.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Αφήγηση της ανταρσίας στο πλοίο «Υδρόγειος» [απόσπασμα] – William Lay & Cyrus Hussey


Στις 15 του Δεκέμβρη, σαλπάραμε από την Εντγκαρτάουν για κυνήγι φάλαινας στον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά στην πορεία, έχοντας χάσει την κάτω αντένα της μετζάνας, αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στο λιμάνι και αφού εφοδιαστήκαμε με καινούργια και τη βιράραμε, σαλπάραμε πάλι στις 19 και την ίδια μέρα ρίξαμε άγκυρα στην Τρύπα του Χολμς. Την άλλη μέρα, μιας και οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, σαλπάραμε, κι όταν πια είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τη στεριά, απαλλάξαμε τον πλοηγό από τα καθήκοντά του, ανοίξαμε πανιά και κάναμε τα απαραίτητα σ’ αυτές τις περιστάσεις, δηλαδή μαζέψαμε τις άγκυρες, λασκάραμε και τυλίξαμε τους κάβους, κ.λπ. Στις 21 Ιανουαρίου 1823, δοκιμαστήκαμε από μια βαριά καταιγίδα από τα βορειοδυτικά, κι αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη στον κατάλογο από τις δυσκολίες που ήταν γραφτό μας να αντιμετωπίσουμε. Καθώς αυτή ήταν η πρώτη δοκιμασία μας στη ζωή του ναυτικού, το σκηνικό που ξανοιγόταν μπροστά στα μάτια μας, «καταμεσής μιας θύελλας που έβγαζε ουρλιαχτά», ήταν ένα σκηνικό εκπληκτικού μεγαλείου, συνάμα και πραγματικού κινδύνου. Καθώς όμως το πλοίο πήγαινε πρίμα, κι ο άνεμος ήταν με το μέρος μας, το σκαρί κρατιόταν μια χαρά μπρος απ’ τον άνεμο, με πυκνό μουδάρισμα της κύριας γάμπιας και του τρίγκου, αν και στη διάρκεια της καταιγίδας, που κράτησε σαράντα οκτώ ώρες, η θάλασσα συχνά απείλησε να μας τουμπάρει, κάτι που αποτράπηκε χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς μας στο τιμόνι. Στις 9 Ιανουαρίου καταφέραμε να φτάσουμε στα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, που απείχαν είκοσι πέντε μίλια προς τα νοτιοδυτικά, και στις 17 διασχίσαμε τον Ισημερινό. Στις 29 του ίδιου μήνα είδαμε σπερμοφάλαινες, κατεβάσαμε τις βάρκες μας και καταφέραμε να πιάσουμε μια. Το λίπος της, όταν το βράσαμε, μας απέδωσε 75 βαρέλια λάδι. Συνεχίζοντας το ταξίδι μας, στις 23 Φεβρουαρίου περάσαμε τα Νησιά Φόκλαντ, και γύρω στις 5 Μαρτίου καβατζάραμε το μεγάλο ακρωτήρι της Νότιας Αμερικής, το Ακρωτήρι Χορν, και κατευθυνθήκαμε προς τον βορρά.
Άλλη μια φορά μόνο είδαμε φάλαινες πριν πλησιάσουμε στα Νησιά Σάντουιτς, όπου φτάσαμε την 1η Μαϊου νωρίς το πρωί. Όταν προσεγγίζαμε το νησί της Χαβάης γύρω στις 4 το απομεσήμερο, ο σκοπός της πλατφόρμας μας ειδοποίησε πως είδε ένα κοπάδι μαυρόψαρα στην απάνεμη πλευρά της πλώρης. Σύντομα ανακαλύψαμε πως επρόκειτο για κανό που έρχονταν να μας προϋπαντήσουν. Η μπουνάτσα που έπεφτε εκείνη τη στιγμή εκείνη τα εμπόδισε να μας πλευρίσουν πριν νυχτώσει, κάτι που έκαναν τελικά σε απόσταση πάνω από τρεις λεύγες από τη στεριά. Μας πρόσφεραν πολύ καλοδεχούμενες προμήθειες από πατάτες, ζαχαροκάλαμο, γλυκοπατάτες, καρύδες, μπανάνες, ψάρια κ.λπ., κι εμείς ανταποδώσαμε με σιδερένια στεφάνια βαρελιών, καρφιά και άλλα παρόμοια πράγματα. Αγκυροβολήσαμε μακριά από την ακτή όλη την επόμενη μέρα, και, αφού προμηθευτήκαμε αρκετά λαχανικά και φρούτα, χαράξαμε πορεία προς Οάχου, όπου φτάσαμε την άλλη μέρα. Αράξαμε εκεί είκοσι τέσσερις ώρες, ανοίξαμε πάλι πανιά για τις ακτές της Ιαπωνίας, με συντροφιά το φαλαινοθηρικό «Παλλάδιο» απ’ τη Βοστόνη και το «Ποκαχόντας» απ’ το Φόλμαουθ. Χωρίσαμε με τα δύο αυτά πλοία έπειτα από δύο ημερών ταξίδι. Αφού αρμενίσαμε αρκετούς μήνες στις θάλασσες της Ιαπωνίας και μαζέψαμε 550 βαρέλια λάδι, χαράξαμε και πάλι πορεία για τα Νησιά Σάντουιτς, για ανεφοδιασμό με λαχανικά και άλλα.
Όσο ήμασταν στην Οάχου, έξι από τους άντρες εγκατέλειψαν το πλοίο μες στη νύχτα. Συλλάβαμε τους δύο και τους δέσαμε με αλυσίδες, αλλά ο ένας βρήκε τρόπο να απαλλαγεί από τα δεσμά του, ελευθέρωσε και τον άλλο, και το έσκασαν μαζί.
Για να καλύψουμε τις θέσεις τους, ναυτολογήσαμε τους παρακάτω: τον Σάιλας Πέιν, τον Τζον Όλιβερ, τον Άντονι Χανσον, έναν ιθαγενή της Οάχου, τον Ουίλιαμ Χάμφρις, μαύρο φροντιστή, και τον Τόμας Λίλιστον. Αφού εφοδιαστήκαμε με όσα λαχανικά και φρούτα ήταν δυνατό να συντηρηθούν, ανοίξαμε πάλι πανιά, προβλέποντας – οι ανόητοι – ένα επιτυχημένο ταξίδι, κι ότι σύντομα θα είχαμε την ευτυχία να συναντήσουμε τους φίλους μας. Αφήνοντας την Οάχου, τραβήξαμε νότια του Ισημερινού, κι αφού ταξιδέψαμε για λίγο ψάχνοντας για φάλαινες χωρίς μεγάλη επιτυχία, στρίψαμε το τιμόνι με κατεύθυνση το νησί Φάνινγκ, που βρίσκεται σε νότιο πλάτος 3΄΄ 49’ και δυτικό μήκος 158’’ 29’. Ενώ πλέαμε στ’ ανοιχτά του νησιού, συνέβη κάτι που – είτε λάβουμε υπόψη μας την έλλειψη κινήτρων, είτε την εν ψυχρώ και με αμείλικτη σκληρότητα διάπραξή του –, όμοιό του δεν έχει συμβεί συχνά. Μιλάμε για έλλειψη κινήτρων γιατί, παρότι ορισμένα συμβάντα που θα αναφέρουμε είχαν δώσει λαβή στο πλήρωμα για δυσαρέσκεια, δεν είχε σημειωθεί ωστόσο καμιά κατάχρηση εξουσίας ή αυστηρή συμπεριφορά, που θα μπορούσε, έστω και στο ελάχιστο, να δικαιολογήσει ή να συγχωρέσει έναν τόσο βάρβαρο τρόπο ανταπόδοσης και εκδίκησης. Στη διάρκεια του ταξιδιού μας με προορισμό την Ιαπωνία την περασμένη περίοδο, είχαν ακουστεί πολλά παράπονα ανάμεσα στο πλήρωμα, που είχαν να κάνουν με τον τρόπο κατανομής και την ποσότητα του κρέατος που αναλογούσε στον καθένα. Μερικές φορές η ποσότητα ήταν παραπάνω από αρκετή για τον αριθμό των αντρών, και άλλες φορές δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του πληρώματος. Και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι πιο δυσαρεστημένοι εγκατέλειψαν το πλοίο στην Οάχου.
Δεν αμφιβάλλουμε, ωστόσο, ότι ο αναγνώστης θα θεωρήσει υπερβολικό το να επιχειρούμε μιαν αχρείαστη δικαίωση της συμπεριφοράς των αξιωματικών του «Υδρόγειος», που σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν μια εύλογη πειθαρχία, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την παράταση του ταξιδιού προς όφελος όλων. Και ιδιαίτερα όταν πληροφορηθεί ότι μερικοί από τους άντρες που ναυτολογήθηκαν στην Οάχου, στη θέση των λιποτακτών, ήταν ρεμάλια αφημένα στην τύχη τους, που συχνά δέχονταν τις αυστηρές επιπλήξεις των αξιωματικών, και μάλιστα σε μια περίπτωση ένας από δαύτους μαστιγώθηκε άγρια. Ας έχει ακόμη υπόψη του, παρακαλούμε, ο αναγνώστης ότι ο Σάμιουελ Μπ. Κόμστοκ, ο αρχηγός της σπείρας που υποκίνησε την ανταρσία, ήταν αξιωματικός (πηδαλιούχος λέμβου για την ακρίβεια) και, κατά το έθιμο, έτρωγε στην καμπίνα. Η συμπεριφορά και η στάση του πλοιάρχου απέναντι σ’ αυτό το άτομο υπήρξε πάντοτε ευπρεπής και ευγενική, απόδειξη προθέσεων που, δυστυχώς, από καιρό προοιωνίζονταν την καταστροφή. Μερικοί από το πλήρωμα ήταν αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν το πλοίο, φτάνει να πιάναμε σκάλα στο νησί Φάνινγκ, και πιστεύουμε ότι είχαν καταστρώσει σχέδιο απόδρασης. Όμως, την αναγκαιότητα αυτής της απόδρασης πρόλαβε η διάπραξη ενός εγκλήματος από εκείνα που κάνουν την ανθρωπότητα να ανατριχιάζει.
Εκείνο τον καιρό ταξιδεύαμε συντροφιά με το πλοίο «Λύρα» απ’ το Νιου Μπέντφορντ, που ο καπετάνιος του είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της ημέρας πάνω στο δικό μας πλοίο, αλλά το απόβραδο επέστρεψε στο δικό του. Είχε συμφωνήσει με τον καπετάνιο μας ν’ ανάψει ένα φως, ώστε τα δύο πλοία να κρατάνε επαφή μεταξύ τους. Δεν θα ήταν ίσως περιττό να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με τον τρόπου που οι φαλαιονοθήρες κρατάνε σκοπιά στη διάρκεια της νύχτας. Τα φαλαιονοθηρικά έχουν γενικά τρεις λέμβους, αν και μερικά έχουν τέσσερις ή πέντε και μερικές φορές ίσαμε έξι. Το «Υδρόγειος», ωστόσο, ανήκε στην κατηγορία που έχουν τρεις. Ο καπετάνιος, ο υποπλοίαρχος και ο δεύτερος υποπλοίαρχος δεν φυλάνε σκοπιά, εκτός κι αν υπάρχει λίπος για βράσιμο. Οι πηδαλιούχοι που αναλαμβάνουν τη βάρδια και τη διακυβέρνηση του πλοίου με το αντίστοιχο πλήρωμα της δικής τους λέμβου, στην περίπτωση αυτή χωρίζουν τη νύχτα σε τρεις βάρδιες και ο καθένας αναλαμβάνει από μια. Ο Σμιθ, λοιπόν, αφού φύλαξε την πρώτη βάρδια, αντικαταστάθηκε από τον Κόμστοκ (θα αναφερόμαστε σ’ αυτόν με το επίθετό του για να ξεχωρίζει από τον αδερφό του, τον Τζόρτζ) και από το πλήρωμα της μεσιανής βάρκας, και η προηγούμενη βάρδια αποσύρθηκε κάτω στις κουκέτες και τις μπράντες τους. Ο Τζόρτζ Κόμστοκ που ανέλαβε το τιμόνι, όσο διάστημα διαρκούσε το δικό του κόλπο, πήρε διαταγή από τον αδερφό του, που βλαστημούσε γιατί το πλοίο ήταν πολύ κοντά στον άνεμο, να «κρατά γερά το πλοίο». Όταν έληξε η βάρδιά του στο τιμόνι, πήρε την κουδουνίστρα (ένα όργανο που χρησιμοποιούν οι φαλαινοθήρες για να σημάνουν τη λήξη της ώρας, της βάρδιας κ.λπ.) κι άρχισε να την κουνάει. Τότε ο Κόμστοκ πήγε προς το μέρος του και, με τον πιο απότομο τρόπο τον διέταξε να πάψει λέγοντάς του: «Έτσι και κάνεις τον παραμικρό αναθεματισμένο θόρυβο θα σε στείλω στο διάολο!» Άναψε μετά ένα φανό και πήγε στο πηδάλιο. Ο Τζόρτζ, αναστατωμένος απ’ αυτή την αφύσικη συμπεριφορά του αδερφού του, πήρε πάλι την κουδουνίστρα με σκοπό να ξεσηκώσει κάποιον. Ο Κόμστοκ έτρεξε αμέσως να τον εμποδίσει και με τις σατανικές απειλές του πάγωσε τόσο το αίμα του τρεμάμενου αδερφού του, ώστε, ακόμα κι αν ο τελευταίος είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τα ανυποψίαστα και καταδικασμένα θύματα που βρίσκονταν κάτω, θα πλήρωνε με τη ζωή του το θράσος του!
Ο Κόμστοκ απίθωσε τότε κάτι βαρύ πάνω σ’ ένα μικρό πάγκο εργασίας κοντά στη σκάλα που οδηγούσε στην τιμονιέρα. Αργότερα αποδείχτηκε πως ήταν ένα μαχαίρι φορτώματος, ένα όργανο που χρησιμοποιούν οι φαλαινοθήρες για να κόψουν το λίπος όταν το ανεβάζουν με το παλάγκο, κάπου 4 πόδια μάκρος, 2 με 3 ίντσες φάρδος, οπωσδήποτε πολύ κοφτερό και, για μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση του, δίκοπο.

Για τις λεπτομέρειες αυτής της ανατριχιαστικής ενέργειας θα βασιστούμε στην περιγραφή του νεότερου Κόμστοκ, που, όπως είπαμε, βρισκόταν στην κουβέρτα εκείνη την ώρα, κι έμαθε αργότερα ορισμένα πράγματα από τον αδερφό του, που μόνον ο ίδιος μπορούσε να γνωρίζει. Ο Κόμστοκ κατέβηκε στην καμπίνα μαζί με τον Σάιλας Πέιν, τον Σαγκ Χάρμπορ, τον Τζον Όλιβερ απ’ το Σίλντς της Αγγλίας, τον Ουίλιαμ Χάμφρις, τον φροντιστή απ’ τη Φιλαδέλφεια, και τον Τόμας Λίλιστον. Ο τελευταίος, ωστόσο, δεν προχώρησε πέρα από τη σκάλα που οδηγούσε στην καμπίνα, αλλά έφυγε και έκανε πίσω. Σύμφωνα με τα λόγια του, δεν πίστευε πως θα έβαζαν μπροστά το σχέδιό τους, ώσπου τους είδε πράγματι να κατεβαίνουν στην καμπίνα, όπου έφτασε κι ο ίδιος, κατά τα λεγόμενά του, προκειμένου να φανεί εξίσου γενναίος με τους άλλους. Εμείς, όμως, πιστεύουμε ότι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να βοηθήσει τους αχρείους. Ο Κόμστοκ χώθηκε στην καμπίνα εντελώς αθόρυβα, ώστε να μην τον πάρει είδηση ο άμοιρος που κρατούσε το τιμόνι, και του έλαχε να είναι ο πρώτος που πληροφορήθηκε πως ο άλλος είχε αρχίσει το φονικό του έργο, από τον ήχο που άφησε η βαριά τσεκουριά και που τον άκουσε καθαρά.
Ο καπετάνιος κοιμόταν σε μια μπράντα κρεμασμένη μέσα στην τιμονιέρα, γιατί η προσωπική του καμπίνα ήταν αφόρητα ζεστή. Ο Κόμστοκ τον πλησίασε κρατώντας το τσεκούρι και του κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι, που άνοιξε σχεδόν στα δύο με το πρώτο χτύπημα! Αφού επανέλαβε το χτύπημα, έτρεξε προς τον Πέιν, ο οποίος, φαίνεται, περίμενε με το μαχαίρι που περιγράψαμε ήδη να επιτεθεί στον υποπλοίαρχο, μόλις θα έπεφτε νεκρός ο καπετάνιος. Τη στιγμή εκείνη, καθώς ο Πέιν έδωσε μια σπρωξιά στον υποπλοίαρχο, εκείνος ξύπνησε, και φώναξε γεμάτος τρόμο: «Τι! τι! τι!... είναι… ω! Πέιν! Ω! Κόμστοκ!... Μη με σκοτώσεις, μη για το Θεό!... Εγώ πάντα δεν ήμουν…» Εδώ τον διέκοψε ο Κόμστοκ λέγοντας: «Ναι! Εσύ ήσουν παλιοκάθαρμα, λες ψέματα σε βάρος μου έξω απ’ το πλοίο, έτσι δεν είναι; Ήρθ’ η ώρα να πέσεις στα γόνατα, π’ ανάθεμά σε, μα άργησες πολύ». Τότε ο υποπλοίαρχος ορμάει και τον αρπάζει απ’ τον λαιμό. Πάνω στη συμπλοκή, ο φανός που κρατούσε ο Κόμστοκ έπεσε κάτω και του ξέφυγε το τσεκούρι. Αλλά η θηλιά του κυρίου Μπιτλ γύρο απ’ τον λαιμό του δεν τον εμπόδισε να δώσει στον Πέιν να καταλάβει πως είχε χάσει το όπλο του. Ο τελευταίος έψαξε τριγύρω ώσπου το βρήκε και το έδωσε στον Κόμστοκ, που κατάφερε να χτυπήσει τον υποπλοίαρχο στο κεφάλι και να του σπάσει το κρανίο. Ο δυστυχής γκρεμίστηκε στο κελάρι, όπου έμεινε βογκώντας ώσπου να τον αποτελειώσει ο Κόμστοκ! Ο φροντιστής κρατούσε ένα φως εκείνη τη στιγμή, ενώ ο Όλιβερ χτυπούσε κι αυτός όποτε μπορούσε!
Ο δεύτερος και ο τρίτος υποπλοίαρχος, δεμένοι μέσα στις καμπίνες τους, βρίσκονταν στις κουκέτες τους ακούγοντας, χωρίς να τολμούν να βγάλουν άχνα απ’ τον φόβο. Όντας ανίδεοι για την αριθμητική δύναμη των στασιαστών και άοπλοι, θεώρησαν καλύτερο να περιμένουν το φρικτό μοιραίο, με την ελπίδα να τους χαρίσουν τη ζωή.
Ο Κόμστοκ, αφήνοντας ένα φρουρό στην πόρτα της καμπίνας του δεύτερου, ανέβηκε στην κουβέρτα να ανάψει τη λάμπα στην πυξιδοθήκη, γιατί είχε σβήσει πάλι τυχαία. Εκεί, τον ρώτησε ο τρομοκρατημένος αδερφός του, του οποίου την αγωνία δεν θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε, αν είχε κατά νου να χτυπήσει τον Σμιθ, τον άλλο πηδαλιούχο. Απάντησε καταφατικά και ρώτησε που βρισκόταν. Ο Τζορτζ, από φόβο ότι θα στρώνανε αμέσως στο κυνήγι τον Σμιθ, απάντησε πως δεν τον είχε δει. Τότε ο Κόμστοκ, βλέποντας τον αδερφό του να χύνει δάκρυα, τον ρώτησε άγρια: «Για ποιο πράγμα μυξοκλαις;» «Φοβάμαι», απαντά ο Τζόρτζ, «μη με χτυπήσουν!» «Θα τις φας σίγουρα από μένα, αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι!»
Όμως, το φονικό δεν είχε πάρει τέλος ακόμη. Ο Κόμστοκ πήρε τον φανό του μέσα στην καμπίνα κι άρχισε να προετοιμάζει την επίθεση εναντίον του δεύτερου και του τρίτου, δηλαδή του κυρίου Φίσερ και του κυρίου Λάμπερτ. Αφού γέμισε δύο μουσκέτα, έριξε μια φορά μέσα από την πόρτα, προς τα κει που υπολόγιζε ότι θα βρίσκονταν οι αξιωματικοί, κι έπειτα ρώτησε αν είχε πληγωθεί κανείς απ’ τους δύο! Απάντησε ο Φίσερ: «Ναι! Πληγώθηκα στο στόμα!» Πριν ο Κόμστοκ πυροβολήσει τον Φίσερ, τον ρώτησε ο Λάμπερτ αν είχε σκοπό να τον σκοτώσει. Απάντησε φαινομενικά αδιάφορος: «Α όχι, δεν νομίζω».
Άνοιξαν τότε την πόρτα, κι ο Κόμστοκ όρμησε πάνω στον Λάμπερτ, αλλά δεν τον πέτυχε και βρέθηκε πεσμένος μέσα στην καμπίνα. Ο Λάμπερτ τον γράπωσε απ’ τον λαιμό, αλλά του ξέφυγε. Ο Φίσερ κρατούσε το τουφέκι και πρότεινε την ξιφολόγχη προς την καρδιά του τέρατος! Όταν όμως ο Κόμστοκ τον διαβεβαίωσε ότι, αν παραδοθεί, θα του χαρίσει τη ζωή, ο Λάμπερτ παραδόθηκε. Ο Κόμστοκ δεν έχασε ούτε στιγμή και του τρύπησε το κορμί πέρα για πέρα αρκετές φορές!
Έπειτα στράφηκε προς τον Φίσερ και του είπε πως γι’ αυτόν δεν υπήρχε καμιά ελπίδα! «Πρέπει να πεθάνεις», του λέει: «Θυμήσου τον καυγά που μ’ έμπλεξες, τότε που ταξιδεύαμε μαζί με το Εντερπράιζ απ’ το Νάντακετ». Ο «καυγάς» που υπαινισσόταν είχε ως εξής: Ο Κόμστοκ πλησίασε τον Φίσερ για να παλέψει μαζί του. Ο Φίσερ, όντας πιο αθλητικός τύπος απ’ τον άλλον, τον έβαλε κάτω χωρίς καμιά δυσκολία, οπότε ο Κόμστοκ, παθιασμένος, τον χτύπησε. Τότε ο Φίσερ τον άρπαξε και τον ξάπλωσε κάτω στην κουβέρτα αρκετές φορές και με πολύ σκληρό τρόπο.
Ο Κόμστοκ είχε ξεστομίσει τότε μερικές άγριες απειλές, που ο Φίσερ δεν τους έδωσε καμιά σημασία. Τώρα όμως έπεφταν πάνω του με όλη τη φρίκη της πραγματικότητας. Βλέποντας τον άσπλαχνο εχθρό του να κωφεύει στις διαμαρτυρίες και τις ικεσίες του, είπε: «Αν δεν υπάρχει ελπίδα, ας πεθάνω τουλάχιστον σαν άντρας!» κι έχοντας, κατά διαταγή του Κόμστοκ, γυρίσει την πλάτη του, είπε με σταθερή φωνή: «Είμαι έτοιμος!»
Τότε ο Κόμστοκ ακούμπησε την μπουκα του όπλου του στο κεφάλι του και πυροβόλησε. Αυτό έδωσε ακαριαία τέλος στη ζωή του Φίσερ! Ο κύριος Λάμπερτ, όσο συνέβαιναν αυτά, εκλιπαρούσε για τη ζωή του, κι ας ήταν χωρίς αμφιβολία θανάσιμα πληγωμένος. Ο Κόμστοκ στράφηκε προς το μέρος του και είπε: «Είμαι ‘μοβόρος εγώ! Έχω ‘μοβόρικο χέρι και θα πάρω εκδίκηση!». Και τον τρύπησε πάλι πέρα για πέρα με μια ξιφολόγχη! Ο άμοιρος ικέτευσε τότε για λίγο νερό. «Θα σου δώσω εγώ νερό», λέει ο Κόμστοκ, και βυθίζοντας άλλη μια φορά την ξιφολόγχη μες στο κορμί του τον παράτησε εκεί να ξεψυχήσει!
Φαίνεται λοιπόν πως αυτός ο αχρείος, χειρότερος κι από δαίμονα, δολοφόνησε με τα ίδια του τα χέρια τους πάντες! Ευχαρίστως θα ξεπλέναμε από «τον σκουπιδότοπο της μνήμης μας» κάθε ανάμνηση εκείνης της αιματηρής νύχτας. Ο ευσπλαχνικός αναγνώστης, ωστόσο, που η ψυχή του αρρωσταίνει με την ανάγνωση – όπως η δική μας με την αφήγηση – αυτής της συφοριασμένης ιστορίας, δεν θα αποδοκιμάσει, ελπίζουμε, τη δημοσιοποίηση προς τον κόσμο αυτών των θλιβερών γεγονότων. Αφού αξιωθήκαμε, χάρη στο απέραντο έλεος της Θείας Πρόνοιας, να ξαναγυρίσουμε στους κόλπους των οικογενειών μας και στα σπίτια μας, θεωρήσαμε καθήκον μας απέναντι στον κόσμο να καταγράψουμε τη δική μας «αβερνίκωτη ιστορία».

[Η ανταρσία που ξέσπασε στο πλοίο «Υδρόγειος» (Globe), τη νύχτα της 25ης Ιανουαρίου του 1824, υπήρξε η πιο αιματηρή στην ιστορία της αμερικανικής φαλαινοθηρίας. Ο αρχηγός της, ο 20χρονος καμακιστής Σάμιουελ Κόμστοκ, ήταν γιος ενός Κουάκερου δάσκαλου του Ναντάκετ. Τα αίτια που την προκάλεσαν παραμένουν ασαφή, αν και ένας άλλος επιζών κατέθεσε ότι, την ημέρα της ανταρσίας, ο πλοίαρχος Τόμας Ουέρθ είχε μαστιγώσει κάποιον απ’ το πλήρωμα για ανυπακοή. Λίγες μέρες αφότου ξέσπασε η ανταρσία, οι δράστες της φιλονίκησαν μεταξύ τους. Στις 28 Ιανουαρίου ο Σάμιουελ Κόμστοκ έστειλε στην αγχόνη τον Ουίλιαμ Χάμφρις, με τον ισχυρισμό ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον ίδιο και τον Σάιλας Πέιν. Το Υδρόγειος έφτασε στην Ατόλη Μίλι, στα Νησιά Μάρσαλ του κεντρικού Ειρηνικού στις 14 φεβρουαρίου. Τρεις μέρες αργότερα ο Πέιν με τον Τζορτζ Όλιβερ σκότωσαν τον Σάμιουελ Κόμστοκ. Εκείνη τη νύχτα ο Τζορτζ Κόμστοκ μαζί με πέντε άλλους ναυτικούς διέφυγαν με το Υδρόγειος, για να φτάσουν στη Χιλή έπειτα από τέσσερις μήνες σχεδόν. Στο μεταξύ ο Πέιν άρχισε να μαστιγώνει και να αλυσοδένει όσους ιθαγενείς των Νησιών Μάρσαλ δεν ήταν της αρεσκείας του. Εκείνοι ανταπέδωσαν στις 21 Φεβρουαρίου, σκοτώνοντας όλους όσοι είχαν απομείνει από το πλήρωμα, εκτός του Σάιρους Χάσι (Cyrus Hussey, περίπου 1805-1829) και του Ουίλιαμ Λέι (William Lay, περίπου 1805-;). Αυτοί οι δύο διασώθηκαν από το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών την άνοιξη του 1827 και εξέδωσαν την δική τους Αφήγηση της ανταρσίας (A Narrative of the Mutiny On Board the Ship Globe).]


ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Α’ ΤΟΜΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ PETER NEIL
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 2004


Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – JOHANNES REUCHLIN


Όπως το Εν είναι η Πηγή του Νοητού Κόσμου, έτσι το Δύο θα είναι για εμάς η απαρχή του κόσμου των σωμάτων, ο οποίος δεν θα ήταν υλικός, εάν δεν συνίστατο στα τέσσερα αυτά σημεία:
  • το σημείο,
  • τη γραμμή,
  • την επιφάνεια, και
  • την παχύτητα(503) [δηλαδή τον όγκο],

κατά το παράδειγμα του σχήματος του κύβου, τον οποίο συγκροτούν το Εν, το Δύο, το Τρία και το Τέσσερα.
Όταν το Εν λάβει καθορισμένη θέση δημιουργεί το σημείο. Η γραμμή που χαράσσεται από ένα σημείο σ’ ένα άλλο, παράγεται από το Δύο. Η επιφάνεια γεννάται από τρεις γραμμές(504), η δε ταχύτητα από τέσσερις: εμπρός, πίσω, άνω και κάτω. Γι’ αυτόν το λόγο, όπως ακριβώς ο αριθμός Δύο, πολλαπλασιαζόμενος επί τον εαυτό του (δύο επί δύο) παράγει τον αριθμό τέσσερα, κατά τον ίδιο τρόπο η Δυάδα, επανερχόμενη στον εαυτό της και αντανακλώμενη (λέγοντας δύο επί δύο), δημιουργεί τον πρώτο κύβο.
Έπειτα από την Πεντάδα – την επί τετραγωνικής βάσεως Πυραμίδα και αρχή του νοητού κόσμου – έρχεται ο κύβος της Οκτάδας με τις έξι πλευρές(505), τον οποίο θεωρούμε ως αρχιτέκτονα στον κόσμο μας.
Μεταξύ των αρχών του κόσμου μας δεν συμπεριλαμβάνουμε ποτέ την Επτάδα, διότι είναι παρθένος και δεν γεννά τίποτε – γι’ αυτό το λόγο την αποκαλούμε Παλλάδα.
Ας επανέλθουμε λοιπόν στον πρώτο κύβο, αριθμό γόνιμο, αρχή της πολλαπλότητας και της ποικιλομορφίας, αφού συνίσταται από το Δύο και το Τέσσερα. Κι ο ίδιος ο Ζαράτας, ο παιδαγωγός του Πυθαγόρα, αποκαλούσε το Δύο μητέρα. Έτσι κι εμείς, τον κύβο, που προκύπτει από τη Δυάδα, τον ονομάζουμε ύλη, βυθό όλων των υλικών πραγμάτων, θεμέλιο και έδρα των ουσιαστικών μορφών(506).
Ο Τίμαιος ο Λοκρός, ο φημισμένος αυτός Πυθαγόρειος, στο βιβλίο του Περί της Ψυχής του Κόσμου, γράφει επί του προκειμένου θέματος: «Από το τετράγωνο γεννάται ο κύβος, σώμα στερεότατο και σταθερότατο, το οποίο έχει έξι πλευρές και οκτώ γωνίες»(507).
Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο εδράζεται μια μορφή, όταν βυθίζεται [εντός του κόσμου της ύλης]. Και επί της έδρας αυτής επανατοποθετείται, όταν τυχόν πέσει. Δεν λαμβάνεται [η μορφή] ομαδικώς ή μεταβατικώς, αλλά κατά τρόπο σταθερό και ιδιαίτερο καθίσταται ατομική και μη μεθεκτή – σαν ένας σκλάβος δεμένος στα χαμηλά της γης, που υπόκειται στο χώρο και στο χρόνο και έχει στερηθεί την ελευθερία του μέσα στη δουλεία της ύλης.
Βλέπουμε λοιπόν, από μια και μόνη πηγή να ξεπηδούν οι δίδυμες αρχές των προσωρινών πραγμάτων: η Πυραμίδα και ο Κύβος, δηλαδή η Μορφή και η Ύλη. Παρατηρούμε ότι προέρχονται από το ίδιο Τετράγωνο, του οποίου η Ιδέα – όπως καταδείξαμε παραπάνω- είναι η Τετρακτύς, το Θείο Υπόδειγμα κατά τον Πυθαγόρα.
Εξήγησα όσο συνοπτικότερα μπορούσα τα πρωταρχικά σύμβολα τα οποία – πράγματι – δεν υποδηλώνουν τίποτε άλλο από τη Μορφή και την Ύλη. Όμως πρέπει να θέσουμε κι έναν άλλον όρο, ώστε να τα ενοποιήσουμε. Διότι δεν ενώνονται αφ’ εαυτών. Η συγκέντρωση των οιωνδήποτε μορφών εντός της ύλης δεν λαμβάνει χώρα τυχαία. Η ύλη ενός πράγματος δεν μπορεί να δεχθεί τη μορφή ενός άλλου πράγματος κατά τρόπο τυχαίο.
Δηλαδή όταν η ψυχή του ανθρώπου αποχωρήσει, το σώμα του δεν γεννά… ορείχαλκο ή σίδηρο! Το μαλλί δεν μπορεί να προέλθει από την πέτρα! Γι’ αυτό, όπως οφείλουμε να θεωρήσουμε κάποιους δεσμούς που θα ενώνουν [τα προαναφερθέντα σύμβολα], είναι επίσης αναγκαίο – κατά τη γνώμη μου – να εισαγάγουμε μια αρχή άλλη από τη στέρηση του Αριστοτέλη, προκειμένου η Ύλη να κινείται επιθυμώντας τη Μορφή, ούτως ώστε η τάδε ή δείνα μορφή, παύοντας να είναι αυτή που είναι, να εισαχθεί με τη σειρά της(508).
Διότι η στέρηση και η ισχύς δεν κάνουν τίποτε το ουσιαστικό, αφού δεν έχουν καμία πραγματική δραστηριότητα, κατά συνέπειαν [έχουν] ελάχιστη υπόσταση. Ελάχιστα λοιπόν μπορούν να συνδέσουν ή να ενώσουν μια ακριβή Μορφή με κάποια Ύλη. Γι’ αυτό ορισμένοι λένε ότι αντί της στέρησης η κίνηση είναι η [ζητούμενη] τρίτη αρχή.
Δεδομένου όμως ότι πρόκειται περί συμβεβηκότος, πως θα μπορούσε να αποτελεί αρχή της υπόστασης, ή ποιος θα ήταν ο κινητήρας της κίνησής της; Γι’ αυτό, θεωρώντας το ζήτημα με μεγαλύτερη οξυδέρκεια, δύο Αθηναίοι – ο Σωκράτης, ο γιος του Σωφρονίσκου και ο Πλάτων, ο γιος του Αρίστωνος – στη θέση της κίνησης ή της στέρησης έθεσαν το Θεό.
Είπαν λοιπόν ότι υπήρχαν τρεις αρχές των πραγμάτων:
  • ο Θεός
  • η Ιδέα και
  • η Ύλη

πράγμα που ο Πυθαγόρας πριν από αυτούς είχε παραστήσει αινιγματικώς μέσω μυστηριωδών συμβόλων, διδάσκοντας ότι οι τρεις αρχές των πάντων ήσαν:
  • το Άπειρο
  • το Εν και
  • το Δύο.

Ως Απειροσύνη [θεώρησε] το Θεό. Ως Μονάδα, τη Μορφή. Κι ως Ετερότητα, την Ύλη. [Τοποθέτησε] το Άπειρο στον υπέρτατο και ασύγκριτο κόσμο. Το Εν ή ταυτότητα στον νοητό κόσμο. Το Δύο ή Ετερότητα στον αισθητό κόσμο.

Η Ύλη όντως είναι η μητέρα της διαφοράς, αλλά ο Θεός ένώνει την Ύλη και τη Μορφή δια του Νόμου που έχει επιβάλει στην ίδια τη Φύση. Γι’ αυτό το λόγο πριν από τον Πυθαγόρα, ο αρχαιότερος ποιητής ο Ορφέας, στους Ύμνους του, έπειτα από το Δία (δηλαδή τη Μορφή), τον οποίον αποκαλεί αρχή πάντων(509) κι έπειτα από την Ήρα (δηλαδή την Ύλη), την οποία αποκαλεί «σύνευνη του Διός» και «γεννήτειρα των πάντων»(510), απευθύνεται στην Ύλη υπό το όνομα της Ήρας, μ’ αυτά τα λόγια: «Χωρίς εσένα δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε από τη φύση της ζωής. Διότι εσύ είσαι εκείνη που κοινωνείς με σεμνότητα, αναμεμειγμένη με τα πάντα»(511).
Ιδού γιατί μετά το Δία – τη Μορφή – και την Ήρα – την Ύλη – ο Ορφέας προσθέτει το Νόμο, δηλαδή τη διανομή, ως Τρίτη αρχή της φύσης. Αποκαλεί [το Νόμο] «βεβαιότητα της Φύσης»(512). Η λέξη Νόμος στην ελληνική γλώσσα προέρχεται, όπως γνωρίζετε, από το ρήμα Νέμω, μοιράζω, διανέμω. [λέγεται έτσι επειδή] διανέμει σ’ όλους ό,τι τους ανήκει.
Ο Ορφέας μιλά για Ουράνιο Νόμο, ο οποίος αποτελεί δίκαιη σφραγίδα(513) – αυτούς τους όρους μεταχειρίζεται στους ύμνους του. Ο Νόμος της φύσης σφραγίζει με μια μοναδική μορφή περισσότερες από μια Ύλες, όπως ακριβώς ένας συμβολαιογράφος σφραγίζει με την παράσταση της δακτυλιοσφραγίδας του περισσότερα από ένα βουλοκέρια. Ως εκ τούτου, όλες οι σφραγισμένες μορφές στη φύση δεν αποκαλούνται πλέον Ιδέες, αλλά Είδη (δηλαδή Μορφές), «σαν τα αποτυπώματα πάνω στο βουλοκέρι, τα οποία είναι αδιαχώριστα από την ύλη», όπως έγραψε ο Αμμώνιος(514).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μας αποκαλύπτεται τώρα η απαρχή του αισθητού τούτου κόσμου, τον οποίον παράγει ο ένδοξος γάμος της Πυραμίδας και του Κύβου δια του Νόμου της φύσης. Η τετραγωνική βάση των ενωμένων και αδιαχωρίστων αυτών σχημάτων σχηματίζει το Δωδεκάεδρο, σύμβολο των Πυθαγορείων που καθορίζει το Σύμπαν το οποίο συντίθεται από την Ύλη και τη Μορφή. Κάτι που συχνά μας υπενθυμίζει ο Αλκίνοος, αναφερόμενος στη δοξασία του Πλάτωνος.
Λέει: «Ο Θεός μεταχειρίσθηκε το Δωδεκάεδρο για το Σύμπαν – όταν δηλαδή κατεσκεύασε τον κόσμο»(515). Διότι εάν πάνω σε έναν οκταγωνικό Κύβο τοποθετήσετε μια Πυραμίδα που έχει κατασκευασθεί υψώνοντας ισόπλευρα τρίγωνα πάνω στις τέσσερις πλευρές [ενός τετραγώνου], θα έχετε επιδέξια κατασκευάσει το στερεό που ονομάζεται Δωδεκάεδρο, όπου ο Κύβος – σαν μητέρα – βρίσκεται στο κάτω τμήμα, ενώ η Πυραμίδα – σαν πατέρας – είναι στο επάνω μέρος.
Ο Τίμαιος ο Λοκρός, ο διάσημος τούτος Πυθαγόρειος, λέει στο Περί της Ψυχής του Κόσμου: «Η Μορφή κατάγεται από το άρρεν, από τον πατέρα. Η δε Ύλη κατάγεται από το θήλυ, από τη μητέρα. Ο τρίτος όρος είναι εκείνο που παράγεται από τη συνεύρεσή τους»(516).
Βασιζόμενοι στα παραπάνω, βεβαιώνουμε ότι όλα όσα βρίσκονται εντός του κόσμου τούτου δεν είναι αιώνια, αλλά παράγονται από ακριβή σπέρματα και από κάποια μυστική δυνητικότητα. Τα πράγματα, λοιπόν, εμφανίζουν μιαν εκπληκτική ποικιλομορφία, λόγω ακριβώς της διαφορετικής συμμετρήσεως(517) των Μορφών προς τις Ύλες τους και [λόγω] της πρόσθεσης συμβεβηκότων απείρου σχεδόν αριθμού, τα οποία ο Επίκουρος αποκαλεί Συμπτώματα. [δηλαδή] αφθονία και έλλειψη. Πόλεμο και ειρήνη. Κίνηση και ανάπαυση. Ορμή και ηρεμία. Σπανιότητα και πυκνότητα.
Από αυτά γεννώνται κόσμοι και αστέρες και τα Τέσσερα Στοιχεία απ’ όπου εξέρχονται το θερμό και το υγρό, το ψυχρό και το ξηρό κι οσαδήποτε θέλετε αντικείμενα των αισθήσεων. Έτσι όταν ένα συμβεβηκώς προστίθεται στα υπόλοιπα, έχει ως αποτέλεσμα τα πάντα να μετατρέπουν τη μορφή τους και ν’ αλλάζουν το χρώμα τους, κατά τη μαρτυρία του Λουκρητίου.
Όπως αντιλαμβάνεσθε, προχωρούμε τώρα μαζί με πλήθος φιλοσόφων, πορευόμενοι μιαν οδό πολυσύχναστη, αφού ερευνούμε τα φυσικά πράγματα. Γι’ αυτό, μια και πολλοί έχουν δια μακρών ασχοληθεί με τη φύση, απαιτούνται μικρότερες προσπάθειες προκειμένου να αποδείξουμε τα όσα που πίστευε ο Πυθαγόρας σχετικώς με τα φυσικά πράγματα.




____________________________
503 puncto, linea, superficie, crassitudine.
504 Κατά τη γεωμετρία, δύο τεμνόμενες ευθείες καθορίζουν μια επιφάνεια. Εδώ όμως ο συγγραφέας προφανώς παρατηρεί ότι τρεις γραμμές συγκροτούν το απλούστερο κλειστό ευθύγραμμο σχήμα (το τρίγωνο), το οποίο βεβαίως ορίζει μια επιφάνεια (σ.τ.μ.)
505 Ο κύβος έχει έξι πλευρές, αλλά οκτώ γωνίες (σ.τ.μ.)
506 fundamentum, sedemque, substantialium, formarum.
507 εκ δε τω τετραγώνω γεννάσθαι τον κύβον, εδραιότατον και σταδαίον πάντη σώμα. Εξ μεν πλευράς, οκτώ δε γωνίας έχον.
508 necesse principium aliud q, privatione Aristotelica addycere quo moveat material ad formoe desyderium, ita ut cessante hac & hac forma, introducat uicissim ista quoeda & ista.
509 Ορφικοί Ύμνοι XV, 7
510 Διός σύλλεκτρον, παντογένεθλον.
511 Χωρίς γαρ σέθεν ουδέν όλως ζωής φύσιν έγνω. Κοινωνείς γαρ άπασιν κεκραμένη πέρι σεμνώς.
512 Φύσεως το βέβαιον.
513 Ουράνιον νόμον, σφραγίδα δικαίαν.
514 Ως τα εν τοις κηροίς εκτυπώματα αχώριστα της ύλης.
515 Τω δε δωδεκαέδρω εις το παν ο Θεός κατεχρήσατο.
516 Το μεν είδος λόγον έχει άρρενος τε και πατρός. Α δ’ ύλα, θήλεός τε και ματέρος.
517 commensuratione




JOHANNES REUCHLIN
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΛΑ
(De Arte Cabalistica)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ
ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1998

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

ΜΠΑΦΟΜΕΤ – ELIPHAS LEVI


Tem:. O:. H:. P:. Abb:.*
Binario Verbum Vitae Mortem et Vitam Aequilibrans

Απεικονίσεις του Μπαφομέτ υπάρχουν πολλές.
Μερικές φορές απεικονίζεται με γενειάδα, με κέρατα τράγου, με αντρικό πρόσωπο, με στήθος γυναίκας, με χαίτη και νύχια λιονταριού, με φτερά αετού και οπλές ταύρου.
Σε αυτόν αποδίδεται η αναστημένη σφίγγα των Θηβών, το τέρας του Οιδίποδα, που είναι πότε αιχμάλωτο και πότε επικυρίαρχο.
Είναι η γνώση που ορθώνεται σε αντίθεση με την ειδωλολατρία, διαμαρτυρόμενη μέσω της ίδιας της θηριωδίας του ειδώλου.
Ανάμεσα στα κέρατά του μεταφέρει τη δάδα της ζωής, της οποίας η ζωντανή ψυχή είναι ο Θεός .
Στους Ισραηλίτες ήταν απαγορευμένο να αποδίδουν θείες συλλήψεις με τη μορφή ανθρώπου ή οποιουδήποτε ζώου. Έτσι στην κιβωτό της Διαθήκης και στο ιερό, τόλμησαν να σκαλίσουν μόνο κερούμπ, δηλαδή σφίγγες με σώματα ταύρων και κεφάλια ανθρώπων, αετών και λιονταριών.
Αυτές οι μικτές μορφές δεν αναπαρίσταναν ούτε την πλήρη μορφή του ανθρώπου, ούτε οποιουδήποτε ζώου.
Αυτές οι υβριδικές δημιουργίες των απίθανων ζώων επιχειρούσαν να καταδείξουν ότι η εικόνα δεν ήταν ένα είδωλο ή αναπαραγωγή ενός ζωντανού πράγματος, αλλά μάλλον ένας χαρακτήρας ή αναπαράσταση κάποιου πράγματος που υφίσταται στη σκέψη.
Εκείνος που λατρευόταν δεν ήταν ο Μπαφομέτ, αλλά ο Θεός. Ο απρόσωπος Θεός πίσω από αυτή την άμορφη μορφή, αυτή την εικόνα που δε μοιάζει με κανένα δημιουργημένο πλάσμα.
Ο Μπαφομέτ δεν είναι ένας Θεός. Είναι το σημάδι της μύησης. Είναι, επίσης, το ιερόγλυφο σχήμα του μεγάλου θείου Τετραγράμματου.
Είναι μια επιβίωση των κερούμπ της Κιβωτού της Διαθήκης και του Αγίου των Αγίων.
Είναι ο φύλακας του κλειδιού του ναού.
Ο Μπαφομέτ είναι ανάλογος με το σκοτεινό Θεό του ραβίνου Συμεών.
Είναι η σκοτεινή πλευρά του θείου προσώπου. Γι’ αυτό το λόγο, κατά τη διάρκεια των τελετών μύησης, ο υποψήφιος πρέπει να φιλήσει το κρυμμένο πρόσωπο του Μπαφομέτ, ή να του δώσει ένα πιο κοινό όνομα, δηλαδή να τον ονομάσει Διάβολο. Στο συμβολισμό των δύο προσώπων, το κρυμμένο πρόσωπο του Θεού είναι ο Διάβολος και το κρυμμένο πρόσωπο του Διαβόλου είναι το ιερογλυφικό πρόσωπο του Θεού.
Γιατί υπάρχει άραγε το όνομα Ελευθεροτέκτονας; Ελεύθερος από τι; Από το φόβο του Θεού; Ναι αναμφίβολα, γιατί όταν κάποιος φοβάται το Θεό, τότε τον αντικρύζει πισώπλατα. Ο τρομερός Θεός είναι ο μαύρος Θεός, ο Διάβολος. Οι Ελευθεροτέκτονες επιθυμούν να οικοδομήσουν έναν πνευματικό ναό στον ένα Θεό, το Θεό του φωτός, το Θεό της κατανόησης και της φιλανθρωπίας. Αντιτίθενται στο Θεό του Διαβόλου και στο Διάβολο του Θεού. Σέβονται, ωστόσο, τις ευσεβείς πίστεις του Σωκράτη, του Βίνσεντ ντε Πολ και του Φενελόν. Εκείνου που θα αποκαλούσα πρόθυμα, μαζί με το Βολτέρο, «ποταπή ατιμία» είναι πρόσωπο. Ή, καλύτερα, αυτή την ανόητη μορφή που κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα πήρε τη θέση του Θεού.
Όσο λαμπρότερο είναι το φως, τόσο σκοτεινότερη είναι και η γειτονική σκιά. Ο Χριστιανισμός είναι ταυτόχρονα η σωτηρία και η πληγή του κόσμου. Είναι η πιο εκλεπτυσμένη από τις σοφίες και η πιο τρομακτική από τις τρέλες. Εάν ο Ιησούς δεν ήταν Θεός, θα ήταν ο πιο επικίνδυνος αμαρτωλός. Ο Ιησούς του Βεϊγιό είναι απαίσιος, του Ρενάν είναι ασυγχώρητος. Εκείνος των Ευαγγελίων είναι ανεξήγητος, αλλα ο Ιησούς του Βίνσεντ ντε Πολ και του Φενελάν είναι αξιαγάπητος και μπορεί να λατρευτεί. Εάν για εσάς ο Χριστιανισμός είναι η καταδίκη της λογικής, ο δεσποτισμός της άγνοιας και της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, τότε εσείς είστε ο εχθρός της ανθρωπότητας. Όμως, εάν λέγοντας Χριστιανισμός εννοείτε τη ζωή του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα, τον ηρωισμό της φιλανθρωπίας, το βασίλειο της αγνότητας που δίνει θειότητα στις θυσίες των ανθρώπων και μέσω της θείας κοινωνίας τους κάνει να ζουν την ίδια ζωή, εμπνευσμένη από την ίδια αγάπη, τότε είστε ένας σωτήρας του κόσμου.
Η θρησκεία του Μωυσή είναι μια αλήθεια. Η λεγόμενη Μωσαϊκή θρησκεία των Φαρισαίων ήταν ένα ψέμα.
Η θρησκεία του Ιησού είναι η ίδια αλήθεια που έχει προχωρήσει ένα βήμα μπροστά, αποκαλυπτόμενη στον άνθρωπο σε μια νέα έκφραση. Η θρησκεία των ιεροεξεταστών και των καταπιεστών της ανθρώπινης συνείδησης είναι ένα ψέμα.
Ο Καθολικισμός των Πατέρων της Εκκλησίας και οι άγιοι είναι μια αλήθεια. Ο Καθολικισμός του Βεϊγιό είναι ένα ψέμα.
Αυτό είναι το ψέμα που ο Ελευθεροτεκτονισμός έχει αναλάβει να πολεμήσει για χάρη της αλήθειας.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν επιθυμεί να ανακατευτεί με δόγματα ανθρώπων σαν τον Τορκουεμάδα και τον Εσκομπάρ. Αποδέχεται, όμως, ανάμεσα στα σύμβολά του εκείνα του Ερμή, του Μωυσή και του Ιησού Χριστού. Ο πελεκάνος στα πόδια του σταυρού είναι κεντημένος στην κορδέλα των μυημένων του ανώτατου βαθμού. Ο Ελευθεροτεκτονισμός αποκλείει μόνο το φανατισμό, την άγνοια, την ηλίθια ευπιστία και το μίσος. Ενώ πιστεύει σε ένα δόγμα, μοναδικό στο πνευματικό επίπεδο, αν και πολλαπλό στην εξωτερική μορφή: στο δόγμα της ανθρωπότητας. Η θρησκεία του δεν είναι ο Ιουδαϊσμός, ο εχθρός όλων των άλλων λαών, ούτε αποκλειστικά ο Καθολικισμός, ούτε ο αυστηρός Προτεσταντισμός, αλλά μια αληθινή καθολικότητα που είναι άξια αυτού του ονόματος, δηλαδή η παγκόσμια φιλανθρωπία!

Όλα είναι αληθινά στα βιβλία του Ερμή. Όμως οι προσπάθειες να τα κρατήσουν μακριά από τον βέβηλο, μπορούμε να πούμε ότι τα κατέστησαν άχρηστα για τον κόσμο.
Στο δόγμα του Μωυσή όλα είναι αληθινά. Εκείνο που είναι πλαστό είναι η αποκλειστικότητα και ο δεσποτισμός κάποιων ραβίνων. Στα χριστιανικά δόγματα, επίσης, εκφράζονται όλες οι αλήθειες, αλλά οι Καθολικοί ιερείς διέπραξαν τα ίδια σφάλματα με τους ραβίνους του Ιουδαϊσμού.
Αυτά τα δόγματα συμπληρώνουν και εξηγούν το ένα το άλλο και η σύνθεση όλων θα αποβεί η θρησκεία του μέλλοντος.
Το λάθος των μαθητών του Ερμή ήταν ότι υποστήριζαν πως στον βέβηλο πρέπει να αφήνεται το λάθος, ενώ η αλήθεια να μην είναι προσεγγίσιμη για όλους, εκτός από τους ιερείς και τους βασιλιάδες.
Οι πικροί καρποί αυτού του δόγματος ήταν η ειδωλολατρία, ο δεσποτισμός και η προσπάθεια καταστροφής του ιερατείου.
Το λάθος των Ιουδαίων ήταν ότι ισχυρίζονταν πως ήταν μοναδικό και προνομιούχο έθνος, ενώ όλοι οι άλλοι λαοί ήταν καταραμένοι και μόνο αυτοί ήταν οι εκλεκτοί του Θεού.
Αλλά και αυτοί, θύματα της σκληρής αλλαγής της μοίρας, πήραν το στίγμα του καταραμένου και καταδιώχθηκαν από όλα τα άλλα έθνη.
Οι Καθολικοί εξαπατήθηκαν από τρία θεμελιώδη λάθη:
1. Πίστευαν ότι η πίστη πρέπει με κάθε τίμημα να επιβάλλεται στη λογική, ακόμη και στην επιστήμη, της οποίας την πρόοδο πολέμησαν.
2. Απέδωσαν στον Πάπα το αλάθητο, που δεν ήταν μόνο συντηρητικό και πειθαρχικό, αλλά απόλυτο σαν εκείνο του Θεού.
3. Πίστευαν ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να αυτοστηλιτεύεται, να αποκηρύξει τη σπουδαιότητα της ύπαρξής του και να κάνει τον εαυτό του δυστυχισμένο, προκειμένου να προετοιμαστεί για τη μέλλουσα ζωή. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα πράγματα είναι μάλλον αντίστροφα. Ο άνθρωπος θα πρέπει να καλλιεργήσει όλες του τις ικανότητες, να τις αναπτύξει, να γεμίσει την ψυχή του, να μάθει, να γνωρίσει και να αγαπήσει τη ζωή του. Με μια λέξη, να είναι ευτυχισμένος. Γιατί τούτη η παρούσα ζωή είναι ουσιαστικά μια προετοιμασία για τη μελλοντική και η αιώνια ευτυχία του ανθρώπου αρχίζει μόνο όταν αποκτήσει τη βαθιά ειρήνη που απορρέει από την τέλεια ισορροπία.
Αυτά τα λάθη έκαναν τη φύση, την επιστήμη και τη λογική να διαμαρτυρηθούν εναντίον αυτών των θρησκειών. Έτσι δημιουργείται προς στιγμή η αντίληψη ότι κάθε πίστη έχει εξαφανιστεί και κάθε θρησκεία έχει χαθεί από το πρόσωπο της γης.
Όμως ο κόσμος δε θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς θρησκεία, όπως ένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει χωρίς καρδιά. Όταν όλες οι θρησκείες θα είναι νεκρές, τότε θα ζήσει η μοναδική και παγκόσμια θρησκεία. Αυτό θα συμβεί όταν όλοι οι άνθρωποι αποδεχθούν από κοινού την παγκόσμια αλληλεγγύη, την ενότητα έμπνευσης, την ποικιλία έκφρασης, την πίστη σε ένα μόνο Θεό, την ελευθερία στο συμβολισμό και στη χρήση των εικόνων, και την ορθά νοούμενη φιλανθρωπία, σύμφωνη με το πνεύμα παγκοσμιότητας που πρέπει να βρίσκεται πάντα στις καρδιές όλων. Θα μπορούσαμε ακόμη να αναφέρουμε το σεβασμό προς το πνεύμα, που είναι ανάλογο σε όλους τους ανθρώπους και που λειτουργεί σε διάφορους βαθμούς ανάμεσά τους, καθώς και την τελειοποίηση του δόγματος ή την πιθανή βελτίωση των λατρειών. Πάντως, πίσω από όλα αυτά παραμένει η μεγάλη και αμετακίνητη πίστη στο μοναδικό Θεό, που είναι άυλος και αμετάβλητος και του οποίου όλες οι συμβατικές αναπαραστάσεις είναι είδωλα, όπως και η πίστη στη λογική και στον παγκόσμιο νόμο, μέσω του οποίου ο Θεός χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν εργαλεία για τη δημιουργία και τη συντήρηση τόσο των εντόμων όσο και των γαλαξιών.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες ελπίζουμε ότι θα δούμε εγκαθιδρυμένα επάνω στη γη:
Το συνδυασμό όλων των οικονομικών ενδιαφερόντων.
Την ομοσπονδία των λαών.
Την συμμαχία όλων των θρησκευτικών λατρειών.
Και την παγκόσμια αλληλεγγύη.


______________________
Templi Omnium Hominum Paces Abbas: «Ο πατέρας του Ναού, η συμπαντική ειρήνη των ανθρώπων» (σ.τ.μ.)



Eliphas Levi
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΜΥΓΙΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1993


Κυριακή 8 Μαΐου 2016

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ – DION FORTUNE


1. Είναι πολλές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο εσωτεριστής όταν προσπαθεί να διατυπώσει και να μεταδώσει τη φιλοσοφία του. Η γνώση που παίρνει από τα ανώτερα πεδία ύπαρξης απαιτεί μια διαδικασία διαφορετική από το συνηθισμένο τρόπο νόησης και μπαίνει σε λειτουργία μόνο όταν εγκαταλείπεται η σκέψη. Συνεπώς, οι ανώτερες μορφές υπερβατικών ιδεών είναι γνωστές και κατανοητές μόνο σε εκείνη την περιοχή της συνείδησης που ξεπερνάει τη σκέψη. Εκείνοι που μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή την όψη της συνείδησης είναι ικανοί να λάβουν αυτές τις ιδέες στην αρχική τους μορφή. Για να μεταφέρει κανείς αυτές τις ιδέες σε όσους δεν έχουν την εμπειρία τέτοιων μορφών συνείδησης, πρέπει να τις μορφοποιήσει, διαφορετικά θα αποτύχει να μεταδώσει οποιεσδήποτε εντυπώσεις. Οι μυστικιστές χρησιμοποίησαν τις πιο απίθανες παρομοιώσεις στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους. Οι φιλόσοφοι χάθηκαν μέσα σε φραστικούς λαβύρινθους. Οι Καββαλιστές, όμως, ακολουθούν μια διαφορετική μέθοδο. Δεν προσπαθούν να εξηγήσουν στο νου πράγματα για τα οποία είναι απροετοίμαστος. Του δίνουν μια σειρά συμβόλων, πάνω στα οποία πρέπει να διαλογιστεί και τον βοηθούν να χτίσει βήμα προς βήμα τη σκάλα συνειδητοποίησης. Έτσι θα μπορέσει να αναρριχηθεί εκεί που δεν μπορεί να φτάσει πετώντας. Ο συγκεκριμένος νους δεν είναι ικανός να συλλάβει την υπερβατική φιλοσοφία, όπως και το μάτι δεν μπορεί να δει τη μουσική.
2. Το Δέντρο της Ζωής, όπως συχνά τονίζεται, είναι περισσότερο μέθοδος παρά σύστημα. Εκείνοι που το διατύπωσαν, γνώριζαν ότι για να δει κανείς καθαρά, πρέπει πρώτα να αντιληφτεί και να συνειδητοποιήσει αυτό που βλέπει. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι έχτισαν το σύστημά τους πάνω στην ιδέα του Απόλυτου. Με αυτόν τον τρόπο όμως απλά μετατόπισαν το πρόβλημα, γιατί το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί ούτε να ορίσει, ούτε να συλλάβει το Απόλυτο. Μερικοί άλλοι στήριξαν το φιλοσοφικό τους οικοδόμημα πάνω σε μια άρνηση, δηλώνοντας ότι το Απόλυτο είναι και πρέπει πάντα να παραμένει άγνωστο. Οι Καββαλιστές δεν κάνουν τίποτε από όλα αυτά, λέγοντας πως το Απόλυτο είναι άγνωστο στη συνηθισμένη κατάσταση συνείδησης των ανθρώπινων όντων.
3. Έτσι, σύρουν ένα πέπλο σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο της εκδήλωσης, όχι γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο πέρα, αλλά γιατί το μυαλό πρέπει να σταματήσει εκεί εξαιτίας του περιορισμού του. Όταν φτάσει στο ανώτερο στάδιο ανάπτυξής του, ώστε να αποσπαστεί η συνείδηση και να σταθεί στα δικά της πόδια, τότε μπορούμε να εισχωρήσουμε στα αποκαλούμενα Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης. Μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση του κόσμου αν δεχτούμε τα Πέπλα σαν συμβατικές φιλοσοφικές ιδέες και συνειδητοποιήσουμε πως αντιστοιχούν σε ανθρώπινους περιορισμούς και όχι σε κοσμικές συνθήκες. Οι φιλοσοφικοί όροι αδυνατούν να εξηγήσουν την αρχή των πραγμάτων. Όσο και αν αναζητούμε τις πρώτες αρχές του κόσμου της εκδήλωσης, πάντα ανακαλύπτουμε μια προηγούμενη ύπαρξη. Μόνο όταν είμαστε έτοιμοι να σύρουμε το Πέπλο της Αρνητικής Ύπαρξης και να αποκαλύψουμε το μονοπάτι που οδηγεί πίσω στις πρώτες αρχές, θα δούμε αμυδρά την Πρωταρχική Αιτία. Η Πρωταρχική Αιτία δεν είναι μια αρχή χωρίς αιτία, αλλά μια Πρώτη Εμφάνιση στο επίπεδο της εκδήλωσης. Μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει ο νους, όχι μακρύτερα. Πρέπει όμως να θυμόμαστε πάντα, ότι διαφορετικά μυαλά διανύουν διαφορετικές αποστάσεις και έτσι το Πέπλο σύρεται σε διαφορετικές θέσεις για τον καθένα. Ο αμαθής δεν προχωρεί μακρύτερα από την εικόνα του Θεού, που δείχνει ένα γέρο με μακριά κάτασπρα γένια, να στέκεται πάνω σε ένα θρόνο και να δίνει διαταγές για δημιουργία. Ο επιστήμονας θα προχωρήσει λίγο μακρύτερα μέχρι να αναγκαστεί να σύρει το πέπλο που ονομάζεται αιθέρας. Ο φιλόσοφος θα προχωρήσει ακόμα μακρύτερα μέχρι το πέπλο που ονομάζεται Απόλυτο. Ο μυημένος, όμως, θα προχωρήσει μακρύτερα από όλους τους άλλους, γιατί έχει μάθει να σκέφτεται με σύμβολα και τα σύμβολα είναι για το μυαλό αυτό που είναι τα εργαλεία για τα χέρια – μια προέκταση των δυνατοτήτων τους.
4. Ο Καββαλιστής διαλέγει σαν αφετηρία του το Κέτερ, το Στέμμα, την πρώτη Σεφίρα, που συμβολίζεται με τον αριθμό Ένα, τη Μονάδα και με το Σημείο μέσα στον Κύκλο. Από εκεί ιχνηλατεί προς τα πίσω τα τρία Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης, αντί να αρχίσει από το Απόλυτο και να προσπαθήσει να εργαστεί προς τα εμπρός μέσα στην εξέλιξη. Αυτή η διαδικασία μπορεί να μη δίνει πλήρη γνώση της προέλευσης των πραγμάτων, αλλά βοηθάει το νου να ξεκινήσει από κάπου και να διατηρήσει τις ελπίδες του ότι θα τελειώσει κάποτε.
5. Ο Καββαλιστής, λοιπόν, ξεκινάει από εκεί που μπορεί – από το πρώτο σημείο που βρίσκεται μέσα στα όρια της πεπερασμένης συνείδησης. Το Κέτερ ταυτίζεται με την πιο υπερβατική μορφή του Θεού που μπορούμε να συλλάβουμε. Το Όνομά Του είναι Εχεγιέ, που μεταφράζεται στη Βίβλο σαν «Εγώ είμαι», ή πιο συγκεκριμένα, ο Αυθύπαρκτος Ένας, η Αγνή Ύπαρξη.
6. Οι λέξεις, όμως, δεν είναι τίποτα παραπάνω από λέξεις, εκτός και αν προκαλούν στο νου εντυπώσεις, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν από μόνες τους. Πρέπει να συσχετιστούν με άλλες ιδέες πριν αποχτήσουν κάποια σημασία. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε το Κέτερ μόνο όταν μελετήσουμε την Εκπόρευσή του, το Χόχμα, τη Δεύτερη Σεφίρα. Όταν εξετάσουμε και τα Δέκα Σεφιρόθ, είμαστε έτοιμοι να πλησιάσουμε το Κέτερ με δεδομένα κλειδιά για την κατανόηση της φύσης του. Όταν εργαζόμαστε πάνω στο Δέντρο είναι σοφότερο να συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε παρά να σταματήσουμε και να συγκεντρωθούμε σε ένα μόνο σημείο μέχρι να το κατανοήσουμε, γιατί το ένα πράγμα εξηγεί το άλλο και η αντίληψη των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών συμβόλων είναι εκείνη που οδηγεί στη φώτιση. Τονίζουμε πάλι ότι το Δέντρο είναι μια μέθοδος χρησιμοποίησης του νου και όχι ένα σύστημα γνώσης.
7. Αυτή τη στιγμή δεν ασχολούμαστε με τη μελέτη των Εκπορεύσεων, αλλά με τις αρχές, σε όποιο βαθμό ελπίζει να τις κατανοήσει το ανθρώπινο μυαλό. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, θα εισχωρήσουμε βαθύτερα αν σύρουμε τα Πέπλα μπροστά από τα Σεφιρόθ, παρά αν προσπαθήσουμε να διαπεράσουμε το σκοτάδι. Θα συνοψίσουμε τότε την ουσία του Κέτερ σε μια πρόταση. Μια πρόταση που δεν μπορεί να έχει παρά ελάχιστη σημασία για το σπουδαστή που προσεγγίζει το θέμα για πρώτη φορά, αλλά η οποία πρέπει να διατηρηθεί κατά νου, γιατί σύντομα θα αρχίσει να διαφαίνεται η σημασία της. Με τον τρόπο αυτό ακολουθούμε την αρχαία εσωτερική παράδοση που δίνει στο σπουδαστή ένα σύμβολο διαλογισμού για επεξεργασία. Αυτή η διαδικασία θεωρείται προτιμότερη από μια συγκεκριμένη διδασκαλία που δεν θα έχει τίποτα να του μεταφέρει. Η σπερματική σκέψη, λοιπόν, που ρίχνουμε στον υποσυνείδητο νου του αναγνώστη είναι η εξής: «Το Κέτερ είναι το Μαλκούτ του Ανεκδήλωτου». Ο Μάδερς λέει: «Ο απέραντος ωκεανός αρνητικού φωτός δεν εκπορεύεται από ένα κέντρο, γιατί είναι χωρίς κέντρο, αλλά συμπυκνώνεται σε ένα κέντρο. Αυτό είναι το πρώτο από τα εκδηλωμένα Σεφιρόθ, το Κέτερ, το Στέμμα, η Πρώτη Σεφίρα».

8. Αυτές οι λέξεις είναι από μόνες τους αντιφατικές και ακατανόητες. Λέγοντας αρνητικό φως, εννοούμε απλά ότι αυτό που περιγράφεται, παρόλο που έχει κάποιες κοινές ιδιότητες με το φως, εντούτοις δεν είναι φως όπως το γνωρίζουμε. Αυτό λίγο μας βοηθάει στην περιγραφή μας. Μας λέγεται να μην κάνουμε το λάθος να το σκεφτούμε σαν φως, αλλά δε μας δίνεται ο τρόπος να το δούμε όπως πραγματικά είναι, γιατί το μυαλό δε διαθέτει τις κατάλληλες αντιπροσωπευτικές εικόνες και έτσι πρέπει να αναπτυχθεί από μόνο του. Βέβαια, αν και οι λέξεις δε μας λένε όλα όσα θα θέλαμε να ξέρουμε, μεταδίδουν κάποιες εικόνες στη φαντασία. Αργότερα, βυθίζονται στο υποσυνείδητο και από κει ανακαλούνται όταν ο συνειδητός νους έρθει σε επαφή με κάποιες σχετικές ιδέες. Έτσι η γνώση ολοένα και αυξάνει όταν η καββαλιστική μέθοδος εφαρμόζεται πραχτικά σαν Γιόγκα της Δύσης.
9. Οι Καββαλιστές αναγνωρίζουν τέσσερα επίπεδα εκδηλωμένης Ύπαρξης και τρία επίπεδα ανεκδήλώτης ή Αρνητικής Ύπαρξης. Το πρώτο από τα τελευταία ονομάζεται Αϊν ή Αρνητικότητα, το δεύτερο Αϊν Σοφ ή Απεριόριστο. Το τρίτο Αϊν Σοφ Αούρ ή Απεριόριστο Φως. Αυτό το τελευταίο είναι που συγκεντρώνεται μέσα στο Κέτερ. Αυτά τα τρία επίπεδα ονομάζονται επίσης τα τρία Πέπλα της Αρνητικής Ύπαρξης που κρέμονται πίσω από το Κέτερ. Με άλλα λόγια είναι τα αλγεβρικά σύμβολα που μας βοηθούν να σκεφτούμε εκείνο που υπερβαίνει τη σκέψη και που συγχρόνως αποκρύβουν αυτό που αντιπροσωπεύουν. Είναι η μάσκα των υπερβατικών πραγματικοτήτων. Θα κάνουμε λάθος αν προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε αυτές τις καταστάσεις αρνητικής ύπαρξης με οποιουσδήποτε γνωστούς όρους, γιατί είναι αδύνατο να αποδοθούν τη στιγμή που είναι ανεκδήλωτες. Η έκφραση «Πέπλα», λοιπόν, μας βοηθάει να αναγνωρίζουμε αυτές τις ιδέες άσχετα να δεν παρουσιάζουν καμιά ιδιαίτερη αξία από μόνες τους. Αυτή είναι η πραγματική χρήση όλων των συμβόλων. Αποκρύβουν εκείνο που παριστάνουν μέχρι να μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε με όρους κατανοητούς, ενώ παράλληλα μας βοηθούν να χρησιμοποιούμε ιδέες που διαφορετικά θα ήταν αδιανόητες. Επειδή η ουσία του Δέντρου βρίσκεται στο γεγονός ότι τα σύμβολα του αλληλοερμηνεύονται μέσα από τις σχετικές τους θέσεις, αυτά τα Πέπλα χρησιμεύουν σαν σκαλωσιά της σκέψης. Η διεργασία αυτή μας βοηθάει να βρούμε το δρόμο μας σε περιοχές αχαρτογράφητες από το νου. Τέτοια Πέπλα (ή άλλα παρόμοια σύμβολα) δεν έχουν αξία για μας εκτός και αν κάποια όψη τους συνορεύει με γνωστή περιοχή. Αυτά τα Πέπλα, στην πραγματικότητα, ενώ αποκρύβουν εκείνο που αντιπροσωπεύουν, μας βοηθούν να δούμε καθαρά μόνο τις αντανακλάσεις τους. Αυτή είναι η λειτουργία τους και ο μοναδικός λόγος αναφοράς τους. Εμείς, λόγω των περιορισμών και των αδυναμιών μας, χρειαζόμαστε αυτά τα συμπαγή σύμβολα και το μυαλό, με την εκγύμναση που παρέχει η εσωτερική φιλοσοφία, γρήγορα μαθαίνει να εργάζεται μέσα από τους περιορισμούς και να δέχεται σαν πέπλο το σύμβολο που βρίσκεται πέρα από τις αντιληπτικές του δυνατότητες. Αυτός ο τρόπος αποτελεί το ξεδίπλωμα της σοφίας, γιατί ο νους αναπτύσσεται με εκείνο που τον τρέφει. Όταν θα έχουμε πια αναρριχηθεί στο Κέτερ, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα απλώσουμε τα χέρια, θα σκίσουμε το Πέπλο και θα κοιτάξουμε μέσα στο Απεριόριστο Φως. Ο εσωτεριστής δεν περιορίζεται δηλώνοντας ότι το Άγνωστο είναι κάτι που δεν μπορεί να γνωριστεί, γιατί πάνω από όλα πιστεύει βαθιά στην εξέλιξη και ξέρει ότι εκείνο που δεν είναι κατορθωτό σήμερα είναι δυνατό μέσα στο αύριο του κοσμικού χρόνου. Γνωρίζει επίσης, ότι ο χρόνος μετριέται με διαφορετικό τρόπο στα εσωτερικά πεδία και δεν κανονίζεται από την περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της.
10. Τα τρία Πέπλα – Αϊν (Ain), Αρνητικότητα, Αϊν Σοφ (Ain Soph), το Απεριόριστο και Αϊν Σοφ Αούρ (Ain Soph Aur), το Απεριόριστο Φως – αν και δεν είναι κατανοητά, παρ’ όλα αυτά εντυπώνουν στο νου συγκεκριμένες ιδέες. Η Αρνητικότητα φανερώνει μια Ύπαρξη ή υπόσταση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε ένα πράγμα που υπάρχει και την ίδια στιγμή δεν υπάρχει. Έτσι, θα πρέπει να σκεφτούμε ένα είδος ύπαρξης για το οποίο ποτέ δεν είχαμε συνειδητή εμπειρία. Ένα είδος ύπαρξης που σύμφωνα με το δικό μας τρόπο σκέψης δεν υπάρχει, ενώ παράλληλα αυτό το είδος ύπαρξης υπάρχει για κάποιον που μπορεί να το εκφράσει σύμφωνα με το δικό του τρόπο σκέψης. Και όπως θα έλεγε ένας σοφός: «Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από όσα αναφέρονται στη φιλοσοφία σου».
11. Αν και η Αρνητική Ύπαρξη βρίσκεται έξω από την περιοχή συνειδητοποίησής μας, αυτό δεν σημαίνει ότι και εμείς βρισκόμαστε έξω από την ακτίνα επιρροής της. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσαμε να την αγνοήσουμε, βάζοντας έτσι ένα τέλος στο ενδιαφέρον μας για αυτή. Όμως, παρ’ όλο που δεν έχουμε άμεση πρόσβαση στη φύση της, όλα όσα υπάρχουν έχουν τη ρίζα τους σε αυτή την Αρνητική Ύπαρξη. Έτσι, αν και δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε άμεσα, δεχόμαστε την επιρροή της. Με άλλα λόγια, αν και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε τη φύση της, γνωρίζουμε τα αποτελέσματά της. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ηλεκτρισμό. Ενώ δεν ξέρουμε τίποτα για τη φύση τους, τον χρησιμοποιούμε στη ζωή μας και από τα αποτελέσματά του βγάζουμε μερικά συμπεράσματα για τις ιδιότητές του. Εκείνοι που βάδισαν μακρύτερα μέσα στο Αόρατο, μας έδωσαν συμβολικές περιγραφές μέσα από τις οποίες μπορούμε να στρέψουμε το μυαλό μας στην κατεύθυνση του Απόλυτου, ακόμα και αν δεν μπορούμε να το φτάσουμε. Έχουν περιγράψει την Αρνητική Ύπαρξη σαν Φως: «Αϊν Σοφ Αούρ», το Απεριόριστο Φως. Περιέγραψαν την Πρώτη Εκδήλωση σαν Ήχο: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Θυμάμαι τι μου είπε κάποτε ένας σοφός άνθρωπος: «Αν θέλεις να μάθεις τι είναι ο Θεός, μπορώ να σου πω με μια λέξη. Ο Θεός είναι πίεση». Και ξαφνικά μια εικόνα ξεπήδησε στο μυαλό μου και αμέσως ακολούθησε μια συνειδητοποίηση. Μπορούσα να συλλάβω τη ροή της ζωής μέσα από κάθε κανάλι ύπαρξης. Ένιωσα ότι μου είχε μεταδοθεί μια γνήσια συνειδητοποίηση της φύσης του Θεού. Και όμως αν ερχόταν κάποιος να αναλύσει αυτές τις λέξεις, δεν θα έβρισκε τίποτα μέσα σε αυτές. Είχαν όμως τη δύναμη να μεταδώσουν στο νου μια εικόνα, ένα σύμβολο. Και το μυαλό λειτουργώντας στο βασίλειο της διαίσθησης – πέρα από τη σφαίρα της λογικής – πέτυχε μια συνειδητοποίηση, έστω και αν έφτασε στη σφαίρα του συγκεκριμένου νου με τη μορφή μιας εικόνας.
12. Πρέπει να αντιληφτούμε καθαρά ότι σε αυτές τις αφηρημένες περιοχές το μυαλό δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τίποτε άλλο εκτός από σύμβολα. Αυτά τα σύμβολα, όμως, παρέχουν τη δύναμη της κατανόησης στο νου που ξέρει να τα χρησιμοποιεί. Είναι οι σπόροι της σκέψης από όπου πηγάζει η κατανόηση, αν και δεν μπορούμε να πάρουμε από το ίδιο το σύμβολο μια συγκεκριμένη αντίληψη.
13. Σιγά-σιγά, σαν ανερχόμενη παλίρροια, η συνειδητοποίηση συγκεκριμενοποιεί το Αφηρημένο, αφομοιώνοντας και εκφράζοντας με δικούς της όρους πράγματα που ανήκουν σε μια διαφορετική σφαίρα. Θα κάνουμε μεγάλο λάθος αν προσπαθήσουμε να αποδείξουμε μαζί με το Χέρμπερτ Σπένσερ (Herbert Spencer) ότι επειδή ένα πράγμα είναι άγνωστο για την τωρινή κατάσταση του νου πρέπει να παραμείνει για πάντα Ακατάληπτο. Ο χρόνος αυξάνει τη γνώση μας και η εξέλιξη αυξάνει την ικανότητα της γνώσης. Η μύηση, που επισπεύδει ουσιαστικά την εξέλιξη, προκαλεί την εμφάνιση καινούργιων ικανοτήτων την κατάλληλη εποχή και οδηγεί τη συνείδηση του μύστη σε συλλήψεις μακρινές, που βρίσκονται πέρα από τον ορίζοντα του ανθρώπινου μυαλού. Αυτές οι ιδέες αν και είναι καθαρά αντιληπτές από το μύστη με ένα διαφορετικό είδος συνείδησης, εντούτοις δεν μπορούν να μεταδοθούν σε κάποιον που δε γνωρίζει αυτό το είδος συνείδησης. Επιπλέον, μπορεί να τις διατυπώσει μόνο σε συμβολική μορφή. Όποιος νους έχει την εμπειρία αυτού του πλατύτερου είδους λειτουργίας, θα μπορέσει ίσως να τις μεταφράσει στη σφαίρα της συνειδητής σκέψης. Με αυτό τον τρόπο υπάρχουν στη φιλολογία της εσωτερικής επιστήμης διασκορπισμένες σπερματικές σκέψεις, όπως «Ο Θεός είναι πίεση» και «Το Κέτερ είναι το Μαλκούτ της Αρνητικής Ύπαρξης». Αυτές οι εικόνες, που το περιεχόμενό τους δεν ανήκει καν στη σφαίρα της δικής μας λογικής, είναι τα σπέρματα σκέψης που γονιμοποιούν το ωάριο της συγκεκριμένης αντίληψης. Από μόνα τους είναι ανίκανα να διατηρήσουν κάτι περισσότερο από μια φευγαλέα εικόνα στη συνείδηση, σαν μια αναλαμπή συνειδητοποίησης. Χωρίς αυτά, το ωάριο της φιλοσοφικής σκέψης θα παραμείνει αγονιμοποίητο. Γονιμοποιημένο από αυτά πάντως – αν και η ουσία τους απορροφιέται και χάνεται σε αυτή την ίδια την πράξη – πραγματοποιείται αύξηση μέσα στο άμορφο σπέρμα της σκέψης και τελικά, μετά την απαιτούμενη κυοφορία πέρα από το κατώφλι της συνείδησης, το μυαλό γεννά μια ιδέα.
14. Αν θέλουμε να πετύχουμε την καλύτερη δυνατή λειτουργία του νου, πρέπει να μάθουμε να αφήνουμε περιθώρια για αυτή την περίοδο της λανθάνουσας κατάστασης, αυτής της γονιμοποίησης και της κυοφορίας πέρα από το κατώφλι της συνείδησης. Οι επικλήσεις μιας μυητικής τελετής είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε να προκαλέσουν αυτή τη γονιμοποιό επιρροή στη συνείδηση του υποψήφιου. Από εκεί βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι Ατραποί του Δέντρου, που είναι τα στάδια φώτισης της ψυχής, συνδέονται στενά με το συμβολισμό της μυητικής διαδικασίας.


DION FORTUNE
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΚΑΒΒΑΛΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1986

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ – SIR JAMES GEORGE FRAZER


Η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας των θεών και του αγαπημένου της ή του γιου της ήταν πολύ λαοφιλής στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επιγραφές αποδείχνουν ότι και οι δύο απολάμβαναν θεϊκές τιμές, ξεχωριστά ή μαζί, όχι μόνο στην Ιταλία και κυρίως στη Ρώμη, αλλά επίσης στις επαρχίες, ιδίως στην Αφρική, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βουλγαρία. Η λατρεία τους επιβίωσε και μετά την εγκαθίδρυση του χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο. Γιατί ο Σύμμαχος αναφέρει ότι επαναλαμβανόταν η γιορτή της Μεγάλης Μητέρας και ότι στις ημέρες του Αυγουστίνου οι θηλυπρεπείς ιερείς της εξακολουθούσαν να παρελαύνουν στους δρόμους και στις πλατείες της Καρχηδόνας, με ασπρισμένα πρόσωπα, ευωδιαστά μαλλιά κι επιτηδευμένο βάδισμα, ζητώντας ελεημοσύνη από τους περαστικούς, όπως οι επαίτες μοναχοί του Μεσαίωνα. Στην Ελλάδα, από την άλλη μεριά, τα αιματηρά όργια της ασιατικής θεάς και του συζύγου της φαίνεται ότι είχαν βρει μικρή απήχηση. Ο βάρβαρος και σκληρός χαρακτήρας της λατρείας, με τις παράφορες υπερβολές, ήταν χωρίς αμφιβολία αντίθετος στο καλό γούστο και στη φιλανθρωπία των Ελλήνων, οι οποίοι φαίνεται ότι προτιμούσαν τις συγγενείς αλλά πιο λεπτές ιεροτελεστίες του Άδωνη. Τα ίδια όμως χαρακτηριστικά που σόκαραν και απωθούσαν τους Έλληνες προσέλκυαν θετικά τους λιγότερο εξευγενισμένους Ρωμαίους και βαρβάρους της Δύσης. Η παραφροσύνη της έκστασης που από λάθος θεωρούνταν θεϊκή έμπνευση, η κατακρεούργηση του σώματος, η θεωρία μιας νέας γέννησης και η απαλλαγή από τις αμαρτίες μέσω της έκχυσης αίματος, όλα έχουν την αρχή τους στη βαρβαρότητα και φυσικά τραβούσαν τους λαούς εκείνους στους οποίους τα άγρια ένστικτα εξακολουθούσαν να είναι ισχυρά. Ο αληθινός τους χαρακτήρας συχνά καλυπτόταν κάτω από ένα κόσμιο πέπλο αλληγορικής ή φιλοσοφικής ερμηνείας, η οποία προφανώς ήταν αρκετή για να επιβληθεί στους εκστατικούς κι ενθουσιώδεις πιστούς, συμβιβάζοντας ακόμη και τους πιο καλλιεργημένους από αυτούς με πράγματα που, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα τους γέμιζαν με τρόμο και αηδία.
Η θρησκεία της Μεγάλης Μητέρας με το περίεργο ανακάτωμα άξεστης βαρβαρότητας και πνευματικών φιλοδοξιών ήταν μια από τις πολλές παρόμοιες ανατολικές θρησκείες, η οποία κατά τις τελευταίες ημέρες της ειδωλολατρίας εξαπλώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και διαδίδοντας στους ευρωπαϊκούς λαούς ξένα ιδεώδη για τη ζωή υπονόμευε σιγά σιγά ολόκληρο το οικοδόμημα του αρχαίου πολιτισμού. Η ελληνική και ρωμαϊκή κοινωνία ήταν χτισμένες πάνω στην ιδέα της υποταγής του ατόμου στην κοινότητα, του πολίτη στην πολιτεία. Έβαζαν την ασφάλεια της κοινοπολιτείας, ως ύπατο σκοπό, πάνω από την ατομική ασφάλεια, σ’ αυτόν ή σ’ ένα μελλοντικό κόσμο. Εκπαιδευμένοι από την αρχή της ζωής τους με αυτό το αφιλόκερδο ιδεώδες οι πολίτες αφιερώνονταν στο δημόσιο καθήκον και ήταν έτοιμοι να πέσουν για το κοινό καλό. Ή, εάν δίσταζαν μπροστά στην ύψιστη θυσία, ποτέ δε σκέφτονταν ότι ενεργούσαν με διαφορετικό τρόπο παρά με ευτέλεια, αφού προτιμούσαν την προσωπική τους υπόσταση από τα συμφέροντα της χώρας τους. Αυτό άλλαξε με την εξάπλωση των ανατολικών θρησκειών, οι οποίες χάραξαν την επικοινωνία της ψυχής με το Θεό και την αιώνια σωτηρία ως τα μόνα αντικείμενα για τα οποία άξιζε να ζει κανείς και μπροστά στα οποία η ευημερία και ακόμη και αυτή η ύπαρξη της πολιτείας έπεφταν σε δεύτερη μοίρα. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτού του εγωιστικού και ανήθικου δόγματος ήταν ν’ αποσπάσει τον πιστό όλο και περισσότερο από τη δημόσια υπηρεσία, να συγκεντρώσει τις σκέψεις του πάνω στις δικές του πνευματικές συγκινήσεις και να προκαλέσει μέσα του περιφρόνηση για την επίγεια ζωή, την οποία θεωρούσε απλώς ως δοκιμασία για μια άλλη ζωή καλύτερη και αιώνια. Ο άγιος και ο ασκητής, περιφρονητικοί στα γήινα και κυριευμένοι από έκσταση στη σκέψη του ουρανού, έγιναν για την κοινή γνώμη το υψηλότερο ιδανικό της ανθρωπότητας, εκτοπίζοντας το παλιό ιδανικό του πατριώτη και του ήρωα, ο οποίος ζει ξεχνώντας τον εαυτό του και είναι έτοιμος να πεθάνει για το καλό της πατρίδας του. Η γήινη πολιτεία φαινόταν φτωχή και αξιοκαταφρόνητη στους ανθρώπους των οποίων τα μάτια ήταν προσηλωμένα στο όραμα της Πολιτείας του Θεού, που ερχόταν μέσα στα σύννεφα του ουρανού. Το κέντρο βάρους λοιπόν, για να το πούμε έτσι, μετατοπίστηκε από την τωρινή σε μια μελλοντική ζωή και μολονότι ο άλλος κόσμος μπορεί να κέρδισε πολλά, δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι έχασε και πάρα πολλά από την αλλαγή. Άρχισε έτσι μια γενική αποσύνθεση του σώματος της πολιτείας. Οι δεσμοί μεταξύ του κράτους και της οικογένειας χαλάρωσαν. Η δομή της κοινωνίας άρχισε να διαλύεται στα ατομικά της στοιχεία και γι’ αυτό να ξαναπέφτει στη βαρβαρότητα. Γιατί ο πολιτισμός είναι δυνατός μόνο μέσω της δημιουργικής συνεργασίας των πολιτών και της προθυμίας τους να υποτάξουν τα προσωπικά τους συμφέροντα στο κοινό καλό. Οι άντρες αρνούνταν να υπερασπίσουν τη χώρα τους και ακόμη να διαιωνίσουν το είδος τους. Στην αγωνία τους να σώσουν την ψυχή τους και τις ψυχές άλλων, ήταν ευχαριστημένοι ν’ αφήσουν τον υλικό κόσμο, τον οποίο ταύτιζαν με την αρχή του κακού, να χαθεί γύρω τους. Αυτή η έμμονη ιδέα κράτησε χίλια χρόνια. Η αναβίωση του ρωμαϊκού δικαίου, της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, της αρχαίας τέχνης και φιλολογίας στο τέλος του Μεσαίωνα σημείωσαν την επιστροφή της Ευρώπης σε πιο φυσικά ιδανικά ζωής και συμπεριφοράς, σε πιο λογικές και πιο ανθρώπινες απόψεις για τον κόσμο. Το μεγάλο φρενάρισμα στην πορεία του πολιτισμού είχε τελειώσει. Το ρεύμα της ανατολικής εισβολής είχε γυρίσει πίσω. Και ακόμη αποτραβιέται.
Ανάμεσα στους θεούς ανατολικής προέλευσης, που κατά την πτώση του αρχαίου κόσμου ανταγωνίζονταν για την υποταγή της Δύσης, ήταν και ο αρχαίος περσικός θεός Μίθρας. Η πολύ μεγάλη δημοτικότητα της λατρείας του πιστοποιείται από τα σχετικά με αυτόν μνημεία που βρέθηκαν διασπαρμένα σε αφθονία μέσα σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε σύγκριση με τα δύο δόγματα και τις ιεροτελεστίες η λατρεία του Μίθρα φαίνεται να παρουσιάζει πολλά σημεία ομοιότητας όχι μόνο με τη θρησκεία της Μητέρας των θεών, αλλά και του χριστιανισμού. Η ομοιότητα ξάφνιασε και αυτούς ακόμη τους χριστιανούς μελετητές και ερμηνεύτηκε ως έργο του διαβόλου, που προσπαθούσε να αποπλανήσει τις ψυχές των ανθρώπων από την πραγματική τους πίστη με μια δόλια απομίμηση. Έτσι, στους Ισπανούς κατακτητές του Μεξικού και του Περού πολλές από τις ντόπιες ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες φάνηκαν διαβολικές απομιμήσεις των χριστιανικών μυστηρίων. Με μεγαλύτερη πιθανότητα ο σύγχρονος μελετητής της συγκριτικής θρησκειολογίας ανιχνεύει τέτοιες ομοιότητες στις ανάλογες και ανεξάρτητες λειτουργίες του ανθρώπινου μυαλού, στις άδολες, αν και άξεστες προσπάθειες του να ερευνήσει τα μυστικά του σύμπαντος και να ρυθμίσει τη μικρή του ζωή σύμφωνα με τα φοβερά μυστήρια. Όπως κι αν έχει το πράγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μιθραϊκή θρησκεία αποδείχτηκε φοβερός αντίπαλος του χριστιανισμού, συνδυάζοντας τη σοβαρή τελετουργία με βλέψεις για ηθική καθαρότητα και ελπίδα για αιωνιότητα. Πράγματι, το αποτέλεσμα της διαμάχης μεταξύ των δύο θρησκειών για κάποια εποχή φαίνεται αμφίρροπο. Ένα διαφωτιστικό απομεινάρι του μακροχρόνιου αυτού αγώνα διατηρείται στη γιορτή μας των Χριστουγέννων, την οποία φαίνεται ότι η Εκκλησία έχει δανειστεί απευθείας από τον ειδωλολάτρη αντίπαλό της. Στο Ιουλιανό ημερολόγιο η εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου υπολογιζόταν ως το χειμερινό ηλιοστάσιο και θεωρούνταν ως η Γέννηση του Ήλιου, γιατί η μέρα αρχίζει να μεγαλώνει και η δύναμη του ήλιου ν’ αυξάνει από αυτό το σημείο στροφής του χρόνου. Η τελετουργία λοιπόν της γέννησης, όπως φαίνεται να γινόταν στη Συρία και την Αίγυπτο, ήταν αξιοσημείωτη. Αυτοί που έπαιρναν μέρος στην εορτή αποσύρονταν σε ορισμένους εσωτερικούς ιερούς χώρους, από τους οποίους έβγαιναν τα μεσάνυχτα κραυγάζοντας δυνατά: «Η Παρθένος γέννησε! Το φως μεγαλώνει!» Οι Αιγύπτιοι ακόμη παρουσίαζαν το νεογέννητο Ήλιο με την εικόνα νηπίου, το οποίο έφερναν στα γενέθλιά του κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο και το έδειχναν στους πιστούς. Χωρίς αμφιβολία η Παρθένος που συνελάμβανε έτσι και γεννούσε ένα γιο την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου ήταν η μεγάλη ανατολική θεά, την οποία οι Σημίτες ονόμαζαν Ουράνια Παρθένα ή απλώς Ουράνια Θεά. Στις σημιτικές περιοχές ήταν μια μορφή της Αστάρτης. Ο Μίθρας πάλι κανονικά ταυτιζόταν από τους πιστούς του με τον Ήλιο, τον Αήττητο Ήλιο, όπως τον ονόμαζαν. Επομένως, η γέννηση του Μίθρα έπεφτε επίσης στις είκοσι πέντε Δεκεμβρίου. Τα Ευαγγέλια δε λένε τίποτα για την ημέρα γέννησης του Χριστού και γι’ αυτό η πρώτη Εκκλησία δεν την εόρταζε. Με τον καιρό όμως οι χριστιανοί της Αιγύπτου άρχισαν να θεωρούν την έκτη Ιανουαρίου ως ημερομηνία της Γέννησης. Και το έθιμο ανάμνησης της γέννησης του Σωτήρα αυτή την ημέρα διαδόθηκε σιγά σιγά, μέχρι που τον τέταρτο αιώνα εδραιώθηκε πια στην Ανατολή. Αλλά στο τέλος του τρίτου ή στην αρχή του τέταρτου αιώνα, η Δυτική Εκκλησία, η οποία ποτέ δεν αναγνώρισε την έκτη Ιανουαρίου ως ημέρα της Γέννησης, υιοθέτησε την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου ως την αληθινή ημερομηνία και με τον καιρό η απόφασή της έγινε αποδεχτή και από την Ανατολική Εκκλησία. Στην Αντιόχεια, η αλλαγή δεν εφαρμόστηκε μέχρι περίπου το 375 μ. Χ.

Ποιες σκέψεις λοιπόν οδήγησαν τις εκκλησιαστικές αρχές να θεσπίσουν τη γιορτή των Χριστουγέννων; Τα κίνητρα γι’ αυτόν το νεωτερισμό εκθέτονται με μεγάλη ειλικρίνεια από ένα Σύριο χριστιανό συγγραφέα. Που μας πληροφορεί ότι «ο λόγος που οι Πατέρες μετέφεραν τον εορτασμό της έκτης Ιανουαρίου στις είκοσι πέντε Δεκεμβρίου ήταν ο ακόλουθος: οι ειδωλολάτρες είχαν συνήθεια να γιορτάζουν κατά την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου τα γενέθλια του Ήλιου και ν’ ανάβουν φωτιές ως σημάδι για την εορτή. Σ’ αυτούς τους πανηγυρισμούς και τις γιορτές έπαιρναν επίσης μέρος και οι χριστιανοί. Επομένως, όταν οι πατέρες της Εκκλησίας αντιλήφθηκαν ότι οι χριστιανοί είχαν κλίση προς αυτή τη γιορτή, έκαναν συμβούλιο και έκριναν ότι η πραγματική Γέννηση έπρεπε να γιορτάζεται εκείνη ακριβώς την ημέρα και η γιορτή των Θεοφανίων την έκτη Ιανουαρίου. Έτσι, παράλληλα με το έθιμο, διατηρήθηκε η συνήθεια ν’ ανάβουν φωτιές μέχρι την έκτη Ιανουαρίου». Την ειδωλολατρική προέλευση των Χριστουγέννων υπαινίσσεται καθαρά, αν όχι παραδέχεται σιωπηλά, ο Αυγουστίνος, όταν προτρέπει τους χριστιανούς αδερφούς του να μη γιορτάζουν αυτή την επίσημη μέρα, όπως οι ειδωλολάτρες για λογαριασμό του Ήλιου, αλλά για λογαριασμό εκείνου που δημιούργησε τον Ήλιο. Ο Λέων ο Μέγας επίσης επέκρινε την ολέθρια δοξασία ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν εξαιτίας του νέου Ήλιου, όπως ονομαζόταν, και όχι εξαιτίας της γέννησης του Χριστού.
Επομένως φαίνεται ότι η χριστιανική Εκκλησία προτίμησε να γιορτάζει τα γενέθλια του ιδρυτή της την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου, για να μεταφέρει την αφοσίωση των ειδωλολατρών από τον Ήλιο σ’ αυτόν που ονομαζόταν Ήλιος της Δικαιοσύνης. Εάν λοιπόν ήταν έτσι, τότε δεν μπορεί να είναι ουσιαστικά απίθανο το συμπέρασμα ότι ίσως τέτοιου είδους κίνητρα οδήγησαν τις εκκλησιαστικές αρχές να εξομοιώσουν τη γιορτή του Πάσχα, του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου τους, με τη γιορτή του θανάτου και της ανάστασης ενός άλλου ασιατικού θεού, η οποία έπεφτε την ίδια εποχή. Τώρα, οι πασχαλινές ιεροτελεστίες που εξακολουθούν να τηρούνται ακόμη στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην νότια Ιταλία έχουν σε πολλά σημεία μια καταπληκτική ομοιότητα με τις ιεροτελεστίες του Άδωνη, κι εγώ επισήμανα ότι ίσως η Εκκλησία συνειδητά προσάρμοσε την καινούρια γιορτή στους ειδωλολάτρες προγόνους της, με σκοπό να κερδίσει ψυχές για τον Χριστό. Αλλά αυτή η προσαρμογή έγινε μάλλον στα μέρη του αρχαίου κόσμου που μιλούσαν ελληνικά παρά λατινικά. Γιατί η λατρεία του Άδωνη, ενώ άνθισε ανάμεσα στους Έλληνες, φαίνεται ότι μικρή εντύπωση προκάλεσε στη Ρώμη και στη Δύση. Βέβαια, ποτέ δεν αποτέλεσε μέρος της επίσημης ρωμαϊκής θρησκείας. Ο τόπος που θα μπορούσε να είναι χώρος της αγάπης για το χυδαίο, ήταν ήδη κυριευμένος από την παρόμοια, αλλά πιο βάρβαρη λατρεία του Άττη και της Μεγάλης Μητέρας. Ο θάνατος πάλι και η ανάσταση του Άττη επίσημα εορταζόταν στη Ρώμη την εικοστή τετάρτη και την εικοστή πέμπτη Μαρτίου. Η τελευταία θεωρούνταν ως η εαρινή ισημερία και συνεπώς ως η πιο κατάλληλη μέρα για την αναβίωση του θεού της βλάστησης, ο οποίος είχε πεθάνει ή κοιμόταν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αλλά σύμφωνα με μια αρχαία και πλατιά διαδεδομένη παράδοση ο Χριστός υπέφερε την εικοστή πέμπτη Μαρτίου και επομένως μερικοί χριστιανοί γιόρταζαν κανονικά τη Σταύρωση εκείνη την ημέρα, χωρίς να λάβουν υπόψη τη φάση του φεγγαριού. Αυτό το έθιμο τηρούνταν βέβαια στη Φρυγία, την Καππαδοκία και τη Γαλατία, ενώ υπάρχει περιθώριο σκέψης ότι κάποια εποχή τηρούνταν και στη Ρώμη. Έτσι η παράδοση που τοποθετούσε το θάνατο του Χριστού την εικοστή πέμπτη Μαρτίου ήταν παλαιά και με βαθιές ρίζες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί αστρονομικές μελέτες αποδείχνουν ότι δεν μπορεί να έχει ιστορική βάση. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι τα πάθη του Χριστού πρέπει αυθαίρετα να τοποθετούνταν σ’ αυτή την ημερομηνία, για να εναρμονιστούν με μια παλαιότερη γιορτή της εαρινής ισημερίας. Αυτή είναι η άποψη του σοφού εκκλησιαστικού ιστορικού καρδινάλιου Duchense, ο οποίος αναφέρει ότι ο θάνατος του Σωτήρα έγινε έτσι, ώστε να πέσει την ημέρα κατά την οποία, σύμφωνα με μια πλατιά διαδομένη αντίληψη, είχε δημιουργηθεί ο κόσμος. Αλλά η ανάσταση του Άττη, ο οποίος συνδύαζε στο πρόσωπό του τους χαρακτήρες του θεϊκού Πατέρα και του θεϊκού Υιού, γιορταζόταν επίσημα στη Ρώμη την ίδια μέρα. Όταν θυμηθούμε ότι η γιορτή του Αγίου Γεωργίου τον Απρίλιο αντικατέστησε την αρχαία ειδωλολατρική γιορτή των Παριλίων, ότι η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή τον Ιούνιο διαδέχτηκε μια ειδωλολατρική γιορτή του νερού το Μεσοκαλόκαιρο, ότι η γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου τον Αύγουστο εκτόπισε τη γιορτή της Ντιάνα, ότι η γιορτή των Ψυχών τον Νοέμβριο είναι συνέχεια μιας παλιάς ειδωλολατρικής γιορτής των νεκρών και ότι η γέννηση του Χριστού προσδιορίστηκε στο χειμερινό ηλιοστάσιο τον Δεκέμβριο, γιατί η μέρα αυτή θεωρούνταν ως η Γέννηση του Ήλιου, τότε δύσκολα μπορούμε να θεωρηθούμε ως απερίσκεπτοι και παράλογοι υποθέτοντας ότι και η άλλη θεμελιώδης γιορτή της χριστιανικής Εκκλησίας – ο εορτασμός του Πάσχα – είχε οριστεί κατά τον ίδιο τρόπο και από όμοια κίνητρα θέσπισης, προσαρμοσμένη σε μια παρόμοια γιορτή του φρυγικού θεού Άττη κατά την εαρινή ισημερία.
Είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτη σύμπτωση, αν όχι τίποτε περισσότερο, ότι οι χριστιανικές και οι ειδωλολατρικές γιορτές του θεϊκού θανάτου και της θεϊκής ανάστασης πρέπει να γιορτάζονταν την ίδια εποχή και στα ίδια μέρη. Γιατί οι τόποι που γιόρταζαν το θάνατο του Χριστού κατά την ανοιξιάτικη ισημερία ήταν η Φρυγία, η Γαλατία και προφανώς η Ρώμη, δηλαδή οι περιοχές όπου είτε είχε ξεκινήσει η λατρεία του Άττη είτε είχε ριζώσει βαθιά. Είναι δύσκολο να θεωρήσουμε αυτή τη σύμπτωση εντελώς τυχαία. Εάν η εαρινή ισημερία, η εποχή κατά την οποία στις εύκρατες περιοχές όλη η φύση μαρτυρεί μια νέα έκρηξη ζωτικής ενέργειας, είχε θεωρηθεί από παλιά ως η εποχή που ο κόσμος δημιουργούνταν κάθε χρόνο εκ νέου με την ανάσταση ενός θεού, τίποτε δε θα μπορούσε να είναι πιο φυσικό παρά να τοποθετηθεί η ανάσταση της νέας θεότητας στην ίδια χρονική στιγμή. Μένει μόνο να παρατηρηθεί ότι, αν ο θάνατος του Χριστού χρονολογούνταν την εικοστή πέμπτη Μαρτίου, η ανάστασή του, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, πρέπει να έγινε την εικοστή εβδόμη Μαρτίου, που είναι ακριβώς δύο μέρες αργότερα από την εαρινή ισημερία του Ιουλιανού ημερολογίου και επίσης από την ανάσταση του Άττη. Μια παρόμοια μετάθεση δύο ημερών στη ρύθμιση των χριστιανικών εορτών με τις ειδωλολατρικές συμβαίνει στις γιορτές του Αγίου Γεωργίου και της Κοίμησης της Θεοτόκου. Όμως μια άλλη χριστιανική παράδοση που ακολούθησε ο Λακτάντιος και ίσως και η Εκκλησία της Γαλατίας τοποθετούσε το θάνατο του Χριστού την εικοστή τρίτη Μαρτίου και την ανάστασή του την εικοστή πέμπτη. Εάν αυτό ήταν έτσι, η ανάστασή του ταυτιζόταν ακριβώς με την ανάσταση του Άττη.
Πραγματικά, από τη μαρτυρία ενός ανώνυμου χριστιανού, ο οποίος έγραψε τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα, φαίνεται ότι χριστιανοί και ειδωλολάτρες εντυπωσιάστηκαν το ίδιο από την αξιοπαρατήρητη σύμπτωση του θανάτου και της ανάστασης των αντίστοιχων θεοτήτων τους και ότι η σύμπτωση αυτή δημιούργησε μια πικρή αμφισβήτηση ανάμεσα στους οπαδούς των αντίπαλων θρησκειών, όπου οι ειδωλολάτρες υποστήριζαν πως η ανάσταση του Χριστού ήταν πλαστή μίμηση της ανάστασης του Άττη και οι χριστιανοί βεβαίωναν με το ίδιο πάθος πως η ανάσταση του Άττη ήταν διαβολική παραποίηση της ανάστασης του Χριστού. Από αυτές τις άπρεπες φιλονικίες οι ειδωλολάτρες πήραν ό,τι σ’ έναν επιφανειακό παρατηρητή θα φαινόταν ισχυρό επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι ο θεός τους ήταν παλαιοότερος και επομένως ο γνήσιος και όχι ο πλαστός, αφού σύμφωνα με το γενικό κανόνα ένα πρωτότυπο προηγείται από το αντίγραφό του. Οι χριστιανοί αντέκρουσαν με ευκολία αυτό τον αδύναμο ισχυρισμό. Παραδέχτηκαν βέβαια ότι πράγματι, σχετικά με το χρόνο, ο Χριστός ήταν νεότερη θεότητα, αλλά απέδειξαν θριαμβευτικά την πραγματική του προτεραιότητα, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την πανουργία του Σατανά, ο οποίος πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα ξεπέρασε τον εαυτό του, ανατρέποντας τη συνηθισμένη διάταξη της φύσης.
Ύστερα από αυτά, οι συμπτώσεις των χριστιανικών και των ειδωλολατρικών εορτών είναι πολύ στενές και πάρα πολλές για να είναι τυχαίες. Οι συμπτώσεις αυτές σημειώνουν τον συμβιβασμό που η Εκκλησία, την ώρα του θριάμβου της, αναγκάστηκε να κάνει με τους νικημένους αλλά ακόμη επικίνδυνους αντίπαλους. Ο άκαμπτος προτεσταντισμός των πρώτων ιεραποστόλων, με τις πύρινες καταγγελίες τους για την ειδωλολατρία, μεταβλήθηκε σε μια ευλύγιστη πολιτική, μια συγκαταβατική ανεξιθρησκία, μια περιεκτική φιλανθρωπία των διορατικών κληρικών, οι οποίοι κατάλαβαν πολύ καλά ότι, εάν ο χριστιανισμός έμελλε να κατακτήσει τον κόσμο, θα πετύχαινε αυτό μόνο με τη χαλάρωση των τόσο αυστηρών αρχών του ιδρυτή του, ανοίγοντας λίγο την στενή πύλη που οδηγεί στην σωτηρία. Με βάση την άποψη αυτή μπορεί να γίνει μια διδακτική σύγκριση ανάμεσα στην ιστορία του χριστιανισμού και στην ιστορία του βουδδισμού. Και τα δύο συστήματα στην αρχή τους ήταν ουσιαστικά ηθικές μεταρρυθμίσεις, βγαλμένες από το μεγαλόψυχο ζήλο, τις υψηλές βλέψεις και την τρυφερή ευσπλαχνία των ευγενών ιδρυτών τους, οι οποίοι ήταν δύο από εκείνα τα όμορφα πνεύματα που εμφανίζονται σπάνια πάνω στη γη σαν όντα που έρχονται από ένα καλύτερο κόσμο, για να στηρίξουν και να οδηγήσουν την ασθενική και παραπλανημένη μας φύση. Και οι δύο κήρυσσαν τις ηθικές αξίες ως μέσο για την εκπλήρωση αυτού που θεωρούσαν σκοπό της ζωής, την αιώνια σωτηρία της ψυχής, αν και από μια περίεργη αντίθεση ο ένας αναζητούσε αυτή τη σωτηρία μέσα σε μια μακάρια αιωνιότητα, ενώ ο άλλος στην αιώνια λύτρωση από τα βάσανα στην εκμηδένιση. Αλλά τα αυστηρά ιδεώδη της αγιότητας που είχαν στο νου τους ήταν πάρα πολύ αντίθετα μεταξύ τους, όχι μόνο στις αδυναμίες, αλλά και στα έμφυτα ένστικτα της ανθρωπότητας και τα ακολουθούσε μόνο ένας μικρός αριθμός μαθητών, οι οποίοι απαρνιόνταν συνειδητά τους δεσμούς με την οικογένεια και την πολιτεία, για να επιτύχουν τη δική τους σωτηρία μέσα στον πλήρη αποκλεισμό της μονής. Εάν λοιπόν τέτοιες πεποιθήσεις έπρεπε να γίνουν αποδεχτές από όλα τα έθνη ή και από ολόκληρο τον κόσμο, ήταν βασικό πρώτα να τροποποιηθούν ή να μεταμορφωθούν έτσι, ώστε να συμφωνούν, μέχρι ένα σημείο, με τις προκαταλήψεις, τα πάθη και τις δεισιδαιμονίες του χυδαίου. Αυτή η πορεία του συμβιβασμού έγινε με την πάροδο των χρόνων από κάποιους οπαδούς, που ήταν φτιαγμένοι από ένα λιγότερο αιθέριο υλικό από ό,τι οι κύριοί τους και ήταν οι πιο κατάλληλοι για να μεσολαβήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς και στον κοινό όχλο. Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, οι δύο θρησκείες, σε ακριβή αναλογία με την αύξηση της δημοτικότητάς τους, απορροφούσαν όλο και περισσότερο από εκείνα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν θεσπιστεί με σκοπό την καταστολή τους. Τέτοια πνευματική παρακμή είναι αναπόφευκτη. Ο κόσμος δεν μπορεί να ζει στο ίδιο επίπεδο με τους μεγάλους άντρες του. Όμως δεν θα ήταν άδικο για ολόκληρο το γένος μας ν’ αποδώσουμε ολοκληρωτικά τη βαθμιαία απόκλιση του βουδδισμού και του χριστιανισμού από τα αρχικά τους πρότυπα στην πνευματική και ηθική τους αδυναμία. Γιατί ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι δύο αυτές θρησκείες με την εξύμνηση της δόξας και της αγαμίας χτύπησαν απευθείας τη ρίζα όχι μόνο της ευγενικής κοινωνίας, αλλά και αυτής της ανθρώπινης υπόστασης. Το χτύπημα αποκρούστηκε με τη σοφία ή τη μωρία της πολύ μεγάλης πλειονότητας του ανθρώπινου είδους, που αρνήθηκαν ν’ αρπάξουν μια ευκαιρία για να σώσουν τις ψυχές τους με τη βεβαιότητα της εξαφάνισης του γένους.


SIR JAMES GEORGE FRAZER
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΛΩΝΟΣ
ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΤΟΜΟΣ Γ’
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΠΟΝΙΤΑ ΜΠΙΚΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΑΤΗ 1992