Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Υπάρχει ένας πίνακας του Κλέε που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει σαν να πρόκειται να απομακρυνθεί από κάτι που κοιτάζει. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του είναι ανοιχτό και τα φτερά του είναι τεντωμένα. Ο άγγελος της Ιστορίας έτσι πρέπει να μοιάζει. Έχει το πρόσωπο στραμμένο προς το παρελθόν. Εκεί που μπροστά μας παρουσιάζεται μια αλυσίδα γεγονότων, εκείνος βλέπει μια ενιαία καταστροφή που συσσωρεύει αδιάκοπα χαλάσματα επί χαλασμάτων και τα ρίχνει στα πόδια του. Θα ήθελε να παραμείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συναρμολογήσει ό,τι έχει διαλυθεί. Έχει όμως ξεσπάσει θύελλα στον Παράδεισο και φυσάει - η θύελλα πιέζει τα φτερά του και είναι τόσο δυνατή, που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η θύελλα τον σπρώχνει ασυγκράτητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει γυρισμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του μεγαλώνει ίσαμε τον ουρανό. Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο είναι η θύελλα αυτή.
Walter Benjamin
Για μια κριτική της βίας - Για την έννοια της Ιστορίας
Προκειμένου να αποδεσμευτεί η φαντασία
του κυρίαρχου Κράτους -με άλλα λόγια τα
χέρια αυτών που το χειρίζονται- από κάθε
είδους περιορισμό, όλα τα κοινωνικοπολιτικά
κινήματα προσπαθούν να αποκόψουν
τις θρησκείες από τα υπόβαθρα τους.
Επειδή έχουν σκοπό να μεταμορφώσουν το
άτομο σε κρατική μηχανή, πρέπει να
το αποκόψουν από οποιαδήποτε άλλη
εξάρτηση. Θρησκεία όμως σημαίνει
εξάρτηση και υποταγή στα γεγονότα
της υπερβατικής εμπειρίας, που δεν
έχουν σχέση με κοινωνικές ή φυσικές
συνθήκες, αλλά ασχολούνται κύρια με την
ψυχική στάση του ατόμου.
Από την άλλη, για να υπάρχει θέση απέναντι
στις εξωτερικές συνθήκες της ζωής,
χρειάζεται να υπάρχει και ένα σημείο
αναφοράς πέρα από αυτές. Οι θρησκείες
δίνουν, ή λένε ότι δίνουν, ένα τέτοιο
σημείο επιτρέποντας συνεπώς στο
άτομο να εξασκήσει την κρίση και τη
δύναμή του να παίρνει αποφάσεις.
Υποστηρίζουν πως του παρέχουν κάποια
προφύλαξη ενάντια στη φανερή και
αναπόφευκτη δύναμη των περιστάσεων
στις οποίες είναι εκτεθειμένο. Αν η
στατιστική είναι η μοναδική
πραγματικότητα, τότε παίζει και το
ρόλο της μοναδικής εξουσίας. Υπάρχει
μόνο μία κατάσταση και αφού δεν
υπάρχει κάποια αντίθετη, η κρίση και
η απόφαση παύουν να υφίστανται και
θεωρούνται απώλεια χρόνου. Το άτομο
είναι καταδικασμένο να μετατραπεί
σε εργαλείο της στατιστικής -δηλαδή
ένα κρατικό εργαλείο.
Οι θρησκείες όμως κηρύσσουν κάποια άλλη
εξουσία αντίθετη προς την «εγκόσμια».
Το δόγμα της εξάρτησης του ανθρώπου από
το Θεό, διεκδικεί το άτομο τόσο, όσο και
ο κόσμος. Τέτοιες απόλυτες απαιτήσεις
πιθανά να το απομονώνουν από τον κόσμο,
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αποξενώνεται
από τον εαυτό του όταν υποκύπτει στη
μαζική νοοτροπία. Στην περίπτωση της
θρησκείας και για χάρη του θρησκευτικού
του πιστεύω χάνει συνήθως την κρίση και
την αποφασιστικότητά του, όπως ακριβώς
και στην περίπτωση του Κράτους. Αυτός
είναι ο σκοπός των θρησκειών, εκτός
βέβαια και αν συμβιβαστούν με το Κράτος.
Σε αυτή την περίπτωση καλύτερα να τις
ονομάζουμε « θρησκεύματα» και όχι
«θρησκείες». Ένα θρήσκευμα εκφράζει
κάποια συγκεκριμένη συλλογική πίστη,
ενώ η λέξη θρησκεία εκφράζει μια
υποκειμενική σχέση με κάποιους
συγκεκριμένους, μεταφυσικούς,
υπεργήινους παράγοντες. Το θρήσκευμα
είναι μία ομολογία πίστης με μαζική
απήχηση. Δηλαδή, πρόκειται για κάποια
κοινωνική υπόθεση, αντίθετη με την
έννοια και το σκοπό της θρησκείας που
αφορά στη σχέση του ατόμου με το Θεό
(Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός, Ισλαμισμός)
ή την ατραπό της λύτρωσης και απελευθέρωσης
(Βουδισμός). Όλα τα έθιμα κατάγονται από
αυτό το βασικό στοιχείο, το οποίο όμως,
χωρίς την ατομική υπευθυνότητα προς το
Θεό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμβατική
ηθική.
Συμβιβασμένα με τη γήινη πραγματικότητα,
τα θρησκεύματα είναι υποχρεωμένα να
επιχειρούν μια προοδευτική κωδικοποίηση
των απόψεων, των δογμάτων και εθίμων
τους τόσο εκτεταμένη και εξωτερική,
ώστε μειώνουν το αυθεντικό θρησκευτικό
τους στοιχείο -τη ζωντανή σχέση και την
άμεση αντιμετώπιση του υπεργήινου
σημείου αναφοράς τους. Η θρησκεία μετράει
την αξία και σημασία της υποκειμενικής
θρησκευτικής σχέσης με το μέτρο του
παραδοσιακού δόγματος. Όπου δε
συμβαίνει κάτι τέτοιο, όπως στον
Προτεσταντισμό, αμέσως μόλις βρεθεί
κάποιος που πιστεύει ότι καθοδηγείται
από τη Θεία Θέληση, ακούγονται φήμες
για ασκητισμό, φατρίες και εκκεντρικότητες.
Το θρήσκευμα ταυτίζεται με την
παγιοποιημένη εκκλησία, ή με άλλα λόγια,
δημιουργεί ένα λαϊκό ίδρυμα στα μέλη
του οποίου δεν περιλαμβάνονται μόνο
αληθινοί πιστοί, αλλά και ένας μεγάλος
αριθμός « αδιάφορων» ανθρώπων που
ανήκουν στο θρήσκευμα μόνο και μόνο
από τη δύναμη της συνήθειας. Εδώ η διαφορά
ανάμεσα στη θρησκεία και το θρήσκευμα
γίνεται ολοφάνερη. Συνεπώς, η συμμετοχή
σε κάποιο θρήσκευμα δεν είναι πάντα
θρησκευτικό γεγονός, αλλά κοινωνικό
και σαν τέτοιο, δεν κάνει απολύτως τίποτε
για να προσφέρει στο άτομο κάποια
θεμέλια. Για να συντηρηθεί εξαρτάται
αποκλειστικά από μία εξουσία που δεν
ανήκει σε αυτόν τον κόσμο. Εδώ το κριτήριο
δεν είναι η υποκριτική υπηρεσία προς
το θρήσκευμα, αλλά το ψυχολογικό γεγονός
πως η ζωή του ατόμου δεν καθορίζεται
από το εγώ και τις απόψεις του ή από
κοινωνικούς παράγοντες, αλλά από μία
υπερβατική ηγεσία. Δεν είναι οι ηθικές
αρχές, παρ' όλη την ανωτερότητά τους,
ούτε και τα θρησκεύματα, παρ' όλη την
ορθοδοξία τους, που προσφέρουν τα θεμέλια
της ελευθερίας και της αυτονομίας
του ατόμου, αλλά η εμπειρική γνώση.
Εκείνη η αδιάψευστη εμπειρία μιας έντονα
προσωπικής και αμοιβαίας σχέσης ανάμεσα
στον άνθρωπο και κάποια ουράνια αρχή,
που ενεργεί σαν αντίβαρο προς τον «κόσμο»
και τη «λογική» του.
Μια τέτοια διαπίστωση δε θα ικανοποιήσει
ούτε τον άνθρωπο της μάζας ούτε το
συλλογικό πιστό. Για τον πρώτο, η κρατική
πολιτική είναι η ανώτατη αρχή σκέψης
και ενέργειας. Αυτός ήταν και ο σκοπός
για τον οποίο ανατράφηκε και επομένως
επιτρέπει στο άτομο το δικαίωμα ύπαρξης
μόνον όταν εκπροσωπεί κάποια κρατική
λειτουργία. Από την άλλη, ο πιστός
παραδέχεται πως το Κράτος έχει έναν
ηθικό και έναν πραγματικό προσανατολισμό·
ομολογεί πως όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά
και το Κράτος υπόκειται στην κυριαρχία
του «Θεού» και σε περίπτωση αμφιβολίας
η ανώτατη απόφαση ανήκει στο Θεό. Επειδή
δε θεωρώ δεδομένη καμιά μεταφυσική
κρίση, είμαι αναγκασμένος να αφήσω
ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσο ο
φαινομενικός κόσμος του ανθρώπου και
η φύση γενικότερα αποτελεί το «αντίθετο»
του Θεού. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι
να υποδείξω πως όχι μόνο είναι βέβαιη
η ψυχολογική αντίθεση ανάμεσα σε αυτά
τα δυο επίπεδα εμπειρίας στην Καινή
Διαθήκη, αλλά η τελευταία μπορεί
ακόμη να χρησιμέψει σαν ένα πολύ σαφές
παράδειγμα για την αρνητική στάση των
δικτατορικών Κρατών προς τη Θρησκεία
και της Εκκλησίας προς τον αθεϊσμό και
τον υλισμό.
Ο άνθρωπος σαν κοινωνικό όν δεν είναι
δυνατό να υπάρξει για μεγάλο χρονικό
διάστημα χωρίς κάποιο δεσμό με την
κοινότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, το άτομο
δεν πρόκειται να βρει ποτέ την αληθινή
δικαίωση για την ύπαρξη και την πνευματική
και ηθική του αυτονομία, παρά μόνον
σε εκείνη την υπεργήινη αρχή που
μπορεί να εξισορροπεί την πολυδύναμη
επίδραση των εξωτερικών παραγόντων. Το
άτομο που δεν έχει πρόσβαση στο Θεό
δεν μπορεί να αντισταθεί με δικά του
μέσα στις φυσικές και ηθικές έλξεις του
κόσμου. Για αυτό και χρειάζεται την
απόδειξη της εσωτερικής υπερβατικής
εμπειρίας που μπορεί να τον προστατέψει
από την αναπόφευκτη υποταγή στη μάζα.
Μια νοητική ή έστω ηθική διείσδυση
στη γελοιοποίηση και ηθική ανευθυνότητα
του ανθρώπου είναι μία αρνητική μόνο
αναγνώριση της μάζας που μόλις ισοδυναμεί
με κάποια περιπλάνηση προς το δρόμο της
εξατομίκευσης. Λείπει η καθοδηγητική
δύναμη της θρησκευτικής πίστης επειδή
πλέον εκλογικεύθηκε. Το δικτατορικό
Κράτος διαθέτει ένα μεγάλο πλεονέκτημα,
σε σύγκριση με την αστική λογική,
μαζί με το άτομο καταπίνει και όλες τις
θρησκευτικές δυνάμεις. Το Κράτος πήρε
τη θέση του Θεού. Από αυτή την οπτική
γωνία καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο οι
δικτατορίες στην εφαρμογή τους είναι
θρησκείες και η κρατική σκλαβιά μια
μορφή λατρείας. Η θρησκευτική λειτουργία
όμως, δεν είναι δυνατόν να παραμερίζεται
και να διαστρεβλώνεται με αυτό τον
τρόπο χωρίς να δημιουργούνται κρυφές
αμφιβολίες που καταπιέζονται αμέσως
ώστε να αποφύγουν τη σύγκρουση με τις
επικρατούσες τάσεις απέναντι στη
νοοτροπία της μάζας. Το αποτέλεσμα,
όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι
παρέκκλιση που παίρνει τη μορφή
φανατισμού. Αυτός με τη σειρά του
χρησιμοποιείται σαν όπλο για να
εξολοθρέψει και την τελευταία σπίθα
αντίθεσης. Η ελεύθερη γνώμη καταπνίγεται
και η ηθική απόφαση καταπιέζεται με
κτηνωδία, με το πρόσχημα πως ο σκοπός
αγιάζει ακόμη και τα πρόστυχα μέσα. Η
κρατική πολιτική εξελίσσεται σε
θρήσκευμα, ο ηγέτης γίνεται ημίθεος
πέρα από το καλό ή το κακό και οι ψηφοφόροι
τους τιμούνται σαν ήρωες, μάρτυρες,
απόστολοι, ιεροκήρυκες. Υπάρχει μόνο
μία αλήθεια και καμιά άλλη πέρα από
αυτήν. Είναι το ιερό των ιερών και δεν
επιδέχεται κριτική. Οποιοσδήποτε
σκέφτεται διαφορετικά είναι αιρετικός
και, όπως ήδη γνωρίζουμε από την ιστορία,
απειλείται με μάλλον δυσάρεστες τιμωρίες.
Μόνο ο ηγέτης που κρατάει την πολιτική
εξουσία στα χέρια του, μπορεί να ερμηνέψει
το πολιτικό δόγμα αυθεντικά, και το
κάνει, όπως όμως τον συμφέρει. Όταν
το άτομο γίνεται αριθμημένη κοινωνική
μονάδα μέσω του μαζικού κανόνα και η
πολιτεία ανέρχεται στην υπέρτατη
εξουσία, το μόνο που περιμένει κανείς
είναι πως και η θρησκευτική λειτουργία
θα καταποντιστεί. Η θρησκεία, όπως η
προσεκτική παρατήρηση και ο υπολογισμός
ορισμένων αόρατων και ανεξέλεγκτων
παραγόντων, είναι μία ενστικτώδης
στάση, ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου,
και οι εκδηλώσεις της διαφαίνονται σε
όλη την εξέλιξη της ανθρώπινης
ιστορίας. Ο προφανής σκοπός της είναι
να συγκρατεί την ψυχική ισορροπία,
γιατί ο φυσικός άνθρωπος διαθέτει μία
εξίσου φυσική «γνώση» του γεγονότος
πως οποιαδήποτε στιγμή οι συνειδητές
του λειτουργίες μπορούν να ανατραπούν
από ανεξέλεγκτα εξωτερικά ή εσωτερικά
συμβάντα. Για αυτό φρόντιζε πάντα να
εξασφαλίζει με κατάλληλα θρησκευτικά
μέσα κάθε απόφαση που μπορεί να είχε
συνέπειες τόσο για τον εαυτό του, όσο
και για τους άλλους. Στις αόρατες δυνάμεις
γίνονταν προσφορές, αναγγέλλονταν
μεγαλόσχημες ευλογίες και εκτελούνταν
κάθε είδους επίσημα τυπικά. Παντού
και πάντα υπήρχαν rites d' entree et de sortie
(τελετουργίες έναρξης και τέλους) που
η μαγική τους αποτελεσματικότητα
απορρίφθηκε και κατηγορήθηκαν σαν
μαγγανείες και προλήψεις από εκείνους
τους ορθολογιστές που είναι ανίκανοι
για παραπέρα ψυχολογική εμβάθυνση. Πάνω
από όλα όμως, η μαγεία έχει ένα ψυχολογικό
αποτέλεσμα που η σημασία του δε θα έπρεπε
να υποτιμηθεί. Η εκτέλεση μιας «μαγικής»
εργασίας δίνει στο άτομο που την εκτελεί
μια αίσθηση σιγουριάς που είναι απόλυτα
ουσιαστική για τη λήψη κάποιας απόφασης,
γιατί η απόφαση είναι αναπόφευκτα κάτι
το μονόπλευρο, οπότε και δίκαια
θεωρείται ριψοκίνδυνη. Ακόμη και ένας
δικτάτορας θεωρεί απαραίτητο όχι
μόνο να συνοδεύει τις κρατικές ενέργειες
με απειλές, αλλά και να τις εκθέτει
με κάθε είδους επισημότητες. Οι ορχήστρες,
οι σημαίες, τα λάβαρα, οι παραστάσεις
και τα παρωχημένα συνθήματα δε
διαφέρουν ουσιαστικά από τους
κανονιοβολισμούς, τα ξόρκια και τα
πυροτεχνήματα που χρησιμοποιεί η
εκκλησία για να διώξει τους δαίμονες.
Μόνο που οι υποβλητικές παρελάσεις της
κρατικής δύναμης αναδύουν ένα συλλογικό
αίσθημα σιγουριάς, το οποίο όμως, αντίθετα
από τις θρησκευτικές εμπειρίες, δεν
τον προφυλάσσει από τον εσωτερικό
του δαιμονισμό. Συνεπώς προσκολλάται
όλο και περισσότερο στη δύναμη του
Κράτους -δηλαδή της μάζας- στηριζόμενος
πάνω της τόσο φυσικά όσο και ηθικά,
δίνοντας έτσι το τελικό χτύπημα στην
κοινωνική του ανικανότητα. Το Κράτος
-όπως και η Εκκλησία- απαιτεί ενθουσιασμό,
αυτοθυσία και αγάπη· και αν η θρησκεία
απαιτεί ή προϋποθέτει το « φόβο του
Θεού» τότε και το δικτατορικό Κράτος
προσπαθεί σίγουρα να παρέχει τον
απαιτούμενο φόβο.
Όταν ο ορθολογιστής κατευθύνει την
κύρια δύναμη της επίθεσης του προς
τη μαγική αποτελεσματικότητα της
τελετουργίας, έτσι όπως επιβεβαιώνεται
από την παράδοση, στην πραγματικότητα
αποτυχαίνει ολοκληρωτικά να βρει το
στόχο του. Το ουσιαστικό σημείο,
δηλαδή το ψυχολογικό αποτέλεσμα,
παραβλέπεται, μολονότι και οι δύο
παρατάξεις το χρησιμοποιούν για εντελώς
αντίθετους σκοπούς. Μια παρόμοια
κατάσταση επικρατεί και στη σύλληψη
του σκοπού. Οι στόχοι της θρησκείας -
απελευθέρωση από το σατανά, συμφιλίωση
με το θεό, μεταθανάτιες αμοιβές κ.λπ.
- μεταβάλλονται σε εγκόσμιες υποσχέσεις
για απαλλαγή από τη φροντίδα του
επιούσιου, "για δίκαιη κατανομή των
εγκόσμιων αγαθών, για παγκόσμια
μελλοντική ευημερία και λιγότερες
εργατικές ώρες. Το ότι η εκπλήρωση αυτών
των υποσχέσεων είναι τόσο μακρινή όσο
και ο Παράδεισος, μας δίνει μια ακόμα
αναλογία, υπογραμμίζοντας για άλλη μια
φορά το γεγονός πως οι μάζες αποτρέπονται
από τον υπερβατικό σκοπό για χάρη μιας
εγκόσμιας πίστης που εκθειάζεται με
την ίδια θρησκευτική θέρμη την οποία
επιδείχνουν τα θρησκεύματα.
Δε χρειάζεται να απαριθμήσουμε όλους
τους παραλληλισμούς ανάμεσα στις
εγκόσμιες και υπερκόσμιες θρησκείες,
αλλά πρέπει να δώσουμε έμφαση στο γεγονός
πως μια φυσική λειτουργία όπως η
θρησκευτική, δεν μπορεί να αντικατασταθεί
με τον ορθολογισμό και την επονομαζόμενη
διαφωτισμένη κριτική. Σίγουρα μπορείτε
να θεωρήσετε τα δογματικά περιεχόμενα
των θρησκευμάτων σαν αντιφατικά και να
τα εξευτελίσετε, αλλά αυτές οι μέθοδοι
αποτυγχάνουν και δεν καθηλώνουν τη
θρησκευτική λειτουργία που χτίζει
τα υπόβαθρα των θρησκευμάτων. Η θρησκεία,
με την έννοια της συνειδητής θεώρησης
των υπερλογικών παραγόντων της ψυχής
και του ατομικού πεπρωμένου,
επανεμφανίζεται -σαθρά παραμορφωμένη-
στη θεοποίηση του Κράτους και του
δικτάτορα: Naturam expellas furca tames usque vecur
ret (Μπορείς να παραμερίσεις τη φύση με
το δικράνι, αλλά πάντα θα τη βρίσκεις
μπροστά σου). Έτσι, οι αρχηγοί και
δικτάτορες ζύγισαν την κατάσταση
επακριβώς και έδωσαν τον καλύτερο εαυτό
τους για να συγκαλύψουν κάθε φανερό
παραλληλισμό με τη θεοποίηση του Καίσαρα
και να αποκρύψουν την πραγματική τους
δύναμη πίσω από την έννοια του Κράτους,
μολονότι βέβαια αυτό δεν αλλάζει τίποτε.
Όπως είπαμε ήδη, το δικτατορικό καθεστώς
πέρα από τη στέρηση των ατομικών
δικαιωμάτων προκαλεί και μια ψυχική
αποξένωση, αποκόβοντας το άτομο από τα
θεμέλια της ύπαρξής του. Η ηθική απόφαση
του ατομικού ανθρώπινου όντος δε
λογαριάζεται πλέον. Το μόνο που μετράει
είναι οι τυφλές κινήσεις της μάζας και
με αυτό τον τρόπο το ψέμα έγινε η
λειτουργική αρχή της πολιτικής δράσης.
Το Κράτος αφαιρεί από μέσα του κάθε
λογικό συμπέρασμα, πράγμα που αποδείχνεται
σιωπηλά από την ύπαρξη πολλών εκατομμυρίων
κρατικών σκλάβων, στερημένων από
κάθε δικαίωμα.
Τόσο οι δικτατορίες, όσο και οι δογματικές
θρησκείες, αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση
στην ιδέα της κοινότητας. Η Εκκλησία
από την άλλη, εμφανίζεται σαν ένα
συλλογικό ιδεώδες και όταν είναι
ιδιαίτερα αδυνατισμένη, όπως στην
περίπτωση του Προτεσταντισμού, η
οδυνηρή έλλειψη της συνεκτικότητας της
αντισταθμίζεται από την ελπίδα ή την
πίστη σε κάποια «εμπειρία της
κοινότητας». Είναι γεγονός πως η
«κοινότητα» είναι μια αναπόσπαστη
βοήθεια για την οργάνωση των μαζών, αλλά
ταυτόχρονα και δίκοπο μαχαίρι. Αν
προσθέσουμε άπειρα μηδενικά δεν
πρόκειται να φτιάξουμε ποτέ μια
μονάδα. Κατά τον ίδιο τρόπο και η αξία
κάποιας κοινότητας εξαρτάται από το
ηθικό και πνευματικό ανάστημα των ατόμων
που τη συγκροτούν. Για αυτό δεν μπορεί
να περιμένει κανείς από την κοινότητα
κάποιο αποτέλεσμα που θα υπερσκελίσει
την υπνωτική επιρροή του περιβάλλοντος
-δηλαδή μια πραγματική και θεμελιώδη
'αλλαγή των ατόμων, είτε προς το καλύτερο
είτε προς το χειρότερο. Τέτοιες
αλλαγές προέρχονται μόνο από την
προσωπική αντιμετώπιση του ανθρώπου
προς τον άνθρωπο και όχι από τα κρατικά
ή χριστιανικά μαζικά βαπτίσματα που
δεν αγγίζουν τον εσωτερικό άνθρωπο.
Όμως τα δικτατορικά καθεστώτα λογαριάζουν
χωρίς τον ξενοδόχο παραβλέποντας το
ατομικό ανθρώπινο όν, το οποίο θα
απαιτήσει τελικά τα δικαιώματά του.