.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Αυτοκτονία στη Βιβλιοθήκη – Robert Bloch


Αν κάποιος τον έβλεπε να κάθεται εκεί, μέσα στο μουντό ημίφως της βιβλιοθήκης, δε θα μπορούσε ποτέ να υποπτευθεί την πραγματική του ιδιότητα. Στις μέρες μας, οι μάγοι δεν ντύνονται με μαύρους μανδύες διακοσμημένους με ασημένια καβαλιστικά σύμβολα. Αντί γι’ αυτό, φορούν βυσσινιές ρόμπ-ντε-σαμπρ. Δεν απαιτείται απ’ αυτούς να διαθέτουν σμιχτά φρύδια, μακριά νύχια σαν του αρπακτικού ή μάτια που φλέγονται καταπράσινα, σαν όνειρα φυλακισμένα στο σμαράγδι. Ούτε και είναι αναγκαστικά καμπούρηδες, ύπουλοι και γέροι. Αυτός τουλάχιστον δεν ήταν. Ήταν νέος και λυγερόκορμος, με αρχοντική κορμοστασιά.
Καθόταν κάτω από το φως της λάμπας, μέσα στο μεγάλο δωμάτιο με τις δρύινες επενδύσεις στους τοίχους. Ένα μελαχρινός, όμορφος άντρας, γύρω στα τριάντα πέντε. Δύσκολα θα διέκρινε κανείς ορατά ίχνη σκληρότητας ή μοχθηρίας στο καλοσμιλεμένο του πρόσωπο, και καμία υποψία τρέλας δε φαινόταν να σκιάζει το κοφτερό του βλέμμα. Κι ωστόσο, ήταν μάγος πέρα από κάθε αμφιβολία, το ίδιο όπως κι εκείνοι που τελούν ανθρωποθυσίες μέσα στο σκοτάδι απαγορευμένων τύμβων, κάτω από το βλέμμα ξασπρισμένων νεκροκεφαλών.
Αν κάποιος ήθελε να το επιβεβαιώσει, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να επιθεωρήσει τους τοίχους της βιβλιοθήκης. Μόνο ένας μάγος θα μπορούσε να κατέχει εκείνους του μουχλιασμένους, σκουληκοφαγωμένους τόμους που κατέγραφαν μια γνώση τερατώδη και αλλόκοτη. Μόνο κάποιος ειδήμων στις απόκρυφες τέχνες θα αποτολμούσε να εντρυφήσει στα σκοτεινά μυστήρια βιβλίων όπως το Νεκρονομικόν, Τα Μυστήρια του Σκώληκος του Λούντβιχ Πριν, το Σκοτεινές Τελετουργίες του τρελού Λουβέχ-Κεράφ, ιερέα της Μπαστα, ή το φρικαλέο Cultes des Goules του Κομπ ντ’ Ερλέτ. Κανείς εκτός από έναν πεπειραμένο μυστικιστή δε θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σ’ εκείνα τα δεμένα με αιθιοπικό δέρμα αρχαία χειρόγραφα, και μόνο ένας αληθινός μύστης θα έκαιγε ένα τόσο αρωματικό και αφροδισιακό λιβάνι μέσα σ’ ένα θυμιατήρι φτιαγμένο από ανθρώπινο κρανίο. Και ποιος άλλος θα γέμιζε ένα ολόκληρο δωμάτιο – το οποίο, ευτυχώς έκρυβε σπλαχνικά το σκοτάδι – με περίεργα κειμήλια, νεκρικά ενθύμια από συλημένους τάφους και παμπάλαιες περγαμηνές γεμάτες αρχέγονους τρόμους.
Επιφανειακά, το δωμάτιο εκείνη τη νύχτα έμοιαζε φυσιολογικό, όπως φυσιολογικός έμοιαζε και ο ένοικός του. Αλλά όποιος ήθελε αποδείξεις τόσο για τη βαθιά παραδοξότητα του χώρου, όσο και για την ταυτότητα του ανθρώπου που βρισκόταν εκεί, δεν ήταν απαραίτητο να κοιτάξει ούτε το κρανίο, ούτε τα βιβλία, ούτε τα λείψανα που έκρυβαν οι σκιές. Γιατί απόψε ο Τζέιμς Άλινγκτον έγραφε στο μυστικό του ημερολόγιο, και οι συλλογισμοί του απείχαν πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν λογικοί.
«Απόψε είμαι έτοιμος να κάνω τη δοκιμή. Έχω πειστεί, τελικά, ότι ο διχασμός της ταυτότητας μπορεί να επιτευχθεί δια μέσου της ψυχοθεραπευτικής ύπνωσης, με την προϋπόθεση πως προηγουμένως έχει προκληθεί η κατάλληλη πνευματική διάθεση για έναν τέτοιο διαχωρισμό.
»Πρόκειται για ένα πραγματικά συναρπαστικό θέαμα. Διπλή ταυτότητα – το όνειρο του ανθρώπου από την αρχή του χρόνου! Δύο ψυχές σε ένα σώμα… ολόκληρη η φιλοσοφία βασίζεται σ’ ένα ανάλογο σχήμα. Στην αντίθεση μεταξύ καλού και κακού. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να μην μπορεί μια τέτοια διαίρεση να συμβεί και στην ανθρώπινη ψυχή; Ο Στίβενσον είχε μονάχα εν μέρει δίκιο όταν συνέγραψε το Δόκτωρ Τζέκυλ και Κύριος Χάιντ. Φαντάστηκε μια χημική μεταμόρφωση που μεταπηδούσε από το ένα άκρο στο άλλο. Εγώ, αντιθέτως, πιστεύω πως οι δύο ταυτότητες συνυπάρχουν. Πως, αφού διαχωριστούν μέσω της αυτοϋπνωτιστικής υποβολής, κάποιος θα μπορούσε να απολαύσει δύο υπάρξεις ταυτόχρονα – τον καλό και τον κακό του εαυτό.
»Στη λέσχη περιγέλασαν τη θεωρία μου. Ο Φόστερ – αυτός ο αλαζόνας γεροξεκούτης – με αποκάλεσε ονειροπαρμένο. Ονειροπαρμένος εγώ; Και τι μπορεί να ξέρει αυτός – ένας θλιβερός χημικός της σειράς – από τα θεμελιώδη μυστήρια της Ζωής και του Θανάτου; Ακόμα και μια φευγαλέα ματιά στο εργαστήριό μου θα αρκούσε για να διαλύσει την ανόητη αυταρέσκειά του και να οδηγήσει την ψυχή του στην παραφροσύνη. Και οι άλλοι, επίσης, δεν ήταν καλύτεροι. Συγγραφείς του συρμού που κολακεύουν τον όχλο, απολιθώματα του σχολαστικισμού που αποκαλούν τους εαυτούς τους καθηγητές, σοβαροφανείς βιολόγοι που σοκάρονται στο άκουσμα των πειραμάτων μου πάνω στη δημιουργία συνθετικής ζωής – τι να καταλάβουν τέτοια άτομα; Θα τους έπιανε ρίγος μπροστά στο Νεκρονομικόν. Αν μπορούσαν θα το έκαιγαν ευχαρίστως. Θα το έκαιγαν όπως είχαν κάνει και οι ευσεβείς πρόγονοί τους πριν από τριακόσια χρόνια. Όλοι τους υλιστές, σκεπτικιστές, κυνηγοί μαγισσών! Ανόητος συρφετός που μου φέρνει αναγούλα. Φαίνεται πως είναι στη μοίρα των πρωτοπόρων να πορεύονται μόνοι τους. Πολύ καλά, λοιπόν, θα πορευτώ κι εγώ μόνος μου – μα σύντομα θα σέρνονται γονυπετείς στην πόρτα μου και θα με εκλιπαρούν για έλεος! Αρκεί μονάχα να πετύχει το αποψινό μου εγχείρημα! Να αναγκάσω τον εαυτό μου, μέσω της ύπνωσης, να εκδηλώσει την διττή του προσωπικότητα! Είναι κάτι που ακόμα και η σύγχρονη ψυχολογία ισχυρίζεται πως μπορεί να επιτευχθεί. Ο πνευματισμός, επίσης, αναγνωρίζει μια τέτοια πιθανότητα. Οι αρχαίοι ήταν αυτοί που μου προμήθευσαν το κλειδί της επίλυσης του προβλήματος, όπως το είχαν κάνει και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν… Εκείνος ο Αλχραζέντ γνώριζε πολλά – και ήταν ακριβώς το αβάσταχτο βάρος της γνώσης που τον οδήγησε στην τρέλα.
»Δύο σώματα! Άπαξ και καταφέρω να φτάσω, με τη θέλησή μου και μόνο, σε μια τέτοια κατάσταση, θα έχω πρόσβαση σε δυνάμεις που πάντοτε ήταν απαγορευμένες στους ανθρώπους. Ίσως ακόμα και στην αθανασία. Δεν απέχει παρά ένα βήμα παραπέρα. Ύστερα, δε θα χρειάζεται πια να κρύβομαι σ’ αυτή την τρύπα. Δε θα υπάρχει λόγος να καμουφλάρω τις έρευνές μου ως ένα άκακο χόμπι. Ονειροπαρμένος, ε; λοιπόν, θα τους δείξω εγώ!
»Αναρωτιέμαι πως θα δείχνει εκείνη η άλλη μορφή. Θα είναι, άραγε, ανθρώπινη; Θα πρέπει να είναι, ειδάλλως – καλύτερα, όμως, να μην το σκέφτομαι αυτό. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για έναν τύπο κακάσχημο. Δεν έχω αυταπάτες για τον εαυτό μου. Ξέρω πολύ καλά τη σκοτεινή πλευρά της φύσης μου, η οποία, αν και συγκαλυμμένη, είναι αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη. Υπάρχει, ωστόσο, κίνδυνος – το Κακό είναι μια ανεξέλεγκτη δύναμη, κι εγώ πρόκειται να το απομονώσω στην πιο καθαρή του μορφή. Θα αντλήσει ενέργεια από το σώμα μου – ισχύ για να εκδηλωθεί με φυσική υπόσταση. Αυτό όμως δε θα με πτοήσει. Πρέπει να επιχειρήσω τη δοκιμή. Αν πετύχει, θ’ αποκτήσω δύναμη – δύναμη πέρα από κάθε φαντασία – δύναμη για να σκοτώσω, για να ρημάξω, για να καταστρέψω! Θα κάνω ορισμένες καινούριες προσθήκες στην μικρή μου συλλογή εδώ πέρα, θα κανονίσω και μερικούς παλιούς λογαριασμούς με τους σκεπτικιστές φίλους μου. Μετά, θα μπορέσω ν’ ασχοληθώ και με άλλα ευχάριστα πράγματα.
»Αρκετά όμως με απορρόφησαν οι συλλογισμοί μου. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσω. Θα κλειδώσω τις πόρτες της βιβλιοθήκης. Οι υπηρέτες έχουν φύγει για το βράδυ και κανείς δεν πρόκειται να με διακόψει. Δεν τολμώ να χρησιμοποιήσω κάποιο μηχάνημα ηλεκτρικής ύπνωσης, από φόβο μήπως προκληθούν τίποτα δυσάρεστες επιπλοκές και δεν καταφέρω να ξυπνήσω. Αντιθέτως, θα προσπαθήσω να προκαλέσω την ύπνωση μέσω της έντονης προσήλωσης του βλέμματός μου σ’ αυτόν τον βαρύ, γυαλιστερό χαρτοκόπτη πάνω στο γραφείο μου. Εν τω μεταξύ, θα εστιάσω τη σκέψη μου στην ουσία του θέματος, χρησιμοποιώντας τον Ψυχικό Ψαλμό του Σεμπέκ.
»Θα βάλω το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις δώδεκα, ακριβώς σε μια ώρα από τώρα. Το κουδούνισμά του θα λύσει το ξόρκι. Πιστεύω πως αυτή είναι η μόνη προφύλαξη που θα χρειαστεί να πάρω. Ως ένα επιπρόσθετο προληπτικό μέτρο, θα κάψω αυτή την καταγραφή. Αν κάτι πάει στραβά, δε θα ήθελα όλα τα μικρά μου σχέδια να αποκαλυφθούν στον κόσμο.
»Τίποτα, ωστόσο, δεν πρόκειται να πάει στραβά. Έχω εξασκήσει την τεχνική της αυτοϋπνωσης πολλές φορές στο παρελθόν, και σκοπεύω να είμαι προσεκτικός. Θα είναι θαυμάσια η αίσθηση να ελέγχω δύο σώματα ταυτόχρονα. Μετά βίας μπορώ να συγκρατηθώ – το κορμί μου τρέμει από ενθουσιασμό και ανυπομονησία για την επικείμενη μεταμόρφωση. Δύναμη!
»Πολύ καλά. Μόλις αυτή η καταγραφή γίνει στάχτη, θα είμαι πλέον έτοιμος – έτοιμος να επιχειρήσω το σπουδαιότερο πείραμα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα».

***


Ο Τζέιμς Άλινγκτον κάθισε μπροστά στο αμπαζούρ. Εμπρός του πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ο χαρτοκόπτης, με τη γυαλιστερή του λάμα να λαμποκοπάει κάτω από το φως. Μόνο ο νωχελικός χτύπος του ρολογιού έσπαγε τη μαύρη σιωπή του κλειδωμένου δωματίου.
Τα μάτια του μάγου έμοιαζαν να είναι από γυαλί. Άστραφταν ακίνητα στο ημίφως, σαν τα μάτια ενός βασιλίσκου. Οι αντανακλάσεις από την επιφάνεια της λεπίδας καρφώνονταν στον αμφιβληστροειδή του σαν τις φλογερές ακτίνες ενός διάπυρου ήλιου, όμως το εκστατικό του βλέμμα δεν ταλαντεύθηκε ούτε σπιθαμή.
Ποιος ξέρει τι παράξενες αλλαγές συνέβαιναν μέσα στο μαγεμένο μυαλό του ονειρευτή. Ποια λεπτή μεταστοιχείωση γεννιόταν από την ίδια του την αποφασιστικότητα. Είχε ήδη μισοβυθιστεί στον ύπνο, αμετάκλητα αποφασισμένος να διχάσει την ψυχή του, να διαιρέσει την προσωπικότητά του, να διχοτομήσει το εγώ του. Ποιος ξέρει αλήθεια; Ο υπνωτισμός μπορεί να κάνει παράξενα πράγματα.
Τι μυστικές Δυνάμεις να επικαλέστηκε, άραγε, για να τον συνδράμουν στον αγώνα του; Ποια μαύρη, ανόσια ζωή να γεννήθηκε στα ζοφερά τρίσβαθα της συνείδησής του; Ποιοι λάγνοι δαίμονες της κόλασης ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν τις σκοτεινές του επιθυμίες;
Γιατί αυτές όντως πραγματοποιήθηκαν. Ξύπνησε ξαφνικά, κι αμέσως ένιωσε πως δεν ήταν πια μόνος του μέσα στο δωμάτιο - ένιωσε την παρουσία κάποιου άλλου, κάποιου που έστεκε μες στις σκιές, από την άλλη μεριά του τραπεζιού.
Ή μήπως δεν ήταν κάποιος άλλος; Μήπως ήταν αυτός ο ίδιος; Χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε το σώμα του, και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή έκπληξης. Έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί σε λιγότερο από το ένα τέταρτο του αρχικού του μεγέθους! Το κορμί του ήταν ελαφρύ, εύθραυστο, λειψό. Προς στιγμήν στάθηκε τελείως ανίκανος να σκεφτεί ή να κουνηθεί. Το βλέμμα του στράφηκε στη γωνία του δωματίου, σε μια μάταιη προσπάθεια να διακρίνει μέσα στη σκοτεινιά τις κινήσεις μιας παρουσίας που έσερνε εκεί τα βήματά της.
Και τότε συνέβη. Μέσα από το σκοτάδι ξεπρόβαλε ο εφιάλτης. Ο απόλυτος, ο πλέον απροκάλυπτος εφιάλτης – μια τερατώδης, τριχωτή φιγούρα, πελώρια, γκροτέσκα και πιθηκοειδής, μια αποκρουστική παρωδία όλων των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Ήταν η ίδια η ενσάρκωση της πιο άγριας παραφροσύνης. Σάλια έτρεχαν από τα τερατώδη σαγόνια και τα κατακόκκινα μάτια έλαμπαν με μια πανάρχαια και σατανική σοφία, ενώ τη γκριμάτσα του θανάτου ολοκλήρωνε ένα λάγνο μουσούδι και δύο ζευγάρια κίτρινοι κυνόδοντες. Έμοιαζε με ζωντανό κρανίο που σάπιζε πάνω στο σώμα ενός μαύρου πιθήκου. Ήταν αποτρόπαιο και διεστραμμένο, πρωτόγονο και σοφό.
Μια ανατριχιαστική σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του Άλινγκτον. Μήπως αυτό το μακάβριο ξέρασμα των τάφων, αυτή η σιχαμερή φρίκη νεκροζώντανου τρόμου ήταν ο άλλος του εαυτός;
Ο μάγος συνειδητοποίησε πολύ αργά τι είχε συμβεί. Το πείραμά του είχε πετύχει, αλλά μ’ έναν εντελώς διεστραμμένο τρόπο. Δεν είχε καταλάβει πόσο πολύ το κακό είχε κυριαρχήσει πάνω στο καλό μέσα του. Αυτό το τέρας – αυτό το φρικαλέο βδέλυγμα του σκότους – ήταν δυνατότερο από κείνον και, όντας καμωμένο από ατόφιο Κακό, δεν μπορούσε να ελεγχθεί πνευματικά από τον άλλο του εαυτό. Ο Άλινγκτον το παρατηρούσε τώρα υπό το πρίσμα ενός καινούριου φόβου. Έμοιαζε με πλάσμα βγαλμένο από την Κόλαση. Και η μιαρότητα, η αισχρότητα και η κτηνωδία των χαρακτηριστικών του επισκιαζόταν μονάχα από εκείνη τη σαρδόνια παρωδία γέλιου που ήταν ζωγραφισμένη στην όψη του. Το ζωώδες κορμί του παρέπεμπε αόριστα σε αθέατους τρόμους που σέρνονται μέσα σε σκοτεινούς τάφους ή καιροφυλακτούν στις πιο βαθιές κόγχες του φυσιολογικού νου. Εντούτοις, πάνω σ’ αυτή τη μορφή ο Άλινγκτον αναγνώρισε μια παρανοϊκή αταβιστική καρικατούρα του εαυτού του – όλη αυτή η λαγνεία, όλη εκείνη η απληστία και ψυχοπαθολογική φιλοδοξία, η σκληρότητα και η άγνοια. Τα δαιμονικά μυστικά του μυαλού του, μέσα στο σώμα ενός γιγάντιου πιθήκου!
Και σαν απάντηση σ’ αυτή την αναγνώριση, το πλάσμα ξέσπασε σε γέλια, και πλοκάμια φρίκης άδραξαν την καρδιά του μάγου.
Τώρα ερχόταν καταπάνω του – σκόπευε ολοφάνερα να τον εξοντώσει, όπως του υπαγόρευε η σατανική του φύση. Ο Άλινγκτον πάλεψε ν’ απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με το γελοιωδώς μικροσκοπικό του σώμα να παρεμποδίζεται από ρούχα που ήταν εξωφρενικά μεγάλα για τη συρρικνωμένη του φιγούρα. Κατάφερε να ξεμακρύνει τρέχοντας και να κολλήσει με την πλάτη στον τοίχο της βιβλιοθήκης. Η φωνή του, περίεργα ψιλή, στρίγγλιζε μανιασμένα ικεσίες και ανώφελες προσταγές στη νέμεσή του που ολοένα και πλησίαζε. Οι προσευχές και οι κατάρες του μετατράπηκαν σ’ ένα βραχνό, ασυνάρτητο παραλήρημα τρέλας καθώς το θεόρατο κτήνος χίμηξε πάνω από το τραπέζι. Το πείραμά του είχε πετύχει και με το παραπάνω… και με το παραπάνω! Με γουρλωμένα μάτια, παρακολούθησε συγκλονισμένος εκείνη τη ζωώδη παλάμη να χουφτώνει το χαρτοκόπτη – κι αμέσως η νύχτα σείστηκε από ένα τρομακτικό γέλιο. Το πλάσμα γελούσε! Γελούσε! Κάπου, ένα ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει, μα ο μάγος δεν μπορούσε πια να το ακούσει…
Βρήκαν τον Τζέιμς Άλινγκτον να κείτεται νεκρός πάνω στο πάτωμα της βιβλιοθήκης. Ένας χαρτοκόπτης ήταν μπηγμένος στο στήθος του, και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για αυτοκτονία, καθώς κανείς δε θα μπορούσε να έχει εισβάλει σ’ εκείνο το κλειδωμένο και δίχως παράθυρα δωμάτιο.
Όμως αυτό δεν εξηγούσε τις δαχτυλιές πάνω στη λαβή του χαρτοκόπτη – εκείνες τις τρομερές δαχτυλιές – σαν κι αυτές που θα άφηνε το χέρι ενός γιγάντιου πιθήκου.


Robert Bloch
Ο Φύλακας της Πύλης
Και Άλλες Ιστορίες της Μυθολογίας Κθούλου
Βιβλίο 1
Μετάφραση Γιάννης Στολτίδης
Εκδόσεις Η Άγνωστη Καντάθ 2014

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Η νύστα - Anton Chekhov


Είναι νύχτα. Η νταντά Βάρια, κορίτσι δεκατριών χρονών, κουνάει το μωρό στην κούνια, και με φωνή που μόλις ακούγεται μουρμουρίζει:
Νανι, νάνι το μικράκι,
Θα του πω ένα τραγουδάκι…
Μπροστά στο εικόνισμα καίει μια πράσινη καντήλα. Απ’ τη μια άκρη της κάμαρης ως την άλλη, είναι τεντωμένο ένα σκοινί με κρεμασμένες φασκιές κι ένα μεγάλο μαύρο παντελόνι. Από το φως της καντήλας σχηματίζεται στο ταβάνι μια μεγάλη πράσινη κηλίδα κι οι φασκιές με το παντελόνι ρίχνουν μακριές σκιές στο τζάκι, στην κούνια, στη Βάρια… Όταν το φως της καντήλας τρεμοσβήνει, η κηλίδα κι οι σκιές ζωντανεύουν και κουνιούνται σα να φυσάει άνεμος. Στην κάμαρη η ατμόσφαιρα είναι ασφυκτική και μυρίζει λαχανόσουπα και πετσιά.
Το μωρό κλαίει. Έχει πια βραχνιάσει κι απόκαμε από το κλάψιμο, αλλά δεν παύει ολοένα να φωνάζει, κι άγνωστο είναι πότε θα ησυχάσει. Κι όμως, η Βάρια θέλει να κοιμηθεί. Τα μάτια της σφαλνούνε, το κεφάλι της σέρνεται προς τα κάτω, ο λαιμός της πονάει. Δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα βλέφαρα ούτε τα χείλη, και της φαίνεται πως το πρόσωπό της στέγνωσε και ξύλιασε, πως το κεφάλι της έγινε μικρό σαν κεφαλάκι καρφίτσας.
-Νάνι, νάνι το μικράκι – μουρμουρίζει – θα του κάνω πιλαφάκι…
Μέσα στη θερμάστρα φωνάζει ένας γρύλος. Στη διπλανή κάμαρη, πίσω από την πόρτα, ροχαλίζουν τ’ αφεντικό κι ο Θανάσης, ο κάλφας… Η κούνια τρίζει λυπητερά, η Βάρια μουρμουρίζει, κι όλ’ αυτά ενώνονται σε μια νυχτερινή νανουριστική μουσική, που έτσι γλυκά την ακούει κανείς όταν είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Τώρα όμως η μουσική αυτή ερεθίζει και τυραννεί, γιατί της αυξάνει τη νύστα ενώ δε γίνεται να κοιμηθεί. Αν – που ο Θεός να μην το δώσει – αποκοιμιότανε η Βάρια, τ’ αφεντικά της θα την έσπαζαν στο ξύλο.
Η καντήλα τρεμοσβήνει. Η πράσινη κηλίδα κι οι σκιές κουνιούνται, χώνονται στα μισοσφαλισμένα ακίνητα μάτια της Βάριας και προκαλούν στο μισοκοιμισμένο μυαλό της θολά όνειρα. Βλέπει μαύρα σύννεφα που τρέχουν το ‘να κατόπι του άλλου στον ουρανό και φωνάζουν σα μωρό. Μα να, φύσηξε αέρας, τα σύννεφα χάθηκαν κι η Βάρια βλέπει ένα πλατύ λιθόστρωτο, σκεπασμένο με νερουλή λάσπη, μια σειρά από κάρα, ανακατωμένους ανθρώπους με δισάκια στις πλάτες, και κάτι σκιές που πηγαίνουν πίσω μπρος, από τις δύο μεριές, ανάμεσα στην κρύα και σκυθρωπή ομίχλη. Φαίνονται δάση. Ξαφνικά οι άνθρωποι με τα δισάκια πέφτουν καταγής στη νερουλή λάσπη.
-Γιατί πέσανε; - ρωτά η Βάρια.
-Να κοιμηθούνε, να κοιμηθούνε! – της αποκρίνονται.
Και βυθίζονται σε ύπνο βαθύ, κοιμούνται γλυκά, ενώ στα σύρματα του τηλέγραφου κάθονται κουρούνες και τσίχλες, που φωνάζουν σα μωρό και προσπαθούν να τους ξυπνήσουν.
-Νάνι, νάνι το μικράκι, θα του πω ένα τραγουδάκι… - μουρμουρίζει η Βάρια και βλέπει τώρα τον εαυτό της μέσα σε μια σκοτεινή, πνιγερή καλύβα.
Στο πάτωμα στριφογυρίζει ο μακαρίτης ο πατέρας της, Εφήμ Στεπάνωφ. Δεν τον βλέπει, ακούει όμως πως κυλιέται στο πάτωμα απ’ τον πόνο κι αναστενάζει. Πάσχει, όπως λέει, από «σπάσιμο». Ο πόνος είναι τόσο δυνατός, που δεν μπορεί να προφέρει ούτε λέξη, παρά ρουφάει μονάχα αέρα και τα δόντια του χτυπούν γρήγορα σαν τούμπανο.
-Μπου-μπου-μπου-μπου…
Η μητέρα της, η Πελαγία, έτρεξε στην έπαυλη να πει στους κυρίους πως ο Εφήμ πεθαίνει. Είναι πια πολλή ώρα που έφυγε κι έπρεπε να είχε γυρίσει. Η Βάρια, ξαπλωμένη πάνω στο τζάκι, δεν κοιμάται κι ακούει το «μπου-μπου-μπου» του πατέρα της. Μα να, ακούγεται κάποιος να έχει φτάσει με άμαξα στην καλύβα. Οι κύριοι έστειλαν ένα νέο γιατρό, που τους είχε έρθει μουσαφίρης απ’ την πόλη. Ο γιατρός μπαίνει στην καλύβα. Δε φαίνεται στο σκοτάδι, ακούγεται όμως να βήχει, και χτυπάει την πόρτα.
-Ανάψτε φως – λέει ο γιατρός.
-Μπου-μπου-μπου… - αποκρίνεται ο Εφήμ.
Η Πελαγία ορμάει στο τζάκι και ζητάει να ‘βρει την κεραμίδα με τα σπίρτα. Περνάει ένα λεπτό σιωπής. Ο γιατρός βγάζει βιαστικά από την τσέπη του κι ανάβει δικό του σπίρτο.
-Αμέσως αφεντικό, αμέσως – λέει η Πελαγία ορμώντας έξω απ’ την καλύβα, και σε λιγάκι γυρίζει μ’ ένα αποκέρι.
Τα μάγουλα του Εφήμ είναι τριανταφυλλιά, τα μάτια του λάμπουν και το βλέμμα του είναι τόσο διαπεραστικό, που θαρρείς πως ο Εφήμ βλέπει πέρα πέρα και την καλύβα και το γιατρό.
-Ε, τι έχεις; Τ’ είν’ αυτό που ‘βαλες στο νου σου; - λέει ο γιατρός και σκύβει στον Εφήμ. Ε, ε! Είναι καιρός που το ‘παθες αυτό;
-Τι πράμα; Ήρθε η ώρα να πεθάνω, εξοχότατε… Δε θα ζήσω πια…
-Άσε τις ανοησίες… Θα σε γιατρέψουμε!
-Όπως αγαπάτε εξοχότατε, ευχαριστούμε πολύ. Μα καταλαβαίνουμ’ εμείς… Σαν έρθει ο χάρος τι να γίνει;
Ο γιατρός καταγίνεται με τον Εφήμ ένα τέταρτο της ώρας. Ύστερα σηκώνεται και λέει:
-Τίποτα δεν μπορώ να κάνω… Πρέπει να πας στο νοσοκομείο να σου κάνουν εγχείρηση. Να πας αμέσως! Χωρίς άλλο να πας! Είναι λιγάκι αργά κι όλοι πια θα κοιμούνται στο νοσοκομείο, μα δεν πειράζει, θα σου δώσω ένα μπιλιετάκι. Ακούς;
-Μα πως θα πάει, αφεντικό; - λέει η Πελαγία. Δεν έχουμε άλογο.
-Δεν πειράζει, θα παρακαλέσω τους κυρίους να δώσουν άλογο.
Ο γιατρός φεύγει, το κερί σβήνει κι ακούγεται πάλι το «μπου-μπου-μπου…». Ύστερ’ από μισή ώρα, κάποια άμαξα πλησιάζει στην καλύβα. Οι κύριοι έστειλαν κάρο για να πάνε τον Εφήμ στο νοσοκομείο. Ο Εφήμ ετοιμάζεται να φύγει…

Μα να, φτάνει το πρωί ωραίο και φωτεινό. Η Πελαγία δεν είναι σπίτι. Πήγε στο νοσοκομείο να μάθει τι κάνει ο Εφήμ. Κάπου κλαίει ένα μωρό και η Βάρια ακούει κάποιον να τραγουδάει με τη φωνή της:
-Νάνι, νάνι το μικράκι, θα του πω ένα τραγουδάκι…
Γυρίζει η Πελαγία, κάνει το σταυρό της και ψιθυρίζει:
-Τη νύχτα τονε βόλεψαν, και κοντά να ξημερώσει ξεψύχησε… Αιωνία του η μνήμη, ο Θεός να αναπάψει την ψυχή του… Λένε πως ήταν αργά, τον παραμελήσαμε… Έπρεπε νωρίτερα…
Η Βάρια πηγαίνει στο δάσος, κάθεται κει και κλαίει, μα ξαφνικά κάποιος τη χτυπάει στο σβέρκο με τόση δύναμη, που το μέτωπό της χτυπάει στη σημύδα. Σηκώνει τα μάτια και βλέπει μπροστά της το αφεντικό της, τον παπουτσή.
-Τι κάνεις, βρε ψωριάρα; - της λέει. Το παιδί κλαίει και συ κοιμάσαι;
Την πιάνει δυνατά απ’ τ’ αυτί και την τραβάει, κι εκείνη ανατινάζει το κεφάλι της, κουνάει την κούνια και μουρμουρίζει το τραγούδι της. Η πράσινη, κηλίδα, κι οι σκιές του παντελονιού και των φασκιών κουνιούνται, της γνέφουν, και γρήγορα πάλι κατακτούν το μυαλό της. Ξαναβλέπει το λιθόστρωτο με τη νερουλή λάσπη. Οι άνθρωποι με τα δισάκια στις πλάτες κι οι σκιές, ξαπλωμένοι, κοιμούνται βαθιά, κι όσο τους βλέπει η Βάρια, τόσο περισσότερο θέλει να κοιμηθεί. Θα πλάγιαζε με λαχτάρα, μα η μητέρα της, η Πελαγία, περπατάει δίπλα της και την τραβολογάει. Πηγαίνουν βιαστικές κι οι δυό στην πόλη να ζητιανέψουν.
-Κάμετε ελεημοσύνη για την αγάπη του Χριστού! – παρακαλεί η μητέρα τους διαβάτες. Κάμετε έλεος, άρχοντες!
-Φερ’ εδώ το παιδί! – της αποκρίνεται κάποια γνώριμη φωνή. Δωσ’ εδώ το παιδί! – ξαναλέει η ίδια φωνή, αλλά τώρα θυμωμένα κι απότομα. Κοιμάσαι, σιχαμένη.
Η Βάρια αναστενάζει, κοιτάζει γύρω και καταλαβαίνει τι τρέχει. Δεν υπάρχει ούτε λιθόστρωτο, ούτε Πελαγία, ούτε διαβάτες, παρά μονάχα στέκεται στη μέση της κάμαρης η νοικοκυρά, που ήρθε να βυζάξει το μωρό της. Σ’ όλο το διάστημα που η χοντρή νοικονυρά βυζαίνει και καταπραϋνει το μωρό, η Βάρια στέκεται και την κοιτάζει περιμένοντας πότε θα τελειώσει. Έξω απ’ τα παράθυρα η ατμόσφαιρα αρχίζει πια να ξανοίγει, οι σκιές κι η πράσινη κηλίδα στο ταβάνι χλομιάζουν. Γρήγορα θα ξημερώσει.
-Πάρ’ το! – λέει η νοικοκυρά και κουμπώνει την πουκαμίσα της στο στήθος. Το μωρό κλαίει. Χωρίς άλλο το μάτιασαν…
Η Βάρια παίρνει το μωρό, το βάζει στην κούνια και ξαναρχίζει να το κουνάει. Η πράσινη κηλίδα κι οι σκιές λίγο λίγο χάνονται και δεν υπάρχει πια τίποτα να χωθεί στο κεφάλι της και να σκοτίσει το μυαλό της. Κι όμως, όπως πριν, θέλει να κοιμηθεί. Αχ πως θέλει να κοιμηθεί, τρομάρα της! Η Βάρια ακουμπάει το κεφάλι της στην άκρη της κούνιας και κουνιέται μ’ όλο το κορμί της για να νικήσει τον ύπνο, αλλά τα μάτια της σφαλνούνε και το κεφάλι της είναι βαρύ.
-Βάρια, άναψε το τζάκι! – ακούγεται πίσω απ’ την πόρτα η φωνή του αφεντικού.
Δηλαδή, είναι πια καιρός να σηκωθούν και ν’ αρχίσουν τη δουλειά. Η Βάρια αφήνει την κούνια και τρέχει στην αποθήκη για ξύλα. Είναι όλο χαρά. Όταν κανείς τρέχει ή περπατάει, δεν θέλει τόσο να κοιμηθεί όπως όταν κάθεται. Φέρνει τα ξύλα, ανάβει το τζάκι κι αισθάνεται πως το ξυλιασμένο πρόσωπό της παίρνει ζωή και ξανοίγουν οι σκέψεις της.
-Βάρια, βάλε το σαμοβάρι! – φωνάζει η νοικοκυρά.
Η Βάρια κόβει πελεκούδια, αλλά, μόλις προφθάνει να τ’ ανάψει και να τα βάλει στο σαμοβάρι, ακούγεται νέα διαταγή!
-Βάρια, πάστρεψε τις γαλότσες τ’ αφεντικού!
Κάθεται στο πάτωμα, καθαρίζει τις γαλότσες και συλλογιέται πως θα ‘τανε καλά να ‘χωνε το κεφάλι της μεσ’ στη μεγάλη και βαθιά γαλότσα και να κοιμηθεί μέσα σ’ αυτή λιγάκι… Και ξαφνικά η γαλότσα μεγαλώνει, φουσκώνει, γεμίζει όλη την κάμαρη κι απ’ το χέρι της Βάριας ξεφεύγει η βούρτσα. Αμέσως όμως ανατινάζει το κεφάλι της, τεντώνει τα μάτια της και προσπαθεί να βλέπει έτσι που τ’ αντικείμενα να μη μεγαλώνουν και να μην κουνιούνται στα μάτια της.
Η Βάρια πλένει την εξωτερική σκάλα – τι θα πουν οι πελάτες;
Η Βάρια πλένει και την εσωτερική σκάλα, συγυρίζει τις κάμαρες, ύστερα ανάβει το άλλο τζάκι και τρέχει στο μπακάλικο. Δουλειά πολλή κι ούτε στιγμή ελεύθερη.
Μα το χειρότερο απ’ όλα είναι να στέκεται σ’ ένα μέρος μπρος στο τραπέζι της κουζίνας και να παστρεύει πατάτες. Το κεφάλι της σέρνεται προς το τραπέζι, η πατάτα σουφρώνει στα μάτια της, το μαχαίρι ξεφεύγει απ’ τα χέρια της, ενώ η χοντρή νοικοκυρά περπατάει θυμωμένη με ανασκουμπωμένα χέρια και μιλάει τόσο δυνατά, που βουίζουν τ’ αυτιά της. Το ίδιο βασανιστικό είναι να υπηρετεί στο τραπέζι, να πλένει, να ράβει… Έρχονται στιγμές που θέλει να ξαπλωθεί στο πάτωμα και να κοιμηθεί, χωρίς να δώσει προσοχή σε τίποτα.
Η μέρα περνάει. Όσο βλέπει τα παράθυρα να σκοτεινιάζουν, η Βάρια σφίγγει τ’ αποναρκωμένα μηλίγγια της, και χαμογελάει χωρίς να ξέρει κι η ίδια το γιατί. Το βραδινό σκοτάδι της χαϊδεύει τα μάτια, που σφαλνούνε, και της υπόσχεται γρήγορο, βαθύ ύπνο. Το βράδυ έρχονται στ’ αφεντικά επισκέψεις.
-Βάρια, βάλε το σαμοβάρι! – φωνάζει η νοικοκυρά.
Το σαμοβάρι των αφεντικών είναι μικρό, και για να πιουν οι μουσαφίρηδες τσάι, αναγκάζεται να ζεστάνει πέντε φορές. Ύστερ’ από το τσάι, η Βάρια στέκεται ολάκερη ώρα σ’ ένα μέρος, κοιτάζει τους μουσαφίρηδες και περιμένει διαταγές.
-Βάρια, τρέξε ν’ αγοράσεις τρεις μποτίλιες μπίρα!
Πετιέται από τη θέση της και προσπαθεί να τρέξει όσο μπορεί πιο γρήγορα, για ν’ αποδιώξει τον ύπνο!
-Βάρια, τρέξε να πάρεις βότκα! Βάρια, που ‘ναι το τιρμπουσόνι; Βάρια, πάστρεψε τις σαρδέλες!
Μα να, τέλος πάντων, οι μουσαφίρηδες έφυγαν, σβήνουν τα φώτα, και τ’ αφεντικά πηγαίνουν να κοιμηθούν.
-Βάρια, κούνησε το παιδί! – αντηχεί η στερνή διαταγή.
Στο τζάκι φωνάζει ο γρύλος. Η πράσινη κηλίδα στο ταβάνι κι οι σκιές του παντελονιού και των φασκιών ξαναχώνονται στα μισανοιγμένα μάτια της Βάριας, γνέφουν και σκοτίζουν το κεφάλι της.
-Νάνι, νάνι το μικράκι – μουρμουρίζει – θα του πω ένα τραγουδάκι…
Το μωρό φωνάζει κι αποκάνει απ’ τις φωνές. Η Βάρια ξαναβλέπει το λασπωμένο λιθόστρωτο, τους ανθρώπους με τα δισάκια, την Πελαγία, τον πατέρα της Εφήμ. Όλα τα νιώθει, όλους τους αναγνωρίζει, μόνο που δεν μπορεί, μισοκοιμισμένη όπως είναι να καταλάβει τη δύναμη εκείνη που της δένει χέρια και πόδια, την πιέζει και την εμποδίζει να ζήσει. Βλέπει γύρω της, ζητάει τη δύναμη να ελευθερωθεί απ’ αυτά, μα δεν τη βρίσκει. Στα ύστερα, καταβασανισμένη, βάζει όλες τις δυνάμεις της, βλέπει απάνω την πράσινη κηλίδα που κουνιέται, αφουγκράζεται τη φωνή και βρίσκει τον εχθρό που την εμποδίζει να ζήσει.
Ο εχθρός είναι το μωρό.
Γελάει. Απορεί πως δεν μπόρεσε νωρίτερα να καταλάβει τέτοιο μικρό πράγμα. Η πράσινη κηλίδα, οι σκιές κι ο γρύλος επίσης, φαίνεται, γελούνε κι απορούν.
Μια παραίσθηση την κυριεύει. Σκέφτεται καθώς κάθεται στο σκαμνάκι, κι όλη χαμόγελο, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια, περπατάει στην κάμαρη. Ευχαριστιέται, ηδονίζεται με την ιδέα πως αμέσως θα ελευθερωθεί απ’ το μωρό, που της δένει χέρια και πόδια… Να σκοτώσει το μωρό, κι ύστερα να κοιμηθεί, να κοιμηθεί…
Με γέλιο γνέφει και ακουμπάει η Βάρια με το δάχτυλό της την πράσινη κηλίδα, σιμώνει σιγά σιγά την κούνια και σκύβει στο μωρό, το πνίγει, και με γρηγοράδα πλαγιάζει στο πάτωμα, γελάει απ’ τη χαρά της που μπορεί να κοιμηθεί, κι ύστερα από ένα λεπτό κοιμάται πια βαθιά, σαν πεθαμένη…



Anton Chekhov
Η ΠΡΟΙΚΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Κ. Σ. ΚΟΚΟΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ 2008

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ



Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.
Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.
Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.
*
* *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;
Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.
Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.
Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…
Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.
*
* *
«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…
Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.
Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».
Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…
Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…
Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.
Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
 Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.
Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…
Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.
Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»
Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…
Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.
*
* *

Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.
Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.
Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»
Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.
Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.
Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»
Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»
Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.
― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.
Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.
Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».
Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.
*
* *
Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.
Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.
Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:
―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.
Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…
Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.
Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.
Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…
Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…
―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.
Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…
Εἶπε καὶ ἀπέθανε.
Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..
Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».
Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον… καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·
«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων…»
(1906)


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ


Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΜΠΛΟΥΖ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ - HANS MANGNUS ENZENSBERGER (1929)


δεν  μπορούμε να παραπονιόμαστε.
δεν είμαστε χωρίς δουλειά.
δεν πεινούμε.
τρώμε.

το χορτάρι φυτρώνει,
το εθνικό προϊόν,
το νύχι,
το παρελθόν.

οι δρόμοι είναι άδειοι.
οι συμφωνίες έχουν κλείσει.
οι σειρήνες σιωπούν.
όλα αυτά θα περάσουν.

οι νεκροί κάνουν τις διαθήκες τους.
η βροχή έγινε διαπεραστική.
ο πόλεμος δεν κηρύχθηκε ακόμα.
δεν υπάρχει βία γι' αυτό.

τρώμε το χορτάρι.
τρώμε το εθνικό προϊον.
τρώμε τα νύχια.
τρώμε το παρελθόν.

δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτε.
δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε.
δεν έχουμε να πούμε τίποτε.
έχουμε.

το ρολόι κουρδίστηκε.
τα γραμμάτια πληρώθηκαν.
το πλυσιμο τέλειωσε.
το τελευταίο λεωφορείο περνάει.



ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
ΞΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 1979