.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Η καταχνιά – Peter Cartur

Ο μεγαλόσωμος άντρας άφησε ένα φρύλισμα, και μετά είπε αργά: “Δε γίνεται να το κάνω αυτό, φίλε. Κατεβαίνω στην πόλη κάθε Σαββατόβραδο. Και τώρα είναι Σαββατόβραδο”.
Ο μικρόσωμος άντρας στην πόρτα έτρεμε καθώς έσκυβε μπροστά, προσπαθώντας να πιάσει τα λόγια του άλλου πάνω από το σαματά των σκυλιών που γάβγιζαν στη διπλανή αυλή. Κατά κάποιο τρόπο έδινε την εντύπωση ότι ήταν πιο μικροκαμωμένος απ' όσο πραγματικά ήταν, σαν – σαν να ήταν σουφρωμένος. Τα ρούχα του κρέμονταν πάνω του, υπερβολικά φαρδιά, μεγάλα. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα, μ' ένα χαμένο βλέμμα.
“Κύριε – κύριε Μπράουν, ακούστε με σας παρακαλώ. Αν αυτό είν' αληθινό, τούτη τη φορά – όχι μια απλή φήμη – σας παρακαλώ!”
Ο Μπράουν κούνησε το κεφάλι του αργά, με τα μάτια του να ζυγιάζουν τον άλλο.
“Μα είναι αυτό που αναζητούσα, κύριε Μπράουν. Το έχετε δει. Κι άλλοι το είδαν. Εχετε πάρει όρκο ότι είναι αληθινό”.
“Σίγουρα”. Ο Μπράουν έφτυσε, γνέφοντας καταφατικά. “Σίγουρα. Και κανείς δεν είπε ότι 'μαστε ψεύτες, αυτό 'ναι σίγουρο”.
“Το ξέρω... Κύριε Μπράουν είμαι ένας ερευνητής των ψυχικών φαινομένων – φαντάσματα και τα παρόμοια. Πρέπει να δώ αυτή την οπτασία απόψε”. Ο σουφρωμένος άνθρωπος έκλεισε τα μάται του για μια στιγμή, ακουμπώντας πάνω στο θυροστάτη της πόρτας.
Είναι Σαββατόβραδο”.
Μα κύριε Μπράουν – αυτή θα είναι η τελευταία νύχτα”.
Μπορεί να 'ναι ακόμει κει, τώρα. Δεν ξέρω”.
Το γνωρίζω κύριε Μπράουν”. Ο μικροκαμωμένος άντρας έτριψε το δάχτυλό του με το μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε εκεί. “Το ξέρω. Για δέκα λεπτά ακόμη το πολύ. “Κι εγώ πρέπει να -” Σώπασε, αφήνοντας τα μεγάλα μάτια του να ικετέψουν για λογαριασμό του.
Λοιπόν θα 'λεγα ότι είν' ένα θέαμα που αξίζει να το δει κανείς, αυτό να λέγεται”, είπε ο Μπράουν.
Είστε – είστε σίγουρος για την όλη όψη του”.
Ξέρω τι βλέπουν τα μάτια μου. Είναι χρυσαφένια και λαμπερή, έτσι 'ναι. Πρέπει να 'ναι σκοτεινά για να τη δεις. Αληθινά σκοτεινά. Δεν κινείται, ακριβώς. Απλώς μένει ακίνητη, αλλά κάπως σα να τρεμουλιάζει”.
Αυτό είναι κύριε Μπράουν. Πρέπει οπωσδήποτε να τη δω!”
Θα 'λεγα ότι αυτό αποκλείεται, φίλε. Έχω να κατέβω στην πόλη”.
Ο Μπράουν παρακολουθούσε τα μάτια του ανθρωπάκου, και είδε τον πόνο εκεί. “Βέβαια, αν ήταν να βγει κάτι – θα 'λεγα ότι κάτι θα πρέπει ν' αξίζει αν είναι να μείνω σπίτι χαλαλίζοντας το Σαββατόβραδό μου”.
Δε θα μας πάρει παραπάνω από ένα λεπτό – μια στιγμούλα”.
Θα πρέπει να ξεκινάω”.
Αξίζει το παν για μένα, κύριε Μπράουν. Το παν”.
Πόσα;”
Δεν – δεν έχω χρήματα”.
Ε!”
Με μύρια ζόρια και επτά ωτοστόπ έκανα επτακόσια μίλια για να φτάσω ως εδώ”.
Ο Μπράουν κούνησε το κεφάλι του. “Ωραίο αυτό το δαχτυλίδι σου... Λοιπόν, εγώ πρέπει να ξεκινάω για την πόλη”.
Ο ανθρωπάκος άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του. Υστερα τα σήκωσε πάλι. Και τα δικά του μάτια πέταξαν προς το περιέργου σχήματος δαχτυλίδι στο δάχτυλό του.
Δεν – δεν μπορώ να σας το δώσω αυτό”.
Ο Μπράουν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, έκανε πίσω κι ακούμπησε το χέρι του στο εσωτερικό πόμολο.
Θα πρέπει να κλειδώσω τώρα και ν' αμολήσω τα σκυλιά... Δε θα 'τανε καλό να μείνεις στην αυλή όταν θ' αμολήσω τα σκυλιά.
Οχι... Περίμενε – μπορείς να πάρεις το δαχτυλίδι”.
Ο Μπράουν έκλεισε τα μάτια του. “Δεν ξέρω -”
Μπορείς να το πάρεις”.
Ο μεγαλόσωμος άντρας άνοιξε τη σήτα της πόρτας και πήρε το δαχτυλίδι. Μετά έκανε πίσω επιτρέποντας στον ανθρωπάκο να περάσει το κατώφλι. Ο Μπράουν έτριψε ένα σπίρτο και άναψε τη λάμπα που ήταν στο τραπέζι. Αρχισε να παίζει το δαχτυλίδι, πολύ αργά, ανάμεσα στα χοντρά δάχτυλά του. Τα μάτια του το εξέταζαν προσεκτικά. Χρυσαφένιο, αλλά δεν ήταν χρυσάφι. Πολύ βαρύ για χρυσάφι – ή για κάθε άλλο μέταλλο. Και ήταν πολύ μεγάλο για τα δάχτυλα του ανθρωπάκου. Ο Μπράουν το έσπρωξε στο μικρό του δάχτυλο νιώθοντάς το ν' αγκαλιάζει τη σάρκα.
Ο ανθρωπάκος, κινούμενος νευρικά, βρήκε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Ο Μπράουν του έδωσε ένα τραχύ σπρώξιμο. “Αντε, προχώρα. Πλήρωσες, κι αυτή η καταχνιά δεν είναι κάτι που κάνει κακό στους ανθρώπους”.
Αλλά ο ανθρωπάκος στάθηκε στο πλάι, αηνοντας τον Μπράουν να προχωρήσει πρώτος.
Ηταν μια χρυσαφένια θολούρα στον αέρα, που τρεμούλιαζε στο κέντρο της κρεβατοκάμαρας. Γύρω στα δυόμισι μέτρα ψηλή κι ένα και είκοσι πλατιά.
Ο Μπράουν γέλασε τραχιά. “Δεν είναι φάντασμα, έτσι, φίλε; Το 'ξερα ότι δεν είναι. Φαντάζομαι ότι ελόγου σου πλήρωσες για να δεις φάντασμα, σωστά; Αλλά εγώ δεν είπα ότι 'ναι φάντασμα”.
Το πρόσωπο του ανθρωπάκου σκλήρηνε. Κοίταξε τον Μπράουν ζυγιάζοντάς τον, θλιμμένα. Υστερα έκανε μια καρτερική κίνηση με τους ώμους του.
Δυσκολεύομαι να το πιστέψω ότι περπάτησες μέσα απ' αυτό, Μπράουν”, του είπε.
Σίγουρα”. Ο μεγαλόσωμος άντρας γέλασε. “Σίγουρα και το 'κανα. Δες με πάλι”.
Περίμενε. Θα περπατήσω κι εγώ μαζί σου. Περίμενε!” Ο ανθρωπάκος έκανε μπροστά τότε, σαν να ένιωθε ακόμη αβέβαιος, ακουμπώντας τα δάχτυλά του στο μπράτσο του Μπράουν. “Εντάξει”.
Και οι δυό μαζί προχώρησαν μπαίνοντας στη χρυσαφένια καταχνιά.
Ηταν διαφορετικό για τον μεγαλόσωμο άντρα – τουτη τη φορά. Την ίδια στιγμή που έμπαιναν στην καταχνιά ένιωσε τσουχτερά μυρμηγκιάσματα να χορεύουν σ' όλο του το δέρμα. Την προηγούμενη φορά δεν είχε νιώσει τίποτα εκτός από την αίσθηση του αέρα. Έκανε να γυρίσει πίσω, αλλά με μια εκπληκτική δύναμη ο ανθρωπάκος τον σταμάτησε. Ο Μπράουν αναγκάστηκε να συνεχίσει μπροστά.
Το μυρμήγκιασμα έγινε σχεδόν ανυπόφορο. Φαινόταν να έρχεται σαν καυτά κύματα τώρα, από το δάχτυλο που φορούσε το δαχτυλίδι. Ο Μπράουν τάχυνε το βήμα του, προσπαθώντας να ξαναβγεί στη γνώριμη κρεβατοκάμαρα.
Βγήκαν από την καταχνιά.
Τούτη δεν ήταν η γνώριμη κρεβατοκάμαρα. Το σπίτι είχε χαθεί, και μαζί του και η νύχτα.
Φως ημέρας. Ημέρα σε μια ύπαιθρο όπου το χορτάρι ήταν μπλε όπως ο Μπράουν δεν το είχε δει ποτέ του, κι όπου τα δέντρα ήταν σαν λεπτές, χωρίς κλαδιά βελόνες που υψώνονταν προς έναν πορτοκαλόχρωμο ουρανό. Εναν ουρανό στον οποίο ο Μπράουν μπορούσε να δει τρεις γιγάντιους ήλιους.
Ο μεγαλόσωμος άντρας, τράβηξε απότομα το χέρι του και γύρισε γιργά για να κοιτάξει προς την καταχνιά. Ο ανθρωπάκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Μόλις και το προλάβαμε Μπράουν. Η καταχνιά χάθηκε”.
Ο ανθρωπάκος άλλαζε. Φάνηκε να μεγαλώνει, να γεμίζει τα ρούχα του. “Λυπάμαι< Μπράουν. Αλλά δεν μπορούσα να περάσω δίχως το δαχτυλίδι – ή με κάποιον που φορούσε το δαχτυλίδι. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά θα ήσουν εσύ”.
Αυτό είναι τρελό. Που -” Ο μεγαλόσωμος άντρας σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει πάλι προς τους ήλιους. Έτριψε το μέτωπό του.
Στην πατρίδα. Στη δική μου πατρίδα... Βρες κάποιαν άλλη καταχνιά ενώ θα φοράς το δαχτυλίδι. Μετά γύρνα πίσω... στη δική σου πατρίδα”.
Μα – μια καταχνιά;”
Θ' ακούσεις φήμες. Απίθανες ιστορίες. Εχουμε κι εμείς εδώ ιστορίες φαντασμάτων. Γίνε ένας ερευνητής. Ερεύνησε ως την πηγή τους αυτές τις φήμες”.
Μα -”
Καλή σου τύχη Μπράουν”.
Ο ανθρωπάκος έκανε γοργά μεταβολή και άρχισε να διασχίζει τους παράξενους μπλε αγρούς. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι, και είδε τον Μπράουν να τον κοιτάζει ανήμπορα, σαν χαμένος. Δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά συνέχισε το δρόμο του. Μια στιγμή αργότερα βρισκόταν ανάμεσα στα βελονωτά δέντρα, πριν χαθεί εντελώς από τα μάτια του Μπράουν.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ:
ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΑΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΟΑ – Michael Baigent & Richard Leigh


Στη διάρκεια του Αγώνα της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας ο Ελευθεροτεκτονισμός υπήρξε απολίτικος και μόνο συμπτωματικά κάποιες φορές πολιτικοποιήθηκε. Υπήρξαν Ελευθεροτέκτονες ριζοσπάστες, αλλά και συντηρητικοί και στις δύο πλευρές. Κατά κύριο λόγο, ο Ελευθεροτεκτονισμός αποτελούσε μια φωνή αυτοσυγκράτησης και μετριοπάθειας, μερικοί όμως Τέκτονες σαν άτομα ήταν στρατευμένοι επαναστάτες, ενώ άλλοι ήταν σταθερά αντιδραστικοί. Παρόμοιες διαφοροποιήσεις θα συνεχίζονταν σε όλη τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, μέχρι το δέκατο ένατο. Ομως, στα μάτια πολλών, ο Ελευθεροτεκτονισμός είχε συνδεθεί πια στενά με την Αμερικανική Επανάσταση και την Ανεξαρτησία, έτσι που να αποκρά συνεχώς μια όλο και πιο έντονη φήμη ριζοσπαστισμού. Αυτή η φήμη, όπως είναι φυσικό, ενισχύθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός, βεβαίως έπαιξε ρόλο σημαντικό στα γεγονότα της Γαλλίας. Ο Λαφαγιέτ, υψηλόβαθμος και σημαντικός πια Τέκτων, είχε το διακαή πόθο να φέρει και στην πατρίδα του τα ιδεώδη που είχε δει να πραγματώνονται στην Αμερική. Πολλές από τις ηγετικές μορφές των Ιακωβίνων – ο Δαντών, για παράδειγμα, ο Σιεγίες και ο Καμίλ Ντεμουλέν – ήταν ενεργοί Τέκτονες. Σ' ολόκληρη τη Γαλλία, της παραμονές της Επανάστασης ο Τεκτονισμός έδωσε μαχητικούς συνωμότες μαζί μ' ένα πολύτιμο δίκτυο πληροφοριών, στρατολόγησης, επικοιωνίας και οργάνωσης. Υστερα απ' όλα αυτά, είχε αρχίσει ήδη ο Τεκτονισμός να καθίσταται ιδεώδης στόχος για την ανάπτυξη παρανοϊκών ιδεών.
Το 1797, ένας υπερσυντηρητικός Γάλλος ανώτερος κληρικός, ο Αββάς Αυγουστίνος ντε Μπαριέλ, δημοσίευσε ένα βιβλίο, Memoires pour servir a l' histoire du jacobinisme (Απομνημονεύματα για να χρησιμεύσουν στην ιστορία των Ιακωβίνων), που επρόκειτο να καταστεί ορόσημο διαστρέβλωσης στην ιστορία της δυτικής κοινωνικής και πολιτικής σκέψης. Στο βιβλίο του ο Μπαριέλ ισχυρίζεται ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν εξ ολοκλήρου μια τεκτονική συνωμοσία, που αποσκοπούσε στην ανατροπή της καθεστηκυίας πολιτικής εξουσίας και της Εκκλησίας. Το έργο αυτό προκάλεσε ένα κύμα υστερίας, ενέπνευσε μια σειρά από άλλα παρόμοια δημοσιεύματα που ακόμα συνεχίζονται και αποτέλεσε μια αληθινή βίβλο των οπαδών των θεωριών για παγκόσμια συνωμοσία. Απ' το κακόβουλο παρανοϊκό κείμενο του Μπαριέλ προέρχεται η άποψη κλισέ που επικράτησε το δέκατο ένατο αιώνα, και διατηρείται μέχρι σήμερα, που θεωρεί τον Τεκτονισμό μια πελώρια διεθνή συνωμοσία, επαναστατική και μαχητικά αντικληρική, που αποσκοπεί στην ανατροπή των θεσμών και την επιβολή μιας “νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων”. Αποτέλεσμα του Μπαριέλ ήταν νεφελώδεις και νευρωτικοί φόβοι αυτού του είδους να προβληθούν όχι μόνο στον Τεκτονισμό, αλλά στις μυστικές εταιρείες γενικά, σε όλο το δέκατο ένατο και τον εικοστό ακόμα αιώνα. Εξαιτίας του Μπαριέλ, οι μυστικές εταιρείες έγιναν ένα φάντασμα που στοίχειωσε στο νου του μέσου πολίτη και απείλησε να υπονομεύσει αυτά τα ίδια τα θεμέλια της πολιτισμένης κοινωνίας. Έγιναν ένα σκιάχτρο ενός αναστήματος, παρόμοιο με αυτό που έχει, πιο δικαιολογημένα βέβαια, η διεθνής τρομοκρατία σήμερα.
Δεν είναι ν' απορεί κανείς που το βιβλίο του Μπαριέλ φάνηκε, μερικές φορές, προφητικό. Δελεασμένα από την αίγλη και το ρομαντισμό της αχαλίνωτης φαντασίας του Μπαριέλ, διάφορα άτομα, ο Σαρλ Νοντιέ στη Γαλλία, για παράδειγμα, καθώς και ο αρχισυνωμότης Φίλιππο Μπουοναρότι, άρχισαν ν' ανακαλύπτουν και μετά να γράφουν και να μιλούν γι' αυτές και ν' αναλύουν πληροφορίες γύρω από τελείως φανταστικές μυστικές εταιρείες. Οι αρχές ανταποκρίνονταν με ζήλο πραγματικά ιεροεξεταστικό, και τελείως αθώοι άνθρωποι θα συλληφθούν και θα κατηγορηθούν για υποτιθέμενη συμμετοχή σ' αυτές τις παράνομες, ανύπαρκτες οργανώσεις. Στην προσπάθειά τους να προστατευθούν τα αβοήθητα αυτά θύματα, θα συγκροτήσουν τελικά πραγματικές μυστικές οργανώσεις πάνω στα πρότυπα των φανταστικών. Ετσι γεννήθηκαν μερικές κρυφές επαναστατικές ομάδες, που μερικές απ' αυτές ήταν τεκτονικές ή ημι-τεκτονικές. Για μια ακόμα φορά, ο μύθος είχε γεννήσει “ιστορία”.
Αναμφίβολα, ο Ελευθεροτεκτονισμός ή κάποιες παρφυάδες του, πράγματι συνέβαλαν σε δίαφορες επαναστατικές κινήσεις του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Μαντσίνι και ο Γκαριμπάλντι, για παράδειγμα, ήταν δραστήριοι Τέκτονες και ο Τεκτονισμός, με τον Καρμποναρισμό κυρίως, έπαιξε έναν ακόμα περισσότερο σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση της Ιταλίας, από εκείνον που έπαιξε στην ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη Ρωσία, επίσης, θεωρούσαν τον Τεκτονισμό ανατρεπτικό και πράγματι μερικές φορές ήταν ανατρεπτικός. Ο Πούσκιν, για παράδειγμα, αναφέρει ότι ήταν μέλος μιας στοάς στο Κίσινεβ, που η συμμετοχή της στη Συνωμοσία των Δεκεμβριστών το 1825, οδήγησε στην απαγόρευση όλων των στοών στη Ρωσία. Ευνόητο είναι ότι η απαγόρευση αποδείχτηκε ανεφάρμοστη, όμως εξανάγκασε αρκετούς Ρώσους ροζοσπάστες να καταφύγουν στο εξωτερικό, όπου και συμμετείχαν ενεργητικά στον ξένο Τεκτονισμό. Ο Ντοστογιέβσκη δίνει το χρονικό αυτής της διεργασίας στους “Δαιμονισμένους”. Οι τέκτονες επαναστάτες του Ντοστογιέβσκη έλαβαν σάρκα και οστά, φυσικά, με τον Μπακούνιν.
Τελικά, όμως, η πραγματικότητα ήταν περισσότερο πολύπλοκη και δύσκολα μπορεί να διευκρινισθεί. Αν υπήρχαν Τέκτονες που συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα του δέκατου ένατου αιώνα στην Ευρώπη, υπήρχαν και Τέκτονες που υποστήριζαν με ίση θέρμη καθεστώτα όπως της Αυστρίας του Μέττερνιχ ή της Πρωσίας του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ' και του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ'. Εδώ ο Τεκτονισμός ταυτιζόταν με το καθεστώς, όπως συνέβαινε και στη Βρετανία, όπου η Μεγάλη Στοά εξακολουθούσε να αποτελεί υπόδειγμα των βικτωριανών αρετών της νηφαλιότητας, της αυτοσυγκράτησης και της μετριοπάθειας. Ακόμα και στη Γαλλία υπήρχαν τόσοι συντηρητικοί τέκτονες, όσοι ροζοσπάστες και επαναστάτες.
Ενας κατάλογος ευρωπαίων Τεκτόνων του δέκατου ένατου αιώνα φανερώνει αμέσως την έλλειψη ενιαίας πολιτικής στάσης. Από τη μια, περιλαμβάνει μορφές όπως ο Μαντσίνι, ο Γκαριμπάλντι, ο Μπακούνιν, ο νεαρός Αλέξανδρος Κερένσκυ στη Ρωσία, ο Ντάνιελ Ο' Κόνελ και ο Χένρυ Γκράταν στην Ιρλανδία. Από την άλλη, περιλαμβάνει δύο βασιλείς της Πρωσίας, τρεις Γάλλους προέδρους (Ντουμέ, //φωρ και Γαμβέτα) καθώς και το δημιουργό πολιτικών αναστατώσεων Ταλεϋράνδο. Στη Βρετανία, ο κατάλογος του δέκατου ένατου αιώνα περιλαμβάνει τον Γεώργιο Δ', τον Γουλιέλμο Δ', τον Εδουάρδο, πρίγκιπα της Ουαλίας και κατόπιν Εδουάρδο Ζ', τον Κάνιγκ, τον λόρδο Ράντολφ Τσώρτσιλ, τον μαρκήσιο του Σώλσμπερυ, καιώς και τον Σέσιλ Ρόουντς. Οι περισσότεροι από τους στρατάρχες του Ναπολέοντα ήταν Ελευθεροτέκτονες, το ίδιο όμς και οι πιο διακεκριμένοι από τους αντιπάλους τους: ο Νέλσων, ο Γουέλινγκτον και ο σερ Τζον Μουρ στη Βρετανία, ο Κουτούζωφ στη Ρωσία, ο Μπλύχερ στην Πρωσία, καθώς και ο Σάρνχορστ και ο Γκναϊζενάου, οι ιδρυτές του Πρωσικού Γενικού Επιτελείου. Στις Καλές Τέχνες και τα Γράμματα, στην Αγγλία στους Τέκτονες περιλαμβάνονταν ο σερ Γουώλτερ Σκοτ, ο Ράιντερ Χάγκαρντ, ο Μπάλγουερ Λύτον, ο Κόναν Ντόυλ, ο Τρόλοπ, ο Κίπλινγκ και ο Οσκαρ Γουάιλντ. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο ριζοσπαστικός Τεκτονισμός του Πούσκιν στη Ρωσία αντισταθμιζόταν από τον υπερσυντηρητικό Γιόχαν Βόλφρανγκ φον Γκαίτε στη Γερμανία.
Ο κατάλογος αυτός είναι αναγκαστικά επιλεκτικός κι όχι ολοκληρωμένος. Φανερώνει, όμως, πόσο δύσκολο είναι να αποδοθεί, οποιοσδήποτε πολιτικός προσανατολισμός ή ακόμα πολιτική συνέπεια, στον Ελευθεροτεκτονισμό. Ο,τι ίσχυε στην Ευρώπη, ίσχυε και στις άλλες περιοχές. Στην Λατινική Αμερική, ο Τεκτονισμός αποτελούσε οχυρό αντίστασης εναντίον του ασφυκτικού κλοιού της Εκκλησίας. Κατά συνέπειαν, οι μεγάλες μορφές του αγώνα για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής, όπως ο Μπολιβάρ, ο Σαν Μάρτιν και αργότερα ο Χουαρέζ, ήταν Τέκτονες. Το ίδιο όμως ίσχυε και για τους Ισπανούς αντιβασιλείς, τους αριστοκράτες και τους μεγαλοκτηματίες από τους οποίους απέσπασαν οι επαναστάτες τις νεογέννητες δημοκρατίες, που βασίστηκαν στο πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, στην αυτοκρατορία του Πέντρο Β', αλλά και στη δημοκρατία που τη διαδέχτηκε κυριαρχούσαν οι Τέκτονες.
Στο βορρά, δώδεκα τουλάχιστο Αμερικανοί πρόεδροι, εκτός από τον Ουάσιγκτον, είναι γνωστό ότι ήταν Τέκτονες: Οι Μονρόε, Αντριου, Τζάκσον, Πολκ, Μπιουκάναν, Αντριου Τζόνσον, Γκάρφηλντ, Θεόδωρος Ρούσβελτ, Ταφτ, Χάρντινγκ, Φραγκλίνος Ρούσβελτ, Τρούμαν και Φόρντ. Τον πόλεμο για την ανεξαρτησία του Τέξας απ' το Μεξικό διηύθυναν αποτελεσματικά Τέκτονες όπως ο Σαμ Χιούστον. Ο Ντέιβιντ Κρόκετ, ο Τζιμ Μπόουι και οι άλλοι υπερασπιστές του Αλαμο ήταν όλοι μέλη της ίδιας στοάς του Δόγματος της Αυστηρής Τήρησης. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου της Αμερικής οι Τέκτονες διακρίθηκαν και στις δύο πλευρές, αλλ' ο Τεκτονισμός έπαιξε έναν εξαιρετικά σπουδαίο ρόλο στις τάξεις και κυρίως στο στρατό της Ομοσπονδίας. Αυτό όμως, για να χρησιμοποιήσουμε μια καθιερωμένη φράση, είναι μια άλλη ιστορία. Το ίδιο αφορά στις τεκτονικές καταβολές της Κου-Κλουξ-Κλαν, που αρχικά δεν ήταν η σκοτεινή οργάνωση που είναι σήμερα, αλλά μια φιλανθρωπική κίνηση που δημιουργήθηκε για να προστατεύσει τις χήρες και τα ορφανά του πολέμου από τις διαρπαγές των Βορείων “νικητών”.
Στην Αμερική είναι που η ιστορία μας ολοκληρώνει τον κύκλο της, αφού στη χώρα αυτή οι Ναϊτες δέχθηκαν τις μεγαλύτερες τιμές από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αυτή η απότιση τιμής έγινε με τη δημιουργία, υπό την αιγίδα του Ελευθεροτεκτονισμού, μιας οργάνωσης νέων με το όνομα “Τάγμα του Ντε Μολέ”. Το Τάγμα ιδρύθηκε στο Κάνσας Σίτυ του Μισούρι, το 1919, από το Φρανκ Λαντ και:

...παίρνει το όνομά του από τον Ζακ Ντε Μολέ, τελευταίο Μεγάλο Διδάσκαλο των Ναϊτών Ιπποτών του Μεσαίωνα, που κάηκε στην πυρά, σ' ένα νησί του σηκουάνα, κοντά στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας των Παρισίων, στις 18 Μαρτίου του 1314, διότι ήταν πιστός και αφοσιωμένος στα μέλη του τάγματός του”.

Το Τάγμα του Ντε Μολέ αριθμεί περί τα ογδόντα πέντε περιστύλια σε όλες τις πενήντα Πολιτείες της Αμερικής, στην Περιοχή της Κολούμπια, καθώς και σε δώδεκα χώρες του εξωτερικού. Στην έδρα του στο Κάνσας Σίτυ, διοικείται από ένα Διεθνές Ανώτατο Συμβούλιο που λειτουργεί υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς της Φλόριντα και αποτελείται από 250 “διακεκριμένους Τέκτονες σ' ολόκληρο τον κόσμο”. Κάθε τοπικό Περιστύλιο πρέπει να βρίσκεται υπό την αιγίδα κάποιου τεκτονικού σώματος και το διοικητικό του συμβούλιο πρέπει ν' αποτελείται από Διδασκάλους Τέκτονες. Μέλη του τάγματος γίνονται αγόρια ηλικίας μεταξύ δεκατεσσάρων και είκοσι ενός ετών.

Οι μυημένοι στο Τάγμα του Ντε Μολέ διδάσκονται εφτά αρετές: Αγάπη προς τους γονείς, Σεβασμό (σεβασμό στα ιερά), Αβροφροσύνη, Συναδελφικότητα, Πίστη, Αγνότητα (σκέψης, ομιλίας και έργου) και Πατριωτισμό”.

Είναι αναπόφευκτο ν' αναρωτηθεί κανείς τι διδάσκει στα αγόρια το Τάγμα σχετικά με τον Ιάκωβο Ντε Μολέ, τους Ναϊτες και τις κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί εναντίον τους. Απ' ό,τι ξέρουμε στα κείμενα του Τάγματος δεν υπάρχουν καθόλου τέτοιες αναφορές. Ομως, τα κείμενα, αν και με κάπως ατελή σύνταξη, καθορίζουν τους σκοπούς του Τάγματος:

Το Τάγμα του Ντε Μολέ προσπαθεί να συμπληρώσει τη διδασκαλία που γίνεται στο σπίτι, την εκκλησία και το σχολείο. Συμβάλλει στην καλύτερη προετοιμασία των νέων για τα καθήκοντα του πολίτη, που αποτελούν νόμιμη κληρονομιά τους. Το Τάγμα του Ντε Μολέ αντιτίθεται απόλυτα στη συγκέντρωση εκκλησίας, σχολείου και κυβέρνησης στα χέρια των ίδιων ανθρώπων. Πιστεύει ότι το μεγαλείο της Πατρίδας μας, οφείλεται στις τρεις αυτές Ελευθερίες που πρέπει να έχουν τη δική τους θεμελίωση και να παραμένουν διαχωρισμένες”.

Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, δεν υπάρχει τίποτα το κακοήθες στο Τάγμα του Ντε Μολέ. Το αντίθετο, επιτελεί εξιέπαινο έργο και λίγο πολύ ασκεί δράση διορθωτική σε μερικά από τα δεινά που ταλανίζουν την Αμερική, όπως είναι ο μαχητικός θρησκευτικός φανατισμός. Ομως, όλ' αυτά είναι μάλλον απόμακρα από τους πολεμιστές μυστικούς με τους λευκούς μανδύες, που έπεζήτησαν να καταλάβουν εξ εφόδου με τα σπαθιά τον ουρανό, εφτακόσια χρόνια πριν. Και ίσως υπάρχει κάποιο στοιχείο που θυμίζει Γκαρσία Μαρκέζ σ' αυτή καθεαυτή την ύπαξη της οργάνωσης αυτής, που από την καρδιά των κεντρικών πολιτειών προσπαθεί να εμφυσήσει στις νέες γενιές των Αμερικανών ατομικές και πολιτικές αρετές, ενώ έχει το όνομα ενός Γάλλου ιππότη του Μεσαίωνα, που εκτελέσθηκε κατηγορούμενος για βλασφημία, αιρετικές δοξασίες, σοδομισμό, νεκρομαντεία και για άλλα παρόμοια ανομήματα. Ανομήματα, που μπροστά τους ωχριούν ακόμα και οι πράξεις των ηρώων τηλεοπτικών σήριαλ, όπως το “Ντάλας”, η “Δυναστεία” και το “Πέυτον Πλέις”. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να φανταστεί τον γενειοφόρο γέροντα Μεγάλο Διδάσκαλο των Ναϊτών ν' ατενίζει από ψηλά – ή από κάτω – την οργάνωση που σήμερα φέρει το όνομά του. Άραγε συγκινείται, κολακεύεται, διασκεδάζει ή απλά νιώθει σαστισμένος;

MICHAEL BAIGENT & RICHARD LEIGH
Ο ΝΑΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΟΑ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ & ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΛΛΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΛΛΑΣ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΛΑΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΜΑΡ ΚΑΓΙΑΜ (κακόβουλα διασκευασμένο από τον David Sutton)

"Ξύπνα! Ενώ εσύ ονειρεύεσαι, τη νύχτα ζύγωσε το πρωί
Και μες στα μάτια σε φτύνει, η αδελφή σου η φθονερή:
Ιδού! Κι αν πάλεψε ο Εφιάλτης να κλέψει την ψυχή,
Του γλίστρησε απ' τα χέρια, σαν χαραξε μελένια η αυγή".

Μέσα απ' το πέπλο στο κέντρο του ονείρου, δες, θα βγει
τ' αγόρι, ο Ομάρ - στο θρόνο κλαίει, αφήνει γοερή κραυγή.
Γλοιώδη ερπετά κι αν σύρθηκαν ανάμεσα στα πόδια του, στη γη,
Ο Ομάρ, απεγνωσμένος - τι να διαλέξει: το θάνατο ή τη ζωή;

Και όλα, πάνω και κάτω, αριστερά και δεξιά, εδώ κι εκεί,
Του Εφιάλτη ένα απαίσιο θέατρο σκιών είναι σε τούτη τη ζωή,
Που παίζεις μες στο νου, στο φως που τρεμορίχνει ένα κερί,
Ξερνάει φαντάσματα που γεννιούνται και πεθαίνουν στη στιγμή!

Η βρώση σκουληκιών και κατσαρίδων ήταν συχνή,
Εκείνου του τυραννισμένου νου μια ασχολία φλεγματική.
Μα ιδου! Το κέλυφος των εντόμων και του πύου η οσμή
Χάθηκαν, δώσαν' τη θέση τους σε μια φρικη πιο ειδεχθή.

Κι όταν η αυγή γινόταν μέρα κι ο ήλιος αποκτούσε λάμψη δυνατή,
Ο Ομάρ ξυπνούσε, μα ανειροπολούσε κάθε λεπτό, κάθε στιγμή:
Εβλεπε πως γιρλάντα κόκκινη φορούσε η αδελφή του η μισητή,
Βλέμμα απλανές, ακίνητη: από το σώμα της, το κεφάλι είχε κοπεί!

ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΑ ΜΥΑΛΑ
Μια ανθολογία ανατριχιαστικής, μακάβριας ποίησης
Επιμέλεια: Neil Gaiman & Stephen Jones
Μετάφραση: Βασίλης Μπαμπούρης
Εικονογράφηση: Γιώργος Δημητρίου, Clive Barker
Εκδόσεις JEMMA PRESS

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑ∆ΙΑ... - ΤΖΟΫΣ ΜΑΝΣΟΥΡ

Όλα τα βράδια σαν είµαι µόνη
την αγάπ̟η µου σου διηγούµαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεµένη απ̟ό θλίψη.
Μες στον καθρέφτη π̟ου η σκιά µου α̟ποκοιµιέται
κατοικούνε ̟πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είµαι µόνη
µελετώ το µέλλον στων ετοιµοθάνατων
τα µάτια
την ανάσα µου ανακατώνω µε της
κουκουβάγιας το αίµα
και µε τους τρελούς µαζί η καρδιά µου
̟πιλαλάει κρεσέντο.

µετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

ΟΙ ΤΟΞΟΤΕΣ – ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ


Ηταν εκείνο τον καιρό που υποχώρησαν ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες. Η υπηρεσία λογοκρισίας λοιπόν ήταν αρκετά δικαιολογημένη που δε διαφώτισε το γεγονός με πολλές λεπτομέρειες. Βρισκόταν, όπως καταλαβαίνετε, στη πιο τρομερή μέρα εκείνου του φοβερού καιρού, στην ημέρα που ο όλεθρος και η καταστροφή έφτασαν τόσο κοντά που η σκιά τους σκέπασε κυριολεκτικά το Λονδίνο. Σαφείς πληροφορίες δεν υπήρχαν κι έτσι οι καρδιές των ανθρώπων είχαν γεμίσει απελπισία που μεγάλωνε ολοένα φτάνοντας ως τη λιποψυχία, λες και η αγωνία των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης είχε μεταδοθεί και στις ψυχές τους.
Σ' αυτή τη φοβερή μέρα, όταν οι τριακόσιες χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες με όλο τους το πυροβολικό ξεχύθηκαν σαν πλημμύρα εναντίον της μικρής αγγλικής ομάδας, υπήρξε ένα σημείο στην πολεμική μας γραμμή, που, περισσότερο από όλα τα άλλα, βρέθηκε κάποια στιγμή σε τρομερό κίνδυνο όχι απλώς να νικηθεί αλλά να εξαφανιστεί εντελώς. Με την άδεια της λογοκρισίας και των στρατιωτικών ειδικών, αυτό το μέρος μπορεί, ίσως, να χαρκτηριστεί σαν ένας προμαχώνας. Αν λοιπόν αυτό το οχυρό έπεφτε και εξουδετερωνόταν, τότε η αγγλική δύναμη στο σύνολό της θα καταστρεφόταν, οι Σύμμαχοι απ' τ' αριστερά θα ανατρέπονταν και αναπόφευκτα θα ακολουθούσε το Σεντάν.
Ολο το πρωί τα γερμανικά κανόνια βροντούσαν και σφυροκοπούσαν αυτό το σημείο και τους χίλιους τόσους άντρες που το υπερασπίζονταν. Οι άντρες κορόιδευαν τις μπόμπες και τις βάφτιζαν με παράξενα ονόματα. Στοιχημάτιζαν πάνω τους και τις χαιρετούσαν με κομμάτια από τραγούδια του μιούζικ χολ. Οι μπόμπες όμως έρχονταν και έσκαγαν κομματιάζοντας τους άγγλους στρατιώτες και χωρίζοντας αδελφό από αδελφό κι όσο μεγάλωνε ο πυρετός της μέρας, άλλο τόσο μεγάλωνε κι η μανία αυτού του τρομακτικού κανονιοβολισμού. Φαινόταν πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Το αγγλικό πυροβολικό ήταν καλό, αλλά δεν έφτανε αυτό. Είχε χτυπηθεί ανελέητα έχοντας καταντήσει σχεδόν ένας σωρός παλιοσίδερα.
Σε μια θύελλα στη θάλασσα, φτάνει κάποια στιγμή που οι ναυτικοί λένε μεταξύ τους: “Χειρότερα δε γίνεται. Δεν μπορεί να φυσήξει πιο δυνατά!” Και τότε, εκεί που δεν το περιμένει πια κανείς, ο αγέρας αρχίζει να λυσσομανά δέκα φορές πιο άγρια απ' ό,τι πρωτύτερα. Το ίδιο γινόταν και στα βρετανικά χαρακώματα.
Σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν υπήρχαν πιο γενναίες καρδιές από τις καρδιές εκείνων των αντρών. Τα χρειάστηκαν όμως έτσι καθώς έπεφτε απάνω τους η ζεματιστή κόλαση του γερμανικού κανονιοβολισμού, που τους κατασύντριβε και τους εξόντωνε. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή είδαν από τα χαρακώματά τους ένα τρομακτικό πλήθος να κινείται εναντίον των γραμμών τους. Από τους χίλιους Αγγλους είχαν απομείνει πεντακόσιοι και απ' όσο μπορούσαν να δουν, το γερμανικό πεζικό προχωρούσε γρήγορα εναντίον τους, η μία διμοιρία ύστερα από την άλλη, ένα γκρίζο πλήθος αντρών, δέκα χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Μερικοί έδωσαν τα χέρια. Ένας αυτοσχεδίασε μια νέα παραλλαγή του πολεμικού τραγουδιού, “Αντίο, αντίο, Τιπερέρι” τελειώνοντάς το με τη φράση: “Και δε θα φτάσουμε εκεί”. Όλοι άρχισαν να πυροβολούν σταθερά. Οι αξιωματικοί σχολίασαν πως μια τέτοια ευκαιρία για ένα τόσο υψηλής στάθμης ντουφεκίδι δεν μπορούσε να ξαναδοθεί. Οι Γερμανοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Ο Χιουμορίστας του Τιπερέρι φώναξε: “Τυχερή η Σίντνεϊ Στριτ”. Τα λίγα πολυβόλα είχαν βάλει όλα τους τα δυνατά. Ο καθένας όμως ήξερε πολύ καλά πως ήταν μάταιο. Τα νεκρά σταχτιά σώματα κείτονταν σε λόχους και τάγματα, αλλά την ίδια στιγμή άλλοι έρχονταν από πέρα και από πιο πέρα ακόμη. Έρχονταν κι έρχονταν συνέχεια. Στριμώχνονταν κι ανακατεύονταν και προχωρούσαν πάντα.
- Πλήθος ατέλειωτο. Αμήν! Είπε με κάποια αδιαφορία ένας από τους βρετανούς στρατιώτες την ώρα που σημάδευε και πυροβολούσε. Και τότε θυμήθηκε – λέει πως δεν μπορεί να σκεφτεί γιατί ή για ποιο λόγο – ένα παράξενο εστιατόριο για χορτοφάγους στο Λονδίνο, όπου μια ή δυο φορές είχε φάει εκεί κάτι παράξενα φαγιά, κάτι κοτολέτες, φτιαγμένες από φακές και καρύδια, που ήταν απομίμηση μπριζόλας. Σ' όλα τα πιάτα αυτού του εστιατορίου ήταν τυπωμένη η θλιμμένη μορφή του Αγίου Γεωργίου με το ρητό ADSIT ANGLIS SANCTUS GEORGIUS – Μπορεί ο Αγιος Γεώργιος να προσφέρει τη βοήθεια τους στους Αγγλους. Αυτός ο στρατιώτης έτυχε να ξέρει λατινικά και άλλα άχρηστα πράγματα. Τώρα λοιπόν, τη στιγμή που πυροβολούσε τον αντίπαλό του στρατιώτη, ο οποίος βρισκόταν μέσα στη σταχτιά μάζα που προχωρούσε – τριακόσια μέτρα μόνο μακριά – πρόφερε το ευσεβές ρητό των χορτοφάγων. Συνέχισε να πυροβολεί ασταμάτητα. Στο τέλος, ο Μπιλ, που βρισκόταν δεξιά του, αναγκάστηκε να του δώσει μια φιλική καρπαζιά για να τον κάνει να σταματήσει. Του είπε ότι με τη χειρονομία του αυτή ήθελε να τον πληροφορήσει πως τα πολεμοφόδια του βασιλιά κοστίζουν χρήματα και ότι δεν ήταν σωστό να σπαταλιούνται σε αλλόκοτα ομοιώματα πεθαμένων Γερμανών.
Δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει, γιατί μόλις ο λατινομαθής πρόφερε την επίκλησή του, ένιωσε κάτι απροσδιόριστο, κάτι που έμοιαζε με ανατριχίλα ή σαν να διαπέρασε το κορμί του ηλεκτρική εκκένωση. Ο ορυμαγδός της μάχης έσβησε σιγά σιγά κι έγινε ένα απαλό μουρμουρητό στ' αυτιά του. Αντί για το βουητό της μάχης, λέει, άκουσε μια δυνατή φωνή και μια κραυγή, δυνατότερη κι από βροντή, που πρόσταζε: “Παραταχτείτε, παραταχτείτε, παραταχτείτε!”
Η καρδιά του άναψε και φούντωσε σαν άναμμένο κάρβουνο και ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, καθώς του φάνηκε πως μια οχλαγωγία από φωνές απαντούσε στις παρακλήσεις του. Άκουσε, ή του φάνηκε πως άκουσε, χιλιάδες να φωνάζουν: “Αγιε Γεώργιε! Αγιε Γεώργιε!”
“Ω κύριε! Ω γλυκέ Αγιε! Απάλλαξέ μας, γλίτωσέ μας από τον έχθρό:”
“Αγιε Γεώργιε, προστάτη της Αγγλίας!”
“Αιδεσιμότατε Αγιε Γεώργιε, έλα να μας βοηθήσεις!”
“Ω! Αγιε Γεώργιε! Ω! Αγιε γεώργιε! Ενα μακρύ τόξο, ένα γερό τόξο!”
“Ιππότη τ' Ουρανού, βοήθησέ μας!”
Και καθώς ο στρατιώτης άκουσε αυτές τις φωνές, είδε μπροστά του, πέρα από το χαράκωμα, μια μακριά σειρά από μορφές, που τις περιέβαλλε μια λάμψη. Έμοιαζαν με τοξότες που με μια μυριόστομη κραυγή έριχνάν ένα σύννεφο από βέλη που πάλλονταν και σφύριζαν στον αέρα καταπάνω στο πλήθος των Γερμανών.
Οι άλλοι άντρες μέσα στο χαράκωμα πυροβολούσαν συνέχεια. Δεν είχαν ελπίδα, αλλά έριχναν έτσι ακριβώς όπως πυροβολεί κανείς σ' ένα σκοπευτήριο.
Ξαφνικά ένας απ' αυτούς φώναξε δυνατά με τα πιο καθαρά αγγλικά:
-Κύριε ελέησον! Μούγκρισε στο διπλανό του, είμαστε μια χαρά! Για κοίτα εκείνους τους γκρίζους... κυρίους, κοίτα τους! Τους βλέπεις; Σωριάζονται κάτω κατά δωδεκάδες, κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες! Κοίτα! Κοίτα! Την ώρα που σου μιλούσα ξεκληρίστηκε ένα σύνταγμα!
-Κόφ' το! Μούγκρισε ο άλλος στρατιώτης, προσπαθώντας να σκοπεύσει. Για ποιο πράγμα κάθεσαι και μου τσαμπουνάς;
Δεν πρόφτασε όμως να τελειώσει κι έμεινε άφωνος. Πραγματικά οι γκρίζοι στρατιώτες έπεφταν κατά χιλιάδες. Οι άγγλοι άκουγαν τις λαρυγγώδεις στριγκλιές των γερμανών αξιωματικών, τον κρότο των πιστολιών τους καθώς πυροβολούσαν απρόθυμα. Και όμως η μια γραμμή ύστερα από την άλλη συντριβόταν στη γη.
Ολη αυτή την ώρα ο λατινοθρεμμένος στρατιώτης άκουγε τη φωνή: “Ελέησον! Ελέησον! Αιδεσιμόταντε, ακριβέ Αγιε, έλα γρήγορα να μας βοηθήσεις! Αγιε Γεώργιε, βοήθα μας!”
“Μεγάλε Καβαλάρη, υπερασπίσου μας!”
Τα βέλη που σφύριζαν στον αέρα, πετούσαν τόσο γρήγορα και τόσο πολλά μαζί που σκοτείνιασε ο τόπος. Το στίφος των άθεων εξαφανίστηκε από μπροστά τους.
-Κι άλλα πολυβόλα! Ούρλιαξε ο Μπιλ προς τον Τομ.
-Μην τ' ακούς! Του απάντησε ο Τομ με τον ίδιο τρόπο. Οπωσδήποτε όμως, δόξα στο Θεό. Την έφαγαν στον κώλο!
Πραγματικά, μπροστά σ' αυτό το οχυρό του αγγλικού στρατού κείτονταν νεκροί δέκα χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες και σαν επακόλουθο δεν έπεσε και το Σεντάν. Στη Γερμανία, μια χώρα που κυβερνιέται από επιστημονικές αρχές, το ανώτερο γενικό στρατηγείο έβγαλε το συμπέρασμα πως οι αξιοκαταφρόνητοι Εγγλέζοι πρέπει να είχαν χρησιμοποιήσει μπόμπες, που περιείχαν κάποιο ανγνωστο δηλητηριώδες αέριο, γιατί πάνω στα σώματα των νεκρών γερμανών στρατιωτών δε βρέθηκε καμιά απολύτως πληγή. Ο άνθρωπος όμως που ξέρει από τη γεύση ότι τούτο που τρώει είναι ξηρός καρπός κι όχι μποφτέκι όπως προσπαθούν να τον πείσουν, ήξερε επίσης ότι ο Αγιος Γεώργιος είχε φέρει τους τοξότες του Αντζικορτ για να βοηθήσουν τους Αγγλους.

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ
ΟΜΕΓΑΣ ΘΕΟΣ ΠΑΝ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΑΝΟΣ ΣΑΚΚΕΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Το αθάνατο Σώμα – Hermann de Cillei


Το αθάνατο Σώμα σας υπάρχει ήδη. Κάντε αυτή την πραγματικότητα μέσα σας να μεγαλώσει, αφεθείτε να καταληφθείτε από αυτό το Πραγματικό. Να είστε αυτό που δεν κοιμάται ποτέ, που δεν υποκύπτει στους αυτοματισμούς, αυτός που δεν ξεχνιέται ποτέ ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ένας άνθρωπος που νίκησε το κώμα, θριάμβευσε στον θάνατο. Το σώμα σας θα ακολουθήσει. Πως θα μπορούσε να υπομείνει τον νόμο της αποσυνθέσεως; Το αφυπνισμένο πνεύμα σας θα συγκρατήσει μεταξύ τους τα μόρια της σάρκας, και από εκείνη την στιγμή το σώμα δεν θα μπορεί πια να πέσει. Η έλλειψη της ζωτικότητας, της βουλήσεως, είναι αυτή που κάνει το σώμα να διαλύεται σε σκόνη, σαν ένα σπίτι που του γκρεμίζουν τα θέμέλια... Πρέπει κατ' αρχήν να δράσετε πάνω στο διπλό, να το κατακτήσετε αυτόνομο, να το αναγκάσετε να εξέλθει από το σώμα, να περιπλανηθεί μέσα στο αστρικό πεδίο, να του μάθετε να ζει δίχως να εξαρτάται από το σώμα και τις συνήθειές του. Οταν κυριαρχηθεί πλήρως το διπλό, τότε η συνειδητότητα μπορεί να εγκαταλείψει το σώμα και να έρθει να κατοικήσει μέσα σε αυτό το διπλό. Μετά τον θάνατο, το διπλό συνεχίζει να περιδιαβαίνει, τότε οφείλετε να το θρέψετε με τη ζωτικότητα που περικλείεται στο αίμα...

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ – CARLOS CASTANEDA

“Τι συνέβει όταν πιάστηκες με τον σύμμαχό σου, Δον Χενάρο;” ρώτησα.
Ηταν ένα φοβερό τράνταγμα”, έκανε ο Δον Χενάρο ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό. Φάνηκε να βάζει τις σκέψεις του σε τάξη.
“Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ήταν κάτι τέτοιο”, συνέχισε. “Ηταν κάτι, κάτι, κάτι... αδύνατο να το περιγαψω. Μόλις τον άδραξα, αρχίσαμε να στριφογυρνάμε. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ. Ξαφνικά ένιωσα να πατώ στο έδαφος πάλι. Ψάχτηκα. Ο σύμμαχος δεν με είχε σκοτώσει. Ημουν ολόκληρος. Ήμουν ο εαυτός μου! Κατάλαβα τότε ότι είχα πετύχει. Επιτέλους είχα ένα σύμμαχο. Αρχισα να χοροπηδώ γεμάτος χαρά. Η ευτυχία μου ήταν απερίγραπτη!
Μετά κοίταξα γύρω μου να δω που βρισκόμουν. Το τοπίο μου ήταν άγνωστο. Σκέφτηκα ότι ο σύμμαχος πρέπει να με είχε παρασύρει, κατά το στριφογύρισμά μας στον αέρα, σε άλλο σημείο, πολύ μακρυά από το μέρος που είχαμε αρχίσει να παλεύουμε. Προσπάθησα να προσανατολιστώ. Συμπέρανα πως το σπίτι μου έπρεπε να βρίσκεται στ’ ανατολικά, οπότε προχώρησα προς αυτή την κατεύθυνση. Ηταν ακόμα νωρίς. Πολύ σύντομα βρήκα ένα μονοπάτι και κατόπιν είδα μια ομάδα από άντρες και γυναίκες να προχωρούν προς το μέρος μου. Ηταν ινδιάνοι. Με τριγύρισαν και με ρώτησαν που πηγαίνω. «Πάω στο σπίτι μου στο Ιξτλάν» τους είπα. «Εχεις χάσει το δρόμο σου;» με ρώτησε κάποιος. «Εγώ; Γιατί;» ρώτησα. «Γιατί το Ιξτλάν δεν είναι σ’ αυτή την κατεύθυνση, αλλά στην αντίθετη. Κι εμείς κει πάμε» είπε κάποις άλλος. «Ελα μαζί μας!» είπαν όλοι. «Εχουμε και φαϊ!»
Ο Δον Χενάρο σταμάτησε και με κοίταξε σα να περίμενε να τον ρωτήσω κάτι.
«Και τι έγινε;» ρώτησα. «Πήγες μαζί τους;»
«Οχι δεν πήγα», απάντησε. «Και δεν πήγα γιατί δεν ήταν πραγματικοί άνθρωποι. Το κατάλαβα αμέσως από τη στιγμή που έφτασαν κοντά μου. Υπήρχε κάτι στη φωνή τους, στο φιλικό τρόπο που μ’ αντιμετώπισαν, ιδιαίτερα όταν με κάλεσαν να παω μαζί τους. Ετσι το έβαλα στα πόδια. Με φώναζαν και με παρακαλούσαν να γυρίσω πόσω. Οι εκκλήσεις τους με κυνηγούσαν, αλλά εγώ συνέχιζα να τρέχω».
«Ποιοί ήταν αυτοι;» ρώτησα.
«Ανθρωποι», έκανε ο Δον Χενάρο απότομα. «Με τη διαφορά ότι δεν ήταν αληθινοί».
«Ηταν σαν ξωτικά», εξήγησε ο Δον Χουάν. «Σαν φαντάσματα».
«Αφού βαδισα για λίγο» συνέχισε ο Δον Χενάρο, «απόχτησα περισσότερη εμπιστοσύνη. Κατάλαβα πως το Ιξτλάν ήταν προς την κατεύθυνση που πήγαινα. Και μετά είδα δυό ανθρώπους να βαδίζουν πάνω στο μονοπάτι ερχόμενοι προς το μέρος μου. Εμοιαζαν κι αυτοί με Ινδιάνους Μαζατέκ. Είχαν κι ένα γαϊδούρι φορτωμένο με καυσόξυλα. Πέρασαν δίπλα μου μουρμουρίζοντας «Καλησπέρα».
«Καλησπέρα», απάντησα και συνέχισα να βαδίζω. Δεν μου έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή και συνέχισαν κι αυτοί το δρόμο τους. Εκοψα το βήμα μου και γύρισα να κοιτάξω πίσω. Εξακολουθούσαν να προχωρούν αδιάφοροι. Φαίνονταν αληθινοί. Ετρεξα πίσω τους φωνάζοντας: «Περιμένετε, περιμένετε».
Σταμάτησαν το γάϊδαρο τους και στάθηκαν ο καθένας από την κάθε πλευρά, σα να ‘θελαν να προστατέψουν το φορτίο.
«Χαθηκα μέσα στα βουνά» τους είπα. «Από που πάνε για το Ιξτλάν;» Μουέδειξαν προς την κατεύθυνση που προχωρούσαν οι ίδιοι. «Είσαι πολύ μακρυά», μου είπε ο ένας. «Το Ιξτλάν βρίσκεται πίσω από κείνα τα βουνά. Θα σου πάρει τέσσερις με πέντε μέρες να φτάσεις εκεί». Μετά γύρισαν και συνέχισαν το δρόμο τους. Ενοιωσα πως αυτοί ήταν πραγματικοί και τους παρακάλεσα να μ’ αφήσουν να πάω μαζί τους.
Περπατήσαμε αντάμα για λίγο και μετά ο ένας απ’ τους δύο άνοιξε το σακούλι του και μου πρόσφερε την τροφή. Το σώμα μου τρεμούλιασε από φόβο. Έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω. Μου φώναξαν και οι δύο ότι θα πέθαινα μέσα στα βουνά αν δεν πήγαινα μαζί τους και προσπάθησαν να με καλοπιάσουν για να τους ακολουθήσω. Επέμεναν κι αυτοί να με παρακαλούν, αλλά απομακρύνθηκα όσο μπορούσα γρηγορότερα.
Συνέχισα να προχωρώ. Ήξερα πιά ότι βρισκόμουν στο σωστό δρόμο για το Ιξτλάν και ότι εκείνα τα φαντάσματα προσπαθούσαν να με παραπλανήσουν.
Συνάντησα οκτώ απ’ αυτούς και όλοι θα πρέπει να είχαν καταλάβει ότι η απόφαση μου ήταν ακλόνητη. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου και με κοίταζαν παρακλητικά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έλεγαν λέξη. Οι γυναίκες ωστόσο που βρίσκονταν ανάμεσα τους ήταν πιό τολμηρές και με παρακαλούσαν. Μερικές μου έδιναν τροφή και άλλα εμπορεύματα που τάχα πουλούσαν σαν αθώοι έμποροι δίπλα στο δρόμο. Δεν στάθηκα καθόλου, ούτε γύρισα τα μάτια μου προς το μέρος τους.
Αργά το απόγευμα έφτασα σε μια κοιλάδα που μου φαινόταν γνώριμη. Είχε κάτι το οικείο σαν χώρος. Σκέφτηκα μήπως είχα ξαναπάει εκεί, οπότε αυτό θα σήμαινε ότι τώρα βρισκόμουν στη νότια πλευρά του Ιξτλάν. Άρχισα να ψάχνω για τίποτε σημάδια που θα επιβεβαίωναν την πορεία μου, όταν είδα ένα μικρό Ινδιανόπουλο να βοσκάει μερικά κατσίκια. Ηταν περίπου εφτά χρονών και ντυμένο με τον τρόπο που ντυνόμουν κι εγώ όταν ήμουν στην ηλικία του. Μου θύμιζε πραγματικά τον εαυτό μου να βοσκάει τις δύο γίδες του πατέρα μου.
Παρακολούθησα τον μικρό για κάμποση ώρα. Μιλούσε μονάχος του, όπως συνήθιζα να κάνω κι εγώ κάποτε, και μετά αποτεινόταν στις γίδες του. Απόσα γνώριζα γύρω απ' το βόσκισμα των γιδιών, φαινόταν να ξέρει καλά τη δουλειά του. Ηταν επιμελής και προσεχτικός. Δεν παραχάιδευε τις γίδες του, αλλά ούτε κι ήταν σκληρός μαζί τους.
Αποφάσισα να του μιλήσω. Οταν τον φώναξα δυνατά, τινάχτηκε ξαφνιασμένος κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από κάτι βράχια, απόπου με κοίταζε κλεφτά. Φαινόταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια σα να κινδύνευε η ζωή του. Μου άρεσε. Παρόλο που φοβόταν, βρήκε το κουράγιο να κρύψει τις γίδες του απ' τα μάτια μου.
Του μιλούσα για πολλή ώρα. Του είπα ότι είχα χαθεί κι ότι δεν ήξερα το δρόμο για το Ιξτλάν. Τον ρώτησα το όνομα του μέρους που βρισκόμαστε κι αυτός μου είπε πως ήταν το μέρος που είχα νομίσει πως ήταν. Αυτό με έκανε πολύ χαρούμενο. Κατάλαβα πως δεν ήμουν πια χαμένος και συλλογίστηκα πόση δύναμη είχε ο σύμμαχός μου αφού μπόρεσε να μεταφέρει το σώμα μου τόσο μακρυά σε χρόνο λιγότερο από ένα ανοιγοκλείσιμο ματιού.
Ευχαρίστησα το παιδί και άρχισα ν' απομακρύνομαι. Τότε εκείνο βγήκε απ' την κρυψώνα του και προχώρησε με τις γίδες του σ' ένα μονοπάτι που δεν διακρινόταν σχεδόν καθόλου. Το μονοπάτι φαινόταν να οδηγεί στην κοιλάδα. Φώναξα το παιδί και είδα ότι δεν έτρεξε να φύγει, αλλά όταν προχώρησα προς το μέρος του, πήδησε μέσα στους θάμνους. Του είπα ότι δεν χρειαζόταν να φοβάται τόσο και άρχισα να του κάνω μερικές ερωτήσεις.
“Που οδηγεί αυτό το μονοπάτι;” ρώτησα. “Κάτω”, είπε το παιδί. “Εσεί που μένεις;” “Εκεί κάτω”. “Υπάρχουν πολλά σπίτια εκεί κάτω;” “Οχι, μονάχα ένα”. “Που είναι τα άλλα σπίτια;” Το αγόρι έδειξε προς την άλλη πλευρά της κοιλάδας αδιάφορα, όπως κάνουν τα παιδιά της ηλικίας του. Μετά άρχισε να κατεβαίνει με τις κατσίκες του το μονοπάτι.
“Περίμενε”, είπα στο παιδί. “Είμαι πολύ κουρασμένος και πεινάω. Πάρε με και μένα στους δικούς σου”.
“Δεν έχω δικούς μου”, είπε το παιδί, πράγμα που μ' έκανε ν' αναπηδήσω. Δεν ξέρω γιατί αλλά η φωνή του μ' έκανε διστακτικό. Το παιδί παρατήρησε το δισταγμό μου και σταματώντας γύρισε προς το μέρος μου. “Δεν είναι κανείς στο σπίτι μου”, είπε. “Ο θείος μου έχει φύγει και η γυναίκα του πήγε στα χωράφια. Έχουμε όμως πολύ φαϊ. Οσο θέλεις. Έλα μαζί μου”.
“Μ' έπιασε θλίψη. Και το παιδί ήταν φάντασμα. Ο τόνος της φωνής του και η προθυμία του το είχαν προδώσει. Σκέφτηκα πως τα φαντάσματα με τριγυρνούσαν αλλά δεν φοβόμουν. Ημουν ακόμη μουδιασμένος από την συνάντησή μου με τον σύμμαχο. Θα 'θελα να θυμώσω μαζί του ή με τα φαντάσματα, αλλά δεν τα κατάφερνα όπως στο παρελθόν κι έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια. Μετά θέλησα να νιώσω πίκρα για το παιδί επειδή μου είχε αρέσει, αλλά και πάλι δεν μπόρεσα και παραιτήθηκα.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχα ένα σύμμαχο και ότι τα φαντάσματα δεν μπορούσαν να μου κάμουν τίποτε. Αρχισα να προχωρώ πίσω από το παιδί. Γρήγορα ξεπήδησαν και άλλα φαντάσματα από γύρω και προσπάθησαν να με κάνουν να λοφοδρομήσω προς το γκρεμό, αλλά η θέληση μου ήταν δυνατότερη από αυτά. Πρέπει να το ένοιωσαν, γιατί σταμάτησαν να με ενοχλούν. Υστερα από λίγο περιορίστηκαν να στέκουν στην άκρη του μονοπατιού κι από καιρό σε καιρό ορμούσαν προς το μέρος μου, αλλά τα σταματούσα με τη δύναμη της θέλησης μου. Μετά από αυτό, σταμάτησαν εντελώς να με πειράζουν».
Ο Δον Χενάρο έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. Ο Δον Χουάν με κοίταξε.
«Τι συνέβει κατόπιν Δον Χενάρο;» ρώτησα.
«Συνέχισα να περπατώ», έκανε με σταθερή φωνή.
Φαινόταν να έχει τελειώσει την αφήγηση του και δεν ήθελε να προσθέσει τίποτε άλλο.
Τον ρώτησα γιατί το να του δίνουν τροφή ήταν απόδειξη πως ήταν φαντάσματα. Δεν απάντησε. Τον πίεσα περισσότερο. Είπε ότι ο τόνος της φωνής τους, η προθυμία τους να τον εξυπηρετήσουν, και ο τρόπος με τον οποίο τα φαντάσματα μιλούσαν για την τροφή ήταν αποδείξεις.
«Τι ήταν τα φαντάσματα αυτά Δον Χενάρο;» ρώτησα. «Ανθρωποι» μου απάντησε. «Ανθρωποι; Μα εσύ είπες πως ήταν φαντάσματα».
«Είπα πως δεν ήταν πλέον πραγματικοι».
Δεν μιλήσαμε για πολλή ώρα.
«Πιό ήταν το τελικό αποτέλεσμα της εμπειρίας αυτής, Δον Χενάρο;» ρώτησα.
«Τελικό αποτέλεσμα;»
«Εννοώ, πότε και πως πήγες τελικά στο Ιξτλάν;»
Εσκασαν και οι δύο στα γέλια.
«Εσένα το τελικό αποτέλεσμα σ’ ενδιαφέρει», έκανε ο Δον Χουάν. «Αλλά ας αφήσουμε τα αστεία. Δεν υπήρξε τελικό αποτέλεσμα στο ταξίδι του Χενάρο. Δεν θα υπάρξει ποτέ τελικό αποτέλεσμα. Ο Χενάρο βαδίζει ακόμα προς το Ιξτλάν!»
Ο Δον Χενάρο με κοίταξε διαπεραστικά και μετά γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε μακρυά προς το νότο. «Δεν θα φτάσω ποτέ στο Ιξτλάν» είπε.
Η φωνή του ήταν σταθερή αλλά απαλή, σχεδόν ένα μούρμουρο.
«Κι όμως μέσα μου ... πολύ βαθειά μου, νιώθω κάποτε πως δεν απέχω παρά ένα βήμα. Ξέρω όμως πως δεν θα φτάσω ποτε εκεί. Επάψα μάλιστα, καθώς πορεύομαι, να ξεχωρίζω και τα γνώριμα σημάδια στο τοπίο, όπως μου τύχαινε στο παρελθόν. Ολα έχουν αλλάξει πιά».
Ο Δον Χουάν και ο Δον Χενάρο κοιτάχτηκαν. Μέσα στο βλέμμα τους υπήρχε κάτι πολύ πικρό.
«Στο ταξίδι μου για το Ιξτλάν βρήκα μονάχα ταξιδιώτες φαντάσματα», είπε ήρεμα.
Κοίταξα τον Δον Χουάν. Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε ο Δον Χενάρο.
«Ο καθένας που ο Χενάρο βρίσκει στο δρόμο του προς το Ιξτλάν είναι μόνο ένα εφήμερο όν» εξήγησε ο Δον Χουάν. «Πάρε τον εαυτό σου, λόγου χάρη. Ενα φάντασμα είσαι. Τα αισθήματα και οι επιθυμίες σου είναι τα αισθήματα και οι επιθυμίες των ανθρώπων. Να γιατί λέει ότι συνάντησε μονάχα φαντάσματα ταξιδιώτες στο ταξίδι του για το Ιξτλάν».
Ξαφνικά αντιλήφθηκα πως το ταξίδι του Δον Χενάρο είχε μεταφορική σημασία. «Το ταξίδι σου για το Ιξτλάν δεν είναι πραγματικό τότε», είπα.
«Το ταξίδι μου είναι!» απάντησε ο Δον Χενάρο. «Οι ταξιδιώτες δεν είναι πραγματικοί». Εδειξε τον Δον Χουάν μ’ ένα κουνημα του κεφαλιού του και είπε με έμφαση. «Αυτός είναι ο μόνος που είναι πραγματικός. Ο κόσμος είναι πραγματικός μόνο όταν είμαι μαζί του».
Ο Δον Χουάν χαμογέλασε και μου είπε: «Οταν θα συναντηθείς με τον σύμμαχο θα πρέπει να παλέψεις μαζί του και να τον δαμάσεις. Πράγμα που είμαι σίγουρος πως θα καταφέρεις γιατί είσαι δυνατός και ζεις χρόνια σαν πολεμιστής. Τότε θα βρεθείς μόνος σου σε μια άγνωστη γη. Τοτε το πρώτο πράγμα που θα θελήσεις να κάνεις όπως είναι φυσικό θα είναι να γυρίσεις στο Λος Αντζελες. Αλλά δεν θα υπάρχει πια δρομος για το Λος Αντζελες. Οτι άφησες εκει θα το έχεις χάσει για πάντα. Μέχρι τότε βεβαια θα έχεις γίνει μάγος, αλλά αυτό δεν βοηθάει. Εκείνο που έχει σημασία για όλους μας εκείνη την ώρα είναι το γεγονός πως ότι αγαπήσαμε, μισήσαμε ή επιθυμήσαμε, έχει μείνει πιά πίσω μας. Ομως τα αισθηματα του ανθρώπου δεν πεθαίνουν ούτε αλλάζουν, και ο μάγος αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής για το σπίτι του, ξέροντας πως ποτέ δεν θα φτάσει εκεί, ξέροντας πως καμιά δύναμη στη γη, ούτε καν ο θανατος του, δεν θα του ξαναδώσουν τον τόπο, τα πράγματα, τους ανθρώπους που αγάπησε. Να τι ήθελε να πει ο Χενάρο».
«Και οι ανθρωποι που αγαπώ;» ρώτησα τον Δον Χουάν. «Τι θα συμβεί σ’ αυτούς;»
«Θα μείνουν όλοι πίσω», αποκρίθηκε.
«Δεν υπάρχει τρόπος να τους διατηρήσω; Δεν θα μπορούσα να τους διασώσω και να τους πάρω μαζί μου;»
«Οχι. Ο σύμμαχος σου θα σε παρασύρει μονάχο σου σ’ άγνωστους κόσμους».
«Θα μπορούσα όμως να γυρίσω στο Λος Αντζελες, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσα να πάρω το λεωφορείο ή το αεροπλάνο και να πάω. Το Λος Αντζελες θα είναι πάντα εκεί, έτσι δεν είναι;»
«Σίγουρα» είπε ο Δον Χουάν γελώντας. Και συνέχισε: «Οταν θα στροβιλιστείς με τον σύμμαχο σου, θ’ αλλάξεις ιδέα για τον κόσμο. Αυτή η ιδέα είναι το παν. Οταν αυτή αλλάξει αλλάζει κι ο κόσμος.»
«Για να γίνει μάγος ένας άνθρωπος πρέπει να έχει πάθος. Ενας άνθρωπος με πάθος έχει γήινες εξαρτήσεις και πράγματα που του είναι αγαπητά – αν όχι τίποτε άλλο τουλάχιστον στο δρόμο που ακολουθεί. Είναι ακριβώς αυτό που σου είπε ο Χενάρο στην ιστορία του. Ο Χενάρο άφησε το πάθος του στο Ιξτλάν: το σπίτι του τους δικούς του, όλα τα πράγματα που τον ενδιέφεραν. Και τώρα περιπλανιέται μ’αυτά τα αισθήματα, κι όπως λέει, μερικές φορές, νομίζει πως ζυγώνει στο Ιξτλάν. Σ’ όλους συμβαίνει αυτό. Για τον Χενάρο είναι το Ιξτλάν, για σένα το Λος Αντζελες, για μένα...»
Δεν ήθελα να μου πει ο Δον Χουάν για τον εαυτό του. Σταμάτησε σα να διάβασε τη σκέψη μου.
Ο Χενάρο αναστέναξε και είπε: «Εφυγα. Και ‘μειναν τα πουλιά να κελαϊδούν»
Για μια στιγμή ένα κύμα αγωνίας με πλημμύρισε και μια απερίγραπτη μοναξιά μας τύλιξε και τους τρεις. Κοίταξα τον Δον Χενάρο και κατάλαβα πως πρέπει να είχε πολλούς εγκάρδιους δεσμούς, πολλά πράγματα που τον ενδιέφεραν και τ’ άφησε πίσω του. Είχα την ολοκάθαρη αίσθηση ότι εκείνη τη στιγμή η δύναμη της αναμνησης του τον είχε παρασύρει και ότι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλαμματα.
Εσπευσα να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω του. Το πάθος του Δον Χενάρο, η τρομερή μοναξιά του, μου έφερναν δάκρυα. Κοίταξα τον Δον Χουάν. Με παρατηρούσε προσεκτικά.
«Μονάχα σαν πολεμιστής μπορεί κανείς να επιβιώσει μπαίνοντας στο δρόμο της γνώσης» είπε. «Γιατί η τέχνη του πολεμιστή είναι να εξισορροπεί τον τρόμο του να είναι άνθρωπος με το θαυμασμό του που είναι άνθρωπος».
Τους κοίταξα επίμονα και τους δύο, με τη σειρά. Τα μάτια τους ήταν καθαρά και γαλήνια. Είχαν προκαλέσει ένα κατακλυσμικό κύμα νοσταλγίας κι ενώ ήταν έτοιμοι να ξεσπάσουν σε παθητικά δάκρια, είχαν απωθήσει πάλι πίσω το κύμα. Για μια στιγμή νόμισα πως είδα. Είδα τη μοναξιά του ανθρώπου σαν ένα τεράστιο κύμα που είχε παγώσει μπροστά μου, εμποδισμένο από τον αόρατο τοίχο μιας μεταφοράς.


CARLOS CASTANEDA
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΙΞΤΛΑΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Θ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΕΓΕΡΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΕΡΩΤΙΣΜΟΙ – ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


Εν τώ µεταξύ, ο Αιµίλιος Μπερτιέ, εκεί που εκάθητο, είχε επί τών γονάτων του ένα βιβλίον, άλλα εκείνην τήν στιγµήν δεν ανεγίνωσκε. Τρείς γλάροι περιίπταντο υπεράνω, µε νωχελή µεγαλοπρέπειαν. Ο Γάλλος καλλιτέχνης τούς παρετήρει ψιθυρίζων:
Souvent pour s'amuser les hommes d' euipages
Prennent des albatros, vastes oiseux des mers
Έπειτα µεταπηδών εις άλλο ποίηµα εξηκολούθησε να ψιθυρίζει:
Homme libre, toujours tu obeiras la mer!
La mer est ton miroir, tu contemple ton ame!
Ο Ιταλός τενόρος Τίτο Τιντορέλλι, βλέπων τά χείλη τού γείτονός του να κινούνται, έρριψε εν βλέµµα επί τής ράχεως τού βιβλίου, που ευρίσκετο εις τά γόνατα τού Γάλλου, και, αναγινώσκων τό όνοµα τού ποιητού και τόν τίτλον, εσκέφθη: « τι παράξενος τίτλος "Τα Άνθη τού Κακού". Ποιος νάναι τάχα αυτός ο Μπωντελαίρ; »
Τήν ιδίαν στιγµήν, ένας θαλαµηπόλος, διερχόµενος προ τών εις τό σηµείον τούτο τού καταστρώµατος καθηµένων επιβατών, και µεταφέρων εσπευσµένως έναν ταξιδιωτικόν σάκκον εις άλλο µέρος τού πλοίου, µόλις επλησίασε τάς δύο Ελληνίδας και διέκρινε τήν µικράν Ειρήνην και τήν παιδαγωγόν της, εκοντοστάθη προς στιγµήν, κατάπληκτος, ήνοιξε τό στόµα του, ως άνθρωπος έτοιµος να αναφωνήση και έπειτα συνέχισε τόν δρόµον του, κάτωχρος, στρέφων τήν κεφαλήν του κάθε τόσον, και ρίπτων τό βλέµµα του επί τής µικράς Ελληνίδος και τής διδασκαλίσσης της, προτού εξαφανισθή οπίσω από τήν πρώτην θύραν που συνήντησε.
« ∆εσποινίς Μαρία ! ∆εσποινίς Μαρία ! » ανεφώνησε η παίς, αναγνωρίζουσα τόν αυνανιστήν τής προτεραίας και τείνουσα προς αυτόν τόν δείκτην τής δεξιάς της.
Η παιδαγωγός, που είχε κλείσει τούς οφθαλµούς της ολίγον προ τής διελεύσεως τού λάγνου ανδρός και ανεπαύετο, όταν ήκουσε τήν φωνήν τής µαθητρίας της, τούς ήνοιξε αµέσως και αναγνωρίζουσα και αυτή, εν τώ προσώπω τού ταχέως αποµακρυνοµένου υπηρέτου, τόν ήρωα τών ασέµνων σκηνών εις τήν προκυµαίαν, είπε µε αγανάκτησιν:
« Α, τόν παλιάνθρωπο! ∆εν ήξερα πώς είναι καµαρότος, σε αυτό τό πλοίο... »
« Μα τί έκανε, χθές, αυτός ο άνθρωπος, κοντά στα βαρέλλια; » ηρώτησε αµέσως η µικρά Ελληνίς, δρασσοµένη τής ευκαιρίας που τής παρουσιάσθη να δοκιµάση, άλλην µίαν φοράν, να ικανοποίηση τήν περιέργειάν της και εξηκολούθησε: « Γιατί ήτο τόσο πελώριο τό πράµα του, και γιατί τό έτριβε µετόση µανία; »
Αίφνης η χαρίεσσα παίς ανεσκίρτησε επί τού καθίσµατός της και είπε µε οξείαν φωνήν: « ∆εσποινίς Μαρία, µου ήρθε µιά ιδέα... Μήπως αυτό τό πράµα που ένοιωθα πίσω µου, χθές, στην παραλία, όταν µε έσπρωχνε αυτός ο άνθρωπος, µήπως τό πράµα αυτό, ήτο τό πιπί του; »
Η µικρά Ελληνίς εσιώπησε προς στιγµήν, προσµένουσα µε λαχταριστήν προσδοκίαν τήν απάντησιν τής παιδαγωγού και έπειτα είπε: « Αχ, πήτε µου, δεσποινίς, αν έχω δίκαιο. »
Η διδασκάλισσα, όµως, ουδεµίαν απάντησιν έδωσε. Σιωπηλή και τεταραγµένη, εκοίταζε τήν µαθήτριάν της µε αλλόκοτον ύφος. Η παίς, φοβούµενη µήπως δεν λάβει µέχρι τέλους καµµίαν εξήγησιν, ηγέρθη αποτόµως από τό κάθισµά της και ισταµένη προ τής παιδαγωγού, επανέλαβε µε ένθερµον και παρακλητικήν επιµονήν τάς ερωτήσεις της.
« Πήτε µου, αχ, πήτε µου, παρακαλώ, αν έχω δίκαιο. Και πήτε µου, γιατί ήταν τόσο πελώριο τό πράµα αυτού τού ανθρώπου; Πήτε µου, γιατί τό έτριβε έτσι. Να, έτσι... έτσι... έτσι... »
Η µικρά Ελληνίς, η οποία, προφανώς, δεν είχε ιδεί ποτέ, προ τής χθεσινής σκηνής, ψωλήν εν στύσει, και η οποία, προφανώς, δεν εγνώριζε τίποτε περί ανδρικού αυνανισµού και περί τής ικανότητος τού πέους να επιµηκύνεται, να εξογκούται και να ίσταται όρθιον, ήνοιξε τά σκέλη της, προέβαλε τήν ηβικήν της χωράν και, κλείουσα τήν δεξιάν παλάµην της, συνόδευσε τάς τελευταίας λέξεις µε πολλάς ζωηράς και εκφραστικάς παλινδροµικάς κινήσεις τής χειρός της εις τό ύψος τού αιδοίου της, µιµούµενη αφελώς και µε µεγάλην ακρίβειαν τάς αυνανιστικάς χειρονοµίας τού φιληδόνου καµαρότου, καθώς και τάς σπασµωδικάς κινήσεις τών γλουτών του και τού κάτω µέρους τής κοιλίας του προς τά έξω, που τόν είχε ιδεί να κάµνη πλησίον τών βαρελλίων, ολίγον προ τής εκτοξεύσεως τού σπέρµατός του.
Η διδασκάλισσα πρώτα εκοκκίνισε και έπειτα έγινε πελιδνή. Ένα ρίγος διέτρεξε τό σώµα της.
« Ειρήνη, παύσε αµέσως » είπε, µε τόνον άκρως επιτακτικόν.
Η παίς συνεµορφώθη πάραυτα και τήν εκοίταξε µε απορίαν. Η διδασκάλισσα έρριψε δεξιά και αριστερά τό ανήσυχον βλέµµα της, διά να εξακριβώση αν είχαν γίνει αντιληπταί εις τούς πλησίον καθηµένους επιβάτας αι χειρονοµίαι και αι κινήσεις τής Ειρήνης, και αφού εβεβαιώθη ότι ουδείς είχε προσέξει τι είχε κάµει η µαθήτριά της, εστράφη προς αυτήν και είπε: « Κάθησε. »
Η κορασίς υπήκουσε. Η Ελληνίς παιδαγωγός έλαβε τήν αριστεράν της χείρα εις τάς ιδικάς της και τήν εκοίταξε εις τά µάτια. Ησθάνετο ότι ήτο ανάγκη κάτι να τής πή, κάπως να τήν νουθέτηση, ότι ήτο ανάγκη να τής οµιλήση, έστω και χωρίς να τής αποκαλύψη τήν αλήθειαν. Αλλά δεν ήτο εις θέσιν να αρθρώση ούτε µίαν λέξιν. Εν νέον ρίγος διέτρεξε τό σώµα της. Μέσα εις τόν νούν της, µαζύ µε τήν αντικειµενικήν εικόνα τής Ειρήνης, έβλεπε µίαν φανταστικήν εικόνα τού θαλαµηπόλου. Και αι δύο εικόνες ήσαν τροµερά εναργείς. Αφ' ενός, η διδασκάλισσα έβλεπε τήν Ειρήνην όπως εκάθητο, δίπλα της, εις τήν πραγµατικότητα. Αφ' ετέρου, εν τη φαντασία της, έβλεπε τόν λάγνον καµαρότον, να ίσταται µεταξύ αυτής και τής µαθητρίας της, µε τό µέγα πέος του εκτεθειµένον, µακρύ, χονδρόν και καυλωµένον, να αυνανίζεται µε πάθος. Η απόστασις που εχώριζε τήν ψώλαν του από τό πρόσωπον τής κορασίδος, ήτο τόσον µικρά, ώστε τό µέλλον να εκτοξευθή —εν τη φαντασιώσει της— εντός ολίγου σπέρµα, θα έπιπτε επάνω εις τό πρόσωπον τής ωραίας παιδός, επάνω εις τά χείλη της, επάνω εις τά µάτια της, επάνω εις τά µαστίδιά της, επάνω εις τά µαλλιά της.
Η παιδαγωγός έκαµε τό παν διά να εκδιώξη τήν εικόνα αυτήν. Όµως ο νους της
εφλέγετο όσον και αι αισθήσεις της, και η λαγνική εικών παρέµεινε µέσα της
ζωηροτάτη. Και ενώ έβλεπε η Μαρία, εις τό όραµά της, τόν θαλαµηπόλον να εξακολουθή µε περιπάθειαν τόν αυνανισµόν και να προσπαθή, προβάλλων τήν κοιλίαν του, να εγγίση, µε τόν σφύζοντα ερωτικόν σωλήνα του, τό πρόσωπον τής κόρης, προσετίθετο εις τήν ψευδαίσθησιν τής οράσεώς της µία ψευδαίσθησις τής ακοής, και η διδασκάλισσα ήκουσε τόν θαλαµηπόλον να λέγη, εν µέσω διαπύρων αναστεναγµών και αναφωνήσεων ηδυπαθείας: « Αααχ!... Αααχ!... Χρυσό µου!... Άγγελέ µου!... Για δες τήν πούτσα µου!... Για δες τήν ψωλή µου !... Για δες τήν πώς έγινε για σένα!... Κοίταξε, κούκλα µου, πώς λαχταρά να χύση!... Ωωωχ!... Ωωωχ!... Ααα!... Ααα!... Άνοιξε γρήγορα τό στόµα σου... Θέλω να σ' τό γαµήσω... Άνοιξέ το γρήγορα... γρήγορα... Θα... θα χύσω!... Αααχ!... Αααχ!... Ααα!... Ααααα!... Χύνω!... Χύνω!... Πάρε τό σπέρµα µου!... Πάρ' τήν ψυχή µου!... »
Και ενώ έβλεπε και ήκουε, εν τη φαντασία της, άπαντα ταύτα, η Μαρία έβλεπε, εν τη πραγµατικότητι, µε άπειρον τρυφερότητα άλλα και µε λαγνείαν τήν χαρίεσσαν ξανθήν παίδα, χωρίς να ηµπορή ούτε µίαν λέξιν να αρθρώση.
Η µικρά Ελληνίς που εφλέγετο από περιέργειαν να µάθη τί έκαµνε ο καµαρότος εις τήν προκυµαίαν, παρ' όλην τήν επίµονον σιωπήν τής παιδαγωγού και τήν ρητήν εντολήν της να παύση τήν µίµησιν τού ανδρικού αυνανισµού, παρ' όλον τό αλλόκοτον ύφος τής Μαρίας, αφού ανέµεινε επί τινα χρόνον και δεν έλαβε καµίαν απάντησιν εις τά ερωτήµατά της, έκτος τής αυστηράς επιταγής να παύση τήν άσεµνον µίµησιν, έκαµε πάλιν µε τήν ελευθέραν χείρα της τήν χειρονοµίαν τής ανδρικής µαλακίας, και άλλην µίαν φοράν ηρώτησε µε θέρµην: « Αχ, πήτε µου, παρακαλώ, γιατί έτριβε ο καµαρότος, χθές, τό πράµα του, έτσι...έτσι... »
Με τήν χειρονοµίαν και τήν ερώτησιν τής Ειρήνης, η διδασκάλισσα εξήλθε από τήν φαντασίωσίν της, και δρασσοµένη τής άλλης χειρός τής µαθητρίας της, εκράτησε και αυτήν εις τάς ιδικάς της, και, αφού έρριψε πάλιν εν βλέµµα γύρω της, είπε: « Σούτ... σουτ, αγάπη µου... Σε παρακαλώ πολύ, να µη µου θέσης πιά ποτέ τήν ερώτησι αυτή. Επίσης, ποτέ να µη ξανακουνήσης τό χέρι σου µε αυτόν τόν τρόπο... Υπάρχουν ωρισµένα πράγµατα, που θα τά µάθης αργότερα... επί τού παρόντος, πρέπει να αρκεσθής στη σιωπή µου. »
« Μα γιατί; Γιατί; » ανεφώνησε µε δυσφορίαν η κόρη.
« Και αυτό, θα τό µάθης αργότερα. Σήµερα δεν µπορώ να σου πω τίποτε άλλο. Τούτο µόνο θα προσθέσω. Αν τύχη και είσαι µόνη σου καµιά φορά, και συναντήσεις αυτόν τόν καµαρότο, να θυµηθής αυτά που σε έβαλα να µου υποσχεθής, χθές, στην προκυµαία, και αν σου µιλήση εκείνος, όχι µόνο να µη τού απαντήσης, µα να µη τόν κοιτάξης καν. »
« Μα αν µε πάρη από πίσω, αν εξακολουθή να µου µιλά; » ηρώτησε µε έκδηλον δυσαρέσκειαν διά τήν στάσιν τής παιδαγωγού της η µικρά Ελληνίς.
« Να στρίψης τό κεφάλι σου άλλου, και αν δεν φύγη εκείνος, να φυγής εσύ. Αν πάλι προσπαθήση να σε αγγίξη διά τής βίας, είτε µπροστά, είτε πίσω, µπήξε µιά φωνή και ζήτησε βοήθεια. Θα δής, τότε, τί θα τού κάνω εγώ. »
Η παιδαγωγός εκοίταξε επί τινα χρόνον µε περιπάθειαν τήν ξανθήν παίδα και εξηκολούθησε:
« Πρέπει να ξέρης, ότι σε αυτόν τόν κόσµο υπάρχουν, αγάπη µου, πράγµατα συγκλονιστικά, που δεν επιτρέπεται να τά εξηγή κανείς σε πλάσµατα νέα και τρυφερά, όπως εσύ, πριν µεγαλώσουν. »
Η διδασκάλισσα εσιώπησε πάλι, επ' ολίγον, και κοιτάζουσα πάντοτε τήν κορασίδα µε περιπάθειαν εις τά µάτια, αίφνης ηρώτησε: « Κατάλαβες, Ειρήνη; »
Η µικρά Ελληνίς εκοίταξε τήν Μαρίαν µε απογοήτευσιν.
Έως τήν στιγµήν εκείνην, απέδιδε τήν όλην στάσιν τής παιδαγωγού εις αίσθηµα αιδηµοσύνης, που τήν κατελάµβανε οσάκις είχε να τής απάντηση σχετικώς µε τά γεννητικά όργανα, τών οποίων τήν πραγµατικήν σηµασίαν και τόν ερωτικόν προορισµόν ηγνόει τελείως η Ειρήνη, θεωρούσα αυτά, και εις τά δύο φύλα, ως όργανα απλώς ουρητικά. Τώρα όµως, ήρχισε να υποψιάζεται και έτεινε ολονέν περισσότερον να πιστεύση η µικρά Ελληνίς, ότι εκτός από τήν εντροπήν, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που ηνάγκαζαν τήν παιδαγωγόν της να τηρή τήν έµµονον σιωπήν και τήν αλλόκοτον στάσιν, λόγοι έχοντες σχέσιν µε πράγµατα µυστηριώδη, µε πράγµατα γοητευτικά, τών οποίων τά µυστικά έπρεπε να είναι άκρως ενδιαφέροντα, διά να τά ονοµάζη η δεσποινίς Μαρία συγκλονιστικά, και τά οποία ήθελε τώρα διακαώς να µάθη η Ειρήνη.
Χωρίς να απάντηση ακόµη εις τήν ερώτησιν τής παιδαγωγού, η χαρίεσσα κόρη εξηκολούθησε να τήν κοιτάζη.
∆ιατί τά µάτια τής δεσποινίδος Μαρίας ήσαν τόσον υγρά και τόσον στιλπνά;
∆ιατί τήν εκοίταζαν τόσον σκληρά και τόσον τρυφερά συγχρόνως; ∆ιατί τήν εκοίταζαν τόσον ζωηρά και τόσον λυπητερά συνάµα; ∆ιατί έτρεµαν κάθε τόσον τά χέρια της επάνω στα ιδικά της; ∆ιατί ηρνείτο µε τόσην επιµονήν να απαντήση εις τά τόσον άπλα και φυσικά ερωτήµατά της; ∆ιατί ήτο τόσον µεγάλο, τόσον χονδρό, µακρύ και σκληρό, τό πράµα τού καµαρότου; ∆ιατί τό έτριβε τόσον παράξενα, εκεί, κοντά εις τά βαρέλλια; Μήπως αυτό που ησθάνετο εις τόν συνωστισµόν, ήτο τό πράµα του και όχι ένα ξένο αντικείµενον στην τζέπη του; τι ήσαν όλα αυτά τά µυστήρια επιτέλους;
Η χαρίεσσα παίς, σκεπτοµένη εντατικώς άπαντα ταύτα, δεν είχε ακόµη απαντήσει εις τήν ερώτησιν τής Μαρίας.
« Κατάλαβες, καλό µου κοριτσάκι; » ηρώτησε εκ νέου η παιδαγωγός. «Κατάλαβες τί σου είπα προ ολίγου; »
« Όχι » απήντησε επιτέλους τό κοράσιον, µε απόλυτον ειλικρίνειαν. « ∆εν κατάλαβα τίποτε. »
Η δεσποινίς Μαρία ήνοιξε τό στόµα της, ωσάν να ήθελε να πή κάτι, όµως καµία λέξις δεν εξήλθε από τά χείλη της. Κατεχόµενη από συγκίνησιν βαθείαν, εκοίταζε βωβή τήν νεαράν Ειρήνην, ενώ τά µάτια της υγράνθησαν ακόµη περισσότερον και έλαµψαν µε µεγαλυτέραν στιλβηδόνα. Μετά βραχείαν σιωπήν, άφησε τάς χείρας τής µαθητρίας της να ολισθήσουν από τάς ιδικάς της, και εγειροµένη αποτόµως από τό κάθισµα της, είπε µε φωνήν ηλλοιωµένην: « Ειρήνη, µη φυγής απ' εδώ... Σε λίγα λεπτά θα... θα επιστρέψω. »
Μόλις εξηφανίσθη η Ελληνίς παιδαγωγός, κάτι τελείως απροσδόκητον συνέβη. Η καθηµένη ολίγον πιό µακρυά λεπτοφυής ως συλφίς νεαρά Σουηδή, χωρίς να προσέξη καν αν τήν έβλεπε κανείς, εξεκούµβωσε τάχιστα τήν µπλούζαν της και µε δύο γοργάς κινήσεις, ωσάν να µην ηµπορούσε να κρατηθή, εξήγαγε εκ τού στηθόδεσµου της ένα ωραιότατον και µεγάλον διά µίαν τόσον λεπτήν νεανίδα σφικτόν βυζί, και επίεσε τήν ηµιεκτοξευµένην ροδαλήν θηλήν του εις τό στόµα τής κούκλας, τήν οποίαν εκράτει εισέτι εις τήν αγκάλην της, συνθλίβουσα τόν σφύζοντα λευκόν µαστόν µε τόν δείκτην και τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς
χειρός της, όπως µία γυνή που γαλουχεί ένα βρέφος. Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε τούτο, και, εν συνεχεία, η νεαρά Σουηδή, µε έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις τό πρόσωπόν της, ήρχισε να τρίβη µε δύναµιν τήν ρώγαν της επί ολοκλήρου τού προσώπου τής κούκλας, ενώ η θηλή καθισταµένη διπλή εις µέγεθος και σκληρά, εξετοξεύετο, ως φράουλα τραγανή, εις πλήρη στύσιν. Αλλά και αύτη η φάσις δεν διήρκεσε πολύ. Η Γκρέτα, καταφανώς εν µεγάληδιεγέρσει διατελούσα, χωρίς τήν παραµικράν προφύλαξιν, ανέσυρε εν ριπή οφθαλµού τό φόρεµά της, και, αποκαλύπτουσα, προς στιγµήν, ένα θαυµάσιον και προεξέχον πολύ, εν µέσω ολίγων αραιών τριχών µουνί (δεν έφερε σκελέαν), ήνοιξε τούς µηρούς της, έθεσε τήν κούκλαν µεταξύ αυτών, και καλύπτουσα πάλιν τό ερωτικόν της όργανον, έσφιξε τούς µηρούς της, και ήρχισε να κινήται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί τού καθίσµατός της, κατά τρόπον που εφανέρωνε ότι ηυνανίζετο µε πάθος, τρίβουσα µανιωδώς τό αιδοίον της, επί τής κεφαλής και τών µαλλιών τού κοµψού ανθρωποµόρφου οµοιώµατος, επιδιώκουσα µε αφάνταστον ζέσιν να επιφέρη τοιουτοτρόπως τήν έκχυσιν τού ερωτικού χυµού της, αδιαφορούσα τελείως, και, ίσως, τερποµένη επιπροσθέτως, από τό γεγονός ότι εξετέλει τήν τόσον άσεµνον, άλλα και τόσον χαριτωµένην αυτήν πράξιν δηµοσία.
Κατ' αρχάς, ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, βυθισµένος όπως ήτο εις τούς υπολογισµούς του, δεν αντελήφθη τι έκαµνε η κόρη του — τουτέστιν δεν αντελήφθη τήν φάσιν τού « θηλασµού ». Όταν όµως η Γκρέτα διέκοψε τήν « γαλούχησιν » και, µετά ταύτα, τήν πρόστριψιν τού βυζιού της επί τού προσώπου τής κούκλας, και ήρχισε να µαλακίζεται υπό τό φόρεµά της, µε τό κοµψόν άθυρµα ανάµεσα εις τά σκέλη της, πιέζουσα αυτό, ταυτοχρόνως, και διά τής χειρός, επί τού µουνιού της, ο Σουηδός βαρώνος ηννόησε, τότε, αµέσως, τι έκαµνε η κόρη του, και αφού έρριψε γύρω του ένα αγωνιώδες βλέµµα και ανεκουφίσθη, νοµίζων ότι ουδείς είχε αντιληφθεί τήν άσεµνον συµπεριφοράν τής Γκρέτας, καθιστάµενος κατακόκκινος από εντροπήν και οργήν, επέπληξε αυστηρότατα τήν θυγατέρα του, και τήν διέταξε να διακόψη
πάραυτα τήν λαγνικήν της πράξιν. Έπειτα, λαµβάνων και σφίγγων δυνατά τόν δεξιόν βραχίονά της και σείων ζωηρώς τήν κινουµένην επί τού καθίσµατός της µε έγκαυλον παραφοράν νεανίδα, τήν διέταξε να σηκωθή αµέσως και να τόν ακολουθήση εις τά διαµερίσµατά των, χωρίς να αντιληφθή ότι η καθηµένη πλησίον του µικρά Αµερικανίς Αλεξάνδρα Μαίησον —φλεγοµένη από µέγιστον ενδιαφέρον, άλλα υποκρινοµένη ότι τίποτε δεν είδε— είχε ιδεί τά πάντα...
Η νεαρά Σουηδή, φοβούµενη τήν οργήν τού πατρός της, ηναγκάσθη να αποσύρη τήν κούκλαν από τό αιδοίον της, και παρά τήν έκδηλον σφοδράν διέγερσίν της, συνεµορφώθη µε τάς επιταγάς τού βαρώνου, διακόπτουσα τήν πρωτότυπον µαλακίαν που έκαµνε, χωρίς να φαίνεται ότι είχε τήν παραµικράν συναίσθησιν ότι αυτό που είχε διαπράξει ήτο κάτι τό άσεµνον ή απηγορευµένον, ιδίως όταν εξετελείτο εις δηµοσίους χώρους και ενώπιον πολλών θεατών.
Λαµβάνουσα λοιπόν εκ νέου τήν κούκλαν της (ήτις έλαµπε τώρα από τά εκχειλίσµατα τού µουνιού της) εις τήν αγκάλην της, η νεαρά νυµφοµανής ηγέρθη από τήν θέσιν της και ηκολούθησε τόν πατέρα της, ασθµαίνουσα ακόµη από τήν έγκαυλον κατάστασίν της, καταφανώς παραπονεµένη και µε έκφρασιν απορίας εις τό πρόσωπόν της, που µία πράξις τόσον χαριτωµένη και τόσον ευχάριστος κατεδικάζετο, ενώ ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, σύννους και καταστεναχωρηµένος, σύρων αυτήν διά τού βραχίονος, τήν ωδηγούσε απελπισµένη εις τά διαµερίσµατά του.
Μόλις απεµακρύνθησαν ολίγον, η µικρά Αλεξάνδρα Μαίησον, προφασιζοµένη ότι µεταβαίνει να φέρη από τόν θάλαµόν της ένα βιβλίον, εγκατέλειψε τήν Καρολίναν Μαίησον και τόν κωφάλαλον αδελφόν της, και ηκολούθησε τόν Σουηδόν και τήν αιθερίαν κόρην του διά να εξακριβώση εις ποίους θαλάµους διέµεναν και —ει δυνατόν— να ιδή τι θα συνέβαινε µεταξύ τού βαρώνου και τής νεαράς νύµφης τού Βορρά, εάν ο πατήρ της δεν τήν συγχωρούσε.
Την ιδίαν περίπου στιγµήν, ο καθήµενος εις άλλο σηµείον τού αυτού καταστρώµατος και απολαµβάνων τήν ωραίαν ηµέραν Σκώτος συγγραφεύς
Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ, αισθανθείς επιτακτικήν ανάγκην να ουρήση, ηγέρθη και αυτός από τό κάθισµά του και κατηυθύνθη προς τά πλησιέστερα αποχωρητήρια. Όµως καθώς έτεινε τήν χείρα του προς τήν λαβήν τής θύρας, διά να εισέλθη εις εν ανδρικόν, από τόν παραπλεύρως ευρισκόµενον, θαλαµίσκον, που προωρίζετο διά τό γυναικείον φύλον, ήκουσε να έρχωνται από µέσα βαθείς αναστεναγµοί και αναφωνήσεις ηδονής, και εκρατήθη. Ρίπτων εν βλέµµα γύρω του, και βλέπων ότι ήτο µόνος του εις τόν µικρόν προθάλαµον, ο Σκώτος έκυψε εις τήν κλειδαρότρυπαν τού γυναικείου αποχωρητηρίου και εκοίταξε.
Εις τό βάθος τού θαλαµίσκου, µία γυναίκα έως 33 ή 35 ετών έκαµνε µαλακίαν.
Στηρίζουσα τήν ράχιν της εις τό ξύλινον τοίχωµα τού αποχωρητηρίου, εκράτει εις τήν αριστεράν της χείρα τήν φούσταν της και τά εσωφόριά της υψωµένα, και κάµπτουσα ολίγον τά γόνατά της, εκίνει γοργά και µε µεγάλην δεξιοτεχνίαν τά δάκτυλα τής άλλης της χειρός εις τό αιδοίον της. Με τά µάτια της εστραµµένα προς τά επάνω, µε έκφρασιν απεριγράπτου αισθησιακής εξάρσεως εις τό πρόσωπόν της, η λάγνος γυνή επετάχυνε τόν ρυθµόν τής αυνανιστικής τρίψεως, καταπλακώνουσα µε τόν µεσαίον της δάκτυλον τήν εξωγκωµένην κλειτορίδα της, έστρεφε, ως εν απογνώσει, δεξιά και αριστερά τήν κεφαλήν της, έκαµνε ζωηράς κινήσεις εκ τών άνω προς τά κάτω και τανάπαλιν, ετίνασσε σπασµωδικώς προς τά έξω τό τελείως ανοικτόν από τήν καύλαν της µουνί της, ωσάν να ήθελε να βοηθήση τήν χείρα της εις τήν πρόκλησιν τού οργασµού, και τό αιδοίον της εις τήν έκθλιψιν τού χυµού του, ενώ, από τό ανοικτόν της στόµα, εξήρχοντο, ακαταπαύστως, γόοι περιπαθείς και στεναγµοί ηδονής.
Εντός ολίγου, η αυνανιζοµένη γυνή, σειοµένη τώρα φρενιτιωδώς επί τών κεκαµµένων ποδών της, και µη δυναµένη πλέον να περιορίση παρά ελάχιστα τήν ηχηρότητα τών ηδονικών αναφωνήσεων της, µολονότι διέτρεχε τόν κίνδυνον να ακουσθή και εις τούς διαδρόµους, η λάγνος γυνή, σφαδάζουσα τροµακτικά και µε τά µάτια της πεταγµένα έξω από τά κόγχας των, εφώναζε: « Ωωω !... Ααα !... Ααααα !... Αααααααα !... Ειρήνη !... Ειρήνη!... Κάνω!... Κάνω!... Χύνω!... Χύνω για σένα!... Χύυυυυυυνω!... » και τήν ιδίαν στιγµήν ο Σκώτος συγγραφεύς είδε να εξέρχεται, κάτω από τήν τριβοµένην εισέτι σφοδρώς υπερκαυλωµένην κλειτορίδα, µέσα από τήν ερυθράν οπήν τού χαίνοντος αιδοίου, εις αλλεπάλληλα λευκά και λιπαρά κύµατα, ως εµεσσόµενον γάλα, µία µεγάλη ποσότης µουνοχύµατος.
Η λάγνος γυνή ευρίσκετο τώρα εις τό απόγαιον τού οργασµού, εις τό ζενίθ τής ηδονής, και η ερωτική της κρέµα έρρεε, ουχί δι' έναν άνδρα, άλλα διά µίαν χαριτωµένην παίδα, διά ένα πλάσµα τού ιδικού της φύλου.
Με τό πέος του παλλόµενον υπό τήν περισκελίδα του, εις πλήρη στύσιν και µε ισχυρόν κτυποκάρδι, ο Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ παρηκολούθησε µέχρι τέλους τήν συνταρακτικήν σκηνή. Ευθύς εξ αρχής είχε αναγνωρίσει τήν αυνανιζοµένην. Η λάγνος γυνή ήτο η συνοδός της µικράς Ελληνίδος. Ήτο η διδασκάλισσα Μαρία...—

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ
ΤΟΜΟΣ Α'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ – FRANK HERBERT


Μια θρησκεία χρειάζεται πολυάριθμες διχοτομικές σχέσεις. Εχει ανάγκη από πιστούς και απίστους. Χρειάζεται αυτούς που γνωρίζουν τα μυστήρια κι εκείνους που τα φοβούνται. Χρειάζεται τον μυημένο και τον αμύητο. Εχει ανάγκη και από ένα θεό και από ένα διάβολο. Χρειάζεται απόλυτα και σχετικότητες. Χρειάζεται εκείνο που είναι ασχηματοποίητο (ακόμη και αν βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης) κι εκείνο που έχει ήδη διαμορφωθεί.
Θρησκευτική Μηχανική,
μυστικά γραπτά του Αμελ.

“Ετοιμαζόμαστε να κατασκευάσουμε ένα θεό” είπε ο Ηγούμενος Χάλμυραχ.
Ηταν ένας κοντός, μελαμψός άντρας με μια ρόμπα σε ανοιχτό πορτοκαλί χρώμα, που έπεφτε με μαλακές πτυχώσεις μέχρι τους αστραγάλους του. Στο στενό και λείο πρόσωπό του δέσποζε η μακριά μύτη που έγερνε κοφτά προς το πλατύ στόμα με τα στενά χείλη. Το κεφάλι του ήταν μια στιλπνή καφετιά φαλάκρα.
“Δεν γνωρίζουμε από τι είδους πλάσμα ή πράγμα θα γεννηθεί ο θεός”, είπε ο Ηγούμενος. “Θα μπορούσε να προέλθει από κάποιον από σας”.
Εδειξε με το χέρι του το δωμάτιο, γεμάτο από βοηθούς ιερείς, καθισμένους στο γυμνό πάτωμα του ασκητικού αυτού χώρου, που φωτιζόταν από τις άτονες πρωινές αχτίδες του ηλίου του Αμελ. Το δωμάτιο ήταν ένα Ψιονικό φρούριο, οχυρωμένο με όργανα και ξόρκια. Η κάθε πλευρά του ήταν είκοσι μέτρα μακριά, και το πάτωμα απείχε τρία μέτρα από το ταβάνι. Εντεκα παράθυρα, πέντε στην μια πλευρά και έξι στην άλλη, έβλεπαν πάνω στις στέγες του πάρκου, του κεντρικού πυκνοκατοικημένου κυκεώνα των κτιρίων του Αμελ. Ο τοίχος πίσω από τον Ηγούμενο κι εκείνος που ήταν μπροστά του, έμοιαζαν με λευκή πέτρα στολισμένη με λεπτές καφετιές γραμμές, σαν αχνάρια εντόμων – ήταν ένας από τους σχηματισμούς που έβγαζε μια ψιονική μηχανή. Οι τοίχοι έφεγγαν μ' ένα υποτονικό λευκό χρώμα, μουντό σαν αποβουτυρωμένο γάλα.
Ο Ηγούμενος ένιωθε τη δύναμη που κυμάτιζε ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο τοίχους, κι αισθάνθηκε προκαταβολικά την έκρηξη της ενοχής και του φόβου που ήξερε ότι ένιωθε κι όλη η τάξη των βοηθών ιερέων. Επίσημα, αυτή η τάξη ονομαζόταν Θρησκευτική Μηχανική, αλλά οι νεαροί βοηθοί επέμεναν στην ανευλάβιά τους. Την έλεγαν Θεοπλασία.
Κι ήταν αρκετά προχωρημένοι ώστε να γνωρίζουν τους κινδύνους.
“Αυτά που λέω και κάνω εδώ, έχουν σχεδιαστεί και υπολογιστεί με ακρίβεια”, είπε ο Ηγούμενος. “Οι τυχαίες επιδράσεις είναι επικίνδυνες εδώ μέσα. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι τόσο αποφασιστικά λιτό αυτό το δωμάτιο. Ακόμα κι η μικρότερη έκτακτη παρεμβολή εδώ, θα μπορούσε να επιφέρει ανυπολόγιστες διαφοροποιήσεις σ' αυτό που κάνουμε. Λέω τώρα ότι, καμιά ντροπή δεν θα βαρύνει οποιονδήποτε ανάμεσά σας αποφασίσει να φύγει από αυτό το δωμάτιο, και να μην πάρει μέρος στην δημιουργία ενός θεού”.
Οι καθισμένοι βοηθοί ιερείς μετακινήθηκαν μέσα στις λευκες ρόμπες τους, αλλά κανένας δεν δέχτηκε την πρόσκληση.
Ο Ηγούμενος ένιωσε κάποια ικανοποίηση. Μέχρι στιγμής, τα πράγματα προχωρούσαν μέσα στα πλαίσια των προβλέψεών του. Είπε:
“Οπως ξέρουμε ο κίνδυνος στην κατασκευή ενός θεού είναι το να επιτύχουμε. Στην ψιονική επιστήμη μια επιτυχία στην τάξη μεγέθους που προβάλλουμε μέσα σ' αυτό το δωμάτιο, εμπεριέχει βαθύτατο αυτοπαθή κίνδυνο. Δημιουργούμε, πράγματι, ένα θεό. Οτνα τον έχουμε πια κατασκευάσει, θα έχουμε επιτύχει κάτι που δεν είναι πια δημιούργημά μας. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να γίνουμε δημιούργημα αυτόυ που εμείς δημιουργήσαμε”.
Ο Ηγούμενος κούνησε το κεφάλι, καθώς αναθυμόταν όλους τους θεούς που είχαν κατασκευάσει στην ιστορία της ανθρωπότητας: άγριοι, αποφασιστικοί, πρωτόγονοι, εκλεπτισμένοι... αλλά όλοι είχαν απρόβλεπτη συμπεριφορά. Οπως κι αν είχε κατασκευαστεί, ο θεός ακολουθούσε τον δικό του προσωπικό δρόμο. Τα θεϊκά καπρίτσια κανείς δεν μπορούσε να τ' αψηφήσει.
“Ο θεός προβάλλει νέος κάθε φορά μέσα από το χάος”, είπε ο Ηγούμενος. “Εμείς δεν το ελέγχουμε αυτό. Ξέρουμε μόνο πως να κατασκευάσουμε κάποιο θεό”.
Ενιωσε τον ξερό ηλεκτρισμό του φόβου να συσσωρεύεται μέσα στο στόμα του, κατάλαβε ότι η απαιτούμενη ένταση είχε αρχίσει να φουντώνει τριγύρω του. Ο θεός πρέπει να προέλθει εν μέρει από τον φόβο, αλλά όχι μόνο από τον φόβο.
“Πρέπει ν' αντιμετωπίζουμε με δέος το δημιούργημά μας”, ανακοίνωσε. “Πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να το λατρέψουμε, να το υπακούσουμε, να το παρακαλέσουμε και να το ικετέψουμε”.
Οι βοηθοί ιερείς ήξεραν το σύνθημα. “Να λατρεύουμε και να υπακούμε”, μουρμούρισαν. Κύματα δέους εκπέμπονταν από πάνω τους.
Αχ, ναι, σκεφτόταν ο Ηγούμενος: άπειρες οι δυνατότητες κι άπειρος ο κίνδυνος, αυτή είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε. Η στόφα του σύμπαντός μας, εξυφαίνεται μέσα σ' αυτές τις στιγμές.
Είπε: “Πρώτα, καλούμε να υπάρξει η ημιδιάπλαση, ο μεσάζοντας του θεού που θα δημιουργήσουμε”. Ανασήκωσε τα χέρια, σπάζοντας το κύμα δύναμης που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους δύο τοίχους, σκορπίζοντας δινορεύματα μέσα στο δωμάτιο. Καθώς κινιόταν ένιωσε με την αναπαραστατική αντίληψη που είχε μέσα του μια ταυτοχρονικότητα, ένα ρήγμα χρόνου στο σύμπαν του, που δήλωνε ότι τρία πράγματα συνέβαιναν μαζί. Ένα όραμα του αδελφού του, το Αγκ Εμολίρντο, εμφανίστηκε στο μυαλό του. Ενας άνθρωπος με μακριά μύτη σαν πουλί, που στεκόταν μέσα στο ημίφως στον μακρινό Μάρακ, κλαίγοντας με λυγμούς χωρίς λόγο. Αυτό το όραμα εξελίχθηκε στην εικόνα ενός χεριού, ενός δαχτύλου που πατούσε ένα κουμπί σ' ένα μικρό πράσινο κουτί. Την ίδια στιγμή είδε τον εαυτό του να στέκεται με τα χέρια σηκωμένα, καθώς μια Σριγκάρ, θανατηφόρα σαύρα από τον Τσάργκον, ξεπρόβαλε από τον ψιονικό τοίχο που ήταν πίσω του.
Οι βοηθοί ιερείς τα 'χασαν.
Με τις εξαίσια αργές κινήσεις του τρόμου, ο Ηγούμενος κατέβασε τα χέρια και στράφηκε. Ναι, ήταν μια αληθινή Σριγκάρ – ένα πλάσμα τόσο ψηλό ώστε αναγκαζόταν να σκύβει για να χωρέσει στο δωμάτιο. Μεγάλα κυρτά νύχια κρέμονταν από τα κοντά μπροστινά πόδια της. Στο στενόμακρο κεφάλι, το γαμψό ράμφος ήταν ανοιχτό και ξεπρόβαλε η διχαλωτή γλώσσα, που έστριψε δεξιά κι ύστερα αριστερά. Τα παρατηρητικά μάτια της κινιόντουσαν συνέχεια κι η ανάσα της γέμισε το δωμάτιο με τη μυρωδιά των βάλτων.
Απότομα, το στόμα της έκλεισε σφιχτά: “Χρουτς!”
Οταν άνοιξε πάλι, βγήκε μια φωνή από μέσα του: βαθιά, ανέκφραστη, έναρθρη, χωρίς να συγχρονίζεται με τις κινήσεις της γλώσσας και των χειλιών της Σριγκάρ. Είπε:
“Ο θεός που κατασκευάζετε μπορεί να πεθάνει καθώς θα γεννιέται. Αυτά τα πράγματα, χρειάζονται το καθένα, τον χρόνο του και τον τρόπο του. Είμαι σ' επιφυλακή και σ' ετοιμότητα. Θα μεσολαβήσουν ένα παιχνίδι πολέμου και μια πόλη από γυαλί όπου ζουν πλάσματα με μεγάλες δυνατότητες. Θα υπάρξει μια εποχή για πολιτική και μια εποχή όπου οι ιερείς θα φοβηθούν τις συνέπειες της τόλμης τους. Ολα αυτά πρέπει να υπάρξουν για να επιτευχθεί ένας άγνωστος στόχος”.
Η Σριγκάρ άρχισε να διαλύεται με αργό ρυθμό – πρώτα το κεφάλι, ύστερα το τεράστιο σώμα με τα κίτρινα λέπια. Εκεί που στεκόταν σχηματίστηκε μια λιμνούλα από ζεστό καφετί υγρό, που κύλησε κατά μήκος του δωματίου, και κύκλωσε τα πόδια του Ηγούμενου και τους καθισμένους βοηθούς ιερείς.
Κανένας τους δεν τόλμησε να κινηθεί. Ηξεραν κάτι παραπάνω απ' το να εισαγάγουν μια τυχαία δικιά τους δύναμη μέσα στο χώρο, πριν να σβήσουν τα σπινθηροβόλα ψιονικά ρεύματα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Επιστημονικό...φανταστικός νεολογισμός του συγγραφέα και ο τρόπος που αποδόθηκε σ' αυτό το βιβλίο:
psi = 1. ψι, ψιονική επιστήμη (επιστήμη που ασχολείται με τα παραψυχικά φαινόμενα. Ο όρος psi – που χρησιμοποιείται σήμερα από τις λατινόφωνες γλώσσες στην παραψυχολογία – προέρχεται από το psion, υποθετικό σωματίδιο του οποίου οι ιδιότητες ερμηνεύονται από μακροκοσμική άποψη σαν παραψυχικά φαινόμενα. Το psion προέρχεται από το αγγλικό psyche = ψυχή. 2.ψιονικός (άνθρωπος με ικανότητες ψι)
3.ψι, ψιονικός, -η, -ο (= που παράγει ή ανήκει στα ψιονικά φαινόμενα) π.χ. psi activity (ψιονικές δραστηριότητες), psi amplifier (ψιονικός ενισχυτής), Psi Branch (Τμήμα Ψιονικής), psi currents (ψιονικά ρεύματα, ρεύματα ψι), psi field (ψιονική μηχανή), psi power (ψιονική δύναμι, δύναμη ψι), psi troining (ψιονική εκπαίδευση), psi wall (ψιονικός τοίχος)

FRANK HERBERT
ΟΙ ΘΕΟΠΟΙΟΙ (THE GODMAKERS)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΛΑΒΑΝΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ SPACE

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

ΤΑ ΕΝΝΕΑ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ – ΑΡΘΟΥΡ ΚΛΑΡΚ


Ο γιατρός Βάγκνερ κατάφερε να αυτοσυγκρατηθεί. Ηταν αξιέπαινος. Υστερα είπε: “Η αναφορά σας είναι λίγο περίεργη. Μα την πίστη μου, είναι πρώτη φορά που βλέπω σ' ένα θιβετιανό μοναστήρι έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Δεν θέλω να είμαι αδιάκριτος, αλλά δεν βλέπω σε τι μπορεί να χρησιμεύσει ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σ' ένα τέτοιο ίδρυμα. Μπορώ να ρωτήσω τι θα τον κάνετε;”
Ο λάμα, αφού τακτοποίησε τις πτυχές του μεταξωτού του ράσου, έβαλε πάνω στο γραφείο τον λογαριθμικό κανόνα και μόλις είχε κάνει τους υπολογισμούς του για να δει τη διαφορά λίρας – δολαρίου.
Αν πιστέψω τον κατάλογο, ο ηλεκτρονικός σας υπολογιστής, τύπου 5, είναι ικανός να κάνει όλες τις μαθηματικές πράξεις μέχρι και δέκα δεκαδικές. Επομένως αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι τα γράμματα και όχι οι αριθμοί. Θα σας ζητούσα να τροποποιήσετε την περίμετρο της εξόδου του υπολογιστή, ώστε αντί για αριθμούς να τυπώνει γράμματα.
-Δε σας έπιασα καλά...
-Από τότε που ιδρύθηκε το μοναστήρι μας, εδώ και τρεις αιώνες, έχουμε αφιερωθεί σε μια συγκεκριμένη δουλειά. Είναι μια δουλειά που είμαι σίγουρος πως θα σας φανεί περίεργη, αλλά ακούστε με, προσεκτικά.
-Σύμφωνοι.
-Είναι απλό. Θέλουμε να φτιάξουμε έναν κατάλογο με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς ονομάτων, που μπορούν να δοθούν στο Θεό.
-Συγνώμη;
Ο ιερέας του Βούδα συνέχισε ατάραχος:
“Εχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε πως όλα αυτά τα ονόματα περιλαμβάνουν περισσότερα από εννέα γράμματα κατά σειρά της αλφαβήτου μας”.
-Και κάνετε αυτή τη δουλειά εδώ και τρεις αιώνες;
-Ναι. Υπολογίσαμε πως χρειαζόμαστε δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, για να τελειώσουμε αυτή τη δουλειά.
Ο γιατρός άφησε ένα σφύριγμα γεμάτο θαυμασμό:
“Οκέι. Τώρα καταλαβαίνω γιατί θέλετε να νοικιάσετε μια από τις μηχανές μας. Αλλά ποιός είναι ο σκοπός αυτής της επιχείρησης;”
Για ένα κλάσμα δευτερολέπτου ο ιερέας δίστασε να απαντήσει, και ο Βάγκνερ φοβήθηκε πως είχε προσβάλει αυτό τον περίεργο πελάτη, που είχε κάνει ένα τέτοιο ταξίδι, Λάσσα – Ν. Υόρκη, με τη λίστα των τιμών των νομισμάτων και με τον κατάλογο των εταιρειών που έχουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στην τσέπη του ράσου του.
“Μπορείτε να το ονομάσετε τελετουργικό όλο αυτό, αν θέλετε, αλλά αποτελεί ένα βασικό κομμάτι της πίστης μας”, είπε ο ιερέας του Βούδα. “Τα ονόματα που έχουν δοθεί στο Υπέρτατο Ον, Θεός, Δίας, Ιεχωβάς, Αλλάχ κλπ. Δεν είναι παρά ετικέτες που τις έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι. Κάποιες φιλοσοφικές θεωρίες που είναι πολύ σύνθετες, για να σας μιλήσω γι' αυτές τώρα, μας οδήγησαν στο εξής συμπέρασμα: μέσα απ' όλους τους δυνατούς χειρισμούς και τις τροποποιήσεις που μπορούμε να κάνουμε στα γράμματα, βρίσκονται τα πραγματικά ονόματα του Θεού. Επομένως ο σκοπός μας είναι να τα βρούμε όλα και να τα καταγράψουμε”.
-Ναι, το βλέπω. Αρχίσατε από το Α και φτάσατε στο Ω.
-Εκτός του ότι χρησιμοποιούμε τη δική μας αλφάβητο.
Νομίζω πως θα σας είναι εύκολο να μετατρέψετε τη γραφομηχανή, ώστε να γράφει τα δικά μας γράμματα. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα που θα πρέπει να το αντιμετωπίσετε εκ των προτέρων. Να τοποθετήσετε ειδικές περιμέτρους, ώστε να αποκλείει από πριν, τους συνδυασμούς που μας είναι άχρηστοι.
-Τρεις; Θέλετε να πείτε δύο.
-Οχι, τρεις. Θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο, να σας το εξηγήσω, ακόμα και αν καταλαβαίνατε τη γλώσσα μας.
Ο Βάγκνερ απάντησε στα γρήγορα: “Βέβαια, βέβαια, συνεχίστε”.
-Θα σας είναι εύκολο να προσαρμόσετε τον αυτόματο υπολογιστή σας στη λειτουργία αυτού του σκοπού. Με το κατάλληλο πρόγραμμα, ένα μηχάνημα αυτής της κατηγορίας, θα μπορούσε να μετατρέπει το ένα γράμμα μετά το άλλο και να τυπώνει το αποτέλεσμα. Ετσι συμπέρανε με ηρεμία ο ιερέας του Βούδα, αυτό που θα μας έπαιρνε δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια να το τελειώναμε, θα το τελειώσουμε σε εκατό ημέρες.
Ο γιατρός Βάγκνερ, ένιωσε πως έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ανάμεσα στα ψηλά κτίρια, στο θόρυβο και τα χρωματιστά φώτα της Ν. Υόρκης. Είχε μεταφερθεί σ' έναν άλλο κόσμο. Εκεί πέρα, στο απομακρυσμένο μοναστήρι χτισμένο πάνω στο βουνό, ολόκληρες γενιές θιβετιανών μοναχών, έφτιαχναν εδώ και τρεις αιώνες λίστες με ονόματα που δεν είχαν καμιά έννοια. Δεν υπάρχουν λοιπόν όρια στην ανθρώπινη τρέλα; Αλλά ο γιατρός Βάγκνερ, δεν μπορούσε να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.
Απάντησε:
-Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως θα μπορούσαμε να μετατρέψουμε το μηχάνημα τύπου 5, με τέτοιο τρόπο, ώστε να τυπώνει τις λίστες που επιθυμείτε. Η εγκατάσταση και η λειτουργία δε μας ανησυχούν καθόλου. Αντίθετα, δε θα ήταν εύκολο να σας την παραδώσουμε, έτσι, στο Θιβέτ.
-Μπορούμε να το τακτοποιήσουμε αυτό. Τα μεμονομένα εξαρτήματα είναι ευαίσθητα για να μεταφέρονται με το αεροπλάνο. Αλλωστε γι' αυτό το λόγο διαλέξαμε το δικό σας μηχάνημα. Εσεις μπορείτε να στείλετε τα κομμάτια στις Ινδίες και τα υπόλοιπα θα τα αναλάβουμε εμείς.
-Επιθυμείτε να πάρετε μαζί σας, δύο μηχανικούς μας;
-Ναι, για να το τοποθετήσουν και να το παρακολουθούν τις εκατό μέρες που μας χρειάζονται να τελειώσουμε.
-Θα το αναφέρω στη διεύθυνση του προσωπικού, είπε ο Βάγκνερ, σημειώνοντας στο μπλοκ του. Υπάρχουν δύο ζητήματα ακόμα, να λύσουμε...
Πριν τελειώσει καλά καλά τη φράση του, ο λάμα έβγαλε από την τσέπη του ένα φύλλο χαρτί:
-Αυτό είναι το πιστοποιητικό του λογαριασμού μου στην τράπεζα της Ασίας.
-Σας ευχαριστώ. Είναι τέλεια... Αλλά, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να σας κάνω και τη δεύτερη ερώτηση, παρόλο που μου φαίνεται αυτονόητη, γεγονός που με κάνει διστακτικό. Έχετε ηλεκτρικό;
-Εχουμε μια γεννήτρια ντήζελ ηλεκτρική των 50KW και 110 βολτ. Την έχουμε πέντε χρόνια και λειτουργεί καλά. Διευκολύνει πολύ τη ζωή μας στο μοναστήρι. Την πήραμε κυρίως για να δουλεύει ο μύλος των προσευχών.
-Μάλιστα, θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί”.

Από τις επάλξεις του μοναστηριού η θέα σου έφερνε ίλιγγο, αλλά σιγά σιγά το συνήθιζες.
Τρεις μήνες πέρασαν και ο Ζωρζ Χάνλεϊ δεν εντυπωσιαζόταν καθόλου πια από τα 600 μέτρα ύψος που χώριζαν το μοναστήρι από την κοιλάδα. Ακουμπισμένος πάνω σε κάτι πέτρες, ο μηχανικός χάζευε τα μακρινά βουνά παρόλο που αγνωούσε το όνομά τους. “Η επιχείρηση όνομα του Θεού” όπως την είχε βαφτίσει ένας καλαμπουρτζής της εταιρείας, ήταν η πιο τρελή δουλειά που είχε αναλάβει ποτέ.
Βδομάδα τη βδομάδα, η μηχανή τύπου 5, έγραφε χιλιάδες φύλλα χαρτιού. Με υπομονή και επιμονή, ο υπολογιστής συγκέντρωσε όλους τους πιθανούς συνδιασμούς που μπορεί να κάνει το θιβετιανό αλφάβητο με τη σειρά. Οι καλόγεροι έκοβαν με προσοχή κάποιες λέξεις που έβγαιναν από τη μηχανή και τα κολλούσαν με ευλάωεια σε τεράστια βιβλία. Σε μια βδομάδα είχαν τελειώσει.
Ο Χάνλεϊ αγνούσε με τι μυστικούς υπολογισμούς έφτασαν στο συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε να μελετήσουν τις ομάδες των δέκα, είκοσι, εκατό και χιλίων γραμμάτων και δεν είχε και καμιά όρεξη να μάθει. Μέσα στους εφιάλτες του, ονειρευόταν πως ο μεγάλος λάμα, είχε αποφασίσει ξαφνικά να κάνουν λίγο πιο σύνθετο το πρόγραμμα και να το συνεχίσουν μέχρι το 2060. Αυτός ο γελοίος ανθρωπάκος του φαινόταν πως ήταν ικανός να το κάνει.
Η βαριά ξύλινη πόρτα, χτύπησε. Ο Τσακ ερχόταν να τον συναντήσει. Ο Τσακ κάπνιζε, όπως συνήθως, ένα πούρο: είχε γίνει δημοφιλής ανάμεσα στους καλόγερους γιατί τους μοίραζε πούρα Αβάνας. Αυτοί οι τύποι θα μπορούσαν να ήταν τελείως εκκεντρικοί σκέφτηκε ο Χάνλεϊ, αλλά δεν ήταν πουριτανοί. Οι συχνές επισκέψεις στο χωριό, δεν ήταν χωρίς ενδιαφέρον...
-ακου Ζωρζ, είπε ο Τσακ, έχουν προβλήματα.
-Παρέλυσε η μηχανή;
-Οχι.
Ο Τσακ κάθησε στο πεζούλι της έπαλξης. Ηταν περίεργο, γιατί συνήθως ζαλιζόταν:
-Θα σου αποκαλύψω το μυστικό της υπόθεσης.
-Μα το γνωρίζουμε!
-Ξέρουμε αυτό που θέλουν να κάνουν οι καλόγεροι, αλλά δεν γνωρίζουμε το λόγο της πράξης τους.
-Μπα, είναι μουρλοί.
-Ακου Ζωρζ, ο γέρος μου εξήγησε. Σκέφτονται πως αν γράψουν όλα αυτά τα ονόματα, ο θείος σκοπός θα προσβληθεί. Η ανθρώπινη ράτσα θα έχει εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε.
-Τότε λοιπόν περιμένουν πως θα αυτοκτονήσουμε;
-Αχρηστο. Οταν η λίστα συμπληρωθεί, θα περβει ο Θεός και όλα θα έχουν τελειώσει.
-Οταν θα τελειώσουμε θα έρθει το τέλος του κόσμου;
Ο Τσακ γέλασε νευρικά:
-Αυτό είπα κι εγώ στο γέρο. Με κοίταξε τότε παράξενα, όπως ένας καθηγητής κοιτάει έναν ηλίθιο μαθητή, και μου είπε: Α δε θα είναι κάτι τόσο ασήμαντο!...
Ο Ζωρζ σκέφτηκε ένα λεπτό.
-Είναι ένας τύπος ανθρώπου με ανοιχτό μυαλό, είπε, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτε αφού ξέρουμε πως είναι μουρλός.
-Ναι. Μα δεν βλέπεις τι μπορεί να συμβεί; Αν τελειώσουν οι λίστες και σύμφωνα με τη θιβετιανή έκδοση, δε χτυπήσει η τρομπέτα του αρχαγγέλου γαβριήλ, μπορεί να πιστέψουν πως φταίμε εμείς. Μην ξεχνάς πως είναι η δική μας μηχανή που χρησιμοποιούν. Δεν μ' αρέσει αυτό καθόλου...
Συμφωνώ, είπε σιγανά ο Ζωρζ, αλλά έχω δει και άλλα παρόμοια. Οταν ήμουν παιδί στη Λουιζιάνα, είχαμε έναν κήρυκα που ανάγγειλε πως την ερχόμενη Κυριακή θα έρθει το τέλος του κόσμου. Αρκετοί τύποι τον πίστεψαν, μερικοί μάλιστα πούλησαν και τα σπίτια τους. Κανείς όμως δεν θύμωσε την επόμενη Κυριακή. Ο κόσμος σκέφτηκε πως είχε πέσει έξω, ως προς την ημερομηνία και μερικοί από αυτούς το πιστεύουν ακόμα και σήμερα.
-Στην περίπτωση που δεν το έχεις αντιληφθεί, δε βρισκόμαστε στη Λουιζιάνα. Βρισκόμαστε μόνοι οι δυό μας ανάμεσα σε εκατοντάδες καλόγερους. Τους λατρεύω, αλλά θα προτιμούσα να ήμουν αλλού, όταν ο ηγούμενος καταλάβει πως η επιχείρηση απέτυχε.
-Υπάρχει μια λύση. Ενα μικρό ανώδυνο σαμποτάζ. Το αεροπλάνο φτάνει σε μια βδομάδα, και το μηχάνημα τελειώνει τη δουλειά του σε 4 μέρες, αφου δουλεύει 24 ώρες τη μερα. Δε μας απομένει παρά να το βάλουμε να ξανακάνει κάποια πράγματα για δυο τρεις μέρες. Αν είναι καλά προγραμματισμένο θα μπορέσουμε να είμαστε στο αεροδρόμιο, όταν και το τελευταίο γράμμα θα βγαίνει από τη μηχανή.

Εφτά μέρες αργότερα, καθώς κατέβαιναν καβάλα στα μικρόσωμα πόνυ, το φιδωτό μονοπάτι, ο χάνλεϊ είπε:
-εχω λίγες τύψεις. Δεν το σκάω γιατί φοβάμαι, αλλά γιατί λυπάμαι. Δε θα ήθελα να έβλεπα τα μούτρα αυτών των ανθρώπων, όταν η μηχανή θα σταματήσει.
-Κατά τη γνώμη μου, ήξεραν πολύ καλά πως το κάναμε για να σωθούμε αλλά δεν τους ενδιέφερε καθόλου. Ξέρουν τώρα πως η μηχανή είναι αυτόματη και δεν έχει ανάγκη παρακολούθησης. Και σκέφτονται πως δεν υπάρχει μέλλον.
Ο Ζώρζ γύρισε το κορμί του πίσω και κοίταξε.
Τα κτίρια του μοναστηριού διαγράφονταν σαν σκοτεινές σιλουέτες την ώρα του δειλινού. Μικρά φώτα έλαμπαν που και που πάνω στα τείχη, όπως τα φώτα ενός πλοίου που ταξιδεύει. Ηλεκτρικές λάμπες ήταν κρεμασμένες πάνω από τη μηχανή τύπου 5.
Τι να γινόταν άραγε στο τέλος ο ηλεκτρονικός υπολογιστής; Οι καλόγεροι θα τον κατέστρεφαν άραγε από το θυμό τους; Ή μήπως ξανάρχιζαν από την αρχή;
Φανταζόταν τι θα γινόταν εκείνη τη στιγμή πίσω από τα μεγάλα τείχη. Ο μεγάλος λάμα και οι βοηθοί του θα εξέταζαν τα χαρτιά, ενώ οι δόκιμοι θα έκοβαν τα ονόματα και θα τα κολούσαν σε μεγάλα τετράδια. Και όλα αυτά θα γίνονταν μέσα σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Δε θα ακουγόταν παρά το χτύπημα στη μηχανή, σαν μια ψιλή βροχή πάνω στο χαρτί.
Ακόμα και ο υπολογιστής που υπολόγιζε χιλιάδες γράμματα το δευτερόλεπτο θα ήταν σιωπηλός.
Η φωνή του Τσακ, διέκοψε τις ονειροπολήσεις τους.
-Νατο είναι πράγματι υπέροχο.
Το αεροπλάνο, σαν ένας μικρός ασημένιος σταυρός, ερχόταν να προσγειωθεί στο μικρό αεροδρόμιο της τύχης.
Αυτή η θέα σ' έκανε να θέλεις να πιεις ένα παγωμένο ουίσκι.
Ο Τσακ άρχισε να τραγουδάει αλλά σταμάτησε γρήγορα. Τα βουνά δεν τον ενέπνεαν και τόσο πολύ.
Ο Ζωρζ συμβουλεύτηκε το ρολόϊ του.
Θα είμαστε στο αεροδρόμιο σε μια ώρα, είπε. Και πρόσθεσε: Νομίζεις πως ο υπολογιστής θα έχει τελειώσει πια;
Ο Τσακ δεν απάντησε και ο Ζωρζ γύρισε το κεφάλι.
Είδε το πρόσωπο του Τσακ άσπρο σαν πανί, να κοιτάει τον ουρανό.
“Κοίτα” μουρμούρισε ο Τσακ.
Ο Ζωρζ σήκωσε τα μάτια.
Για τελευταία φορά, μέσα στη γαλήνη των πανύψηλων βουνών και πάνω από τα κεφάλια τους, τ' άστρα έσβηναν...

ΑΡΘΟΥΡ ΚΛΑΡΚ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΣΓΑΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ