.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Μαγεία και θρησκεία – Darren Oldridge



Ο ανθρωπολόγος Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ έχει περιγράψει μεθοδικά τα βασικά συστατικά της μαγείας στο πρωτοποριακό βιβλίο του Ο Χρυσός Κλώνος [The Golden Bough (1890-1915)]. Ο Φρέιζερ αναγνωρίζει δύο αρχές που θεμελιώνουν τη μαγική αντίληψη του κόσμου: την ιδέα πως «το όμοιο παράγει όμοιο» και την πεποίθηση πως «πράγματα που έχουν έλθει μια φορά σε επαφή μεταξύ τους εξακολουθούν να επιδρούν το ένα στο άλλο και από απόσταση». Οι αρχές του Φρέιζερ εξακολουθούν να είναι χρήσιμες στην κατανόηση της μαγείας στον προνεωτερικό κόσμο. Την ορθότητά τους δείχνει μια ιστορία που δημοσιεύτηκε σε ένα σκοτσέζικο φυλλάδιο μαγείας το 1591. Η προέλευση της ιστορίας είναι αβέβαιη, αντανακλά ωστόσο τις αντιλήψεις των αναγνωστών της. Η ιστορία αφορά έναν δάσκαλο, τον Τζον Κάνινγκαμ, που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη μαγεία για να αποσπάσει τη σεξουαλική εύνοια της αδελφής ενός μαθητή του. Ο Κάνινγκαμ ζήτησε από το μαθητή του να πάρει τρίχες από το αιδοίο της αδελφής του ώστε να μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει στα ερωτικά του μάγια. Ευτυχώς για το κορίτσι, η μητέρα της ανακάλυψε το σχέδιο και αντικατέστησε τις τρίχες της κόρης της με κάποιες από το αντίστοιχο μέρος του σώματος μιας μικρής αγελάδας. Αυτό οδήγησε σε μια αξιομνημόνευτη έκβαση του δράματος, όταν το αγόρι τις παρέδωσε στο μάγο:

Ο δάσκαλος... νομίζοντας πως πράγματι ήταν οι τρίχες της παρθένας, ευθύς άσκησε την τέχνη του πάνω τους. Όμως, πριν καλά καλά ολοκληρώσει το έργο του, η νεαρή αγελάδα από την οποία προέρχονταν οι τρίχες μπήκε από την πόρτα και πήγε κατευθείαν στο δάσκαλο, χορεύοντας και πηδώντας πάνω του, και ακολουθώντας τον εμπρός από την εκκλησία και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος πήγαινε, προς μεγάλη απορία όλων των κατοίκων της πόλης... και πολλών άλλων που είδαν το ίδιο.

Η ιστορία αυτή, παράλληλα με τα κωμικά της στοιχεία, δείχνει τις βασικές αρχές του Φρέιζερ για τη μαγεία. Οι τρίχες που πάρθηκαν από το κορίτσι (ή την αγελάδα) κρατήθηκαν για να ασκηθεί επιρροή από απόσταση, και η επιρροή αυτή βασιζόταν στην αρχική σύνδεση με το αντικείμενο της μαγείας. Ήταν επίσης απαραίτητο οι τρίχες αυτές να κοπούν από το κατάλληλο σημείο του σώματος του ατόμου, ακολουθώντας την αρχή «όμοιο παράγει όμοιο». Στην περίπτωση αυτή, ο μάγος χρειαζόταν τρίχες από τα γεννητικά όργανα γιατί προσδοκούσε να επηρεάσει σεξουαλικά το στόχο του. Δυστυχώς γι’ αυτόν, φάνηκε πως η μαγεία του λειτούργησε το ίδιο καλά κι όταν το υλικό προήλθε από το αντίστοιχο σημείο του σώματος μιας αγελάδας.
Ο Φρέιζερ υπέδειξε επίσης μια θεωρητική διάκριση μεταξύ της μαγείας και της θρησκείας. Η πίστη τόσο στη μαγεία όσο και τη θρησκεία, υποστήριξε, συνεπάγεται την αποδοχή υπερφυσικών παραγόντων με δυνάμεις επιρροής πάνω στις ανθρώπινες υποθέσεις, οι μάγοι όμως προσπάθησαν να ελέγξουν αυτούς τους παράγοντες για τους δικούς τους σκοπούς, ενώ οι πιστοί της θρησκείας επιζήτησαν τη λατρεία, την παράκληση και τον κατευνασμό τους. Ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ έκανε μαι παρεμφερή επισήμανση όταν παρατήρησε ότι οι ιερείς «ελέγχουν τη λατρεία των θεών, ενώ οι μάγοι θέλουν να πειθαναγκάσουν δαίμονες». Ο Μαρσέλ Μος αργότερα αποσαφήνισε αυτή τη διάκριση υπογραμμίζοντας τον ουσιαστικά ιδιωτικό χαρακτήρα της λειτουργίας της μαγείας. Αυτός ήταν αντίθετος με τις δημόσιες τελετές που σχετίζονταν με τη θρησκεία, στις οποίες ολόκληρες κοινότητες προσπαθούσαν να διαχειριστούν τη συλλογική τους σχέση με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο του προνεωτερικού κόσμου, όπου η ύπαρξη των υπερφυσικών παραγόντων ήταν αποδεκτή ως κάτι φυσικό, η μαγεία και η θρησκεία αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικούς τρόπους συναλλαγής με τους κατοίκους του «αθέατου κόσμου».
Αυτές οι διακρίσεις είναι χρήσιμες, έχει σημασία όμως να αντιληφθούμε ότι η μαγεία και η θρησκεία δεν είναι εντελώς ασύνδετες. Για τον Φρέιζερ και τον Βέμπερ, η πίστη στη μαγεία αποτέλεσε ένα στάδιο μέσω του οποίου οι κοινωνίες οδηγήθηκαν στην πνευματική τους ανάπτυξη: οι «μαγικές» κουλτούρες εξελίχθηκαν σε «θρησκευτικές». Στις προνεωτερικές κοινωνίες, ωστόσο, η θρησκεία και μαγεία συνυπήρχαν παράλληλα η μια με την άλλη και συχνά περιπλέκονταν. Τα λόγια της ρωμαιοκαθολικής λειτουργίας, ακόμη και οι μεταφράσεις της Βίβλου στην καθομιλουμένη, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς της μαγείας. Το κείμενο του Ιωάννη (1:1) - «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» - το διάβαζαν για τη θεραπεία άρρωστων ζώων, ή σε μερικές περιπτώσεις το έγραφαν σε ένα είδος φυλαχτού που το φορούσαν στο λαιμό ή ακόμη και το κατάπιναν ως μέσο άμυνας απέναντι στην αρρώστια. Ευλογημένα στην εκκλησία κεριά μπορούσαν να μεταφερθούν στο σπίτι για να προστατεύουν τους ιδιοκτήτες τους από τους δαίμονες. Η ευρέως διαδεδομένη πίστη στη μαγεία στην προνεωτερική κουλτούρα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί κατάλοιπο μιας παλαιότερης, φθίνουσας παράδοσης. Αντιθέτως, φαίνεται πως οι ιδέες περί μαγείας ήταν αξιοσημείωτα ζωντανές και ευπροσάρμοστες, και ήταν σε κάθε περίπτωση τόσο ανθεκτικές όσο και η επίσημη θεολογία. Άλλωστε, η πίστη στη μαγεία δεν περιοριζόταν στις χαμηλότερες τάξεις της κοινωνίας. Κάποιοι ειδικευμένοι κλάδοι της μαγείας, ιδιαίτερα η άσκηση της αλχημείας, απαιτούσαν τόσο ακριβά υλικά που αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο της κοινωνικής ελίτ. Πολλά άτομα με υψηλή μόρφωση ενδιαφέρονταν για τη μαγεία. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο ελισαβετιανός μαθηματικός Τζον Ντι καθώς και ο σερ Ισαάκ Νιούτον.
Οι πρακτικές χρήσεις της μαγείας ήταν αναρίθμητες. Τα μεσαιωνικά χρόνια, αδίστακτοι σπουδαστές εξοικeιωμένοι με την ars notoria, ένα είδος μαγείας για την απόκτηση ακαδημαϊκής γνώσης, μπορούσαν να μάθουν τέλεια αριθμητική κάνοντας τελετουργικά και συγκεντρώνοντας την προσοχή τους σε μια σειρά περίπλοκα σχεδιασμένες φιγούρες. Η ίδια μέθοδος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την εκμάθηση γεωμετρίας, ρητορικής, γραμματικής και αστρονομίας. Σε πιο λαϊκό επίπεδο, «επιτήδειοι» άνδρες και γυναίκες προσέφεραν υπηρεσίες μαγείας στους απλούς χωρικούς. Αυτό συμπεριλάμβανε την αναγνώριση κλεφτών, την εύρεση χαμένης, ή κλεμμένης ιδιοκτησίας, την πρόβλεψη του μέλλοντος, τη θεραπεία ανθρώπων και ζώων, και την άσκηση αντι-μαγείας ενάντια σε μάγους και μάγισσες. Πολύ λιγότερο έντιμοι ήταν οι περιοδεύοντες μάγοι της βόρειας Ευρώπης που έπειθαν τα εύπιστα άτομα να τους δώσουν τιμαλφή για να καλοπιάσουν τα πνεύματα που, όπως ισχυρίζονταν, φρουρούσαν κρυμμένους θησαυρούς. Τέτοιοι τσαρλατάνοι εκμεταλλεύονταν τη γενική αποδοχή της μαγείας από τον κόσμο, οι περισσότεροι όμως επαγγελματίες φαίνεται ότι προσέφεραν ειλικρινείς συμβουλές για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ο οξφορδιανός αρχαιοδίφης Τζον Όμπρεϊ συγκέντρωσε μερικές από αυτές τις συμβουλές στα τέλη του 17ου αιώνα. Κατέγραψε πως, φορώντας ένα φυλαχτό με μαγικά λόγια γύρω από το λαιμό, μπορούσε να σταματήσει ο πυρετός με τα ρίγη. Σε μια πολύ πιο φιλόδοξη συνταγή, σημείωσε μια μέθοδο «για να γίνει ένας άνθρωπος άτρωτος στους πυροβολισμούς», χαράζοντας γράμματα σε μια περγαμηνή και μεταφέροντας τη μέσα στα ρούχα του. Την εποχή του Όμπρεϊ, η εξάπλωση των δημοσιευμένων οδηγιών μαγείας είχε ήδη εμπλουτίσει πολύ τις γνώσεις του κόσμου γύρω από το θέμα. Στην κορυφή της αγοράς βρίσκονταν εγχειρίδια υψηλής ευρυμάθειας όπως το De Secretis του Γιοχάνες Βέκερ (1582), που παρουσίαζαν στους αναγνώστες τα «μυστικά της φυσικής μαγείας», μαζί με τη σύνθετη τέχνη της κατασκευής πολύτιμων λίθων. Φθηνότερα, τοπικά εγχειρίδια προσέφεραν ποικίλες οδηγίες σχετικά με την πρακτική μαγεία. Το αγγλικό New Fortune Book (1720) περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, μια μαγική θεραπεία του πονόδοντου και τη συνταγή για «την αληθινή και την ψεύτικη σκόνη του έρωτα».
Καθώς μαγεία και θρησκεία συνυπήρχαν στη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή κουλτούρα, η ένταση μεταξύ τους κατά διαστήματα γινόταν εμφανής. Μεταρρυθμιστές κληρικοί εξέφρασαν εχθρότητα προς τις πρακτικές της μαγείας εντός της εκκλησίας και στην κοινωνία συνολικά. Τα έργα του αγίου Αυγουστίνου εξόπλιζαν με πολεμοφόδια όποιους προασπίζονταν μια ολοκληρωτική θρησκευτική θεώρηση του κόσμου. Για τον Αυγουστίνο, ακόμα και η καλοπροαίρετη χρήση της μαγείας ήταν ύποπτη γιατί υποδήλωνε μια σύμβαση μεταξύ των θνητών και των «διεφθαρμένων αγγέλων». Δήλωνε ότι όσοι ασκούν «αυτού του είδους τη μάταια και επιζήμια δεισιδαιμονία, και τα συμβόλαια μιας αναξιόπιστης και ύπουλης συνεργασίας που συνάπτονταν από την καταστροφική συμμαχία ανθρώπων και δαιμόνων, θα πρέπει εξ ολοκλήρου να απορριφθούν και να αποφευχθούν από τους Χριστιανούς». Μετέπειτα εκκλησιαστικοί μεταρρυθμιστές, όπως ο δαιμονολόγος τους 15ου αιώνα Γιοχάνες Νίντερ, υποστήριξαν αυτή τη σκληρή γραμμή. Η πρακτική ενοποίηση όμως θρησκείας και μαγείας κατέστησε αδύνατο γι’ αυτούς να απαλείψουν τη μαγεία πλήρως. Και η χρήση της μαγείας σε ένα ευρύ χριστιανικό πλαίσιο είχε τους υποστηρικτές της. Ο ανώνυμος συγγραφέας ενός εγχειριδίου του 13ου αιώνα που αφορούσε την τελετουργική μαγεία συνιστούσε την πρακτική του εξορκισμού των πνευμάτων υποστηρίζοντας ότι μόνο οι αγνοί στην καρδιά μπορούσαν να εκτελέσουν αυτά τα εγχειρήματα. «Δεν είναι δυνατόν», ισχυριζόταν, «ένας διεφθαρμένος και αμαρτωλός άνθρωπος να έχει αληθινά θέση στην τέχνη αυτή. Οι άνθρωποι δεν έχουν υποχρέωση απέναντι στα πνεύματα, τα πνεύματα όμως είναι αναγκασμένα πέρα από τη θέλησή τους να ανταποκριθούν στους αγνούς ανθρώπους και να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις τους». Τον 16ο αιώνα, ο φιλόσοφος Κορνήλιος Αγρίππας υπερασπίστηκε τη «φυσική μαγεία», μολονότι κράτησε προσεκτικά τις αποστάσεις από τις πρακτικές του εξορκισμού. Υποστήριξε ότι οι «σοφοί άνθρωποι» που περιγράφονται στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (2:1) ήταν πράγματι μάγοι, και ότι η τιμή που απέτισαν στο Θείο Βρέφος αποδείκνυε ότι δεν υπήρχε τίποτα το διαβολικό στην τέχνη τους.
Η πιο έντονη και συστηματική σύγκρουση μεταξύ θρησκείας και μαγείας προκλήθηκε από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα. Το 1517, ένας άσημος γερμανός μοναχός ονόματι Μαρτίνος Λούθηρος διαμαρτυρήθηκε για τη διαφθορά στην εκκλησία. Η διαμαρτυρία του γρήγορα διευρύνθηκε σε μια γενικευμένη επίθεση κατά της θεολογίας και των θεσμών του μεσαιωνικού χριστιανισμού. Στον πυρήνα της κριτικής του Λούθηρου ήταν η κατηγορία ότι η εκκλησία ήταν μολυσμένη με δοξασίες που ανήκαν ουσιαστικά στη μαγεία. Η ίδια η θεία λειτουργία αποτελούσε μαι δοξαστική μαγική τελετή που ψευδώς ισχυριζόταν ότι εξασφαλίζει τη σωτηρία μέσω των μαγικών ύμνων ενός ιερέα. Η εκκλησία ασκεί ένα ολέθριο είδος μαγείας όταν ισχυρίζεται ότι η τέλεση ιεροτελεστιών και «καλών πράξεων» μπορεί να επιφέρει τη λύτρωση των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον ορισμό του Φρέιζερ για τη μαγεία, οι κληρικοί προσπαθούσαν να επηρεάσουν τη βούληση του Θεού μέσω των ανθρώπινων πράξεων. Ο Λούθηρος αντιθέτως, υιοθέτησε μια εξ ολοκλήρου θρησκευτική κοσμοθεωρία, επιμένοντας πως καμιά ανθρώπινη πράξη δεν θα μπορούσε ποτέ να ωθήσει ή να σταματήσει το χέρι του Θεού. Το 1535, παρομοίασε τις τελετουργίες της εκκλησίας με τη μαγεία:

Όταν ήμουν παιδί υπήρχαν γύρω μου πολλές μάγισσες και μάγοι που μάγευαν βόδια και ανθρώπους, ιδιαίτερα παιδιά, και προκαλούσαν μεγάλο κακό... Τώρα [ο Διάβολος] κάνει μάγια στους ανθρώπους με χειρότερο τρόπο, μέσω της θρησκευτικής μαγείας. Η μαγεία είναι ένα είδος ειδωλολατρίας. Όπως οι μάγισσες συνηθίζουν να κάνουν μάγια σε βόδια και ανθρώπους, έτσι κι οι ειδωλολάτρες... καταγίνονται να μαγέψουν τον Θεό και να Τον παρουσιάσουν σαν κάποιον που λυτρώνει τους ανθρώπους όχι με τη θεία χάρη μέσα από την πίστη στον Χριστό αλλά μέσα από τις πράξεις που οι ίδιοι οι άνθρωποι επιλέγουν. Κάνουν μάγια και εξαπατούν τους εαυτούς τους. Αν επιμείνουν στον αμαρτωλό τρόπο που σκέπτονται για τον Θεό, θα πεθάνουν μέσα στην ειδωλολατρία τους.

Σε περιοχές όπου έγινε αποδεκτή η Μεταρρύθμιση, οι κυβερνήσεις και η τοπική ελίτ ενστερνίστηκαν τις επικρίσεις του Λούθηρου περί εκκλησιαστικής «μαγείας». Οι καθολικοί κληρικοί, με τη σειρά τους, υπερασπίστηκαν την πίστη τους προσπαθώντας να τραβήξουν μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην θρησκεία και τη «δεισιδαιμονία». Αυτό οδήγησε σε μια προσπάθεια και από τις δύο πλευρές να προωθήσουν μια θρησκευτική κατανόηση του κόσμου και να επιβάλουν αυτή την αντίληψη στον πληθυσμό συνολικά.
Τα αποτελέσματα του εγχειρήματος αυτού ήταν ανάμεικτα. Οι Προτεστάντες έθεσαν τα όρια μεταξύ των νόμιμων θρησκευτικών πεποιθήσεων και της δεισιδαιμονίας με διαφορετικούς τρόπους απ’ ό,τι οι Καθολικοί. Ενώ οι Προτεστάντες καταδίκασαν τις λαϊκές θρησκευτικές εκδηλώσεις όπως τα προσκυνήματα και τη λατρεία των αγίων, οι μεταρρυθμιστές Καθολικοί επιδίωξαν να διατηρήσουν αυτές τις δραστηριότητες εφόσον τους αφαιρούσαν τα ανεπιθύμητα μαγικά στοιχεία. Οι Προτεστάντες ήταν επίσης διχασμένοι. Ο ίδιος ο Λούθηρος ήταν διατεθειμένος να ανεχθεί τις εικόνες στις εκκλησίες, ενώ κάποιοι οπαδοί του γάλλου μεταρρυθμιστή Ιωάννη Καλβίνου αποκήρυξαν εντελώς τα εικονίσματα. Πολλά τεχνάσματα της μαγείας επιβίωναν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Όταν ο επίσημος παπικός απεσταλμένος καρδινάλιος Καγιετάν περιόδευσε στη Γαλλία το 1590, άκουσε φήμες για μια συνωμοσία που θα έστηνε ενέδρα στην ομάδα του. Αδυνατώντας να εκτιμήσει τη σοβαρότητα αυτών των φημολογιών, έγραψε τις λέξεις «Προχώρησε» και «Μην προχωρήσεις» σε δυο κομμάτια χαρτί, τα δίπλωσε και τα έριξε μέσα σε ένα δισκοπότηρο της θείας κοινωνίας. Τράβηξε ένα από τα χαρτιά και πήρε τη συμβουλή να μην προχωρήσει. Πολυμαθείς μάγοι όπως ο Αγρίππας και ο Τζον Ντι γνώρισαν μεγάλη ακμή κατά τον 16ο αιώνα, και περιστασιακά έχαιραν της προστασίας των βασιλικών οίκων. Αναφορές προτεσταντών και καθολικών επισκεπτών που είχαν σταλεί για να εξακριβώσουν τη θρησκευτική γνώση των κοινών ανθρώπων δείχνουν ότι οι μαγικές δοξασίες εξακολουθούσαν να είναι ευρέως διαδεδομένες. Ακόμα και τα σύμβολα του προτεσταντισμού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη μαγεία. Από τον 16ο αιώνα, πολλοί χωρικοί της βόρειας Γερμανίας στόλιζαν τα σπίτια τους με εικόνες του Λούθηρου. Αυτές πιθανόν να εξέφραζαν την αγάπη τους για τον μεγάλο μεταρρυθμιστή, αλλά επίσης πολλοί πίστευαν ότι παρείχαν προστασία από τα κακά πνεύματα και τη φωτιά.
Οι στενοί δεσμοί μεταξύ θρησκείας και μαγείας καθιστούσαν αδύνατο η μια να παραγκωνίσει την άλλη. Αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικές αντιδράσεις στη δεδομένη πραγματικότητα ενός κόσμου διαποτισμένου από υπερφυσικές δυνάμεις.


Darren Oldridge
Παράξενες Ιστορίες του Μεσαίωνα
Μετάφραση Δανάη Γαβριηλίδου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2014

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η βεβαίωση – Anton Chekhov



Μεσημέρι... Ο γαιοκτήμονας Μπολντιριόφ, ένας άντρας ψηλός, γεμάτος, με κουρεμένο κεφάλι και με μάτια γκουρλιάρικα, έβγαλε το παλτό του, σφούγγιξε το μέτωπο μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι και μ’ ένα βήμα λιγάκι αναποφάσιστο μπήκε στο γραφείο της υπηρεσίας. Ένα τριζοβόλημα χαρτιών αντηχούσε κει μέσα.
«Που μπορώ να ζητήσω μια βεβαίωση;» ρώτησε το θυρωρό που κουβαλούσε ένα δίσκο με ποτήρια. «Πρέπει να βγάλω εδώ μια βεβαίωση κι ένα αντίγραφο από τις περιοδικές δημοσιεύσεις αποφάσεων».
«Περάστε κει. Να, εκεί στον κύριο που κάθεται κοντά στο παράθυρο».
Ο Μπολντιριόφ ξερόβηξε και κίνησε κατά το παράθυρο. Εκεί, μπροστά σ’ ένα τραπέζι καταλερωμένο και πράσινο σαν τον τύφο, καθόταν ένας νεαρός με τέσσερα τσουλούφια στο κεφάλι, με μια μύτη μακρουλή γεμάτη μπιμπίκια και με μια στολή ξεθωριασμένη. Έγραφε ακουμπώντας σχεδόν την πελώρια μύτη του απάνω στο χαρτί. Δίπλα στο δεξί του ρουθούνι έκανε σουλάτσο μια μύγα. Κι αυτός έβγαζε το κάτω αχείλι του μπροστά και φυσούσε από κάτω τη μύτη του, πράγμα που έδινε στην όψη του την έκφραση κάποιας απασχόλησης πολύ σοβαρής.
«Μπορώ να σας διακόψω...» έκανε ο Μπολντιριόφ. «Θέλω να βγάλω μια βεβαίωση σχετικά με την κτηματική μου κατάσταση. Λέγομαι Μπολντιριόφ. Δηλαδή, μου χρειάζεται ένα αντίγραφο από τις περιοδικές δημοσιεύσεις αποφάσεων της 2 Μαρτίου».
Ο υπάλληλος βούτηξε την πένα του στο καλαμάρι. Ύστερα έπιασε να την κοιτάζει μήπως πήρε περισσότερο μελάνι απ’ όσο πρέπει. Κι αφού βεβαιώθηκε ότι η πένα του δε στάζει, άρχισε να γρατσουνάει κάποιο χαρτί. Το χείλι του ήταν ακόμα τραβηγμένο μπροστά. Δεν του χρειαζόταν όμως πια να φυσάει, γιατί η μύγα είχε σταθεί τώρα λιγάκι πιο ψηλά από τ’ αυτί του.
«Μπορώ να βγάλω μια βεβαίωση εδώ σε σας;» ξανάπε σε λίγο ο Μπολντιριόφ. «Λέγομαι Μπολντιριόφ, γαιοκτήμονας...»
«Ιβάν Αλεξέιτς!» φώναξε ξαφνικά ο υπάλληλος σα να μην είχε δει καθόλου τον Μπολντιριόφ. «Να πεις στον έμπορο Γιάλικοφ όταν έρθει, ότι το αντίγραφο της δήλωσης πρέπει να το επικυρώσει στην αστυνομία. Του το ‘χω πει χίλιες φορές!»
«Πρόκειται για την αγωγή που έχω καταθέσει σχετικά με τους κληρονόμους της κόμισσας Γκουγκούλιν», έκανε σιγά ο Μπολντιριόφ. «Το θέμα είναι γνωστό. Πολύ σας παρακαλώ να μ’ εξυπηρετήσετε...»
Ο υπάλληλος, που εξακολουθούσε να μην προσέχει τον Μπολντιριόφ, έπιασε τη μύγα που σουλατσάριζε στ’ αχείλι του, την κοίταξε λιγάκι με προσοχή κι ύστερα την αμόλησε.
Ο τσιφλικάς έβηξε κι έφτυσε δυνατά στο καρό μαντήλι του. Ούτε κι αυτό όμως άλλαξε την κατάσταση. Ο άλλος εξακολουθούσε να μην τον ακούει.
Η σιωπή βάσταξε δύο λεπτά πάνω-κάτω.
Ο Μπολντιριόφ έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα χάρτινο ρούβλι και το απίθωσε μπροστά στον υπάλληλο απάνω στο ανοιχτό βιβλίο του.
Αυτός ζάρωσε το μέτωπό του, τράβηξε κοντά του το βιβλίο μ’ ένα ύφος πολύ απασχολημένο και πήρε το ρούβλι.
«Μια μικρή βεβαίωση... Απλώς θα ήθελα να μάθω με ποιο δικαίωμα οι κληρονόμοι της κόμισσας Γκουγκούλιν... Μπορώ να σας απασχολήσω λιγάκι;»
Ο υπάλληλος όμως βυθισμένος στις δικές του σκέψεις σηκώθηκε και ξύνοντας τον αγκώνα του πήγε ως το ντουλάπι. Σ’ ένα λεπτό, ξαναγυρνώντας στο τραπέζι, έριξε τη ματιά του στο βιβλίο. Απάνω του ήταν απλωμένο ακόμα ένα ρούβλι.
«Δε θα σας απασχολήσω περισσότερο από ένα λεπτό... Θέλω μια βεβαίωση μόνο...»
Ο υπάλληλος ούτε και τούτη τη φορά άκουσε τίποτα! Σηκώθηκε κι έπιασε κάτι να σημειώνει.
Ο Μπολντιριόφ κατσούφιασε και γεμάτος απελπισία έπιασε να κοιτάζει ολόκληρη την κομπανία που γρατσουνούσε τα χαρτιά.
«Γράφουν!» σκέφτηκε βαστώντας την ανάσα του. «Γράφουν... Ώσπου να τους πάρει όλους μαζί ο διάολος!»
Ξεκόλλησε απ’ το γραφείο του υπάλληλου και στάθηκε καταμεσής στη σάλα κρεμώντας μ’ απελπισία τα χέρια του.
Ο θυρωρός που ξαναπερνούσε με τα ποτήρια στο δίσκο του, παρατήρησε καταπώς φαίνεται την απελπισία που ήταν ζωγραφισμένη στην όψη του Μπελντιαρόφ, γιατί πήγε κοντά του, πολύ κοντά και τον ρώτησε ψιθυριστά:
«Λοιπόν; Τελειώσατε;»
«Τι να τελειώσουμε, αφού μήτε να κουβεντιάσει μαζί μου δεν καταδέχεται!...»
«Δώστε του τρία ρούβλια!» του σφύριξε στ’ αυτί ο θυρωρός.
«Του ‘χω δώσει κιόλας δύο!»
«Δώστε του κι άλλο ένα!»
Ο Μπολντιριόφ ξαναγύρισε στο τραπέζι κι απίθωσε στο ανοιχτό βιβλίο του υπάλληλου ακόμα ένα ρούβλι.
Ο υπάλληλος ξανατράβηξε κοντά του το βιβλίο κι έπιασε να το ξεφυλλίζει.
Ξάφνου, πέρα για πέρα αναπάντεχα σηκώνει τα μάτια του στον Μπολντιριόφ. Η μύτη του γυάλιζε, ολόκληρος είχε κοκκινίσει και καταζάρωσε σ’ ένα χαμόγελο.
«Τι επιθυμείτε, παρακαλώ;» ρώτησε.
«Θα ήθελα να βγάλω μαι βεβαίωση σχετικά με την υπόθεσή μου... Είμαι ο Μπολντιριόφ...»
«Χαίρω πάρα πολύ! Σχετικά με την υπόθεση Γκουγκούλιν, δεν είναι έτσι; Πολύ ωραία! Δηλαδή τι ακριβώς θα θέλατε;»
Ο Μπολντιριόφ του ξανάπε το αίτημά του.
Ο υπάλληλος ζωντάνεψε, λες και τον πήρε κάποιος άνεμος στα φτερά του. Του έβγαλε τη βεβαίωση, κανόνισε να του δώσουν αντίγραφο από τις περιοδικές δημοσιεύσεις αποφάσεων, πρόσφερε στον επισκέπτη του καρέκλα για να καθίσει. Όλα μέσα σ’ ένα λεπτό! Μάλιστα, άνοιξε μαζί του κουβέντα και για τον καιρό και τον ρώτησε πως πάει φέτος η σοδιά!
Όταν ο Μπολντιριόφ τέλειωσε και κίνησε να φύγει, ο υπάλληλος τον ξεπροβόδισε ως τη σκάλα, χαμογελώντας του με πολλή χαρά και σεβασμό. Και προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει πως οποιαδήποτε στιγμή, αυτός είναι έτοιμος να γίνει θυσία για να εξυπηρετήσει τον επισκέπτη του.
Ο Μπολντιριόφ ένιωθε κομμάτι άβολα. Και υποκύπτοντας σε κάποια μυστική εσώψυχη προσταγή, έβγαλε από την τσέπη του άλλο ένα ρούβλι και το πρόσφερε στον υπάλληλο.
Κι εκείνος συνέχιζε να υποκλίνεται και να χαμογελάει, τσεπώνοντας το ρούβλι σαν ταχυδακτυλουργός, έτσι που μόλις πρόκανε το δόλιο το χαρτί ν’ αντικρύσει τον ήλιο...
«Άνθρωποι!... Τι να τους κάνεις;...» σκεφτόταν ο τσιφλικάς, καθώς έβγαινε στο δρόμο. Εκεί στάθηκε και ξανασφούγγιξε το μέτωπό του με το μαντήλι...

1883


Anton Chekhov
Η Κυρία με το Σκυλάκι και άλλα διηγήματα
Μετάφραση Νίκος Παπανδρέου
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
Εκδόσεις Ράντουγκα, Μόσχα
Τυπώθηκε στην ΕΣΣΔ 1990

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Εγώ ο γιατρός – Fernando Pessoa



Μπήκα ένα απόγευμα σε ένα πολύ γνωστό κατάστημα υποκαμίσων με τον σκοπό ν’ αγοράσω μια γραβάτα. Ο υπάλληλος, που δεν περίμενε κανένα, και που με γνώριζε εδώ και πολύ καιρό, με χαιρέτησε χαρούμενα:
«Χαίρετε, γιατρέ».
«Δεν είμαι γιατρός», του είπα, και ήταν αλήθεια. «Γιατί με νομίζεις για γιατρό;»
«Άαα... πραγματικά πίστευα...», απάντησε εκείνος ήρεμα.
Ζήτησα γραβάτες, διάλεξα αυτή που μου άρεσε, πλήρωσα. Αυτή τη στιγμή, ο άλλος υπάλληλος, ο οποίος επίσης με γνώριζε από παλιά, πλησίασε τον συνάδελφό του.
«Χαίρετε», είπα και στους δύο.
Οι δύο υπάλληλοι υποκλίθηκαν ευγενικά και συγχρονισμένα και, με μια φωνή, απάντησαν:
«Χαίρετε, γιατρέ, κι ευχαριστούμε πολύ».
Ηθικό συμπέρασμα:
Όταν η κοινή γνώμη μας κάνει γιατρούς, γιατροί πρέπει να είμαστε. Στην κοινωνική ζωή, είμαστε αυτό που οι άλλοι κρίνουν ότι είμαστε και όχι αυτό που θεωρούμε βέβαιο και προσποιούμεθα πως είμαστε. Η κοινωνική μας προσωπικότητα, για όλους, ή η ιστορική για τις διασημότητες, είναι μια δική μας ιδέα που δεν έχει τίποτα δικό μας. Ο πολιτικός που ξέρει να το καταλαβαίνει αυτό, κρατάει το κλειδί της κυριαρχίας του κόσμου. Μπορεί, είναι βέβαιο, να του λείπει η πόρτα, αλλά αυτό, αναμφίβολα, είναι ήδη υπόθεση του πεπρωμένου.

Fernando Pessoa
Ο Δρόμος του Φιδιού
Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης
Εκδόσεις Αρμός 2012

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Τα κάρα – Italo Calvino



Κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, πήγαινα στη συνοικία με τους ήσυχους δρόμους, όπου ήταν το γραφείο μου, και μερικές φορές αναλογιζόμουν τη φθινοπωριάτικη κείνη μέρα, όταν είχα έρθει εδώ για πρώτη φορά, τότε που, στο κάθε πράγμα που έβλεπα έψαχνα και κάποιο σημάδι της μοίρας, και μου φαινόταν ότι τίποτα δεν ήταν τόσο άθλιο και θλιβερό όσο η διάθεσή μου. Τώρα το βλέμμα μου συνέχιζε να ψάχνει να βρει σημάδια στο κάθε πράγμα. Τι σημάδια; Σημάδια που τώρα απλά με παρέπεμπαν το ένα στο άλλο, συνεχώς, ως το άπειρο.
Μερικές φορές σ’ αυτή τη συνοικία, τύχαινε να συναντήσω ένα κάρο που το έσερνε ένα μουλάρι: ένα κάρο με δύο ρόδες, που προχωρούσε στη μέση του δρόμου, φορτωμένο με δεκάδες μπόγους. Άλλοτε, πάλι, το συναντούσα σταματημένο μπροστά σε μια πόρτα, το μουλαράκι να σκύβει το κεφάλι του, και πάνω στις άσπρες μεγάλες σακούλες να κάθεται ένα κοριτσάκι.
Ύστερα συνειδητοποίησα ότι σ’ εκείνα τα μέρη δε γύριζε μονάχα ένα κάρο αλλά πολλά. Δε θα μπορούσα να πω πότε άρχισα να το συνειδητοποιώ. Ο καθένας μας βλέπει καθημερινά χιλιάδες πράγματα στα οποία δε δίνει καμιά σημασία. Μερικές φορές, μάλιστα, αυτά τα πράγματα μας επηρεάζουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Μετά αρχίζουμε, τυχαία, να συνδέουμε δυό πράγματα μαζί και όλα τότε ξαφνικά αποκτούν μαι σημασία. Η θέα αυτών των κάρων, χωρίς να το καταλαβαίνω, με ηρεμούσε, γιατί ένα τέτοιο ασυνήθιστο θέαμα – ένα κάρο που σου θυμίζει χωριά και λιβάδια στη μέση μιας πόλης γεμάτης αυτοκίνητα – είναι αρκετό για να σου θυμίσει ότι ο κόσμος δεν είναι ποτέ μονοκόμματα φτιαγμένος.
Είχα, λοιπόν, αρχίσει να παρατηρώ αυτά τα κάρα. Ένα κοριτσάκι, με τα μαλλιά του πλεξούδες, καθόταν στην κορυφή του βουνού από τους άσπρους μπόγους και διάβαζε κάποιο παιδικό εικονογραφημένο περιοδικό. Ύστερα, έβγαινε από την πόρτα ένας χοντρός άντρας που κουβαλούσε άλλους δυό μπόγους. Τους απίθωνε πάνω στην άμαξα, ελευθέρωνε το μοχλό του φρένου, φώναζε άν «μπρρρ...» στο μουλάρι και έφευγαν, με το κοριτσάκι που συνέχιζε να διαβάζει. Σταματούσαν σε μια άλλη πόρτα. Ο άντρας ξεφόρτωνε μερικούς σάκους και τους πήγαινε μέσα.
Πιο εκεί, σε ένα άλλο δρόμο εκεί κοντά, προχωρούσε ένα ακόμα κάρο με επιβάτες ένα γεροντάκι και μια γυναίκα, που ανεβοκατέβαινε τις σκάλες των σπιτιών μεταφέροντας τεράστιους μπόγους στο κεφάλι της.
Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τις ημέρες που έβλεπα αυτά τα κάρα ήμουν πιο καλοδιάθετος και αισιόδοξος, και ότι οι μέρες αυτές ήταν πάντα Δευτέρες. Έτσι έμαθα ότι οι άντρες και οι γυναίκες που πλένουν ρούχα οργώνουν την πόλη κάθε Δευτέρα φέρνοντας τους μπόγους με τα καθαρά ρούχα και παίρνοντας τους μπόγους με τα βρόμικα.
Τώρα που ήξερα όλα αυτά τα πράγματα, η θέα των κάρων δεν περνούσε για μένα ποτέ πια απαρατήρητη. Αρκούσε να δω ένα απ’ αυτά και αμέσως έλεγα στον εαυτό μου «Μα βέβαια, είναι Δευτέρα σήμερα!» κι αμέσως μετά έβλεπα ένα δεύτερο να προχωρά σε κάποιον άλλο δρόμο, κι ένα σκύλο που γαύγιζε να το ακολουθεί, κι ένα τρίτο πιο εκεί να απομακρύνεται με τους άσπρους και κίτρινους ριγέ μπόγους.
Όταν γύριζα από το γραφείο και έπαιρνα το τραμ που με πήγαινε σε άλλους, πιο πολυσύχναστους δρόμους, έβλεπα την κίνηση των αυτοκινήτων να καθυστερεί σε κάποια διασταύρωση, γιατί αργά αργά περνούσε η ακτινωτή ρόδα ενός κάρου. Το μάτι μου, στη συνέχεια, έπεφτε τυχαία σε κάποια πάροδο και έβλεπα ένα μουλάρι σταματημένο κοντά στο πεζοδρόμιο, με τους μπόγους της πλύσης που ένας άντρας με ψάθινο καπέλο φόρτωνε και ξεφόρτωνε.
Εκείνη την ημέρα πριν γυρίσω σπίτι μου, έκανα μιά ασυνήθιστα μεγάλη βόλτα και σε κάθε βήμα μου συναντούσα τα κάρα με τους μπόγους της πλύσης. Καταλάβαινα ότι για μια πόλη η παρουσία τους ήταν ένα είδος γιορτής, γιατί όλοι έμοιαζαν ιδιαίτερα χαρούμενοι αφού έδιναν τα βρομισμένα από την καπνιά ρούχα τους και ένιωθαν επιτέλους το καθαρό ρούχο πάνω τους, έστω και για λίγο.
Την επόμενη Δευτέρα θέλησα να ακολουθήσω τα κάρα, να δω που πήγαιναν όταν τελείωναν τη δουλειά τους. Περπατούσα λίγο στην τύχη, γιατί πότε ακολουθούσα ένα κάρο, πότε ένα άλλο, και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι όλα κατέληγαν να παίρνουν την ίδια κατεύθυνση, τους ίδιους δρόμους. Σε κάποιο σημείο συναντιόνταν και ο ένας αμαξάς έμπαινε πίσω από τον άλλο και χαιρετιόνταν και αλληλοπειράζονταν. Συνέχισα να τους ακολουθώ μέχρι που κουράστηκα. Πριν, όμως, τους αφήσω κατάφερα να μάθω ότι υπήρχε ένα συγκεκριμένο χωριό στο οποίο έμενε όλος αυτός ο κόσμος που έπλενε ξένα ρούχα. Ήταν ο οικισμός της Μπάρκα Μπέρτουλα.
Ένα απόγευμα αποφάσισα να πάω μέχρι εκεί. Πέρασα μια γέφυρα πάνω από το ποτάμι, αφήνοντας πίσω μου την πόλη. Τώρα, μονάχα μια σειρά από σπίτια συντρόφευαν το γεμάτο καμιόνια δρόμο. Πίσω από αυτά υπήρχαν μονάχα χωράφια. Δεν έβλεπα ακόμα πουθενά το χωριό της πλύσης. Κοντά σε μικρές ταβέρνες οι κληματαριές έριχναν τη σκιά τους στους φράχτες που ήταν κτισμένοι στις όχθες μικρών καναλιών. Προχωρούσα ψάχνοντας κάθε αλώνι, κάθε μονοπάτι. Τώρα, καθώς άφηνα πίσω μου τις κατοικημένες περιοχές, τα σπίτια στο δρόμο είχαν αντικατασταθεί από λεύκες. Κάποτε, στο βάθος, πέρα από τις λεύκες, είδα τα λιβάδια που αρμένιζαν στο λευκό χρώμα: ήταν τα απλωμένα ρούχα.
Άφησα το δρόμοι και πήρα ένα μονοπάτι. Μέσα στα χωράφια σειρές σκοινιά ήταν τεντωμένα στο ύψος του ανθρώπου, φορτωμένα με τα ρούχα μιας ολόκληρης πόλης, βρεγμένα ακόμα από το πλύσιμο, όλα απλωμένα με τις ζάρες τους στον ήλιο. (Μερικά χωράφια φάνταζαν γυμνά από ρούχα, αλλά ήταν κι αυτά γεμάτα από σκοινιά, σαν κρεβατίνες χωρίς κλήματα).
Συνέχιζα να τριγυρίζω ανάμεσα στους λευκοντυμένους αγρούς, όταν ξαφνικά άκουσα γέλια. Γύρισα και κοίταξα. Στην όχθη ενός καναλιού, πάνω από ένα φράχτη, ήταν το τοιχάκι ενός πλυσταριού και εκεί έβλεπες τις πλύστρες με χέρια γυμνά, με χρωματιστά φορέματα, με αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα να γελούν και να φλυαρούν, οι νέες με τα στήθια τους να πηγαίνουν πέρα δώθε μέσα από τις μπλούζες, οι χοντρές και γριές με μαντήλια στο κεφάλι τους, όλες να κουνούν μπρος πίσω τα στρουμπουλά χέρια τους μέσα στη σαπουνάδα ή να στύβουν με μια ανάποδη κίνηση των αγκώνων τους τα ήδη πλυμένα ρούχα. Ανάμεσά τους οι άντρες με τα ψάθινα καπέλα ξεφόρτωναν τα καλάθια και τους μπόγους, καθέναν ξεχωριστά, ή βοηθούσαν κι αυτοί, με ένα τετράγωνο σαπούνι τύπου Μασσαλίας στα χέρια τους, ή κοπανούσαν τα ρούχα με ξύλινα πασσαλάκια.
Τα είχα δει πια όλα και δεν είχα τίποτα να πω ή να κάνω. Γύρισα πίσω. Στην άκρη του δρόμου φύτρωνε χλόη κι εγώ προσπαθούσα να περπατώ εκεί για να μη σκονίσω τα παπούτσια μου και για να προφυλαχτώ κάπως από τα καμιόνια που περνούσαν. Συνέχιζα να χαζεύω τα χωράφια, τους φράχτες, τις λεύκες, τις δεξαμενές, τις επιγραφές πάνω σε μερικά χαμόσπιτα – ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΙΟ, ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ΠΛΥΝΤΩΝ Της ΜΠΑΡΚΑ ΜΠΕΡΤΟΥΛΑ – τις γυναίκες που περνούσαν με τα καλάθια και μάζευαν τα καθαρά ασπρόρουχα από τα σκοινιά λες και τρύγιζαν, τον ήλιο που φώτιζε τους πράσινους κάμπους, εκείνο το άσπρο χρώμα, και το νερό που κυλούσε πρησμένο από τις γαλαζωπές φουσκάλες. Όχι σπουδαία πράγματα δηλαδή, αλλά για μένα, που δεν ζητούσα τίποτα άλλο παρά να συγκρατήσω μερικές μόνο εικόνες στα μάτια μου, ήταν ίσως αρκετό.


Italo Calvino
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΣΤΑΡΤΗ 1985

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΚΑΒΒΑΛΑΣ – JORGE LUIS BORGES



Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος την αποπειράται, δε θα ‘ναι η τελευταία που θ’ αποτύχει, αλλά δύο πράγματα είναι διαφορετικά στην προκειμένη περίπτωση: κατ’ αρχάς, η απόλυτη άγνοιά μου της εβραϊκής. Δεύτερον, το γεγονός ότι δεν έχω καμία πρόθεση να υπερασπιστώ τη θεωρία, αλλά τις ερμηνευτικές ή κρυπτογραφικές μεθόδους που οδηγούν σ’ αυτήν. Αυτές οι μέθοδοι, όπως είναι γνωστό, είναι η κάθετη ανάγνωση των ιερών κειμένων, η ανάγνωση βουστροφηδόν, η μεθοδική αποκατάσταση ορισμένων γραμμάτων του αλφαβήτου με άλλα, η άθροιση της αριθμητικής αξίας των γραμμάτων κ.λπ. Είναι εύκολο να σαρκάσει κανείς τέτοιες ενέργειες. Εγώ, προτιμώ να προσπαθήσω να τις καταλάβω.
Προφανώς, μακρινή της αιτία είναι η ιδέα ότι η Βίβλος πηγάζει από μια μηχανική έμπνευση. Αυτή η ιδέα, που καθιστά τους ευαγγελιστές και τους προφήτες απρόσωπους γραμματείς του Θεού που γράφουν καθ’ υπαγόρευσίν του, είναι εκπεφρασμένη, με απρόσεκτη έμφαση, στο Formula consensus helvetica, που ισχυρίζεται ότι είναι αυθεντία στα σύμφωνα της Αγίας Γραφής, ακόμα και στα σημεία στίξεως που δεν υπήρχαν στις πρώτες εκδοχές της. [Αυτή η σαφής εκπλήρωση διαμέσου του ανθρώπου των λογοτεχνικών επιδιώξεων του Θεού λέγεται έμπνευση ή ενθουσιασμός: μια λέξη, που ετυμολογείται από το «ένθους» (ένθεος).] Οι ισλαμιστές μπορούν να επαίρονται ότι έχουν ξεπεράσει αυτή την υπερβολή, αφού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το αρχέτυπο του Κορανίου - «η μητέρα του βιβλίου» - είναι μία από τις ιδιότητες του Θεού, ισότιμη με τη φιλευσπλαχνία Του ή την οργή Του, κι ότι είναι προγενέστερη της γλώσσας της Δημιουργίας. Όπως υπάρχουν και λουθηρανοί θεολόγοι που δεν τολμούν να εντάξουν τη Γραφή μεταξύ των πλασμάτων, και την ορίζουν ως ενσάρκωση του Αγίου Πνεύματος.
Του Αγίου Πνεύματος: και να που βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μυστήριο. Δεν είναι η γενική θεότητα, αλλά η τρίτη υπόσταση της θεότητας, εκείνη που υπαγόρευσε τη Βίβλο. Αυτή είναι η κοινή δοξασία: το 1625, ο Μπέικον έγραψε: «Η πένα του Αγίου Πνεύματος στάθηκε πιο πολύ στα βάσανα του Ιώβ απ’ ό,τι στις ευτυχίες του Σολομώντα»* το ίδιο και ο σύγχρονός του, Τζον Νταν: «Το Άγιο Πνεύμα είναι ένας καλλιεπής συγγραφέας, ένας συγγραφέας φιλόπονος και θυελλώδης, αλλά καθόλου φλύαρος. Το ύφος του έχει τόση απόσταση από τη λιτότητα όση κι απ’ την υπερβολή».
Είναι αδύνατον να ορίσει κανείς το Άγιο Πνεύμα και να αποσιωπήσει την τρομερή τριαδική και ενιαία κοινωνία της οποίας αποτελεί μέλος. Οι λαϊκοί Καθολικοί τη θεωρούν συσσωμάτωση απείρως ορθή, αλλά και απείρως ανιαρή. Οι «ελευθερόφρονες», έναν ανώφελο θεολογικό κέρβερο, μια δεισιδαιμονία που η εξέλιξη και η πρόοδος θ’ αναλάβουν να την καταργήσουν μια και καλή. Η Αγία Τριάδα, φυσικά, είναι υπεράνω αυτών των δηλώσεων. Αν τη φέρει κανείς απότομα στο νου του (έναν πατέρα, έναν υιό κι ένα στοιχειό συναρθρωμένα σε έναν και μοναδικό οργανισμό), θα του φανεί σαν περίπτωση διανοητικής τερατολογίας. Ένα έκτρωμα, που μόνο μ’ έναν εφιάλτη μπορεί να συγκριθεί. Έτσι πιστεύω εγώ, αλλά τολμώ και να ισχυριστώ πως κάθε αντικείμενο του οποίου αγνοούμε το σκοπό, είναι κατ’ αρχάς τερατώδες. Αυτή η γενική παρατήρηση περιπλέκεται από το μυστήριο του έργου που επιτελεί το εν λόγω αντικείμενο.
Αν την αποσυνδέσουμε από την έννοια της λύτρωσης, η διάκριση των τριών προσώπων σε ένα δεν μπορεί παρά να φαίνεται αυθαίρετη. Αν τη θεωρήσουμε ως αναγκαιότητα της πίστεως, το θεμελιώδες μυστήριό της μπορεί μεν να παραμένει άλυτο, αλλά τουλάχιστον μας επιτρέπει να διαβλέψουμε την πρόθεση και τη λειτουργία της. Καταλαβαίνουμε πως, αν απαρνηθούμε την Αγία Τριάδα – ή, έστω, τη Δυάδα –, αυτό θα υποβίβαζε τον Ιησού σε ευκαιριακό απεσταλμένο του Κυρίου, ένα επεισόδιο της Ιστορίας, και όχι τον άφθαρτο, αιώνιο αποδέκτη της ευλαβείας μας. Αν ο Υιός δεν είναι και ο Πατήρ, τότε η λύτρωση δεν είναι άμεσο θείο έργο. Αν δεν είναι αιώνιος, τότε ούτε η θυσία του εξανθρωπισμού και του θανάτου του στο σταυρό είναι αιώνια. «Δε χρειάστηκε παρά μια άπειρη τελειότητα για να λυτρωθεί μια ψυχή που ήταν χαμένη για άπειρο χρόνο» διακήρυξε πανηγυρικά ο Τζέρεμι Τέιλορ. Έτσι μπορεί να δικαιωθεί το δόγμα, έστω και αν οι έννοιες της γενετής του Υιού από τον Πατέρα και της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος από αμφοτέρους προϋποθέτουν αιρετικά μια προτεραιότητα, κι ας παραβλέψουμε το ότι είναι ένοχες για το ότι δεν αποτελούν παρά καθαρές μεταφορές. Η θεολογία, που επιμένει να τις διακρίνει, αποφαίνεται πως δεν υπάρχει κανένας λόγος σύγχυσης, δεδομένου ότι, στην πρώτη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι ο Υιός, σε δε δεύτερη, το Άγιο Πνεύμα. Αιώνια γένεση του Υιού, αιώνια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος – αυτή είναι η εξαίσια λύση του Ειρηναίου: επινόηση μιας πράξης εκτός χρόνου, ενός ακρωτηριασμένου zeitloses Zeitwort, που μπορούμε να απορρίψουμε ή να το λατρέψουμε, αλλά όχι να το αμφισβητήσουμε. Η Κόλαση είναι μια καθαρά σωματική βία, αλλά τα τρία αξεδιάλυτα πρόσωπα συνιστούν μια διανοητική φρίκη, ένα αποπνικτικό, εικονικό άπειρο, όπως αυτό που σχηματίζουν δύο αντιμέτωποι καθρέφτες. Ο Δάντης θέλησε να τα παραστήσει με επάλληλους διαφανείς κύκλους διαφορετικών χρωμάτων. Ο Νταν, με μπλεγμένα, παχιά και αξεδιάλυτα φίδια. «Toto coruscat Trinitas mysterio» έγραψε ο άγιος Παυλίνος. «Η Αγία Τριάδα ακτινοβολεί εν πλήρει μυστηρίω».
Αν ο Υιός είναι η συμφιλίωση του Θεού με τον Κόσμο, τότε το Άγιο Πνεύμα – αρχή της αγιοποίησης, κατά τον Αθανάσιο. Ένας άγγελος όπως όλοι οι άλλοι, κατά τον Μακεδόνιο – δεν μπορεί να επιδεχθεί καλύτερο ορισμό από αυτόν της οικείωσης του Θεού μ’ εμάς, της διαρκούς παρουσίας Του εντός μας. (Για τους σοκινιανούς – και φοβάμαι πως είχαν απόλυτο δίκιο –, δεν ήταν παρά μια προσωποποιημένη διατύπωση, μια μεταφορά για τις θείες δραστηριότητες που, στη συνέχεια, έτυχε επεξεργασίας μέχρις ιλίγγου). Είτε πρόκειται για απλό συντακτικό σχήμα είτε όχι, φαίνεται πως αυτό το τρίτο, τυφλό πρόσωπο της περιπεπλεγμένης Τριάδας είναι ο αναγνωρισμένος συγγραφέας των Γραφών. Ο Γκίμπον, σ’ εκείνο το κεφάλαιο του έργου του πραγματεύεται το ισλάμ, περιλαμβάνει έναν γενικό κατάλογο των δημοσιεύσεων του Αγίου Πνεύματος, ο αριθμός των οποίων – κατά συντηρητική εκτίμηση – υπερβαίνει το εκατό. Εμένα, όμως, αυτό που μ’ ενδιαφέρει τώρα είναι η Γένεσις: ύλη της καββάλας.
Οι καββαλιστές, όπως σήμερα και πολλοί χριστιανοί, πίστευαν στη θειότητα αυτής της ιστορίας, στην ηθελημένη σύνταξή της από μιαν άπειρη διάνοια. Οι συνέπειες αυτού του αξιώματος είναι πολλαπλές. Η επιπόλαιη διεκπεραίωση ενός τρέχοντος κειμένου, π.χ. ενός εφήμερου δημοσιογραφικού άρθρου, προϋποθέτει μια ικανή ποσότητα τύχης. Ενημερώνουν – θεωρώντας το δεδομένο – για ένα γεγονός: πληροφορούν ότι η πάντα ασυνήθιστη χθεσινή επίθεση έλαβε χώρα σ’ αυτόν το δρόμο, σ’ αυτή τη διασταύρωση, την τάδε ώρα. Η διατύπωση δε δεσμεύει κανέναν και περιορίζεται στο να μας υποδείξει το τάδε μέρος όπου μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες. Σε κάτι τέτοιες οδηγίες, η έκταση και η ακουστική των παραγράφων είναι κατ’ ανάγκην τυχαίες. Το αντίθετο ισχύει στην ποίηση: ο νόμος που τη διέπει είναι η υποταγή του νοήματος στις ανάγκες (ή τις δεισιδαιμονίες) της ευφωνίας. Στην ποίηση, το τυχαίο δεν είναι ο ήχος, αλλά αυτό που σημαίνει. Βλέπε τον πρώιμο Τένισον, τον Βερλέν και τον ύστερο Σουίνμπερν, που προσηλώνονται αποκλειστικά στην έκφραση γενικών καταστάσεων μέσα από τις πλούσιες περιπέτειες της προσωδίας τους. Ας θεωρήσουμε τώρα έναν τρίτο τύπο συγγραφέα: τον διανοούμενο. Ο οποίος, είτε γράφει πρόζα (Βαλερί, Ντε Κουίνσι) είτε στίχους, δεν έχει βέβαια αποσκορακίσει το τυχαίο, αλλά έχει αρνηθεί κατά το δυνατόν και περιορίσει την αστάθμητη σύμπραξή του. Προσεγγίζει αμυδρά τον Κύριο, για τον οποίο η θολή έννοια του τυχαίου δεν έχει καμία σημασία. Τον Κύριο, τον τελειοποιημένο Θεό των θεολόγων, ο οποίος γνωρίζει διαμιάς – uno intelligendi actu – όχι μόνο όλα τα γεγονότα αυτού του υπερπλήρους κόσμου, αλλά και αυτά που θα μπορούσε να έχουν συμβεί στη θέση τους αν άλλαζε το πιο ανεπαίσθητο απ’ αυτά, ακόμα και τα αδύνατον να συμβούν.
Ας φανταστούμε τώρα αυτή την αστρική διάνοια να θέλει να εκδηλωθεί όχι με δυναστείες, με θεομηνίες ή με πουλιά, αλλά με γραπτά. Ας φανταστούμε επίσης, σύμφωνα με την προ-αυγουστινιανή θεωρία της λεκτικής έμπνευσης, ότι ο Θεός υπαγορεύει, λέξη προς λέξη, αυτό που προτίθεται να πει**. Αυτή η βάση συλλογισμού (η ίδια την οποία χρησιμοποίησαν οι καββαλιστές) καθιστά τη Γραφή ένα απόλυτο κείμενο, όπου η συμβολή του τυχαίου αγγίζει το μηδέν. Αυτή και μόνο η σύλληψη είναι κάτι πιο θαυμαστό απ’ όλα όσα καταγράφουν οι σελίδες του. Ένα βιβλίο που είναι απρόσβλητο από το ενδεχόμενο, που είναι ένας μηχανισμός απείρων προθέσεων, αλάνθαστων παραλλαγών, αλλεπάλληλων επιφωτίσεων, συνεχών αποκαλύψεων που ενεδρεύουν, πως να μην το εξονυχίσεις ως το παράλογο, ως την αριθμητική απεραντολογία, όπως το έκανε η καββάλα;

1931


________________
* Ακολουθώ τη λατινική εκδοχή: «diffusius tractavit Jobi afflictiones». Στα αγγλικά, η διατύπωση του είναι ευτυχέστερη: «hath laboured more».
** Ο Ωριγένης απέδωσε τρεις σημασίες στα λόγια της Γραφής: την ιστορική, την ηθική και τη μυστικιστική, που αντιστοιχούν στο σώμα, την ψυχή και το πνεύμα που συγκροτούν τον άνθρωπο. Ο Ιωάννης Σκότος Εριγένης, έναν άπειρο αριθμό σημασιών, σαν τους ιριδισμούς στα φτερά του παγωνιού.



JORGE LUIS BORGES
ΔΟΚΙΜΙΑ
(Από τη συλλογή Συζήτηση – 1932)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΊΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2007