.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΠΑΡΑΔΟΣΗ και ΜΥΗΣΗ - Sebastiano Caracciolo




Αντιγραφή από το Site www.misraimmemphis.gr

Οι Διδάσκαλοι του παρελθόντος, μας δίδασκαν και μας προέτρεψαν οτι προκειμένου να κατανοήσουμε τον παραδοσιακό κόσμο σε όλες του τις θρησκευτικές εμπλοκές της κατανόησης του Θεού, της ιερότητας, των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και θεότητας, τωντύπων κλπ., είναι αναγκαίο να έχουμε προηγουμένως αποκομίσει την παραδοσιακή νοοτροπία, χωρίς την οποία κάθε νόημα θα είναι αναπόφευκτα διαστρεβλωμένο.
Επαναλαμβάνουμε, ωστόσο, οτι η παραδοσιακή νοοτροπία είναι εκείνη του αρχέγονου ανθρώπου που είχε την γνώση οτι ο Θεός είναι η πηγή όλων των πραγμάτων στα οποία ήταν παντοτινά παρών. Το όλον, λοιπόν, ήταν ιερό: ιερή η πέτρα, ιερό το φυτό, ιερό το ζώο, ιερός ο άνθρωπος.
Για τον αρχαίο άνθρωπο δεν υπήρχε αποκατάσταση συνέχειας μεταξύ του μεταφυσικού και του φυσικού κόσμου. Ο άνθρωπος μιλούσε με τα φυτά, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και ακόμη με τον Θεό, κατανοώντας οτι ανάμεσα στις διάφορες δημιουργίες και ανάμεσα σε αυτές και στον Θεό υπήρχε μία διαφορά διαβάθμισης, όπως εκείνη που υπάρχει μεταξύ του μέρους και του όλου, ή καλύτερα, μεταξύ της εικόνας και της αντανάκλασής της.
Ο Παραδοσιακός κόσμος, μνημονεύεται ακόμη μεταξύ των άλλων, από το βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας όντων, ιδιαιτέρως χαρισματικών, κατόχων μιάς πνευματικής ανωτερότητας ως θεία όντα προσκεκλημένα από την Πρόνοια για να ενσαρκώσουν την θεία αρχή στο ιστορικό πεδίο.
Στην εποχή του χρυσού, αυτά τα ιδιαίτερα όντα ήσαν οι Βασιλείς-Ιερείς, οι Ποντίφηκες της παράδοσης, που ήσαν εκείνοι οι οποίοι έκαναν γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών της ζωής, δηλαδή μεταξύ της τάξης του θείου πεδίου και της τάξης του υλικού πεδίου. Δια μέσου του τύπου που αυτοί λειτουργούσαν, στον οποίο ο λαός συμμετείχε, ακτινοβολούσαν στους άλλους την θεία ύπαρξη, αναβλύζουσα από την σοφία τους και την ευφυία τους, και οργάνωναν την ατομική και συλλογική ζωή, διατηρώντας ενεργές, σε κάθε μέλος της κοινότητας, τις αιώνιες και αναλλοίωτες αξίες, αναγκαία στηρίγματα για την αφύπνιση της θειότητας σε κάθε άτομο.
Η βασιλική Θειότητα, χαρακτηριστικό του Βασιλέα-Ιερέα, ήταν ένα πραγματικό και ιδιαίτερο καθεστώς ιερής συνείδησης, η οποία, ήταν αναγνωρίσιμη, έτσι απλά, από τα μεμονωμένα άτομα και όλη την κοινωνία. Το αξίωμα της ισχύος, δεν είχε δημιουργηθεί από ένα ευκαιριακό δυναμισμό ή μία επικράτηση, αλλά εξαιτίας φυσικής γέννησης. Ο Βασιλέας-Ιερέας θεωρείτο ως ένα ηλιακό ον το οποίο, όπως ο ήλιος, προέβαλε όλες τις ευεργετικές επιδράσεις του στους ανθρώπους και σε όλη τη γη.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τους Βασιλείς-Ιερείς ως εκείνους που έδωσαν εκπόρευση στις βασιλικές κάστες, που μετέδιδαν από πατέρα σε γυιό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους,αυτών που είχαν συνείδηση της θείας καταγωγής τους. Σύμφωνα με την πρωταρχική παράδοση, δεν υπήρχε καμμία διαφοροποίηση μεταξύ της ιερής και Τυπικής (σημ.μετ.: με την έννοια του Τύπου, ρυθμού [rite] ) ισχύος του Ποντίφηκα, και της ισχύος της απαραίτητης για την διακυβέρνηση της κοινωνίας. Ηταν απολύτως φυσικό οτι ο Βασιλέας-Ιερέας περιέκλειε εντός του τις σημασίες των συμβόλων της πολικότητας, της αποφασιστικότητας και της επικεντροποίησης.
Ο Βασιλέας-Ιερέας, λειτουργούσε στην κοινωνία δια μέσου των παραδοσιακών αρετών που κατείχε και ήσαν αναγνωρίσιμες, ως τέτοιες. Με το πέρασμα από την εποχή του χρυσού στην εποχή του αργύρου, και κατόπιν στην εποχή του χαλκού, τέλος δε στην εποχή του σιδήρου, την οποία αυτήν την στιγμή διανύουμε, άνθρωποι με το χάρισμα του Βασιλέα-Ιερέα, εκλίπουν όλο και περισσότερο, μέχρι την ολοκληρωτική απώλειά τους κατά την εποχή του σιδήρου.
Ηρθαν άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι συνέλεξαν την παρακαταθήκη των Βασιλέων-Ιερέων. Αυτοί αναζήτησαν και συνέλεξαν τους αρχαίους Τύπους (σημ.μετ.: με την έννοια του Τύπου, ρυθμού [rite]), διαβιβασμένους παντού σχεδόν προφορικά και, επομένως, λίγο μετασχηματισμένους σε σχέση με τους αυθεντικούς. Τους έφεραν στην επιφάνεια ως αναγκαία μέσα για να αφυπνίσουν και να ανακαλέσουν, σε αυτούς που ήσαν άξιοι και με επίκτητα χαρακτηριστικά στην διαδρομή των γενεών, τα προνόμια και τις ισχείς του πνευματικού μεγαλείου.
Αυτοί οι Τύποι ήσαν αυτοί που λειτούργησαν στην Αίγυπτο με την μέθοδο της μύησης. Με αυτήν την μέθοδο για χιλιετίες, τουλάχιστον μέσρι την ΧVΙΙΙ Αιγυπτιακή Δυναστεία, δηλαδή γύρω στα 1300 π.Χ. ο Φαραώ, ή ένας ιερέας εντεταλμένος από εκείνον, λειτουργούσε τους Τύπους. Μέχρι εκείνη την εποχή, η εξουσία των ιερέων ήταν μόνο η αντανάκλαση της βασιλικής εξουσίας.
Είναι απαραίτητο να διευκρινήσουμε οτι η βασιλική μυητική μέθοδος, πέραν των προσευχών, αποτελείτο από μία πράξη Τυπική, πράξη αναζήτησης της “αλήθειας”, sub specie interioritatis(σημ.μετ.: δια της εσωτερικής αναζήτησης ).
Ενώ στον παραδοσιακό κόσμο της εποχής του χρυσού το πνευματικό μεγαλείο εκδηλωνόταν δια της φυσικής γέννησης, ακολούθως στις άλλες εποχές (αργύρου, χαλκού, σιδήρου), προκειμένου να προσχωρήσει κανείς στο πνευματικό μεγαλείο, απαιτείτο η μύηση που επέτρεπε (και επιτρέπει ακόμη σήμερα) την πραγματοποίησή της με δοκιμασίες, θυσίες και ειδικά Τυπικά.
Στην αρχαία Αίγυπτο, ο Φαραώ επανελάμβανε τον Θυσιαστικό Τύπο του Οσίριδος, που ενδυνάμωνε εντός του την θεία φύση, ή την εγκαθιστούσε όπου δεν είχε συγγενοποιηθεί εξ’αίματος από προηγούμενο Φαραώ. Ακόμη και στην Ελληνική παράδοση, η μύηση εγκαθίστατο μέσω Τύπων που υπηρετούσαν την εγκατάσταση στον μυούμενο του πνευματικού μεγαλείου, αναγνωρίζοντάς σε αυτό την εγκόσμια και πνευματική ισχύ του.
Η μύηση είναι μία πράξη Τυπική, ιερή, η οποία, ενώ υποδηλώνει την αρχή μιάς νέας ζωής, είναι μία πνευματική επίδραση που, ανακαλούμενη μέσω του Τύπου, γονιμοποιεί, μέσω του μυητή, τον μυούμενο και τον τοποθετεί σε μία ατραπό στην οποία, διαμέσου της υπέρβασης των δοκιμασιών και των επακόλουθων κατακτήσεων επιπέδων συνείδησης όλο και πιο υψηλών, τον φέρνει στην γνώση του εαυτού και κατόπιν, στην κατάκτηση των ανωτέρων επιπέδων του πνεύματος και στην καθαρή διανοητικότητα. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτό, απαιτείται ένας μυητής νόμιμος και αυθεντικός, ένας Τύπος νόμιμος και αυθεντικός, και ένας μυούμενος εξοπλισμένος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Η νομιμότητα του μυητή προκύπτει από το νόμιμο και κανονικό πέρασμα της μεγαλειώδους ισχύος από τον προκάτοχο, εκτός των εσωτερικών ιδιαιτέρων ικανοτήτων που έχουν αξιοποιηθεί σε μία ζωή αφιερωμένη ολικά στην μυητική τάξη. Η αυθεντικότητά του προκύπτει από την παραδειγματική του ζωή, από την συμπεριφορά του, από το ιδιαίτερο χάρισμα που υπολογίζεται πάνω απ’όλα στην βάση των πράξεών του και, σε κάτι άδηλο που δεν είναι αυτού του κόσμου αλλά προέρχεται από άλλους κόσμους.
Η νομιμότητα και αυθεντικότητα του Τύπου έχουν αποτυπωθεί από την αρχαιότητα και την παραδοσιακή γραμμή του οργανισμού που τον διατηρεί, από τους δεσμούς του με τα επιλεγμένα επίπεδα από τα οποία προέρχεται και δια μέσου των οποίων διευθύνεται, από την καθαρότητα και του οργανισμού και του συγκεκριμένου Τύπου και επιπλέον από την διασύνδεσή του με την παράδοση. Εάν ένα μόνο στοιχείο νομιμότητας και αυθεντικότητας εξέλιπε, θα είμασταν στο βέβηλο επίπεδο με τις επακόλουθες συνέπειες.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μυούμενου αποτυπώνονται από την δύναμη της επιθυμίας του για γνώση, από την επιρρέπειά του να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες, από την κατανόηση της αναγκαιότητας απελευθέρωσης του φωτός της παράδοσης κατόχου αιώνιων και αμετάβλητων αξιών.

ΑΝΔΡΙΚΗ ΜΥΗΣΗ και ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΥΗΣΗ
«Και ο Θεός έκανε τον άνθρωπο και τον έκανε άνδρα και γυναίκα». Όλη η παράδοση
βεβαιώνει αυτήν την αλήθεια και εμείς δεν μπορούμε παρά να εκκινήσουμε από αυτήν την ακλόνητη και αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Εάν αυτή η διαβεβαίωση είναι αληθής, όπως εμείς πιστεύουμε, δεν μπορούμε να μην θεωρήσουμε πλήν των άλλων, οτι ο άνθρωπος-άνδρας και ο άνθρωπος-γυναίκα δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, ακόμη και εάν ήσαν πρώτα ενωμένοι και μετά διαχωρισμένοι.
Ωστόσο, μιλώντας για την μύηση, ως οδό για την απελευθέρωση από τις ανθρώπινες
συνθήκες και την επιστροφή στην πηγή, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την διαδρομή των συμβάντων που αφορούν την μία και την άλλη ύπαρξη και ακόμη τις αφορούν. Ιδιαιτέρως οφείλουμε να εξετάσουμε τον μύθο της «πτώσης» που από το καθεστώς του παραδείσου τις έστειλε στο γήϊνο καθεστώς.
Εξιστορείται στην Βίβλο ,το ιερό βιβλίο της δυτικής παράδοσης, που εμβαθύνει τις ρίζες μας της αιγυπτιακής παράδοσης και μετά της εβραϊκής, οτι ο Θεός, αφού έφτιαξε τον Αδάμ-Κάδμον, το Ανδρόγυνο, φύτεψε κήπο στην Ανατολή (Εδέμ) και τον έβαλε να τον φρουρεί, βεβαιώνοντάς τον οτι μπορεί να φάει από όλα τα δένδρα που βρισκόντουσαν εκεί. Του υπέδειξε ένα δένδρο που ίστατο στο κεντρο της Εδέμ, και τον διαβεβαίωσε οτι ήταν το δένδρο της γνώσης και οτι εάν έτρωγε από αυτό θα πέθαινε.
Με αυτήν την πληροφορία έδωσε στον Ανδρόγυνο την εξουσία της επιλογής, την
επονομαζόμενη ελεύθερη βούληση, από την στιγμή που του έβαλε το δίλημα της απόφασης.
Ο Ανδρόγυνος (ο Αδάμ-Εύα), έως ότου παρέμενε με αυτήν την μορφή, καλοκοίταζε την κατανάλωση του καρπού αυτού του δένδρου. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, όμως, ίσως προκειμένου να ξεκινήσει το σχέδιό Του, ο Θεός χώρισε το Ανδρόγυνο σε δύο όντα που το αποτελούσαν, τον άνδρα και την γυναίκα, Αδάμ και Εύα, δίδοντας στο ένα τα ανδρικά χαρακτηριστικά και στο άλλο τα θηλυκά χαρακτηριστικά.
Φυσικά, παρέμεινε πάντα σε ισχύ η πληροφορία για το δένδρο της γνώσης που είχε δοθεί στον Ανδρόγυνο. Είναι προφανές οτι κατά την στιγμή του διαχωρισμού, η αυθεντική ισορροπία της ενότητας του Αδάμ-Κάδμον κλονίσθηκε, το Ενα έγινε Δύο. Η ενότητα δεν ήταν πλέον ίδια, το καθένα από τα δύο μέρη ένοιωθε την έλλειψη αυτού που ήταν το άλλο, προκαλώντας μία αμοιβαία έλλειψη και μία αμοιβαία έλξη.
Τα δύο όντα, προερχόμενα ωστόσο από το ίδιο υλικό, είναι μεταξύ τους διαφορετικά στην αντίστοιχη συμπληρωματική λειτουργία. Είναι δύο διαφορετικές όψεις (άρρεν και θήλυ) όμως ωστόσο αδελφικές ενός ενιαίου πράγματος (ο άνθρωπος). Όπως ήδη προείπα, το ένα εφοδιασμένο με ανδρικά χαρακτηστικά δραστικότητας, σταθερότητας, αταραξίας κλπ. είναι ο κάτοχος της ενέργειας/δράσης ενώ το άλλο, εφοδιασμένο με θηλυκά χαρακτηριστικά θυσίας, ελέους, ενόρασης, είναι κάτοχος της αφιέρωσης.
Ασφαλώς ο Θεός γνώριζε ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της εξέλιξης του προβλήματος που είχε βάλει στους δύο και άλλο τόσο ασφαλώς ο Θεός είχε προετοιμάσει για αυτούς το πεδίο για το οποίο εμείς τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ούτε τον τρόπο ούτε το αποτέλεσμα.
Μπορούμε, ίσως, να το διαισθανθούμε. Η Εύα, ωθούμενη από την ματαιότητα και την έπαρση, ορμώμενα από την οφειοειδή της ισχύ, έφαγε τον καρπό, αλλά δεν συνέβη απολύτως τίποτα... Και τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβεί αφού η Εύα δεν ήταν κάτοχος της ενέργειας/δράσης.
Προκειμένου να ικανοποιήσει τη ματαιότητα και την έπαρσή της, η Εύα έπραξε ένα αδίκημα, διαπράττοντας βεβήλωση με την πραγματοποίηση μιας πράξης χωρίς να έχει την επίγνωση αυτής της πράξης της. Με την συλλογή του καρπού και την κατανάλωσή του, η Εύα υποκαταστέστησε τον εαυτόν της ως Αδάμ που ήταν ο κάτοχος της ενέργειας/δράσης και της απόφασής της, και αυτό το έκανε υποκινούμενη από τον Οφι.
Αφού έφαγε τον καρπό και διαπίστωσε οτι τίποτα δεν συνέβη, η Εύα παρότρυνε τον Αδάμ να φάει με την σειρά του. Ο Αδάμ, που για μεγάλο διάστημα, ήταν σε καθεστώς Ανδρογυνείας, ακόμη και μετά τον διαχωρισμό, δεν αισθάνθηκε σε θέση να αποφασίσει εάν θα έπρεπε να φάει τον καρπό ή όχι διότι βρισκόταν σε απόλυτη άγνοια του τί είναι η Γνώση και του τί είναι ο θάνατος. Ετσι αφέθηκε να αποπλανηθεί από την Εύα και έφαγε με την σειρά του.
Συμπερασματικά, ο μύθος μας δείχνει οτι και η Εύα και ο Αδάμ ήσαν ανεπαρκείς στην χρήση του δικαιώματος επιλογής. Και οι δύο αστόχησαν. Για λογαριασμό της ματαιότητας και της έπαρσης η Εύα, και για λογαριασμό της άγνοιας και της εικασίας ο Αδάμ. Ο Αδάμ, ο οποίος δεν εγνώριζε οτι η Γνώση είναι μία όψη της Παγκόσμιας Ισχύος, του αιώνιου θηλυκού, και που δεν παραχωρείται από μία εσφαλμένη επιλογή αβασάνιστα, και που επιθυμεί να είναι κατακτηθείσα με αγάπη και θάρρος.
Μόλις ο Αδάμ δάγκωσε τον καρπό, συνέβη ένα γεγονός θαυμαστό: και εκείνος και η Εύα «άνοιξαν τα μάτια τους», δηλαδή έλαβαν τη Γνώση της ολόλητάς τους. Ο Θεός, όμως, που τα πάντα είχε προβλέψει, έβαλε σε αυτούς δέρμα (το φυσικό σώμα), το οποίο δέρμα, εκτός του ότι έκανε αδιαφανές εντός τους το ληφθέν φως, τους έκανε και αισθάνθηκαν βαρείς, και σαν τέτοιοι, αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το καθεστώς του παραδείσου προκειμένου να εισέλθουν στο βαρύ γήϊνο καθεστώς.
Ο Θεός εμπιστεύθηκε σε καθένα από τα δύο όντα μία ιδιαίτερη αποστολή: στον Αδάμ έδωσε την οδό της δράσης, της εργασίας με θυσία, και στην Εύα την οδό της αφοσίωσης και της θυσίας μέσω της τεκνοποίησης. Για να γίνει σαφής η αποστολή που ο Θεός υπέδειξε στα δύο όντα, ο μύθος βεβαιώνει οτι ο Θεός έβαλε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία να φυλάει το δένδρο της αθανασίας για να αποτρέψει τον Αδάμ και την Εύα να πλησιάσουν και να φάνε τους καρπούς.
Αυτό, προμηνύει οτι ο Αδάμ και η Εύα μπορούν να πλησιάσουν στο δένδρο της ζωής, αλλά βεβαίως όχι αμέσως διότι πρώτα πρέπει να ζήσουν την θυσιαστική εμπειρία των γενεών διαμέσου του φυσικού θανάτου και να αποκομίσουν με αγνότητα και τιμή την πλήρη κατάκτηση της Γνώσης, περνώντας από το γήϊνο καθεστώς στο καθεστώς του Παραδείσου.
Με την πτώση από το καθεστώς του παραδείσου στο γήϊνο καθεστώς, Αδάμ και Εύα όχι μόνον έκαναν αδιαφανές το διανοητικό και μνημονικό τους χάρισμα, αλλά ανέμειξαν τα πολύτιμα χαρακτηριστικά τους με το φυσικό σώμα.
Από αυτό προκύπτει η μόλυνση της ανθρώπινης σύνθεσης, ανάμεσα στις παραμένουσες και ποθητές αναμνήσεις του θείου κόσμου και τις δελεαστικές και παραπλανητικές του υλικού κόσμου.
Αποστολή του άνδρα και της γυναίκας στην γη είναι εκείνη της κατάκτησης της Γνώσης δια μέσου μιας ζωής με αγκάθια εμποδίων, με βάσανα, η υπερπήδηση των οποίων θα επιφέρει μία κάθαρση που θα μειώσει όλο και περισσότερο την εμπλοκή του γήϊνου πεδίου προς δόξανμιας επιλογής όλο και πιο εδραιωμένης, στο θείο πεδίο.
Η παράδοση μας υποδεικνύει, οτι τα δύο όντα μαζί «έπεσαν» από την Εδέμ και μαζί οφείλουννα επιστρέψουν. Δεδομένου του οτι η οδός της επιστροφής θα διευκολυνθεί, και θα καταστεί δυνατή διαμέσου του Θυσιαστικού Τύπου της μύησης, αμφότεροι οφείλουν να μυηθούν, το καθένα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του. Είναι απολύτως διεστραμμένο να σκεφτόμαστε και να βεβαιώνουμε οτι μονάχα το ανδρικό φύλο μπορεί να προσεγγίσει την μύηση και όχι και η θηλυκή δημιουργία.
Στους αρχαίους χρόνους, όταν οι μυημένοι ήσαν συγχρόνως και ιερείς, η μύηση γινόταν και στους άνδρες και στις γυναίκες. Ο Βασιλέας-Ιερέας, κάτοχος της μεταδοτικής ισχύος, έδιδε την μύηση, σε όσους ήσαν προετοιμασμένοι και έτοιμοι να την λάβουν.
Οι άνδρες ήσαν ιερείς ενός Θεού ή μιάς θεάς και λειτουργούσαν τον Τύπο, ενώ οι γυναίκες ήσαν οι ιέρειες με αποστολή να διατηρήσουν να διαφυλάξουν και να προετοιμάσουν όλα τα απαραίτητα του Τύπου.
Όπως ήδη είπαμε, γύρω στα 1300 π.Χ., μετά από προετοιμασία, αργή και προοδευτική, ωρίμασε η εξέγερση της κάστας των ιερέων ενάντια στην βασιλεία με επακόλουθο τον διαχωρισμό των δύο καστών.
Όπως συμβαίνει σε όλα πράγματα αυτού του κόσμου, μπορούμε να αντιληφθούμε οτι σε κάθε απόσχιση οι αιτίες είναι πολλαπλές. Οι αιτίες που παρουσιάζονται άμεσα είναι σχεδόν πάντα ιδεολογικές, όμως εμβαθύνοντας την εξερεύνηση, ανακαλύπτεται οτι υπάρχουν επίσης, και κυρίως, οικονομικές αιτίες, και αιτίες καταχραστικού χαρακτήρα οι οποίες ωριμάζουν με τον καιρό, λίγο λίγο την φορά, μέχρις ότου αποσαφηνισθεί το διασπαστικό γεγονός.
Πράγματι, η κάστα που νίκησε ήταν αυτή των ιερέων που βάσισαν την δράση τους στην εγκατάσταση του αξιώματός τους και βασικά στον σεβασμό που εμπνεόταν από την θεία φύση, η σχέση με την οποία έπρεπε να συντελεσθεί δια μέσου της μεσολάβησης των ιερέων.
Ενώ από την άλλη, η νικημένη κάστα, εκείνη των μυημένων, συνέχισε να βασίζει την
λειτουργία της στην αναζήτηση της αλήθειας, sub specie interioritatis (σημ. μεταφρ.: δια της εσωτερικής αναζήτησης), δια μέσου του Τύπου, ως απαραίτητη δράση για την μεσολάβηση των επικληθέντων δυνάμεων, καθώς επίσης για την απευθείας σύνδεσή με τον Θεό, Πατέρα όλων των δημιουργημάτων.
Το αρνητικό στοιχείο αυτής της μάχης δεν συνίστατο τόσο στον διαχωρισμό των δύο
καστών, όσο στην καταδίωξη που επεφύλαξε η νικηφόρα ομάδα των ιερέων στους χαμένους, οι οποίοι για κάποιες χιλιετίες ήσαν αναγκασμένοι να κρύβουν με κρυπτογραφήματα τα μυστικά των διδασκαλιών τους, καθώς επίσης και να συγκαλύπτουν τις οργανώσεις τους με διαφορετικές ονοματολογίες, μερικές φορές δε και αστείες: η αλχημική γλώσσα καθώς εκείνη του έμπειστου εραστή είναι καθαρά παραδείγματα αυτής της συγκάλυψης όπως τα παράξενα ονόματα που χρησιμοποιήθηκαν επί αιώνες για την συγκάλυψη Πυθαγόρειων Ακαδημιών.
Η ιερατική κάστα για αιώνες έγινε μοχλός για το γυναικείο στοιχείο, (το οποίο έχει
περισσότερη τάση προς την εμπιστοσύνη, τα θαύματα, τις προλήψεις και τον μυστικισμό) προκειμένου να κυβερνήσει την κοινότητα.
Στην δύση δε, με την διαστρεβλωμένη χρήση της εξομολόγησης και με τον φόβο της πιθανής απώλειας της αθωότητας, το ιερατείο, έθεσε για τουλάχιστον 1600 χρόνια την τρομαχτική ισχύ του στις γυναίκες και δια μέσου των γυναικών, και στους άντρες.
Παρ’όλα αυτά, οι γυναίκες εξαιρέθηκαν από το ιερατείο, και ετέθησαν σε ένα είδος ηθικής σκλαβιάς. Ακόμη και η μυητική κάστα έθεσε την γυναίκα σε απόσταση, είτε επειδή η γυναίκα ήταν δεσμευμένη από την ιερατική κάστα, είτε για δική τους σιγουριά. Ο αποκλεισμός της γυναίκας από την μύηση και η τυφλή προσκόλληση της γυναίκας στην θρησκεία, έφεραν στην κοινωνία την μορφοποίηση μιάς νοοτροπίας διατήρησης διεστραμμένων ηθικών κανόνων, αφού βασίζονταν αποκλειστικά στο αφύσικο ταμπού καταπίεσης του σεξ.
Ακόμη και σήμερα, στον ΧΧΙο αιώνα, μετά τους πολεμικούς αναβρασμούς, μετά τον
φεμινισμό και τους αγώνες των γυναικών για την ισότητα με τους άνδρες, το σεξ είναι μόνον θηλυκό και η γυναίκα δεν κατορθώνει να απελευθερωθεί από αυτό. Η γυναικεία μύηση διατηρήθηκε στην Ρώμη με τις Παρθένες Εστιάδες μέχρι τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο ο οποίος κατήργησε το Τάγμα των Εστιάδων και εξαφάνισε οριστικά τους ιερείς της αρχαίας θρησκείας.
Μετά από αυτό, η γυναικεία μύηση χάθηκε. Έμεινε μόνον η ανδρική, συχνά κρυμμένη και πάντα προστατευμένη από μεγάλη εχεμύθεια. Ο αγώνας μεταξύ ιερατείου και βασιλικής μύησης τελείωσε με τον αποδεκατισμό και του ενός και άλλου και με την μετάδοση στην ανθρωπότητα άλλης μιας «πτώσης» στον υλισμό η οποία μέχρι σήμερα είναι όλο και πιο έντονη.
Στην εποχή μας, το πνευματικό μεγαλείο έχει σχεδόν εξαφανισθεί και η θρησκεία δεν είναι πια συνειδητή. Η γυναίκα τέθηκε στην κοινωνία για αιώνες σε ένα απελπιστικό καθεστώς κατωτερότητας. Δεν είχε καμμία πιθανότητα να εξωτερικεύσει ποτέ πλήρως την προσωπικότητά της.
Πράγματι, υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η γυναίκα θεωρείτο ένα δημιούργημα χωρίς αθάνατη ψυχή. Στα 585 μ.Χ., στην Νίκαια, το συμβούλιο των Χριστιανών Επισκόπων παραχώρησε κατά πλειοψηφία στις γυναίκες την αθάνατη ψυχή με την ακόλουθη διατύπωση: «διότι η γυναίκα είναι ένας άνθρωπος απόσταγμα του Ιησού Χριστού, γεννημένου από μία Παρθένο, αποκαλούμενου στο Αγιο Ευαγγέλιο ο Υιός του Θεού».
Οι γυναίκες θεωρήθηκαν ως μία κατά μέρος ομάδα. Η διαφορετικότητα του φύλου εξετάσθηκε με το ίδιο πρότυπο που εξετάσθηκαν οι κοινωνικές τάξεις ή οι εθνικές ομάδες.
Όμως τα πράγματα αυτού του κόσμου διαρκούν μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Μία δύναμη μπορεί να καταπιεσθεί μέχρι τόσο, ώστε, προσεγγίζοντας το μέγιστο σημείο, να εκραγεί και κάθε έκρηξη να φέρει αναπόφευκτα κακό. Έτσι, έχοντας ο άνδρας χάσει ικανοποιητικό μέρος της πνευματικής του ρώμης και μη ευρισκόμενος πλέον σε συνθήκες κατάλληλες για να την ελέγξει, η γυναίκα επαναστάτησε με μία δυνατή επίθεση σεξουαλικότητας κα ερωτισμού, που θα φέρει στο σύνολο της ανθρωπότητας μόνον βλάβη.
Στην επανάστασή της η γυναίκα, αντί να υπολογίζει την δική της λειτουργία, τον δικό της ρόλο, τοποθετούμενη στα δεξιά του συντρόφου της και αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την δική της θέση, θέλησε επιπόλαια να αντεκδικηθεί για την μακρά περίοδο δουλείας που υπέστη, αναζητώντας να σκλαβώσει τον άνδρα δια μέσου του ερωτισμού, ρόλο στον οποίο δυστυχώς την είχε εξορίσει ο άνδρας, όντας αρκετές φορές καταπιεσμένος.
Βεβαιώσαμε ήδη οτι για την γυναίκα είναι απολύτως απαραίτητο, να δεχθεί την μύηση. Αυτή η ανάγκη αναδύεται από το γεγονός οτι η γυναίκα στον μικρόκοσμο έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα που η παγκόσμια δύναμη εξουσιάζει στον μακρόκοσμο. Πράγματι, έχει δυνατό καταλυτικό δυναμισμό (το διαβρωτικό ύδωρ των αλχημιστών) και δυνατό, άλλες φορές, εποικοδομητικό δυναμισμό.
Η Παράδοση μας διδάσκει για παράδειγμα, με τον μύθο του Γκράαλ, οτι η γυναίκα φυλακισμένη του μαύρου ιππότη, πρέπει να ελευθερωθεί και αμέσως να παντρευθεί τον ιππότη που θα την ελευθερώσει. Αυτό σημαίνει οτι η γυναίκα δεν πρέπει να φυλακισθεί από καμμία δύναμη, αλλά και δεν πρέπει να αφεθεί ελεύθερη στο έλεος του εαυτού της.
Προκειμένου να είναι εποικοδομητική η γυναίκα, οφείλει να ίσταται δίπλα στον άνδρα υποστηρικτικά. Οφείλει να είναι ενσυνείδητη στο οτι είναι αμοιβαία συμπληρωματική προς τον άνδρα με αξιωματική ισότητα.
Όπως τα ύδατα ενός γεμάτου ποταμού, όταν λείπουν τα κατάλληλα αναχώματα, ξεχειλίζουν καταστρέφοντας ό,τι συναντούν, έτσι και η μη μυημένη γυναίκα, και με έλλειψη της κατάλληλης πνευματικής προετοιμασίας, επιθυμεί να επιβεβαιωθεί, επωμιζόμενη αδικαιολόγητα τον ρόλο του άνδρα, και εγκαταλείποντας τον δικό της, διεκδικώντας ισότητα ανάμεσα στις δύο υπάρξεις. Οι δυνάμεις που εκτοξεύθηκαν από αυτήν κατέστρεψαν ήθη και έθιμα ισχύοντα αιώνες, αντικαθιστώντας τα με νέα, που δεν επιβίωσαν πέραν της μιάς εποχής.
Τώρα, και οι άνδρες και οι γυναίκες αναζητούν μια ισορροπία που δεν μπορούν να βρούν. Η ισορροπία δεν μπορεί να βρεθεί όσο οι γυναίκες εντοπίζουν το πρόβλημα, ανοήτως, με όρους ισότητας (με την έννοια της ομοιότητας).
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν μπορεί να λυθεί από τους άντρες. Θα το επιλύσουν οι γυναίκες, εάν κατορθώσουν να το αντιμετωπίσουν με όρους απελευθέρωσης, απελευθέρωσης πραγματικής και όχι ισότητας η οποία ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει. Η απελευθέρωση δεν είναι ιδιοκτησία ούτε του άνδρα ούτε της γυναίκας, είναι αντίθετα μία ιδιοκτησία του ανθρώπινου όντος. Εξ’άλλου, είναι απαραίτητο να κατευθυνθεί η γυναικεία δύναμη προς την μύηση, ως μοναδικό παραδοσιακό σύστημα το οποίο μπορεί να ανακτήσει την Τάξη, την Αρμονία, και την Ειρήνη στην ανθρωπότητα, επιφέροντας μία βελτίωση προς την αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας και της απαραίτητης ισορροπίας.
Στους περασμένους αιώνες, από καιρού εις καιρόν, οι μυημένοι αναζήτησαν να δώσουν διέξοδο στην έλλειψη της θηλυκής πνευματικότητας. Θυμόμαστε με την ευκαιρία την Πυθαγόρεια Σχολή και την αξιολόγηση του αιώνιου θηλυκού από τους περιπλανώμενους Ιππότες και τους ποιητές του έρωτα του Dolce Stil Novo (σημ. μεταφρ.: του γλυκού νέου στύλ).
Στην σύγχρονη εποχή, εξάλλου, ο εκφυλισμός ορισμένων μυητικών οργανώσεων, που έγιναν λέσχες, lobbies, ασχολούμενες με την υλική ισχύ, ενώ άλλες ως κρυφές φατρίες από την μια πλευρά, ενώ από την άλλη το ξεκίνημα του εξτρεμιστικού φεμινισμού του ΧΧου αιώνα, διεκδικώντας το δικαίωμα της ισότητας, επιβάρυνε αργότερα το πρόβλημα.
Έγραφε, αναφερόμενος στην δεκαετία του ’70 του ΧΧου αιώνα ο Μεγάλος μας Διδάσκαλος Aldebaran οτι: «το να ισχυριζόμαστε οτι μία γυναίκα είναι ίση με έναν άνδρα, είναι ανώφελο, ανόητο και έξω από κάθε πραγματικότητα. Όλα αυτά που μπορούν να ακολουθήσουν έναν τέτοιο ισχυρισμό δεν μπορεί παρά να είναι λάθος, και για να ασχοληθούμε με το πρόβλημα των δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας και των ανάλογων ικανοτήτων είναι αναγκαίο να εκκινήσουμε από την αδιαφιλονίκητη πραγματικότητα οτι μεταξύ αρσενικού και θηλυκού υπάρχουν βαθειές και υπαρκτές διαφορές που επιδρούν όχι μόνο στο φυσικό αλλά και στο ψυχικό και πνευματικό πεδίο. Εχει, επίσης θεωρηθεί οτι ως αναπλήρωση αυτών των διαφορών, που από λάθος θεωρούνται «ιεραρχικές», υφίσταται ένα πραγματικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός: οτι δηλαδή άνδρας και γυναίκα, είναι αμφότεροι αναντικατάστατοι και καταλαμβάνουν, εν λειτουργία των ανάλογων βασικών αξιών, δύο διαφορετικά επίπεδα που είναι αδύνατον να μεταφερθούν σε ιεραρχικά. Δυστυχώς, η αναγκαιότητα της κοινωνικής ζωής, η οργάνωση που προκύπτει στους πολιτικούς και οικονομικούς τομείς, επάνω στους οποίους η ανθρωπότητα εναπόθεσε τους πολιτισμούς της, καθόρισαν ιεραρχίες ίδιου τύπου, οι οποίες από λάθος ανταλλάχθηκαν με ιεραρχίες μυητικές ή απολύτως μεταφυσικές. Έτσι, στις απόκρυφες οργανώσεις τείνεται σήμερα να ανατραπούν, όχι οι ανθρώπινες ιεραρχίες (Μεγάλος Διδάσκαλος, άλλα διοικητικά καθήκοντα κλπ.) αλλά εκείνες που έχουν χαρακτήρα μυητικό. Πράγματι, δεν θα ήταν παράξενο ούτε αντιπαραδοσιακό οτι μία σοφή γυναίκα θα μπορούσε να καθήσει στην θέση μου (Μεγάλος Διδάσκαλος) ή να διοικήσει το Τάγμα από διοικητική θέση. Το παράξενο αντιΤυπικό και αντιπαραδοσιακό θα ήταν εάν θα αξίωνε να το διοικήσει μυητικά, με την έννοια του να δώσει εκείνη τις μυήσεις. Παραδείγματα αυτού του είδους, υπήρξαν: η Βασίλισσα είχε πάντοτε στο πλευρό της έναν σύμβουλο, έναν υπουργό ή ένα συμβούλιο σοφών (πάντοτε άρρενες) που διασφάλιζαν την επανόρθωση της μυητικής ανεπάρκειας μετάδοσης. Πολλοί παρεξηγούν. Έτσι όπως παρεξηγείται η λέξη Αγιο Πνεύμα, το οποίο σύμφωνα με ορισμένους θα έπρεπε να είναι θηλυκής φύσης, ή η λέξη «Σοφία», ή η «Εννοια» και πάει λέγοντας, χωρίς να ληφθεί υπόψη οτι αρσενικό και θηλυκό είναι όροι δανεισμένοι στην γλώσσα επικοινωνίας για να μπορέσουμε να εκφρασθούμε (παράδειγμα: η σελήνη στα ιταλικά είναι θηλυκή, στα γερμανικά είναι αρσενική) και ότι όλα βασίζονται σε ένα βασικό ζήτημα: την γέννηση, γέννηση των ανθρώπων, των πλανητών, των αστερισμών, των ουρανών, των αιώνων, των αγγέλων, των θεών, των μυημένων. Και για να γίνει κατανοητό αυτό το ζήτημα στους ανθρώπους, επιλέχθηκαν δύο σύμβολα. Του φαλλού και του αιδοίου. Ενόσω μπαίνει στο παιχνίδι η παρθενογέννεση (στην αρχή) παρουσιάζεται το ακατανόητο για τη ανθρώπινη φύση με την ένωση των δύο οργάνων του ανδρισμού και της θηλυκότητας σε έναν ενιαίο οργανισμό. Τον Αδρόγυνο. Είναι όμως γεγονός οτι υπάρχει μία μάχη μεταξύ των δύο δυνάμεων της ζωής μεταξύ της θηλυκότητας και του ανδρισμού. Το θηλυκό θέλει να απελευθερώσει από το αρσενικό το σπέρμα του και την δύναμή του, και με αυτό να τον δεσμεύσει προς αυτήν διαμέσου του καρπού που αναβλύζει γι αυτόν τον σκοπό. Απελευθερώνοντας από το αρσενικό το σπέρμα του, το θηλυκό αποκομίζει από αυτόν δύναμη. Όμως, πέραν αυτού, δεν μπορεί να του απελευθερώσει το δικαίωμα να «εκσπερματώνει». Μπορεί μόνον να εξουσιάσει (γιατί στην πραγματικότητα αυτή είναι που εξουσιάζει και όχι το αρσενικό) να διατηρήσει και να συντηρήσει, αλλά δεν μπορεί να «εκσπερματώσει»
Αυτά έγραψε ο Aldebaran. (Εν ζωή ο Aldebaran (σημ. μεταφρ.: Gastone Ventura), ήταν ο Κυρίαρχος Μεγάλος Γενικός Ιεροφάντης του Αρχαίου και Αρχέγονου Ανατολικού Τύπου Μισραήμ και Μέμφις από το 1966 μέχρι το 1981).
Εμείς συμφωνούμε με τον Μεγάλο μας Αδελφό Aldebaran, και έχουμε πεισθεί οτι τα δύο όντα δεν είναι ίσα, αλλά έχουν αξιωματική ισότητα σε διαφορετικές λειτουργίες και οτι η μύηση, λειτουργούσα μέσα στα όρια της αυθεντικότητας των αντίστοιχων θυσιαστικών Τύπων και της νομιμότητας του λειτουργού, διεγείρει, στον άνδρα, όλα τα ανδρικά χαρακτηριστικά, και στην γυναίκα όλα τα γυναικεία χαρκτηριστικά.
Αυτό σημαίνει οτι το αρσενικό πρέπει να επανακατακτήσει την πνευματική ρώμη και το θηλυκό την θηλυκή πνευματικότητα σε αρμονία εγγυημένη από την μυητική οδό. Η παράδοση μας υποδεικνύει οτι ο πρώτος σκοπός της μύησης είναι η «γνώση του εαυτού», κι αυτό ισχύει και για τον άνδρα και για την γυναίκα, εφόσον και ο ένας και η άλλη οφείλουν να εφαρμόσουν τον δικό τους τρόπο ύπαρξης, αναπτύσοντας και εξειδικεύοντας όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά τους.
Καταλήγοντας, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, και ο άνδρας και η γυναίκα βρίσκονται σε σοβαρή κρίση ταυτότητας, για την οποία κρίση είναι αναγκαίο και τα δύο όντα να εισέλθουν, το καθένα από την δική του πόρτα, στην παράδοση, η οποία μας διδάσκει οτι το ανθρώπινο όν οφείλει να αναλάβει συνείδηση των αξιών εκείνων που ο Θεός τους παρέσχε: τα χαρακτηριστικά της πνευματικής ρώμης για τον άνδρα και τα χαρακτηριστικά της θηλυκής πνευματικότητας για την γυναίκα.
Για να πραγματοποιηθεί αυτό, απαιτείται η κάθαρση στα διαφορετικά επίπεδα, ελαχιστοποιώντας τις σκουριές των στοιχείων, όχι απαραίτητα συσσωρευμένων κατά την διάρκεια των γενεών. Από ό,τι ειπώθηκε μέχρι τώρα, είναι αναγκαίο ο άνδρας και η γυναίκα να βαδίσουν στην ατραπό της μύησης.
Αρκεί αυτή η ατραπός, διαφορετικής αναφοράς στους διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, να προσεγγίσει το ίδιο σημείο προορισμού που είναι η επιστροφή στο ίδιο σημείο αφετηρίας.

Sebastiano Caracciolo
33ο 90ο 97ο
Κυρίαρχος Μεγάλος Γενικός Ιεροφάντης Α.·.Α.·.Α.·.Τ.·. Μisraim Μemphis
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Sebastiano Caracciolo:
«η Γυναικεία μύηση στον Τεκτονισμό»)

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Το στοίχημα - ANTON ΤΣΕΧΟΦ




I
Ήταν μια σκοτεινή φθινοπωρινή νύχτα. Ο γ έ ρ ο ­
ντας τραπεζίτης βημάτιζε στο γραφείο του από τη
μια γωνιά στην άλλη και θυμόταν που, δεκαπέντε
χρόνια πριν, ένα φθινοπωρινό βράδυ, είχε στο σπί­
τι του καλεσμένους. Σ' εκείνη τη συγκέντρωση ήταν
πολλοί γνωστικοί άνθρωποι κι έγιναν ενδιαφέρου­
σες συζητήσεις. Μεταξύ των άλλων μίλησαν και για
τη θανατική ποινή. Οι επισκέπτες, ανάμεσα στους
οποίους βρίσκονταν αρκετοί επιστήμονες και δημο­
σιογράφοι, στην πλειοψηφία τους τάχτηκαν αρνητικά
σχετικά με την ποινή του θανάτου. Έβρισκαν ξ ε π ε ­
ρασμένο αυτό τον τρόπο τιμωρίας, ανάρμοστο και
ανήθικο για χριστιανικές κυβερνήσεις. Ορισμένοι
υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή θα έπρεπε, γενικά
και παντού, ν' αντικατασταθεί με τα ισόβια δεσμά.
— Εγώ δε συμφωνώ μαζί σας, είπε ο οικοδεσπό­
της. Δε δοκίμασα ούτε τη θανατική ποινή ούτε τα
ισόβια δεσμά, αλλά, αν μπορεί κανείς να κρίνει a
priori, τότε, κατά τη δική μου γνώμη, η θανατική
ποινή είναι ηθικότερη και πιο ανθρωπιστική από τα
ισόβια. Η εκτέλεση σκοτώνει αμέσως, αλλά τα ισό-
βια σκοτώνουν σιγά σιγά. Ποιος δήμιος απ' τους δυο
είναι πιο ανθρωπιστικός; Εκείνος που σας σκοτώνει
μέσα σε λίγα λεπτά ή αυτός ο οποίος σας αφαιρεί
λίγο λίγο τη ζωή για πολλά χρόνια;
— Και το ένα και το άλλο είναι το ίδιο ανήθικα,
παρατήρησε κάποιος απ' τους επισκέπτες, επειδή
έχουν έναν και τον αυτό σκοπό: την αφαίρεση ζωής.
Η κυβέρνηση δεν είναι θεός. Δεν έχει το δικαίωμα
να αφαιρέσει εκείνο που δεν μπορεί, αν θελήσει, να
δώσει πίσω.
Μεταξύ των επισκεπτών ήταν κι ένας νομικός,
νέος άνθρωπος, γύρω στα είκοσι πέντε. Όταν του
ζήτησαν τη γνώμη, είπε:
— Και η ποινή του θανάτου και τα ισόβια είναι
το ίδιο ανήθικα, αλλά, αν με πρότειναν να διαλέξω
ένα από τα δυο, θα διάλεγα βέβαια το δεύτερο. Να
ζεις με κάποιον τρόπο είναι καλύτερα από το να μη
ζεις.
Η συζήτηση άναψε για τα καλά. Ο τραπεζίτης,
που τότε ήταν νεότερος και πιο νευρώδης, έγινε
ξαφνικά έξω φρενών, χτύπησε τη γροθιά του στο
τραπέζι και φώναξε απευθυνόμενος στο νεαρό νο­
μικό:
— Δεν είναι αλήθεια! Βάζω στοίχημα δυο εκατομ­
μύρια ότι δε θα μείνετε στο κελί ούτε πέντε χρόνια.
— Αν το λέτε σοβαρά, απάντησε ο νομικός, βάζω
στοίχημα ότι θα μείνω όχι πέντε αλλά δεκαπέντε!
— Δεκαπέντε. Εντάξει! φώναξε ο τραπεζίτης.
Κύριοι, βάζω δυο εκατομμύρια!
— Σύμφωνοι! Εσείς βάζετε τα εκατομμύρια κι
εγώ την ελευθερία μου! είπε ο νομικός.
Κι αυτό, λοιπόν, το ανήκουστο και ανόητο στοί­
χημα μπήκε! Ο τραπεζίτης, μην ξέροντας τότε ούτε
κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια έχει, κακομαθημένος
κι απερίσκεπτος, ήταν ενθουσιασμένος με το στοί­
χημα. Στο δείπνο πείραζε το νομικό κι έλεγε:
— Βάλτε λίγο μυαλό, νεαρέ μου, πριν ακόμα εί­
ναι αργά. Για μένα δυο εκατομμύρια δεν είναι τί­
ποτα, εσείς όμως κινδυνεύετε να χάσετε τρία τέσ­
σερα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής σας. Λέω
τρία τέσσερα γιατί δε θα μείνετε περισσότερο. Μην
ξεχνάτε επίσης, κακόμοιρε, ότι η εθελοντική φυλά­
κιση είναι πολύ πιο βαριά από την υποχρεωτική. Η
σκέψη ότι οποιαδήποτε στιγμή έχετε το δικαίωμα
να βγείτε έξω ελεύθερος θα δηλητηριάσει όλη σας
την ύπαρξη μέσα στο κελί της φυλακής. Σας λυπά­
μαι!
Ο τραπεζίτης τώρα, βηματίζοντας από τη μια
γωνιά στην άλλη, θυμόταν όλ' αυτά κι αναρωτιόταν:
«Γιατί μπήκε αυτό το στοίχημα; Ποιο το όφελος
που ο νομικός έχασε δεκαπέντε χρόνια ζωής, κι εγώ
πετάω δυο εκατομμύρια; Μπορεί αυτό να αποδεί­
ξει στους ανθρώπους ότι η καταδίκη σε θάνατο εί­
ναι χειρότερη ή καλύτερη από τα ισόβια δεσμά; Όχι
βέβαια. Μωρολογίες κι ανοησίες. Α π ό τη δική μου
πλευρά ήταν μια παραξενιά ανθρώπου που είναι
χορτάτος, κι απ' την πλευρά του νομικού απληστία
για λ ε φ τ ά . . . » .
Θυμήθηκε επίσης αυτά που έγιναν ύστερα από
το βράδυ εκείνο. Αποφάσισαν ο νομικός να εκτί­
σει την εθελοντική ποινή του κάτω από την αυστη­
ρότερη επίβλεψη, σε μία από τις πτέρυγες κοντά
στο σπίτι του τραπεζίτη. Συμφώνησαν ότι στη
διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων δε θα είχε το δι­
καίωμα να περάσει το κατώφλι της πτέρυγας, να
βλέπει ανθρώπους ζωντανούς, ν' ακούει ανθρώπι­
νες φωνές και να παίρνει γράμματα ή εφημερίδες.
Του επιτρεπόταν να έχει μουσικό όργανο, να δια­
βάζει βιβλία, να γράφει γράμματα, να πίνει κρασί
και να καπνίζει. Με τον έξω κόσμο, σύμφωνα με ει­
δικό όρο, μπορούσε να επικοινωνεί μόνο χωρίς να
μιλάει, μέσα από ένα μικρό παράθυρο φτιαγμένο
ειδικά γι' αυτόν το σκοπό. Η συμφωνία προέβλεπε
ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε
να υπάρχει αυστηρή απομόνωση, και υποχρέωνε το
νομικό να μείνει στη φυλακή ακριβώς δεκαπέντε
χρόνια, από τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου
1870 μέχρι τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου
1885. Η παραμικρή απόπειρα από το νομικό να π α ­
ραβεί τους όρους, έστω και δυο λεπτά πριν από το
τέλος της προθεσμίας, απελευθέρωνε τον τραπεζί­
τη από την υποχρέωση να του πληρώσει τα δυο
εκατομμύρια.
Τον πρώτο χρόνο φυλακής του, κι όσο μπορεί
κανείς να κρίνει από τα σύντομα σημειώματα, υπέ­
φερε πολύ από τη μοναξιά και την πλήξη. Από την
πτέρυγα, νύχτα και μέρα, ακουγόταν συνεχώς το
πιάνο. Κρασί και καπνό αρνήθηκε να πάρει. Το
κρασί, έγραφε, διεγείρει τις επιθυμίες, οι οποίες εί­
ναι εχθροί του φυλακισμένου. Άλλωστε, να πίνεις
ωραίο κρασί και να μη βλέπεις κανέναν, δεν υ π ά ρ ­
χει τίποτα πιο πληκτικό. Όσο για τον καπνό, βρο­
μίζει τον αέρα στο δωμάτιο του. Τον πρώτο χρόνο
του έστελναν κυρίως βιβλία ελαφρού περιεχομένου.
Περίπλοκα ερωτικά μυθιστορήματα, διηγήματα με
εγκληματικό και φανταστικό περιεχόμενο, κωμω­
δίες και άλλα.
Τη δεύτερη χρονιά η μουσική σίγησε στην πτέ­
ρυγα κι ο νομικός ζητούσε στα σημειώματα του μ ό ­
νο κλασικούς. Τον πέμπτο χρόνο ακούστηκε πάλι
μουσική κι ο έγκλειστος νομικός παρακάλεσε για
κρασί. Εκείνοι που τον παρακολουθούσαν απ' το
παράθυρο έλεγαν ότι ολόκληρη εκείνη τη χρονιά μ ό ­
νο έτρωγε, έπινε και ξάπλωνε στο στρώμα, συχνά
χασμουριόταν και μιλούσε θυμωμένα με τον εαυτό
του. Βιβλία δε διάβαζε. Μερικές φορές καθόταν τις
νύχτες να γράψει. Έγραφε για πολλή ώρα και, κ ο ­
ντά στα ξημερώματα, έσκιζε σε μικρά κομμάτια όλα
όσα είχε γράψει. Άλλες φορές τον άκουγαν που
έκλαιγε.
Στο δεύτερο μισό του έκτου χρόνου ο φυλακι­
σμένος ασχολήθηκε επίμονα με τη μελέτη γλωσσών,
φιλοσοφίας και ιστορίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη
μελέτη αυτών των επιστημών, τόσο, που ο τραπεζί­
της μόλις προλάβαινε να του στέλνει βιβλία. Μέσα
σε τέσσερα χρόνια ζήτησε και του 'στειλαν γύρω
στους εξακόσιους τόμους. Κατά την περίοδο αυτής
της μανίας ο τραπεζίτης, μεταξύ των άλλων, έλαβε
από τον κατάδικο του το εξής γράμμα:
«Αγαπητέ μου δεσμοφύλακα! Σας γράφω
αυτές τις γραμμές σε έξι γλώσσες. Δείξτε τις
στους ειδικούς κι ας τις διαβάσουν. Αν δε βρουν
κανένα λάθος, τότε, πολύ θα σας παρακαλούσα,
προστάξτε να πυροβολήσουν στον κήπο με το
ντουφέκι. Ο πυροβολισμός αυτός θα μου πει ότι
οι προσπάθειες μου δεν πήγαν χαμένες. Οι μ ε ­
γαλοφυίες όλων των εποχών και όλων των χ ω ­
ρών του κόσμου μιλούν σε διαφορετικές γλώσ­
σες, αλλά μέσα σ' όλους καίει μία και μόνη φλό­
γα. Ω, αν ξέρατε ποια ουράνια ευτυχία δοκιμά­
ζει τώρα η ψυχή μου που ξέρω πώς να τους κ α ­
ταλάβω!».
Η επιθυμία του κατάδικου εκπληρώθηκε και ο
τραπεζίτης πρόσταξε να πυροβολήσουν στον κήπο
δυο φορές.
Στη συνέχεια, μετά το δέκατο χρόνο, ο νομικός
καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το
Ευαγγέλιο. Στον τραπεζίτη φαινόταν περίεργο που
ένας άνθρωπος ο οποίος κατάφερε να διαβάσει σε
τέσσερα χρόνια εξακόσιους δύσκολους τόμους
χρειάστηκε ένα σχεδόν χρόνο για να διαβάσει ένα
ευκολονόητο και όχι χοντρό βιβλίο. Μετά το Ε υ α γ ­
γέλιο πήραν σειρά η ιστορία των θρησκειών και η
θεολογία.
Τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης ο κατά­
δικος διάβαζε υπερβολικά πολύ, χωρίς καμία διά­
κριση. Τη μια φορά μελετούσε φυσικές επιστήμες,
την άλλη ζητούσε Μπάυρον ή Σαίξπηρ. Σε μερικά
σημειώματα του παρακαλούσε να του στείλουν τ α υ ­
τόχρονα και χημεία και εγχειρίδιο ιατρικής και μ υ ­
θιστόρημα και κάποια φιλοσοφική ή θεολογική
πραγματεία. Μ' όλα αυτά τα διαβάσματα που έκα­
νε, έμοιαζε σαν να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανά-
μεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού, και, επι­
θυμώντας να σωθεί, πιανόταν άπληστα πότε απ' το
'να συντρίμμι και πότε απ' τ' άλλο!
II
Ο γερο-τραπεζίτης θυμόταν όλα αυτά και σκε­
πτόταν: «Αύριο στις 12 το μεσημέρι θα είναι ελεύ­
θερος. Κατά τη συμφωνία, υποχρεώνομαι να του
πληρώσω δυο εκατομμύρια. Αν το κάνω, για μένα
όλα τελειώνουν, θα χρεοκοπήσω ο ρ ι σ τ ι κ ά . . . » . Πριν
από δεκαπέντε χρόνια δεν ήξερε κι ο ίδιος πόσα
εκατομμύρια είχε, αλλά τώρα φοβόταν να θέσει
στον εαυτό του το ερώτημα: Τα λεφτά που είχε ή τα
χρέη του ήταν περισσότερα; Το ριψοκίνδυνο χρημα­
τιστηριακό παιχνίδι, οι τολμηρές κερδοσκοπίες και
το θερμόαιμο του χαρακτήρα του, απ' το οποίο δεν
μπορούσε ν' απαλλαγεί ακόμα και στα γεράματα,
οδήγησαν λίγο λίγο τις δουλειές του σε παρακμή και
ο απαθής, ο επαρμένος, ο περήφανος ζάπλουτος μ ε ­
ταμορφώθηκε σ' έναν κοινό και μέτριο τραπεζίτη
που τρέμει σε κάθε άνοδο και κάθοδο στις αξίες που
έπαιρναν τα χρεόγραφα.
— Καταραμένο στοίχημα! μουρμούριζε ο γέρος
πιάνοντας με απόγνωση το κεφάλι του. Γιατί δεν πέ­
θανε αυτός ο άνθρωπος; Είναι ακόμα σαράντα χ ρ ο ­
νών. Θα μου πάρει ό,τι έχω και δεν έχω, θα παντρευ­
τεί, θα απολαύσει τη ζωή, θα παίζει στο χρηματιστή­
ριο, κι εγώ, σαν ζητιάνος, θα βλέπω με ζήλια και θ'
ακούω κάθε μέρα να μου λέει τα ίδια λόγια: «Μένω
υπόχρεος απέναντι σας για την ευτυχία μου, επι­
τρέψτε μου να σας βοηθήσω!». Ε όχι, αυτό πάει π ο ­
λύ! Η μοναδική σωτηρία από τη χρεοκοπία και την
ντροπή είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου!
Χτύπησε η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε το α υ ­
τί του ν' αφουγκραστεί. Στο σπίτι όλοι κοιμούνταν
και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος έξω απ'
τα παράθυρα που έκαναν τα παγωμένα απ' το κρύο
δέντρα. Προσπαθώντας να μη βγάλει ούτε άχνα, π ή ­
ρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της πόρτας, η
οποία δεν άνοιξε ποτέ στη διάρκεια δεκαπέντε χ ρ ό ­
νων, φόρεσε το παλτό του και βγήκε απ' το σπίτι.
Έ ξ ω ήταν σκοτεινά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο
αλσύλλιο φυσούσε με βουητό δυνατός υγρός αέρας,
που έκανε τα δέντρα να γέρνουν ακατάπαυστα μια
από δω και μια από κει. Ο τραπεζίτης προσπαθού­
σε να εντείνει την όραση του, αλλά δεν έβλεπε ο ύ ­
τε γη ούτε άσπρα αγάλματα ούτε δέντρα ούτε την
πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε
δυο φορές το φύλακα. Απάντηση καμία. Ήταν φα­
νερό ότι είχε πάει να καλυφθεί απ' την κακοκαιρία
και τώρα θα κοιμόταν κάπου στην κουζίνα ή στο
θερμοκήπιο.
«Αν έχω το κουράγιο να κάνω αυτό που σκο­
πεύω να κάνω» σκέφτηκε ο γέρος «η υποψία θα π έ ­
σει πρώτα απ' όλα στο φύλακα».
Ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και
την πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας.
Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ' ένα
μικρό διάδρομο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυ­
χή. Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γ ω -
νιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες
στην πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλα­
κισμένου ήταν άθικτες...
Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από
την ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι.
Μέσα στο δωμάτιο φώτιζε αμυδρά ένα κερί. Ο
ίδιος ο φυλακισμένος καθόταν κοντά στο τραπέζι.
Φαινόταν μόνο η ράχη του, τα μαλλιά του κεφαλιού
και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσμα­
τα και στο χαλί, κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν
ανοιχτά βιβλία.
Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δεν
κουνήθηκε ούτε μια φορά. Τα δεκαπέντε χρόνια στη
φυλακή τον δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπε­
ζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο
φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο ούτε με μια
κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά απ'
την πόρτα τη σφραγίδα κι έβαλε το κλειδί στην κλει-
δαρότρυπα. Α π ό τη σκουριασμένη κλειδαριά ακού­
στηκε ένας βραχνός ήχος και η πόρτα έτριξε. Ο τρα­
πεζίτης περίμενε ότι θ' ακουστεί αμέσως κραυγή έκ­
πληξης και βήματα, αλλά πέρασαν δυο τρία λεπτά
και μέσα ήταν ησυχία όπως πρώτα. Αποφάσισε να
μπει στο δωμάτιο.
Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος
που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους ανθρώπους.
Ήταν σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, εί­
χε μακριά, όπως οι γυναίκες, σγουρά μαλλιά και
τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπο του
ήταν κίτρινο με χωματένια απόχρωση, τα μάγουλα
βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή, και το χέ-
ρι με το οποίο κρατούσε το μαλλιαρό του κεφάλι
ήταν τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες,
ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν ασήμι
και, κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο π ρ ό ­
σωπο, κανένας δε θα πίστευε ότι ήταν μόνο σαρά­
ντα χρονών. Κοιμόταν... Μπροστά στο γερμένο κε­
φάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χ α ρ ­
τιού, που είχε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.
«Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκε ο τραπεζίτης.
«Κοιμάται και στα όνειρα του ίσως βλέπει εκατομ­
μύρια! Αρκεί να πάρω αυτόν το μισοπεθαμένο, να
τον πετάξω στο κρεβάτι και να τον πνίξω απλά με
το μαξιλάρι. Ακόμα και η πιο ευσυνείδητη πραγμα­
τογνωμοσύνη δεν πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου
θανάτου. Αλλά ας κοιτάξουμε πρώτα να δούμε τι
γράφει εδώ».
Ο τραπεζίτης πήρε απ' το τραπέζι το χαρτί και
διάβασε τα εξής:
«Αύριο στις 12 το μεσημέρι παίρνω την ελευ­
θερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με
τους ανθρώπους. Προτού όμως αφήσω αυτό το
δωμάτιο και προτού ιδώ τον ήλιο, θεωρώ ανα­
γκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη σ υ ­
νείδηση μπροστά στο Θεό, ο οποίος με βλέπει,
σας δηλώνω ότι περιφρονώ και την ελευθερία
και τη ζωή και την υγεία και όλα όσα ονομάζο­
νται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.
»Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτι­
κά τη ζωή. Είναι αλήθεια ότι δεν είδα γη και αν­
θρώπους, αλλά, διαβάζοντας τα βιβλία σας, γ ε ύ -
τηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγού­
δια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, α γ ά π η ­
σα γυναίκες... Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με
τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των
ποιητών σας, μ' επισκέπτονταν τα βράδια σαν
ένα πανάλαφρο σύννεφο και μου έλεγαν ψιθυρι­
στά υπέροχα παραμύθια, με τα οποία μεθούσε
το μυαλό μου. Μέσα από τα βιβλία σας σκαρ­
φάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του
Μονμπλάν, απ' όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο
να ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον
ουρανό, τον ωκεανό και τις κορφές των βουνών
με το πορφυρό του χρυσάφι. Α π ό κει ψηλά έβλε­
πα πώς έλαμπαν οι αστραπές, όταν πάνω απ' το
κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα σύννε­
φα. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια,
λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγου­
δούν και τους βοσκούς να παίζουν τις φλογέρες
τους, ψηλάφιζα τα φτερά υπέροχων διαβόλων
που έρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για το
Θ ε ό . . . Ριχνόμουν μέσα στην απύθμενη άβυσσο
των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα,
έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρη­
σκειών, κατακτούσα ολόκληρα βασίλεια...
»Τα βιβλία σας μου 'δωσαν σοφία. Όλα α υ ­
τά που για αιώνες δημιουργούσε η ακούραστη
ανθρώπινη σκέψη στριμώχτηκαν στο κρανίο μου
σ' ένα μικρό σβόλο. Ξέρω ότι είμαι πιο γνωστι­
κός απ' όλους σας.
«Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά
του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία.
Είναι όλα ασήμαντα, εφήμερα, πλασματικά κι
απατηλά, είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε
σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας
εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης, ακριβώς
όπως θα κάνει και με τα ποντίκια που είναι κ ά ­
τω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους
σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών
ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι
αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.
»Έχετε χάσει το λογικό σας και δε βαδίζετε
στο σωστό δρόμο. Το ψέμα το δέχεστε σαν α λ ή ­
θεια και την ασχήμια σαν ομορφιά. Θα σας έκα­
νε έκπληξη αν, σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθη­
κών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγάλω­
ναν ξαφνικά, αντί καρπών, βάτραχοι και σαύρες
ή αν τα τριαντάφυλλα άρχιζαν να αναδίνουν μ υ ­
ρουδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι, λοι­
πόν, με σας, που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη
γ η . Δε θέλω να σας καταλάβω.
»Για να σας αποδείξω στην πράξη την περι­
φρόνηση μου σε κάτι με το οποίο εσείς ζείτε, α ρ ­
νούμαι να πάρω τα δύο εκατομμύρια, τα οποία
κάποτε ονειρευόμουν σαν να ήταν ο παράδεισος
και τα οποία τώρα καταφρονώ. Για να αφαιρέ­
σω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα βγω
από δω πέντε ώρες πριν από το συμφωνημένο
χρόνο και, με τον τρόπο αυτό, θα καταπατήσω
τη συμφωνία».
Αφού τα διάβασε αυτά, ο τραπεζίτης άφησε το
χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενο άνθρωπο
στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από την πτέ­
ρυγα. Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγά­
λες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν
τέτοια καταφρόνηση για τον εαυτό του όπως τώρα.
Όταν έφτασε στο σπίτι ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά
η συγκίνηση και τα κλάματα δεν τον άφηναν να κοι­
μηθεί για πολλή ώ ρ α . . .
Την άλλη μέρα το πρωί έτρεξαν χλωμοί οι φύλα­
κες και του ανακοίνωσαν ότι ο άνθρωπος που έμε­
νε στην πτέρυγα βγήκε απ' το παράθυρο στον κ ή ­
πο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανί­
στηκε. Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγε
αμέσως στην πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδρα­
ση του φυλακισμένου του. Για να μην προκληθούν
περιττές διαδόσεις, πήρε απ' το τραπέζι το χαρτί με
την απάρνηση και, επιστρέφοντας στο σπίτι του, το
κλείδωσε μέσα στο χρηματοκιβώτιο.


ANTON ΤΣΕΧΟΦ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ Μια επιλογή
Μετάφραση
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας - Όσκαρ Ουάιλντ



ΨΗΛΑ  ΠΑΝΩ  ἀπ᾿  τὴν  πόλη,  σὲ  μιὰ  μεγάλη  κολώνα,  ὀρθώνεται  τὸ 
ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα. ὅλο τὸ ἄγαλμα εἶναι σκεπασμένο μὲ 
λεπτὰ  φύλλα  ἀπὸ  ὑπέροχο  καθαρὸ  χρυσάφι,  ποὺ  λάμπουν  καὶ 
ἀστράφτουν  σὰν  πορφυρένια  λέπια.  Στὴν  θέση  τῶν  ματιῶν  βρίσκονται 
δυὸ  λαμπερὰ  ζαφείρια,  ἐνῷ  ἕνα  μεγάλο  κόκκινο  ρουμπίνι  γυαλίζει  στὴ 
λαβὴ τοῦ ξίφους του. 
Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ὅλοι τὸ θαύμαζαν πάντοτε. «Εἶναι πιὸ ὡραῖο κι ἀπὸ ἕναν 
τενεκεδένιο  πετεινὸ  ποὺ  μᾶς  δείχνει  κατὰ  ποῦ  φυσάει  ὁ  ἄνεμος», 
παρατήρησε κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πολιτείας, ποὺ ἤθελε νὰ 
ἔχει τὴ φήμη φιλότεχνου· «ἔ, μόνο βέβαια ποὺ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο χρήσιμο μὲ 
τὸν  πετεινό»,  πρόσθεσε  ὁ  ἴδιος,  ἔ,  γιὰ  μὴν  νομίζουν  οἱ  ἄλλοι  ἄνθρωποι 
πὼς δὲν εἶχε καὶ πρακτικὸ μυαλό. 
«Ἄχ,  γιατί  νὰ  μὴ  μοιάζεις  κι  ἐσὺ  παιδάκι  μου  μὲ  τὸν  εὐτυχισμένο 
πρίγκιπα»,  ρώτησε  μιὰ  εὐαίσθητη  μητέρα  τὸ  μικρό  της  τὸ  παιδί,  ποὺ 
ἔκλαιγε  ὅλη  τὴν  ἡμέρα  καὶ  τῆς  ζητοῦσε  τὸ  φεγγάρι.  «Ὁ  εὐτυχισμένος 
πρίγκιπας  δὲν  κάνει  ποτὲ  τέτοια  τρελλὰ  ὄνειρα  σὰν  τὰ  δικά  σου·  κι  οὔτε 
κλαίει ποτὲ γιὰ τὸ τίποτα». 
«Χαίρομαι πολὺ ποὺ βλέπω νὰ ὑπάρχει κάποιος ἀπόλυτα εὐτυχισμένος σ᾿ 
αὐτὸν  τὸν  κόσμο»,  μουρμούριζε  ἕνας  ἀπογοητευμένος  πολίτης, 
θαυμάζοντας τὸ ὑπέροχο ἄγαλμα. 
«Μοιάζει σὰν ἄγγελος», φώναζαν ὅλα μαζὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Σχολείου 
τὴν  ὥρα  ποὺ  βγαῖναν  ἀπ᾿  τὴ  Μητρόπολη,  φορώντας  τ᾿  ἄσπρα 
καθαρά  τους  ροῦχα.  «Πῶς  τὸ  ξέρετε  αὐτό;»  ρώτησε  τὰ  παιδιὰ  ὁ 
Καθηγητὴς  τῶν  Μαθηματικῶν,  «ἔχετε  ξαναδεῖ  ἄγγελο;».  «Πῶς  δὲν 
ἔχουμε ξαναδεῖ, στὰ ὄνειρά μας!», απάντησαν τὰ παιδιά. Κι ὁ κύριος 
Καθηγητὴς  τῶν  Μαθηματικῶν  σούφρωσε  τὰ  φρύδια  του  κι  ἔγινε 
σοβαρός, γιατί δὲν εἶχε σὲ ὑπόληψη τὰ παιδικὰ ὄνειρα. 
Μιὰ  νύχτα  πάνω  ἀπ᾿  αὐτὴν  τὴν  πόλη,  ὅπου  βρισκόταν  τὸ  ἄγαλμα  τοῦ 
εὐτυχισμένου πρίγκιπα, πετοῦσε ἕνα Χελιδόνι. Οἱ φίλοι του εἴχανε φύγει 
γιὰ τὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ ἕξι βδομάδες καὶ κεῖνο εἶχε ξεμείνει, γιατί εἶχε 
ἀγαπήσει  μιὰ  Σουσουράδα.  Τὴν  εἶχε  συναντήσει  τὴν  ἀρχὴ  τοῦ 
καλοκαιριοῦ πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη κίτρινη πέτρα, καθὼς πετοῦσε ἀπάνω 
στὸ  ποτάμι.  Τόσο  τὸν  γοήτευσε  ἡ  λεπτή  της  μέση,  ποὺ  σταμάτησε  κι 
ἄρχισε νὰ τῆς κουβεντιάζει. 
«Θές  νὰ  σ᾿  ἀγαπῶ;»,  ρώτησε  τὸ  Χελιδόνι,  ποὺ  τ᾿  ἄρεσε  πάντα  νὰ  μιλάει 
στὰ ἴσια. Κι ὅταν ἡ Σουσουράδα ἀπάντησε μὲ μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση σ᾿ αὐτὴ 
τὴν  πρόταση,  τὸ  Χελιδόνι  ἄρχισε  νὰ  πετάει  χαρούμενο  γύρω  της, 
ἀγγίζοντας τὸ νερὸ μὲ τὰ φτερά του. Κι αὐτά του τὰ αἰσθήματα κράτησαν 
ὁλόκληρο τὸ καλοκαίρι. 
«Ἄ, πολύ ἀνόητη ἀφοσίωση», τιτίβιζαν τὰ ἄλλα Χελιδόνια·  «ἡ νύφη εἶναι 
ἀπένταρη κι ἔχει καὶ μεγάλο σόι. Καὶ πραγματικά, τὸ ποτάμι ἦταν γεμᾶτο 
Σουσουράδες.  Ὅταν  ἦρθε  τὸ  φθινόπωρο,  ὅλα  τὰ  Χελιδόνια  πέταξαν 
μακριά.  Κι  ἔτσι  τὸ  Χελιδόνι  ποὺ  ἀγαποῦσε  τὴ  Σουσουράδα  ἔμεινε  μόνο 
του. 
Νιώθοντας  ἔρημο  κι  ἐγκαταλελειμένο  ἀπὸ  τοὺς  δικούς  του,  ἄρχισε  νὰ 
στενοχωριέται  μὲ  τὴν  ἀγαπημένη  του  καὶ  στὸ  τέλος  τὴ  βαρέθηκε.  «Δὲν 
μπορεῖς  νὰ  πεῖς  μιὰ  κουβέντα  μαζί  της»,  εἶπε  κάποτε  τὸ  Χελιδόνι·  «καὶ 
πολύ  φοβᾶμαι  ὅτι  εἶναι  φοβερὰ  φιλάρεσκη,  γιατὶ  πάντα  τὴ  βλέπω  νὰ 
χορεύει  μὲ  τὸν  ἄνεμο».  Κι  ἀλήθεια,  κάθε  φορὰ  ποὺ  φυσοῦσε  ὁ  ἄνεμος, ἡ 
Σουσουράδα ἔκανε τὶς καλύτερες φιγοῦρες της. «Δὲ λέω ὄχι» συνέχισε νὰ 
σκέφτεται τὸ Χελιδόνι, «ἂς χορεύει, ὰλλὰ ὄχι κι ἔτσι». «Κι ἔπειτα, ἔχουμε 
διαφορετικὲς  προτιμήσεις,  αὐτὴ  εἶναι  ντόπιο  πουλί,  ἀλλὰ  ἐγὼ  εἶμαι 
ἀποδημητικό  καὶ  μ᾿  ἀρέσουν  τὰ  ταξίδια.  Θὰ  πρέπει,  λοιπόν,  νὰ  ἀρέσουν 
καὶ στὴ γυναίκα μου». 
Στὸ τέλος, τὸ Χελιδόνι ρώτησε τὴ σουσουράδα: «Θὲς νά ῾ρθεις μαζί μου;», 
ἀλλὰ  ἐκείνη  κούνησε  τὸ  κέφαλι  μ᾿  ἕναν  τρόπο  ποὺ  σήμαινε  ὅτι  δὲν  εἶχε 
καμίαν ὄρεξη νὰ πάει στὰ ξένα. 
«Ἄ, ὥστε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ μὲ κορόιδευες», φώναξε τὸ Χελιδόνι. 
«Φεύγω κι ἐγὼ γιὰ τὶς πυραμίδες, γειά σου!» καὶ πέταξε μακριά. 
Πετοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ἔφτασε στὴν πολιτεία. «Πῦ νὰ πάω 
νὰ κουρνιάσω;» ἀναρωτήθηκε· «ἐλπίζω αὐτὴ ἡ πόλη νὰ ἔχει ἐτοιμαστεῖ νὰ 
μὲ δεχτεῖ». 
Ὕστερα  εἶδε  τὸ  ἄγαλμα  πάνω  στὴν  ψηλὴ  κολώνα  καὶ  εἶπε:  «Ἄ,  ἐδῶ  θὰ 
ξεκουραστῶ, εἶναι περίφημη θέση κι ἔχει καθαρὸ ἀέρα». Ἔτσι πήγαινε καὶ 
κάθισε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα. 
«Ἀπόψε  τὸ  κρεββάτι  μου  εἶναι  χρυσό»  σκέφτηκε,  κοιτώντας  πέρα  τὸν 
ὁρίζοντα· κι ἐτοιμάστηκε νὰ βολευτεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Μὰ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς 
ποὺ  ἔκρυβε  τὸ  κεφάλι  του  μὲσ᾿  στὰ  φτερά  του,  ἔσταξε  ἀπάνω  του  μιὰ 
μεγάλη σταγόνα νερό. «Περίεργο πράγμα», φώναξε, «οὔτε ἕνα συννεφάκι 
δὲν  βλέπω  στὸν  οὐρανό,  τ᾿  ἀστέρια  εἶναι  καθαρὰ  καὶ  λάμπουν,  ἀλλὰ  νὰ 
ποὺ βρέχει. Τὸ κλίμα στὰ βορινὰ μέρη τῆς Εὐρώπης εἶναι φοβερό. Ἄραγε 
τῆς σουσουράδας ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει μαζί μου τῆς ἀρέσει ἡ βροχή;» 
Καί, νά, ποὺ μιὰ δεύτερη σταγόνα ἔπεσε πάλι. 
«Τί  τό  ᾿θελαν  καὶ  τό  ᾿στησαν  αὐτὸ  τὸ  ἄγαλμα,  ἀφοῦ  δὲν  μπορεῖ  νὰ 
προφυλάξει ἀπ᾿ τὴ βροχὴ ἕνα πουλάκι;» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «πρέπει νὰ βρῶ 
καμιὰ καπνοδόχο», κι ἀποφάσισε νὰ πετάξει ἀλλοῦ. 
Ἀλλὰ  μόλις  ἐτοιμάστηκε  ν᾿  ἀνοίξει  τὰ  φτερά  του,  ἔπεσε  καὶ  τρίτη 
σταγόνα. Καὶ τότε κοίταξε ψηλὰ καὶ εἶδε ‐ἄ! τί εἶδε; 
Τὰ  μάτια  τοῦ  εὐτυχισμένου  πρίγκιπα  ἤτανε  γεμάτα  δάκρυα,  ποὺ 
κυλούσανε  στὰ  χρυσαφένια  μάγουλά  του.  Τὸ  πρόσωπό  του  ἦταν  τόσο 
ὡραῖο  στὸ  φῶς  τοῦ  φεγγαριοῦ,  ποὺ  τὸ  μικρὸ  Χελιδόνι  πλημμύρισε  ἀπὸ 
λύπη καὶ συμπόνοια. 
«Ποιός εἶσαι;» τὸν ρώτησε. 
«Εἶμαι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας» ἀπάντησε. 
«Καὶ τότε γιατί κλαῖς; Μ᾿ ἔκανες μούσκεμα, τὸ ξέρεις;». 
«Ὅταν ζοῦσα καὶ μέσα μου φώλιαζε ἀνθρώπινη καρδιά, δὲν ἤξερα τί εἶναι 
τὰ δάκρυα, γιατὶ ἔμενα στὸ Παλάτι τῆς Ἀφροντισιᾶς, ὅπου δὲν εἶχε θέση 
καμιὰ λύπη, κι οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπουν σὲ καμιὰ λύπη νὰ μπεῖ. Τὶς ὧρες τῆς 
ἡμέρας  ἔπαιζα  μὲ  τοὺς  φίλους  μου  στὸν  κῆπο,  καὶ  τὸ  βράδυ  ἤμουνα  ὁ 
πρῶτος στὸ χορό. Γύρω ἀπ᾿ ὅλο τὸν κῆπο ὑψωνόταν ἕνας μεγάλος τοῖχος 
καὶ ποτὲ δὲ ρώτησα νὰ μάθω τί βρισκότανε πίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τοῖχο ποὺ 
ἦταν  τόσο  ψηλός·  τόσο  ὡραῖα  ἦταν  ὅλα  ἐκεῖ  μέσα!  Οἱ  αὐλικοί  μου  μὲ 
φώναζαν  Ευτυχισμένο  Πρίγκιπα,  καὶ  πραγματικά,  ἤμουν  εὐτυχισμένος, 
ἂν  βέβαια  λογαριάζεται  γιὰ  εὐτυχία  τὸ  νὰ  διασκεδάζει  κανεὶς  συνέχεια. 
Ἔτσι  λοιπόν,  ἔζησα,  κι  ἔτσι  πέθανα,  εὐτυχισμένος.  Καὶ  τώρα  ποὺ  δὲ  ζῶ 
πιά,  μ᾿  ἔβαλαν  τόσο  ψηλὰ  ἐδῶ  πάνω,  ποὺ  μπορῶ  καὶ  βλέπω  ὅλη  τὴν 
ἀσχήμια καὶ τὴ φτώχεια τῆς πολιτείας μου· καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ καρδιά μου 
εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μολύβι, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἄλλο, ἀπ᾿ τὸ νὰ κλαίω.» 
«Μπά! Δὲν εἶναι ἡ καρδιά του ἀπὸ χρυσό» ἀναρωτήθηκε μέσα του τὸ 
Χελιδόνι, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐγενικὸ πουλάκι καὶ δὲν ἤθελε νὰ κάνει 
στὸν  εὐτυχισμένο  πρίγκιπα  μία  τόσο  προσωπικὴ  ἐρώτηση.  Τὴ 
θεωροῦσε ἀδιάκριτη καὶ προσβλητικὴ γιὰ τὸ χρυσαφένιο ἄγαλμα. 
Κι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας συνέχισε μὲ τὴν μαλακὴ καὶ μελωδικὴ φωνή 
του:  «Πέρα  μακριά,  σ᾿  ἕνα  στενὸ  δρομάκι,  βρίσκεται  ἕνα  φτωχόσπιτο.  Τὸ 
ἕνα  του  παράθυρο  μένει  ἀνοιχτό,  κι  ἔτσι  ἀπὸ  ἐκεῖ  μπόρεσα  νὰ  δῶ  μιὰ 
γυναῖκα  ποὺ  κάθεται  στὸ  τραπέζι.  Τὸ  πρόσωπό  της  εἶναι  στεγνὸ  καὶ 
θλιμμένο,  καὶ  τὰ  τυραννισμένα  κόκκινα  δάχτυλά  της  εἶναι 
κατατρυπημένα  ἀπ᾿  τὴ  βελόνα.  Εἶναι  ῥάπτρια  ἡ  καημένη  καὶ  δουλεύει 
σκληρὰ  χωρὶς  σταματημό.  Τώρα  κεντάει  σ᾿  ἕνα  φόρεμα  ἀπὸ  ἀτλάζι, 
πολύχρωμα  μεταξωτὰ  λουλούδια  γιὰ  τὴν  πιὸ  χαριτωμένη  κοπέλλα  τῆς 
ἀκολουθίας  τῆς  βασίλισσας.  Βιάζεται  νὰ  τὸ  τελειώσει,  γιατὶ  ἡ  εὐγενικὴ 
πελάτισσά της θὰ τὸ φορέσει στὸν αὐριανὸ ἐπίσημο χορό. Σ᾿ ἕνα κρεββάτι 
στὴν ἄκρη στὸ δωμάτιο, εἶναι ξαπλωμένο τὸ ἄρρωστο παιδί της. Ψήνεται 
στὸν  πυρετό,  κι  ὅλη  τὴν  ὥρα  ζητάει  πορτοκάλια.  Ἀλλὰ  τὸ  μόνο  ποὺ  ἔχει 
νὰ  τοῦ  δώσει  ἡ  μητέρα  του,  εἶναι  νερὸ  ἀπ᾿  τὸ  ποτάμι  καὶ  τίποτ᾿  ἄλλο. 
Χελιδόνι,  Χελιδονάκι,  μικρό  μου  Χελιδόνι,  θέλεις  νὰ  τῆς  πᾶς  ἐσὺ  τὸ 
ῥουμπίνι  ἀπ᾿  τὴ  λαβὴ  τοῦ  σπαθιοῦ  μου;  Ἕμένα  τὰ  πόδια  μου  εἶναι 
κολλημένα σ᾿ αὐτὸ τὸ βάθρο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κουνηθῶ.» 
«Μὲ  περιμένουν  οἱ  φίλοι  μου  στὴν  Αἴγυπτο»,  εἶπε  τὸ  Χελιδόνι.  «Οἱ  φίλοι 
μου  πετοῦν  πάνω  κάτω  στὸν  Νεῖλο,  καὶ  κουβεντιάζουν  μὲ  τὰ  μεγάλα 
νούφαρα.  Σύντομα  θὰ  πᾶνε  νὰ  κοιμηθοῦν  στὸν  τάφο  τοῦ  μεγάλου 
Βασιλιᾶ.  Ὁ  Βασιλιᾶς  εἶναι  ἐκεῖ  αὐτοπροσώπως  μέσ᾿  στὸ  ζωγραφιστό  του 
φέρετρο.  Εἶναι  τυλιγμένος  σὲ  κίτρινο  λινὸ  ὕφασμα,  καὶ  ταριχευμένος  μὲ 
μπαχάρια.  Γύρω  στὸ  λαιμό  του  ἔχει  μία  ἀλυσίδα  ἀπὸ  χλωμὸ  πράσινο 
νεφρίτη, καὶ τὰ χέρια του εἶναι σὰν μαραμένα φύλλα.» 
«Χελιδόνι,  Χελιδονάκι,  μικρό  μου  Χελιδόνι,  δὲν  γίνεται  ν᾿  ἀναβάλεις  γιἀ 
μιὰ  μέρα  τὸ  ταξίδι  σου,  καὶ  νὰ  σὲ  στείλω  ἐκεῖ  ποὺ  σοῦ  εἶπα;  Τὸ  παιδάκι 
εἶναι διψασμένο, κι ἡ μητέρα του θλιμμένη.» 
«Νὰ  σοῦ  πῶ  τὴν  ἁμαρτία  μου,  πριγκιπά  μου,  δὲν  τὰ  χωνεύω  τὰ  παιδιά» 
ἀπάντησε  τὸ  Χελιδόνι.  «Τὸ  τελευταῖο  καλοκαίρι,  ποὺ  ἔκανα  τὶς  διακοπές 
μου στὸ ποτάμι, δυὸ παλιόπαιδα, τῆς μυλωνοῦς τὰ παιδιά, μοῦ πετοῦσαν 
ὅλη τὴν ἡμέρα πέτρες. Φυσικὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ χτυπήσουν, ἀλλὰ τί νὰ 
τὸ κάνεις, μ᾿ ἀνάγκασαν νὰ κυνηγάω μύγες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ.» 
Ὁ  Πρίγκιπας  φαινόταν  τόσο  λυπημένος,  ποὺ  μετάδωσε  τὴ  λύπη  του  στὸ 
Χελιδόνι καὶ στὸ τέλος τοῦ εἶπε: «Κάνει πολὺ κρύο ἐδῶ πάνω, ὡστόσο θὰ 
μείνω μιὰ νύχτα μαζί σου καὶ θὰ γίνω ἀγγελιαφόρος σου.» 
«Σ᾿ εὐχαριστῶ πολὺ μικρό μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρἰγκιπας. 
Ἔτσι  τὸ  Χελιδόνι  ἔβγαλε  μὲ  τὸ  ῥάμφος  του  τὸ  μεγάλο  ῥουμπίνι  ἀπ᾿  τὸ 
σπαθὶ τοῦ Πρίγκιπα, καὶ πέταξε μ᾿ αὐτὸ μακριὰ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῶν 
σπιτιῶν  τῆς  πολιτείας.  Πέρασε  ἀπ᾿  τὸ  καμπαναριὸ  τῆς  Μητρόπολης  μὲ 
τοὺς  σκαλισμένους  ἀγγέλους  στὸ  μάρμαρο,  πέρασε  ἀπ᾿  τὸ  παλάτι  κι 
ἄκουσε  τοὺς  ἤχους  τοῦ  χοροῦ.  Μιὰ  ὡραία  κοπέλλα  βγῆκε  στὸ  μπαλκόνι 
μὲ  τὸν  ἀγαπημένο  της,  ποὺ  τὸ  Χελιδόνι  τὸν  ἄκουσε  νὰ  τῆς  λέει:  «Τί 
ὄμορφα  ποὖναι  τ᾿  ἄστρα,  καὶ  πόσο  ἐκπληκτικὴ  εἶναι  ἡ  δύναμη  τῆς 
ἀγάπης!» 
«Ἐλπίζω  τὸ  φόρεμά  μου  νὰ  εἶναι  ἔτοιμο  γιὰ  τὸν  ἐπίσημο  χορό» 
παρατήρησε  ἐκείνη·  «εἶπα  νὰ  μοῦ  κεντήσουν  πάνω  ὄμορφα  λουλούδια 
ἀπὸ μετάξι, μὰ ἡ μοδίστρα μου εἶναι πάρα πολὺ τεμπέλα!» 
Τὸ  πουλὶ  πέρασε  πάνω  ἀπ᾿  τὸ  μεγάλο  ποτάμι  κι  εἶδε  τὰ  φανάρια  νὰ 
κρέμονται  στὰ  κατάρτια  τῶν  καραβιῶν.  Πέρασε  ἀπ᾿  τὸ  Γκέττο,  τὴ 
συνοικία  τῶν  Ἑβραίων,  κι  εἶδε  τοὺς  γενάτους  ἐμπόρους  ποὺ  ζύγιζαν  τὰ 
ἐμπορεύματά  τους.  Κι  ἐπιτέλους,  ἔφτασε  στὸ  φτωχόσπιτο  καὶ  κοίταξε 
μέσα.  Τὸ  παιδάκι  στριφογύριζε  στὸ  κρεββάτι  του  ἀπὸ  τὸν  πυρετό,  κι  ἡ 
μητέρα  του  εἶχε  ἀποκοιμηθεῖ,  ἦταν  πάρα  πολὺ  κουρασμένη.  Ὅρμησε 
μέσα  τὸ  Χελιδόνι,  κι  ἄφησε  τὸ  μεγάλο  ῥουμπίνι  πάνω  στὸ  τραπέζι  καὶ 
πλάι  στὴ  δαχτυλήθρα  τῆς  μητέρας.  Ὕστερα,  πέταξε  μαλακὰ  καὶ  μὲ 
συμπόνοια  γύρω  ἀπ᾿  τὸ  κρεββάτι,  κάνοντας  ἀέρα  στὸ  μέτωπο  τοῦ 
ἄρρωστου  παιδιοῦ  μὲ  τὰ  φτερά  του.  «Δροσίστηκα,  θὰ  μοῦ  ῾πεσε  ὁ 
πυρετός» εἶπε τὸ παιδάκι, καὶ βυθίστηκε σ᾿ ἕνα γλυκὸ ὕπνο. 
Λίγο ἀργότερα τὸ Χελιδόνι πέταξε πίσω στὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ 
τοῦ  διηγήθηκε  τί  ἔγινε.  Στὸ  τέλος  εἶπε:  «Περίεργο,  ἂν  καὶ  κάνει  κρύο, 
τώρα πιὰ δὲν κρυώνω, ἀντίθετα ζεσταίνομαι.» 
«Εἶναι γιατὶ ἔκανες μία καλὴ πράξη» εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Τὸ μικρὸ Χελιδόνι 
ἄρχισε νὰ σκέφτεται, κι ὕστερα τὸ πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔτσι γινόταν πάντοτε, οἱ 
σκέψεις φέρνουν ὕπνο. 
Τὰ  ξημερώματα,  τὸ  Χελιδόνι  πέταξε  κάτω  στὸ  ποτάμι  καὶ  λούστηκε. 
«Μπά!  ἕνα  ἀξιόλογο  φαινόμενο»  ξεφώνησε  ὁ  Καθηγητὴς  τῆς 
Ὀρνιθολογίας  καθὼς  περνοῦσε  τὴν  γέφυρα  πάνω  ἀπ᾿  τὸ  ποτάμι. 
«Πραγματικὸ  φαινόμενο»  εἶπε.  Ἕνα  Χελιδόνι  μέσα  στὸ  χειμῶνα.  Κι  ὁ 
Καθηγητὴς ἔγραψε ἕνα μεγάλο γράμμα σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ φαινόμενο σὲ 
μιὰ  τοπικὴ  ἐφημερίδα.  Ὅλοι  σχολίασαν  σοβαρὰ  αὐτὸ  τὸ  γράμμα,  γιατὶ 
εἶχε πολλὲς λέξεις ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὶς καταλάβουν. 
«Ἄ,  ἀπόψε  θὰ  φύγω  γιὰ  τὴν  Αἴγυπτο»  εἶπε  τὸ  Χελιδόνι  χαρούμενο. 
Ὕστερα ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ μνημεῖα τῆς πόλης καὶ κάθησε ἀρκετὴ ὥρα 
στὸ  κωδωνοστάσιο  μιᾶς  ἐκκλησίας.  Ὅπου  κι  ἂν  πήγαινε,  τὰ  σπουργίτια 
τιτίβιζαν, κι ἔλεγε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: «Ἄ! τί λαμπρὸς ἐπισκέπτης!»· κι αὐτὴ 
ἡ παρατήρηση τῶν σπουργιτιῶν, κολάκευε πάρα πολὺ τὸ Χελιδόνι. 
Ὅταν  βγῆκε  τὸ  φεγγάρι,  τὸ  πουλὶ  πέταξε  πάλι  στὸν  Εὐτυχισμένο 
Πρίγκιπα  καὶ  τὸν  ῥώτησε:  «Ἔχεις  καμιὰ  παραγγελία  γιὰ  τὴν  Αἴγυπτο; 
Φεύγω.» 
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «δὲν μένεις 
ἀκόμη μιὰ νύχτα μαζί μου;» 
«Ἄ,  μὲ  περιμένουν  στὴν  Αἵγυπτο»  ἀπάντησε  τὸ  Χελιδόνι.  «Αὕριο  οἱ 
φίλοι μου θὰ πετοῦν πάνω ἀπ᾿ τὸ δεύτερο καταρράχτη τοῦ Νείλου. 
Ὁ  ἱπποπόταμος  κουρνιάζει  ἐκεῖ  ἀνάμεσα  στὰ  βοῦρλα,καὶ  πάνω  σ᾿ 
ἕνα  μεγάλο  γρανιτένιο  θρόνο  κάθεται  ὁ  θεὸς  Μέμνονας.  Ὅλη  τὴ 
νύχτα  παρατηρεῖ  τ᾿  ἄστρα,  καὶ  ὅταν  τὸ  ἄστρο  τῆς  αὐγῆς  λάμψει, 
βγάζει  φωνὴ  χαρᾶς,  καὶ  ὕστερα  σωπαίνει.  Τὸ  μεσημέρι  τὰ  κίτρινα 
λιοντάρια κατεβαίνουν στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ νὰ πιοῦν. Ἔχουν μάτια 
σὰν πράσινα βηρύλλια, καὶ ὁ βρυχηθμός τους εἶναι ἠχηρότερος ἀπὸ 
τὴ βοὴ τοῦ καταρράχτη. 
«Χελιδόνι,  Χελιδονάκι,  μικρό  μου  Χελιδόνι»  εἶπε  ὁ  Πρίγκιπας,  «πέρα 
μακριὰ  στὴν  πόλη  βλέπω  ἕνα  νεαρὸ  ἄνδρα  σὲ  μιὰ  σοφίτα.  Εἶναι 
σκυμμένος  πάνω  σ᾿  ἕνα  γραφεῖο  γεμάτο  χαρτιὰ  καὶ  πλάι  του  γέρνουν 
μαραμένες λίγες βιολέττες. Τὰ μαλλιά του εἶναι γκρίζα καὶ σγουρὰ καὶ τὰ 
χείλη  του  εἶναι  κόκκινα  σὰ  ῥοδάκινο  κι  ἔχει  μεγάλα  ὀνειροπόλα  μάτια. 
Πασχίζει  νὰ  τελειώσει  ἕνα  θεατρικὸ  ἔργο,  ἀλλὰ  κρυώνει  καὶ  δὲν  μπορεῖ 
νὰ  συνεχίσει  τὸ  γράψιμο.  Στὸ  τζάκι  του  ἔχει  σβήσει  ἡ  φωτιὰ  καὶ  ἡ  πείνα 
τὸν ἔχει ἀδυνατίσει.» 
«Θὰ σοῦ κάνω τὴ χάρη νὰ μείνω ἀκόμη μιὰ βραδιά» εἶπε τὸ Χελιδόνι, ποὺ 
ἦταν στ᾿ ἀλήθεια καλόκαρδο. «Θὲς νὰ τοῦ πάω αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου 
κανένα ἄλλο ῥουμπίνι;» 
«Ἀλοίμονο! τώρα πιὰ δὲν ἔχω ἄλλο ῥουμπίνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «ὅτι μοῦ 
ἀπομένει εἶναι τὰ μάτια μου. Εἶναι καμωμένα ἀπὸ σπάνια ζαφείρια, ποὺ 
τὰ φέρανε ἀπὸ τὶς Ἱνδίες ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια. Βγάλε τὸ ἕνα, καὶ πήγαινέ 
το  στὸ  φτωχὸ  καλλιτέχνη.  Θὰ  τὸ  πουλήσει  στὸν  κοσμηματοπώλη,  καὶ  θ᾿ 
ἀγοράσει φαγητὸ καὶ καυσόξυλα, καὶ θὰ τελειώσει τὸ ἔργο του.» 
«Καλέ  μου  Πρίγκιπα,  αὐτὸ  δὲν  θὰ  μπορέσω  νὰ  τὸ  κάνω  ποτέ!»  εἶπε  τὸ 
Χελιδόνι. 
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ὅ,τι σοῦ λέω». 
Ἔτσι  τὸ  Χελιδόνι  ξεκόλλησε  τὸ  ἕνα  ζαφειρένιο  μάτι  τοῦ  Πρίγκιπα  καὶ 
πέταξε στὴ σοφίτα τοῦ καλλιτέχνη. Δὲ δυσκολεύτηκε νὰ μπεῖ μέσα γιατὶ 
ὑπῆρχε μιὰ τρύπα στὸ ταβάνι. Ὅρμησε καὶ βρέθηκε στὸ δωμάτιο. Ὁ νέος 
εἶχε  χωμένο  τὸ  κεφάλι  του  μέσ᾿  στὰ  χαρτιά  του,  κι  ἔτσι  δὲν  ἄκουσε  τὸ 
θρόισμα τῶν φτερῶν τοῦ πουλιοῦ. Μὰ ὅταν σήκωσε τὸ κεφάλι του, βρῆκε 
τὸ  ὡραῖο  ζαφείρι  πάνω  στὶς  μαραμένες  βιολέττες.  Μόλις  εἶδε  τὴν 
πολύτιμη  πέτρα,  τὴν  πῆρε  στὰ  χέρια  του  καὶ  εἶπε:  «Ἄ,  ἄ,  ἀρχίζουν  κι 
ἐκτιμοῦν  τὴ  δουλειά  μου, αὐτὸ θὰ μοῦ τὄστειλε κρυφὰ κανένας μεγάλος 
θαυμαστής  μου.  Τώρα  ἔχω  τὸ  κουράγιο  νὰ  τελειώσω  τὸ  ἔργο  μου»καὶ 
φαινόταν βαθιὰ εὐτυχισμένος. 
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ Χελιδόνι πέταξε κάτω στὸ λιμάνι. Κάθησε στὸ κατάρτι 
ἑνὸς μεγάλου καραβιοῦ καὶ παρατηροῦσε τοὺς ναῦτες ποὺ τραβοῦσαν μὲ 
χοντρὰ  σχοινιὰ  κάτι  μεγάλες  κάσες  καὶ  τοὺς  φώναζε:  «Φεύγω  γιὰ  τὴν 
Αἴγυπτο!» μὰ κανένας δὲν τὸ πρόσεξε, κι ὅταν βγῆκε τὸ φεγγάρι, πέταξε 
πίσω στὸν εὐτυχισμένο Πρίγκιπα. 
«Ἦρθα νὰ σ᾿ ἀποχάιρετήσω» τοῦ φώναξε. 
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «θὰ μείνεις 
μαζί μου ἀκόμα μιὰ νύχτα;» 
«Χειμώνιασε»  ἀπάντησε  τὸ  Χελιδόνι,  «καὶ  θὰ  μὲ  προλάβει  τὸ  χιόνι. 
Στὴν  Αἴγυπτο  τώρα  ὁ  Ἥλιος  εἶναι  ζεστὸς  πάνω  στὰ  πράσινα 
φοινικόδεντρα,  καὶ  οἱ  κροκόδειλοι  κείτονται  στὴ  λάσπη  καὶ  κοιτᾶνε 
τεμπέλικα  γύρω  τους.  Οἱ  σύντροφοί  μου  χτίζουνε  φωλιὰ  στὸ  Ναὸ 
τοῦ  Μπάαλμπεκ,  καὶ  τὰ  λευκορόδινα  περιστέρια  τοὺς  κοιτοῦν,  καὶ 
γουργουρίζουν  τὸ  ἕνα  στὸ  ἄλλο.  Πρέπει  νὰ  σ᾿  ἀφήσω  καλέ  μου 
Πρίγκιπα,  ἀλλὰ  δὲ  θὰ  σὲ  ξεχάσω  ποτέ·  καὶ  τὸ  ἄλλο  καλοκαίρι  ποὺ 
θἄρθω, θὰ σοῦ φέρω δύο ὡραιότατα πετράδια νὰ τὰ βάλεις στὴ θέση 
ἐκείνων ποὺ ἐδωσες. Τὸ ῥουμπίνι θὰ εἶναι πιὸ κόκκινο κι ἀπ᾿ τὸ πιὸ 
κόκκινο  τριαντάφυλλο,  καὶ  τὸ  ζαφείρι  θὰ  εἶναι  γαλάζιο  σὰν  τὴν 
ἀπέραντη θάλασσα. 

«Κάτω ἐδῶ στὸ δρόμο, στέκεται ἕνα κοριτσάκι ποὺ πουλάει σπίρτα 
στοὺς περαστικούς» εἶπε ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας. «Τῆς ἔπεσαν ὅμως τὰ 
σπίρτα  μέσα  στὰ  νερὰ  καὶ  βράχηκαν  καὶ  καταστράφηκαν.  Ἂν  δὲν  πάει 
στὸ  σπίτι  του  λεφτὰ  θὰ  τὸ  δείρει  ὁ  πατέρας  του·  καὶ  τώρα  κλαίει  τὸ 
καημένο.  Δὲ  φοράει  οὔτε  κάλτσες,  οὔτε  παπούτσια,  καὶ  τὸ  κεφάλι  του 
εἶναι  γυμνό. Ξεκόλλησε τὸ ἄλλο μου μάτι, καὶ δῶσ᾿ το του, γιὰ νὰ μὴ τὸ 
δείρει ὁ πατέρας του.» 
«Θὰ μείνω μιὰ νύχτα ἀκόμα μαζί σου» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «μὰ δὲν μπορῶ νὰ 
ξεκολλήσω καὶ τὸ ἄλλο μάτι, θὰ μείνεις ὁλότελα τυφλός.» 
«Χελιδόνι,  Χελιδονάκι,  μικρό  μου  Χελιδόνι,  κάνε  ὅ,τι  σοῦ  λέω»  εἶπε  ὁ 
Πρίγκιπας. 
Καὶ τὸ Χελιδόνι ξεκόλλησε καὶ τὸ ἄλλο μάτι τοῦ Πρίγκιπα καὶ πέταξε γιὰ 
νὰ  κάνει  αὐτὸ  ποὺ  τὸν  εἶχε  παρακαλέσει.  Πέρασε  μπροστὰ  ἀπ᾿  τὸ 
κοριτσάκι, κι ἄφησε νὰ πέσει τὸ κόσμημα στὴν παλάμη του. «Ἄ! τί ὡραῖο 
γυαλάκι»  φώναξε  τὸ  κοριτσάκι,  κι  ἔτρεξε  στὸ  σπίτι  του,  γελαστὸ  καὶ 
χαρούμενο. 
Ὕστερα  τὸ  Χελιδόνι  γύρισε  στὸν  Πρίγκιπα  καὶ  τοῦ  εἶπε:  «Τώρα  ποὺ 
ἔμεινες τυφλός, θὰ μείνω γιὰ πάντα μαζί σου». 
«Ὄχι μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ τυφλὸς Πρίγκιπας, «πρέπει νὰ φύγεις γιὰ 
τὴν Αἴγυπτο.» 
«Θὰ  μείνω  γιὰ  πάντα  μαζί  σου»  ἐπέμενε  τὸ  Χελιδόνι,  κι  ἔπεσε  καὶ 
κοιμήθηκε στὰ πόδια τοῦ Πρίγκιπα. 
Ὅλη τὴν ἄλλη μέρα, τὸ Χελιδόνι καθόταν στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα, καὶ τοῦ 
῾λεγε  ἱστορίες  γιὰ  ὅ,τι  εἶχαν  δεῖ  τὰ  μάτια  του  στὶς  παράξενες  χῶρες  ποὺ 
εἶχε  πετάξει.  Τοῦ  μίλησε  γιὰ  τοὺς  ἐρῳδιούς,  ποὺ  στέκουν  σὲ  μακριὲς 
σειρὲς στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, καὶ πιάνουν χρυσόψαρα μὲ τὰ ράμφη τους· 
γιὰ τὴ Σφίγγα, ποὺ εἶναι τόσο παλιὰ ὅσο καὶ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος, καὶ ζεῖ στὴν 
ἔρημο, καὶ ξέρει τὰ πάντα· γιὰ τοὺς ἐμπόρους, ποὺ περπατοῦν ἀργὰ δίπλα 
στὶς  καμῆλες  τους,  καὶ  βαστοῦν  κεχριμπαρένιες  χάντρες  στὰ  χέρια  τους· 
γιὰ  τὸν  Βασιλιὰ  τῶν  Βουνῶν  τοῦ  Φεγγαριοῦ,  ποὺ  εἶναι  μαῦρος  σὰν  τὸν 
ἔβενο, καὶ λατρεύει ἕναν μεγάλο κρύσταλλο· γιὰ τὸ μεγάλο πράσινο φίδι 
ποὺ κοιμᾶται σὲ ἕνα φοινικόδεντρο, καὶ ἔχει εἴκοσι ἱερεῖς νὰ τὸ ταΐζουν μὲ 
μελόπιτες· καὶ γιὰ τοὺς πυγμαίους ποὺ ἀρμενίζουνε σὲ μία μεγάλη λίμνη 
πάνω  σὲ  μεγάλα  ἐπίπεδα  φύλλα,  καὶ  εἶναι  πάντοτε  σὲ  πόλεμο  μὲ  τὶς 
πεταλοῦδες. 
«Ἀγαπημένο  μου  Χελιδονάκι»  εἶπε  ὁ  Πρίγκιπας,  «μοῦ  διηγήθηκες 
θαυμάσια  κι  ἐνδιαφέροντα  πράγματα,  ἀλλὰ  τὸ  πιὸ  θαυμάσιο  κι 
ἐνδιαφέρον  πράγμα  εἶναι  ὁ  πόνος  τῶν  ἀνθρώπων  γιὰ  τὰ  βάσανά  τους. 
Δὲν  ὑπάρχει  πιὸ  τρομερὸ  πράγμα  ἀπὸ  τὴ  φτώχεια.  Πέτα,  λοιπόν,  πάνω 
ἀπ᾿ τὴν πολιτεία μου, κι ἄρχισε νὰ μοῦ πεῖς ὅ,τι βλέπεις.» 
Τὸ  Χελιδόνι  τότε  πέταξε  πάνω  ἀπ᾿  τὴ  μεγάλη  πόλη,  καὶ  εἶδε  τοὺς 
πλούσιους  νὰ  διασκεδάζουν  μέσα  στὰ  ὡραιότατα  καὶ  πολυτελῆ  μέγαρά 
τους,  ἐνῷ  ἔξω  ἀπ᾿  τὶς  πόρτες  τους  κάθονταν  ζητιάνοι.  Πέταξε  στὰ 
σκοτεινὰ  σοκάκια  κι  ἀντίκρισε  τὰ  ἀδύναμα  πρόσωπα  πεινασμένων 
παιδιῶν  νὰ  κοιτοῦν  ἀδιάφορα  τοὺς  μαύρους  δρόμους.  Κάτω  ἀπὸ  τὴν 
ἀψίδα μιᾶς γέφυρας ἦσαν δύο παιδάκια, τὸ ἕνα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, 
καὶ  προσπαθοῦσαν  νὰ  ζεσταθοῦν.  «Θεέ  μου,  πῶς  πεινᾶμε!»  ἔλεγαν  τὰ 
παιδιά.  «Μὴν  κοιμᾶστε  ῾δῶ,  θὰ  παγώσετε»  τοὺς  φώναξε  ὁ  Φύλακας,  καὶ 
τὰ  παιδιὰ  σηκώθηκαν  καὶ  συνέχισαν  τὴν  ἄσκοπη  περιπλάνησή  τους  στὴ 
βροχή. 
Ἔπειτα  ἀπὸ  ὅλα  αὐτά,  τὸ  Χελιδόνι  γύρισε  πίσω  καὶ  διηγήθηκε  στὸν 
Πρίγκιπα ὅ,τι εἶχε δεῖ. 
«Ὅλο  μου  τὸ  σῶμα  εἶναι  καλυμμένο  μὲ  καθαρὸ  χρυσάφι»  εἶπε  ὁ 
Πρίγκιπας, «φρόντισε νὰ τὸ βγάλεις φύλλο‐φύλλο, καὶ νὰ τὸ δώσεις στοὺς 
φτωχούς  μου  (ὑπηκόους)·  οἱ  ζωντανοὶ  πάντοτε  πιστεύουν  ὅτι  ὁ  χρυσὸς 
μπορεῖ νὰ τοὺς κάνει εὐτυχισμένους.» 
Καὶ  τὸ  Χελιδόνι  τότε,  ἄρχισε  νὰ  τραβάει  ἕνα‐ἕνα  φύλλο  τὸ  χρυσάφι, 
ὥσπου ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας ἔμεινε γυμνὸς ἀπὸ τὴ χτυπητὴ ὀμορφιά 
του καὶ παρουσίαζε πιὰ ἕνα ἄθλιο θέαμα. Κι ἕνα‐ἕνα φύλλο χρυσάφι, τὸ 
Χελιδόνι  τὸ  πήγαινε  στοὺς  φτωχούς,  καὶ  ζωήρεψαν  τὰ  πρόσωπα  τῶν 
μικρῶν  παιδιῶν,  καὶ  πῆραν  ῥοδαλὸ  χρῶμα,  κι  ἄρχισαν  νὰ  γελοῦν  καὶ  νὰ 
παίζουν στοὺς δρόμους φωνάζοντας: «Τώρα ἔχουμε ψωμί!» 
Ὕστερα  ἦρθε  τὸ  χιόνι,  καὶ  μετὰ  τὸ  χιόνι  ἦρθε  ἡ  παγωνιά.  Οἱ  δρόμοι 
ἔμοιαζαν νὰ εἶχαν γίνει ἀπὸ ἀσήμι, τόσο γυάλιζαν καὶ γλιστροῦσαν. Ἄπὸ 
τὶς  ἄκρες  τῶν  σπιτιῶν  κρέμονταν  οἱ  πάγοι  σὰν  μακριὰ  γυάλινα  σπαθιά. 
Ὅλοι  περπατοῦσαν  τυλιγμένοι  σὲ  γοῦνες  καὶ  τὰ  παιδάκια  μὲ  τὶς  ζεστὲς 
κουκοῦλες τους ἔτρεχαν μὲ τὰ πατίνια πάνω στὸν πάγο. 
Τώρα  τὸ  φτωχὸ  Χελιδονάκι  κρύωνε  ὅλο  καὶ  περισσότερο,  ὡστόσο  δὲν 
ἐννοοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Πρίγκιπα, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολύ. 
Τσιμποῦσε  τὰ  ξίχουλα  τοῦ  ψωμιοῦ  στὶς  πόρτες  τῶν  φούρνων,  ὅταν  ὁ 
φούρναρης κοιτοῦσε ἀλλοῦ, καὶ προσπαθοῦσε νὰ ζεσταθεῖ χτυπώντας τὰ 
φτερά του. 
Ὅ, τι καὶ νἄκανε, ἤξερε ὅτι θὰ πέθαινε γρήγορα. Μόλις εἶχε τὴ δύναμη νὰ 
πετάξει ἀκόμη μιὰ φορὰ στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα. «Ἀντίο, ἀγαπημένε μου 
Πρίγκιπα!» τοῦ μουρμούρισε, «Θὰ μ᾿ ἀφήσεις νὰ σοῦ φιλήσω τὸ χέρι;» 
«Χαίρομαι  πολὺ  ἀγαπημένο  μου  Χελιδονάκι  ποὺ  φεύγεις  γιὰ  τὴν 
Αἴγυπτο»  εἶπε  ὁ  Πρίγκιπας,  «ἔμεινες  ἀρκετὰ  ἐδῶ·  ὅμως  πρέπει  νὰ  μὲ 
φιλήσεις στὰ χείλη γιατὶ σ᾿ ἀγαπάω.» 
«Δὲν  πρόκειται  νὰ  φύγω  γιὰ  τὴν  Αἵγυπτο  καλέ  μου  Πρίγκιπα»  εἶπε  τὸ 
Χελιδόνι, ἀλλὰ γιὰ τὸν Οἶκο τοῦ Θανάτου. Ὁ Θάνατος εἶναι ἀδελφὸς τοῦ 
Ὕπνου, ἔτσι δὲν εἶναι;» 
Καὶ  τὸ  Χελιδόνι  φίλησε  τὸν  Εὐτυχισμένο  Πρίγκιπα  στὰ  χείλη,  κι  ἔπεσε 
νεκρὸ στὰ πόδια του. 
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνα περίεργο ῥάγισμα, ἕνα κράκ, ἀντήσησε μέσα 
στὸ  ἄγαλμα,  σὰν  κάτι  νἄσπασε.  Ἦταν  ἡ  μολυβένια  καρδιά  του 
ποὖχε  κοπεῖ  στὰ  δυό.  Ὁπωσδήποτε  ἦταν  ἕνας  τρομακτικὰ  δριμὺς 
παγετὸς ἐκεῖνο τὸ βράδυ. 
Πρωὶ‐πρωὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα, περνοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὸ ἄγαλμα στὴν πλατεῖα, 
ὁ  Δήμαρχος·  ἦταν  μαζὶ  μ᾿  ἕνα  Σύμβουλό  του.  Καθὼς  περνοῦσαν  ἀπὸ  τὸ 
βάθρο,  στάθηκαν  καὶ  κοίταξαν  ψηλὰ  τὸ  ἄγαλμα.  Ὁ  Δήμαρχος  εἶπε:  «Τί 
περίεργο! Ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας σήμερα φαίνεται ἄθλιος.» 
«Πράγματι,  ἔχει  τὰ  χάλια  του»  φώναξε  καὶ  ὁ  Σύμβουλος,  ποὺ  πάντοτε 
συμφωνοῦσε  μὲ  τὸν  Δήμαρχο.  Ὕστερα  ἀνέβηκαν  πάνω  στὸ  ψηλὸ  βάθρο 
γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν. 
«Τὸ ῥουμπίνι ἔχει πέσει ἀπ᾿ τὸ σπαθί του, τὰ μάτια του χάθηκαν, κι εἶναι 
πιὰ  ξεπουπουλιασμένος  ἀπὸ  χρυσάφι·  τώρα  φαίνεται  χειρότερος  κι  ἀπὸ 
ζητιάνο» εἶπε ὁ Δήμαρχος. 
«Χειρότερος κι ἀπὸ ζητιάνο» ἐπανέλαβε ὁ Σύμβουλος. 
Καὶ  συνέχισε:  «Νὰ  κι  ἕνα  πουλάκι,  νεκρὸ  στὰ  πόδια  του.  Πρέπει  νὰ 
βγάλουμε  ἕνα  διάγγελμα  νὰ  μὴν  ἐπιτρέπεται  στὰ  πουλιὰ  νὰ  πεθαίνουν 
ἐδῶ.»  Κι  ὁ  Κλητήρας  ποὺ  τοὺς  συνόδευε  κράτησε  σημείωση  γιὰ  τὴν 
πρόταση. 
Ἔτσι, κατέβασαν ἀπὸ τὸ ψηλὸ βάθρο τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα. «Μιὰ καὶ 
δὲν  εἶναι  πιὰ  ὡραῖος,  δὲν  εἶναι  οὔτε  χρήσιμος»  εἶπε  ὁ  Καθηγητὴς  τῶν 
Καλῶν Τεχνῶν στὸ Πανεπιστήμιο. 
Ὕστερα,  ἔλιωσαν  τὸ  ἄγαλμα  σὲ  καμίνι,  κι  ὁ  Δήμαρχος  κάλεσε  τὸ 
Συμβούλιο  ν᾿  ἀποφασίσει  τὶ  θὰ  ἔκαναν  τὸ  μέταλλο.  Καὶ  εἶπε:  «Φυσικά, 
πρέπει  νὰ  κάνουμε  ἕνα  ἄλλο  ἄγαλμα,  κι  αὐτὸ  θὰ  εἶναι  τὸ  δικό  μου 
ἄγαλμα.» 
«Ἄ, ἄ, ἄ, ὄχι, τὸ δικό μου», φώναζαν οἱ ἄλλοι Σύμβουλοι. Κι ἔτσι μάλωσαν, 
κι ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ μαλώνουν. 
Ὁ  ἐπιστάτης  τῶν  ἐργατῶν  στὸ  καμίνι  εἶπε  τὴν  ὥρα  ποὺ  ἔλιωναν  τὸ 
ἄγαλμα: «Τί περίεργο πράγμα, αὐτὴ ἡ σπασμένη καρδιὰ ἀπὸ μολύβι δὲν 
λιώνει μὲ τὴ φωτιά. Πρέπει νὰ τὴν πετάξουμε. Καὶ τὴν πέταξε μέσα στὸν 
τενεκὲ μὲ τὰ σκουπίδια, ἐκεῖ ὅπου κείτονταν ἐπίσης καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι. 
«Φέρτε  μου  τὰ  δυὸ  πιὸ  πολύτιμα  πράγματα  ἀπ᾿  αὐτὴν  τὴν  πόλη»  εἶπε  ὁ 
Θεὸς  σὲ  ἕναν  ἀπ᾿  τοὺς  Ἀγγέλους  του·  κι  ὁ  Ἄγγελος  τοῦ  ἔφερε  τὴ 
μολυβένια καρδιὰ καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι. 
«Πέτυχες ἀπόλυτα στὴν ἐπιλογή σου» εἶπε ὁ Θεός, «διότι μέσα στὸν 
κῆπο  μου,  στὸν  Παράδεισο,  αὐτὸ  τὸ  μικρὸ  πουλὶ  θὰ  τραγουδάει 
αἰώνια,  καὶ  μέσα  στὴ  χρυσαφένια  πολιτεία  μου  ὁ  Εὐτυχισμένος 
Πρίγκιπας πάντα θὰ μὲ δοξάζει.»