.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

[I 'm Nobody! Who are you?] (260) - EMILY DICKINSON

I 'm Nobody! Who are you?
Are you - Nobody - too?
Then there's a pair of us!
Dont tell! they 'd banish us - you know!

How dreary - to be - Somebody!
How public - like a Frog -
To tell your name - the livelong June -
to an admiring Bog!

-----------------------------

Είμαι ο Κανένας! Ποιός είσαι συ;
Είσαι - ο Κανένας - και συ;
Τότε θαρρώ πως είμαστε δυό!
Μη μιλάς! θα μας διώξουν απο δω!

Τι πληκτικό - να 'σαι - ο Κάποιος!
Σαν ένας Βάτραχος - τόσο κοινό -
Τ' όνομά σου να λες - τον Ιούνιο ολάκερο -
Σ' ένα Βούρκο γιομάτο θαυμασμό!

EMILY DICKINSON
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΟΜΕΝΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΚΩΣΤΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΩΠΙΑ

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΟΝ ΚΥΒΟ – RENE GUENON



Έχοντας δώσει κάποιες εικόνες της κατάστασης που ονομάσαμε “στερεοποίηση” του κόσμου, μένει ακόμα να πούμε δυό λόγια για τον τρόπο με τον οποίον παριστάνεται στον γεωμετρικό συμβολισμο. Η “στερεοποίηση” μπορεί να αποδοθεί γεωμετρικά ως μια σταδιακή μετάβαση από τη σφαίρα στον κύβο. Πράγματι, η σφαίρα, αφενός, είναι ουσιαστικά η πρωταρχική μορφή, γιατί είναι η πιο “ακαθόριστη” απ' όλες. Καθώς είναι όμοια με τον εαυτό της προς όλες τις κατευθύνσεις, σε κάθε περιστροφή γύρω από το κέντρο της όλες οι διαδοχικές της θέσεις συμπίπτουν πάντοτε μεταξύ τους(1). Θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί πως είναι η πιο καθολική μορφή απ' όλες τις υπόλοιπες μορφές, οι οποίες προκύπτουν από αυτή μέσω διαφοροποιήσεων που λαμβάνουν χώρα προς ορισμένες ιδιαίτερες κατευθύνσεις. Αυτός είναι ο λόγος που η σφαίρα, σε όλες τις παραδόσεις, θεωρείται ως η μορφή του “Αυγού του Κόσμου”, με άλλα λόγια η μορφή που παριστάνει το πλήρες σύνολο, στην αρχική και “εμβρυακή” τους κατάσταση, των δυνατοτήτων που θα αναπτυχθούν κατά τη διάρκεια ενός κύκλου της εκδήλωσης(2). Σημειώνουμε επιπρόσθετα ότι αυτή η αρχική κατάσταση, όσον αφορά τον δικό μας κόσμο αποτελεί μέρος της αδιόρατης εκδήλωσης, εφόσον η τελευταία προηγείται αναγκαστικά της χονδροειδούς εκδήλωσης και είναι η άμεση αρχή της. Να γιατί το τέλειο σφαιρικό σχήμα, ή το αντίστοιχό του στην επιπεδομετρία, το κυκλικό (που σχηματίζεται από την τομή της σφαίρας από ένα οποιοδήποτε επίπεδο), δεν συναντάται πουθενά μέσα στον σωματικό κόσμο(3).
Ο κύβος αφετέρου, εν αντιθέσει προς τη σφαίρα, είναι η πιο “στατική” μορφή απ' όλες, αν μπορούμε να το εκφράσουμε έτσι. Αντιστοιχεί, δηλαδή, στο maximum του “καθορισμού”. Επίσης, η κυβική μορφή σχετίζεται με τη γη ανάμεσα στα στοιχεία, γιατί η γη συνιστά το “έσχατο και τελικό στοιχείο” της εκδήλωσης στη σωματική κατάσταση(4). Αντιστοιχεί, συνεπώς στο τέλος του κύκλου της εκδήλωσης, ή σε ό,τι έχουμε ονομάσει “σημείο αναστολής” της κυκλικής κίνησης. Είναι λοιπόν κατά μια έννοια η κατ' εξοχήν μορφή του “στερεού”(5), και συμβολίζει την “ευστάθεια”, καθόσον αυτή συνεπάγεται την παύση κάθε κίνησης. Εξάλλου είναι προφανές ότι ο κύβος, όταν στηρίζεται πάνω σε μια από τις πλευρές του, είναι, ανάμεσα σε όλα τα σώματα, εκείνο που η ισορροπία του παρουσιάζει τη μέγιστη σταθερότητα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ευστάθεια, στο τέρμα της καθοδικής κίνησης, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την απλή και καθαρή ακινησία, την πιο ακριβή εικόνα της οποίας μας προσφέρει, μέσα στον σωματικό κόσμο, το ορυκτό. Και η ακινησία, αν ήταν δυνατό να πραγματωθεί ολοκληρωτικά, θα ήταν, στο κατώτατο σημείο, η αντεστραμμένη αντανάκλαση της πρωταρχικής αμεταβλητότητας του ανώτατου σημείου. Η ακινησία – ή η ευστάθεια ότα γίνεται αντιληπτή κατ' αυτήν την έννοια -, που παριστάνεται από τον κύβο, σχετίζεται επομένως με τον υποστατικό πόλο της εκδήλωσης, ακριβώς όπως η αμεταβλητότητα, όπου εμπεριέχονται όλες οι δυνατότητες στην “ολική” (“global”) κατάσταση που παριστάνεται από τη σφαίρα, σχετίζεται με τον ουσιαστικό πόλο(6). Αυτός είναι ο λόγος που ο κύβος συμβολίζει συνάμα την ιδέα της “βάσης” ή του “θεμελίου”, που αντιστοιχεί ακρβώς στον υποστατικό πόλο(7).
Επισημαίνουμε ακόμη ότι οι πλευρές του κύβου, λαμβανόμενες ανά δύο, μπορούν να θεωρηθούν ως αντίστοιχα προσανατολισμένες προς τις τρεις διαστάσεις του χώρου, δηλαδή ως παράλληλες προς τα τρία επίπεδα που ορίζονται από τους άξονες που σχηματίζουν το σύστημα των συντεταγμένων στο οποίο αναφέρεται ο χώρος και το οποίο επιτρέπει τη “μέτρησή” του ή, με άλλα λόγια, την ενεργό πραγμάτωσή του στην πληρότητά της. Επειδή, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που έχουμε δώσει σε προηγούμενο έργο μας, οι τρεις άξονες σχηματίζουν τον τρισδιάστατο σταυρό, πρέπει να θεωρούνται ότι χαράσσονται με αφετηρία το κέντρο μιας σφαίρας που πληρεί το σύνολο του χώρου με την απροσδιόριστη επέκτασή της (και τα τρία επίπεδα που ορίζονται από αυτούς τους άξονες διέρχονται επίσης, αναγκαστικά, από το ίδιο κέντρο, που είναι η “αρχή” του όλου συστήματος των συντεταγμένων). Αυτό καθιερώνει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ αυτών των δύο ακραίων μορφών, της σφαίρας και του κύβου: ό,τι είναι εσωτερικό και κεντρικό στη σφαίρα, βρίσκεται, θα λέγαμε, “αναποδογυρισμένο” στον κύβο, συνιστώντας την επιφάνεια ή την εξωτερικότητά του(8).
Ο κύβος, περαιτέρω, παριστάνει τη γη σε όλες τις παραδοσιακές σημασίες αυτής της λέξης, δηλαδή, όχι μόνο τη γη ως σωματικό στοιχείο όπως αναφέραμε πριν λίγο, αλλά επίσης ως αρχή μιας πολύ πιο καθοκικής τάξης, την αρχή που η παράδοση της Απω Ανατολής δηλώνει ως Γη (Τι) σε σχέση με τον Ουρανό (Τιέν). Οι σφαιρικές ή κυκλικές μορφές σχετίζονται με τον Ουρανό, ενώ τα κυβικά ή τετραγωνικά σχήματα με τη Γη. Καθώς αυτοί οι δύο συμπληρωματικοί όροι ισοδυναμούν με το Πουρούσα και την Πρακρίτι της Ινδουιστικής διδασκαλίας, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελούν απλώς μαι διαφορετική έκφραση για την ουσία και την υπόσταση λαμβανόμενες στην καθολική τους σημασία, καταλήγουμε ακόμη κι εδώ στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα όπως προηγουμένως. Με τον Ουρανό και τη Γη σχετίζονται συγχρόνως και τα όργανα που χρησιμεύουν για τη χάραξη αυτών των γεωμετρικών μορφών, δηλαδή, αντιστοίχως, ο διαβήτης και ο γνώμονας, και αυτό ισχύει τόσο στην παράδοση της Άπω Ανατολής όσο και στις μυητικές παραδόσεις της Δύσης(9). Και οι αντιστοιχίες μεταξύ αυτών των δυο μορφών δίνουν φυσικά λαβή, αναλόγως των περιστάσεων, σε ποικίλες συμβολικές και τελετουργικές εφαρμογές(10).
Μια άλλη περίπτωση όπου αποκαλύπτεται καθαρά η σχέση μεταξύ αυτών των γεωμετρικών σχημάτων, είναι ο συμβολισμός του “Επίγειου Παράδεισου” και της “Ουράνιας Ιερουσαλήμ”, στον οποίον έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενα έργα μας(11). Μάλιστα η περίπτωση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ τα πράγματα, γιατί ο υπό συζήτηση συμβολισμός αναφέρεται ακριβώς στα δύο ακραία σημεία του κύκλου που διανύουμε. Πράγματι, η μορφή του “Επίγειου Παραδείσου”, που αντιστοιχεί στην έναρξη αυτού του κύκλου, είναι κυκλική, ενώ η μορφή της “Ουράνιας Ιερουσαλήμ”, που αντιστοιχεί στο τέλος του, είναι τετράγωνη(12). Ο κυκλικός περίβολος δε του “Επίγειου Παραδείσου” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οριζόντια τομή του “Αυγού του Κόσμου”, δηλαδή της παγκόσμιας και πρωταρχικής σφαιρικής μορφής(13). Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι ο ίδιος ο κύκλος που μετατρέπεται στο τέλος σε τετράγωνο, γιατί τα δύο άκρα πρέπει να επανενωθούν ή μάλλον (εφόσον ο κύκλος ποτέ δεν κλείνει πραγματικά, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν μια επανάληψη που είναι αδύνατο να υπάρξει) να έλθουν σε πλήρη αντιστοιχία. Η παρουσία του “Δέντρου της Ζωής” στο κέντρο και των δύο περιπτώσεων δείχνει καθαρά ότι πρόκειται για δύο καταστάσεις ενός και του αυτού πράγματος. Το τετράγωνο εδώ εικονίζει την εκπλήρωση των δυνατοτήτων του κύκλου, οι οποίες υπήρχαν εν είδει σπερμάτων στην κυκλική “οργανική ζώνη” (“enceinte organique”) της αρχής και οι οποίες εν τέλει στερεώθηκαν σε μια κατάσταση τρόπον τινά οριστική, τουλάχιστον σε σχέση με τον εν λόγω κύκλο. Αυτό το τελικό αποτέλεσμα μπορεί επίσης να αποδοθεί ως μια “αποκρυστάλλωση”, η οποία βρίσκεται πάντοτε σε άμεση σχέση με την κυβική μορφή ή το τετράγωνο: έχουμε τότε μια “πόλη” με συμβολισμό ορυκτών, ενώ στην αρχή είχαμε έναν “κήπο” με φυτικό συμβολισμό, με τη βλάστηση να παριστάνει την επεξεργασία των σπερμάτων μέσα στη σφαίρα της ζωτικής αφομοίωσης (assimilation vital)(14). Αναφερθήκαμε πιο πάνω στην ακινησία του ορυκτού λέγοντας πως αποτελεί εικόνα της κατάληξης προς την οποία τείνει η “στερεοποίηση” του κόσμου. Είναι όμως απαραίτητο να προσθέσουμε ότι στην περίπτωση της “Ουράνιας Ιερουσαλήμ” τα ορυκτά θεωρούνται πως βρίσκονται ήδη σε μια κατάσταση “μεταστοιχείωσης” ή “εξάχνωσης” (“sublime”), γιατί στην περγραφή της “Ουράνιας Πόλης” εικονίζονται ως πολύτιμοι λίθοι. Αυτός είναι ο λόγος που η στερέωση στην πραγματικότητα δεν είναι οριστική παρά μόνο σε σχέση με τον παρόντα κύκλο. Πέραν του “σημείου αναστολής”, η ίδια η “Ουράνια Ιερουσαλήμ” καθίσταται υποχρεωτικά, δυνάμει του νόμου της αιτιατής αλληλουχίας που δεν επιτρέπει την ύπαρξη καμμιάς ασυνέχειας, ο “Επίγειος Παράδεισος” του μελλοντικού κύκλου, καθότι το τέλος του προηγούμενου και η αρχή του επόμενου δεν είναι ουσιαστικά παρά ένα και το αυτό σημείο, μια και η αυτή στιγμή, ιδωμένη από δύο αντίθετες πλευρές(15).
Είναι επίσης αλήθεια ότι, αν περιοριστεί κανείς στη θεώρηση του παρόντος κύκλου, έρχεται τελικά μια στιγμή όπου “ο τροχός παύει να στρέφεται”. Εδώ ο συμβολισμός είναι απολύτως συναφής με τον προηγούμενο: ο τροχός έχει κυκλικό σχήμα, και αν παραμορφωνόταν τόσο ώστε να γίνει στο τέλος τετράγωνο, είναι προφανές ότι θα σταματούσε να στρέφεται. Γι' αυτό η στιγμή για την οποία μιλάμε εμφανίζεται ως η “συντέλεια του αιώνος”. Και είναι τότε που, σύμφωνα με την Ινδουιστική παράδοση, οι “δώδεκα Ήλιοι” θα λάμψουν όλοι μαζί, γιατί, εφόσον ο χρόνος μετριέται στην πραγματικότητα με τη διέλευση του Ήλιου δια μέσου των δώδεκα σημείων του Ζωδιακού – η πλήρης διέλευση συνιστά τον ετήσιο κύκλο –, όταν η περιφορά σταματήσει οι δώδεκα αντίστοιχες όψεις θα συγχωνευθούν, για να το εκφράσουμε έτσι, σε μία μόνο, επιστρέφοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην ουσιαστική και πρωταρχική ενότητα της κοινής τους φύσης, γιατί οι διαφορές τους υφίστανται μόνο σε σχέση με την κυκλική εκδήλωση η οποία θα έχει τότε περατωθεί(16). Περαιτέρω, η μετατροπή του κύκλου σε ισοδύναμο τετράγωνο(17) αποτελεί το λεγόμενο πρόβλημα του “τετραγωνισμού του κύκλου”. Εκείνοι λοιπόν που ισχυρίζονται πως είναι άλυτο, αν και αγνοούν πλήρως τη συμβολική του σημασία, έχουν πράγματι δίκαιο, γιατί αυτός ο “τετραγωνισμός”, νοούμενος με την αληθινή του έννοια, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο στο τέλος του κύκλου(18).
Απ' όσα προηγήθηκαν προκύπτει επιπλέον ότι η “στερεοποίηση” εμφανίζεται να έχει κατά κάποιον τρόπο μια διπλή έννοια: θεωρούμενη καθαυτή – στην πορεία του κύκλου – ως επακόλουθο της καθοδικής κίνησης που οδηγεί προς την ποσότητα και την “υλιστικότητα”, αντιτίθεται στην πνευματικότητα και έχει εμφανώς μια “δυσμενή” και “δυσοίωνη” σημασία. Από την άλλη πλευρά όμως είναι εξίσου αναγκαία, γιατί προετοιμάζει, έστω και “αρνητικά”, την έσχατη στερέωση των αποτελεσμάτων του κύκλου υπό τη μορφή της “Ουράνιας Ιερουσαλήμ”, όπου αυτά τα αποτελέσματα θα γίνουν αυτόματα τα σπέρματα του μελλοντικού κύκλου. Εν τούτοις, δεν χρειάζεται να πούμε πως για να υπάρξει όντως μια επανόρθωση της “πρωταρχικής κατάστασης” είναι αναγκαία, κατά τη στιγμή της ίδιας της έσχατης στερέωσης, μια άμεση επέμβαση της υπερβατικής αρχής, αλλιώς τίποτα δεν θα μπορούσε να σωθεί και ο “κόσμος” θα εξαφανιζόταν μέσα στο “χάος”. Αυτή η θεία επέμβαση είναι που προκαλεί την τελική “επάνοδο” που προεικονίζεται με τη “μεταστοιχείωση” των ορυκτών στην “Ουράνια Ιερουσαλήμ”, και αυτή προξενεί εν συνεχεία την επανεμφάνιση του “Επίγειου Παραδείσου” στον ορατό κόσμο, όπου θα υπάρχουν στο εξής “καινοί ουρανοί και καινή γη”, επειδή αυτή η στιγμή θα είναι η έναρξη μιας νέας Μανβαντάρα και η αρχή της ύπαρξης μιας άλλη ανθρωπότητας.



_______________
1.Βλ. Ο Συμβολισμός του Σταυρού, κεφ. Έκτο και εικοστό.
2.Η ίδια μορφή επαναφαίνεται στην αρχή της εβρυακής κατάστασης του κάθε ατόμου, περικλείοντας μέσα της την κυκλική ανάπτυξη. Το ατομικό έμβρυο (πίντα) είναι το μικροκοσμικό ανάλογο του μακροκοσμικού “Αυγού του Κόσμου” (Βραχμάνδα).
3.Μπορούμε να φέρουμε ως παράδειγμα την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, που δεν είναι ακριβώς κυκλική, αλλά ελλειπτική. Η έλλειψη συνιστά έναν πρώτο “καθορισμό” του κύκλου, με τον διχασμό του κέντρου του σε δύο πόλους ή “εστίες” σύμφωνα προς μια ορισμένη διάμετρο που παίζει κατόπιν έναν ειδικό “αξονικό” ρόλο, ενώ ταυτόχρονα όλες οι άλλες διάμετροι διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς το μήκος. Προσθέτουμε παρεμπιπτόντως, ότι αφού οι πλανήτες διαγράφουν ελλειπτικές τροχιές των οποίων ο ήλιος αποτελεί τη μια εστία, θα μπορούσε ν' αναρωτηθεί κανείς σε τι αντιστοιχεί ή άλλη εστία. Καθώς εκεί δεν βρίσκεται τίποτα το σωματικό, η θέση αυτή πρέπει να καταλαμβάνεται από κάτι που ανήκει στην τάξη των ασωμάτων.
4.Βλ. Fabre d' Olivet, La Langue hebraique restituee.
5.Αυτό δεν σημαίνει ότι η γη ως στοιχείο παρομοιάζεται απλώς και μόνο με τη στερεά κατάσταση, όπως εσφαλμένα νομίζουν μερικοί, αλλά ότι είναι μάλλον η ίδια η αρχή της “στερεότητας”.
6.Να γιατί στην Ισλαμική παράδοση το σφαιρικό σχήμα αποδίδεται στο “Πνεύμα” (Ερ-ρουχ) ή στο πρωταρχικό Φως.
7.Στην Εβραϊκή Καββάλα, η κυβική μορφή αντιστοιχεί σε μια εκ των Σεφιρώθ, τη Γιεσόντ, που είναι πράγματι το “θεμέλιο” (και αν τυχόν αντιτείνει κανείς ότι η Γιεσόντ δεν είναι η τελευταία Σεφίρα, θα απαντήσουμε ότι η μόνη που έπεται είναι η Μαλκούτ, που είναι ουσιαστικά η τελική “συνθετοποίηση” στην οποία επανέρχονται όλα τα πράγματα σε μια κατάσταση αντίστοιχη, σ' ένα άλλο επίπεδο, της πρωταρχικής ενότητας της Κέτερ). Στην αδιόρατη σύσταση της ανθρώπινης ατομικότητας, η μορφή αυτή, σύμφωνα με την Ινδουιστική παράδοση, σχετίζεται με το “βασικό” τσάκρα, το μουλαντάρα. Στην Ισλαμική παράδοση επίσης, συνδέεται με τα μυστήρια της Καάμπα. Και στον αρχιτεκτονικό συμβολισμό, ο κύβος είναι κυριώς η μορφή του “πρώτου λίθου” ενός κτιρίου, δηλαδή του “θεμελίου λίθου”, που τοποθετείται στο κατώτατο επίπεδο και που πάνω του θα στηριχθεί ολόκληρο το οικοδόμημα για να εξασφαλιστεί η στερεότητά του.
8.Στην επιπεδομετρία, μια παρόμοια σχέση αποκαλύπτεται αν θεωρήσουμε τις πλευρές του τετραγώνου ως παράλληλες προς δυο ορθογώνιες διαμέτρους του κύκλου. Ο συμβολισμός αυτής της σχέσης συνδέεται άμεσα με ό,τι η Ερμητική παράδοση αποκαλεί “τετραγωνισμό του κύκλου”, ένα πρόβλημα για το οποίο θα πουμε λίγα λόγια αργότερα.
9.Σε μερικές συμβολικές απεικονίσεις, ο διαβήτης και ο γνώμονας τοποθετούνται αντιστοίχως στα χέρια του Φο-Χι και της αδελφής του Νίου-Κούα, ακριβώς όπως, στις αλχημικές εικόνες του Βασιλείου Βαλεντίνου, τοποθετούνται στα χέρια των δύο μισών, του αρσενικού και του θηλυκού, του Ρέμπις ή Ερμητικού Ανδρόγυνου. Αυτό μας δείχνει ότι ο Φο-Χι και η Νίου-Κούα κατά κάποιον τρόπο παρομοιάζονται αντίστοιχα, όσον αφορά της ανάλογες λειτουργίες τους, με την ουσιαστική ή αρσενική αρχή και με την υποστατική ή θηλυκή αρχή της εκδήλωσης.
10.Έτσι, για παράδειγμα, οι επίσημες ενδυμασίες των αρχαίων αυτοκρατόρων της Κίνας έπρεπενα είναι στο επάνω μέρος τους στρογγυλές και στο κάτω τετράγωνες. Ο ηγεμόνας αντιπροσώπευε στην περίπτωση αυτή τον τύπο του ίδιου του ανθρώπου (Τζεν) στον κοσμικό του ρόλο, δηλαδή τον τρίτο όρο της “Μεγάλης Τριάδας”, ασκώντας το λειτούργημα του μεσολαβητή μεταξύ Ουρανού και Γης και ενώνοντας μέσα του τις δυνάμεις και των δύο.
11.Βλ. Le Roi du Monde, κεφ. ΙΧ, και Ο Συμβολισμός του Σταυρού, κεφ. Τέταρτο.
12.Αν αυτό παραβληθεί με τις αντιστοιχίες που σημειώσαμε πριν λίγο, μπορεί να φανεί ότι έχουμε εδώ μια αντιστροφή στη χρήση των λέξεων “Επίγειος” και “Ουράνια”, και πράγματι, αυτές δεν αρμόζουν εδώ παρά μόνον υπό μια ορισμένη σχέση: κατά την έναρξη του κύκλου, ο κόσμος μας δεν ήταν όπως είναι σήμερα, και ο “Επίγειος Παράδεισος” - που φανερωνόταν τότε ορατά – αποτελούσε την άμεση προβολή της ουράνιας και πρωταρχικής μορφής (βρισκόταν άλλωστε κατά μια έννοια στα σύνορα του ουρανού και της γης, αφού λέγεται πως άγγιζε τη “σφαίρα της Σελήνης”, δηλαδή τον “πρώτο ουρανό”). Στο τέλος του κύκλου, η “Ουράνια Ιερουσαλήμ” κατέρχεται “εκ του ουρανού εις την γην”, και μόνο στο τέλος της κατάβασής της εμφανίζεται με τη μορφή τετραγώνου, γιατί τότε η κυκλική κίνηση έχει φθάσει στο τέρμα της.
13.Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κυκλικός περίβολος του “Επίγειου Παραδείσου” διαρείται από τον σταυρό που σχηματίζουν οι τέσσερις ποταμοί που ξεκινούν από το κέντρο του, δίνοντας έτσι ακριβώς το σχήμα που αναφέραμε όταν διαπραγματευθήκαμε τη σχέση του κύκλου και του τετραγώνου.
14.Βλ. L' Esoterisme de Dante, κεφ. VIII.
15.Αυτή η στιγμή παριστάνεται επίσης ως η στιγμή της “αντιστροφής των πόλων”, ή ως η ημέρα που “τα άστρα θα ανατείλουν από τη Δύση και θα δύσουν στην Ανατολή”, γιατί η περιστροφική κίνηση, ανάλογα με το αν την αντικρύζουμε από τη μία ή την άλλη πλευρά, φαίνεται να λαμβάνει χώρα προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, αν και πρόκειται πάντα για την ίδια συνεχόμενη κίνηση, αλλά ιδωμένη από μιαν άλλη άποψη, που αντιστοιχεί στην πορεία ενός νέου κύκλου.
16.Βλ. Le Roi du Monde, σελ. 48. - Τα δώδεκα σημεία του Ζωδιακού, αντί να είναι διευθετημένα κυκλικά, γίνονται οι δώδεκα πυλώνες της “Ουράνιας Ιερουσαλήμ”, τοποθετημένες ανά τρεις σε κάθε πλευρά του τετραγώνου, και οι “δώδεκα Ήλιοι” εμφανίζονται στο κέντρο της “πόλης” ως οι δώδεκα καρποί του “Δέντρου της Ζωής”.
17.Δηλαδή του ιδίου εμβαδού αν το θέσουμε από μια ποσοτική άποψη, με τη διαφορά ότι η άποψη τούτη είναι μια εντελώς εξωτερική έκφραση εκείνου για το οποίο μιλάμε πραγματικά.
18.Ο αντίστοιχος αριθμητικός τύπος είναι εκείνος της Πυθαγορικής Τετρακτύος: 1+2+3+4=10. Εάν οι αριθμοί ληφθούν με την αντίστροφη σειρά:4+3+2+1, μας δίνουν τις αναλογίες των τεσσάρωνΓιούγκας, το άθροισμα των οποίων σχηματίζει το Δηνάριο, δηλαδή τον πλήρη και ολοκληρωμένο κύκλο.


RENEE GUENON
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΓΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΟΝ ΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΝ – ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ



Στο τεύχος 63 του περιοδικού “Sur” (Δεκέμβριος 1939) δημοσίευσα μια προϊστορία (ένα πρώτο σχεδίασμα της ιστορίας) της επ' άπειρον παλινδρομίας. Σ' αυτό το σχεδίασμα υπήρχαν παραλείψεις, που δεν ήταν όλες αθέλητες: σκοπίμως δεν ανέφερα τον Τζον Ουίλιαμ Νταν, ο οποίος άντλησε από το ατέλειωτο regressus μια μάλλον εκπληκτική θεωρία για το υποκείμενο και το χρόνο. Η συζήτηση (ακόμα και η απλή αναφορά) της θέσης του θα είχε υπερβεί τα όρια εκείνου του σημειώματος. Η πολυπλοκότητα της θα απαιτούσε ένα ανεξάρτητο άρθρο: θα το επιχειρήσω τώρα. Αυτό που με παρακινεί να το γράψω, είναι η ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του Νταν – Nothing dies (1940, εκδ. Faber and Faber) -, το οποίο επαναλαμβάνει ή ανακεφαλαιώνει τα επιχειρήματα των τριών προηγουμένων.
Ή μάλλον, το μοναδικό επιχείρημα. Ο μηχανισμός του δεν παρουσιάζει τίποτα καινούργιο. Αυτό που είναι ασυνήθιστο, σχεδόν σκανδαλώδες, είναι τα συμπεράσματα του συγγραφέα. Προτού τα σχολιάσω, παραθέτω μερικές απ' τις προηγούμενες μεταμφιέσεις των προτάσεων των συλλογισμών του.
Το έβδομο απ' τα πάμπολλα φιλοσοφικά συστήματα των Ινδιών που απαριθμεί ο Πάουλ Ντόισεν, αρνείται ότι το “εγώ” μπορεί να είναι άμεσο αντικείμενο της γνώσης, “γιατί αν η ψυχή μας ήταν δυνατόν να γνωσθεί, θα ήταν αναγκαία μια δεύτερη ψυχή για να γνωρίσει την πρώτη, και μια τρίτη για να γνωρίσει τη δεύτερη”. Οι Ινδοί δεν έχουν ιστορική αίσθηση (μ' άλλα λόγια, προτιμούν μέχρι διαστροφής την εξέταση των ιδεών απ' την εξέταση των ονομάτων και των χρονολογιών των φιλοσόφων). Ξέρουμε, ωστόσο, πως αυτή η ριζική άρνηση ενδοσκόπησης έχει ήδη ηλικία οκτώ αιώνων. Γύρω στο 1843 την ανακαλύπτει εκ νέου ο Σοπενχάουερ. “Το γιγνώσκον υποκείμενο” επαναλαμβάνει, “δεν είναι γνωστό ως γιγνώσκον, γιατί τότε θα ήταν το αντικείμενο γνώσης ενός άλλου γιγνώσκοντος υποκειμένου” (Welt als wille und Vorstellung, Τόμος Β', κεφάλαιο 19). Και ο Χέρμπαρτ επίσης έπαιξε μ' αυτόν τον οντολογικό πολλαπλασιασμό. Πριν ακόμα κλείσει τα είκοσι, είχε καταλήξει ότι το “εγώ” είναι αναπόφευκτα άπειρο, αφού το γιγνώσκειν εαυτόν προϋποθέτει ένα άλλο “εγώ” που αυτογιγνώσκεται, κι αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ένα άλλο “εγώ” [Ντόισεν, Der neure Philosophie (1920), s. 367]. Ο ίδιος αυτός συλλογισμός, διανθισμένος με ανέκδοτα, παραβολές, ωραίες ειρωνείες και διαγράμματα, διαμορφώνει τις πραγματείες του Νταν.
Ο Νταν (An Experiment with Time, κεφ. XXII) διατείνεται πως ένα συνειδητό υποκείμενο δεν έχει μόνο συνείδηση αυτού το οποίο παρατηρεί, αλλά και ενός υποκειμένου Α που παρατηρεί και, κατά συνέπειαν, ενός άλλου υποκειμένου Β που έχει συνείδηση του Α και, κατά συνέπειαν, ενός τρίτου υποκειμένου Γ που έχει συνείδηση του Β... Προσθέτει δε, με κάποιο μυστήριο, πως αυτά τα αναρίθμητα ενδόμυχα υποκείμενα δεν ανήκουν στις τρεις διαστάσεις του χώρου, αλλά στις εξίσου αναρίθμητες διαστάσεις του χρόνου. Προτού διευκρινήσω αυτή τη διευκρίνηση, καλώ τον αναγνώστη μου να αναλογιστούμε μαζί τι λέει αυτή η παράγραφος.
Ο Χαξλι, ως καλός απόγονος των βρετανών νομιναλιστών, υποστηρίζει πως μεταξύ του ν' αντιλαμβανόμαστε έναν πόνο και του να γνωρίζουμε ότι κάποιος τον αντιλαμβάνεται, δεν υπάρχει παρά μια λεκτική διαφορά, και χλευάζει τους καθαρούς μεταφυσικούς που σε κάθε αίσθηση διακρίνουν “ένα αισθόμενο υποκείμενο, ένα αισθητό αντικείμενο και αυτό το δεσπόζον πρόσωπο: το Εγώ” (Essays,Τόμος ΣΤ', σελ. 87). Ο Γκούσταφ Σπίλερ είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά αυτό το θεωρεί τόσο εύλογο όσο την ταυτόχρονη αντίληψη μιας φωνής και ενός προσώπου. Η γνώμη του μου φαίνεται αξιόπιστη. Όσο για τη συνείδηση της συνείδησης που επικαλείται ο Νταν για να εγκαθιδρύσει σε κάθε άτομο μια ιλιγγιώδη και νεφελώδη ιεραρχία υποκειμένων, προτιμώ να υποπτεύομαι πως πρόκειται για διαδοχικές (ή φανταστικές) καταστάσεις του αρχικού υποκειμένου. “Αν το πνεύμα” έχει πει ο Λάιμπνιτς, “έπρεπε να ξανασκέφτεται την κάθε σκέψη του, θα αρκούσε να αντιληφθεί μια αίσθηση για να τη σκεφτεί, και για να σκεφτεί ύστερα τη σκέψη, κι ύστερα τη σκέψη της σκέψης, και ούτω καθεξής επ' άπειρον” (Nouveaux essais sur l' entendement humain, Δεύτερο Βιβλίο, πρώτο κεφάλαιο).
Η μέθοδος που ανέπτυξε ο Νταν για την άμεση απόκτηση ενός άπειρου αριθμού χρόνων, είναι λιγότερο πειστική και πιο ιδιοφυής. Όπως ο Χουάν ντε Μένα στο Λαβύρινθό του*, όπως ο Ουσπένσκι στο Tertium Organum, έτσι και ο Νταν θεωρεί δεδομένο ότι το μέλλον υπάρχει ήδη – με τις λεπτομέρειες και τα τυχερά του. Προς αυτό το προϋπάρχον μέλλον (ή από το προϋπάρχον μέλλον, όπως το προτιμά ο Μπράντλι) κυλά το απόλυτο ποτάμι του κοσμικού χρόνου – ή το θνητό ποτάμι της ζωής μας. Αυτή η πρόωση, αυτός ο ρους, απαιτεί – όπως όλες οι κινήσεις – έναν καθορισμένο χρόνο. Θα 'χουμε λοιπόν, ένα δεύτερο χρόνο, εντός του οποίου πρέπει να κυλήσει ο πρώτος. Ένα τρίτο χρόνο για να κυλήσει ο δεύτερος, και ούτω καθεξής επ' άπειρον...** Αυτή είναι η μηχανή που πρότεινε ο Νταν. Σ' αυτούς τους υποθετικούς ή ψευδαισθητικούς χρόνους ενοικούν αδιάκοπα τα αδιόρατα υποκείμενα που αναπαράγει πολλαπλασιαστικά το άλλο regressus.
Δεν ξέρω τι θα σκεφτεί ο αναγνώστης μου. Δεν προφασίζομαι πως ξέρω τι πράγμα είναι ο χρόνος (ούτε καν αν είναι “πράγμα”), αλλά μαντεύω πως η ροή του χρόνου και ο χρόνος είναι ένα μόνο μυστήριο και όχι δυο. Ο Νταν, όπως υποψιάζομαι, διαπράττει ένα σφάλμα ανάλογο με αυτό των αφηρημένων ποιητών, που θέλουν (ας πούμε) τη σελήνη να δείχνει τον κόκκινο δίσκο της, υποκαθιστώντας έτσι μια αδιαίρετη εικόνα με ένα υποκείμενο, ένα ρήμα κι ένα αντικείμενο, που δεν είναι παρά το ίδιο το υποκείμενο, ελαφρώς μεταμφιεσμένο... Ο Νταν είναι ένα επιφανές θύμα αυτής της κακής διανοητικής συνήθειας που κατήγγειλε ο Μπεργκσόν: να συλλαμβάνεις το χρόνο ως τέταρτη διάσταση του χώρου. Παίρνει ως δεδομένο ότι το μέλλον υπάρχει ήδη κι ότι πρέπει να οδεύουμε προς αυτό, αλλά το αξίωμά του αρκεί για να το μετατρέψει σε χώρο και ν' απαιτήσει έναν δεύτερο χρόνο (που κι αυτός νοείται χωρικά, με μορφή γραμμής ή ποταμού) κι ύστερα έναν τρίτο κι έναν εκατομμυριοστό. Κανένα από τα τέσσερα βιβλία του Νταν δεν παραλείπει να προτείνει άπειρες διαστασεις του χρόνου***, με τη διαφορά ότι οι διαστάσεις αυτές είναι χωρικές. Ο αληθινός χρόνος, κατά τον Νταν, είναι ο απροσπέλαστος έσχατος όρος μιας άπειρης σειράς.
Τι λόγους είχε να πιστεύει πως το μέλλον υπάρχει ήδη; Ο ίδιος μας δίνει δύο: ο πρώτος είναι τα προφητικά όνειρα. Ο δεύτερος, η σχετικής απλότητα την οποία χαρει αυτή η υπόθεση στα ανεξιχνίαστα διαγράμματα που χαρακτηρίζουν τον τρόπο γραφής του.
Οι θεολόγοι ορίζουν την αιωνιότητα ως την ταυτόχρονη και διαυγή κατοχή όλων των στιγμών του χρόνου, και τη θεωρούν μια από τις θεϊκές ιδιότητες. Ο Νταν διατυπώνει την εκπληκτική υπόθεση ότι η αιωνιότητα μας ανήκει από τώρα, κι αυτό το αποδεικνύουν τα όνειρα κάθε νύχτας. Σ' αυτά, κατά τον Νταν, συγχέονται το άμεσο παρελθόν και το άμεσο μέλλον. Εν εγρηγόρσει, διατρέχουμε τον διαδοχικό χρόνο με σταθερή ταχύτητα. Εν ονείρω, καλύπτουμε μια ζώνη που μπορεί να είναι αχανής. Το όνειρο δεν είναι παρά ο συντονισμός των θεωμένων σ' αυτή την ενόραση και η διαπλοκή μ' αυτά μιας ιστορίας ή μιας σειράς ιστορίες. Βλέπουμε την εικόνα μιας σφίγγας και την εικόνα ενός μαγαζιού, και επινοούμε πως ένα μαγαζί μετατρέπεται σε σφίγγα. Στον άνθρωπο που θα γνωρίσουμε αύριο, δανείζουμε το στόμα ενός προσώπου που μας κοίταξε προχθές... (Ο Σοπενάουερ έχει ήδη γράψει πως η ζωή και τα όνειρα είναι φύλλα του ίδιου βιβλίου. Όταν το διαβάζουμε με τη σειρά ζούμε. Όταν το ξεφυλλίζουμε, ονειρευόμαστε).
Ο Νταν διαβεβαιώνει πως ο θάνατος θα μας διδάξει τη σωστή αντιμετώπιση της αιωνιότητας. Θα ξαναβρούμε όλες τις στιγμές της ζωής μας και θα τις συνδυάσουμε όπως μας αρέσει. Ο Θεός, οι φίλοι μας και ο Σαίξπηρ θα συνεργαστούν μαζί μας.
Μπροστά στη μαγεία μιας θέσης όπως αυτή, όποια κατεργαριά κι αν σκάρωσε ο συγγραφέας, δεν έχει την παραμικρή σημασία.



______________
*Σ' αυτό το ποίημα του 15ου αιώνα υπάρχει ένα όραμα “τριών πολύ μεγάλων τροχών”: ο πρώτος – ακίνητος – είναι το παρελθόν. Ο δεύτερος – περιστρεφόμενος -, το παρόν. Ο τρίτος – ακίνητος - , το μέλλον.
**Μισόν αιώνα πριν την προτείνει ο Νταν, “η παράλογη εικασία ενός δεύτερου χρόνου, στον οποίο, γρήγορα ή αργά, διαχέεται ο πρώτος” είχε ανακαλυφθεί και απορριφθεί από τον Σοπενάουερ, σε μια πρόσθετη χειρόγραφη σημείωση του Welt als Wille und Vorstellung. Υπάρχει στη σελ. 829 του Δεύτερου Τόμου της ιστορικο-κριτικής έκδοσης του Ότο Βάις.
***Η φράση είναι αποκαλυπτική. Στο κεφ. XXI του βιβλίου του An Experiment With Time, ο Νταν μιλά για ένα χρόνο που είναι κάθετος προς έναν άλλο.



ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
ΔΟΚΙΜΙΑ
(Διερευνήσεις)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΣΧΟΛΙΑ: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Έντεκα – ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΕΣΤΚΟΤ



Φαίνεται πως όλοι οι λαοί δεν έχουν καθόλου καλή εκτίμηση γι' αυτό τον αριθμό. Οι Καββαλιστές τον αντιπαραβάλλουν με την τελείωση της Δεκάδας. Ακριβώς όπως ο σεφιρωθικός αριθμός είναι η μορφή όλων των καλών πραγμάτων, έτσι και το έντεκα είναι η ουσία του καθετί αμαρτωλού, επιζήμιου, και ατελούς. Στις Δέκα Σεφιρώθ αντιτίθενται οι Έντεκα Ενάντιες Σεφιρώθ, σύμβολα καταστροφής, βίας, συντριβής και θανάτου. Στα παλιά Ταρώ το δέκατο έκτο Χαρτί, ο Πύργος που χτυπιέται από κεραυνό, δείχνει τις Δέκα Σεφιρώθ από τη μια μεριά και τις Έντεκα Ενάντιες Σεφιρώθ από την άλλη. Οι εικόνες των σύγχρονων Ταρώ είναι πολύ εκφυλισμένες.
Ο Τζων Χέιντον λέει ότι μέσω αυτού γνωρίζουμε τα σώματα των Διαβόλων και τη φύση τους. Οι Ιουδαίοι αντιλαμβάνονται το 11σαν τη Λιλίθ, την πρώτη σύζυγο του Αδάμ, μια διαβόλισσα που είναι επικίνδυνη στις εγκύους. Γι' αυτό έγραφαν στους τοίχους ADM ChVH ChVO LILIT δηλαδή “Αδάμ, Εύα, έξω από τις πόρτες Λιλίθ”.
Ο Ιησούς στο Ματθ. ΙΒ' 43 παρουσιάζει τη δοξασία ότι τα κακά πνεύματα διέρχονται σε άνυδρους τόπους, πράγμα που ο Γκρότιους θεωρεί σαν Ιουδαϊκή πίση. Η λέξη τους για το Δαίμονα και για τον Τόπο είναι ίδια, αφού ShDIM σημαίνει τόποι, και ShDIM σημαίνει πάλι κακές θεότητες. Η λέξη Σιντίμ (δαιμόνια) αναφέρεται και στον Ψαλμ. ΡΣΤ' 37.
Ονομάζεται “Αριθμός των Αμαρτιών” και “Μετανοημένος” γιατί υπερβαίνει τον αριθμό των Εντολών και είναι μικρότερος από το Δώδεκα, που θεωρείται σαν αριθμός της Χάρης και της Τελείωσης. Μερικές φορές όμως το έντεκα ευεργετείται από το Θεό, όπως στην περίπτωση του ανθρώπου που κλήθηκε την εντεκάτη ώρα στην άμπελο και αμείφθηκε το ίδιο με τους άλλους.
Ο Ραμπί Γιόχαναν λέει ότι έντεκα είδη ουσιών αναφέρθηκαν από το Θεό στο Μωυσή, στο όρος Σινά, σαν κατάλληλα για ιερό θυμίαμα.
Έντεκα ήταν ο αριθμός των Μαθητών του Ιησού, μετά την πτώση του Ιούδα Ισκαριώτη.
Στην εβραϊκή γλώσσα η λέξη έντεκα εκφραζόταν σαν Αχάντ Όσερ, ή ΑΙ, ή Ένα και Δέκα.


ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΕΣΤΚΟΤ
ΑΡΙΘΜΟΣΟΦΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΑΚΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ


Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Οι κάστες στον Ινδουισμό – FRITHJOF SCHUON



Ποιές είναι οι βασικές τάσεις της ανθρώπινης φύσης με τις οποίες συνδέονται οι κάστες, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα; Θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της εμπειρικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια η βασική τάση στον άνθρωπο συνδέεται με τη συναίσθηση ή συνείδηση του τι είναι “πραγματικό”. Για τον βραχμάνο – τον καθαρά διανοητικό, θεωρητικό και ιερατικό τύπο – πραγματικό είναι το αναλλοίωτο, το υπερβατικό. Ενδόμυχα δεν “πιστεύει” ούτε στη “ζωή” ούτε στη “γη”. Κάτι μέσα του παραμένει ξένο στην αλλαγή και στην ύλη. Αυτή είναι η εσωτερική του προδιάθεση – που μπορεί να ονομαστεί και “εξειδανικευμένη ζωή” του – όποιες κι αν είναι οι προσωπικές αδυναμίες που την αμαυρώνουν. Ο ξατρίγια – ο “ιπποτικός” τύπος – κατέχει οξεία ευφυία πουόμως στρέφεται περισσότερο προς τη δράση και την ανάλυση παρά προς τη θεωρία και τη σύνθεση. Η δύναμή του έγκειται ιδιαίτερα στον ισχυρό χαρακτήρα του. Αντισταθμίζει την επιθετικότητα της ενέργειάς του με τη γενναιοδωρία, και την παθιασμένη φύση του με την ευγένεια, τον αυτο-έλεγχο και το μεγαλείο της ψυχής. Γι' αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, πραγματική είναι η δράση, γιατί μέσω της δράσης καθορίζονται, μεταβάλλονται και ταξινομούνται τα πράγματα. Χωρίς δράση δεν υπάρχει ούτε αρετή, ούτε τιμή, ούτε δόξα. Ο ξατρίγια πιστεύει μάλλον στην αποτελεσματικότητα της δράσης παρά στο μοιραίο μιας δεδομένης κατάστασης. Περιφρονεί τη σκλαβιά των γεγονότων και ασχολείται μόνο με το να καθορίζει την τάξη τους, να ξεκαθαρίζει το χάος, να κόβει Γόρδιους δεσμούς. Έτσι όπως για τον βραχμάνο όλα είναι μεταβλητά και ψεύτικα εκτός από το Αιώνιο και όσα συνδέονται με Αυτό (αλήθεια, γνώση, θεωρία, τελετουργία, Οδός), το ίδιο για τον ξατρίγια όλα είναι αβέβαια και περιφερειακά εκτός από τις σταθερές του ντάρμα (δράση, τιμή, αρετή, δόξα, ευγένεια) από το οποίο εξαρτώνται γι' αυτόν όλες οι άλλες αξίες. Αυτή η οπτική μπορεί να μεταφερθεί στο θρησκευτικό πεδίο χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή ως προς την ψυχολογική της ποιότητα.
Για τον βαΐσια – τον έμπορο, τον χωρικό, τον χειροτέχνη, τον άνθρωπο που οι δραστηριότητές του είναι άμεσα συνδεδεμένς με υλικές αξίες όχι απλώς εκ των πραγμάτων και συμπτωματικά, αλλά δυνάμει της εσωτερικής φύσης του – πραγματικά είναι τα πλούτη, η ασφάλεια, η προκοπή και η ευμάρεια. Ενστικτωδώς στη ζωή του οι άλλες αξίες είναι δευτερεύουσες και ενδόμυχα δεν “πιστεύει” σ' αυτές. Τα ιδανικά του περιορίζονται στο πεδίο της οικονομικής σταθερότητας, της υλικής τελειοποίησης της εργασίας και του κέρδους, όταν δε αυτά μεταφέρονται στο θρησκευτικό πεδίο διαμορφώνονται αποκλειστικά σε μια προοπτική συσσώρευσης αξίας εν όωει μιας μετά θάνατον εξασφάλισης. Εξωτερικά αυτή η νοοτροπία είναι ανάλογη με του βραχμάνου εξαιτίας του στατικού και ειρηνικού χαρακτήρα της. Απομακρύνεται όμως πολύ τόσο από τη νοοτροπία του βραχμάνου όσο και του ξατρίγια εξαιτίας μιας ορισμένης μικροπρέπειας του νου και της θέλησης(1). Ο βαΐσια είναι έξυπνος και έχει κοινό νου, αλλά του λείπουν ιδιαίτερα η διανοητική ποιότητα καθώς και οι ιπποτικές αρετές, ο ιδεαλισμός με την ανώτερη έννοια του όρου. Εδώ πρέπει να επαναλάβουμε ότι αναφερόμαστε όχι σε τάξεις, αλλά σε κάστες, ή, για την ακρίβεια, σε “φυσικές κάστες”, καθώς τέτοιοι θεσμοί αν καναπαράγουν τη Φύση δεν είναι ποτέ τελείως ελεύθεροι από τις ατέλειες και τις δυσαρμονίες κάθε εκδήλωσης. Δεν ανήκει κανείς σε μια ορισμένη κάστα επειδή είναι προϊόν ορισμένων γονιών, αλλά, τουλάχιστον κάτω από κανονικές συνθήκες, ακολουθεί κανείς ένα ορισμένο επάγγελμα επειδή ανήκει σε μια ορισμένη κάστ, την οποία, ως επί το πλείστον, - αν και όχι απολύτως – εγγυάται η κληρονομικότητα. Τουλάχιστον αυτή η εγγύηση είναι επαρκής για να είναι δυνατή η λειτουργία του Ινδικού συστήματος. Ποτέ το σύστημα δεν μπόρεσε να αποκλείσει τις εξαιρέσεις, οι οποίες, ως τέτοιες, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το γεγονός ότι οι εξαιρέσεις έφτασαν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό στον τωρινό καιρό του υπερπληθυσμού και της “πραγμάτωσης των απιθανοτήτων”, δεν θα μπορούσε σε καμμιά περίπτωση να αλλοιώσει την αρχή της κληρονομικής ιεραρχίας.
Οι “διπλογεννημένοι” (Ντβιτζα), δηλαδή οι τρεις κάστες για τις οποίες μιλήσαμε, μπορούν να οριστούν σαν πνεύμα προικισμένο με σώμα, ενώ οι σούντρα, που εκπροσωπούν την τέταρτη κάστα, σαν σώμα προικισμένο με ανθρώπινη συνείδηση. Στην πραγματικότητα ο σούντρα είναι ο άνθρωπος που είναι κατάλληλα εφοδιασμένος μόνο για χειρωνακτική εργασία, λίγο-πολύ ποσοτικού είδους, και όχι για εργασία που απαιτεί μεγαλύτερη πρωτοβουλία και πιο σύνθετη αντιμετώπιση. Γι' αυτόν τον ανθρώπινο τύπο (που απέχει πολύ περισσότερο από τους προηγούμενους τύπους απ' όσο απέχει ο βαΐσια από τις ευγενείς κάστες) πραγματική είναι η σωματική σφαίρα. Η βρώση και η πόση σ' αυτήν την περίπτωση συνιστούν, μαζί με τα ψυχολογικά συνακόλουθά τους, τη μόνη ευτυχία(2). Στην εσωτερική οπτική του σούντρα, στην “καρδιά” του, όλα όσα βρίσκονται πέραν του πεδίου της σωματικής ικανοποίησης, αποτελούν πολυτέλεια, για να μην πούμε ψευδαίσθηση, ή, τέλος πάντων, κάτι “περιθωριακό” σε σχέση μ' αυτό που η φαντασία του συλλαμβάνει σαν πραγματικότητα, δηλαδή την ικανοποίηση των άμεσων φυσιολογικών αναγκών. Μπορεί να λεχθεί ότι ο ιπποτικός τύπος επίσης απολαμβάνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Εδώ το ζήτημα είναι πάνω απ' όλα η ψυχολογική λειτουργία της απόλαυσης, ο ρόλος της σ' ένα σύνολο συν-δυνατοτήτων. Ο ξατρίγια πρόθυμα γίνεται ποιητής ή εστέτ. Δίνει πολύ μικρή έμφαση στην ύλη ως τέτοια. Η κεντρική και ταυτόχρονα στοιχειώδης θέση που έχει η απόλαυση στην εσωτερική οπτική του σούντρα εξηγεί τον συχνά ανέμελο, άσωτο και “εφήμερο” χαρακτήρα του, με τον οποίο συνδέεται, μέσω μιας περίεργης αντίστροφης αναλογίας, με την πνευματική ανεμελιά του ανθρώπου που είναι υπεράνω κάστας (ατιβαρνάσραμι), του σαννυάσι, που παρόμοια ζει τη στιγμή, δεν σκέπτεται το αύριο και περιπλανιέται χωρίς εμφανή σκοπό. Αλλά ο σούντρα είναι υπερβολικά παθητικός σε σχέση με την ύλη για να μπορεί να κυριαρχήσει τον εαυτό του, κι έτσι μένει εξαρτημένος από μια θέληση ξένη προς τη δική του. Αρετή του η πίστη, ή ένα είδος μαζικού δικαίου, που είναι αναμφίβολα χονδροειδές, αλλά επίσης απλό και κατανοητό και γι' αυτό αξιοσέβαστο, πράγμα που μερικές φορές λησμονείται.
Τα χαρακτηριστικά των βαΐσια συχνά συγχέονται με των βραχμάνων και αντιστρόφως, για τον απλό λόγο ότι και οι δύο αυτές κάστες είναι φιλειρηνικές. Με τον ίδιο τρόπο οι σούντρα τείνουν να συγχέονται με τους ξατρίγια λόγω των βίαιων τάσεων που και οι δύο έχουν. Τέτοια λάθη αποβαίνουν ακόμη πιο επικίνδυνα, όσο ζούμε σ' έναν πολιτισμό που είναι μισός βαΐσια και μισός σούντρα, οι αξίες του οποίου διευκολύνουν τέτοιες συγχυσεις. Σ' έναν τέτοιο κόσμο είναι αδύνατο να επιτευχθεί μια κατανόηση του βραχμάνου χωρίς πρώτα να κατανοηθούν οι αξίες του ξατρίγια. Για να αποφευχθούν οι εύκολες παρερμηνείες και οι αναίτιες προσομοιώσεις, είναι ουσιαστική η οξεία διάκριση, σε κάθε πεδίο, ανάμεσα σε υψηλότερο και χαμηλότερο, συνειδητό και ασυνείδητο, πνευματικό και υλικό, ποιοτικό και ποσοτικό.
Απομένει να εξετάσουμε την περίπτωση του “χωρίς κάστα” ανθρώπου. Και πάλι έχουμε υπ' όψη μας έναν φυσικό τύπο, μια βασική ανθρώπινη τάση και όχι μόνο τις κατηφορίες του Ινδουιστικού συστήματος όπως εμφανίζονται στην πράξη. Είδαμε ότι ο τυπικός σούντρα μπορεί να αντιτεθεί στις τρεις ανώτερες κάστες συνολικά, εξαιτίας της έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος για ό,τι υπερβαίνει τη σωματική ζωή του, και τη συνεπαγόμενη έλλειψη δημιουργικών ικανοτήτων. Παρόμοια, ο “εξω-καστικός”, εξαιτίας του χαοτικού χαρακτήρα του, αποτελεί τον αντίποδα όλων των ανθρώπων, ομοιογενούς χαρακτήρα. Μπορούμε να πούμε γι' αυτόν, ότι έχει την τάση να πραγματώνει εκείνες τις ψυχολογικές δυνατότητες που αποκλείονται στους άλλους, εξ ού και η ροπή του προς την παράβαση. Βρίσκει την ικανοποίησή του σ' αυτό που οι άλλοι απορρίπτουν. Σύμφωνα με τον Ινδουισμό, ο ακραίος τύπος του χωρίς κάστα ανθρώπου – του σανταλά, όπως αποκαλείται – είναι ο γόνος σούντρα πατέρα και βαχμάνας μητέρας. Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι το maximum της μιαρότητας, ή αλλιώς της ψυχολογικής ασυναρτησίας λόγω συγγενούς ασυμβατότητας, προέρχεται από ένα maximum διαφοράς κάστας των γονιών. Το παιδί από σούντρα γονείς είναι “καθαρό”, χάρη στη νοητική τους ομοιογένεια, εκείνο όμως που γεννιέται από το σμίξιμο ενός σούντρα με μια ευγενή γυναίκα είναι τόσο “ακάθαρτο”, όση ακριβώς είναι η ανωτερότητα της κάστας της γυναίκας από την κάστα του συζύγου. Στις Χριστιανικές χώρες, και παντού σχεδόν, το παράνομο παιδί, ο “καρπός της αμαρτίας”, θεωρείται στην πράξη ακάθαρτο. Από την Ινδουιστική άποψη, που επικεντρώνεται σ' ένα είδος οργανικής καθαρότητας, αυτό το αρχικό αμάρτημα κληρονομείται με τον ίδιο τρόπο που κληρονομείται ο τίτλος ευγενείας στην Ευρώπη ή το προπατορικό αμάρτημα στη Χριστιανική οπτική(3). Τελικά ο παρίας, όποια κι αν είναι η εθνική καταγωγή του και το πολιτιστικό περιβάλλον του, αποτελεί έναν καθορισμένο τύπο που, κανονικά, δρα στο περιθώριο της κοινωνίας εξαντλώντας εκείνες τις δυνατότητες που κανείς άλλος δεν είναι πρόθυμος ν' αγγίξει. Όταν έχει ταλέντα – μπορούμε να πούμε πως τότε είναι ικανός “για όλα και για τίποτα” - συχνά παρουσιάζεται αμφίσημος, ανισόρροπος, πιθηκίζων και Προμηθεϊκός. Εμφανίζεται ως καπνοδοχοκαθαριστής, ακροβάτης, κωμικός ή δήμιος, χωρίς να αναφέρουμε τις παράνομες ασχολίες. Με μια λέξη δείχνει την τάση, είτε να ακολουθεί παράξενες και αλλόκοτες δραστηριότητες ή απλά να παραβιάζει τους καθιερωμένους νόμους. Σ' αυτό το σημείο μοιάζει, αντιστρόφως ανάλογα βέβαια, με ορισμένους αγίους. Όσον αφορά τις ακάθαρτες ή αξιοπεριφρόνητες συναλλαγές, ίσως θεωρήσει κανείς υποκριτικό να αφήνει σε κάποιους όσα δεν θέλει να κάνει, παρότι τα έχει ανάγκη, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η κοινωνία έχει το δικαίωμα της αυτοπροστασίας απέναντι σε τάσεις που θα μπορούσαν να τη βλάψουν, καθώς και το δικαίωμα να τις εξουδετερώνει, εξασκώντας τες μέσω εκείνων των ανθρώπων που, ως ένα βαθμό, τις ενσαρκώνουν. Ως ολότητα η κοινωνία έχει “θεϊκά δικαιώματα” που το άτομο από μόνο του δεν κατέχει, εφόσον αποτελεί ένα μέρος. Σε ορισμένες περιπτώσεις το αντίθετο είναι επίσης αληθινό. Το άτομο μπορεί ίσως να απέχει της καταδίκης, η κοινωνία είναι υποχρεωμένη να καταδικάζει.



_________________
1.Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, οι αστοί λαϊκοί της Ευρώπης αναγκάστηκαν με τη σειρά τους να κατανοήσουν, για λόγους ισορροπίας, τις αρετές των καστών που είχαν καταργηθεί. Δεν εννοούμ εδώ το να ανήκει κανείς στην αστική τάξη, που δεν έχει σημασία καθαυτό, αλλά αναφερόμαστε στο αστικό πνεύμα, που είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Η ενασχόληση με την επιστήμη κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, αποδεικνύει, στην πραγματικότητα, όχι την “πρόοδο” της ανθρωπότητας, αλλά την ανικανότητα του νου των εμπόρων για ανύψωση πάνω από το επίπεδο των απλών γεγονότων. Η τρέχουσα ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να συνδεθεί με τις μεταφυσικές πραγματικότητες χάρη σε επιστημονικές ανακαλύψεις, είναι πολύ χαρακτηριστική αυτής της πνευματικής δυσκαμψίας και αποδεικνύει μόνο, όπως είπε ο Guenon, ότι “η άνοδος των βαΐσια προαναγγέλει τη διανοητική νύχτα”. Επιπλέον η λέξη “πολιτισμός”, χωρίς κανένα προσδιοριστικό επίθετο, ως Πολιτισμός, είναι μια τυπική αντίληψη βαΐσια, και αυτό εξηγεί τόσο το μίσος που σήμερα προξενεί οποιοσδήποτε δήθεν “φανατισμός”, όσο και το στοιχείο προσποιητής καλωσύνης ως αναπόφευκτου χαρακτηριστικού της συστηματικής καταπίεσης που ασκεί ο εν λόγω πολιτισμός.
2.Η σημασία που έχουν αποκτήσει οι λέξεις “πραγματικότητα” και “ρεαλισμός” για πολλούς από τους σύγχρονους μας είναι ιδιαίτερα ενδεικτική. Η “πραγματικότητα” έχει γίνει συνώνυμο της πεζότητας και του τετριμμένου, και ακόμη, της ασχήμιας και της κτηνωδίας. Σ' έναν τέτοιο “ρεαλισμό”, δεν υπάρχει πια χώρος για αλήθεια, ευγένεια ή ομορφιά, δηλαδή για αξίες που καταργούν τα ποσοτικά μέτρα.
3.”Οι αθέμιτες καστικές επιμιξίες, οι γάμοι ενάντια στους κανόνες και η παράλειψη των καθιερωμένων τυπικών, αποτελούν την αφετηρία των ακάθαρτων καστών”, λέει η Μανάβα Ντάρμα Σαστρα (Χ, 24). Σύμφωνα με τον Σρι Ραμακρίσνα, “οι κανόνες της κάστας εξαλείφονται αυτόματα για τον άνθρωπο που φτάνει στην τελειοποίηση και συνειδητοποιεί την ενότητα όλων των πραγμάτων, αλλά όσο αυτή η ύψιστη εμπειρία δεν έχει επιτευχθεί, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει να νοιώθει ανωτερότητα ως προς κάποιους και κατωτερότητα ως προς άλλους, όλοι δε, οφείλουν να τηρούν τις διακρίσεις της κάστας. Αυτός που μέσα από την άγνοια προσποιείται την τελειότητα, ποδοπατώντας τις καστικές διακρίσεις και ζώντας χωρίς περιορισμούς, είναι σίγουρα σαν άγουρο φρούτο που έχει ωριμάσει τεχνητά... Εκείνοι που επικαλούνται το Όνομα του Θεού γίνονται άγιοι. Ο Κρισνα Κισόρε ήταν ένας άγιος άνθρωπος στην Αριαντάχα. Κάποτε πήγε για προσκύνημα στη Βρινταβαν. Στο ταξίδι δίψασε και βλέποντας κάποιον δίπλα σ' ένα πηγάδι τον παρακάλεσε να ανεβάσει λίγο νερό. Ο άνθρωπος ζητώντας συγχώρεση του είπε πως δεν ήταν άξιος να προσφέρει νερό σ' έναν βραχμάνο, καθώς ήταν μπαλωματής και συνεπώςπολύ χαμηλής κάστας. Ο Κρίσνα Κινόρε τότε του είπε: “Πρόφερε το όνομα του Θεού για να εξαγνισθείς! Πες: Σίβα! Σίβα!” κι εκείνος υπάκουσε και έπειτα του πρόσφερε νερό κι αυτός ο ορθόδοξος βραχμάνος το ήπιε! Πόσο μεγάλη πίστη είχε! Ο Καϊτανία και ο Νιτιανάντα συνήθιζαν να δίνουν το Όνομα του Χαρι – τη μύηση στην τελτουργική επίκληση (τζάπα γιόγκα) – σε όλους, ακόμα και στους παρίες, και όλους τους αγκάλιαζαν. Ο βραχμάνος χωρίς αυτή την αγάπη δεν είναι βραχμάνος, και ο παρίας μ' αυτήν την αγάπη δεν είναι πια παρίας. Μέσω της μπάκτι ο ακάθαρτος γίνεται αγνός και ανυψώνεται” (L' Enseignement de Ramakrisna, έκδοση του J. Herbert). Φαίνεται ανάγλυφη εδώ η ιδιαίτερη αξία της μπάκτι με την οποία ασχοληθήκαμε στο Transcendant Unity of Religions (Faber and Faber). Αν ληφθεί υπ' όψη η αναπόφευκτη διαφορά μεταξύ της καστικής αρχής και της κοινωνικής και ιστορικής της παγίωσης, εύκολα μπορεί να κατανοηθεί πως κάποιος βραχμάνος μπορεί να είναι ενδόμυχα αιρετικός (όπως ήταν ο Νταγιανάντα Σαρασβάτι και ο Ραμ Μοχάν ρόυ) και πως ένας βαΐσια μπορεί να είναι άγιος μέσω της Γνώσης, όπως ήταν ο Τιρουβαλουνάρ, και να τιμάται ως τέτοιος από βραχμάνους. Η κατωτερότητα μπορεί να προκύψει στα πλάσια της ανωτερότητας και αντιστρόφως.



FRITHJOF SCHUON
ΚΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Ποσειδώνας - Φραντς Κάφκα



Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του και λογάριαζε.
Η διακυβέρνηση όλων των υδάτων του κόσμου τον έκανε να δουλεύει ασταμάτητα. Θα μπορούσε να έχει όση βοήθεια ήθελε, και είχε αρκετή, επειδή όμως είχε πάρει πολύ σοβαρά τα καθήκοντά του, λογάριαζε τα πάντα ακόμα μια φορά, κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει ικανοποιητικά. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του 'κανε κέφι να δουλεύει. Προσπαθούσε να τελειώσει επειδή ήταν υποχρεωμένος.
Μα, φυσικά, και είχε προσπαθήσει να βρει μια πιο χαρούμενη εργασία - αυτή ήταν η έκφρασή του -, αλλά πάντοτε, όταν του γινόντουσαν διάφορες προτάσεις, έδειχνε να μην τις δέχεται όπως τα μέχρι τώρα καθήκοντά του. Εκτός αυτού, ήταν πάρα πολύ δύσκολο βρεθεί κάτι άλλο για κείνον. Ήταν απίθανο να του ανατεθεί μια ορισμένη θάλασσα. Εξάλλου, η δουλειά που έκανε τώρα δεν ήταν μικρότερη μονάχα, αλλά ευτελής.
Ο Μεγάλος Ποσειδώνας δεν μπορούσε ν' αναλάβει παρά μονάχα μια πολύ υψηλή θέση. Κι αν του πρόσφερε κανείς μια θέση έξω από τα νερά του, και μόνο στην ιδέα αρρώσταινε, η θεϊκή του αναπνοή κοβόταν και το σεβάσμιο στήθος του έτρεμε. Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν έπαιρνε τις δυσκολίες του στα σοβαρά.
Όταν ένας ισχυρός υποφέρει, πρέπει κανείς, ακόμα και στην πιο απελπιστική κατάσταση, να τον παραδεχτεί. Κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί ν' απαλλάξει τον Ποσειδώνα από τα καθήκοντά του, από την αρχή της αρχής ήταν ο Ποσειδώνας ο θεός της θάλασσας κι είναι υποχρεωμένος να παραμείνει, ακόμα κι αν δεν του γουστάρει. Πιο πολύ απ' όλα εξοργίζεται - κι αυτό προξενεί κυρίως τη δυσαρέσκειά του σε σχέση με τη θέση του - όταν αντιλαμβάνεται την ιδέα που έχουν οι άλλοι γι' αυτόν, ότι συνέχεια κόβει βόλτες πάνω στα κύματα κρατώντας την τρίαινά του.
Αντί γι' αυτό, κάθεται στο βυθό του Ωκεανού και λογαριάζει ασταμάτητα.
Μονάχα ένα ταξίδι που έκανε που και που για να συναντήσει το Δία ήταν η μοναδική παύση στη ρουτίνα του, ένα ταξίδι από το οποίο επέστρεφε κάθε φορά εξοργισμένος. Έτσι δεν είχε μπορέσει να δει τη θάλασσα σχεδόν καθόλου, μονάχα όταν βιαστικά πετούσε προς τον Όλυμπο, και ποτέ δεν την είχε ταξιδέψει από την μια άκρη στην άλλη. Φρόντιζε να λέει ότι περιμένει την καταστροφή του κόσμου, τότε θα μπορούσε να βρει μια στιγμή ησυχίας, έτσι ώστε λίγο πριν το τέλος, καθώς θα έριχνε μια τελευταία ματιά στους λογαριασμούς, θα μπορούσε να κάνει ένα μικρό ταξιδάκι, μια τόση δα εκδρομούλα.


Φραντς Κάφκα
Η σιωπή των σειρήνων
Μετάφραση: Γιώργος Κώνστας
Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Ο Άνεμος του Θανάτου – Γιώργος Μπαλάνος



Για μια ακόμη φορά το δίχτυ της ζωής παραμερίστηκε, έτσι
ώστε μια άυλη σκιά γλίστρησε γοργά ανάμεσα από τα
νήματά του προς μια καινούρια και ανήκουστη διάσταση
ύπαρξης.
Loren Eisely, The Unexpected Universe
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας κάτι σαν ένας μαύρος άνεμος θανάτου έχει φυσήξει πάνω από την ανθρωπότητα φτάνοντας να εξοντώσει ως και το ένα τρίτο ή και παραπάνω του συνολικού πληθυσμού, όπως συνέβη με το λεγόμενο “Μαύρο Θάνατο”, τη φοβερή πανδημία(1) της βουβωνικής και πνευμονικής πανώλους στα μέσα του 14ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1348.
Ακόμη κι αν γνωρίζουμε με ικανοποιητική σιγουριά το παθογόνο αίτιο – όπως συμβαίνει με την περίπτωση της πανώλους – ωστόσο, ουδείς γνωρίζει την αληθινή βασική αιτία αυτών των επιδημιών ή πανδημιών.
Σύμφωνα με την ιατρική αντίληψη:
Το μέγεθος και η ταχύτητα μιας μολυσματικής επιδημικής εκρήξεως εξαρτώνται από τη διάρκεια του χρόνου επωάσεως, τη μολυσματικότητα του νοσήματος, την αρχική στάθμη της συλλογικής ανοσίας και τη φύση, συχνότητα και διάρκεια των διαπροσωπικών επαφών.(2)
Τώρα η πανώλης έχει όλες αυτές τις ιδιότητες, και με το παραπάνω, για να είναι μια συχνή, τεράστια και ταχύτατα μεταδιδόμενη πανδημία. Διαθέτει και μεγάλη μολυσματικότητα, και μεγάλη παθογονικότητα (ευκολία μετάδοσης) και μεγάλη λοιμοτοξικότητα (βαρύτητα νόσου) και δεν προκαλεί ανοσία(3). Η πνευμονική μορφή της, μάλιστα έχιε το αναγνωρισμένο ρεκόρ της πλέον μεταδοτικής πάθησης και έρχεται δεύτερη σε ρεκόρ θνησιμότητας(4), με ποσοστά θανάτου 99,99%, δηλαδή επιζεί 1 στους 10.000! Ακόμη και με την καλύτερη σύγχρονη και πιο άμεση θεραπεία, η πνευμονική πανώλης σκοτώνει σε ποστοστά πάνω από 75%, με το θάνατο να επέρχεται ταχύτατα μέσα σε λίγες ώρες.
Εξάλλου, με δεδομένο ότι το σχετικό μικρόβιο είναι από τα πλέον κοινά στη φύση μεταξύ των αγρίων ζώων, τα οποία και πεθαίνουν απ' αυτή – οι ψύλλοι τους είναι ο συνήθης φορέας (ή διαβιβαστής) του μικροβίου – θεωρητικά η επαφή μαζί του και μια επακόλουθη ταχύτατη εξάπλωση θα ήταν μια εντελώς αναμενόμενη εξέλιξη. Τότε... γιατί δεν έχουμε πιο συχνά αυτές τις πανδημίες, παρά μονάχα μια φορά κάθε τόσους αιώνες;
Για σκεφτείτε το:
Έχουμε εδώ ένα λοιμώδη παράγοντα ευρύτατα διαδεδομένο στη φύση, φοβερά θανάσιμο και φοβερά μεταδοτικό. Η πανώλης έχει, δηλαδή όλα εκείνα τα εχέγγυα για να είναι η μεγαλύτερη μάστιγα της ανθρωπότητας, κάνοντας ακόμη και ένα γενικό θερμοπυρηνικό πόλεμο να ωχριά μπροστά της σε θανατηφόρα αποτελεσματικότητα.
Και όμως...
Δεν έχουμε ούτε καν ένα μικρό κλάσμα από τα κρούσματα που θα περίμενε κανείς από ένα τόσο κοινό και τόσο μεταδοτικό παθογονικό παράγοντα που υπάρχει παντού στη φύση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Τριχόπουλος όταν ένα λοιμώδες νόσημα είναι τόσο σπάνιο όσο η πανωλης, η εμφάνιση ενός και μόνο κρούσματος θεωρείται ως επιδημική έκρηξη. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι γιατροί στον κόσμο δεν έχουν δει ποτέ στην καριέρα τους έστω καν ένα κρούσμα πανώλους. Γνωρίζουν την πάθηση όωπς κι εγώ: αποκλειστικά από τα βιβλία.
Ναι, ξέρουμε ότι για την πανώλη ευθύνεται ένας βάκιλλος, η Yersinia (Pastaurella) Pestis – αλλά δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα σε τι οφείλονται οι μεγάλες επιδημίες της πανώλους. Γιατί εμφανίζονται και γιατί χάνονται έτσι; Είναι απλό: δεν ξέρουμε.
Θα θυμάστε, τη σχέση που αναφέραμε ανάμεσα στους σεισμούς και το Μαύρο Θάνατο, όταν κάναμε λόγο ότι η επιδημία και οι σεισμοί ακολουθούσαν την ίδια παράλληλη πορεία σαν ένα υπόγειο σκοτεινό ρεύμα που κινείτο από την Κίνα ως την Ευρώπη σκορπίζοντας στο διάβα του την καταστροφή και το θάνατο. Είναι ενδιαφέρον αν παρατηρήσει κανείς ότι όταν η επιδημία έφτασε στην Κύπρο...
...ένας σεισμός τράνταξε συθέμελα το νησί, συνοδευόμενος από ένα τόσο τρομερό τυφώνα που οι κάτοικοι [...] σκόρπισαν πανικόβλητοι προς όλες τις κατευθύνσεις. [...] Πριν από κάθε σεισμό είχε φυσήξει ένας δυσώδης άνεμος, ο οποίος σκόρπισε μια τόσο δηλητηριώδη μυρωδιά που πολλοί, κατακυριευμένοι από αυτή, έπεσαν και ξεψύχησαν μέσα σε φοβερό μαρτύριο(5).

Αλλά και στην Ιταλία...

...μια πυκνή, βρομερή ομίχλη έφτασε από τ' ανατολικά και εξαπλώθηκε πάνω από την Ιταλία, και αποκλείεται να ήταν ψευδαίσθηση ένα τόσο απτό φαινόμενο(6).

Η Ελλάδα, η Ελβετία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Πολωνία, η Αγγλία, η Δανία, οι Σκανδιναβικές και άλλες χώρες, επίσης χτυπήθηκαν από τα ίδια φαινόμενα:

...ξέρουμε ότι κατά τη διάρκεια αυτού του σεισμού, ο οποίος, σύμφωνα με μερικούς, διήρκεσε μια εβδομάδα, ενώ, σύμφωνα με άλλους, ένα δεκαπενθήμερο, οι άνθρωποι υπέφεραν από έναν ασυνήθιστο λήθαργο και πονοκεφάλους ενώ πολλοί λιποθυμούσαν έτσι. [...] Μεγάλα και ασυνήθιστα μετέωρα εμφανίστηκαν σε πολλές χώρες, όπου και έγιναν δεκτά με δεισιδαίμονα φρίκη. Μια στήλη φωτιάς, η οποία εμφανίστηκε στις 20 Δεκεμβρίου του 1348 γύρω στο χάραμα, παρέμεινε για μια ώρα πάνω από το παπικό ανάκτορο στην Αβινιόν. Μια φλογερή σφαίρα, η οποία τον Αύγουστο της αυτής χρονιάς εμφανίστηκε κατά το ηλιοβασίλεμα πάνω από το Παρίσι, διέφερε από τα παρόμοια φαινόμενα εξαιτίας της μεγάλης του διάρκειας(7).

Αλλά και σε ολόκληρη τη γη...

...αυτήν ακριβώς την περίοδο οι σεισμοί ήταν πιο γενικευμένοι απ' όσο σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας. Σε χιλιάδες τόπους σχηματίστηκαν χάσματα απ' όπου αναδύονταν βλαβεροί αχνοι. [...] Αναφέρθηκε ακόμη ότι ένα φλογερό μετέωρο που είχε πέση στη γη μακριά στην Ανατολή, είχε καταστρέψει τα πάντα σε περίμετρο πάνω από εκατό λεύγες, μολύνοντας τον αέρα σε μεγάλη έκταση ολόγυρα. [...] Αποκρουστικοί αχνοί υψώνονταν παντού, και γίνονταν ακόμη πιο απαίσιοι από τη μπόχα των σαπισμένων ακρίδων οι οποίες ίσως ποτέ πριν δεν είχαν ξαναμαυρίσει τον ήλιο σε τέτοιους αριθμούς. [...]
Αυτά είναι μερικά από τα φαινόμενα που εκδηλώθηκαν πριν από το ξέσπασμα του Μαύρου Θανάτου στην Ευρώπη.
[...] Το να επιχειρήσουμε, πέντε αιώνες μετά από εκείνη την εποχή του ολέθρου, να εντοπίσουμε τις αιτίες μιας κοσμικής αναστάτωσης, η οποία έκτοτε ουδέποτε έχει ξανασυμβεί σε αυτή την έκταση, το να δείξουμε επιστημονικά τις επιρροές που γέννησαν ένα τέτοιο δηλητήριο στα σώματα των ανθρώπων και των ζώων είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης(8).

Ωστόσο, παρά τις πάμπολλες σκιώδεις όψεις του, δεν είναι τόσο ο Μαύρος Θάνατος, η πανώλης, εκείνο που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ, όσο το να κατανοήσουμε το αίνιγμα που κρύβεται πίσω από πολλές, φαινομενικά συμβατικές επιδημίες και από τα δήθεν γνωστά αίτια και μηχανισμούς που τις διέπουν. Αλλά είναι και κάτι άλλο. Κάτι που πολλοί το συσχετίζουν άμεσα ή έμμεσα με τη φοβερή εκείνη πανδημία.
Αμέσως μετά από τον Μαύρο Θάνατο του 14ου αιώνα μια άλλη, ακόμη πιο αινιγματική επιδημία χτύπησε την ήδη αποδεκατισμένη Ευρώπη. Ήταν κάτι σαν μια παράξενη επιδημία τρέλας και υστερίας, παρόμοια σε χαρακτήρα με τα γεγονότα που είδαμε στο γαλλικό χωριό Πον-Σαιντ-Εσπρί, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη πανδημική κλίμακα αυτή τη φορά. Εκατομμύρια άτομα άρχισαν να χορεύουν ομαδικά ή ν' αυτομαστιγώνονται στους δρόμους, χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν, και με οράματα δαιμόνων και πνευμάτων να τους ακολουθούν σε κάθε βήμα.
Ήταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σαν κάτι να είχε αγγίξει όχι πλέον τον άνθρωπο ως άτομο, αλλά το συλλογικό νου της Ευρώπης – μια πολύ αλλόκοτη ιστορία που θα μας απασχολήσει πιο εκτεταμένα αργότερα, γιατί ανήκει σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο παρεμφερών φαινομένων που υποδηλώνουν κάποια ξένη και εχθρική παρέμβαση στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Μπορεί καμία πανδημία ουδέποτε να έφτασε στις διαστάσεις εκείνης του 14ου αιώνα, αλλά ο μαύρος Άνεμος του Θανάτου έχει χτυπήσει ξανά και ξανά, και πάντα με κάποιο παράξενο και ανεξήγητο τρόπο, αφήνοντας να φτάσει μέχρι τα ρουθούνια -ως υποψία έστω- μια μιασματική μυρωδιά από το πέρασμα της Έρπουσας Σκιάς.
Υπάρχει, λόγου χάρη, μια πολύ πιο πρόσφατη και πολύ πιο μυστηριώδης επιδημία που χτύπησε την Ευρώπη στον αιώνα μας και, αφού σκότωση 20 με 40 εκατομμύρια ανθρώπους, εξαφανίστηκε με τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο όπως εμφανίστηκε! Είναι η ληθαργική εγκεφαλίτιδα ή σύνδρομο του Φον Εκονόμο(9), γνωστή και στο ευρύτερο κοινό και ως “γρίππη του 1918”(10).
Γρίππη; Τι το μυστηριώδες έχει η κοινή γρίππη, πέρα από το γεγονός ότι συνήθως την παθαίνει κανείς σε περιόδους αργίας και σπανιότερα σ' εργάσιμες μέρες; Και γιατί υποψιαζόμαστε σ' αυτήν επιρροή της Σκιάς; Αλλά, για αναρωτηθείτε πρώτα:
Τελικά τι ξέρουμε γενικότερα για τις επιδημίες γρίππης; Επειδή εγώ δεν είμαι γιατρός, ας απευθυνθούμε πάλι στα ιατρικά κείμενα μήπως και μας φωτίσουν. Και ιδού – η ιατρική απαντά!

Η προέλευση των στελεχών [των τύπων ή παραλαγών των ιών] που προκαλούν τις πανδημίες είναι άγνωστη(11).

Μάλιστα... Τι καλά! Και σε τι οφείλονται άραγε τα συμπτώματά τους μυστηριώδη ή μη;
Η ιατρική απαντά:

Παρά τη συχνή παρουσία συστημικών κλινικών σημείων και συμπτωμάτων όπως ο πυρετός, ο πονοκέφαλος και οι μυαλγίες, ο ιός της γρίππης σπανίως έχει ανιχνευτεί σε εξωπνευμονικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένης και της κυκλοφορίας του αίματος, και η παθογένεση των συστημικών συμπτωμάτων της γρίππης παραμένει άγνωστη(12).

Μα πως εμφανίζονται και εξαφανίζονται έτσι περίεργα αυτές οι επιδημίες γρίππης;
Η ιατρική απαντά:

Οι αμυντικοί παράγοντες του ξενιστή που ευθύνονται για τη διακοπή της απόπτωσης των ιών και τη λύση [λήξη] της ασθένειας δεν έχουν προσδιοριστεί επακριβώς(13).
Α! Ετσι, ε! Και πως θα μπορούσε μια κοινή γρίππη να έχει τα παράξενα και δραματικά μεθεόρτια που είχε η πανδημία που άρχισε το 1914;
Η ιατρική απαντά:

Η παθογενετική βάση γι' αυτή τη μεταγριππική εξασθένηση είανι άγνωστη(14).

Όμως... μήπως θα μπορούσαμε ν' αποδώσουμε τα φαινόμενα εκείνα στο σύνδρομο του Ράυ (Reye), το οποίο είναι μια γνωστή επιπλοκή της γρίππης με επιληποειδή συμπτώματα που και πάλι θυμίζουν το επεισόδιο στο γαλλικό χωριό Πον-σαιντ-Εσπρί;
Η ιατρική απαντά:

Ο ιός [της γρίππης] δεν έχει βρεθεί σχεδόν ποτέ στον προσβεβλημένο εγκέφαλο και ήπαρ, και η παθογένεση του συνδρόμου του Ράυ είναι άγνωστη(15).

Μα... εδώ έχουμε σαφή συμπτώματα προσβολής του κεντρικού νευρικού συστήματος, με εγκεφαλίτιδες, απομυελωτικές πολυνευροπάθειες κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο εξίσου απαίσιο κι ανατριχιαστικό ως όνομα. Μήπως εδώ...;
Η ιατρική απαντά:

Η αιτιολογική σχέση μεταξύ του ιού της γρίππης και των ανωτέρω παθήσεων του κεντρικού νευρικού συστήματος παραμένει αποσαφήνιστη(16).

Αυτές ήταν οι ιατρικές απαντήσεις, κι εμείς σχολιάζουμε
Σοβαρά! Κοίτα πόσα μαθαίνει κανείς ρωτώντας! Μαθαίνει ότι δεν ξέρουμε όλα εκείνα που ένας ανίδεος θα νόμιζε ότι τα ξέραμε. Φυσικά, ο κάθε γιατρός που σέβεται την επιστήμη του – και θυμάται λίγο, όχι μόνον τον Ιπποκράτη αλλά και τον Σωκράτη – γνωρίζει ότι αγνοεί πολύ περισσότερα απ' όσα φαντάζεται ένας ανίδεος.
Αφού, λοιπόν, φωτιστήκαμε απόλυτα μαθαίνοντας ότι δεν ξέρουμε τι προκαλεί τις μεγάλες επιδημίες ή πανδημίες, ότι δεν έχουμε ιδέα καν σε τι οφείλονται τα συμπτώματα της κοινής γρίππης και ότι έχουμε μεσάνυχτα για τα παράξενα επακόλουθά τους, ας δούμε τώρα τι ξέρουμε και για εκείνη τη συγκεκριμένη μυστηριώδη “γρίππη του 1918”.
Όπως θα το φανταστήκατε, εδώ ξέρουμε ακόμη λιγότερα!
Ουσιαστικά, ουδείς γνωρίζει καν τι ήταν. Ούτε αν ήταν γρίππη, ούτε οτιδήποτε. Την εποχή εκείνη οι ιοί ήταν ακόμη κάτι το άπιαστο,μιας και δεν υπήρχε ακόμη ούτε φίλτρο να τους συγκρατήσει ούτε μικροσκόπιο να τους δει. Και ώσπου να γίνει δυνατή η πρώτη καλλιέργεια ιών το 1931 από τον Γκουντπάστεσερ, η ασθένεια είχε ήδη εξαφανιστεί κάποια στιγμή μεταξύ του 1923 και 1930.
Η πρώτη εμφάνιση της ληθαργικής εγκεφαλίτιδας στην Ιστορία ήταν, απ' όσο ξέρουμε, και η τελευταία. Χάθηκε αφήνοντας πίσω της 20 με 40 εκατομμύρια νεκρούς.
Οι περισσότεροι την αναφέρουν ως επιδημία γρίππης ή ως επιπλοκή μιας επιδημίας γρίππης ή και ως ξεχωριστή ασθένεια που απλώς ακολούθησε την επιδημία γρίππης – μια επιδημία που γρήγορα εξελίχθηκε σε πανδημία, με πολύ παράξενα συμπτώματα.

Αι κινητικαί διαταραχαί οι οποίες ενίοτε λαμβάνουν τοιαύτην έντασιν και έκτασιν, ώστε ο ασθενής να εμφανίζεται “αγαλματώδης”. [...] Μυικοί σπασμοί [...] μυοκλονίαι, χορειακαί κινήσεις, στροφικαί κινήσεις. Θόλωσις ή διανοητική σύγχυσις δύναται να εμφανιστεί κατά την αρχικήν φάσιν της νόσου ή και κατά περιόδους αργότερον, ευερεθιστότης, διαταραχαί γενικώς συναισθηματικού τύπου, παρορμητική ή “σκληρή” συμπεριφορά, παρατηρούνται επίσης, ενώ σπάνιαι είναι αι ψυχωσικαί εικόνες και δη αι σχιζοφρενικομορφοι [...] Τα θεραπευτικά μας μέσα δια την αντιμετώπισιν της νόσου καθαυτής δεν έχουν ουσιαστικώς βελτιωθεί από της εποχής του von Economo(17).

Εκτός από τα παραπάνω, τα οποία μας κάνουν να υποψιαζόμαστε κάποια βίαιη απόπειρα παρέμβασης στον ανθρώπινο ψυχισμό μέσω των ήδη γνωστών μηχανισμών που περιγράψαμε σε προηγούμενες σελίδες, τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που στρέφουν τις υποψίες μας σε επιρροές της Σκιάς, είναι εκείνα της περίεργης ληθαργικότητας ή τάσης για ύπνο. Όπως διαβάζουμε:

Η ληθαργική ή επιδημική εγκεφαλίτιδα, εκείνη η αξιοσημείωτη ασθένεια που εμφανίστηκε στον ιατρικό ορίζοντα κατά τη διάρκεια της μεγάλης πανδημικής γρίππης που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει προσφέρει μερικά από τα πιο δραματικά συμπτώματα παρατεταμένης υπνηλίας. Πράγματι, παρατεταμένος ύπνος που διαρκούσε επί ημέρες έως κι εβδομάδες ήταν τόσο κυρίαρχο σύμπτωμα που η νόσος αποκλήθηκε “ασθένεια του ύπνου”(18). Ο ασθενής φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς ύπνου ή “υπνισμού” και παρέμενε ξύπνιος μονάχα όσο ασκεο κάποιος ερεθισμός. Αν και ο λοιμώδης παράγων δεν απομονώθηκε ποτέ, η παθολογική ανατομία αποκαλύφθηκε πλήρως από πολλές εξαίρετες μελέτες, όλες από τις οποίες έδειξαν μια καταστροφή των νευρώνων στο μεσεγκέφαλο, στον κοιλιακό θάλαμο και στον υποθάλαμο. Οι ασθενείς που επιζούσαν της οξείας φάσης της ασθένειας είχαν συχνά δυσκολία στο να επανέλθουν στο φυσιολογικό ρυθμό ύπνου-εγρήγορσης. Καθώς η υπνηλία παρερχόταν, πολλοί ασθενείς εκδήλωναν μια αντιστροφή του ρυθμού του ύπνου, τείνοντας να κοιμούνται την ημέρα και να μένουν ξύπνιοι τη νύχτα...(19)

Σκεφτείτε:
Ευερεθιστότητα... Σκληρή ή και ψυχωτική συμπεριφορά... Το να κοιμάσαι τη μέρα και να ξυπνάς τη νύχτα... Όλα αυτά, δε θυμίζουν κάτι, σαν μια αναβίωση από το θρύλο των βρυκολάκων; Μπορεί... Αλλά μπορεί να είναι και μια στοιχειώδης περιγραφή των Ανθρώπων της Σκιάς.
Αλλά η ληθαργική εγκεφαλίτιδα χάθηκε με τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο που είχε εμφανιστεί.

Καμία ασθένεια σαν αυτή δεν μπορεί να βρεθεί στα ιατρικά χρονικά πριν από το 1914. αν και ο ιογόνος παράγων δεν εντοπίστηκε ποτέ, τα κλινικά και τα παθολογικά χαρακτηριστικά ήταν τυπικά μιας ιογενούς λοίμωξης. [...] Κανένα καινούριο κρούσμα δεν έχει εμφανιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Δυτική Ευρώπη μετά το 1930(20).

Εξαφανίστηκε; Μπορεί. Μια καταστροφική αλλά αποτυχημένη σκιώδης εισβολή; Μπορεί. Ή σαν κάθε καλό παράσιτο, μπορεί να βρήκε άλλους, πιο αποτελεσματικούς τρόπους για ν' απομυζά τα θύματά της χωρίς να τα σκοτώνει και άμεσα. Ή ίσως μια ακόμη μάχη από τις πολλές σ' έναν ευρύτερο πόλεμο

____________
1.”Πανδημίες” αποκαλούνται οι μεγάλες επιδημίες που καλύπτουν πολλές χώρες ή και ηπείρους.
2.Δημήτρη Τριχόπουλου, Επιδημιολογία, 1982.
3.Ακόμη και το σχετικό εμβόλιο είναι πολύ αμφίβολης αποτελεσματικότητας, ενώ η δράση του δε διαρκεί για πάνω από έξι μήνες το πολύ.
4.Πρώτη είναι η λύσσα, με θνησιμότητα 100%.
5.Justus F. K. Hecker, Black Death and the Dansing Mania, 1832. Πρόκειται για ένα κλασικό έργο, την πρώτη και την καλύτερη ιστορική μελέτη του είδους. (Γ.Μ.)
6.Justus F. K. Hecker, Black Death and the Dansing Mania, 1832.
7.Black Death and the Dansing Mania
8.Black Death and the Dansing Mania
9.Από τον Έλληνα νευρολόγο Κων/νο φον Οικονόμου (1877-1931), καθηγητή στη Βιέννη, ο οποίος ανακάλυψε και μελέτησε τη φερώνυμη πάθηση.
10.Άρχισε περί το 1914, αλλά η μεγάλη πανδημία έφτασε στο ζενίθ της το 1918 με 1919.
11.Raphael Dolin, Influenza (H.P.I.M, 13th ed., 1995)
12.Raphael Dolin, Influenza (H.P.I.M, 13th ed., 1995)
13.Influenza (H.P.I.M)
14.Influenza (H.P.I.M)
15.Influenza (H.P.I.M)
16.Raphael Dolin, Influenza (H.P.I.M, 13th ed., 1995)
17.Σ. Σκαρπαλέζου και Σ. Μαλιαρά, Μαθήματα Νευρολογίας, εκδ. Γ. Πααρισιανός, 1974-75
18.Δεν έχει καμία σχέση με την άλλη “ασθένεια του ύπνου”, την αφρικανική τρυπανοσωμίαση που μεταδίδεται από τη μύγα τσε-τσε.
19.Raymond D. Adams, Sleep and its Abnormalities (H.P.I.M., 6th ed., 1972)
20.Byron Kukulas and Raymond D. Adams, Viral Infections of the Nervous System (H.P.I.M., 6th ed., 1972)


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΡΠΕΙ... ΣΑΝ ΣΚΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7


Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Η περιπλάνηση της πεταλούδας - Σωτήρης Δημητρίου




Όταν πέθανα είχα μια έντονη, εξ ύψους αίσθηση, του σώματός μου. Ένιωθα την μικρή αποστροφή αυτών που με έπλυναν και με έντυσαν.  
Με κατέλαβε ο φόβος της κάσας και του χώματος.
Θα 'νιωθα τα σκουλήκια να σέρνονται στ' αυτιά και στα ρουθούνια μου. Θα μπαινόβγαιναν στην κάσα φίδια. Τον χειμώνα θα κουλουριάζονταν σφιχτά και παγωμένα στον σκελετό μου.
«Τα τραβάνε τα λάδια», μου 'χε πει κάποτε ο νεκροθάφτης. Δεν ήξερα πώς ήμουν, πού ήμουν. Όσο πλησίαζε η ώρα της ταφής, τόσο με καταλάμβανε η φρίκη.
Απ' αυτήν την κατάσταση με απέσπασε βίαια, μια τρομερή ροή πνοής. Βρέθηκα σ' ένα γαλάζιο έμπεδο, όπου ήταν χιλιάδες άσπροι, αχνοφωτισμένοι σβώλοι. Ήτανε ψυχές, ο νωπός θερισμός του θανάτου.
Μια αλυπία με κυρίεψε, αλλά όμως δεν έχασα την συνείδηση της εν ζωή ζωής μου. Κυρίως την μνήμη.
Ζωντάνεψε διαολεμένα. Ό, τι είχα καταχωνιάσει, τα 'λουσε όλα ένα λαμπρό φως σ' εκείνο το ουράνιο οροπέδιο. Σιγά - σιγά την αλυπία διαδέχτηκε μια πότε νοσταλγική και πότε ζοφερή πικρία.
Έτρεμε η ψυχή μου κάθε φορά που η μνήμη ανάσερνε.
«Θα τα θυμηθείτε όλα», ήχησε στην λεπτότατη μεμβράνη της ψυχής μου κάτι σαν φωνή και όχι τόσο η φωνή, όσο το νόημα αυτών που έλεγε.
«Πολλές ψυχές με δυσκολία τις απέσπασα απ' το σαρκίο τους. Δεν θέλανε ν' αποχωριστούν. Αυτές οι ψυχές έχουν δύο δυνατότητες. Ή να περάσουν στην πλήρη ανυπαρξία ή να ξαναγυρίσουν με την μορφή που θέλουν στο σύμπαν απ' όπου ήρθαν, μήπως βρουν την λύτρωση. Οι άλλες ψυχές θα με ακολουθήσουν. Είμαι ο απεσταλμένος».
Η μνήμη μου, με μια φοβερή ενάργεια πρόβαλλε τα πάντα.
Μία, μία ξαναείδα τις ολιγωρίες μου, την αδράνειά μου, αυτά που έκανα στους άλλους, ενώ δεν ήθελα να μου κάνουν οι άλλοι.
Τις φριχτές προδοσίες μου που ελαύνονταν απ' την λαγνεία μου, τις βιασύνες μου και τις μακροχρόνιες καθυστερήσεις μου που δημιουργούσαν καταγέλαστους αναχρονισμούς.
Τα χρέη μου που όσο πιο άϋλα και ανομολόγητα ήταν, τόσο πιο βαριά και ασήκωτα μου φαίνονταν.
Την διαρκή, νυχτοήμερη αίσθηση της οφειλής μου.
Την έλλειψη συνέσεως που εμπόδιζε την απομάκρυνση, την φιλοδοξία που οδηγούσε προς το κέντρο. Προς τους κρότους, τον κουρνιαχτό και την αναξιοπρέπεια.
Την υπερηφάνεια που την τσαλαπάτησε η συναλλαγή είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω.
Κοντολογίς την είχα κατακουρελιάσει την ζωή μου.
Ευτυχώς που συχνά η μνήμη ανάσερνε και τόπους θαλπωρής με αεράκι και αθώα λογάκια, ξένοιαστα και δροσερά καλοκαίρια, σχεδόν πάντα απ' την πρώτη νιότη μου.
Μια εικόνα δε, την επανέφερε συνεχώς, με επιμονή.
Είμαι παιδάκι, αρχές καλοκαιριού και με τ' αδέλφια μου πηγαίνουμε στο χωριό μας, στην γιαγιά μας. Απόλυτη χαρά κι αιθρία είναι η ύπαρξή μας.
Το λεωφορείο σταματάει σε μια κωμόπολη.

Είμαι στο καφενεδάκι του σταθμού και με νανουρίζουν φωνούλες - καμπανούλες, η προσδοκία του βουνού μου, τα τζιτζίκια. Ξάφνου στα τζάμια του καφενείου προβάλλει ένα κοριτσίστικο σοβαρό πρόσωπο και με κοιτάζει με έκδηλη περιέργεια και ταραχή.
Μια ελάχιστη γλυκοθυμία γέρνει τα βλέφαρά μου και μόλις τα ξανανοίγω έχει φύγει.
Κελαριστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια;
Η μνήμη σαν να 'θελε να με βοηθήσει, μου έδειξε ένα άλλο καλοκαιράκι κάπου στις απαρχές της ενήλικης ζωής μου. Ω, το βλέπω καθαρά. Πριν απ' αυτό το καλοκαίρι ήμουν ολόκληρος.
Αφέλεια, αθωότητα, δροσιά, χάρις κι ευχαρίστηση πότιζαν τη ζωή μου. Είναι μια μικρή θάλασσα, ένα κορίτσι το ίδιο ολόκληρο, μονάχα λίγο στοχαστικό και εξεταστικό.
Τι να έγιναν εκείνες οι προσεχτικές φωνούλες, εκείνα τα γλυκαπορούντα βλέμματα; Με τον χειμώνα χαθήκαμε.
Τότε άρχισαν οι ομιχλώδεις παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες, οι κοινωνικοί νόμοι και τα καθήκοντα ν' αποκτούν τερατώδη φυσική ισχύ.
Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες. Παράδερνα μόνος μου.
Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία.
Όποτε επιχειρούσα να παρακούσω, γύριζε τα πάνω - κάτω η ζωή μου, σαν να 'βγαινε ο ήλιος απ' τη Δύση.
Όμως ούτε είχα την απαραίτητη αδιαφορία για να συστοιχηθώ.
Έτσι έγινα μισός, μετέωρος και φοβισμένος. Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και μοιράζει το κακό, ίσως μου 'δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε τη θέλησή μου με θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον το χειμώνα και πέρα, χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ' τη γη, ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του παρόντος.
Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες. Ούτε τη μουσική απόλαυσα ποτέ τελείως, ούτε τον ήλιο και τα πουλιά της αυγής, ούτε τις δροσιές και τους κάμπους. Πίσω απ' το λούστρο χαράς μια μόνιμη βαρυθυμία είχε ρίξει βαριά άγκυρα. Στα ταξίδια μισός, ο άλλος μισός πίσω. Στους ανθρώπους, στις συνομιλίες, στους περιπάτους, μισός. Ο άλλος μισός αλλού. Μόνο στο βίαιο βάδισμα κάπως ξεχνιόμουν.
Σαν να δημιουργούσε η αδράνεια φυγόκεντρες δυνάμεις, η σκέψη έμενε πίσω, πλην όμως με ακολουθούσε κατά πόδας και μόλις σταματούσα ξανακυλούσε με ορμή στο σώμα μου.

Όλη μου τη ζωή με προειδοποιούσε το σώμα μου με μικρούς αθέλητους αναστεναγμούς, αλλά δεν έκανα τίποτα για να το ανακουφίσω.

Η ανελευθερία είχε ατονήσει και την δύναμή μου.

Στον ύπνο μισός. Με στεναγμό παραδινόμουν, με στεναγμό ξυπνούσα.
Ζωή εσωστραμμένη, ζωή ανεόρταστη. Καμιά φορά φανταζόμουν τον εαυτό μου ελεύθερο σε ανθισμένες ραχούλες της Λαμπρής. Πόσο θα χαιρόμουν με τις ζωγραφιές στ' αυγά, πόσο εύγεστα θα ήταν τα κουλούρια, πόσο εγκάρδιες οι ευχές. Έβλεπα τώρα το σώμα μου κλεισμένο στο φέρετρο. Περιέργως, δεν φοβόμουν.
Άλλες πικρές σκέψεις υπέρτερες είχαν επικρατήσει.
Η μάσκα του προσώπου είχε πετρώσει σε μια στυφή δυσαρέσκεια. Δέος, πόνος και κατεπείγουσα νοσταλγία κυρίεψαν την ψυχή μου, όταν η μνήμη με ξαναπήγε στο μικρό καλοκαιράκι, στη ζωή. Ω ζωή, ω ζωή.
Όχι, δεν ήθελα να περάσω αμετάκλητα στην ανυπαρξία. Ποθούσε η ψυχή μου να επιστρέψει. Για το ταξίδι του γυρισμού διάλεξα να γίνω πεταλούδα.
«Μπορεί», ήχησε στην ψυχή μου, «να μη βρεις ποτέ την ανακούφιση. Μπορεί για πάντα να περιπλανιέσαι».
Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα ν' αρνηθώ. Ποθούσε η ψυχή μου και την τιμωρία της.
Έξαφνα βρέθηκα σ' ένα τρομαχτικό και σαγηνευτικό περιβάλλον.
Σαν να 'χει μεγεθυνθεί πενήντα εκατομμύρια φορές μια σταγόνα νερού, που βλέπει ο ερευνητής στο μικροσκόπιο. Σβιν, σβιν, περνούσαν συνεχώς θεόρατες κοτρώνες δίπλα μου.
Ήμουν όμως, άτρωτος και όποτε ήθελα γινόμουν αόρατος.
Φτεροκοπούσα μπερδεμένος σε χιλιάδες κατευθύνσεις.
Πότε διέσχιζα πυρακτωμένα πεδία που τα κατάκαιγαν δεκάδες ήλιοι, πότε πάλι ατέλειωτους σκοτεινούς πάγους και συμπαγή πετρώματα.
Τον πρώτο καιρό τόσο πολύ απορούσε και θαύμαζε η ψυχή μου, που παραλίγο να ξεχάσω την προορισμό μου.
Μια φορά βρέθηκα σ' ένα μέρος με χιλιάδες πλανήτες που είχε φτάσει το τέλος τους και έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα.
Ανεκλάλητο θέαμα χρωμάτων. Σαν να 'χουμε σ' όλη τη γη ναυτική εβδομάδα, κι όλη η γη να 'ναι χιλιάδες λιμανάκια απ' όπου να εκτοξεύονται πυροτεχνήματα. Κι όλο αυτό το κακό, χωρίς τον παραμικρό ήχο. Παφ, παφ, παφ συνεχώς.
Ταξίδευα, ταξίδευα. Συνήθως δεν κινούσα τα φτερά μου, αφηνόμουν στις δυνάμεις του σύμπαντος.
Άλλοτε κατρακυλούσα σε άπατα βάραθρα κι άλλοτε πάλι ελαφροί κυματισμοί με λίκνιζαν σ' ασπρογάλαζο, αιθέριο αφρό.
Σαν να 'χε πραγματοποιηθεί η επιθυμία που είχα όταν ταξίδευα με αεροπλάνο, ν' ανοίξω το παράθυρο να πέσω απαλά στα άσπρα σύννεφα, να παίξω και να ξεκουραστώ.
Ξεχνιόμουν αυτές τις ωραίες στιγμές, αλλά πάλι αναπολούσα το αεράκι που δεν με δρόσισε επί γης και ορμούσα ξανά για να την βρω.
Μια φορά που βρέθηκα σε αλληλοδιασταυρούμενα σ' όλον το χώρο ποτάμια φωτός, παραλίγο να χαθώ για πάντα. Φουρτουνιασμένα ποτάμια σ' όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Με τρομερή ορμή και παφλασμό χανόταν στα αστρικά βάθη σαν ατέλειωτες νεροτσουλήθρες. Άρχισα να κάνω καλαβαταρία από το ένα στ' άλλο.
Αλλά ένα ποτάμι πέρασε τα όρια του σύμπαντος και βρέθηκα σ' ένα άλλο σύμπαν.
Η καλή μου τύχη και πιο πολύ ο καημός μου για τη γη, με ξανάφεραν πίσω.
Για καιρό στην ψυχή μου είχε χαραχτεί ένα λίγο έμφοβο και παράξενο χαμόγελο, αλλά δεν θυμόμουν τίποτα απ' αυτό το μέρος.
Φαίνεται θα υπήρχαν άλλες διαστάσεις, απροσπέλαστες ακόμα και για τις ψυχές.
Μια φορά που έτρεχα αδημονώντας με αστρική ταχύτητα, βλέπω πλάι μου στο βάθος, μερικούς σβώλους αχνοφωτισμένους, σαν τις ψυχούλες που 'χα δει σ' εκείνο το ουράνιο πεδίο.
Καρδιοχτύπησα. Σαν να ξαναγύριζα στην γειτονιά που μεγάλωσα, μετά από πολύχρονο ταξίδι.
Ήταν ο ήλιος, η γη και οι άλλοι πλανήτες.
Του ήλιου κόντευαν να του τελειώσουν οι μπαταρίες, και η γη κρύωνε και σιγά - σιγά πάγωνε.
Κατεβαίνω στην Κεντρική Ευρώπη, ακολουθώ την μεγάλη οροσειρά προς τον Νότο και βρέθηκα στ' Ακροκεραύνεια όρη. Ήξερα ότι η ουρά τους κατέληγε στο αγαπημένο μου βουνό, στην Μουργκάνα.
Παντού ήταν ερημιά. Άνθρωποι δεν υπήρχαν, ούτε άλλη μορφή ζωής. Η νύχτα δεν διαδέχονταν την ημέρα. Ένα θαμπό ημίφως επικρατούσε παντού.
Τα δέντρα είχαν αρχίσει να γίνονται μολυβί πετρώματα.
Φτάνω στην Μουργκάνα και πάγωσε η καρδιά μου. Δεν υπήρχαν πια χωριά. Αφομοιώθηκαν απ' την ερήμωση. Το μόνο που αναγνώρισα με συγκίνηση ήταν οι σταχτιές επάλληλες πλάκες στις λοφοπλαγιές.
Τι να έγιναν όλες εκείνες οι φωνούλες των γυναικών που αλώνιζαν, λίχνιζαν, που μάλωναν με τις αίγες;
Σε ποια στρώματα, σε ποια ύψη να ταξιδεύουν τα τραγούδια τους;
Σε ποια ουράνια δώματα να βρίσκονται οι ψυχές τους;
Τι να 'γιναν τα θροϊστά, κίτρινα χορτάρια του Αυγούστου;
Οι δίκαιρες συκιές, τα βούσικα, οι κοκκιναπιδιές, τα κράνια, τα υπόλευκα μανούσια και οι ασπροκόκκινες καμπανούλες του φθινοπώρου;
Πέρασα απ' τους Φιλιάτες. Ερημιά· όλα πήγαιναν να γίνουν συμπαγής βράχος. Τι να 'γινε εκείνη η σμείξη της θαλασσινής αύρας και του ευωδιαστού ρεύματος που κατέβαινε απ' το βουνό;
Πουθενά η ανάσα δεν ήταν πιο μοσχομυριστή από κείνη την πολίχνη.
Έφτασα στην πόλη μου. Η θάλασσα είχε υποχωρήσει, ο κόλπος της ήταν ένα τρομαχτικό βάραθρο.
Η Κέρκυρα φάνταζε σαν ένα τεράστιο βουνό προς τα κάτω.
Λίγα νερά φέγγιζαν ασημένια, μαύρα, στα βάθη.
Πλάι στα νερά υπήρχαν λίγοι άνθρωποι ανήμποροι και βαθιά λυπημένοι.
Όλοι οι άλλοι άνθρωποι είχαν φύγει για άλλους πλανήτες πριν πολλά χρόνια, μόνον αραιά και πού έβλεπες μικρές ομάδες κοντά στα νερά.
Αυτοί που έμειναν δεν μπορούσαν να αποχωριστούν απ' τη γη. Έπασχαν από μια βαθιά νοσταλγία, από μια λύπη θανάτου για το παρελθόν.
Το πατρικό μου άφαντο. Πού να είναι τες οι λεμονιές της μάνας μου; Πού να 'ναι το δασάκι με τα πεύκα; Όλα εκείνα τα λογάκια που λέγαμε κι ακούγαμε παιδιά σε ποια ουράνια αντηχεία να αντανακλώνται;
Πήρα τον δρόμο για την μικρή θάλασσα του Δρεπάνου.
Τίποτε δεν χάραζε πιο ευχάριστα την καρδιά μου και τον νου μου, όσο ζούσα, απ' τις κόκκινες και ροζ πικροδάφνες στις άκρες του δρόμου.
Ω, πόσες προσδοκίες, πόσες σκέψεις και όνειρα με πλημμύριζαν, όταν το άλκιμο σώμα της νεότητας με πήγαινε σε κείνη την αμμουδιά.
Όταν έφτασα είδα ένα κορίτσι να κοιτάζει απελπισμένα προς την λίγη θάλασσα.
Αυτό το κορίτσι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, άλλο δεν είχε στα σωθικά της από αγωνία και βουβό πόνο.
Η ερήμωση είχε προχωρήσει και στην ψυχή της.
Δεν ήξερε τι της έφταιγε, ούτε μπορούσε να το διώξει με κραυγές ή με δάκρυα.
Πλησίασα αόρατος και είδα τα μάτια του κοριτσιού.
Τα 'χασα. Ήταν ίδια με τα μάτια της μικρής κοπέλας στον σταθμό των λεωφορείων, ίδια με τα μάτια της πρώτης μου αγάπης.
Δεν είχε ξεχάσει η ψυχή μου τα χρώματά τους, την στοχαστική τους λύπη. Μόνον που η πικρία και τα ερωτηματικά σκίαζαν απόκοσμα τα μάτια αυτού του πλάσματος.
Ω, αν είχα τρόπο θα της έλεγα το τραγούδι που της έλεγε το στόμα της νιότης μου.
Δεν θα μας δει άλλος κανείς
μόνο το φεγγαράκι,
άνοιξ' το παραθύρι σου
για να σε δω λιγάκι.
Παρουσιάστηκα και ακούμπησα μαλακά στο χέρι της.
Ταράχτηκε πολύ. Με φόβο και καρδιοχτύπι με πιάνει απαλά και με κοίταξε με προσήλωση.
Ένα δάκρυ έφεξε στα μάτια της.
Ένα δάκρυ λυτρώσεως και για κείνη και για μένα.
Πρώτη μου φορά ένιωσα το θείο συναίσθημα της ολοκληρώσεως, της απολύτου διαθέσεως. Ό, τι ήθελε να με κάνει. Ήμουν ελεύθερος.
Αν είχα στόμα θα ούρλιαζα απ' την ευχαρίστηση. Λύθηκε ο κόμπος, με άφησε απ' τα χέρια της και αφέθηκα να παρασυρθώ στην άβυσσο της αμεριμνησίας.