.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΓΩΝΙΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ – S.T. COLERIDGE



Η παγωνιά το μυστικό της έργο
τελεί απόψε σιωπηλά – κανένας
άνεμος δεν φυσά. Η κουκουβάγια
κραύγασε δυνατά – και να τη πάλι!
το ίδιο δυνατά. Όλοι στο σπίτι
πήγαν να κοιμηθούν, αφήνοντάς με
στη μοναξιά εκείνη που αρμόζει
σε σκέψεις πιο στρυφνές. Και μόνο πλάι μου
γαλήνια στην κούνια του κοιμάται
το νεογέννητο παιδί μου. Πόσο
ήσυχα είναι! Τόσο που ταράζεται
με την αλλόκοτη σιγή ο λογισμός
κι αδημονεί. Θάλασσα, λόφος, δάσος,
η πολυάνθρωπη πολίχνη! Θάλασσα,
λόφος και δάσος και μαζί τους όλο
το αναρίθμητο σινάφι της ζωής
ανήκουστο σαν όνειρο! Και η λεπτή
γαλάζια φλόγα ούτε που σαλεύει
στη χαμηλή φωτιά. Μόνο η άχνα*
που έπαιζε στη σχάρα παίζει ακόμη
και μόνο αυτή δεν ησυχάζει. Κι όπως
κοιτώ, σκέφτομαι πως η κίνησή της,
μέσα στην τέλεια σιωπή της φύσης,
υφαίνει μια θαμπή αλληλεγγύη
μ' εμένα που αναπνέω και της δίνω
σχήμα συντρόφου, που το μόλις αισθητό
κυμάτισμα και τις ιδιοτροπίες του
το πνεύμα που αδρανεί τα ερμηνεύει
κατά το κέφι του, γυρεύοντας παντού
καθρέφτισμα και ηχώ του εαυτού του,
και κάνει άθυρμα τη σκέψη.
Κι όμως,
πόσες φορές θυμάμαι, στο σχολείο,
όταν ο νους μου πίστευε και ήταν
γεμάτος προμηνύματα, αχ, πόσες,
πόσες φορές δεν κοίταζα τη σχάρα
να δω τον ξένο αυτόν να κυματίζει.
Πόσες φορές με βλέφαρα ορθάνοιχτα
δεν είχα κιόλας τρυφερά ονειρευτεί
το μέρος που γεννήθηκα με το ψηλό
παλιό καμπαναριό που οι καμπάνες του,
του φτωχικού σπιτιού η μόνη μουσική,
απ' το πρωί χτυπούσαν ως το βράδυ,
όλη τη μέρα της γιορτής, τόσο γλυκά
που μ' αναστάτωναν, με κατοικούσαν,
και με κυρίευε μια ξέφρενη χαρά,
γιατί στ' αυτιά μου έφταναν σαν ήχοι
έναρθροι και χρησμοί του μέλλοντός μου.
Έτσι κοιτούσα, κι όσα ονειρευόμουν
φέρναν τον ύπνο απαλά, κι ο ύπνος
παρέτεινε τα όνειρά μου. Κι έτσι
το άλλο πρωί και πάλι βυθιζόμουν,
καθώς με δέος έβλεπα το βλοσυρό
πρόσωπο του παιδαγωγού και κάρφωνα
το βλέμμα μου μπροστά μου στις σελίδες
που χόρευαν, κάνοντας ότι μελετώ.
Εκτός κι αν λίγο άνοιγε η πόρτα
κι έριχνα μια κλεφτή ματιά κι ακόμα
σκιρτούσε η καρδιά μου γιατί έλπιζα
να δω το πρόσωπο του ξένου, κάποιον
από την πόλη, φίλο, θεία, είτε
την αδερφή μου, πιο αγαπημένη,
τη σύντροφο των παιχνιδιών μου όταν
μας έντυναν του δυό με τα ίδια ρούχα!
Αγαπημένο βρέφος, που κοιμάσαι
στο πλάι μου, την τρυφερή σου ανάσα
ακούω μέσα στη βαθιά γαλήνη,
κι αναπληρώνει τα διάσπαρτα κενά
και τα μικρά διαλείμματα της σκέψης.
Βρέφος μου τόσο όμορφο, η καρδιά μου,
καθώς την ώρα ετούτη σε κοιτάζω,
γεμίζει αγαλλίαση και σκέφτομαι
ότι εσύ θα μάθεις άλλα πράγματα,
σε άλλους τόπους εντελώς, κι άλλα θα δεις.
Γιατί εγώ μεγάλωσα στην πόλη,
κλεισμένος μέσα σε αχνόφωτες στοές,
και τίποτα δεν έβλεπα ωραίο
μόνο τον ουρανό ψηλά και τ' άστρα.

Όμως εσύ σαν αεράκι θα γυρνάς
σε λίμνες και σε αμμουδιές, κάτω απ' τους
βράχους
πανάρχαιων βουνών κι από τα σύννεφα
που εικονίζουν με τον όγκο τους βουνά,
βράχους και λίμνες κι αμμουδιές. Κι έτσι
εσύ
τα σχήματα θα βλέπεις τα υπέροχα,
κι έτσι θ' ακούς τους ήχους που προφέρει
στη γλώσσα των αιώνων ο Θεός σου,
εκείνος που ανέκαθεν διδάσκει
αυτόν στα πάντα και τα πάντα εν αυτώ.
Ο μέγας δάσκαλος της οικουμένης!
Το πνεύμα σου στα χέρια του θα πλάσει
και δίνοντάς του θα το μάθει να ζητά.

Όλες λοιπόν οι εποχές για σένα
θα 'ναι γλυκές, είτε το καλοκαίρι
ντύνει τη γη παντού με πρασινάδα,
είτε στους κλώνους της μηλιάς, ανάμεσα
σε τούφες χιόνι κάθεται η τσίχλα
και κελαηδεί, ενώ η αχυρένια
στέγη καπνίζει στάζοντας στον ήλιο.
Είτε στα χάσματα της καταιγίδας
θ' ακούς αργά να πέφτουν οι σταγόνες
από το γείσωμα, είτε το μυστικό
έργο της παγωνιάς θα τις κρεμάει
σε σιωπηλούς κρυστάλλους που θα λάμπουν
ήσυχα προς το ήσυχο φεγγάρι.


_______________
*Σε όλα τα μέρη του βασιλείου την άχνα αυτή την ονομάζουν ο ξένος και λένε ότι προοιωνίζεται την άφιξη απόντος φίλου. [σημείωση του Κόλεριτζ]

[Φεβρουάριος 1798]


S.T. COLERIDGE
ΠΑΓΩΝΙΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΑΨΑΛΗ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ 2002

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΕΚΣΤΑΣΗ» - IOAN P. COULIANO



Μερικοί θρησκειολόγοι και ανθρωπολόγοι παρατήρησαν, από καιρό, ότι θα ήταν καλό να αποφεύγει κανείς τη χρήση του όρου «έκσταση», εξαιτίας της ασάφειάς του. Πράγματι, ο όρος έκσταση καλύπτει σημαντικές σφαίρες αρκετά διαφορετικές: το ίδιο όνομα αποδίδεται σε εμπειρίες ανόμοιες, όπως εκείνη των διονυσιακών μυστηρίων στην αρχαία Ελλάδα, εκείνη των σαμάνων Τονγκού, των αυστραλιανών medicine-men, των στροβιλιζόμενων δερβισών, ή της Αγίας Τερέζας της Άβιλα.
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς που την χρησιμοποιούν ως ισοδύναμη της «μεταρσίωσης», η λέξη «έκσταση» ορίζει εμπειρίες και τεχνικές που χαρακτηρίζονται από μια κοινή κατάσταση «νοητικής διάσπασης». Σύμφωνα με άλλους, βρίσκει την εφαρμογή της σε τρεις διαφορετικές καταστάσεις: «εκείνη του οίστρου, όπου το υποκείμενο εκτίθεται σε μια ή περισσότερες παράξενες δραστηριότητες. Σε εκείνην της υπνωτικής ή διαμεσολαβητικής μεταρσίωσης, όπου το υποκείμενο είναι ήρεμο, αν και πρακτικά ενεργό. Και σ' εκείνη της καταληψίας, όπου το υποκείμενο έχει στερηθεί όλες τις λειτουργίες – ως την αναπνοή και τον σφυγμό –, σε σημείο που να αποκτά όψη νεκρού. Ωστόσο, επιστρέφοντας στη ζωή, δεν του αποκλείεται η δυνατότητα να διηγηθεί τις αντιλήψεις και τις γνώσεις του, που απέκτησε δια του πνεύματος».
Το ελληνικό ρήμα εξ-ιστάνω (εξιστάω, εξίστημι), απ' όπου προέρχεται το ουσιαστικό έκ-σταση, υποδεικνύει κατ' αρχήν την πράξη της μετατόπισης, της μεταφοράς έξω, της αλλαγής κάποιου πράγματος ή μιας κατάστασης πραγμάτων, και εν συνεχεία εκείνες της εξόδου, της φυγής, της απομάκρυνσης, της εγκατάλειψης (όπως επίσης και τις πράξεις του καταλείπειν, του υποχωρείν, του απαρνείσθαι, του αποφεύγειν κλπ). Το κοινό σημασιολογικό στοιχείο σε ολόκληρη την λεξικολογική οικογένεια είναι εκείνο του αποχωρισμού, κάποτε μάλιστα και του εκφυλισμού. Επομένως το ουσιαστικό έκ-στασις θα σημαίνει μετατόπιση, αλλαγή, παρέκκλιση, εκφυλισμό, αλλοτρίωση, ταραχή, παραλήρημα, αποχαύνωση, ερεθισμό που προκαλείται από μεθυστικά ποτά. Το ευρύτατοσημαντικό πεδίο της λέξης αναφέρεται στην ιδέα της διάζευξης, με την ψυχοκοινωνιολογική επέμβαση του: «βγαίνω από τα πλαίσια που, σε δεδομένες ιστορικές περιστάσεις, ρυθμίζουν τα κριτήρια του φυσιολογικού». Πάντως, φαίνεται πως η υπόθεση του R. Rohde, σύμφωνα με την οποία έκστασις θα εσήμαινε, στην αρχαία Ελλάδα, τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν έχει καμιά φιλολογική βάση. «Η λέξη ορίζει νοητικές παρεκκλίσεις, λιγότερο ή περισσότερο τονισμένες, ωστόσο δεν εμφανίζεται ποτέ στα κείμενα που θα περίμενε κανείς, αν ο Rohde είχε δίκιο».
Οπωσδήποτε, όμως, η εμπειρία του χωρισμού της ψυχής από το σώμα, είναι οικεία στην αρχαία Ελλάδα. Αυτό, προφανώς, προϋποθέτει μια κάποια αντίληψη, ρητή ή σιωπηρή της ψυχής και των σχέσεών της με το σώμα. Έγιναν προσπάθειες εφαρμογής στις – προγενέστερες του 5ου αιώνα – ελληνικές δοξασίες, των κατηγορημάτων που εδραίωσε ο Σουηδός E. Arbman και που ακολούθησαν οι μαθητές του A. Hultkranz και J. Paulson. Ο Arbman διακρίνει δύο είδη ψυχών, την σωματική ψυχή, που αποκλειστική της ενέργεια είναι να διατηρεί τις ζωτικές λειτουργίες του ζώντος, και την ελεύθερη ψυχή, που μπορεί να εγκαταλείψει το σώμα σε κατάσταση καταληψίας ή ασυνειδήτου (μεταρσίωσης). Οι αντιλήψεις της σουηδικής σχολής κατακρίθηκαν από τον H. Fischer, που προτιμά τον όρο Traumego από την Ελεύθερη ψυχή του Arbman. Ωστόσο, ο J. Bremer παρατήρησε πως το traumego δεν αρμόζει στις σφαίρες όπου το όνειρο παίζει δευτερεύοντα ρόλο στον σχηματισμό των αντιλήψεων της ψυχής, όπως στην Αρχαία Ελλάδα. Γι' αυτό διαλέγει κι εκείνος, σε τελευταίο στάδιο, τα κατηγορήματα του Arbman, του Hultkranz και του Paulson.
Ένα άλλο ερώτημα που συζητείται από τους ανθρωπολόγους που δεν διαφοροποιούν την «έκσταση» από τον «οίστρο» είναι το εξής: πως είναι θεωρητικά δυνατός ο οίστρος μέσω της «απώλειας της ψυχής» (soulloss) και της υποκατάστασής της από τα πνεύματα, ή χωρίς την απώλεια της ψυχής; Ή διαφορετικά: κάθε οίστρος προϋποθέτει μια προγενέστερη ή στιγμιαία «αποιστρηλάτιση» του είναι; Η θεωρία του Βέλγου L. De Heusch, που αιτιολογημένα καταρρίπτεται από τον I.M. Lewis, παρατηρεί ότι αυτή η εμπειρική εξήγηση εφαρμόζεται μονάχα σ' ένα περιορισμένο αριθμό πολιτισμών.
Υπενθυμίσαμε τα ανωτέρω για να διευκρινήσουμε, και μόνο, ότι πρόθεσή μας είναι η τήρηση μιας συνετής απόστασης ως προς αυτό το θέμα, χωρίς ωστόσο να το αγνοήσουμε εντελώς. Στην αρχαία Ελλάδα, δεν υπάρχει θεωρία συναφής με την «ελεύθερη ψυχή» ή το «traumego». Αντίθετα, υπάρχει μια πλουσιότατη και πολύ χαρακτηριστική φαινομενολογία της έκστασης. Τέλος, μεταξύ των τάξεων των ελλήνων εκστατικών, η μοναδική που θα παρουσιάσει για μας ενδιαφέρον σ' αυτό το έργο – εκείνη που αναφέρεται στον Υπερβόρειο Απόλλωνα –, χαίρει ειδικής θέσης απέναντι στις γενικές δομές του οίστρου (κεφ. Ι κατωτ.).
Η ελληνική παράδοση του απολλωνείου εκστατισμού, που εμφανίζει πάμπολλες αναλογίες με τον σαμανισμό της κεντρικής και βορείου Ασίας, παρουσιάζει έναν τύπο προσώπου: τον ιατρομάντη, τον έλληνα medicine-man, ικανό για όλους τους άθλους των ασιατών, αμερικανών, ή αυστραλών συναδέλφων του. Μεταξύ αυτών των άθλων, ιδιαίτερη σημασία έχει το εκστατικό ταξίδι. Απ' αυτό απορρέει ένας ειδικός τύπος αφήγησης, που μεταβιβάζει τα οράματα και τις γνώσεις που απέκτησε ο ιατρομάντης στο υπερπέραν. Ίχνη αυτών των αποκαλύψεων βρίσκονται σε αποσπάσματα του Εμπεδοκλή, του Παρμενίδη, του Αριστέα κ.α. Ξεκινώντας από την ίδια ιδεολογία, ο Πλάτων θεμελιώνει την αποκάλυψη του Ηρός στο Χο βιβλίο της Πολιτείας, όπου το χαρισματικό πρόσωπο του ιατρομάντη αντικαθίσταται από έναν ακούσιο εκστατικό. Ο κλασικός ιατρομάντης δεν διέθετε πάντοτε την ευχέρεια ελέγχου των εκστάσεών του. Ωστόσο, κατά γενικό κανόνα, αυτή η κατηγορία προσώπων υποτίθεται πως εξουσίαζε, τρόπο τινά, τα γεγονότα. Ο συμπτωματικός εκστατικός του Πλάτωνα αντιπροσωπεύει μια καινοτομία μέσα στο ίδιο σχήμα.




IOAN P. COULIANO
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΗΔΑΣ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1986


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Knock - Frederic Brown


Ανδρείκελα - Κώστας Καρυωτάκης


Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.

Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ο θάνατος του Ευριπίδη (ΑΛΦΑ) – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ



Είμαι πάνω στο κάρο, φορτωμένος μαζί με άλλα πράγματα που έχουν προορισμό τη Μακεδονία. Ο αμαξάς λαγοκοιμάται. Ευτυχώς μερικά σύννεφα μετριάζουν την ανυπόφορη ζέστη. Μετρώ τις ερμαϊκές στήλες στην άκρη του δρόμου. Ο φαλλός αποτρέπει τους εχθρούς από το να εισβάλλουν στην πόλη.
Όμως είναι θέμα χρόνου. Η Αθήνα έχει ξεφτίσει. Η παλιά της δόξα, μια πικρή ανάμνηση για τους γέρους, δε σημαίνει τίποτα για τους νεότερους που περνάνε τη μέρα τους στην παλαίστρα. Έχω χρόνια να πάω. Ακόμα ταγγίζει στην όσφρησή μου το αραβικό λάδι με το οποίο αλείφουν τα κορμιά. Η άμμος κολλάει επάνω τους και τα κάνει να γυαλίζουν. Ο έρωτας δε σήμαινε πολλά πράγματα για μένα. Η σπηλιά μου στη Σαλαμίνα, το πιθάρι όπου κούρνιαζα να κοιμηθώ κι ο μαύρος γάτος με τα χρυσά μάτια. Ιδού ο κόσμος μου! Αυτή είναι η τελευταία ανάμνηση που παίρνω φεύγοντας από την Αθήνα. Ο γάτος κουρνιάζει στα πόδια μου, ανήσυχος, δεν του αρέσουν οι μετακινήσεις. Είναι πολύ γέρος όμως πια για να το σκάσει. Έτσι δεν έχει άλλη επιλογή από το να μ' ακολουθήσει. Τι θα βρούμε άραγε στην αυλή του Αρχέλαου; Η καρδιά μου σφίγγεται που αναγκάζομαι να γίνω τώρα στα γεράματα γελωτοποιός ενός βασιλιά! Δε λέω, με γέμισε δώρα και υποσχέσεις με τους πρεσβευτές του. Η τραγωδία έγινε μόδα στο Βορρά, τώρα που αργοπεθαίνει στην κοιτίδα της, στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου... Πόσες πίκρες αλλά και πόσες χαρές. 

Οι απογοητεύσεις δεν θα με κάνουν να ξεχάσω την Αυγή πάνω από τον Υμηττό και το πλήθος που μαζεύεται φωνασκώντας – μερικοί διαπληκτίζονται κιόλας, άλλοι έρχονται στα χέρια – οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν για το τι ετοιμάζει πάλι ο αιρετικός τους τραγικός. Ανάμεσα στους εχθρούς μου κι ο Αριστοφάνης. Πρώτος-πρώτος, κρατάει σημειώσεις για την επόμενη κωμωδία του. Ο αντιγραφέας! Συγγραφέας με ξένα κόλλυβα. Τα μισά του έργα παρωδούν τις τραγωδίες μου. Κι ο κόσμος γελάει είτε από άγνοια είτε από χαιρεκακία είτε από υπολογισμό. Οι χωριάτες! Παλιά οι κωμικοί τους πέταγαν σύκα και ρεβίθια και κουκιά για να τους αποσπάσουν τις επευφημίες και να επηρεάσουν τους κριτές. Τώρα που εκλεπτύνθηκαν – ας πούμε – τα γούστα του κοινού είναι της μόδας να διακωμωδούν τον Ευριπίδη και τους σοφιστές. Κάποιοι από αυτούς με θαυμάζουν, λέει. Ο Σωκράτης είναι φανατικός αναγνώστης μου και μου έστειλε πολλές φορές μηνύματα μ' ωραίους μαθητές του να πάω να τον συναντήσω. Είμαι τόσο μονήρης κι είναι τόσο σύντομη η ζωή για το έργο μου. Δεν έχω χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες. Το έργο μου... που με τριβελίζει χρόνια τώρα θέλω να λέγεται «Πενθέας». Θα δούμε... αν θα προλάβω να το τελειώσω πριν πεθάνω. Σίγουρα ο Αρχέλαος θα με βάλει να γράψω μια τραγωδία που να ηρωοποιεί αυτόν και τους προγόνους του. Κι οι νόμοι της φιλοξενίας θα μ' αναγκάσουν να υποκύψω. Ο καθένας δίνει ό,τι έχει. Και το περιττό χάνεται στη χοάνη του Χρόνου μαζί με άλλα άχρηστα πράγματα. 
Αχ, πως θα 'θελα να μην είχα αυτό το χάρισμα: της καθαρής όρασης. Είναι στιγμές μετά από επώδυνη μοναξιά, που έχουν περάσει μέρες και δεν έχω ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα με ζωντανό, τότε η ακοή μου οξύνεται κι όχι μόνο η ακοή. Ακούω και βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν. Πολιτείες μαγικές, του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Κάποιοι ανεβάζουν τα έργα μου σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Μερικές φορές γελάω γιατί αναγνωρίζω κάποιες από τις ηρωίδες μου κι αναρωτιέμαι τι να σημαίνουν άραγε αυτά τα κινήματα και τα ξεσπάσματά τους. Και γιατί παίζουν χωρίς μάσκα; Και γιατί τη νύχτα και όχι με το φως της μέρας; Το κοινό είναι καλύτερο. Ακούει προσεκτικά καπνίζοντας και στο τέλος χειροκροτεί μανιασμένο. Αν είχα αυτό το κοινό στον καιρό μου δεν θα έχανα ούτε ένα βραβείο. Τέλος πάντων. Πέρασαν αυτά. Ο γάτος μπήγει το νύχι του στο πόδι μου κ ιη ραχοκοκκαλιά του σπαρταράει. Θα βλέπει εφιάλτη. Το κακόμοιρο! Πρόσφυγας στα γεράματά του! Κακόμοιρος κι εγώ! Ας γείρω να κοιμηθώ μήπως μεταφερθώ πάλι στη σπηλιά μου. Να μ' επισκέπτονται το κύμα και οι πεταλούδες, να κρυφακούω στα κοχύλια τη γέννηση του σύμπαντος Κόσμου και να πονώ όσο δεν πόνεσε ποτέ κανείς.



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 2000

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Το παράπονο - Οδυσσέας Ελύτης



Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα, πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.




Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

ΟΙ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ – ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ



 Ήταν εορτή κ΄ οι καμπάνες της εκκλησιάς που εόρταζε δεν είχαν πάψει όλη τη νύχτα να χτυπούνε.
Βγήκα αργά σχεδόν έξω. Δε θα πήγαινα ούτε στην εκκλησιά, ούτε να χαιρετήσω φίλο. Θα πήγαινα να προσκυνήσω έναν τάφο!
Η ημέρα ήτανε συννεφιασμένη, ψυχρή του Δεκέμβρη μέρα. Φυσούσε άνεμος δυνατός και παγωμένος…
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Σαν σκιές των ήχων ερχόντανε ίσαμε εκεί οι χτύποι της καμπάνας της εκκλησιάς που εόρταζε.
Οι σταυροί φύλαγαν τους νεκρούς κ΄ οι κλώνοι των δέντρων έκλιναν από πάνω μόνοι θλιμμένοι. Τα πουλάκια τούς νανούριζαν τον απέραντον ύπνο τους, τους τραγουδούσαν γλυκά τραγούδια της ζωής. Κι αυτοί ίσως θα πίστευαν ότι βρισκόντανε στο χαμένο για πάντα σπίτι, κοντά στους δικούς τους, κι άκουγαν τη φωνή των παιδιών, των αδερφών, συζύγων, γονιών…
Αλλοίμονο!…
Ένας κρότος ερχόταν από κει κοντά, από ένα εργοστάσιο.
Προχώρησα να γυρίσω στο νεκροταφείο, αφού είδα τον τάφο, που είχα πάει να προσκυνήσω, τάφο, που δεν τον σκίαζαν θλιμμένα δέντρα, ούτε οι κλώνοι άλλων δέντρων έγερναν θλιμμένοι κοιτάζοντας την πλάκα.
Τάφοι μαρμάρινοι, με προτομές, με γλυφές, με παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ήτανε στο δρομίσκο, που είχα πάρει. Βρισκόμουν μέσα στις πρώτες θέσεις. Άραγε η γη, που της ανοίγουν τα σωθικά της και ρίχνουν πάλι μέσα τα παιδιά της, έχει κι αυτή θέσεις;
Πρώτη, δεύτερη, τρίτη…
Κάποτε διέκοπταν τους μαρμαρένιους τάφους άλλοι τριγυρισμένοι με κάγκελα σιδερένια. Άλλοι πάλι με ξύλινα κάγκελα και πλήθος γλάστρες. Τα άνθη της χαράς και στη λύπη βρίσκονται, σα να βγάζει η χαρά τα λουλούδια που φορεί και να τα δίνει στη θλίψη.
Είχα περάσει τους μαρμαρένιους τάφους, ή την πρώτην θέση. Σ΄ αυτό το μέρος οι τάφοι ήσαν φτωχικοί. Πέρα διέκρινα τα κεραμίδια ενός μικρού σπιτιού.

Σ΄ ένα δέντρο, ένα άσπρο σακκούλι γεμάτο ήταν κρεμασμένο. Χωρίς να ιδώ, εμάντευσα τι είχε μέσα. Κ΄ ήταν σαν σακκούλι με φαΐ λησμονημένο κάποιου εργάτη.
Κοντά ένας τάφος είχε ανοιχτεί κ΄ ένα φέρετρο επρόβαλλε σα βάρκα τσακισμένη από κάποιο μακρινό ταξίδι, απ΄ το ταξίδι της Αχερουσίας!
Κ΄ ήτανε πλούσιο φέρετρο από καρυδιά.
Ο ταξιδιώτης ήταν γυναίκα. Τα ρούχα της, που δεν της είχε επιτρέψει ο Χάρος να πάρει μαζί της, ήταν ακέραια, από θαλασσί βαθύ ύφασμα, λεπτοϋφασμένο σαν από αράχνη. Σε μια άκρη του φερέτρου ήταν κάλτσες καφετιές τρυπητές…
Μόλις έστριψα έναν τάφο, που ο σταυρός του είχε ένα γύρο και και κροτούσε απ΄ τον άνεμο, στάθηκα. Τα δέντρα πριν μου κρύβανε το θέαμα. Είχα φθάσει στο μικρό σπιτάκι κ΄ είδα έξω απ΄ αυτό, σωρούς, σωρούς μεγάλους και ψηλούς κοκκάλων και χυμένη ζάχαρη, ή κάτι άλλο εμπόρευμα. Και κόκκαλα πλήθος, πλήθος στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο!…
– Πού είμαι δω; είπα.
Το σπιτάκι ήταν σαν τελωνείο έρημο, που απ΄ έξω άφησαν τα κιβώτιά τους χαμένοι ταξιδιώτες και έμποροι.
Ένα κιβώτιο ανοιχτό, πάνω απ΄ τ΄ άλλα, έδειχνε το περιεχόμενό του. Μια πλάτη, κρανίο, κόκκαλο ποδιού…
Άλλο πιο κάτω μισοκλεισμένο.
Εδιάβασα την επιγραφή του – Κωνσταντίνος, Αθανασία, Αδελφοί· – ένα κόκκαλο έβγαινε, σα να προσπαθούσε να σηκώσει το σκέπασμα.
Άλλο πιο πέρα, με λουκέτο σκουριασμένο. – Χριστόδουλος – η επιγραφή.
Έξω απ΄ το σωρό των κοκκάλων μια μασέλα με λίγα δόντια, παΐδια στραφτερά και σα γλυμμένα…
Ο κρότος του σταυρού με τον γύρο ακούστηκε πιο πολύ να ταράζει τη σιωπή την πένθιμη, σα νάθελε κάτι να πει τώρα, ή το παραμιλητό του να δυνάμωσε. Καθώς πρόσεξα σ΄ αυτόν τον κρότο, άκουσα κ΄ έναν άλλον να έρχεται από κει κάπου. Ήταν του εργοστασίου ο κρότος. Εργασία!…
Πάλι είδα τους σωρούς των κοκκάλων και ήταν σαν σωρός πετρών, που ρίχνουν απ΄ έξω απ΄ τις οικοδομές. Και ανακατωμένα όλα! Κρανία, πόδια, πλάτες, χέρια! Κόκκαλα ευτυχών, που υπήρξαν, και δυστυχών! ανθρώπων που γέλασαν πολύ και ήπιαν την ηδονή, με ανθρώπων κόκκαλα, που τους είχε πάντα η θλίψη δικούς της, που δε γνωρίσανε ποτέ το γέλιο!
– Γιατί τα ρίχνουν έτσι; σκέφτηκα.
Έξαφνα τρόμαξα.
Θα γεμίσει το νεκροταφείο, θα ξεχειλίσουν οι τοίχοι από τα κόκκαλα!…
– Ε, νεκροί! Ελάτε να τα πάρετε! Είναι οι αποσκευές σας! Να τι σας έμεινε ακόμα από τα τόσα!… Ένας σωρός κόκκαλα!… Ποιος είναι ο δικός σας;… Προσέξετε μην πάρετε ξένα!…



ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΑΣ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΟΣ 2009

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Συνέντευξη στο περιοδικό ΑΓΟΡΑ την 06/10/1988 - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ

Ένας ελάχιστος φόρος τιμής στον ιδρυτή της Τράπεζας Εργασίας.
Μια συνέντευξη από το μακρινό 1988, κι όμως τόσο επίκαιρη!
Ένας άνθρωπος που μόνο κατ' όνομα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έκανε την ίδια δουλειά με όλο αυτό τον συρφετό των σημερινών τραπεζιτών.
Ο Καψάσκης υπήρξε ένας καλλιτέχνης, με την έννοια που αποδίδει στον όρο ο Ananda Coomaraswamy
Κρίμα που πέθανε τόσο νωρίς. Αν ζούσε μερικά χρόνια ακόμη, ίσως το τοπίο γύρω μας να μην ήταν τόσο ζοφερό σήμερα.