.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Αναγέννηση του Χρόνου - Mircea Eliade

Οι γιορτές διεξάγονται μέσα σε ένα ιερό χρόνο, δηλ. όπως παρατηρεί ο Μ. Μόςς, στην αιωνιότητα. Υπάρχουν όμως περιοδικές εορτές – ασφαλώς οι σημαντικότερες – που αφήνουν να διαφαίνεται κάτι περισσότερο: η επιθυμία κατάργησης του ήδη περασμένου ανθρώπινου χρόνου και της εγκαθίδρυσης ενός «νέου χρόνου». Με άλλα λόγια, οι περιοδικές εορτές που κλείνουν ένα χρονικό κύκλο και ανοίγουν έναν καινούριο, επιχειρούν μια ολοκληρωτική αναγέννηση του χρόνου. Έχοντας εξετάσει αλλού και με κάποια λεπτομέρεια (Le mythe de l’ Eternal Retour) τα τελετουργικά θέματα που σημειώνουν το τέλος της παλιάς χρονιάς και την αρχή της καινούριας, θα αρκεστούμε εδώ σε μια περιληπτική άποψη του ουσιαστικού αυτού προβλήματος.
Η μορφολογία των περιοδικών τελετουργικών θεμάτων παρουσιάζει καταπληκτικό πλούτο. Οι έρευνες των Φρέυζερ, Βένσινκ, Ντυμεζίλ και άλλων συγγραφέων που αναφέρονται στην βιβλιογραφία, μας επιτρέπουν να συνοψίσουμε την ουσία στο εξής διάγραμμα. Το τέλος της χρονιάς και η αρχή της νέας δίνουν αφορμή σε ένα σύνολο τελετουργιών: 1ο, καθάρσεις, εξαγνισμούς, εξομολόγηση των αμαρτιών, απομάκρυνση των δαιμόνων, αποπομπή του πονηρού έξω από το χωριό, κλπ… 2ο, σβήσιμο και ξανάναμμα της φωτιάς. 3ο, λιτανείες με μάσκες (οι μάσκες εικονίζουν τις ψυχές των νεκρών), τελετουργική υποδοχή των νεκρών τους οποίους ευφραίνουν (συμπόσια κλπ…) και που συνοδεύουν, στο τέλος της γιορτής, ως τα όρια του τόπου, ως τη θάλασσα, ως το ρυάκι, κλπ…, 4ο, αγώνες μεταξύ δύο εχθρικών ομάδων. 5ο, αποκριάτικη παρεμβολή, σατουρνάλια, αντιστροφή της κατεστημένης τάξης, «όργιο».
Χωρίς αμφιβολία το θέμα του τέλους της χρονιάς και της αρχής της νέας, σε κανένα μέρος δεν συγκεντρώνει όλα τα τυπικά, που τον κατάλογό τους δεν ισχυριζόμαστε ότι εξαντλήσαμε εφόσον αποσιωπήσαμε τις μυήσεις και, σε ορισμένες περιοχές, τους γάμους δι’ απαγωγής. Μολαταύτα τα τυπικά αυτά δεν παύουν να αποτελούν τμήμα ενός και μόνου τελετουργικού πλαισίου. Το καθένα επιδιώκει – στο μέτρο της προοπτικής του και του ιδιαίτερου επιπέδου του – την κατάργηση του χρόνου που διέρρευσε στη διάρκεια του κύκλου που τελειώνει. Έτσι η κάθαρση, οι εξαγνισμοί, η καύση των ειδωλίων της «παλιάς χρονιάς», η αποπομπή των δαιμόνων, των μαγγανευτών και, γενικότερα, όλων όσων αντιπροσωπεύουν την περασμένη χρονιά, έχουν για αντικείμενο την εξαφάνιση του παρελθόντος στο σύνολο του, την εξάλειψη του. Το σβήσιμο της φωτιάς αντιστοιχεί στην αποκατάσταση του «ερέβους», της κοσμικής νύχτας όπου όλες οι «μορφές» χάνουν το περίγραμμα τους και συγχέονται. Στο κοσμολογικό επίπεδο, το «έρεβος» ταυτίζεται με το χάος, όπως η αναζωπύρωση της  φωτιάς συμβολίζει τη δημιουργία, την αποκατάσταση των μορφών και των ορίων. Οι μάσκες που ενσαρκώνουν τους προγόνους, τις ψυχές των νεκρών που επισκέπτονται εθιμοτυπικά τους ζωντανούς (Ιαπωνία, Γερμανία κλπ…) είναι συγχρόνως και η ένδειξη ότι τα σύνορα καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με την σύγχυση όλων  των ιδιοτήτων. Στο παράδοξο αυτό διάκενο μεταξύ δύο «χρόνων» (= μεταξύ δύο Κόσμων) η επικοινωνία γίνεται δυνατή ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, δηλαδή τις περιγραμμένες «μορφές» και το προσχηματικό, το εμβρυακό. Μπορούμε να πούμε, υπό μια έννοια, ότι μέσα στο «χάος» και το «έρεβος» που θρονιάστηκαν από τη διάλυση του παλιού χρόνου, όλες οι ιδιότητες συμπίπτουν και η παγκόσμια συγχώνευση («νύχτα» = «κατακλυσμός» = διάλυση) κάνει εφικτή – αυτόματα, χωρίς προσπάθεια – σε όλα τα επίπεδα την coincidentia oppositorum.
Η επιθυμία να καταργηθεί ο χρόνος διαφαίνεται πιο καθαρά στο «όργιο» που λαβαίνει χώρα – σύμφωνα με μια πολύμορφη κλίμακα βιαιότητας – με την ευκαιρία των εορτών της Πρωτοχρονιάς. Το όργιο αυτό-καθαυτό είναι μια επαναστροφή προς το «σκοτάδι», μια ανασύσταση του πρωταρχικού χάους και, μ’ αυτή την ιδιότητα, προηγείται κάθε δημιουργίας, κάθε εκδήλωσης οργανωμένης μορφής. Η συγχώνευση όλων των «μορφών» σε μια μοναδική, απέραντη, αδιαφοροποίητη ενότητα, επαναλαμβάνει ακριβώς την ακαθόριστη ιδιότητα της ύπαρξης. Σημειώσαμε με κάποια άλλη ευκαιρία τη λειτουργία και τη σημασία, σεξουαλική και συνάμα και αγροτική, του οργίου. Στο κοσμολογικό επίπεδο το «όργιο» είναι η αντιστοιχία του Χάους ή της τελικής πληρότητας και στη χρονική προοπτική, του Μεγάλου Χρόνου, της «αιώνιας στιγμής» της «μη-διάρκειας». Η παρουσία του οργίου στις τελετές που σημειώνουν περιοδικές διακοπές του χρόνου, φανερώνει επιθυμία ολοκληρωτικής κατάργησης του παρελθόντος με την κατάλυση της Δημιουργίας. Η «σύγχυση των μορφών» διασαφηνίζεται από την ανατροπή των κοινωνικών συνθηκών (στα Σατουρνάλια, ο σκλάβος γίνεται αφέντης, ο αφέντης υπηρετεί τους σκλάβους. Στη Μεσοποταμία εκθρονίζουν και ταπεινώνουν το βασιλιά, κλπ), από τη σύμπτωση των αντιθέτων (η σεβάσμια δέσποινα αντιμετωπίζεται σαν εταίρα κλπ.) από την αναστολή όλων των κανόνων κλπ. Η σφοδρότητα της ακολασίας, η καταπάτηση κάθε απαγόρευσης, η συνάντηση όλων των αντιθέτων δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο από την κατάλυση του κόσμου – που εικόνα του συνιστά η κοινότητα – και την αποκατάσταση του αρχέγονου illud tempus που αναντίρρητα είναι η μυθική στιγμή της αρχής (χάος) και του τέλους (κατακλυσμός ή εκπύρωση. Αποκάλυψη).

Mircea Eliade
Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών
Μετάφραση Έλσα Τσούτη
Εκδόσεις Χατζηνικολή 1981

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Η σάρκα και το αίμα – Thomas Pynchon

...Ο αιδεσιμότατος κοιτάζει με ενδιαφέρον. Ο Γάλλος τον έχει συναρπάσει. Μετά τον πρόσφατο σχολιασμό του πάνω στο Μυστικό Δείπνο, δείχνει μεγαλύτερη προσοχή στο  φαγητό και στην προετοιμασία του. «Νόμιζα πως είχα ξεπεράσει πια», γράφει, «τα ερωτήματα για το αν το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι ομοούσια με τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας ή αν μετουσιώνονται σ’ αυτά – και τελικά προτίμησα να πιστέψω, μαζί με γιατρούς όπως ο Χάιμο από το Χάλμπερστατ, ότι οι εξωτερικές μορφές δίνονται στον άρτο και τον οίνο μέσω ελέους του Θεού, γιατί αλλιώς θα ήταν αποκρουστικό το θέαμα της ανθρώπινης σάρκας και του ανθρώπινου αίματος, πόσο μάλλον η προοπτική της κατάποσης τους. Επομένως, στα χαρακτηριστικά του Θεού πρέπει να προστεθεί και η ικανότητα του μεγάλου σεφ, καθώς μπορεί να συγκαλύπτει μια τόσο τρομακτική πραγματικότητα. Το ερώτημα που δεν μπορώ να απαντήσω είναι αν η πραγματική σάρκα και το πραγματικό αίμα είναι με τη σειρά τους συμβολικά – είτε κάποιου μυστηριακού σώματος του Χριστού, μέσω του οποίου οι συμμετέχοντες στο Μυστικό Δείπνο – μυστηριακά πάντοτε – γίνονται ένα – είτε ενός φρικτού αντιθέτου… κάποιας ύστατης σαρκικότητας, μιας ταύτισης με έναν κόσμο καταδικασμένο που δεν μπορεί ποτέ να σωθεί – μια κατάσταση που πρέπει να ομολογήσω ότι κάποτε πίστευα πως γύριζα τον κόσμο για να βρω, ασφυκτιώντας μέσα σε μια σκοτεινή αθωότητα την οποία οι κατοπινές γενεές ίσως να μην μπορούν πια να φανταστούν.
»Αλλά εκείνες οι ημέρες των άγουρων ελπίδων, των απατηλών πρωινών και του αλλόκοτου θάρρους έχουν περάσει, κι εγώ έχω περπατήσει σε άλλες συνοικίες της πόλης της Γης, έχω δει κι έχω μυρίσει στις λαϊκές αγορές τα κρεμασμένα κρέατα μέσα στις μύγες και τη σκόνη του δρόμου, κι ανάμεσά τους ανθρώπινο κρέας να πουλιέται κι αυτό… Στην Αμερική, μερικοί Ινδιάνοι πιστεύουν πως, αν φας τη σάρκα, και ιδίως αν πιεις το αίμα, του εχθρού που έχεις νικήσει στη μάχη, θα αποκτήσεις τις «αρετές», όπως θα τις έλεγαν οι θεολόγοι, του μακαρίτη αντιπάλου σου – πρόκειται για μια μυστηριακή ένωση των δύο ανταγωνιστών, την οποία κανείς απ’ όσους έχω συμβουλευτεί δεν έχει καταφέρει να μου εξηγήσει. Αυτό δημιουργεί την πιθανότητα οι άγριοι που φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, εχθροί μεταξύ τους, να είναι στην πραγματικότητα συνδεδεμένοι πολύ στενά, σαν με συμβόλαιο αίματος και ο πόλεμος γι’ αυτούς να είναι κάτι σαν Θεία Μετάληψη. Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε το “μονοπάτι του πολέμου” ιερό, και κάθε απόκλιση απ’ αυτό πολύ σοβαρό θέμα, σε βαθμό που δεν μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε, με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε εμείς με βάση τα κλασικά βρετανικά μονοπάτια. Θα πρέπει ή να αλλάξουμε την ιδέα που έχουμε για την ιερότητα, ή να έρθουμε σε κάποιου είδους συμφωνία με αυτές τις φυλές – και μάλιστα σύντομα».


Thomas Pynchon
Mason and Dixon
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Χατζηνικολή 2003

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Θυμήσου – Juan Rulfo

Θυμήσου τον Ουρμπάνο Γκόμες, τον γιο του δον Ουρμπάνο, τον εγγονό του Δίμας, εκείνου που σκηνοθετούσε τις παστορέλες(1) και πέθανε απαγγέλοντας «κάνε πίσω, καταραμένε άγγελε» την εποχή της ινφλουέντσας(2). Πάνε χρόνια από τότε, ίσως δεκαπέντε. Αλλά πρέπει να τον θυμάσαι. Θυμήσου που τον λέγαμε ο Παππούς επειδή ο άλλος γιος του, ο Φιδένσιο Γκόμες, είχε δύο πολύ παιχνιδιάρες κόρες: μια κοντούλα και μαυριδερή, που της είχαν βγάλει το παρατσούκλι η Προκομμένη, και μια άλλη, που ήταν πανύψηλη και είχε μάτια θαλασσιά, λέγανε μάλιστα πως δεν ήταν καν παιδί του, και που επιπλέον ήταν άρρωστη από λόξιγκα. Θυμήσου τι κακός χαμός γινότανε όταν βρισκόμασταν στη λειτουργία και ακριβώς την ώρα της Ύψωσης του Σταυρού την έπιανε η κρίση του λόξιγκα, κι εκείνη έμοιαζε σαν να γελούσε και να έκλαιγε μαζί, μέχρι που τη βγάζαν’ έξω και της δίνανε λίγο νερό με ζάχαρη και τότε ηρεμούσε. Αυτή στο τέλος παντρεύτηκε με τον Λούσιο Τσίκο, τον ιδιοκτήτη της φυτείας του μεσκάλ που πριν ανήκε στον Λιμπράδο, στ’ άναντα του ποταμού, εκεί που είναι ο λιναρόμυλος των Τεόδουλος.
Θυμήσου που τη μητέρα του τη λέγανε Φλάσκα γιατί ήταν πάντοτε μπλεγμένη σε ερωτοδουλειές κι από την καθεμιά τους έβγαινε με ένα παιδί. Λένε πως είχε το κομπόδεμά της αλλά της τέλεψε με τις κηδείες, γιατί όλα της τα παιδιά τής πέθαιναν νεογέννητα και πάντοτε παράγγελνε να τους τραγουδήσουνε εγκώμια, ενώ τα πήγαιναν στο κοιμητήρι με μουσικές και χορωδίες από παπαδοπαίδια που τραγουδούσαν «ωσαννά» και «δόξες» κι εκείνο το τραγούδι «ιδού σου στέλνω, Κύριε, άλλο ένα αγγελούδι». Έτσι έμεινε φτωχή, γιατί της κόστιζε ακριβά κάθε κηδεία, απ’ τις κανέλες(3) που πρόσφερε στους καλεσμένους της αγρύπνιας. Μείνανε μόνο αυτά τα δύο, ο Ουρμπάνο και η Ναταλία, που γεννηθήκανε εξαρχής φτωχά και που εκείνη δεν τα είδε να μεγαλώνουν, γιατί πέθανε στην τελευταία γέννα, μεγάλη πια, θα είχε περασμένα τα πενήντα.
Σίγουρα θα τη γνώρισες: ήταν μεγάλη καυγατζού και κάθε τόσο τσακωνότανε με τις εμπόρισσες στην πλατεία της αγοράς γιατί ήθελαν να της πουλήσουνε πολύ ακριβά τις ντομάτες. Έμπηγε τις φωνές κι έλεγε πως τη λήστευαν. Μετά, φτωχή πια, τη βλέπανε να τριγυρίζει στα σκουπίδια, μαζεύοντας κρεμμύδια, φρέσκα φασόλια ήδη παραβρασμένα και που και που κάνα καλάμι από ζαχαροκάλαμο «μήπως και γλυκαθεί το στόμα των παιδιών της». Δύο είχε, όπως σου είπα ήδη, που ήταν τα μόνα που της μείνανε. Μετά δεν ακούστηκε τίποτ’ άλλο για κείνη.
Αυτός ο Ουρμπάνο Γκόμες ήτανε πάνω κάτω στην ηλικία μας, λίγους μήνες μονάχα μεγαλύτερος, πολύ καλός στο κουτσό και στις μπαγαποντιές. Θυμήσου που μας πούλαγε γαριφαλάκια κι εμείς του τ’ αγοράζαμε, ενώ το ευκολότερο θα ήταν να πάμε να μαζέψουμε στον λόφο. Μας πούλαγε πράσινα μάνγκο που τα ‘κλεβε απ’ το δέντροπου είχαμε στην αυλή του σχολείου και πορτοκάλια με τσίλι που τ’ αγόραζε από τον θυρωρό δύο σεντάβος κι έπειτα μας τα πούλαγε για πέντε. Έβγαζε σε πλειστηριασμό κάθε αηδία που ‘χε μες στην τσάντα του. Βόλους από γαγάτη, σβούρες και σφυρίχτρες, ακόμα και πράσινους σκαραβαίους, απ’ αυτούς που τους δένουν ένα σκοινάκι στο ένα πόδι για να μην πετάνε πολύ μακριά.
Μας πούλαγε και μας αγόραζε όλους, θυμήσου.
Ήταν κουνιάδος του Νατσίτο Ριβέρο, κεινού που χάζεψε λίγες μέρες μετά τον γάμο του και που η Ναταλία, η γυναίκα του, για να συντηρηθεί, αναγκάστηκε να στήσει έναν πάγκο με τεπάτσε(4) στην αρχή της δημοσιάς, ενώ ο Νατσίτο πέρναγε τη ζωή του παίζοντας εντελώς φάλτσα τραγούδια μ’ ένα μαντολίνο που του δάνειζαν στο κουρείο του δον Ρεφούχιο.
Κι εμείς πηγαίναμε με τον Ουρμπάνο να δούμε την αδερφή του, να πιούμε τεπάτσε – πάντα της αφήναμε βερεσέδια και ποτέ δεν πληρώναμε, γιατί ποτέ δεν είχαμε λεφτά. Στο τέλος έμεινε χωρίς φίλους, γιατί μόλις τον βλέπαμε όλοι του γυρνούσαμε την πλάτη, για να μη μας ζητήσει να τον πληρώσουμε.
Ίσως τότε να έγινε κακός ή ίσως και να ήτανε από γεννησιμιού του.
Τον έδιωξαν απ’ το σχολείο πριν από την πέμπτη τάξη, γιατί τον βρήκανε με την ξαδέρφη του την Προκομμένη να παίζουνε τους παντρεμένους πίσω απ’ τα πλυσταριά, χωμένοι σε μια ξεραμένη γούρνα. Τον βγάλανε απ’ τη μεγάλη πόρτα τραβώντας τον από τ’ αυτιά μέσα στις κοροϊδίες όλων, περνώντας τον ανάμεσα από παραταγμένα αγόρια και κορίτσια για να τον ντροπιάσουν. Κι εκείνος πέρασε από κει, με το κεφάλι ψηλά, απειλώντας μας όλους με το χέρι του σαν να μας έλεγε: «Θα μου το πληρώσετε ακριβά».
Κι έπειτα εκείνη βγήκε μυξοκλαίγοντας και ξυρίζοντας με το βλέμμα της τα τούβλα, μέχρι που, στην πόρτα πια, έβαλε τα κλάματα. Μια τσιρίδα που ακουγόταν όλο το απόγευμα σαν να ‘τανε το  ουρλιαχτό κανενός κογιότ.
Μονάχα αν έχει χάσει εντελώς τη μνήμη σου, μπορεί να μην τα θυμάσαι όλα αυτά.
Λένε ότι ο θείος του, ο Φιδένσιο, εκείνος με τον ζαχαρόμυλο, του ‘ριξε ένα χέρι ξύλο που λίγο έλειψε να τον αφήσει ανάπηρο, και ότι εκείνος, τσατισμένος, έφυγε απ’ το χωριό.
Το βέβαιο είναι πως δεν τον ξανάδαμε μέχρι που εμφανίστηκε και πάλι από δω, χωροφύλακας πια. Πάντα βρισκότανε στην κεντρική πλατεία, καθισμένος σε ένα παγκάκι, με την καραμπίνα ανάμεσα στα πόδια του και κοίταζε τους πάντες όλο μίσος. Δε μίλαγε με κανέναν. Δε χαιρέταγε κανέναν. Κι αν κάποιος τον κοιτούσε, εκείνος έκανε πως δεν καταλάβαινε, σαν να μη γνώριζε τον κόσμο.
Τότε σκότωσε τον κουνιάδο του, εκείνον με το μαντολίνο. Του Νατσίτο του ήρθε η ιδέα να πάει να του κάνει μια καντάδα, τη νύχτα, λίγο μετά τις οχτώ κι ενώ ακόμα ηχούσαν οι καμπάνες του εσπερινού. Τότε ακούστηκαν οι κραυγές κι ο κόσμος που βρισκότανε στην εκκλησία και προσευχότανε με το ροζάρι βγήκε στον δρόμο και τους είδε εκεί. Τον Νατσίτο να αμύνεται με τα πόδια ψηλά και το μαντολίνο και τον Ουρμπάνο να τον χτυπάει ξανά και ξανά με τον υποκόπανο του μάουζερ, χωρίς ν’ ακούει τι του φώναζε ο κόσμος, έξαλλος, σαν λυσσασμένος σκύλος. Μέχρι που κάποιος που δεν ήταν απ’ τα μέρη μας πετάχτηκε έξω απ’ το πλήθος και πήγε και του πήρε την καραμπίνα και του ‘ριξε μια μ’ αυτή στην πλάτη, κι εκείνος διπλώθηκε στα δύο πάνω στο παγκάκι του πάρκου, όπου ‘ταν ξαπλωμένος.
Εκεί τον άφησαν να περάσει τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, έφυγε. Λένε πως πήγε πρώτα στο πρεσβυτέριο, ζήτησε μάλιστα και την ευλογία του ιερέα, όμως αυτός δεν του την έδωσε.
Τον πιάσανε στον δρόμο. Πήγαινε κουτσαίνοντας κι εκεί που κάθισε να ξαποστάσει, τον προφτάσανε. Δεν αντιστάθηκε. Λένε πως έδεσε ο ίδιος στον λαιμό του τη θηλιά, διάλεξε μάλιστα και το δέντρο που πιο πολύ του άρεσε για να τον κρεμάσουν.
Θα πρέπει να τον θυμάσαι, ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο και τον γνώρισες όπως κι εγώ.

______________________ 
1. Pastorela: Θεατρική παράσταση που παρουσιαζόταν την εποχή των Χριστουγέννων. Λάμβαναν μέρος κάτοικοι του χωριού ή αγρότες. Το κεντρικό θέμα αυτών των έργων ήταν η ανακοίνωση της γέννησης του Χριστού από τον άγγελο στους βοσκούς. (Σ.τ.Μ.)
2. Αναφέρεται στην ισπανική γρίπη που έπληξε τη χώρα γύρω στα 1918. (Σ.τ.Μ.)
3. Ζεστό ποτό που φτιάχνεται με ρακί, κανέλα και ζάχαρη. (Σ.τ.Μ.)
4. Τυπικό μεξικάνικο ποτό που φτιάχνεται από φλούδες ανανά και ξίδι μετά από ζύμωση. (Σ.τ.Μ.)

Juan Rulfo
Ο Κάμπος στις Φλόγες
Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη 2011


Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Μιά περίληψη των φαινομένων που παρατηρούνται στο λεγόμενο Σατόρι - Daisetsu Teitaro Suzuki

1. Συχνά οι άνθρωποι φαντάζονται ότι η Ζεν έχει σκοπό να προκαλέσεις μια κατάσταση αυθυποβολής με την βοήθεια του ορθολογισμού. Αυτό είναι εντελώς άστοχο, όπως φαίνεται καθαρά από τα παραπάνω παραδείγματα. Το σατόρι δεν προκαλεί μια ορισμένη κατάσταση γνωστή από πριν, με την έντονη σκέψη. Αντίθετα, είναι η ανακάλυψη ενός νέου τρόπου ενατένισης της ζωής. Από τότε που εμφανίστηκε το φαινόμενο της συνείδησης αναγκαστήκαμε να ανταποκρινόμαστε τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές συνθήκες με ορισμένο εννοιολογικό και αναλυτικό τρόπο. Η Ζεν ανατρέπει μια και καλή αυτό το οικοδόμημα και ανασυγκροτεί το παλιό πλαίσιο σε νέα βάση. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο διαλογισμός επάνω σε μεταφυσικά ή συμβολικά αποφθέγματα δεν έχει καμιά θέση στη Ζεν.
2. Χωρίς την επίτευξη του σατόρι, κανείς δεν μπορεί να εισδύσει στην αλήθεια της Ζεν. Σατόρι είναι η ξαφνική εισβολή μιας νέας αλήθειας μέσα στη συνείδηση. Μιας αλήθειας που ποτέ πριν δεν την είχε ονειρευτεί κανείς. Μοιάζει με νοητική καταστροφή που έρχεται ακαριαία, ύστερα από τη συσσώρευση διανοητικών θεμάτων και αποδείξεων. Η συσσώρευση εξαντλεί τα όρια της ισορροπίας και γκρεμίζεται στο δάπεδο, οπότε ένας νέος ουρανός ανοίγεται μπροστά στον άνθρωπο. Όταν το νερό φτάσει στο σημείο ψύξης, μεταβάλλεται ξαφνικά σε πάγο. Το υγρό γίνεται ξαφνικά στερεό και παύει να κυλάει ελεύθερα. Το σατόρι εμφανίζεται απροειδοποίητα, όταν ο άνθρωπος νιώσει ότι έχει εξαντλήσει ολόκληρο το είναι του. Από τη θρησκευτική σκοπιά, είναι μια νέα γέννηση, από τη διανοητική, είναι ένα νέο πρίσμα ενατένισης. Ο κόσμος τώρα φαντάζει σαν να φοράει καινούργια ρούχα που σκεπάζουν όλη την ασχήμια της δυαδικότητας. Αυτό τον δυαδισμό, ο Βουδδισμός τον ονομάζει απατηλότητα.
3. Χωρίς σατόρι δεν μπορεί να υπάρξει Ζεν. Γι’ αυτό, όλα τα μέσα, πειθαρχικά ή δογματικά, κατευθύνονται προς το σατόρι. Οι διδάσκαλοι της Ζεν δεν μπορούσαν να περιμένουν να έρθει το σατόρι από μόνο του, δηλαδή να κάνει σποραδικά την εμφάνισή του, όποτε εκείνο ήθελε. Στην επιθυμία τους να βοηθήσουν τους μαθητές τους να βρουν την αλήθεια της Ζεν, έφτιαξαν τα αινιγματικά τους αποφθέγματα για να προκαλέσουν στους οπαδούς τους μια νοητική κατάσταση που να μπορεί πιο συστηματικά να ανοίξει το δρόμο προς τη φώτιση. Όλες οι διανοητικές αποδείξεις και τα επιχειρήματα τόσο των θρησκευτικών όσο και των φιλοσοφικών ηγετών δεν είχαν κατορθώσει να προκαλέσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και γι’ αυτό οι οπαδοί τους είχαν παραπλανηθεί. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Βουδδισμό όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Κίνα με όλη του την Ινδική κληρονομιά από μεταφυσικές αφαιρέσεις και τα πολύπλοκα συστήματα της Γιόγκα, που έκαναν τους πιο πρακτικούς Κινέζους ν’ απορούν πως ήταν δυνατόν να συλλάβουν τον κεντρικό πυρήνα της δοξασίας του Σακυαμούνι. Ο Μποντιντάρμα, ο Έκτος Πατριάρχης, ο Μπάσο και άλλοι Κινέζοι Διδάσκαλοι πρόσεξαν αυτό το γεγονός και η φυσική κατάληξη ήταν η Ζεν. Αυτοί τοποθέτησαν το σατόρι πάνω από τη γνώση των σούτρας και από τις λόγιες συζητήσεις γύρω από τους σάστρες και το ταύτισαν με την ίδια τη Ζεν. Γι’ αυτό η Ζεν χωρίς σατόρι μοιάζει με πιπέρι που δεν καίει. Υπάρχει, όμως, και μια άσχημη κατάσταση υπερβολικής προσκόλησης στην εμπειρία του σατόρι.
4. Αυτή η έμφαση της Ζεν στο σατόρι δείχνει ότι η Ζεν δεν είναι ένα σύστημα της Ντυάνα, όπως αυτή ασκείται στις Ινδίες ή σε άλλες Βουδδιστικές σχολές της Κίνας. Η Ντυάνα είναι ένα είδος διαλογισμού που κατευθύνεται προς κάποιαν ορισμένη ιδέα. Στην Χιναγιάνα αυτή η ιδέα είναι η μεταβατικότητα, στη Μαχαγιάνα η ιδέα του κενού. Όταν ο νους γυμναστεί έτσι που να μπορεί να ζήσει την κατάσταση του απόλυτου κενού, που δεν περιέχει ίχνος συνείδησης μέσα του, ούτε την αίσθηση της ασυνειδητότητας, μ’ άλλα λόγια όταν όλες οι μορφές της νοητικής δραστηριότητας σαρωθούν από το πεδίο της συνείδησης, αφήνοντας τον νου καθαρό, σαν ουρανό χωρίς σύννεφα, μια έκταση από γαλάζιο, τότε λένε ότι η Ντυάνα έχει τελειοποιηθεί. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται έκσταση, αλλά δεν είναι Ζεν. Στη Ζεν πρέπει να υπάρχει σατόρι. Πρέπει να προηγηθεί μια γενική νοητική αναστάτωση, που να καταστρέψει ό,τι έχει συσσωρεύσει η διανόηση και που θέτει τα θεμέλια για μια νέα ζωή. Πρέπει να αφυπνιστεί μια νέα κατάσταση, που να δει τα παλιά πράγματα από ένα καινούργιο και αναπάντεχο πρίσμα. Στη Ντυάνα δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτά γιατί δεν είναι παρά μια άσκηση που ηρεμεί το νου. Αυτό βέβαια έχει την αξία του, αλλά δεν πρέπει να ταυτίσουμε τη Ζεν με τη Ντυάνα.
5. Στο σατόρι δεν βλέπει κανείς το Θεό όπως είναι, όπως λένε ορισμένοι Χριστιανοί μυστικοί. Η Ζεν ξεκαθαρίζει από την αρχή τη θέση της, που είναι η είσδυση στο έργο της δημιουργίας. Ο δημιουργός μπορεί να είναι απασχολημένος με την πλάση του σύμπαντος ή μπορεί να απουσιάζει από το εργαστήριό του, αλλά η Ζεν συνεχίζει το δικό της έργο. Δεν βασίζεται στην υποστήριξη ενός δημιουργού. Ο Χογιέν του Γκό-σό-σάν, έτεινε το χέρι του και ρωτούσε τους μαθητές του γιατί ονομαζόταν χέρι. Όταν ξέρουμε την αιτία, τότε υπάρχει σατόρι δηλαδή Ζεν. Ενώ με τον Θεό του μυστικισμού, συλλαμβάνει κανείς ένα ορισμένο αντικείμενο. Όταν συλλαμβάνετε τον Θεό, αποκλείετε αυτό που δεν είναι Θεός. Αυτό είναι περιοριστικό. Η Ζεν θέλει απόλυτη ελευθερία, ακόμα και από τον Θεό. Το «Δεν υπάρχει ενδιαίτημα», σημαίνει ακριβώς αυτό. Το ίδιο σημαίνει και το απόφθεγμα: «Καθάρισε το στόμα σου όταν προφέρεις το όνομα του Βούδδα». Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ζεν έχει την πρόθεση να είναι νοσηρά ανίερη και ά-θεη, αλλά ότι αναγνωρίζει την ατέλεια ενός σκέτου ονόματος. Γι’ αυτό όταν παρακάλεσαν τον Γιοκουσάν (751-834 μ.Χ.) να δώσει μια διάλεξη, δεν είπε ούτε μια λέξη, αλλά κατέβηκε από την έδρα και πήγε στο δωμάτιό του. Ο Χυακούτζο απλώς προχώρησε μερικά βήματα, στάθηκε ακίνητος και ύστερα άνοιξε τα χέρια του. Αυτή ήταν η διδασκαλία της μεγάλης αρχής.
6. Το σατόρι δεν είναι μια νοσηρή κατάσταση του νου, ένα αντικείμενο μελέτης για την ψυχολογία των ανωμάλων. Αντίθετα, είναι η πιο φυσιολογική κατάσταση του νου. Όταν μιλάω για νοητική αναστάτωση, μερικοί ίσως να νομίσουν ότι η Ζεν είναι κάτι που το απορρίπτουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Αυτή η άποψη είναι πολύ λανθασμένη και δυστυχώς συχνά την πρεσβεύουν προκατειλημμένοι κριτικοί. Όπως είπε ο Τζοσού: «Ζεν είναι η καθημερινή σας σκέψη». Το άνοιγμα της πόρτας προς τα μέσα ή προς τα έξω, εξαρτάται από την προσαρμογή των μεντεσέδων. Ακόμα και μέσα στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών, τα πάντα μπορούν ν’ αλλάξουν και να εμφανιστεί η Ζεν. Και το περισσότερο, έχετε αποκτήσει στο μεταξύ κάτι εντελώς καινούργιο. Όλες οι νοητικές σας λειτουργίες εργάζονται τώρα σε διαφορετική κλίμακα, που είναι πιο ικανοποιητική, πιο γαλήνια, πιο χαρούμενη από κάθε κατάσταση που έχετε ζήσει στη ζωή σας. Ο τόνος της ζωής αλλάζει. Η Ζεν ανανεώνει τα πάντα. Τα ανοιξιάτικα λουλούδια φαντάζουν πιο όμορφα και τα νερά του ορεινού χειμάρρου είναι πιο δροσερά και πιο διάφανα.
Η υποκειμενική επανάσταση που προκαλεί αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανώμαλη. Όταν η ζωή γίνει πιο απολαυστική και τα όριά της εκτείνονται ως το σημείο που να περιέχουν ολόκληρο το σύμπαν, θα πρέπει να υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα πολύτιμο στο σατόρι που αξίζει να το αναζητήσει κανείς.

Daisetsu Teitaro Suzuki
Ζεν
Μετάφραση Σοφία Άντζακα
Εκδόσεις Σπαγειρία 1993

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ο Αλχημιστής - Aloysius Bertrand

Τίποτα ακόμη! Και του κάκου ξεφύλλισα τρεις μέρες και τρεις νύχτες, στις χλωμές λάμψεις του λύχνου, τα ερμητικά βιβλία του Ραϋμόνδου – Λυλ.

Όχι τίποτα, αν δεν είναι το σφύριγμα του λαμπρού κώδωνα, τα κοροϊδευτικά γέλια μιας σαλαμάντρας που ταράζει, παίζοντας, τους στοχασμούς μου.

Πότε δένει μια σπίθα σε μια τρίχα της γενειάδας μου, πότε μου τοξεύει με τη βαλλίστρα της μια σαΐτα φωτιάς στον μανδύα μου.

Ή πάλι στιλβώνει την πανοπλία της, και τότε η στάχτη του φούρνου φυσιέται πάνω στις σελίδες του συνταγολογίου μου και στο μελάνι μου.

Κι ο κώδωνας, όλο πιο λαμπερός, σφυρίζει την ίδια μελωδία με τον διάβολο, όταν ο Άγιος Ελοά του ‘πιασε τη μύτη με μια τανάλια, στο χαλκιδιό του.

Μ’ ακόμη τίποτα! Κι επί τρεις άλλες μέρες και τρεις άλλες νύχτες θα ξεφυλλίσω, στις χλωμές λάμψεις του λύχνου, τα ερμητικά βιβλία του Ραϋμόνδου – Λυλ!

Μτφρ. Άρης Δικταίος

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Όνειρο; – Haruki Murakami

                           [Απόσπασμα από το διήγημα «Ύπνος»]
...Θυμάμαι με τέλεια διαύγεια το πρώτο βράδυ που έχασα την ικανότητά μου να κοιμάμαι. Έβλεπα ένα αποκρουστικό όνειρο – ένα σκοτεινό, γλοιώδες όνειρο. Δεν θυμάμαι το περιεχόμενό του, αλλά θυμάμαι πως το αισθανόμουν: απειλητικό και τρομακτικό. Ξύπνησα τη στιγμή της κορύφωσης. Ανέκτησα τελείως τις αισθήσεις μου μ’ ένα ξάφνιασμα, σαν να με είχαν σύρει την τελευταία στιγμή πίσω από κάποια μοιραία καμπή. Αν είχα παραμείνει στο όνειρο για ένα δευτερόλεπτο ακόμα, θα είχα χαθεί για πάντα. Μετά το ξύπνημα μου, η αναπνοή μου έβγαινε με οδυνηρά βογγητά για κάμποση ώρα. Τα χέρια και τα πόδια μου τα αισθανόμουν παράλυτα εκεί που ήμουν ξαπλωμένη. Ήμουν ακινητοποιημένη, ακούγοντας τον εαυτό μου ν’ ανασαίνει με δυσκολία, σαν να είχα απλωθεί στο έδαφος μιας τεράστιας σπηλιάς.
«Όνειρο ήταν», έλεγα στον εαυτό μου, και περίμενα να ηρεμήσει η αναπνοή μου. Ξαπλωμένη ακίνητη, αισθανόμουν την καρδιά μου να δουλεύει ξέφρενα και τους πνεύμονές μου να σπεύδουν να της στείλουν αίμα, κάνοντας συσπάσεις όπως ένα φυσερό. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι ώρα είναι. Ήθελα να κοιτάξω το ρολόι δίπλα στο μαξιλάρι μου, αλλά δεν μπορούσα να στρίψω το κεφάλι μου αρκετά. Τότε ακριβώς, μου φάνηκε ότι είδα κάτι φευγαλέα στο κάτω μέρος του κρεβατιού μου, κάτι σαν μια απροσδιόριστη μαύρη σκιά. Μου κόπηκε η ανάσα. Η καρδιά μου, οι πνεύμονές μου, ό,τι είχα μέσα μου, όλα φάνηκαν να παγώνουν εκείνη τη στιγμή. Με δυσκολία μπόρεσα να δω τη μαύρη σκιά.
Τη στιγμή που προσπάθησα να εστιάσω πάνω της, η σκιά άρχισε να παίρνει μία συγκεκριμένη μορφή, σαν να περίμενε να την προσέξω. Η σιλουέτα της έγινε ευδιάκριτη. Άρχισε να παίρνει ουσία κι ύστερα εμφανίζονταν οι λεπτομέρειες. Ήταν ένας αυστηρός γέρος που φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο κολλημένο πάνω του. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και κοντά, και τα μάγουλά του βαθουλωμένα. Στεκόταν κοντά στα πόδια μου, εντελώς ακίνητος. Δεν είπε τίποτα, αλλά τα διαπεραστικά του μάτια με κοιτούσαν επίμονα. Ήταν μάτια τεράστια, και μέσα τους μπορούσα να διακρίνω ένα κόκκινο δίκτυο αγγείων. Το πρόσωπο του γέρου ήταν τελείως ανέκφραστο. Δεν μου έλεγε τίποτα. Έμοιαζε σαν μία πύλη προς το σκοτάδι.
Ήξερα πως τούτο δεν ήταν όνειρο πια. Είχα ξυπνήσει από τ’ όνειρο. Κι όχι επειδή έτυχε να ξυπνήσω σιγά-σιγά, αλλά επειδή τα βλέφαρά μου είχαν ανοιχτεί βίαια. Όχι, τούτο δεν ήταν όνειρο. Ήταν πραγματικότητα. Και στην πραγματικότητα, ένας γέρος που δεν τον είχα ξαναδεί στεκόταν κοντά στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Κάτι έπρεπε να κάνω – ν’ ανάψω το φως, να ξυπνήσω τον άντρα μου, να ουρλιάξω. Προσπάθησα να κινηθώ. Πάλεψα για να μπουν σε κίνηση τα μέλη μου, αλλά τίποτα. Δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε το δακτυλάκι μου. Όταν μου έγινε σαφές ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κουνηθώ, μ’ έπιασε ένας απερίγραπτος τρόμος, ένας αρχέγονος φόβος που δεν είχα βιώσει ποτέ μου, σαν μία ανατριχίλα που αναδύεται σιωπηλά απ’ το απύθμενο πηγάδι της ανάμνησης. Προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά δεν ήμουν ικανή να βγάλω κάποιον ήχο, ούτε καν να κουνήσω τη γλώσσα μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω τον γέρο.
Εκείνη τη στιγμή είδα ότι κρατούσε κάτι – ένα ψηλό, λεπτό, καμπυλωτό πράγμα που έβγαζε μια άσπρη λάμψη. Καθώς κοίταζα αυτό το αντικείμενο, απορώντας για το τι ακριβώς είναι, άρχισε να παίρνει ένα συγκεκριμένο σχήμα, όπως ακριβώς η σκιά πιο πριν. Ήταν μια κανάτα, μία παλιά κανάτα από πορσελάνη. Μετά από λίγη ώρα, ο άντρας έγειρε την κανάτα κι άρχισε να ρίχνει νερό πάνω στα πόδια μου. Δεν μπορούσα να αισθανθώ το νερό. Το είδα και το άκουσα να πλατσουρίζει καθώς έπεφτε πάνω στα πόδια μου, αλλά δεν αισθανόμουν τίποτα.
Ο γέρος συνέχισε να ρίχνει νερό στα πόδια μου. Τι παράξενο – όσο κι αν έριχνε, η κανάτα δεν άδειαζε ποτέ. Άρχισα ν’ ανησυχώ πως τα πόδια μου τελικά θα σάπιζαν και θα έλιωναν. Αυτό θα συνέβαινε, οπωσδήποτε. Τι άλλο θα μπορούσαν να πάθουν με τόσο νερό να χύνεται πάνω τους; Όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι τα πόδια μου θα σάπιζαν και θα έλιωναν, δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο.
Έκλεισα τα μάτια μου κι εξαπέλυσα ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό, που έμεινα χωρίς δυνάμεις. Αλλά δεν έφυγε ποτέ απ’ το σώμα μου. Αντηχούσε μέσα μου σιωπηλά, σπαράζοντας με και βγάζοντας την καρδιά μου εκτός λειτουργίας. Ό,τι είχα μέσα στο κεφάλι μου άσπρισε για μια στιγμή καθώς το ουρλιαχτό διαπέρασε το κάθε μου κύτταρο. Κάτι πέθανε μέσα μου. Κάτι έλιωσε, αφήνοντας μονάχα ένα ανατριχιαστικό κενό. Μια εκρηκτική λάμψη είχε αποτεφρώσει όλα όσα καθόριζαν τη ζωή μου.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ο γέρος είχε φύγει. Η κανάτα είχε φύγει. Το κάλυμμά του κρεβατιού ήταν στεγνό και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχαν βραχεί τα πόδια μου. Το κορμί μου όμως ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, μία φρικτή ποσότητα ιδρώτα, περισσότερο ιδρώτα απ’ όσο φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να παράγει ένας άνθρωπος. Κι όμως, ήταν αναμφίβολα ο δικός μου ιδρώτας.
Κούνησα το ένα δάκτυλο. Ύστερα άλλο ένα, κι άλλο ένα, κι όλα τα υπόλοιπα. Αμέσως μετά λύγισα τα χέρια μου και κατόπιν τα πόδια μου. Έκανα μια περιστροφική κίνηση με τα πέλματά μου και λύγισα τα γόνατα. Τα μέλη του σώματός μου δεν κινήθηκαν ακριβώς όπως θα έπρεπε, αλλά τουλάχιστον κινήθηκαν. Αφού έλεγξα προσεκτικά για να δω αν λειτουργούσαν όλα τα μέλη, σιγά-σιγά ανασηκώθηκα κι έκατσα. Σάρωσα όλο το δωμάτιο από τη μία γωνιά στην άλλη μέσα στο θαμπό φως που έμπαινε απ’ τα φώτα του δρόμου. Σίγουρα δεν ήταν εδώ ο γέρος.
Το ρολόι δίπλα στο μαξιλάρι μου έδειχνε 12:30. Μόνο μιάμιση ώρα κοιμόμουν. Στο κρεβάτι του, ο άντρας μου κοιμόταν βαριά. Δεν ακουγόταν καν η αναπνοή του. Πάντα έτσι κοιμάται, σαν να έχει εκλείψει κάθε εγκεφαλική δραστηριότητα από μέσα του. Δεν τον ξυπνάει σχεδόν καμία δύναμη.
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο. Πέταξα το λουσμένο στον ιδρώτα νυχτικό μου στο πλυντήριο κι έκανα ντους. Αφού φόρεσα καθαρές πυτζάμες, πήγα στο καθιστικό, άνοιξα το φωτιστικό δαπέδου δίπλα στον καναπέ και κάθισα εκεί πίνοντας ένα γεμάτο ποτήρι κονιάκ. Δεν πίνω σχεδόν ποτέ. Όχι πως νοιώθω τη σωματική αποστροφή για το αλκοόλ που νοιώθει ο άντρας μου. Κάποτε έπινα αρκετά, μάλιστα, αλλά αφότου παντρεύτηκα, απλά το έκοψα. Μερικές φορές, όταν δυσκολευόμουν να κοιμηθώ, έπινα καμιά γουλιά κονιάκ. Εκείνο το βράδυ, όμως, αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν ένα ολόκληρο ποτήρι για να ηρεμήσουν τα τεντωμένα νεύρα μου.
Το μόνο ποτό που είχαμε στο σπίτι ήταν ένα μπουκάλι Rémy Martin που καθόταν στον μπουφέ. Ήταν δώρο. Είχε περάσει τόσος καιρός που ούτε θυμόμουν ποιος μας το έφερε. Το μπουκάλι είχε μια λεπτή στρώση σκόνης. Δεν είχαμε  πραγματικά ποτήρια του κονιάκ, γι’ αυτό το έριχνα σε ένα κανονικό ποτήρι και το έπινα σιγά-σιγά.
Πρέπει να βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης, σκέφτηκα. Είχα ακούσει για την έκσταση από μια φίλη στο πανεπιστήμιο που είχε περάσει μία τέτοια εμπειρία. Όλα ήταν απίστευτα καθαρά, είχε πει. Δεν μπορείς να το πιστέψεις, ότι είναι ένα είδος ονείρου. «Δεν πίστευα ότι ήταν όνειρο όταν συνέβαινε, κι ακόμη δεν το πιστεύω». Έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ. Βέβαια, πρέπει να ήταν όνειρο – ένα είδος ονείρου που δεν το νοιώθεις σαν όνειρο.
Αν και με εγκατέλειπε ο τρόμος, το σώμα μου δεν σταματούσε να τρέμει. Είχε μπει στο πετσί μου, όπως οι κυκλικές αναταράξεις στην επιφάνεια του νερού μετά από σεισμό. Μπορούσα να διακρίνω το ελαφρύ ρίγος που είχα.  Το ουρλιαχτό  το δημιούργησε. Εκείνο το ουρλιαχτό που δεν βρήκε ποτέ μαι φωνή ήταν ακόμη φυλακισμένο στο σώμα μου, κάνοντάς το να τρέμει.
Έκλεισα τα μάτια μου και κατάπια άλλη μια γουλιά κονιάκ. Η ζεστασιά απλώθηκε απ’ τον λαιμό μου στο στομάχι. Η αίσθηση ήταν τρομερά αληθινή.
Με αγωνία σκέφτηκα τον γιο μου. Η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά δυνατά. Έσπευσα από τον καναπέ στο δωμάτιό του. Κοιμόταν βαθιά, με το ένα χέρι πάνω στο στόμα του και το άλλο να εξέχει απ’ το κρεβάτι. Φαινόταν τόσο ασφαλής και ήρεμος όσο και ο άντρας μου. Ίσιωσα την κουβέρτα του. Αυτό που μου τάραξε τον ύπνο τόσο βίαια, είχε επιτεθεί μόνο σε μένα. Κανείς τους δεν αισθάνθηκε τίποτα.
Επέστρεψα στο καθιστικό και γυρόφερα εκεί. Δεν νύσταζα καθόλου.
Σκέφτηκα να πιω άλλο ένα ποτήρι κονιάκ. Ήθελα, μάλιστα, να πιω ακόμα περισσότερο αλκοόλ. Ήθελα να ζεστάνω το κορμί μου κι άλλο, να ηρεμήσω τα νεύρα μου κι άλλο και να αισθανθώ αυτό το δυνατό, διαπεραστικό άρωμα στο στόμα μου ξανά. Αφού δίστασα λίγο, αποφάσισα να μην το κάνω. Δεν ήθελα να ξεκινήσω τη μέρα μου μεθυσμένη. Έβαλα το κονιάκ πίσω στον μπουφέ, πήγα το ποτήρι στο νεροχύτη της κουζίνας και το έπλυνα. Βρήκα μερικές φράουλες στο ψυγείο και τις έφαγα.
Συνειδητοποίησα ότι τα ρίγη είχαν σχεδόν εγκαταλείψει το πετσί μου.
Τι ήταν ακριβώς ο μαυροφορεμένος γέρος; αναρωτήθηκα. Δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Αυτά τα μαύρα ρούχα του ήταν τόσο παράξενα. Έμοιαζαν με μια στενή φόρμα, που όμως ήταν παλιομοδίτικη. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κι αυτά τα μάτια – κόκκινα και ορθάνοιχτα. Ποιος ήταν; Γιατί έριχνε νερό πάνω στα πόδια μου; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;
Είχα ερωτήσεις, όχι απαντήσεις...

Haruki Murakami
Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται
Δεκαεπτά Ιστορίες
Μετάφραση Γιώργος Βουδικλάρης, Θανάσης Δούβρης
Εκδόσεις Κοάν 2007


Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Ο Χρόνος – Βέδες

 


Ο Χρόνος σέρνει το άρμα, καθώς ένα άλογο με επτά ινία,
με χίλια μάτια, πλούσιο σε σπέρμα, μακριά από γηρατειά.
Ανεβαίνουν πάνω του οι ποιητές που καταλαβαίνουν τα εμπνευσμένα τραγούδια.
Έχει για τροχούς όλες τις υπάρξεις.

Ο Χρόνος σέρνει επτά τροχούς
έχει επτά άξονες, που λέγονται ο μη – θάνατος.
Μένω εδώθε από όλες αυτές τις υπάρξεις.
Κίνησε, βαδίζει, αυτός ο πρώτος ανάμεσα στους θεούς

Εκόμισε όλες τις υπάρξεις
Έκαμε το γύρο όλων των υπάρξεων
Αυτός που ήτανε πατέρας τους, έγινε ο γιος του.
Δεν υπάρχει λάμψη ανώτερη από τη δική του

Ο Χρόνος έπλασε τη Γη
Μέσα στο Χρόνο καίει ο Ήλιος
μέσα στο Χρόνο, βλέπει μακριά το μάτι
και, μέσα στο Χρόνο, όλες τις υπάρξεις.

Μέσα στο Χρόνο είναι η συνείδηση. Στο Χρόνο η Πνοή
μέσα στο Χρόνο είναι συμπυκνωμένο το όνομα.
Αυτό το Χρόνο που επέρχεται
χαίρονται όλα τα πλάσματα

Ο Χρόνος είναι όλων των πλασμάτων ο αφέντης
όλα κινούνται από αυτόν, βγαίνουν από αυτόν
και στηρίζονται σ’ αυτόν.
Ο Χρόνος έπλασε τα ζώντα όντα και τους θεούς.

Βέδες
Ινδικά κείμενα
Μετάφραση Ζωγραφάκης Κ. Γεώργιος
Εκδόσεις Δωδώνη 1974

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ΔΙΚΛΕΙΣ - ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


Όταν μονάζουμε σκεπτόμενοι μελλοντικά ταξείδια

Ένα καράβι κάποτε περνά στην κάμαρά μας

Και γέρνουμε ν’ αναπαυθούμε στο κατάστρωμα

Ως που να φθάσουν τα κλαριά των ενυπνίων

Και λυτρωθούμε από τους κόπους της ημέρας

Στην πρασιά της ανευρέσεως

Σιτοβολώνος που διαλέξανε δυο κορασίδες

Για νάρθουν να με συναντήσουν.


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ενδοχώρα [ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (1934)]
Εκδόσεις Άγρα 1997

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Το τραγούδι του τρελού - Κωστής Παλαμάς

                                          Στον Αριστομένη Προβελέγγιο 

Καλοί μου άνθρωποι, ακούστε με, κακός δεν είμαι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε·
δεν έφταιξα, πονώ.

Στο σταυροδρόμι είχα σταθή, στην πέτρα είχα καθήσει
για να ξεκουραστώ,
Με τα οπαλλένια χέρια της έσπερνε γιούλια η δύση
κατά τον Υμηττό.

Τα παλληκάρια, οι λυγερές, αδιάκοπα μπροστά μου
περάσματα. Γιορτή.
Και το βιολί μου φάνταζε παρατημένο χάμου
σαν άρρωστη ψυχή.

Κι εγώ ήμουν ο παράξενος, ο λαλητής ο πλάνος,
και σαν εμέ, κανείς.
Για τούτους είμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος,
για σας ο αδικητής.

Κι οι γνωριμιές μου αφρόντιστα και αγνώριστα γυρίζαν
και όλοι, όλοι βιαστικά·
χαμογελούσαν οι όμορφες εκεί που μ' αντικρύζαν,
καταφρονετικά.

Συρμένη από τη θύμηση του μουσικού βιολιού μου
κι αν κάποτε καμιά
γύρευε σάμπως να σταθή, τ’ αγρίου θολού ματιού μου
την έδιωχνε η φωτιά.

Κάτι έκρυβα στο λογισμό, στην όψη έδειχνα κάτι
που μάκραινε γοργούς
το νιο τον ανοιχτόκαρδο, την κόρη τη δροσάτη
και ξένους και δικούς.

Και πέρασε. Με πλεύρωσε και σα σε δέηση στάθη
και σα γονατιστή·
κ’ ήρθε σα νάθελε από με να μάθη και να πάθη, 
και σαν ανατολή.

Έπαιζε με τον πέπλο της φιλώντας το κορμί της
τ’ αγέρι του βραδιού.
Τ' ανάβλεμμά της χάιδεμα της νιότης. η φωνή της
ρυθμός του τραγουδιού.

Και ντροπαλή και πρόσχαρη και θαρρεμένη· η χάρη 
της κερασιάς που ανθεί,
του χωραφιού στεφάνωμα και του μαγιού καμάρι,
προτού να τρυγηθή.

Σαν ήρθε, γιατί έφυγε; και ποιός θα σε χωρίση
του αποσπερίτη φως
από το βράδυ που φωτάς; Και είχε τα ρόδα η δύση,
τα γιούλια ο Υμηττός.

Ποιό χέρι μου την άρπαξε; Θεός την είχε στείλει;
Δεν έφταιξα. Πονώ.
Δίψα το στόμα μου έκαιγε. Μου δρόσισε τα χείλη
μιας θείας πηγής νερό.

Τ’ αχνάρια από τα πόδια της, φωτίσματα καινούρια, 
πίσω της τρέχω, εκεί
τρέχω, όλο τρέχω, ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια
και μάτωσα τη γη.

Πέστε μου, που είμαι; στο βουνό; στην πολιτεία; στον κάμπο;
Τρελός δεν είμαι εγώ.
Καλοί μου ανθρώποι, ακούστε με. Σπίτι, άνοιξέ μου, νάμπω,
κήπε, σε λαχταρώ.

Το ξέρω, να το σπίτι, να! μπήκε απ' εκεί, την είδα,
μα η πόρτα του κλειστή.
Τόφερα γύρω ολονυχτίς το σπίτι, ψεύτρα ελπίδα,
και μ’ εύρε εδώ κι η αυγή.

Σκυλιά, και με δαγκώσανε, γειτόνοι, και με πήραν
για κλέφτη, για φονιά·
και βάρδιες, και ξυπνήσανε· και δούλοι, και με δείραν,
Θεέ μου! τι απονιά!

Κλέφτης δεν είμαι ούτε φονιάς. Καλοί μου άνθρωποι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε,
τον ορφανό! Πονώ.

Το φράχτη σύντριψα, στον κήπο μπήκα, τα πουλιά της
τα ξάφνισα, κ’ εκεί
φίλησα τ' άνθη στη βραγιά, στη γη το πάτημά της.
Κρίμα είν' αυτό, κριτή;

Ήρθα να ιδώ τον ήσκιο της από το παραθύρι
πριν σβήση το κερί,
τον ήσκιο απ' το κεφάλι της την ώρα που θα γύρη
να γλυκοκοιμηθή.

Πετροβολάτε με, άνθρωποι, βασάνισέ με, Αράπη,
στη μαύρη φυλακή.
Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Φιλοσοφία και κοινός νους – Θεόφιλος Βέικος

Ο Χέγκελ λέει στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, πως το να θέλουμε να φιλοσοφούμε σημαίνει να κάνουμε ένα πήδημα, δηλαδή να βγαίνουμε από τη συνηθισμένη σκέψη που κινείται σε ένα χώρο παραστάσεων και αναμνήσεων και να περνούμε σε μια εννοιακή λειτουργία σκέψης. Για τον κοινό νου η φιλοσοφία φαντάζει συχνά ως υπερβολικά αφηρημένη σκέψη ή ακόμη και ως αναστραμμένος κόσμος. Και τούτο γιατί αυτή κλονίζει τις βεβαιότητες του κοινού νου και της καθημερινής συνείδησης. Στην καθημερινή ζωή τους οι άνθρωποι σκέφτονται συγκεκριμένα και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διαδικασία αφαίρεσης σαν αυτή που παρατηρείται τυπικά στη φιλοσοφία. Αν μερικοί από αυτούς υποχρεώνονταν ποτέ να υποστούν τη δοκιμασία να ακούσουν ή να διαβάσουν συνάφειες αφηρημένων  σκέψεων, σίγουρα θα αντιδρούσαν με ένα αίσθημα αποδοκιμασίας. Πραγματικά, η φιλοσοφία οφείλει σε μεγάλο βαθμό την εχθρότητα ή αδιαφορία, ακόμα και την περιφρόνηση ή ειρωνεία των πολλών ανθρώπων γι’ αυτήν στην πλατιά διαδεδομένη εντύπωση πως φιλοσοφική εργασία είναι μια λειτουργία αφηρημένης σκέψης. Αν δεχτεί κανείς πως “από τη φύση της” η φιλοσοφία έχει να κάνει με αφηρημένες έννοιες, είναι ανάγκη τότε να αντιμετωπίσει ερωτήματα σαν αυτά: Δικαιολογείται η δραστηριότητα των φιλοσόφων στο χώρο των αφηρημένων εννοιών  με ορισμένες κοινωνικές σχέσεις ύπαρξης; Λόγος π.χ., πνεύμα, ηθικότητα, ευτυχία είναι απλώς κατηγορίες της αστικής σκέψης ή έννοιες που επιδέχονται κατά περίπτωση συγκεκριμένο περιεχόμενο; Δεν είναι τάχα ο εσωτερικός  σύνδεσμος της φιλοσοφικής δραστηριότητας με τη συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα, που έκφραση της θέλει να αποτελεί, το αναγκαίο σημείο αναφοράς; Δεν προκαλεί αυτό τους φιλοσόφους να εκφράζονται πάντοτε με τρόπο που οι ιδέες τους να γίνονται κατανοητές σε αναφορά με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα;
Από την άλλη μεριά πάλι οι φιλόσοφοι δεν ανέχονται συνήθως τις ιδέες που προβάλλονται ως προϊόντα του κοινού νου. Ο Ayer(1) π.χ. αναγνωρίζει ως αρετή του φιλοσόφου να μην ανέχεται υπερβολές του κοινού νου. Και αναφέρει ότι ο H.H. Price, προκάτοχός του στην έδρα του (Οξφόρδη), έτεινε να σκέφτεται πως ο κόσμος είναι ένας πολύ ξένος χώρος από ό,τι συνήθως υποθέτουμ ως είναι, τόσο που ακόμα και οι φαντασιώδεις θεωρίες για τον κόσμο μπορεί να βρεθούν πως περιέχουν κάποιο στοιχείο αλήθειας.
Ο κοινός νους μας βεβαιώνει, όπως λένε, ότι υπάρχουν πράγματα έξω από μας, ότι ο καθένας από μας υπάρχει ως ζωντανό σώμα, ότι το σύμπαν υπήρχε πριν από μας και πριν από μας επίσης έζησαν πολλά άλλα ανθρώπινα και άλλα ζωντανά όντα σαν αυτά που παρατηρούμε σήμερα κ.λπ. Οι βεβαιώσεις αυτές παρουσιάζονται ως αναμφισβήτητα αληθινή γνώση. Και η γνώση αυτή αξιολογείται ως σταθερή και σίγουρη περιουσία του κοινού νου. Κανείς δεν αμφισβητεί κανονικά την αλήθεια τέτοιων προτάσεων. Το ερώτημα είναι αν τέτοιες προτάσεις, αλλάζουν τη γνώση μας και τη ζωή μας με κάποιον σημαντικό τρόπο. Το σημαντικό λ.χ. είναι τάχα να συμφωνούμε όλοι πως υπάρχουν πράγματα έξω από μας ή να παίρνουμε κριτική στάση απέναντί τους; Γιατί το απλό γεγονός πως υπάρχουν υλικά πράγματα έξω από μας, συμβάντα καθώς και πράξεις άλλων ζωντανών όντων δεν δημιουργεί αλλαγή στη γνώση και στη ζωή μας (θα ήταν μάλλον απίθανο να αμφισβητήσει κανείς τέτοιες θέσεις).
Πιστεύουμε όλοι πως υπάρχει ένα σύμπαν, ένας τεράστιος αριθμός από υλικά αντικείμενα του ενός ή του άλλου είδους (άνθρωποι, ζώα, φυτά, πέτρες, βουνά, μέταλλα, νερά κ.λπ.) καθώς και αντικείμενα κατασκευασμένα από ανθρώπους ή, σπάνια, από ζώα (φωλιές και σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, αυτοκίνητα, σιδηρόδρομοι, αεροπλάνα, εργοστάσια κ.λπ.). Εκτός από τη γη και όσα βρίσκονται πάνω της και μέσα τη, υπάρχουν αναρίθμητα άλλα αστρικά σώματα, και πολλά ασύγκριτα πιο μεγάλα από αυτήν. Ο κοινός νους δέχεται ακόμα πως εκτός από όλα αυτά τα υλικά πράγματα που υπάρχουν έξω από μας, υπάρχουν επίσης και οι πράξεις των ανθρώπων και των ζώων. Όλα αυτά υπάρχουν σε χώρο και χρόνο. Αλλά ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν τα υλικά πράγματα. Πολλές διαφωνίες φιλοσόφων ανάγονται σε ζητήματα που πάνε πέρα από τις βεβαιώσεις του κοινού νου. Είναι το ζήτημα λ.χ. αν όλα όσα υπάρχουν είναι υλικά πράγματα και, αν υπάρχουν και πνευματικά, τι είναι ύλη και τι πνεύμα, το ζήτημα αν υπάρχουν άλλα είδη πραγμάτων, όπως ο χώρος και ο χρόνος κ.λπ.
Στις υπαγορεύσεις του κοινού νου θα μπορούσε ακόμα να αναχθεί η πίστη πως υπάρχει θεός (αυτός δεν ανήκει ούτε στα υλικά αντικείμενα ούτε στις πράξεις της συνείδησης ούτε σε οντότητες της μορφής χώρος ή χρόνος), ή και η άποψη πως, ακόμα κι αν ο θεός υπάρχει, δεν μπορούμε να το ξέρουμε: πιστεύει ή δεν πιστεύει κανείς πως υπάρχει. Και το ίδιο ισχύει επίσης για την πίστη  στην μέλλουσα ζωή. Γιατί, όπως λέει ο Μουρ(2), “αν πραγματικά συμβαίνουν στο σύμπαν αυτή τη στιγμή όχι μόνον οι πράξεις της συνείδησης που συνδέονται με τα ζώντα σώματα των ανθρώπων και των ζώων (ή ακόμα και των φυτών) στην επιφάνεια της γης, αλλά επίσης πράξεις συνείδησης που εκτελούνται από τα πνεύματα εκατομμυρίων ανθρώπων που τα σώματά τους έχουν πεθάνει – τότε σίγουρα το σύμπαν είναι ένας πολύ διαφορετικός χώρος από ό,τι θα έπρεπεν να είναι αν δεν συνέβαινε έτσι”.
Η φιλοσοφία αποτελεί κριτική διανοητική εργασία με την οποία τίθενται διαρκώς σε συζήτηση οι απόψεις του κοινού νου, γίνονται αποδεκτές ή απορρίπτονται, ή τροποποιούνται περασμένες από τον έλεγχο του κριτικού λόγου και τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης.

_______________ 
1. A.J. Ayer, Philosophy and Language, Oxford 1960, σς. 3-4.
2. G.E. Moore, Some Main Problems of Philosophy, σ. 18.


Θεόφιλος Βέικος
Φιλοσοφία και Επιστήμη
Εκδόσεις Γρηγόρη 1982

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΩΡΑ – ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

Ακόμη και τώρα

που το φεγγάρι έχει εξερευνηθεί

κι έχει τόσο απογοητεύσει,

και η θάλασσα έχει

όπως και η ζωή μας εξαντληθεί,

που τα μάτια μας

δεν είναι μάτια για να βλέπουν

παρά κουκκίδες

που συντηρούνται τα όνειρα,

ακόμη και τώρα

που η ψυχή μας κουρασμένη σωπαίνει,

η Γη

συνεχίζει το μαρτύριο της περιστροφής

φέρνοντας το χειμώνα και την άνοιξη

και το άρωμα του πεύκου μέσ’ απ’ την καταχνιά

την παγωνιά

και πάλι το χελιδόνι.

Ακόμη και τώρα

που το σταμνί έχει αδειάσει

και το στόμα του φύρανε

που ο ορίζοντας δεν είναι

παρά μια λέξη νεκρή

και το ποτάμι μια ανάμνηση,

που τα περάσματα έχουν

όπως και οι καρδιές μας αποκλειστεί


εσύ,

συνεχίζεις να έρχεσαι με όλους τους καιρούς

να ρίχνεσαι στον πεθαμένο

και να επιμένεις.


Χρίστος Λάσκαρης

Ποιήματα

Εκδόσεις Τύρφη 2022

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Το Αζήτητο Δώρο - Arthur Koestler

Σε ένα από τα δοκίμιά του, ο Σερ Τζούλιαν Χάξλεϋ δίνει έναν κατάλογο χαρακτηριστικών που ανήκουν αποκλειστικά στο ανθρώπινο είδος. Αυτό είναι η γλώσσα και η εννοιολογική σκέψη. Η μεταβίβαση της γνώσης με την γραφή. Η χρήση εργαλείων και μηχανημάτων. Η βιολογική υπεροχή απέναντι σε όλα τα άλλα είδη. Η ατομική μεταβλητότητα. Η χρήση του πρόσθιου άκρου αποκλειστικά για τον χειρισμό αντικειμένων. Γονιμότητα όλο τον χρόνο. Τέχνη, χιούμορ, επιστήμες, θρησκεία κ.ο.κ. Αλλά το εντυπωσιακότερο από εξελικτική άποψη χαρακτηριστικό του ανθρώπου δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτόν τον κατάλογο – ούτε και έτυχε να διαβάσω ποτέ καμιά σοβαρή συζήτηση γύρω από αυτό, από κανένα εξέχοντα βιολόγο.
Θα μπορούσαμε να το βαφτίσουμε «το παράδοξο του αζήτητου δώρου», και θα προσπαθήσω να σας το περιγράψω με μια παραβολή. Κάποτε σε ένα Αραβικό παζάρι, υπήρχε ένας αγράμματος μαγαζάτορας που τον έλεγαν Αλή, και που δεν ήξερε να λογαριάζει, με αποτέλεσμα να τον κλέβουν αιωνίως οι πελάτες του – αντί να τους κλέβει αυτός, όπως θάπρεπε. Έτσι, κάθε νύχτα προσευχόταν στον Αλλάχ να του κάνει δώρο έναν άβακα - αυτό το θαυμαστό σύστημα με το οποίο προσθέτεις και αφαιρείς σπρώχνοντας χάντρες πάνω σε σύρματα. Αλλά κάποιο πονηρό τζιν έστειλε την παράκληση του σε κάποιο λάθος τμήμα του Ουράνιου Ταχυδρομείου, κι έτσι, ένα πρωί που έφθασε στο παζάρι ο Αλή βρήκε την παράγκα του μεταμορφωμένη σε ένα πολυόροφο κτίριο, όλο γυαλί και ατσάλι, εξοπλισμένο με τους τελευταίους IBM υπολογιστές, ν’ αναβοσβήνουν, δείκτες, μαγικά μάτια και τα λοιπά, και τα λοιπά. Και ένα βιβλίο οδηγιών αρκετών χιλιάδων σελίδων, που όντας αγράμματος δεν μπορούσε να το διαβάσει. Τέλος πάντων, αφού έχασε ένα σωρό μέρες πιλατεύοντας άκαρπα πότε τον ένα και πότε τον άλλο διακόπτη, στο τέλος τον πιάσανε τα διαόλια του και βάλθηκε να κλωτσάει ένα αστραφτερό, λεπτό ταμπλό. Τα χτυπήματα επηρέασαν ένα από τα εκατομμύρια ηλεκτρονικά κυκλώματα του μηχανισμού, και μετά από λίγο ο Αλή ανακάλυψε με μεγάλη του αγαλλίαση ότι κάθε φορά που κλωτσούσε το ταμπλό πρώτα τρεις ας πούμε φορές και κατόπιν άλλες πέντε, ένας από τους δείκτες φανέρωνε τον αριθμό οκτώ! Ευχαρίστησε τον Αλλάχ που του έστειλε έναν τόσο όμορφο άβακα, και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μηχάνημα για να προσθέτει δύο και δύο – αγνοώντας μακάρια ότι ήταν ένα μηχάνημα ικανό να λύνει τις εξισώσεις του Αϊνστάιν ώσπου να πεις κύμινο, ή να προβλέπει τις τροχιές των πλανητών και των άστρων χιλιάδες χρόνια πριν.
Τα παιδιά του Αλή, ύστερα τα εγγόνια του, κληρονόμησαν το μηχάνημα καθώς και το μυστικό να κλωτσάνε το ίδιο πάντα ταμπλό. Αλλά πήρε εκατοντάδες γενιές ώσπου να μάθουν να το χρησιμοποιούν και για τους απλούστερους πολλαπλασιασμούς. Απόγονοι κι εμείς του Αλή, αν και έχομε ανακαλύψει πολλούς άλλους τρόπους για να βάζομε το μηχάνημα μπρος, δεν έχομε μάθει να χρησιμοποιούμε παρά ένα πολύ μικρό κλάσμα από τις δυνατότητες που έχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια κυκλώματά του. Γιατί το αζήτητο δώρο, όπως θα το μαντέψατε, είναι ο εγκέφαλος του ανθρώπου. Όσο για το βιβλίο με τις οδηγίες – αν υπήρχε ποτέ – έχει χαθεί. Ο Πλάτωνας υποστήριζε πως υπήρξε, αλλά αυτά είναι διαδόσεις. 
Η παραβολή δεν είναι τόσο παρατραβηγμένη όσο μπορεί να φαίνεται. Όποια κι αν είναι η κινητήρια δύναμη που κρύβεται πίσω της, η εξέλιξη μεριμνά για τις άμεσες προσαρμοστικές ανάγκες του είδους. Και οι καινοτομίες σε ανατομικές δομές και σε λειτουργίες, ανταποκρίνονται στενά σε αυτές τις προσαρμοστικές ανάγκες. Δεν έχει ξανακουστεί να εξοπλίζει η εξέλιξη ένα είδος με ένα όργανο που να μην ξέρει πως να το μεταχειριστεί, με ένα πολυτελές όργανο, σαν τον υπολογιστή του Αλή, που να ξεπερνάει κατά πολύ τις άμεσες και πρωτόγονες ανάγκες του ιδιοκτήτη του. Ένα όργανο που θα πάρει στο είδος χιλιετηρίδες για να μάθει να το χειρίζεται σωστά – αν το μάθει ποτέ.
Όλες αυτές οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι ο πρώτος αντιπρόσωπος του homo sapiens – ο Κρο Μανιόν, που έκανε την εμφάνισή του πριν από κάπου πενήντα με εκατό χιλιάδες χρόνια – ήταν από τότε προικισμένος με έναν εγκέφαλο, που σε σχήμα και μέγεθος ήταν ίδιος με τον δικό μας. Δεν τον χρησιμοποίησε όμως παρά ελάχιστα. Παρέμεινε ένας άνθρωπος των σπηλαίων και ποτέ δεν ξεπέρασε την Λίθινη Εποχή. από την πλευρά των άμεσων αναγκών του, η εκρηκτική ανάπτυξη του νεοεγκέφαλου ξεπέρασε τον στόχο με ένα χρονικό συντελεστή αστρονομικού ύψους. Για αρκετές δεκάδες χιλιάδες χρόνια, οι πρόγονοί μας εξακολούθησαν να κατασκευάζουν βέλη και τόξα και ακόντια, ενώ το όργανο που αύριο θα μας πάει στο φεγγάρι υπήρχε από τότε, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί, μέσα στο κρανίο τους.
Όταν λέμε ότι η πνευματική εξέλιξη είναι ένα αποκλειστικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που δεν υπάρχει στα ζώα, κάνομε μια σύγχυση. Το δυναμικό μάθησης του ζώου περιορίζεται αυτόματα από το γεγονός ότι εκμεταλλεύεται πλήρως – ή σχεδόν πλήρως – όλα τα όργανα με τα οποία έχει εξοπλιστεί από τη γέννησή του, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο εγκέφαλός του. Οι ικανότητες του υπολογιστή που διαθέτουν οι εγκέφαλοι του ερπετού και του θηλαστικού εκμεταλλεύονται και δεν αφήνουν περιθώρια για περισσότερη μάθηση. Αλλά η εξέλιξη του ανθρώπινου εγκέφαλου έχει ξεπεράσει σε τέτοιο σημείο τις άμεσες ανάγκες του ανθρώπου που τον έχει καταδικάσει να τρέχει λαχανισμένος πίσω από τις ανεκμετάλλευτες ανεξερεύνητες δυνατότητές του. Από αυτό το πρίσμα, η ιστορία της επιστήμης και της φιλοσοφίας είναι η αργή διεργασία με την οποία μαθαίνομε να πραγματοποιούμε τις δυνατότητες του εγκέφαλου. Τα νέα σύνορα που θα πρέπει να κατακτήσουμε βρίσκονται, κύρια, μέσα στις έλικες του φλοιού.


Arthur Koestler
Ένα Φάντασμα στη Μηχανή
Μετάφραση Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή
Εκδόσεις Χατζηνικολή 1977

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Ἡ δύσκολη Κυριακή - Μίλτος Σαχτούρης

Ἀπ ̓ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ ̓ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ ̓ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου

Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ ̓ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά

Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ ̓ μου τὸ χέρι σου τί κρύο

Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ ̓ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ ̓ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945 – 1998)
(Η Λησμονημένη 1945)
Εκδόσεις Κέδρος 2014


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο Edgar Allan Poe και το νουάρ μυθιστόρημα – ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ

 
Κάθε φορά που διαβάζω διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε με βασανίζει ένα ερώτημα, που καταλήγει σε θλίψη. Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν να επικράτησε για δεκαετίες το αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα, όταν προηγήθηκε ένας συγγραφέας όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, και την εποχή της κυριαρχίας του αγγλικού αστυνομικού υπήρχε ένας συγγραφέας όπως ο Ζορζ Σιμενόν; Ο Πόε επηρέασε καθοριστικά το αμερικανικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά στην Ευρώπη παρέμεινε απλώς μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. 
Στα τρία διηγήματα αυτού του τόμου (ΟΙ ΦΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΜΟΡΓΚ, ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙ ΡΟΖΕ και ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ), πρωταγωνιστές είναι ο αφηγητής και ο φίλος του, Ντιπέν. Κανείς από τους δυο δεν διαθέτει την ιδιοφυΐα του Σέρλοκ Χολμς, ή του Ηρακλή Πουαρό. Η διαφορά αυτή έχει ως αφετηρία την άποψη του Πόε περί ιδιοφυΐας. Αρκεί να διαβάσει κάποιος ένα απόσπασμα στην αρχή του πρώτου διηγήματος, «Οι φόνοι της οδού Μοργκ». 
«Η δύναμη της ανάλυσης δεν θα πρέπει να συγχέεται με την υπέρμετρη ευφυΐα· γιατί, παρότι ο αναλυτής είναι κατ’ ανάγκη ευφυής, ο ευφυής άνθρωπος συχνά είναι εξαιρετικά ανίκανος για ανάλυση». Όταν διαβάζω αυτή τη φράση, θυμάμαι την πολύ γνωστή ατάκα του Σέρλοκ Χολμς «elementary my dear Watson», «στοιχειώδες, αγαπητέ μου Ουάτσον». Ακολουθεί η ανάλυση του ιδιοφυούς Χολμς, κι εγώ γίνομαι έξαλλος, επειδή ο ιδιοφυής ντετέκτιβ θεωρεί τον συνεργάτη και φίλο του ηλίθιο. 
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση στα διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, την οποία πολλοί δεν προσέχουν, ή την αντιπαρέρχονται. Είναι η σχέση τους με το νουάρ. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι το νουάρ μυθιστόρημα ξεκινά από τη δεκαετία του ’40 του περασμένου αιώνα. Ωστόσο στοιχεία του νουάρ υπάρχουν και στα τρία διηγήματα του Πόε, αρχίζουν μάλιστα από τον τίτλο του πρώτου διηγήματος: «The Murders in the Rue Morgue». Στα ελληνικά: «Οι φόνοι στην οδό Νεκροτομείου». Ο απόλυτος νουάρ τίτλος. Αλλά και στο διήγημα κυριαρχεί το νουάρ, από την αρχή ως την αποκάλυψη του δολοφόνου. 
Το άλλο συγγενικό στοιχείο ανάμεσα στα διηγήματα και στο νουάρ είναι η σχέση με την πόλη. Και τα τρία διηγήματα εκτυλίσσονται στο Παρίσι, το οποίο πρωταγωνιστεί. Δεν βρισκόμαστε στην αγγλική ύπαιθρο, την countryside της Άγκαθα Κρίστι, με τις επαύλεις πολυτελείας. Ειδικά, όταν ο Πόε μεταφέρει τη δράση στις όχθες του Σηκουάνα, έχω πολλές φορές την εντύπωση ότι διαβάζω μυθιστόρημα του Σιμενόν. 
Εκτός από το νουάρ, υπάρχει και ένας δεύτερος κοινός παρονομαστής που συνδέει τα τρία διηγήματα: ο τρόμος. Ο τρόμος παραπέμπει σε έναν πολύ γνωστό Γερμανό συγγραφέα του 18ου αιώνα, τον Ε. Τ. Α. Χόφμαν, ο οποίος εισήγαγε στην πεζογραφία τον «γοτθικό τρόμο». Την πόρτα γι’ αυτή τη σχέση μού την άνοιξε το απόσπασμα από τον Γερμανό ποιητή Νοβάλις, που παραθέτει ο Πόε ως προμετωπίδα στο δεύτερο διήγημά του. Ο Νοβάλις έζησε την ίδια εποχή με τον Χόφμαν και ανήκε στους ρομαντικούς όπως εκείνος. 
Η άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι η απουσία του ντετέκτιβ στα διηγήματα. Κατ’ αρχάς, ο αφηγητής των τριών διηγημάτων δεν είναι αυτός που ρίχνει φως στα εγκλήματα. Η διαλεύκανσή τους ανήκει στον φίλο του, Ντιπέν, έναν αποτυχημένο, που μετά βίας κατόρθωσε να περισώσει ένα σπιτάκι για να επιβιώσει. 
Ο πλούτος του βλέμματος στον Πόε προκύπτει από τη διαφορετικότητα των εγκλημάτων και της έρευνας που ακολουθεί. Στο πρώτο διήγημα, ο Ντιπέν κάνει μια κανονική έρευνα. Στο δεύτερο, αφετηρία είναι οι ειδήσεις και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Στο τρίτο, ο Ντιπέν αγωνίζεται να ανακαλύψει το αντικείμενο του τρόμου. 
Όταν διαβάζει κάποιος τα διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε δεν μπορεί να μη θαυμάσει το βλέμμα του πάνω στην κοινωνία και στους ανθρώπους. Η έκπληξη δεν είναι οι παγίδες που στήνει ο συγγραφέας στους αναγνώστες μέχρι την αποκάλυψη του δολοφόνου, όπως στο αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Η έκπληξη είναι η αδιάκοπη σχέση των ανθρώπων με τη βία και τον τρόμο. 

Edgar Allan Poe
Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ και άλλες ιστορίες
Μετάφραση Βιολέττα Ζεύκη
Εισαγωγή Πέτρος Μάρκαρης
Εκδόσεις Διόπτρα 2023

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Θλίψεις της Σελήνης – Tristesses de la lune – Charles Baudelaire

Απόψε η σελήνη ονειρεύεται με νωχέλεια πολλή.
Όπως πάνω σε πολυάριθμα μαξιλάρια
Μια καλλονή που με χέρι αφηρημένο κι ελαφρύ χαϊδεύει
Το περίγραμμα των μαστών της πριν κοιμηθεί.

Πάνω στη στιλπνή ράχη από ράθυμες χιονοστοιβάδες,
Ψυχορραγώντας, αφήνεται στις μακριές λιποψυχίες,
Περιφέρει τα μάτια της πάνω σ’ οπτασίες λευκές 
Που ανεβαίνουν στο γαλανό αιθέρα σαν ανθοφορίες.

Όταν καμιά φορά σ’ αυτή τη σφαίρα, στην άπραγη της ατονία,
Αφήνει να ρέει ένα κρυφό δάκρυ,
Κάποιος ευλαβικός ποιητής, του ύπνου εχθρός,

Παίρνει μες στην παλάμη του το χλομό δάκρυ,
Με τις ιριδίζουσες ανταύγειες σαν ένα τεμάχιο οπάλιο,
Και το φυλά μες στην καρδιά του μακριά απ’ του ήλιου τη ματιά.

***

Ce soir, la lune rêve avec plus de paresse ;
Ainsi qu'une beauté, sur de nombreux coussins,
Qui d'une main distraite et légère caresse
Avant de s'endormir le contour de ses seins,

Sur le dos satiné des molles avalanches,
Mourante, elle se livre aux longues pâmoisons,
Et promène ses yeux sur les visions blanches
Qui montent dans l'azur comme des floraisons.

Quand parfois sur ce globe, en sa langueur oisive,
Elle laisse filer une larme furtive,
Un poète pieux, ennemi du sommeil,

Dans le creux de sa main prend cette larme pâle,
Aux reflets irisés comme un fragment d'opale,
Et la met dans son coeur loin des yeux du soleil.

Charles Baudelaire
Τα Άνθη του Κακού – Les Fleurs du Mal 
Μετάφραση Δέσπω Καρούσου 
Εκδόσεις Γκοβόστη (Έκδοση Δίγλωσση)

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Οι μεμονωμένοι κόσμοι των ανθρώπων – Aldous Huxley

Ζούμε μαζί με άλλους ανθρώπους, επιδρούμε πάνω τους, αντιδρούμε σ’ αυτούς. Αλλά πάντοτε, και κάτω απ’ όλες τις πιθανές συνθήκες, είμαστε μόνοι. Οι μάρτυρες πηγαίνουν στην αρένα πιασμένοι χέρι-χέρι. Αλλά σταυρώνονται μόνοι. Αγκαλιασμένοι οι εραστές προσπαθούν απελπισμένα να ενώσουν τις μεμονωμένες τους εκστάσεις σε μια μοναδική υπέρβαση του εαυτού τους. Μάταια. Από την ίδια τη φύση του, το κάθε πνεύμα που βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, είναι καταδικασμένο να υποφέρει και να απολαμβάνει μέσα στη μοναξιά. Οι αισθήσεις, τα αισθήματα, οι διαθέσεις, οι φαντασιώσεις – όλα αυτά είναι ιδιωτική υπόθεση και – είναι αδύνατο να μεταδοθούν παρά μονάχα με τη βοήθεια συμβόλων, κι οπωσδήποτε από δεύτερο χέρι. Μπορούμε να συγκεντρώσουμε πληροφορίες για διάφορες εμπειρίες, αλλά ποτέ τις ίδιες τις εμπειρίες. Από την οικογένεια μέχρι το έθνος, η κάθε ανθρώπινη ομάδα, είναι ένα κοινωνικό σύνολο μεμονωμένων κόσμων.
Οι περισσότεροι μεμονωμένοι κόσμοι μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, ώστε να επιτρέπεται η ύπαρξη συμπερασματικής κατανόησης ή ακόμα κι αμοιβαίας εμπάθειας ή διαίσθησης. Έτσι, έχοντας τις αναμνήσεις από τις δικές μας απώλειες και ταπεινώσεις, μπορούμε να λυπόμαστε μαζί με τους άλλους στις ανάλογες περιστάσεις, και μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση τους – όσο είναι δυνατό φυσικά να γίνει αυτό. Σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις η επικοινωνία μεταξύ των διάφορων κόσμων δεν είναι πλήρης, ή ακόμα, είναι ανύπαρκτη. Το κάθε μυαλό έχει τον δικό του τόπο, κι οι τόποι που κατοικούνται από τους τρελούς και τους εξαιρετικά προικισμένους είναι τόσο διαφορετικοί από εκείνους όπου ζουν οι κοινοί άντρες και γυναίκες, ώστε να υπάρχει πολύ λίγο ή και καθόλου κοινό έδαφος, που θα χρησιμέψει σαν βάση για την κατανόηση και τη συμπάθεια. Προφέρονται λέξεις, που, όμως, δε ρίχνουν κανένα φως. Τα πράγματα και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται τα σύμβολα, ανήκουν σε διαφορετικές σφαίρες εμπειριών που αποκλείουν η μία την άλλη.
Το να μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας όπως τον βλέπουν οι άλλοι, είναι ένα ιδιαίτερα σωτήριο δώρο. Το ίδιο σημαντική είναι και η ικανότητα να βλέπουμε τους άλλους όπως εκείνοι βλέπουν τον εαυτό τους. Τι θα γίνει όμως αν αυτοί οι άλλοι ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος, κι αν κατοικούν σε έναν ριζικά ξένο κόσμο; Πως μπορούν, π.χ., οι υγιείς άνθρωποι να γνωρίσουν τι σημαίνει  πραγματικά το να είναι κανείς τρελός; Ή εκτός και αν ήταν δυνατό να ξαναγεννηθεί κανείς σαν οραματιστής, ή σαν μέντιουμ, ή σαν μουσική μεγαλοφυΐα, πως είναι δυνατό να επισκεφτεί κόσμους που για τον Μπλέηκ, τον Σουήντενσμποργκ και τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ήταν δικοί τους; Και πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που βρίσκεται στα ακραία όρια της εξωμορφίας και της εγκεφαλοτονίας, να βάλει τον εαυτό του στη θέση εκείνου που βρίσκεται στα όρια της ενδομορφίας και της σπλαχνοτονίας, ή να μοιραστεί τα αισθήματα ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα όρια της μεσομορφίας και της σωματοτονίας* παρά μόνο μέσα σε πολύ καθορισμένα πλαίσια; Για τον απόλυτο μελετητή της συμπεριφοράς, τέτοιου είδους ερωτήσεις υποθέτω ότι δεν έχουν κανένα νόημα. Αλλά για κείνους που πιστεύουν και θεωρητικά αυτό  που ξέρουν πως ισχύει στην πράξη – δηλαδή πως υπάρχει και μια εξωτερική πλευρά – τα προβλήματα που τίθενται είναι αληθινά προβλήματα, κι είναι πολύ σοβαρά για την ύπαρξη. Μερικά είναι τελείως αδύνατο να λυθούν, και μερικά είναι δυνατό να λυθούν μόνο κάτω από εξαιρετικές συνθήκες και με μεθόδους που δεν έχει ο καθένας στη διάθεσή του. Έτσι είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα μάθω ποτέ τι σημαίνει να είσαι ο σερ Τζων Φάλσταφ ή ο Τζο Λούις. Από την άλλη μεριά πάντοτε μου φαινόταν πως ήταν δυνατό, με τη βοήθεια της ύπνωσης, π.χ., ή της αυτοΰπνωσης, με τη βοήθεια της συστηματικής λογικής σκέψης, ή ακόμα και παίρνοντας το κατάλληλο ναρκωτικό, ν’ αλλάξω το συνηθισμένο μου τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, έτσι ώστε να μπορέσω να γνωρίσω από την εσωτερική πλευρά αυτό για το οποίο μιλούσαν οι οραματιστές, τα μέντιουμ, ή ακόμα κι οι μυστικιστές.

______________ 
* Οι τρεις πρώτοι  όροι αναφέρονται σε ιδιότητες της προσωπικότητας, ενώ οι τρεις δεύτεροι σε σωματικούς τύπους (Σ.τ.Μ.)

Aldous Huxley
Οι Πύλες της Αντίληψης
Μετάφραση Λ. Κανδηλίδη
Εκδόσεις Κάκτος 1981