.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΟΝΟΣ; - PETER USPENSKY


Ο χρόνος είναι το πιο φοβερό και δύσκολο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.
Ο Καντ θεωρεί τον χρόνο όπως και τον χώρο: σαν μια υποκειμενική μορφή της αντιληπτικότητας μας. Δηλαδή λέει ότι εμέις οι ίδιοι δημιουργούμε χρόνο σαν μια λειτουργία του αντιληπτικού μας οργάνου, χάριν ευκολίας για την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Η πραγματικότητα είναι συνεχής και σταθερή, αλλά προκειμένου να μπορέσουμε να την αντιληφθούμε, πρέπει να την χωρίσουμε σε ξεχωριστές στιγμές, να την φανταστούμε σαν μια άπειρη σειρά ξεχωριστών στιγμών από τις οποίες υπάρχει για μας μόνο μια. Με άλλα λόγια, αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα σαν μέσα από μια στενή σχισμή κι αυτό που βλέπουμε μέσα από αυτήν τη σχισμή το αποκαλούμε παρόν. Εκείνο που είδαμε και τώρα δεν βλέπουμε, το αποκαλούμε παρελθόν. Και εκείνο που δεν βλέπουμε αλλά περιμένουμε, το αποκαλούμε μέλλον.
Θεωρώντας κάθε φαινόμενο σαν αποτέλεσμα ενός άλλου, ή άλλων, κι αυτό με τη σειρά του σαν αιτία ενός τρίτου, δηλαδή θεωρώντας όλα τα φαινόμενα σε λειτουργική αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, με αυτήν ακριβώς την πράξη τα σκεφτόμαστε στον χρόνο. Επειδή απεικονίζουμε απόλυτα καθαρά και με ακρίβεια στον εαυτό μας πρώτα μια αιτία, ύστερα ένα αποτέλεσμα. Πρώτα μια δράση, ύστερα τη λειτουργία της. Και δεν μπορούμε να τα σκεφτούμε διαφορετικά. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η ιδέα του χρόνου είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της αιτιότητας και της λειτουργικής αλληλεξάρτησης. Χωρίς τον χρόνο η αιτιότητα δεν μπορεί να υπάρξει, ακριβώς όπως χωρίς τον χρόνο δεν μπορεί να υπάρξει η κίνηση ή η απουσία κίνησης.
Αλλά η αντίληψή μας σχετικά με την «ύπαρξή μας στον χρόνο» είναι μπερδεμένη και προσεγγίζει το αδύνατον.
Πρώτα απ' όλα ας αναλύσουμε τη σχέησ μας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Συνήθως θεωρούμε ότι το παρελθόν ήδη δεν υπάρχει. Έχει περάσει, έχει εξαφανιστεί, έχει αλλάξει, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο. Το μέλλον επίσης δεν υπάρχει – δεν υπάρχει ακόμη. Δεν έχει φθάσει, δεν έχει σχηματιστεί. Με το παρελθόν εννοούμε τη στιγμή της μετάβασης ενός φαινομένου από μια μη-ύπαρξη σε μια άλλη μη-ύπαρξη. Γιατί μόνο για εκείνη τη στιγμή το φαινόμενο υπάρχει για μας πραγματικά. Πριν, υπήρχε εν δυνάμει, ύστερα θα υπάρχει σαν ανάμνηση. Αλλά αυτή η σύντομη στιμή είναι σε τελική ανάλυση μόνο μια φαντασία: δεν έχει μέγεθος. Έχουμε κάθε δικαίωμα να πούμε ότι το παρόν δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε ποτέ να το συλλάβουμε. Εκείνο που όντως συλλαμβάνουμε είναι πάντα το παρελθόν!
Αν σταματήσουμε εδώ, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο κόσμος δεν υπάρχει, ή υπάρχει μόνο σε κάποια φαντασμαγορία πλανών, που αστράφτουν και εξαφανίζονται.
Συνήθως δεν το λαμβάνουμε υπόψη μας αυτό και δεν σκεφτόμαστε ότι η συνηθισμένη μας θεώρηση του χρόνου οδηγεί στον έσχατο παραλογισμό.
Ας φανταστούμε έναν ανόητο ταξιδιώτη που πηγαίνοντας από τη μια πόλη στην άλλη είναι στο ενδιάμεσο σημείο ανάμεσα στις δυο πόλεις. Ένας ανόητος ταξιδιώτης νομίζει ότι η πόλη από την οποία έφυγε την περασμένη εβδομάδα δεν υπάρχει τώρα: μόνο η ανάμνησή της έχει μείνει. Τα τείχη έχουν καταστραφεί, οι πύργοι έχουν πέσει, οι κάτοικοι είτε πέθαναν είτε έφυγαν. Επίσης η πόλη στην οποία κατευθύνεται και όπου θα φθάσει σε μερικές ημέρες δεν υπάρχει, αλλά χτίζεται βιαστικά για την άφιξή του. Την ημέρα της άφιξής του θα είναι έτοιμη, κατοικημένη και τακτοποιημένη και την ημέρα της αναχώρησής του θα καταστραφεί όπως και η πρώτη.
Σκεφτόμαστε τα πράγματα στον χρόνο ακριβώς με αυτόν τον τρόπο – το καθετί περνάει, τίποτε δεν επιστρέφει! Η άνοιξη πέρασε, δεν υπάρχει πλέον. Το φθινόπωρο δεν ήλθε, δεν υπάρχει ακόμη.
Αλλά τι υπάρχει;
Το παρόν.
Το παρόν, όμως, δεν είναι μια στάσιμη στιγμή, μεταβαίνει συνεχώς στο παρελθόν.
Έτσι αυστηρά μιλώντας ούτε το παρελθόν, ούτε το παρόν ούτε το μέλλον υπάρχει για μας. Τίποτε δεν υπάρχει! Και όμως ζούμε, νιώθουμε, σκεφτόμαστε – και κάτι μας περιβάλλει. Επομένως στη συνηθισμένη μας στάση απέναντι στον χρόνο υπάρχει κάποιο λάθος. Αυτό το λάθος θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε.
Εξ' αρχής αποδεχθήκαμε ότι κάτι υπάρχει. Αποκαλούμε αυτό το κάτι «κόσμο». Πως λοιπόν μπορεί να υπάρχει ο κόσμος, αν δεν υπάρχει στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον;
Αυτή η ιδέα του κόσμου την οποία συνάγουμε από τη συνηθισμένη μας θεώρηση του χρόνου κάνει τον κόσμο να εμφανίζεται σαν μια συνεχώς εκτιναζόμενη πύρινη ροή πυροτεχνημάτων, που κάθε σπίθα τους λάμπει για μια στιγμή και εξαφανίζεται για να μην εμφανιστεί ποτέ ξανά. Οι σπίθες συνεχίζονται ακολουθώντας η μια την άλλη, υπάρχει άπειρος αριθμός σπιθών και όλες μαζί δημιουργούν την εντύπωση μιας φλόγας, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Το φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη. Θα υπάρξει αλλά δεν υπάρχει τώρα. Και δεν κάνουμε ούτε μια σκέψη για το πως μπορεί να εμφανιστεί εκείνου που δεν υπάρχει.
Κινούμαστε πάνω σε ένα πεδίο και αναγνωρίζουμε ως αληθινά υπαρκτό μόνο τον μικρό κύκλο που φωτίζεται από τη συνειδησή μας. Καθετί έξω από αυτόν τον κύκλο, το οποίο δεν βλέπουμε, το αρνούμαστε. Δεν θέλουμε να δεχθούμε ότι υπάρχει. Κινούμαστε πάνω στο πεδίο προς μια κατεύθυνση. Αυτήν την κατεύθυνση την θεωρούμε ως αιώνια και άπειρη. Αλλά την κατεύθυνση σε ορθή γωνία προς αυτήν, εκείνες τις γραμμές τις οποίες τέμνουμε, δεν θέλουμε να τις αναγνωρίσουμε ως αιώνιες και άπειρες. Τις φανταζόμαστε ότι πηγαίνουν στη μη-ύπαρξη αμέσως μόλις τις περάσουμε και ότι οι γραμμές μπροστά μας δεν έχουν ακόμη προβάλλει από τη μη-ύπαρξη. Αν υποθεσουμε ότι κινούμαστε πάνω σε μια σφαίρα, στον ισημερινό της ή σε μια από τις παράλληλες του, τότε θα φαινόταν ότι αναγνωρίζουμε σαν πραγματικότητα μόνο έναν μεσημβρινό: εκείνοι που βρίσκονται πίσω μας έχουν εξαφανιστεί και εκείνοι μπροστά μας δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη.
Προχωράμε σαν ένας τυφλός, ο οποίος νιώθει τις πλάκες, τα φανάρια και τους τοίχους των σπιτιών με το ραβδί του και πιστεύει στην αληθινή ύπαρξη μόνο εκείνων τα οποία αγγίζει τώρα, τα οποία νιώθει τώρα. Εκείνα που πέρασε εξαφανίστηκαν και δεν θα επιστρέψουν ποτέ! Εκείνο που δεν συνάντησε ακόμη, δεν υπάρχει. Ο τυφλός θυμάται τη διαδρομή την οποία διέσχισε. Περιμένει ότι ο δρόμος μπροστά θα συνεχίζεται, αλλά δεν βλέπει ούτε μπροστά ούτε πίσω, επειδή δεν βλέπει τίποτε. Επειδή το όργανο της γνώσης του – το ραβδί – έχει ένα συγκεκριμένο και όχι πολύ μεγάλο μήκος και πέρα από την άκρη του ραβδιού του αρχίζει η μη-ύπαρξη.
Ο Βουντ, σε ένα από τα βιβλία του, στρέφει την προσοχή στο γεγονός ότι τα εξυμνούμενα πέντε όργανα αίσθησης είναι στην πραγματικότητα απλώς ψηλαφητές με τους οποίους αισθανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Ζούμε ψηλαφώντας τριγύρω. Ποτέ δεν βλέπουμε τίποτε. Πάντα απλώς νιώθουμε το καθετί. Με τη βοήθεια του μικροσκοπίου και του τηλεσκοπίου, του τηλέγραφου και του τηλεφώνου, επεκτείνουμε λίγο τους ψηλαφητές μας, κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν αρχίζουμε να βλέπουμε. Το να πούμε ότι βλέπουμε είναι δυνατόν μόνο στην περίπτωση που γνωρίζουμε το παρελθόν και το μέλλον. Αλλά εμείς δεν βλέπουμε και εξαιτίας αυτού δεν μπορούμε ποτέ να βεβαιώσουμε τον εαυτό μας για εκείνο το οποίο δεν μπορούμε να νιώσουμε.
Αυτός είναι ο λόγος που θεωρούμε ως αληθινά υπαρκτό μόνο εκείνο τον κύκλο τον οποίον συλλαμβάνουν οι ψηλαφητές σε μια δοσμένη στιγμή. Πέρα από αυτόν – σκοτάδι και μη-ύπαρξη.
Αλλά έχουμε κανένα δικαίωμα να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο;
Ας φανταστούμε μια συνείδηση η οποία δεν δεσμεύεται από τις συνθήκες της αισθητηριακής αντίληψης. Μια τέτοια συνείδηση μπορεί να ανέλθει πάνω από το πεδίο στο οποίο κινούμαστε. Μπορεί να δει πολύ πέρα από τα όρια του κύκλου που φωτίζεται από τη συνηθισμένη μας συνείδηση. Μπορεί να δει ότι υπάρχει όχι μόνο η γραμμή πάνω στην οποία κινούμαστε, αλλά επίσης και όλες οι γραμμές που είναι κάθετες σ' αυτήν και τις οποίες τέμνουμε τώρα, τις οποίες συναντήσαμε κάποτε και τις οποίες θα συναντήσουμε. Αφού ανέλθει πάνω από το πεδίο αυτή η συνείδηση μπορεί να δει το πεδίο, μπορεί να πείσει τον εαυτό της ότι είναι πράγματι ένα πεδίο και όχι μια απλή γραμμή. Τότε μπορεί να δει το παρελθόν και το μέλλον να βρίσκονται μαζί και να υπάρχουν ταυτόχρονα.
Εκείνη η συνείδηση η οποία δεν δεσμεύεται από τις συνθήκες της αισθητηριακής μας αντίληψης μπορεί να ξεπεράσει τον ανόητο ταξιδιώτη, να ανέβει σε ένα βουνό για να δει πέρα μακριά την πόλη προς την οποία κατευθύνεται και να πειστεί ότι αυτή η πόλη δεν χτίζεται ξανά για την άφιξή του, αλλά υπάρχει εντελώς ανεξάρτητη από τον ανόητο ταξιδιώτη. Η συνείδηση αυτή μπορεί να κοιτάξει μακριά στον ορίζοντα και να διακρίνει τους πύργους εκείνης της πόλης όπου ήταν ο ταξιδιώτης και να πειστεί ότι οι πύργοι της δεν έπεσαν, εκείνη η πόλη συνεχίζει να στέκει και να ζει όπως στεκόταν και ζούσε πριν από την άφιξη του ταξιδιώτη.
Μπορεί να ανέλθει πάνω από το πεδίο του χρόνου και να δει την άνοιξη πίσω και το φθινόπωρο μπροστά, να δει ταυτόχρονα τα μπουμπουκιασμένα άνθη και τους ώριμους καρπους. Μπορεί να κάνει τον τυφλό άνδρα να ξαναβρεί την όρασή του και να δει τον δρόμο πάνω στον οποίον βαδίζει και εκείνον που βρίσκεται ακόμη μπροστά του.
Το παρελθόν και το μέλλον δεν μπορεί να μην υπάρχουν, επειδή αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε ούτε και το παρόν υπάρχει. Αναμφίβολα αυτά υπάρχουν κάπου μαζί, αλλά δεν τα βλέπουμε.
Το παρόν, συγκρινόμενο με το παρελθόν και το μέλλον, είναι το πιο απατηλό από όλες τις απατηλότητες.
Είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους. Υπάρχει μόνο ένα παρόν – το Αιώνιο Τώρα της ινδουιστικής φιλοσοφίας. Αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε, επειδή σε κάθε δοσμένη στιγμή βιώνουμε μόνο ελάχιστο μέρος αυτού του παρόντος και μόνο αυτό θεωρούμε ως υπαρκτό, αρνούμενοι την αληθινή ύπαρξη οτιδήποτε άλλου.
Αν το αποδεχτούμε αυτό, τότε η θεώρησή μας για καθετί που μας περιβάλλει θα αλλάξει σημαντικά.



PETER USPENSKY
TERTIUM ORGANUM
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 2005

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΒΕΡΘΕΡΟΥ (ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΤΗΣ 22 ΜΑΪΟΥ & 18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ) - Johann Wolfgang von Goethe


22 Μαΐου

Το ότι η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα όνειρο είναι κάτι που το 'χουν πει πολλοί, αλλά κι εμένα αυτό το ίδιο αίσθημα με συνοδεύει παντού. Όταν αναλογίζομαι τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις δραστηριότητες και στις έρευνες του ανθρώπου. Όταν βλέπω πως όλες οι προσπάθειες κατατείνουν στην ικανοποίηση αναγκών, οι οποίες πάλι δεν έχουν άλλο στόχο από το να παρατείνουν τη φτωχή μας ύπαρξη, και ύστερα ότι κάθε ικανοποίηση που μπορούμε να έχουμε για ορισμένα σημεία της έρευνάς μας δεν είναι παρά μια ονειροπόλα παραίτηση, αφού άλλο δεν κάνει κανείς από το να ζωγραφίζει τους τοίχους της φυλακής του με πολύχρωμες μορφές και φωτεινά σχήματα – Όλα αυτά, Βίλελμ, μου κόβουν τη μιλιά. Επιστρέφω στον εαυτό μου και βρίσκω έναν ολόκληρο κόσμο! Αλλά περισσότερο έναν κόσμο προαισθημάτων και σκοτεινών επιθυμιών παρά καθαρών παραστάσεων και ζωντανής δύναμης. Και τότε όλα αιωρούνται ενώπιόν μου κι εγώ ακολουθώ χαμογελώντας το όνειρό μου βαθιά μέσα στον κόσμο.
Το ότι τα παιδιά δεν ξέρουν γιατί θέλουν κάτι είναι ένα θέμα στο οποί συμφωνούν δάσκαλοι και παιδαγωγοί με όλη τη λογιότητά τους. Όμως, ότι και οι ενήλικοι, όμοια με τα παιδιά, προχωρούν τρικλίζοντας πάνω σ' αυτή τη γη και δεν ξέρουν ούτε από που έρχονται ούτε που πηγαίνουν, ότι, όπως κι αυτά, δεν ενεργούν με βάση αληθινούς στόχους, ενώ αφήνουν να κυβερνιούνται από τα μπισκότα, τα γλυκά και το ξύλο, αυτό είναι κάτι που κανείς δεν θέλει να το πιστέψει κι ωστόσο εμένα μου φαίνεται χειροπιαστή πραγματικότητα.
Παραδέχομαι ευχαρίστως, γιατί ξέρω τι θα μου έλεγες επ' αυτού, ότι οι ευτυχέστεροι είναι εκείνοι που, όμοια με τα παιδιά, μέρα τη μέρα σέρνοντας μαζί τις κούκλες του που τις ντύνουν και τις ξεντύνουν, ενώ στριφογυρίζουν με μεγάλο σεβασμό γύρω απ' το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλειδώσει τα ζαχαρωτά, και, όταν επιτέλους τ' αρπάξουν, τα καταβροχθίζουν λαίμαργα φωνάζοντας: «Κι άλλο, κι άλλο!» - Αυτά είναι ευτυχισμένα πλάσματα. Καλά νιώθουν επίσης αυτοί που στις μίζερες ενασχολήσεις τους ή ακόμη και στα πάθη τους δίνουν επιβλητικούς τίτλους που τους εγγράφουν στο λογαριασμό της ανθρωπότητας ως γιγαντιαία έργα για τη σωτηρία και την ευημερία της. Καλότυχος όποιος μπορεί να ζει έτσι! Όποιος όμως, μέσα στην ταπεινοφροσύνη του, διακρίνει που οδηγούν όλα αυτά, όποιος βλέπει πόσο φρόνιμα ο κάθε καλοβολεμένος αστός ξέρει να τακτοποιεί τον κηπάκο του και να τον κάνει παράδεισο, πόσο αγόγγυστα ο δυστυχισμένος ακολουθεί και αυτός ασθμαίνοντας το δρόμο του και πόσο επιθυμούν όλοι εξίσου να δουν το φως του ήλιου έστω και για ένα λεπτό παραπάνω – ναι, αυτός είναι ήσυχος και δημιουργεί τον κόσμο του αντλώντας από τον εαυτό του και είναι επίσης ευτυχής, γιατί είναι άνθρωπος. Κι έπειτα, όσο κι αν είναι περιορισμένος, κρατάει ωστόσο στην καρδιά του το γλυκό αίσθημα της ελευθερίας και ξέρει ότι μπορεί ν' αφήσει πίσω του αυτή τη φυλακή, όποτε το θελήσει.

* * *

18 Αυγούστου

Γιατί άραγε αυτό που κάνει την ευτυχία του ανθρώπου να πρέπει να γίνεται και η πηγή της δυστυχίας του;
Αυτό το θερμό αίσθημα της πληρότητας που γεννούσε στην καρδιά μου η ζωντάνια της φύσης, το οποίο με πλημμύριζε με τέτοια ηδονή, και το οποίο έκανε τον κόσμο γύρω μου παράδεισο, γίνεται τώρα για μένα ένας ανυπόφορος δήμιος, ένα διωκτικό πνεύμα, που με κατατρέχει όπου κι αν πάω. Άλλοτε, όταν, ψηλά απ' το βράχο, αγκάλιαζα με το βλέμμα μου τη γόνιμη κοιλάδα που φτάνει πέρα απ' το ποτάμι μέχρι τους μακρινούς λόφους και έβλεπα τα πάντα γύρω μου να φυτρώνουν και ν' αναβλύζουν. Όταν έβλεπα εκείνα τα βουνά τα σκεπασμένα από τη ρίζα ως την κορφή με ψηλά, πυκνόφυλλα δέντρα, εκείνες τις κοιλάδες με τα άπειρα μονοπάτια που τα σκίαζαν τα πιο χαριτωμένα δάση, ενώ το ποτάμι κυλούσε απαλό ανάμεσα στα καλάμια που ψιθύριζαν και καθρέφτιζε τα θελκτικά σύννεφα που η ανάλαφρη βραδυνή αύρα λίκνιζε στον ουρανό. Όταν μετά άκουγα ολόγυρά μου τα πουλιά να ζωντανεύουν το δάσος, και τα χιλιάδες σύννεφα από μυγάκια χόρευαν εύθυμα στην τελευταία κατακόκκινη αχτίδα του ήλιου, που το τελευταίο σπαρτάρισμα του βλέμματός του έκανε το σκαραβαίο που βομβούσε να εγκαταλείπει τη φυλακή του μέσα στο χορτάρι. Όταν η κίνηση και το βουητό γύρω μου τραβούσαν την προσοχή μου στο έδαφος και στα βρύα που αποσπούν την τροφή τους από τον σκληρό βράχο μου, και όταν τα χαμόκλαδα που φυτρώνουν στην ξερή πλαγιά του αμμουδερού λόφου μου αποκάλυπταν τη διάπυρη, εσώτερη, ιερή ζωή της φύσης, τότε πως τα έκλεινα όλα αυτά μέσα στη θέρμη της καρδιάς μου! Μέσα σ' αυτήν την υπερεκχειλίζουσα πληρότητα ένιωθα σχεδόν σαν θεός και οι θαυμαστές μορφές του άπειρου κόσμου κινούνταν και ζωντάνευαν τα πάντα μέσα στην ψυχή μου. Τεράστια βουνά με τριγύριζαν, γκρεμοί έχαιναν μπροστά μου και χείμαρροι κατέβαιναν ορμητικοί, τα ποτάμια κυλούσαν κάτω από τα πόδια μου, το δάσος και τα όρη αντηχούσαν. Κι εγώ έβλεπα να δρουν και να ενεργούν δημιουργικά στα βάθη της γης όλες αυτές οι ανεξιχνίαστες δυνάμεις ενώ πάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό έβλεπα να μυρμηγκιάζουν όλων των ειδών τα πλάσματα. Όλα, όλα είναι κατοικημένα από χίλιων λογιών διαφορετικές μορφές κι ύστερα έρχονται οι άνθρωποι και ασφαλίζονται στα σπιτάκια τους και φωλιάζουν εκεί και φαντάζονται με το μυαλό τους ότι εξουσιάζουν τον απέραντο κόσμο! Φτωχέ ανόητε που τα νομίζεις όλα τόσο μικρά, γιατί εσύ είσαι τόσο μικρός. – Από τα απρόσιτα όρη, περνώντας από την απάτητη έρημο μέχρι τα πέρατα του άγνωστου ωκεανού το πνεύμα εκείνου που δημιουργεί αιώνια, πνέει και χαίρεται με κάθε κόκκο σκόνης που το αισθάνεται και ζει. Αχ πόσες φορές τότε δεν επιθύμησα, με τα φτερά του γερανού, που πετούσε από πάνω μου, να φτάσω στην όχθη της απροσμέτρητης θάλασσας, να πιω απ' το αφρισμένο κύπελλο του απείρου εκείνη τη χαρά της ζωής που ξεχειλίζει και να νιώσω μόνο για μια στιγμή μέσα στην περιορισμένη δύναμη του στήθους μου μια σταγόνα από τη μακαριότητα του όντος που δημιουργεί τα πάντα εντός του και διαμέσου του εαυτού του.
Αδελφέ μου, και μόνο η ανάμνηση αυτών των στιγμών αρκεί για να μου κάνει καλό. Η ίδια η προσπάθεια να ανακαλέσω και να ξαναεκφράσω αυτά τα άφατα συναισθήματα ανυψώνει την ψυχή μου πάνω από τον εαυτό της και με κάνει να νιώθω διπλά την αγωνία της κατάστασης στην οποία είμαι βυθισμένος.
Μπροστά στην ψυχή μου είναι σαν να 'χει παραμεριστεί ένα παραπέτασμα και βλέπω τη σκηνή όπου εκτυλίσσεται η απεραντοσύνη της ζωής να μεταβάλλεται ενώπιόν μου στην άβυσσο ενός αιώνα ανοιχτού τάφου. Μπορείς να πεις: Αυτό είναι! όταν όλα περνούν δίπλα σου; Όταν όλα κυλούν με την ταχύτητα του κεραυνού, όταν σπάνια εξαντλούν ολόκληρη τη δύμανη της ύπαρξής τους κι αλίμονο! παρασύρονται από το ρεύμα, βυθίζονται και τσακίζονται στους βράχους; Δεν υπάρχει στιγμή που να μη σε κατατρώγει, εσένα και τους γύρω σου, στιγμή που να μη γίνεσαι εσύ ο ίδιος αναπόφευκτα καταστροφέας. Ο πιο αθώος περίπατος στοιχίζει σε χιλιάδες φτωχά σκουλήκια τη ζωή τους. Μια και μόνη πατημασιά συνθλίβει τα κτίσματα που τα μυρμήγκια έφτιαξαν με τόσο κόπο και ρίχνει έναν μικρό κόσμο σ' έναν ατιμωτικό τάφο. Α! δεν με συγκινούν εμένα οι μεγάλες σπάνιες καταστροφές του κόσμου, αυτές οι πλημμύρες που ρημάζουν τα χωριά σας, οι σεισμοί που καταπίνουν τις πόλεις σας(93). Εμένα μου τρώει την καρδιά αυτή η διαβρωτική δύναμη που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο σύνολο της φύσης η οποία δεν έχει φτιάξει κανένα ον που να μην καταστρέφει το διπλανό του, να μην καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι έτσι κλυδωνίζομαι μες στην αγωνία. Γύρω μου ο ουρανός κι η γη και οι δυνάμεις τους που συμπλέκονται: δεν βλέπω άλλο από ένα τέρας που καταβροχθίζει αέναα και αέναα μηρυκάζει(94).



Johann Wolfgang von Goethe
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΒΕΡΘΕΡΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΕΛΛΑ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Γ' ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ 2006

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΕΠΤΑ ΚΑΙ ΕΝΝΕΑ (ΣΤΟΝ ΣΑΜΑΝΙΣΜΟ) – MIRCEA ELIADE


Η ταύτιση του Κοσμικού Δέντρου με τα κλαδιά με τους επτά πλανητικούς ουρανούς οφείλεται σίγουρα σε επιδράσεις μεσοποταμιακής προέλευσης. Αλλά, αυτό δε σημαίνει ότι η έννοια του Κοσμικού Δέντρου = Άξονα του Κόσμου μεταφέρθηκε στους Τουρκο-Τάταρους και τους άλλους σιβηρικούς πληθυσμούς από τις ανατολικές επιδράσεις. Η άνοδος στον Ουρανό κατά μήκος του Άξονα του Κόσμου είναι μια παγκόσμια και αρχαϊκή ιδέα προγενέστερη της ιδέας της διάβασης των επτά ουρανίων περιοχών (=πλανητικών ουρανών), η οποία δεν μπόρεσε να διαδοθεί στην κεντρική Ασία παρά πολύ μετά τις μεσοποταμιακές μελέτες πάνω στους επτά πλανήτες. Είναι γνωστό ότι η θρησκευτική αξία του αριθμού τρία που συμβολίζει τις τρεις κοσμικές περιοχές – προηγήθηκε της αξίας του αριθμού επτά. Μιλούν επίσης για εννέα ουρανούς (και για εννέα θεούς, εννέα κλαδιά του Κοσμικού Δέντρου, κλπ.), μυστικού αριθμού που εξηγείται πιθανώς σαν 3Χ3 και θεωρείται κατά συνέπειαν ότι αποτελεί μέρος ενός συμβολισμού πιο αρχαϊκού από αυτόν που αποκαλύπτει ο αριθμός επτά, μεσοποταμιακής προέλευσης.
Ο σαμάνος σκαρφαλώνει σ' ένα δέντρο ή σε μια σημύδα χαραγμένη με 7 ή 9 τάπτυ που αντιπροσωπεύουν τα επτά ή εννέα ουράνια επίπεδα. Τα «εμπόδια» (πουτάκι) που πρέπει να νικήσει είναι στην πραγματικότητα, όπως παρατήρησε ο Ανοσίν (Materialy, σ. 9), οι ουρανοί που ο σαμάνος πρέπει να διαπεράσει. Όταν οι Γιακούτες κάνουν αιματηρές θυσίες, οι σαμάνοι τους υψώνουν στον αέρα ένα δέντρο με εννέα σκαλιά (ταπτύ) και το ανεβαίνουν για να φέρουν την προσφορά μέχρι τον Αϊ-Τοζόν. Η μύηση των σαμάνων Σίμπο που συγγενεύουν με τους Τουνγκούζ περιλαμβάνει, όπως είδαμε, την παρουσία ενός δέντρου με σκαλιά. Ο σαμάνος έχει ένα άλλο, μικρότερο, χαραγμένο με 9 τάπτυ μέσα στη γιουρτ (Χάρβα, Die religiosen Vorstellungen σ. 50). Είναι επί πλέον δείγμα που φανερώνει την ικανότητα του για εκστατικό ταξίδι στις ουράνιες περιοχές.
Είδαμε ότι οι Κοσμικές Κολώνες των Οστιακών έφεραν επτά εγκοπές (βλ. πιο πάνω, Κεφ. VIII σ. 16). οι Βογούλοι φαντάζονται ότι αγγίζουν τον Ουρανό ανεβαίνοντας μια σκάλα με επτά σκαλοπάτια. Σ' ολόκληρη την νοτιοανατολική Σιβηρία, η αντίληψη των επτά ουρανών είναι γενική. Αλλά δεν είναι η μόνη: η εικόνα των εννέα ουράνιων επιπέδων ή ακόμα των 16, 17 και μάλιστα 33 ουρανών δεν είναι λιγότερο διαδεδομένη. Όπως θα δούμε σύντομα, ο αριθμός των ουρανών δεν βρίσκεται σε σεση με τον αριθμό των θεών. Οι συχετισμοί ανάμεσα στο πάνθεο και τον αριθμό των ουρανών φαίνονται καμιά φορά αρκετά βεβιασμένοι.
Έτσι οι Αλταϊκοί μιλάνε τόσο για επτά ουρανούς, όσο και για 12, 16 ή 17 (Ραντλώβ, Aus Sibirien, II σ. 6). Στους Τελεοϋτες το σαμανικό δέντρο έχει 16 εγκοπές, που αντιπροσωπεύουν άλλα τόσα ουράνια επίπεδα (Χάρβα, ομ. σ. 52). Στον πιο ψηλό ουρανό κατοικεί ο Τέγκερε Κάιρα Καν, «ο σπλαχνικός Αυτοκράτορας Ουρανός». Στα τρία κατώτερα πατώματα βρίσκονται οι τρεις βασικοί θεοί που έφτιαξε ο Τέγκερε Κάιρα Καν χάρη σ' ένα είδος αναθυμιάσεων: ο Μπάι Ουλγκάν κατοικεί στον 16ο πάνω σ' ένα θρόνο από χρυσό, στην κορυφή ενός χρυσού βουνού. Ο Κουσούγκαν Τέγκερε, «ο Πολύ Δυνατός», στον 9ο (δεν δίνουν καμιά πληροφορία για τους κατοίκους του 15ου μέχρι του 10ου ουρανού). Ο Μέργκεν Τέγκερε, ο «Πάνσοφος», στον 7ο ουρανό, εκεί όπου βρίσκεται επίσης ο Ήλιος. Στα άλλα κατώτερα πατώματα κατοικούν οι υπόλοιποι θεοί και πολλά άλλα ημιθεϊκά πρόσωπα (Ραντλώβ, ομ. σ. 7).
Ο Ανοσίν βρήκε, στους ίδιους Τατάρους του Αλτάι μια τελείως διαφορετική παράδοση (Materialy, σ. 9): ο Μπάι Ουλγκάν, ο ανώτατος θεός, κατοικεί στον ανώτατο ουρανό – τον έβδομο. Ο Τέγκερε Κάιρα Καν δεν παίζει πια κανένα ρόλο (παρατηρήσαμε ήδη ότι εξαφανίζεται από την θρησκευτική επικαιρότητα). Οι επτά Γιοί και οι εννέα Κόρες του Ουλγκάν κατοικούν επίσης στους Ουρανούς, αλλά δεν καθορίζεται σε ποιους.
Η ομάδα από επτά ή εννέα Γιους (ή «Υπηρέτες») του ουράνιου θεού συναντάται συχνά στην κεντρική και βόρειο Ασία, όσο και σουτς Φιννοούγγρους και τους Τουρκο-Τάταρους. Ο Βογούλοι γνωρίζουν επτά Γιους του Θεού, οι Βαζιούγκαν-Οστιάκοι μιλούν για Επτά Θεούς μοιρασμένους στους Επτά Ουρανούς: στον πιο ψηλό βρίσκεται ο Νουμ-Ταρέμ, οι άλλοι έξη θεοί ονομάζονται «οι φύλακες του Ουρανού» (Τορέμ-Καρεβέλ) ή «οι Dolmetchers του Ουρανού»). Μια ομάδα από Επτά ανώτατους Θεούς συναντάται επίσης στους Γιακούτες. Στην μογγολική μυθολογία μιλούν, αντίθετα, για «Εννέα Γιους του Θεού» ή «Υπηρέτες του Θεού», που είναι συγχρόνως οι θεοί προστάτες (σούλντε-τενγκρί) και οι θεοί πολεμιστές. Οι Μπουριάτ γνωρίζουν ακόμη τα ονόματα αυτών των εννέα Γιων του ανώτατου Θεού, αλλά ποικίλουν απ' τη μια περιοχή στην άλλη. Ο αριθμός επανέρχεται επίσης στους τύπους των Τσουβάς του Βόλγα και τους Τσερεμίς (Χάρβα, ομ. σ. 162).

Πέρα από αυτές τις ομάδες των επτά ή εννέα θεών, και τις σχετικές εικόνες των επτά ή εννέα ουρανών, συναντάμε στην κεντρική Ασία ομάδς πιο πολυάριθμες, όπως τους 33 θεούς (Τένγκερι, που κατοικούν στο Σουμερου και των οποίων ο αριθμός θα μπορούσε να είναι ινδικής προέλευσης (ομ. σ. 164). Ο Βερμπίτσκι βρήκε την ιδέα των 33 θεών στους Αλταϊκούς, και ο Κατάνωβ την συνάντησε επίσης στους Σογιότες (ομ. σ. 52). Εν τούτοις η συχνότητα αυτού του αριθμού είναι εξαιρετικά περιορισμένη, και μπορούμε να υποθέσουμε πως είναι μια πρόσφατη προσθήκη, πιθανώς ινδικής προέλευσης. Στους Μπουριάτ, ο αριθμός των θεών είναι τρεις φορές πιο μεγάλος: 99 θεοί, χωρισμένοι σε καλούς και κακούς και μοιρασμένοι σε περιοχές: 55 καλοί θεοί στις νοτιο-δυτικές περιοχές, και 44 κακοί στις βόρειο-ανατολικές. Αυτές οι δύο ομάδες των θεών βρίσκονται σε πόλεμο από πολύ παλιά. Οι Μογγόλοι επίσης γνώριζαν άλλοτε 99 Τέγκρι (Χάρβα, σ. 165). Αλλά ούτε οι Μπουριάτ, ούτε οι Μογγόλοι δεν μπορούν να πουν τίποτα το συγκεκριμένο για αυτούς τους θεούς, των οποίων τα ονόματα είναι σκοτεινά και ψεύτικα.
Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι η πίστη σ' έναν ανώτατο ουράνιο θεό είναι χαρακτηριστική και πολύ παλιά στην κεντρική Ασία και στις αρκτικές περιοχές (Ελιάντ, Traite, σ. 63). Όπως και η πίστη στους «Γιους του Θεού», αν και ο αριθμός επτά παρουσιάζει μαι ανατολική επίδραση και, συνεπώς, πιο πρόσφατη. Είναι πιθανό, ότι η σαμανική ιδεολογία έπαιξε ένα ρόλο στην διάδοση του αριθμού επτά. Ο Γκας σκέπτεται ότι το μυθικο-πολιτιστικό σύμπλεγμα του σεληνιακού Προγόνου σχετίζεται με τα είδωλα με τις επτά εγκοπές και το Δέντρο-Ανθρωπότητα με τα επτά κλαδιά καθώς και με τις περιοδικές και «σαμανιστικές» αιματηρές θυσίες, μεσημβρινής προέλευσης, που αντικατέστησαν τις αναίμακτες θυσίες (προσφορές του κεφαλιού και των οστών στους ανώτατους ουράνιους θεούς. Ό,τι κι αν είναι, στους Γιουράκ-Σαμογέτες, το Πνεύμα της Γης έχει επτά γιους και τα είδωλα (Σζααντάι) επτά εγκοπές. Και αυτά τα Σζαντάι έχουν σχέση με τα ιερά δέντρα. Είδαμε πως ο σαμάνος έχει πάνω στο κοστούμι του, επτά κουδουνάκια που αντιπροσωπεύουν τις φωνές των επτά ουράνιων θυγατέρων (Μιχαηλόβσκι, Shamanism, σ. 84). Στους Οστιάκους του Γενισέι, ο μελοντικός σαμάνος αποτραβιέται στην μοναξιά, ψήνει ένα σκίουρο, τον κάνει οκτώ κομμάτια, τρώει τα επτά και πετάει το όγδοο. Μετά από επτά μέρες ξαναγυρίζει στο ίδιο μέρος και δέχεται ένα σημάδι που αποφασίζει για την κλήση του. Ο μυστικός αριθμός επτά παίζει πιθανώς ένα σημαντικό ρόλο στην τεχνική και την έκσταση του σαμάνου γιατί, στους Γιουράκ-Σαμογέτες ο μελλοντικός σαμάνος κείται επτά ημέρες και επτά νύχτες αναίσθητος ενώ τα πνεύματα τον κόβουν και προχωρούν στην μύηση (Λετίζαλο, Entwurf, σ. 147). Οι Οστιάκοι σαμάνοι και οι Λάπωνες τρώνε μανιτάρια με επτά βούλες για να περιέλθουν σε τρόμο, ο λάπωνας σαμάνος δέχεται από τον δάσκαλό του ένα μανιτάρι με επτά βούλες (Ιτκόνεν, σ. 159). Ο σαμάνος γιουράκ σαμογέντ έχει ένα γάντι με επτά δάκτυλα (Λετιζάλο σ. 147). ο φιννοούγγρος σαμάνος έχει επτά βοηθητικά πνεύματα (Καρζαλάινεν, ΙΙΙ σ. 311), κλπ. Μπορέσαμε να δείξουν ότι, στους Οστιάκους και τους Βογούλους, η σημασία του αριθμού επτά οφείλεται στις συγκεκριμένες επιδράσεις της αρχαίας Ανατολής – και είναι αναμφίβολο ότι το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε στην υπόλοιπη κεντρική και βόρεια Ασία.
Εκείνο που είναι ενδιαφέρον για την έρευνά μας, είναι ότι ο σαμάνος φαίνεται να γνωρίζει άμεσα όλους τους ουρανούς και, συνεπώς, όλους τους θεούς και ημίθεους που τους κατοικούν. Πράγματι, το ότι μπορεί να διαπερνά διαδοχικά τις ουράνιες περιοχές, είναι γιατί βοηθείται από τους κατοίκους τους και, πριν να μπορέσει να μιλήσει στον Μπάι-Ουλγκάν, συζητάει με τα άλλα ουράνια πρόσωπα και τους ζητάει υποστήριξη και προστασία. Ο σαμάνος αποδεικνύει μια όμοια εμπειρική γνώση για ό,τι αφορά τις περιοχές του υπόγειου κόσμου. Η είσοδος στον κάτω κόσμο θεωρείται από τους Αλταϊκούς σαν ένα «Άνοιγμα για τον καπνό» της Γης, και βρίσκεται, εννοείται, στο «Κέντρο» (στο Βορρά, σύμφωνα με τους μύθους της Κεντρικής Ασίας, που αντιστοιχεί στο Κέντρο του Ουρανού. Χάρβα, Die religiosen Vorstellungen, σ. 54. γνωρίζουμε ότι ο «Βορράς» έχει εξομοιωθεί με το «Κέντρο» σ' όλη την ασιατική περιοχή, από την Ινδία ως τη Σιβηρία). Για λόγους συμμετρίας, φαντάστηκαν, για τον Κάτω Κόσμο, τον ίδιο αριθμό πατωμάτων όπως και για τον Ουρανό = επτά ή εννέα για την πλειοψηφία των πληθυσμών της κεντρικής και βόρειας Ασίας. Είδαμε ότι ο σαμάνος αλτάικ διασχίζει διαδοχικά τα επτά «εμπόδια» ή (πουντάκ) του Κάτω Κόσμου. Πράγματι πάντοτε αυτός και μόνον αυτός, διαθέτει μια εμπειρική γνώση του Κάτω Κόσμου γιατί εισχωρεί εκεί όσο είναι ζωντανός, όπως σκαρφαλώνει και κατεβαίνει τους επτά ή εννέα ουρανούς.


MIRCEA ELIADE
ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1978 (2η ΕΚΔΟΣΗ 1999)

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ – EDGAR ALLAN POE



ΟΙΝΟΣ: Συγχώρεσε, ω Αγαθέ, την αδυναμία ενός πνεύματος που μόλις πρόσφατα απόχτησε τα φτερά της αθανασίας!
ΑΓΑΘΟΣ: Μα, Οίνε μου, δεν είπες τίποτα που να χρειάζεται συγχώρεση. Ακόμα κι εδώ, η γνώση δεν είναι ζήτημα διαίσθησης. Σοφία ζήτα απ' τους αγγέλους να σου δώσουν!
ΟΙΝΟΣ: Νόμιζα, όμως, πως σ' αυτήν εδώ την ύπαρξη θα γινόμουν μεμιάς γνώστης των πάντων κι έτσι, όντας παντογνώστης, θα ήμουν ευτυχισμένος.
ΑΓΑΘΟΣ: Αχ, η ευτυχία δε βρίσκεται στη γνώση, παρά στην απόχτηση της γνώσης! Μαθαίνοντας αδιάκοπα, ευτυχούμε αδιάκοπα. Αλλά να τα ξέρουμε όλα, αυτό θα ήταν η κατάρα ενός εχθρού.
ΟΙΝΟΣ: Μη τάχα, όμως, ο Ύψιστος δεν ξέρει τα πάντα;
ΑΓΑΘΟΣ: Αυτό πρέπει να είναι το μόνο πράγμα που είναι άγνωστο ακόμα και σ' ΕΚΕΙΝΟΝ, αφού είναι το πιο ευτυχισμένο ον.
ΟΙΝΟΣ: Αλλά, αφού οι γνώσεις μας αυξάνουν αδιάκοπα, επόμενο δεν είναι να τα μάθουμε τελικά όλα;
ΑΓΑΘΟΣ: Κοίταξε εκείνα εκεί κάτω τα αβυσσαλέα βάθη! Προσπάθησε ν' ατενίσεις από ψηλά το θέαμα των αμέτρητων αστεριών, έτσι καθώς αργοκυλάμε ανάμεσά τους! Ακόμα και την πνευματική όραση δεν την περιορίζουν τάχα παντού οι συνεχείς χρυσοί τοίχοι του σύμπαντος – οι τοίχοι των μυριάδων φωτεινών σωμάτων, που μονάχα ένας αριθμός τα συνταίριαξε σε μια ενότητα;
ΟΙΝΟΣ: Το βλέπω καθαρά πως το άπειρο της ύλης δεν είναι όνειρο.
ΑΓΑΘΟΣ: Δεν υπάρχουν όνειρα στην Εδέμ – αλλά ψιθυρίζεται εδώ πως αυτό το άπειρο της ύλης έχει ένα μόνο σκοπό: να προσφέρει στην ψυχή άπειρες πηγές για να μπορεί ν' ανακουφίσει τη δίψα της για μάθηση, δίψα πάντα άσβεστη, αφού το σβήσιμό της θα ισοδυναμούσε με το θάνατο της ίδιας της ψυχής. Ρώτα με, λοιπόν, Οίνε μου, ελεύθερα και άφοβα. Έλα! Θ' αφήσουμε αριστερά μας τη θορυβώδικη αρμονία των Πλειάδων(1) και θα πετάξουμε μακριά από το θρόνο, προς τα αστρικά λιβάδια που απλώνονται πέρα από τον Ωρίωνα κι όπου, αντί για πανσέδες και βιολέτες, υπάρχουν γι' αναπαμό της ψυχής τα κρεβάτια των τριπλών και τρίχρωμων ήλιων.
ΟΙΝΟΣ: Και τώρα, ω Αγαθέ, καθώς προχωρούμε, ενημέρωσέ με! Μίλησέ μου με τους γνωστούς ήχους της γης! Δεν κατάλαβα τη νύξη που έκανες τώρα δα για τους τρόπους και τις μεθόδους αυτού που, όταν ήμασταν θνητοί, συνηθίζαμε να ονομάζουμε Πλάση. Θέλεις μήπως να πεις πως ο Δημιουργός δεν είναι ο Θεός;
ΑΓΑΘΟΣ: Θέλω να πω πως η Θεότητα δε δημιουργεί.
ΟΙΝΟΣ: Εξήγησέ το μου αυτό!
ΑΓΑΘΟΣ: Η Θεότητα μόνο στην αρχή δημιούργησε. Τα πλάσματα που γεννιούνται τώρα κάθε ώρα και στιγμή σ' ολόκληρο το σύμπαν δεν μπορούμε παρά να τα θεωρήσουμε ως έμμεσα και όχι ως άμεσα αποτελέσματα της θείας δημιουργικής δύναμης.
ΟΙΝΟΣ: Οι άνθρωποι, Αγαθέ μου, θα έβρισκαν αυτή την ιδέα πέρα για πέρα αιρετική.
ΑΓΑΘΟΣ: Οι άγγελοι, όμως, Οίνε μου, τη θεωρούν απλή αλήθεια.
ΟΙΝΟΣ: Μέχρι εδώ σε καταλαβαίνω. Εννοείς πως ορισμένες λειτουργίες αυτού που ονομάζουμε Φύση ή φυσικούς νόμους κάνουν να εμφανιστεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, κάτι που έχει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της δημιουργίας. Θυμάμαι καλά πως, λίγο πριν από την τελική καταστροφή της γης, έγιναν πολλά πετυχημένα πειράματα με αντικείμενο αυτό που μερικοί φιλόσοφοι έκαναν το λάθος ν' αποκαλούν «δημιουργία μικροοργανισμών».
ΑΓΑΘΟΣ: Οι περιπτώσεις, για τις οποίες μιλάς, ήταν στην πραγματικότητα παραδείγματα δευτερογενούς δημιουργίας – δηλαδή του μόνου είδους δημιουργίας που υπήρξε ποτέ από τότε που η πρώτη φράση γέννησε τον πρώτο νόμο.
ΟΙΝΟΣ: Ώστε, λοιπόν, αυτοί οι αστρικοί κόσμοι, που τινάζονται ασταμάτητα στα ουράνια μέσα από την άβυσσο της ανυπαρξίας, αυτά τα άστρα, Αγαθέ, δεν είναι το άμεσο έργο του Παντοκράτορα;
ΑΓΑΘΟΣ: Θα προσπαθήσω, Οίνε μου, να σε οδηγήσω, βήμα προς βήμα, στην ιδέα που θέλω να εκφράσω. Θα ξέρεις, βέβαια, πως, όπως καμιά σκέψη δεν μπορεί να χαθεί, έτσι και δεν υπάρχει πράξη που να μην έχει άπειρα αποτελέσματα(2). Λόγου χάρη, όταν κατοικούσαμε στη γη κουνούσαμε τα χέρια μας και, μ' αυτόν τον τρόπο, προκαλούσαμε μια δόνηση στην ατμόσφαιρα που την περιέβαλε. Η δόνηση αυτή μεταδινόταν ολοένα, ώσπου επηρέαζε κάθε μόριο του γήινου αέρα, που άρχιζε έτσι να κινείται για πάντα, χάρη στη μια και μοναδική κίνηση του χεριού μας. Αυτό το ήξεραν θαυμάσια οι μαθηματικοί του πλανήτη μας. Υπολόγισαν, μάλιστα, με ακρίβεια τα ειδικά αποτελέσματα που προκαλούν στο ρευστό ορισμένες παλμικές κινήσεις κι έτσι μπορούσαν εύκολα να προσδιορίσουν τον ακριβή χρόνο που θα χρειαζόταν ένας παλμός με δεδομένο μέγεθος για να περιτρέξει ολόκληρη την υδρόγειο και να επιδράσει (από εδώ ως την αιωνιότητα) σε κάθε άτομο της ατμόσφαιρας που την περιβάλλει. Αντίστροφα, δε δυσκολεύονταν να προσδιορίσουν την τιμή του αρχικού παλμού από ένα δεδομένο αποτέλεσμά του που είχε παραχθεί κάτω από δεδομένες συνθήκες. Οι μαθηματικοί που κατάλαβαν πως τα αποτελέσματα ενός δεδομένου παλμού ήταν άπειρα και πως μπορούσαν ν' ανιχνεύσουν με ακρίβεια ένα μέρος απ' αυτά τα αποτελέσματα χάρη στην αλγεβρική ανάλυση, οι μαθηματικοί που κατάλαβαν, επίσης, πόσο εύκολη ήταν η αντίστροφή διαδικασία, κατάλαβαν ταυτόχρονα πως αυτό το είδος ανάλυσης μπορούσε να συνεχιστεί επ' άπειρο, πως δεν υπήρχαν όρια στην πρόοδο και στις δυνατότητες εφαρμογής του, παρά μόνο στη διάνοια εκείνου που το προήγε ή το εφάρμοζε. Αλλα σ' αυτό το σημείο οι μαθηματικοί σταμάτησαν.

ΟΙΝΟΣ: Και γιατί να συνέχιζαν ω Αγαθέ;
ΑΓΑΘΟΣ: Γιατί πιο πέρα τους περίμεναν μερικοί συλλογισμοί που παρουσίαζαν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Απ' όσα ήξεραν, μπορούσαν να βγάλουν το συμπέρασμα πως ένα ον με άπερη αντίληψη – ένα ον που θα είχε μπροστά του ξεδιπλωμένη την ολοκληρωμένη μορφή της αλγεβρικής ανάλυσης – δε θα δυσκολευόταν καθόλου ν' ανιχνεύσει κάθε παλμό που μεταδίνεται στον αέρα – και στον αιθέρα που διαπερνάει τον αέρα – ως τις έσχατες συνέπειες, σε μια οποιαδήποτε, οσοδήποτε μακρινή εποχή. Πράγματι, μπορεί ν' αποδειχτεί πως κάθε τέτοιος παλμός που μεταδίνεται στον αέρα δεν μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, παρά να επιδράσει σε κάθε αντικείμενο που υπάρχει μέσα στο σύμπαν. Και το ον με την άπειρη αντίληψη, το ον που φανταστήκαμε, θα μπορούσε ν' ανιχνεύσει τις απειροελάχιστες διακυμάνσεις του παλμού, τις επιδράσεις τους σ' όλα τα μόρια της ύλης, τις τροποποιήσεις που προκαλούν στις παλιές μορφές ή, μ' άλλα λόγια, τη δημιουργία καινούριων μορφών, ώσπου να τις δει να ξεκινούν – επιτέλους παρθενικές – από το θρόνο του Υπερτάτου Όντος. Κι όχι μόνο θα μπορούσε ένα τέτοιο πλάνους να το κάνει αυτό, αλλά οποιαδήποτε στιγμή, αν είχε μπροστά του ένα δεδομένο αποτέλεσμα – αν, για παράδειγμα, του δινόταν η ευκαιρεία να εξετάσει έναν απ' αυτούς τους αμέτρητους κομήτες – θα μπορούσε να προσδιορίσει χωρίς δυσκολία, χάρη στην αναλυτική αναδρομή, σε κάποιον αρχικό παλμό οφείλεται. Φυσικά, αυτή η δύναμη της αναδρομής, στην πιο πλήρη και τέλεια μοφή της, αυτή η ικανότητα αναφοράς σ' όλες τις εποχές, σ' όλα τα αποτελέσματα και σ' όλες τις αιτίες, είναι αποκλειστικό προνόμιο της Θεότητας, αλλά σε μικρότερο βαθμό, χωρίς την απόλυτη τελειότητά της, είναι μια δύναμη που την κατέχουν όλες οι τάξεις των αγγέλων.
ΟΙΝΟΣ: Μιλάς, όμως, μόνο για παλμούς που μεταδίνονται στον αέρα.
ΑΓΑΘΟΣ: Μιλώντας για τον αέρα, αναφερόμουν μόνο στη γη. Αλλά η γενική πρόταση αναφέρεται σε παλμούς που ασκούνται στον αιθέρα. Και, αφού ο αιθέρας διαποτίζει ολόκληρο το χώρο, είναι το μεγάλο μέσο της δημιουργίας.
ΟΙΝΟΣ: Δηλαδή κάθε κίνηση, όποια κι αν είναι η φύση της, δημιουργεί;
ΑΓΑΘΟΣ: Δεν γίνεται αλλιώς. Αλλά η γνήσια φιλοσοφία δίδασκε από παλιά πως η πηγή κάθε κίνησης είναι η σκέψη, και η πηγή κάθε σκέψης είναι –
ΟΙΝΟΣ: Ο Θεός.
ΑΓΑΘΟΣ: Σου μίλησα ω Οίνε, όπως μιλούσα σ' ένα παιδί της ωραίας Γης μας που χάθηκε πρόσφατα – για παλμούς που μεταδίνονται στην ατμόσφαιρα της Γης.
ΟΙΝΟΣ: Έτσι είναι.
ΑΓΑΘΟΣ: Καθώς σου μιλούσα, δε σου πέρασε από το μυαλό, κάποια σκέψη για τη φυσική δύναμη των λόγων; Μήπως, άραγε, κάθε λέξη δεν είναι κι ένας παλμός που μεταδίνεται στον αέρα;
ΟΙΝΟΣ: Μα Αγαθέ, γιατί κλαις; Και γιατί, ω, γιατί τα φτερά σου κρέμονται έτσι βαριά, καθώς αιωρούμαστε πάνω απ' αυτό το όμορφο άστρο, που είναι το πιο πράσινο κι ωστόσο το πιο φοβερό απ' όλα όσα συναντήσαμε στο πέταγμά μας;Τα λαμπρά λουλούδια του μοιάζουν με παραμυθένιο όνειρο, αλλά τα άγριά του ηφαίστεια μοιάζουν με τα πάθη μιας πολυτάραχης καρδιάς.
ΑΓΑΘΟΣ: Και είναι, Οίνε μου, είναι! Αυτό το άγριο αστέρι – πάνε τώρα τρεις αιώνες που, με πλεγμένα δάχτυλα και βουρκωμένα μάτια, στα πόδια της αγαπημένης μου, το δημιούργησα, με λίγα φλογερά λόγια. Τα λαμπρά του άνθη είναι τα πιο ακριβά απ' όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τα λυσσασμένα του ηφαίστεια είναι τα πάθη της πιο πολυτάραχης και ανίερης καρδιάς.

______________________
1.Σύμφωνα με μια αστρονομική θεωρία (που δεν την ασπαζόταν ο Πόε), οι Πλειάδες ήταν το κέντρο του σύμπαντος κι επομένως ο «θρόνος» του Θεού.
2.Η ιδέα αυτή προέρχεται από τον Πασκάλ


EDGAR ALLAN POE
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 2000

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ο ΑΓΙΑΝΤΩΝΗΣ - Guy de Maupassant


Τον φωνάζανε Αγιαντώνη γιατί ονομαζόταν Αντώνης και ίσως επειδή ήταν γλεντζές, χαρούμενος, χωρατατζής, γερό πηρούνι και γερό ποτήρι, και δεινός μουρντάρης με τα δουλικά, αν και ήταν περασμένα τα εξήντα.
Ήταν ένας μεγαλόσωμος χωρικός της περιοχής του Κο, ροδοκόκκινος, πλατύστερνος και κοιλαράς, στημένος σε μακριά κανιά που έμοιαζαν πάρα πολύ ισχνά για το τεράστιο σώμα του. Αφότου χήρεψε, ζούσε μονάχος του με την υπηρέτρια και τους δυο του υπηρέτες στο αγρόκτημά του, που το διεύθυνε με διαολεμένη πανουργία, άσσος καθώς ήταν στις δουλειές του και στην κτηνοτροφία και στην καλλιέργεια των κτημάτων. Οι δυο γιοι και οι τρεις κόρες του, που είχαν καλοπαντρευτεί, ζούσαν στα περίχωρα κι ερχόντουσαν μια φορά το μήνα να δειπνήσουν με τον πατέρα τους. Η ρώμη του ήταν ξακουστή σ' ολόκληρη τη γύρω περιοχή, όπου έλεγαν ως παρομοίωση: «Δυνατός σαν τον Αγιαντώνη».
Όταν έγινε η πρωσική εισβολή, ο Αγιαντώνης, στο καπηλειό, υποσχόταν να φάει ένα στράτευμα, γιατί, σαν βέρος Νορμανδός, ήταν φαφλατάς, λίγο κιοτής και καυχησιάρης. Βρόνταγε τη γροθιά του πάνω στο ξύλινο τραπέζι, που τρανταζόταν κάνοντας να χορεύουν τα φλιτζάνια και τα ποτήρια, και φώναζε ξαναμμένος με (ύφος κουτοπόνηρο, μ' έναν ψεύτικο θυμό πρόσχαρου ανθρώπου: «Πρέπει να φάω μερικούς από δαύτους, να πάρ' η ευχή!». Υπολόγιζε βέβαια πως οι Πρώσοι δε θα 'φταναν ίσαμε την Ταννεβίλ· μα όταν έμαθε πως βρίσκονταν στο Ροτό, δεν ξεμύτισε πια από το σπίτι του και παραφύλαγε ακατάπαυστα τη δημοσιά από το παραθυράκι της κουζίνας του, περιμένοντας ανά πάσαν στιγμή να δει ξιφολόγχες να περνούν.
Ένα πρωινό, εκεί που έτρωγε τη σουπίτσα του μαζί με τους υπηρέτες, άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ο πρόεδρος της κοινότητας, ο μαστρο-Σικό, συνοδευόμενος από ένα στρατιώτη που φορούσε μαύρο κράνος με χάλκινη αιχμή. Ο Αγιαντώνης τινάχτηκε όρθιος· και οι υπηρέτες του τον εκοίταζαν όλοι, περιμένοντας να τον δουν να λιανίζει τον Πρώσο· όμως εκείνος αρκέστηκε να σφίξει το χέρι του κοινοτάρχη, που του είπε: «Να κι ένας για του λόγου σου, Αγιαντώνη. Ήρθαν σήμερα τη νύχτα. Μόνο μην κάνεις καμιά κουταμάρα, γιατί λένε πως θα ντουφεκίσουν και θα κάψουν τα πάντα, έτσι και γίνει τίποτα. Εγώ μια φορά σου τα 'πα. Δώσ' του να φάει· φαίνεται καλό παλικάρι. Την καλησπέρα μου. Πάω και στους άλλους. Υπάρχουν από δαύτους για όλο τον κόσμο». Και βγήκε.
Κάτωχρος ο μπαρμπ-Αντώνης κοίταξε τον Πρώσο του. Ήταν ένας παχύς, πλαδαρός, ασπρουλιάρης νέος, γαλανομάτης, ξανθοτρίχης, πνιγμένος στα γένια, που έμοιαζε ηλίθιος, ντροπαλός και καλόβολος. Ο πονηρός Νορμανδός τον μυρίστηκε αμέσως και, καθησυχασμένος, του ένευσε να κάτσει. Ύστερα τον ερώτησε: «Θέλετε σούπα;».
Ο ξένος δεν κατάλαβε. Τότε ο Αντώνης ξεθάρρεψε απροσδόκητα και του 'σπρωξε κάτω απ' τη μύτη του ένα γεμάτο πιάτο: «Έλα, χλαπάκιασε, χοντρογούρουνο».
Ο στρατιώτης απάντησε «Για» και βάλθηκε να τρώει λαίμαργα, ενόσω ο αγροκτήμονας, θριαμβολογώντας επειδή ένιωθε να ξαναποκτάει το γόητρό του, έκλεινε το μάτι στους υπηρέτες που μόρφαζαν παράξενα, καθώς είχαν όρεξη να γελάσουν παρ' όλη την τρομάρα τους. Όταν ο Πρώσος καταβρόχθισε το πρώτο του πιάτο, ο Αγιαντώνης του 'βαλε άλλο ένα, που κι αυτό το εξαφάνισε, όμως κώλωσε μπρος στο τρίτο, που ο αγροκτήμονας ήθελε να τον κάνει να φάει με το ζόρι, επαναλαμβάνοντας.»Άντε, κατέβασέ το. Θα παχύνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, άντε γουρούνι μου!».
Κι ο στρατιώτης, καταλαβαίνοντας μονάχα ότι ήθελαν να τον κάνουν να φάει μέχρι σκασμού, γελούσε με ύφος ευχαριστημένο, γνέφοντας ότι είχε χορτάσει για τα καλά.
Τότε ο Αγιαντώνης, όλο οικειότητα, τον χτύπησε στην κοιλιά φωνάζοντας: «Τίγκα η κοιλάρα του γουρουνιού μου». Μα ξαφνικά διπλώθηκε στα δύο, τόσο κόκκινος που να πάθει συμφόρηση, μη μπορώντας να μιλήσει άλλο. Του 'χε έρθει μια ιδέα, που τον έκανε να πνίγεται στα γέλια: «Αυτό είναι, αυτό είναι, ο Αγιαντώνης και το γουρούνι του. Να το γουρούνι μου!». Και οι τρεις υπηρέτες ξεκαρδίστηκαν κι αυτοί στα γέλια.
Ο γέρος ήταν τόσο ευχαριστημένος, ώστε πρόσταξε να φέρουν τσίπουρο, από το καλό, και κέρασε όλο τον κόσμο. Τσούγκρισαν τα ποτήρια με τον Πρώσο, που πλατάγισε κολακευμένος τη γλώσσα του για να δείξει ότι το έβρισκε περίφημο. Κι ο Αγιαντώνης του φώναζε κατάμουτρα: «Βλέπεις; Αυτό 'ναι τσίπουρο. Δεν πίνεις δα τέτοιο πράμα σπίτι σου, γουρούνι μου, ε;».
Από τότε, ο μπαρμπ- Αντώνης δεν ξαναβγήκε έξω χωρίς τον Πρώσο του. Είχε βρει αυτό που ήθελε: ήταν η δική του εκδίκηση, η εκδίκηση ενός αρχικατεργάρη. Κι όλη η περιοχή, που πέθαινε από την τρομάρα της, ξεραινόταν στα γέλια, πίσω από την πλάτη των νικητών, με τα χωρατά του Αγιαντώνη. Τωόντι, στην πλάκα δεν είχε το ταίρι του. Μόνο αυτός μπορούσε να σκαρώνει τέτοια πράγματα.. Βρε τον άτιμο!
Και κάθε μέρα, τ' απομεσήμερο, πήγαινε στους γείτονες αλά μπρατσέτα με τον Γερμανό του, που τον παρουσίαζε με εύθυμο ύφος, κτυπώντας τον στον ώμο: «Δέστε, να το γουρούνι μου, κοιτάξτε πως παχαίνει αυτό το ζωντανό».
Και οι χωριάτες ενθουσιαζόντουσαν: «Α ρε πλάκα που έχει ο διάολο-Αντώνης!».
- Σ' το πουλάω, Σεζαίρ, τρεις πιστόλες.
- Τ' αγοράζω, Αντώνη, και σε καλώ να φας τα λουκάνικα.
- Μα, αυτό που θέλω είναι απ' τα πόδια του.
- Πιάσ' του την κοιλιά, θα δεις πως είναι όλο ξύγκι.
Κι όλοι έκλειναν το μάτι, χωρίς ωστόσο να γελάνε πολύ δυνατά, μην τυχόν και καταλάβει τελικά ο Πρώσος πως τον κοροϊδεύουν. Μονάχα ο Αντώνης, ξεθαρρεύοντας μέρα με τη μέρα, του 'δινε τσιμπιές στα μπούτια και φώναζε: «Σκέτο ξύγκι»· τον χτύπαγε στον πισινό ουρλιάζοντας: «Όλ'αυτά μόνο γουρουνοτόμαρο»· και ο γερο-κολοσσός, που μπορούσε να σηκώσει ένα ολόκληρο αμόνι, τον έπαιρνε στα χέρια λέγοντας: «Ζυγίζει εξακόσια και χωρίς φύρα».

Κι άρχιζε να πηγαίνει στα ξένα σπίτια και να προστάζει να βάνουν φαγητό στο γουρούνι του. Αυτό ήταν η καθημερινή μεγάλη του απόλαυση, το μεγάλο πανηγύρι: «Δώστε του ό,τι κι αν θέλετε, καταβροχθίζει τα πάντα». Και πρόσφεραν στον Πρώσο ψωμί και βούτυρο, πατάτες, κρύο φαγί, χοιρινά γεμιστά λουκάνικα, που έκαναν να λες: «Σπιτικό πράμα και διαλεχτό».
Ο στρατιώτης, βλάκας και μαλακός, έτρωγε από λεπτότητα, ευχαριστημένος απ' αυτές τις φιλοφρονήσεις, βαρυστομάχιαζε για να μην αρνηθεί. Και πάχαινε αληθινά, ασφυκτιούσε μες στη στολή του, γεγονός που ευχαριστούσε τον Αγιαντώνη και τον έκανε να επαναλαμβάνει: «Ξέρεις, γουρουνάκι μου, θα χρειαστεί να βάλω να σου κάνουν ένα άλλο κλουβί».
Είχαν γίνει άλλωστε οι καλύτεροι φίλοι του κόσμου·κι όταν ο γέρος πήγαινε για τις δουλειές του στα περίχωρα, ο Πρώσος κινούσε κι αυτός από κοντά, μόνο και μόνο για να 'ναι μαζί του.
Ο καιρός ήταν δριμύς. Έκανε φοβερή παγωνιά· ο τρομερός χειμώνας του 1870 έμοιαζε να εξαπολύει όλες μαζί τις μάστιγες στη Γαλλία.
Ο μπαρμπ' Αντώνης, που ετοίμαζε τις δουλειές του καιρό πριν και εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία, πρόβλεψε ότι θα υπάρξει έλλειψη κοπριάς για τις ανοιξιάτικες εργασίες και αγόρασε την κοπριά ενός γείτονα που τα 'φερνε δύσκολα βόλτα· συμφώνησαν μάλιστα πως θα πήγαινε κάθε βράδυ με το κάρο του να παίρνει ένα φόρτωμα λίπασμα.
Κάθε μέρα, λοιπόν, το σούρουπο, κίναγε και πήγαινε στην αγροικία των Ωλ, μισή λεύγα απόσταση, συντροφιά πάντοτε με το γουρούνι του. Και κάθε μέρα το γλένταγε που τάιζε το ζωντόβολο. Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής συνέρρεαν εκεί, έτσι όπως πάνε στην κυριακάτικη λειτουργία.
Εν τω μεταξύ ο στρατιώτης άρχιζε να δυσπιστεί· κι όταν γύρω του γέλαγαν τρανταχτά, κοίταζε ανήσυχος, με μάτια που άναβαν πότε πότε από μια φλόγα θυμού.
Ένα βράδυ το λοιπόν, αφού είχε φάει τον περίδρομο, αρνήθηκε να καταπιεί μια μπουκιά παραπάνω κι έκανε να σηκωθεί να φύγει. Όμως ο Αγιαντώνης τον άρπαξε από τον καρπό και με τις δυο χερούκλες του στους ώμους τον ξανακάθισε με τέτοια ορμή, που η καρέκλα τσάκισε.
Θύελλα ευθυμίας ξέσπασε· κι ο Αντώνης, ακτινοβολώντας από χαρά, περιμάζεψε το γουρούνι του και καμώθηκε πως του έδενε τις πληγές για να το γιατρέψει· ύστερα του είπε: «Αφού δε θέλεις να φας, θα πιεις, να πάρ' ο διάολος». Και πήγαν να φέρουν τσίπουρο από το καπηλειό.
Ο στρατιώτης κοίταζε τριγύρω του θυμωμένος· κι όμως ήπιε παρ' όλ' αυτά. Ήπιε όσο ήθελαν κι ο Αγιαντώνης του κρατούσε το κεφάλι, προς μεγάλη χαρά των θαμώνων.
Ο Νορμανδός, κόκκινος σαν πατζάρι, με μάτια που πετούσαν φωτιές, γέμιζε τα ποτήρια, τσούγκριζε βροντοφωνάζοντας: «Με τις υγείες σου». Κι ο Πρώσος, χωρίς να βγάζει άχνα, κατέβαζε το 'να μετά το άλλο ολόκληρα ποτήρια κονιάκ.
Ήταν μια αναμέτρηση, σωστή μάχη για το ποιος θα έπινε το πιο πολύ. Όταν στράγγιξε η μπουκάλα, είχαν πέσει και οι δύο ξεροί. Αλλά κανένας τους δεν είχε νικηθεί. Κι έφυγαν αλά μπρατσέτα όμορφα κι ωραία. Έπρεπε, βλέπεις, να ξαναρχίσουν την επομένη.
Βγήκαν τρικλίζοντας και πήραν το δρόμο πλάι στο κάρο με την κοπριά, που το 'σερναν αργά τα δύο αλόγα.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει, και την αφέγγαρη νύχτα τη φώτιζε θλιβερά η νεκρική λευκότητα των πεδιάδων. Το κρύο άρπαξε τους δυο άντρες, μεγαλώνοντας το μεθύσι τους, κι ο Αγιαντώνης, δυσαρεστημένος που δεν τα είχε καταφέρει, διασκέδαζε σπρώχνοντας στον ώμο το γουρούνι του για να το κάνει να κουτρουβαλήσει μες στο χαντάκι. Ο άλλος απέφευγε τις επιθέσεις υποχωρώντας· και κάθε φορά ξεστόμιζε τσαντισμένος κάποιες γερμανικές λέξεις που έκαναν το χωρικό να ξελιγώνεται στα γέλια. Στο τέλος ο Πρώσος θύμωσε· και ακριβώς τη στιγμή που ο Αντώνης του έδινε μια καινούργια σπρωξιά, απάντησε με μια τρομαχτική γροθιά που έκανε τον κολοσσό να κλονιστεί.
Τότε ο γέρος, ξαναμμένος από το τσίπουρο, τον άδραξε, από τη μέση, τον ταρακούνησε μερικά δευτερόλεπτα, όπως θα 'κανε μ' ένα παιδί, και τον εκσφενδόνισε βίαια στην άλλη μεριά του δρόμου .Ύστερα, ευχαριστημένος με το κατόρθωμά του, σταύρωσε τα μπράτσα του και ξαναγέλασε.
Όμως ο στρατιώτης σηκώθηκε σβέλτα, με το κεφάλι ξέσκεπο, χωρίς το κράνος του, που είχε κυλήσει χάμω, και ξεθηκαρώνοντας το σπαθί του επιτέθηκε στον μπαρμπ- Αντώνη. Όταν τον είδε ο χωρικός, άρπαξε το καμτσίκι του, εκείνο το μεγάλο καμτσίκι που είχε από λιόπρινο, ίσιο, δυνατό και ευλύγιστο σαν βούνευρο.
Ο Πρώσος όρμησε με το κεφάλι μπροστά, το όπλο προτεταμένο, βέβαιος ότι θα σκότωνε. Όμως ο γέρος φούχτωσε τη λάμα, που η αιχμή της θα τον ξεκοίλιαζε, την έκανε πέρα και μ' ένα απότομο χτύπημα στον κρόταφο με τη λαβή του καμτσικιού έκανε τον εχθρό να σωριαστεί στα πόδια του.
Ύστερα κοίταξε σαστισμένος, αποβλακωμένος από την κατάπληξη, το σώμα που στην αρχή τιναζόταν από σπασμούς, έπειτα γύρισε μπρούμυτα κι έμεινε ασάλευτο. Έσκυψε από πάνω του, το αναποδογύρισε, το θωρούσε κάμποση ώρα. Ο Πρώσος είχε τα μάτια κλειστά· και μια κλωστή αίμα κυλούσε από μια σχισμή στην άκρη του μετώπου. Παρ' όλο το σκοτάδι, ο μπαρμπ-Αντώνης διέκρινε τη σκούρα κηλίδα απ' το αίμα πάνω στο χιόνι.
Στεκόταν εκεί ολότελα χαμένος, ενώ η σούστα συνέχιζε ν' απομακρύνεται στο ήσυχο βήμα των αλόγων.
Τι να 'κανε; Θα τον ντουφέκιζαν. Θα του έκαιγαν την αγροικία, θα ρήμαζαν τον τόπο. Τι να κάνει; τι να κάνει; Πώς να κρύψει το σώμα, να κρύψει το θάνατο, να ξεγελάσει τους Πρώσους; Άκουσε φωνές μακριά, μες στη μεγάλη σιωπή του χιονιού. Τότε, μες στον πανικό του, μάζεψε το κράνος από χάμω και το ξαναφόρεσε στο θύμα του. Ύστερα, πιάνοντάς το από τη μέση, το φορτώθηκε, έτρεξε, πρόφτασε το κάρο του και πέταξε το σώμα πάνω στην κοπριά. Στο σπίτι πια, κάτι θα σκαρφιζόταν.
Προχωρούσε αργά, σπαζοκεφαλιάζοντας, δίχως να βρίσκει λύση. Έβλεπε, αισθανόταν τον εαυτό του να χάνεται. Μπήκε στην αυλή του. Φως έκαιγε σ' ένα φεγγίτη, η υπηρέτριά του δεν είχε ακόμα κοιμηθεί. Έσπρωξε λοιπόν ζωηρά τη σούστα του με την όπισθεν ίσαμε το λάκκο της κοπριάς. Σκέφτηκε πως, αναποδογυρίζοντας το φόρτωμα, το σώμα που ήταν ριγμένο πάνω θα έπεφτε πρώτο στο χαντάκι, κι άδειασε το κάρο.
Όπως το 'χε προβλέψει, ο άνθρωπος θάφτηκε κάτω από την κοπριά. Ο Αντώνης ίσιωσε το σωρό με τη δικράνα του και ύστερα την κάρφωσε παραδίπλα στο χώμα. Φώναξε τον υπηρέτη του, πρόσταξε να βάλουν τα άλογα στο σταύλο κι ανέβηκε στο δωμάτιό του.
Πλάγιασε με τη σκέψη καρφωμένη στο τι έμελλε να κάμει, όμως δεν του ερχόταν καμιά φαεινή ιδέα· ο τρόμος του όλο και μεγάλωνε μες στην ακινησία του κρεβατιού. Θα τον ντουφέκιζαν! Κρύος ίδρωτας τον έλουζε από το φόβο, τα δόντια του χτυπούσαν. Σηκώθηκε τουρτουρίζοντας, μη μπορώντας να μείνει άλλο πια στο κρεβάτι.
Τότε κατέβηκε στην κουζίνα, πήρε την μπουκάλα με το δυνατό κονιάκ απ' τον μπουφέ και ξανανέβηκε στην κάμαρά του. Ήπιε δυο μεγάλα ποτήρια απανωτά, προσθέτοντας καινούργιο μεθύσι στο παλιό, χωρίς να μπορέσει να καταπραΰνει το άγχος του. Ωραία τα 'χε καταφέρει, που να πάρ' η οργή, ο ηλίθιος.
Περπατούσε τώρα πάνω κάτω, ψάχνοντας στρατηγήματα, δικαιολογίες, πονηριές, και πότε πότε ξέπλενε το στόμα του με μια γουλιά για να πάρει κουράγιο.
Όμως δεν έβρισκε τίποτα. Μα τίποτα.
Γύρω στα μεσάνυχτα, το σκυλί του, ένα είδος λυκόσκυλου που το φώναζε «Μοβόρο», βάλθηκε να ουρλιάζει λυπητερά. Ο μπαρμπ-Αντώνης ανατρίχιασε μέχρι το μεδούλι του. Και κάθε φορά που το ζώο ξανάρχιζε τον πένθιμο και μακρόσυρτο θρήνο του, ρίγος φόβου τον διαπερνούσε ολόκληρο.
Είχε σωριαστεί σε μια καρέκλα, με τα γόνατα λυμένα, σαν αποβλακωμένος· δεν άντεχε άλλο πια· γεμάτος αγωνία περίμενε να ξαναρχίσει ο Μοβόρος το θρήνο του, ενώ τον συγκλόνιζε ο τρόμος που διαλύει το νευρικό μας σύστημα.
Το ρολόι, κάτω, σήμανε πέντε η ώρα. Το σκυλί δεν σώπαινε. Ο χωρικός κόντευε να τρελαθεί. Σηκώθηκε να πάει να λύσει το ζωντανό, για να μην το ακούει πια. Κατέβηκε, άνοιξε την πόρτα, προχώρησε μες στο σκοτάδι.
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. Τα πάντα ήταν λευκά. Τα υποστατικά της αγροικίας σχημάτιζαν μεγάλες, μαύρες κηλίδες. Ο άνθρωπος πλησίασε στο γιατάκι. Ο σκύλος τράβαγε την αλυσίδα του. Τον άφησε ελεύθερο. Τότε ο Μοβόρος έδωσε ένα πήδο, έπειτα σταμάτησε επί τόπου, μ' ανασηκωμένο το τρίχωμα, τεντωμένα τα πόδια, δείχνοντας τους κυνόδοντές του, με το ρύγχος στραμμένο προς τον κοπρόλακκο.
Ο Αγιαντώνης, τρέμοντας σύγκορμος, ψέλλισε: «Τι τρέχει, βρωμόσκυλο;» και προχώρησε μερικά βήματα, ανιχνεύοντας με το βλέμμα το ακαθόριστο, το θαμπό σκοτάδι της αυλής. Και τότε είδε μια μορφή, μιαν ανθρώπινη μορφή, να κάθεται πάνω στην κοπριά.
Κοίταζε παραλυμένος από τον τρόμο του και κοντανασαίνοντας. Μα ξαφνικά διέκρινε δίπλα του το στειλιάρι της δικράνας του που ήταν μπηγμένη στο χώμα. Την τράβηξε με δύναμη από τη γη και, στην παραφορά του φόβου που κάνει τολμηρούς ακόμα και τους πιο δειλούς, χύμηξε προς τα μπρος για να δει.
Ήταν αυτός, ο Πρώσος του, που πρόβαλλε καταλασπωμένος από το στρώμα της ακαθαρσίας που τον είχε ζεστάνει, τον είχε αναζωογονήσει. Είχε ανακαθήσει μηχανικά και παρέμενε εκεί, κάτω από το χιόνι που τον πασπάλιζε, μαγαρισμένος από βρωμιές και αίμα, αποχαυνωμένος ακόμα από το μεθύσι, ζαλισμένος από το χτύπημα, εξουθενωμένος από το τραύμα του. Αντιλήφθηκε τον Αντώνη, κι έτσι που ήταν εντελώς ζαβλακωμένος και δεν καταλάβαινε τίποτα, έκανε να σηκω- θεί. Ο γέρος όμως, μόλις τον αναγνώρισε, άφρισε σαν λυσσασμένο ζώο.
Τραύλιζε: «Γουρούνι! γουρούνι! γουρούνι! Δεν ψόφησες! θα με καταγγείλεις αμέσως… Στάσου… στάσου να δεις!».
Και ορμώντας καταπάνω στον Γερμανό, σήκωσε τη δικράνα του ψηλά σαν λόγχη με όλη τη δύναμη των χεριών του και του 'μπηξε στο στήθος τα τέσσερα δόντια της μέχρι το στειλιάρι.
Ο στρατιώτης γύρισε ανάσκελα αφήνοντας ένα μακρύ επιθανάτιο αναστεναγμό, ενώ ο γεροχωριάτης, τραβώντας το όπλο του από τις πληγές, το ξαναβύθιζε απανωτά στην κοιλιά, στο στομάχι, στο λαιμό, χτυπώντας σαν μανιακός, τρυπώντας από το κεφάλι μέχρι τα νύχια το κορμί που σπαρταρούσε, ενώ το αίμα ανάβρυζε κοχλάζοντας.
Ύστερα σταμάτησε λαχανιασμένος από το βίαιο έργο του, βαριανασαίνοντας, ήσυχος τώρα πια που το έγκλημα είχε τελειώσει.
Τότε, ενώ οι κότες κακάριζαν στο κοτέτσι και καθώς έπαιρνε να χαράζει, ανασκουμπώθηκε για να θάψει το πτώμα.
Έσκαψε μια τρύπα μες στην κοπριά, βρήκε το έδαφος, έψαξε ακόμα πιο βαθιά, δουλεύοντας άτσαλα, σ' ένα ξέσπασμα δύναμης, με μανιασμένες κινήσεις των χεριών και ολόκληρου του σώματος.
Όταν το χαντάκι σκάφτηκε αρκετά, κύλησε με τη διχάλα το πτώμα μέσα σ' αυτό, έριξε και πάλι το χώμα από πάνω, το πάτησε γι' αρκετή ώρα, σώριασε ξανά την κοπριά στη θέση της και χαμογέλασε βλέποντας το παχύ χιόνι να ολοκληρώνει το μόχθο του και να καλύπτει τα ίχνη με το λευκό του πέπλο.
Ύστερα ξανάμπηξε τη δικράνα του στο σωρό από ακαθαρσίες και μπήκε στο σπίτι του. Η μπουκάλα του, μισογεμάτη ακόμα με τσίπουρο, ήταν πάνω στο τραπέζι. Την άδειασε μονορούφι, έπεσε στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε βαθιά.
Ξύπνησε ξεμέθυστος, με νηφάλιο και καθαρό μυαλό, ικανό να κρίνει γεγονότα και να προλαβαίνει καταστάσεις. Σε μιαν ώρα, τριγύριζε την περιοχή ρωτώντας παντού για το στρατιώτη του. Πήγε και βρήκε τους αξιωματικούς, για να μάθει, όπως έλεγε, για ποιο λόγο του είχαν πάρει τον άνθρωπό του.
Καθώς όλοι γνώριζαν το δεσμό τους, δεν τον υποψιάστηκαν· εκείνος μάλιστα κατεύθυνε τις έρευνες, βεβαιώνοντας ότι ο Πρώσος κάθε βράδυ κυνηγούσε τους ποδόγυρους.
Ένας γέρος χωροφύλακας εν αποστρατεία, που κρατούσε ένα πανδοχείο στο διπλανό χωριό και είχε μιαν όμορφη θυγατέρα, συνελήφθη και ντουφεκίστηκε.

μτφρ. Φοίβος Πιομπίνος