν δεν έστελλεν ο Θεός προς βοήθειάν του, ετέραν δύναμιν προβληθείσαν και καλουμένην Ζων Πνεύμα. Κατά τον αγώνα όμως ο πρώτος Άνθρωπος απώλεσε πολλά εκ των φωτεινών συστατικών του, άτινα και κατεπόθησαν υπό των Αρχόντων. Ταύτα μένουσιν εν τη χαώδει ύλη και γίνονται Ψυχή του Κόσμου, ήτις είναι ο Χριστός, ο υιός του πρώτου Ανθρώπου, το δε ζών πνεύμα το οποίον έσωσε τον πρώτον Άνθρωπον, εγένετο κατά διαταγήν του Θεού κοσμοποιόν, συναγαγόν το εν τη ύλη υπολειφθέν και μήπω καταποθέν φως και συγκεντρώσαν αυτό εν τω Ηλίω και τη Σελήνη, τους δε δαίμονας προσήλωσεν ως αστέρας εις το στερέωμα. Ο εν τω Ηλίω και τη Σελήνη εδρεύων Ιησούς, πειράται να ελευθερώση το υπό της ύλης κατεχόμενον φως, βοηθούμενος προς τούτο υπό δύο άλλων όντων, τ.ε. υπό της Παρθένου του Φωτός και του Αγίου Πνεύματος.
Οι Άρχοντες του Σκότους, εποίησαν εκ του αφαιρεθέντος φωτός, κατά το πρότυπον του Πρώτου Ανθρώπου και καθ’ ομοίωσιν αυτών άνθρωπον, τον Αδάμ και εν συνεχεία την Εύαν, ίνα δι’ αυτών διαδώσωσι το ανθρώπινον γένος και παραλύσωσι την προς απελευθέρωσιν δύναμιν και τάσιν του εν ύλη κατεχομένου φωτός. Γάμος άρα και γέννησις κατάγονται εκ της κακής Αρχής, δι’ ο και η ανωτέρα τάξις, η των εκλεκτών, απηγορεύετο να συνάπτη γάμον.
Εν τω ανθρώπω διακρίνονται δύο ψυχαί. Η μεν το σώμα ζωογονούσα ψυχή κατάγεται εκ της ύλης και είναι φύσει κακή, η δε άλλη φωτεινή ψυχή, απορρέει εκ της αγαθής αρχής και είναι φύσει αγαθή. Αι δύο αύται ψυχαί εύρηνται εν διηνεκή προς αλλήλας διαμάχη. Η κακή ψυχή εμφορείται υπό κακών επιθυμιών, ων επακόλουθον είναι αι κακαί πράξεις. Η δε αγαθή ψυχή δεν αμαρτάνει, αλλά πράττει μόνον το αγαθόν. Το εγκαλόν αύτη δεν είναι η ενεργός βούλησις (της οποίας στερείται) αλλ’ απλώς η αδυναμία και η υποχώρησις εις τας επιθυμίας και ροπάς της άλλης ψυχής. Επειδή δε η αγαθή ψυχή ευρίσκετο εν πλάνη και αγνοία, ένεκα της επιβολής των Αρχόντων του σκότους, κατήλθεν εκ του Ηλίου ο Ιησούς, όστις διεφώτισε τας ψυχάς περί της αληθούς αυτών καταγωγής, έδειξε δε την οδόν της απαλλαγής των από των δεσμών της ύλης. Ο Ιησούς όμως δεν επρόφθασε να ολοκληρώση το απολυτρωτικόν του Έργον και προς τούτο έπεμψε το Αγ. Πνεύμα, όπερ και ενεφανίσθη εν τω προσώπω του Μάνεντος (Μανιχαίου).
Χάρις εις την ανεκτικότητα την οποίαν ο Μάνης και η εκκλησία του επέδειξαν, ευκόλως και ταχέως κατέκτησε τας ψυχάς των ανθρώπων και η αίρεσις έλαβε μεγίστην διάδοσιν. Ο Μάνης ήρχισε την διδασκαλίαν του τω 242 μ.Χ. Μετά παρέλευσιν ολιγώτερον του ενός αιώνος υπήρχον εκκλησίαι Μανιχαίων από του Τουρκεστάν, μέχρι της Καρχηδόνος και όλα τα σημεία εδείκνυον ότι μέλλει να καταστή η θρησκεία όλου του κόσμου. Κατά το έτος 1.000 μ.Χ. ο Μανιχαϊσμός είναι ακόμη η ισχυροτέρα αίρεσις κυρίως εις το Τουρκεστάν. Αλλά και εις την Αφρικήν το κλέος είναι τοιούτον ώστε σημειούται ο προσηλυτισμός και αυτού του Αγίου Αυγουστίνου. Η παραμονή του εις την ετεροδοξίαν διαρκεί επί 9 έτη «εάν δε αργότερον απεσπάσθη και κατέστη πολέμιος αυτής, παρ’ όλα ταύτα δεν δύναται να υποστηριχθή ότι απηλάγη τελείως των επηρειών της» (Runciman). Εις την διάλυσιν του Μανιχαϊσμού συνέβαλλον αι εισβολαί των βαρβάρων (Βανδήλοι).
Εκ της συντόμου σκιαγραφίας ην ανωτέρω παρουσιάσαμεν, δύο εκ των κυριωτέρων γνωστικών αιρέσεων, θα είναι εις θέσιν ο Αναγνώστης να αποκρυσταλλώση τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας των περί προελεύσεως και του ρόλου της αρχής του Κακού.


ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

ΚΑΤΩ Ή ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ – ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ



«Ανακυκών την τέφραν του παρελθόντος...»

Εις πάντας γνωστός ο μύθος και τα παθήματα του ατυχέστατου των θνητών: του Οιδίποδος, ώστε να είναι ανάγκη να δόσωμεν ενταύθα σχετικήν αυτών περιγραφήν. Ας μας επιτραπή μόνον ν’ αναμνήσωμεν εις τον αναγνώστην εις μερικάς γραμμάς τα του περιφήμου της Αρχαιότητος αινίγματος.
Εις μακρινούς και λησμονημένους χρόνους ένα παράδοξον και μυστηριώδες θηρίον – η Σφιγξ – είχεν εγκατασταθή έξωθεν των Θηβών και κατέστη η μάστιξ των κατοίκων και των συγκοινωνιών. Το θηρίον αυτό προέβαλλε δύσλυτα προβλήματα εις όλους τους πλησίον της φωλεάς του διερχομένους διαβάτας και κατέτρωγεν αυτούς εν περιπτώσει καθ’ ην δεν ηδύναντο να δόσουν ικανοποιητικήν επ’ αυτών απάντησιν.
Η Τύχη – τεκταινομένη κατά πολύ μεγαλειτέρα του θανάτου κακά – ωδήγησε και τον Οιδίποδα ενώπιον της Σφιγγός, η οποία, πιστή εις την συνήθειάν της, προέβαλλεν εις τον πολυπαθή ήρωα το γνωστόν πρόβλημα: «Ποίον είναι το ζώον εκείνο, το οποίον κατά μεν την πρωίαν είναι τετράπουν, την μεσημβρίαν δίπουν και το εσπέρας τρίπουν;»
Ο Οιδίπους ηννόησεν ότι, το ζώον το «χαίρον» τας ιδιότητας αυτάς, ήτο ο άνθρωπος, όστις κατά μεν την παιδικήν ηλικίαν μεταχειρίζεται «πόδας τε χείρας τε» δια να κινηθή (επομένως την πρωίαν είναι τετράπουν), κατόπιν καθίσταται δίπουν και τέλος – κατά την γεροντικήν ηλικίαν – (το εσπέρας) λαμβάνει βοηθόν την ράβδον, μεταβαλλόμενος εις τρίπουν. Και τοιουτοτρόπως αι Θήβαι απηλλάγησαν της Σφιγγός, διότι αύτη «ευθύς ως ενικήθη υπό του Οιδίποδος, μη δυναμένη να υποφέρη την ήτταν της, επνίγη!»
Εάν τώρα θελήση ν’ ανεύρη ο αναγνώστης την απόκρυφον σημασίαν του παραδόξου αυτού αινίγματος, πρέπει να προστρέξη εις την θεμελιώδη αιτίαν, ήτις συντελεί, ώστε ο παροδικός της Γης επισκέπτης να διέρχηται δια των τριών αυτών περιόδων.
Ο άνθρωπος ευρίσκεται ένεκα της υλικής αυτού συστάσεως και της σαρκός του των αχαλινώτων επιθυμιών, υπό την διαρκή της Βαρύτητος επίδρασιν. Η δύναμις αυτή τον περιλαμβάνει εις τας απεράντους και αμειλίκτους αυτής αγκάλας από της στιγμής της συλλήψεώς του.
Όταν το βρέφος γεννηθή, αρχίζει τον κατά της βαρύτητος σκληρόν αγώνα. Κατά τας πρώτας εβδομάδας η απαλότης και ασθένεια των μυών του σώματος του καθιστώσιν αυτό ανίκανον ν’ ανταπεξέλθη νικηφόρον προς τον κληρονομικόν αυτόν απηνή εχθρόν του. Το βάρος του σώματός του είναι ανώτερον των δυνάμεών του. Και όταν το νήπιον προσπαθή να κινηθή, κατ’ ανάγκην πρέπει να μεταχειρισθή χείρας και πόδας, διότι τούτο πράττον, ελαττώνει – υποστηριζόμενον – σημαντικώτατα την επ’ αυτού ενέργειαν της βαρύτητος.
Τέλος παρερχομένουτου χρόνου και ισχυροποιουμένων των μυών του σώματός του, μετά πολλά αμφιταλαντεύσεις και προσπαθείας, κατορθώνει να εύρη την δύναμιν και ισορροπίαν, όπως κρατηθή επί των δύο του ποδών: από της στιγμής αυτής αρχίζει ο θρίαμβός του επί της βαρύτητος. Πλην φευ! Ο θρίαμβος ούτος είναι όχι μόνον παροδικός, αλλ’ ούτε καν μνείας άξιος. Διότι το να κρατηθή επί μόνων των ποδών του δεν σημαίνει άλλο ή την υποδούλωσιν αυτού την τελειοτέραν εις την ακαταμάχητον και διακρή αυτού αντίπαλον: κάθε βήμα, που κάμνει, σημαίνει και νέαν δαπάνην προς μεταφοράν του σώματός του. Κάθε του κίνησις σημαίνει νέον φόρον πληρωτέον εις την βαρύτητα.
Ούτω των πραγμάτων εχόντων ευκόλως αντιλαμβάνεταί τις τον ρόλον, τον οποίον παίζει η δύναμις αυτή, άνευ της οποίας δεν δύναται να νοηθή ο υλικός κόσμος εις την καθημερινήν του ανθρώπου ζωήν. Εάν πεινώμεν, τούτο κατά μέγιστον μέρος προέρχεται εκ της ανάγκης, όπως αντικατασταθώσιν αι ένεκα της βαρύτητος καταβληθείσαι σημαντικώταται ανθρώπινοι δυνάμεις.
Ευρισκόμεθα κατά ταύτα εις διαρκή κατά της μυστηριώδους αυτής δυνάμεως πάλην, μέχρι της τελευταίας μας πνοής. Όταν μεταβαίνωμεν εκάστην εσπέραν προς κατάκλισιν, μια των σπουδαιοτέρων αιτιών του ύπνου είναι η ένεκα της ενεργείας αυτής προελθούσα εξάντλησις καθ’ όλον το διάστημα της ημέρας. Η κλίνη είναι εν των λαμπροτέρων μέσων προς παροδικήν τουλάχιστον ανακούφισιν κατά της αμειλίκτου αυτής της ησυχίας του ανθρώπου εχθράς. Διότι επί ταύτης δυνάμεθα να ελαττώσωμεν σημαντικώτατα την εφ’ ημών ενέργειάν της, ένεκα των πολλαπλών σημείων υποστηρίξεων: εξαπλωνόμενοι ή μάλλον κατακλινόμενοι ελαττούμεν σημαντικώτατα – ουχί όμως εξ ολοκλήρου – την ενέργειαν της βαρύτητος. Η κλίνη κατά ταύτα είναι το συντελεστικώτατον και αποτελεσματικώτατον όργανον δια την ανάπαυσιν και αναπλήρωσιν των εξαντληθεισών εκ την κατά την ημέραν ορθοστασίας, κινήσεως ή ατελούς αναπαύσεως ανθρωπίνων δυνάμεων.
Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον εις τους ασθενείς (τους μη έχοντας δηλαδή αρκετάς δυνάμεις) ο ιατρός διατάσσει να κατακλιθώσι: διότι η κλίνη υποβιβάζει εις το ελάχιστον την επί του σώματος ενέργειαν της βαρύτητος και τοιουτοτρόπως αι εναπομείνουσαι εις τον ασθενή δυνάμεις δεν εξαντλούνται ταχέως, αλλά χρησιμοποιούνται, όπως κατορθώση ν’ αποκρούση την έφοδον και κακήν ενέργειαν της ασθενείας. Το παράδοξον όμως είναι ότι τούτο πράττοντες οι ιατροί το πράττουσιν χωρίς να γνωρίζουν τον πραγματικόν της κλίνης ρόλον, αλλ’ ακολουθούντες τυφλώς και αβασανίστως την μυριετή της Ανθρωπότητος πείραν.
Εξ αυτού και μόνου του γεγονότος θα ηδύνατο κανείς ταχέως να συμπεράνη τον σπουδαιότατον και πολυποίκιλον ρόλον, που παίζει η βαρύτης επί της υγείας του ανθρώπου, ρόλον τόσον ολίγον μελετηθέντα!
Ο άνθρωπος υπείκων και πάλιν εις τα κελεύσματα της πείρας, αλλ’ ουχί της επιστημονικής υποδείξεως, ενστίκτως εφεύρεν από αμνημονεύτων χρόνων τας έδρας, τα καθίσματα, τους θρόνους και παν μέσον προς ελάττωσιν της επιδράσεως της βαρύτητος κατά το διάστημα της ημέρας και της εγρηγόρσεως.
Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το αίνιγμα της Σφιγγός. Ο άνθρωπος τέλος, αφού κατά την νεανικήν και ανδρικήν του ηλικίαν εν τη διαρκή δια την ζωήν και κατά της βαρύτητος πάλην εξάντληση σημαντικάς του δυνάμεις, αρχίζει να αισθάνηται ολονέν και αυξανομένην την ολεθρίαν επ’ αυτού της βαρύτος επίδρασιν. Το σώμα του, το μόλις χθες ευθυτενές και υπερήφανον, αρχίζει να κυρτούται. Οι πόδες του υποτρέμουσι και μόλις είναι ικανοί να υποβαστάζουν το βάρος του. Η βακτηρία έρχεται εις επικουρίαν. Πικρά φευ! παρηγορία. Ο θάνατος – ο αμείλικτος θάνατος – πλησιάζει. Και τότε η βαρύτης εξασκεί την τελευταίαν επ’ αυτού επιρροήν. Αλλ’ εάν το πνεύμα του ανθρώπου απαλλάσσηται του σώματος, είναι ζήτημα εάν θραύη της βαρύτητος απολύτως τους δεσμούς, οι οποίοι τόσον πνικτικώτεροι και δισαπαλλακτικότεροι είναι, όσον ο άνθρωπος εκείνος εβάρυνεν αυτό με υλικάς – αντί αιθερίων – τροφάς και πράξεις. Αι πρώται εξασφαλίζουν το ...Κάτω. Αι άλλαι την πλήρη μυστηρίου του Ελληνικού Αλφαβήτου λέξιν Άνω!
Αλλά και επί του γηίνου σώματος η βαρύτης πολλάκις εξασκεί την απόλυτον κυριαρχίαν της. Εις τα Μουσεία της Ευρώπης μέχρι σήμερον ακόμη και ο έκπληκτος επισκέπτης παρίσταται μάρτυς του παράδοξου τούτου γεγονότος απέναντι των μωμιών – των βαρέων μωμιών – τινές των οποίων παρέδωσαν το πνεύμα προ τεσσάρων και πέντε χιλιάδων ετών!
Όταν κανείς υπ’ αυτήν την έποψιν εξετάζη το «Αίνιγμα της Σφιγγός» φέρεται εις το να παραδεχθή, ότι η Σφιγξ, η τους διαβάτας κατατρώγουσα, δεν είναι άλλο ή η προσωποποίησις της Βαρύτητος, της απηνούς αυτής Θεάς, η οποία κατατρώγει – βραδέως, αλλ’ ασφαλώς – τας δυνάμεις του ανθρώπου.
Ο απόρρητος ρόλος τον οποίον κυρίως αύτη παίζει εις τον υλικόν κόσμον είναι ρόλος τιμωρός: διότι εις αυτήν έχει ανατεθή υπό των δημιουργικών του Σύμπαντος Δυνάμεων η διαφύλαξις του Δικαίου. Αλλοίμονον εις τον παραβάτην! Οι δεσμοί της βαρύτητος κρατούσιν εν φυλακή την Ψυχήν του μέχρις αποτίσεως της αδικίας. Τούτο υπαινίσσονται αι ακόλουθοι του θεοπνεύστου Πλάτωνος εν τω Φαίδωνι μυστικιστικαί φράσεις:
«Εάν η ψυχή ήθελεν απαλλαγή του σώματος μεμιασμένη και ακάθαρτος, ένεκα του γεγονότος, ότι καθ’ όλην την ζωήν επί της γης δεν εφρόντιζε περί ουδενός άλλου ή της περιποιήσεως και ικανοποιήσεως της σαρκός, μη δυνηθείσα να χαλιναγωγήση τας ηδυπαθείας και επιθυμίας, μέχρι τοιούτου βαθμού εμβεβυθισμένη εις την απόλαυσιν των εγκοσμίων, ώστε να νομίζη ότι κανέν άλλο πράγμα είναι αληθινόν εκτός εκείνου, το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον δηλαδή κανείς δύναται δια της ΑΦΗΣ να αισθανθή, δια των οφθαλμών να ίδη, να πίη ή να φάγη ή να το μεταχειρισθή προς τα αφροδίσια, απεναντίας δ’ εκείνο το οποίον οι οφθαλμοί δεν δύνανται να ίδωσι, καθ’ ο άυλον, και το οποίον είναι νοητόν μόνον δια της φιλοσοφίας, είναι συνηθισμένη να το μισή, να το τρέμη και να το αποφεύγη – τοιαύτη ψυχή δεν δύναται ν’ αποχωρισθή του σώματος καθαρά και απλή. Αφήνουσα το σώμα κατ’ ανάγκην είναι τυλιγμένη με το σωματοειδές, με το οποίον ευρίσκετο εις στενωτάτην συνάφειαν, ώστε να γίνη τούτο σύμφυτον αυτή.
»Το μίασμα τούτο της ψυχής είναι στεροειδές, βαρύ, γεώδες και ορατόν. Ως δ’ εκ του τοιούτου βάρους η ψυχή έλκεται πάλιν εις τον ορατόν τόπον και επειδή φοβείται το αόρατον, περιφέρεται περί τα μνήματα και τους τάφους. Και εις τους τοιούτους τύπους έχουν ακριβώς παρατηρηθή ψυχών σκιώδη φαντάσματα, αι οποίαι δεν απεχωρίσθησαν καθαραί του σώματος, αλλ’ εξακολουθούσαι να μετέχουν του ορατού, και δια τούτο ορώνται.
»Αύται δε δεν είναι βέβαια ψυχαί αγαθών ανθρώπων, αλλά κακών και φαύλων αναγκαζόμεναι να περιπλανώνται περί εκείνους τους τόπους, εκτίνουσαι την τιμωρίαν της προτέρας αυτών διαγωγής, η οποία ήτο κακή. Πλανώνται δε μέχρι της στιγμής, κατά την οποίαν εμβυθίζονται και πάλιν εις το σώμα, ένεκα της συνακολουθούσης σωματοειδούς επιθυμίας».
Δεν είναι δε μόνος ο Πλάτων, ο αποκαλύπτων τοιαύτας περισπουδάστους αληθείας, αλλά πας συγγραφεύς μεμυημένος εις τα μυστήρια του Σύμπαντος. Παραθέτομεν και τας ακολούθους του Χριστού αποκαλύψεις:
«Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από το ανθρώπινον σώμα, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων, ζητούν ανάπαυσιν χωρίς να δύναται να την εύρη. Τότε λέγει: «θα επιστρέψω εις τον οίκον μου, οπόθεν εξήλθον, όταν όμως έλθη εις το σώμα του, το ευρίσκει νεκρόν, σεσηπός, άχρηστον. Τότε αναχωρεί και παραλαμβάνει μαζί του άλλα ΕΠΤΑ πνεύματα πονηρότερα εαυτού τα οποία εισέρχονται και κατοικούσι και πάλιν εις το σώμα και τοιουτοτρόπως τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου γίνονται χείρονα των πρώτων».


ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΤΟ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ
Ή ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Ν. Ε. ΠΡΕΑΡΗΣ
Β’ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΑΘΗΝΑ 2003

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

ΜΑΤΙ – IVAN GOLL



Σε κοιτάζω που με κοιτάζεις, μάτι μου!
Ανέβηκες δεν ξέρω από που
στην επιφάνεια του προσώπου μου
με το αγέρωχο βλέμμα των λιμνών
και την καθαρή εντολή των καθρεφτών
Με κοιτάζεις
λίγο πιο έκπληκτο από το μάτι της τσίχλας ή απ’ το μάτι
του φρύνου
που είναι γεμάτα μεταφυσικό τρόμο
και φλέγεσαι από την παγερή φωτιά
των πρώτων λίθων.

Ω κύκλε μαγικέ, μάτι όλων των όντων!
Μάτι ηφαιστείου κατακόκκινο από αίματα νοσηρά
μάτι αυτού του μαύρου λωτού
που αναδύθηκες απ’ τη γαλήνη του ονείρου
μάτι διαμάντι κομμένο σε τριάντα έξι έδρες
που ατενίζεις τις εκατό χιλιάδες στάσεις του θανάτου
το σύμπαν γυρίζει γύρω σου
μάτι πρισματικό που κυνηγάς τα μάτια των άστρων
και τα οδηγείς στην περιδίνησή σου
που παρασύρεις νεφελώματα ματιών στη μανία σου
και ροδώνες ματιών που είναι ακόμα σκεπασμένοι με βλέφαρα
κοιμισμένα
δίχτυα ματιών από την τρίσβαθη θάλασσα

Μάτι μαγνητικό όπου οι χειμώνες ξανασμίγουν υπνωτισμένοι
όπου τα νυχτοχελίδονα τελειώνουν το ταξίδι τους
όπου σβήνουν τσαμπιά φεγγαριών
μάτι του προσώπου μου
ω παντοδύναμο

Σ’ αυτό το μάτι μέσα έρριξα
όλα μου τα ιερά λείψανα
το χρυσό ρολόι του παππού μου
και τους καρπερούς ήλιους των εγγονιών μου
τα πάντα είναι κλεισμένα σ’ αυτή την άβυσσο με τις χιλιόχρωμες
ανταύγειες
άβυσσο μεγάλη ίσαμε ένα φουντούκι κρύσταλλο

Ένα κρύσταλλο πολύ πιο αγνό απ’ την πηγή αυτούτου πρωινού
μια αγνότητα, απόσταγμα
χιλιάδων αιώνων πετροκάρβουνου και νύχτας
και στο κέντρο της φτερουγίζει ακόμα
ο αρχέγονος σκαραβαίος!

Κατεβαίνω, κατεβαίνω τη σκάλα των συνθετικών ύπνων
προς τους κόσμους του αχάτη όπου αναπαύεται η μήτρα
ανάμεσα στις σάρκες του μαλαχίτη
από σκαλί σε σκαλί συντρίβω
κρανία θεών και αυγά του μέλλοντος
αναζητώντας την ημέρα
στο βυθό των καθρεφτών.


IVAN GOLL
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1920-1950)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2003