.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Μονόλογος ευαισθήτου - Εμμανουήλ Ροϊδης


Μεγάλη δυστυχία είναι να έχει κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας, διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχει και να κλαίει χωρίς να γίνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχει ν' αποθάνει γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζει. Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξει η σκέψις ότι κι εγώ θα αποθάνω. Έπειτα, αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου.
Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψει, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω·να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρεί εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχονται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ' εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή και ο αντίπαλος του να πάθει, με κάμνει ν' ανατριχιάζω· προ πάντων όταν συλλογίζομαι ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα χάσω, αν τύχει. Θεός φυλάξει, ο φίλος μου να σκοτωθεί.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθεί να τα αποδώσει εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγει. Τούτο ημπορεί να φανεί μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ' η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ' απαντούσεν εις τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είναι ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθεί με αυτός η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδεία του. Δια να αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν, με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο «Αρχαγγέλους» και «Πιστωτικές». Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν' αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφησαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρους, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ικανός να εργασθεί ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχει χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι' αυτά ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μού έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήσει να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθεί εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλιτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιείται. Καθώς πας άλλος, αγαπώ κι εγώ τις εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτζι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικα της δόντια δε μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ότι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήσει, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρει. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρει με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήσει και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύει πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισα μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τον αστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα, όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!
Ενώ εγώ εις την δική της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρει και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνει τα γιατρικά, να μ' αλλάζει και να με μεταγυρίζει, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακόν μου τρόπον, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλείται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπει να υποφέρω, να βασανίζομαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν αι αβδέλλαι; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.
Εφημ. Εμπρός, 11/11/1896

Εμμανουήλ Ροΐδης
Αφηγήματα
Εκδόσεις Νεφέλη 1988

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

In lieblicher Bläue / ΣΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΓΑΛΑΖΙΟ - Friedrich Hölderlin



In lieblicher Bläue blühet
mit dem metallenen Dache der Kirchthurm. Den umschwebet
Geschrei der Schwalben, den umgiebt die rührendste Bläue.
Die Sonne gehet hoch darüber und färbet das Blech,
im Winde aber oben stille krähet die Fahne.
Wenn einer unter der Glocke dann herabgeht, jene Treppen,
ein stilles Leben ist es, weil,
wenn abgesondert so sehr die Gestalt ist,
die Bildsamkeit herauskommt dann des Menschen.
Die Fenster, daraus die Glocken tönen, sind wie Thore an Schönheit.
Nemlich, weil noch der Natur nach sind die Thore,
haben diese die Ähnlichkeit von Bäumen des Walds.
Reinheit aber ist auch Schönheit.
Innen aus Verschiedenem entsteht ein ernster Geist.
So sehr einfältig aber die Bilder, so sehr heilig sind die, daß
man wirklich oft fürchtet, die zu beschreiben.
Die Himmlischen aber, die immer gut sind,
alles zumal, wie Reiche, haben diese, Tugend und Freude.
Der Mensch darf das nachahmen.
Darf, wenn lauter Mühe das Leben, ein Mensch
aufschauen und sagen: so will ich auch seyn?
Ja. So lange die Freundlichkeit noch am Herzen, die Reine,
dauert, misset nicht unglücklich der Mensch sich
der Gottheit.
Ist unbekannt Gott? Ist er offenbar wie die Himmel?
dieses glaub' ich eher. Des Menschen Maaß ist's.
Voll Verdienst, doch dichterisch,
wohnet der Mensch auf dieser Erde. Doch reiner
ist nicht der Schatten der Nacht mit den Sternen,
wenn ich so sagen könnte,
als der Mensch, der heißet ein Bild der Gottheit.

Giebt auf Erden ein Maaß?
Es giebt keines. Nemlich
es hemmen der Donnergang nie die Welten des Schöpfers.
Auch eine Blume ist schön, weil sie blühet unter der Sonne.
Es findet das Aug' oft im Leben
Wesen, die viel schöner noch zu nennen wären
als die Blumen. O! ich weiß das wohl!
Denn zu bluten an Gestalt und Herz,
und ganz nicht mehr zu seyn, gefällt das Gott ?
Die Seele aber, wie ich glaube, muß rein bleiben,
sonst reicht an das Mächtige auf Fittigen der Adler mit lobendem Gesange
und der Stimme so vieler Vögel.
Es ist die Wesenheit, die Gestalt ist's.
Du schönes Bächlein, du scheinest rührend, indem du rollest so klar,
wie das Auge der Gottheit, durch die Milchstraße.
Ich kenne dich wohl,
aber Thränen quillen aus dem Auge. Ein heiteres Leben
seh' ich in den Gestalten mich umblühen der Schöpfung, weil
ich es nicht unbillig vergleiche den einsamen Tauben auf dem Kirchhof.
Das Lachen aber scheint mich zu grämen der Menschen,
nemlich ich hab' ein Herz.
Möcht' ich ein Komet seyn?
Ich glaube. Denn sie haben Schnelligkeit der Vögel; sie blühen an Feuer,
und sind wie Kinder an Reinheit.
Größeres zu wünschen, kann nicht des Menschen Natur sich vermessen.
Der Tugend Heiterkeit verdient auch gelobt zu werden vom ernsten Geiste,
der zwischen den drei Säulen wehet
des Gartens. Eine schöne Jungfrau muß das Haupt umkränzen
mit Myrthenblumen, weil sie einfach ist
ihrem Wesen nach und ihrem Gefühl. Myrthen aber
giebt es in Griechenland.

Wenn einer in den Spiegel siehet,
ein Mann, und siehet darinn sein Bild, wie abgemahlt;
es gleicht dem Manne.
Augen hat des Menschen Bild,
hingegen Licht der Mond.
Der König Ödipus hat ein Auge zuviel vielleicht.
Diese Leiden dieses Mannes, sie scheinen unbeschreiblich, unaussprechlich,
unausdrüklich.
Wenn das Schauspiel ein solches darstellt, kommt's daher.
Wie ist mir's aber, gedenk' ich deiner jetzt?
Wie Bäche reißt des Ende von Etwas mich dahin,
welches sich wie Asien ausdehnet.
Natürlich dieses Leiden, das hat Ödipus.
Natürlich ist's darum.
Hat auch Herkules gelitten?
Wohl. Die Dioskuren in ihrer Freundschaft
haben die nicht Leiden auch getragen? Nemlich
wie Herkules mit Gott zu streiten, das ist Leiden.
Und die Unsterblichkeit im Neide dieses Leben,
diese zu theilen, ist ein Leiden auch.
Doch das ist auch ein Leiden, wenn mit Sommerflecken ist bedeckt ein Mensch,
mit manchen Flecken ganz überdeckt zu seyn! Das thut die schöne Sonne:
nemlich die ziehet alles auf.
Die Jünglinge führt die Bahn sie mit Reizen ihrer Strahlen
wie mit Rosen.
Die Leiden scheinen so,
die Ödipus getragen,
als wie ein armer Mann klagt,
daß ihm etwas fehle.
Sohn Laios, armer Fremdling in Griechenland!
Leben ist Tod, und Tod ist auch ein Leben.


* * *

Στο τρυφερό γαλάζιο ανθεί
με τη μεταλλική του στέγη το καμπαναριό. Τιτίβισμα
χελιδονιών το τριγυρίζει, το τρυφερότερο γαλάζιο το κυκλώνει.
Σηκώνεται ο ήλιος και βάφει το μέταλλο,
αλλά στον άνεμο ψηλά κρώζει ασάλευτος ο ανεμοδείκτης.
Αν κάποιος κάτω απ' την καμπάνα τα σκαλοπάτια εκείνα κατεβεί,
σημαίνει ήσυχη ζωή, γιατί,
όσο παράξενη κι αν δείχνει η μορφή τόσο
προβάλλει του ανθρώπου η πλαστικότητα.
Υπέρθυρα, απ' όπου οι καμπάνες ηχούν, είναι σαν πύλες να άνοιγαν
στην ομορφιά.
Φτιαγμένες δηλαδή με τρόπο κιόλας φυσικό οι πύλες,
μοιάζουν με δέντρα δάσους.
Η καθαρότητα επί πλέον είναι ωραιότητα επίσης.
Οι διαφορές γεννούνε πνεύμα καθαρό.
Όσο αθώες είναι πάλι οι εικόνες τόσο εικόνες είναι ιερές, που
πράγματι συχνά φοβάσαι να τις περιγράψεις.
Οι Ουράνιοι όμως, που είναι πάντοτε αγαθοί,
κυρίως γι' αυτό, διαθέτουν σαν τους πλούσιους αυτή την τέρψη
και αρετή.
Οφείλουμε οι άνθρωποι να τους μιμούμαστε σ' αυτό.
Κι αν έχει μόνο βάσανα η ζωή, ο άνθρωπος μπορεί
τα μάτια να υψώσει, και να πει: έτσι θέλω να 'μαι κι εγώ;
Ναι. Όσο η ευγένεια, η αγνή, κρατάει ακόμη στην καρδιά,
δεν θα 'ναι αστόχαστο να συγκριθεί ο άνθρωπος
με τον Θεό.
Άγνωστος είναι ο Θεός; Αποκαλύπτεται σαν ουρανός;
Αυτό μάλλον πιστεύω εγώ. Το μέτρο του ανθρώπου είναι αυτός.
Γεμάτος έγνοιες, κι όμως κατοικεί
ποιητικά ο άνθρωπος σ' αυτή τη γη. Πιο καθαρός
δεν είναι ωστόσο της έναστρης νύχτας ο ίσκιος,
αν έτσι μπορώ να μιλήσω,
από τον άνθρωπο, τον κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού.

Υπάρχει μέτρο επί της Γης;
Κανένα δεν υπάρχει.
Δεν αναστέλλει την πορεία του κεραυνού ο κόσμος του Θεού.
Κι ένα λουλούδι είναι όμορφο, γιατί ανθεί κάτω απ' τον ήλιο.
Συχνά τα μάτια στη ζωή βρίσκουνε
πλάσματα πολύ πιο όμορφα, μπορείς να πεις,
απ' τα λουλούδια. Ω! Το γνωρίζω αυτό καλά.
Γιατί, το να ματώνεις στο κορμί και την καρδιά
και πια να μην υπάρχεις πουθενά, αρέσει κάτι τέτοιο στον Θεό;
Ωστόσο, πρέπει η ψυχή, πιστεύω εγώ, να μείνει καθαρή,
να φτερουγάει στον Δυνατό με αετού φτερά τραγούδια υμνητικά
και χλαλοή χίλιων πουλιών.
Αυτό είναι η οντότητα, η μορφή.
Ρυάκι καθαρό, σαλεύεις τόσο καθαρό καθώς κυλάς,
σαν μάτι του Θεού μέσα απ' τον γαλαξία.
Σε έμαθα καλά,
μα δάκρυα κυλούν από τα μάτια. Στης πλάσης τις μορφές
που ανθίζουνε τριγύρω βλέπω ζωή πιο φωτεινή, γιατί
δεν την συγκρίνω άδικα με τα μοναχικά στο κοιμητήριο περιστέρια.
Με θλίβει όμως το γέλιο των ανθρώπων,
αυτό σημαίνει έχω καρδιά.
Ένας κομήτης να 'μαι;
Θα 'θελα ναι. Έχουν τη γρηγοράδα των πουλιών.
Ανθίζουν μέσα στη φωτιά
κι είναι αγνοί σαν τα παιδιά.
Τι μεγαλύτερο να ευχηθεί, η φύση να τολμήσει του ανθρώπου;
Το φως της αρετής ζητά τον έπαινο από πνεύμα σοβαρό,
αυτό που πνέει στον κήπο ανάμεσα στις τρεις
κολόνες. Μια όμορφη παρθένα να στεφανωθεί
με άνθη της μυρτιάς, γιατί είναι από τη φύση της
και από το αίσθημα αθώα. Μυρτιές όμως
υπάρχουν στην Ελλάδα.

Όταν κοιτάζει κάποιος τον καθρέφτη,
ένας άνδρας, και βλέπει την εικόνα του, σαν ζωγραφιά εκεί
μοιάζει του άνδρα,
το είδωλο του ανθρώπου έχει μάτια,
ενώ η σελήνη φως.
Ο Οιδίπους τύραννος έχει ένα μάτι ίσως παραπάνω.
Τα βάσανα του άνδρα ετούτου φαίνονται απερίγραπτα, ανείπωτα,
ανέκφραστα.
Και αν το δράμα παραστένει κάτι τέτοιο, κατάγεται από κει.
Πως έγινε όμως τώρα και σε σκέφτηκα;
Ποτάμι με τραβάει στην εκβολή, το τέλος καποιανού,
που εκτείνεται σαν την Ασία.
Είναι ο πόνος ασφαλώς που έχει ο Οιδίπους.
Πρόκειται ασφαλώς γι' αυτό.
Να βασανίστηκε κι ο Ηρακλής;
Πολύ. Και οι Διόσκουροι μες στη φιλία τους
δεν γεύτηκαν κι αυτοί τον πόνο; Με άλλα λόγια
σαν τον Ηρακλή με τον Θεό να πολεμάς, αυτό είναι ο πόνος.
Και την αθανασία στον φθόνο της ζωούλας μας
να την σκορπάς, πόνος είναι κι αυτό.
Κι ακόμη πόνος είναι, να γεμίζει ο άνθρωπος του ήλιου εφηλίδες,
γεμάτο να είναι το κορμί σου με εφηλίδες! Αυτά μας κάνει ο καλός μας
ήλιος:
τα αναθρέφει όλα δηλαδή.
Τους νέους οδηγεί με των αχτίδων του το δέλεαρ όπως με άλογα
διανύει την τροχιά του.
Τα βάσανα που τράβηξε
ο Οιδίπους, είναι
σαν του φτωχού που κλαίει και οδύρεται
ότι του λείπει κάτι.
Γιε του Λαΐου, στην Ελλάδα ξένε μου φτωχέ!
Θάνατος είναι η ζωή, και ο θάνατος ζωή είναι κι αυτός.


Friedrich Hölderlin
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2013

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Μια αληθινή αναφορά στο ναυάγιο και τη λύτρωση του Σερ Τόμας Γκέιτς, ιππότη [απόσπασμα] – William Strachey


Είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες η καταιγίδα λυσσομανούσε σ' έναν αδιάκοπο ορυμαγδό, με τόση μανία ώστε δεν φανταζόμασταν πως ήταν δυνατό να υπάρξει σφοδρότερη. Κι όμως, ξέσπασε πάλι, όχι μόνο πιο φοβερή αλλά και πιο επίμονη, όλο και πιο μανιασμένη, με τον έναν άνεμο να προκαλεί έναν δεύτερο, πιο βίαιο από τον πρώτο. Δεν ξέρω αν απ' το φόβο μας νιώθαμε έτσι ή αν πράγματι ο πρώτος άνεμος ενισχυόταν με νέες δυνάμεις. Υπήρξαν στιγμές που το πλοίο μας δεχόταν ανελέητα πλήγματα, τέτοια που μας έκαναν, έχοντας επιπλέον μες στα πόδια μας γυναίκες και επιβάτες ασυνήθιστους σε τέτοιο πανδαιμόνιο και μαρτύριο, να κοιταζόμαστε αναμεταξύ μας με κομμένη την ανάσα και με βαριά καρδιά. Τα ξεφωνητά μας πνίγονταν μες στους ανέμους και οι άνεμοι μες στους κεραυνούς. Απ' τις καρδιές και τα χείλη μας, μπορεί να έβγαιναν προσευχές, τις έπνιγαν όμως οι κραυγές των αξιωματικών. Τίποτα δεν ακουγόταν που θα μπορούσε να δώσει παρηγοριά, τίποτα δε διαφαινόταν που θα μπορούσε ν' αναθερμάνει την ελπίδα. Μου είναι αδύνατον, ακόμα κι αν είχα τη φωνή του Στέντορα και μπορούσα να εκφραστώ σε γλώσσες ισάριθμες με τις φωνές που έβγαζε το λαρύγγι του, ν' αναπαραστήσω τις κραυγές και τα μαρτύρια χωρίς να εξαντληθώ, σπαταλώντας όμως το στεντόρειο σθένος και την τέχνη του, δίχως καμιά επιτυχία ή αποτέλεσμα.
Τα πανιά μας ήταν μαζεμένα κι άχρηστα, και αν κάποια στιγμή καταφέρναμε να αμολήσουμε το πολύ πολύ κανένα φλόκο ή μισό τρίγκο για να κατευθύνει το πλοίο, τότε ούτε έξι και μερικές φορές ούτε οκτώ άντρες δεν ήταν αρκετοί για να κρατήσουν τη λαβή του πηδαλίου και τη λαγουδέρα κάτω στον μεσόδομο. Απ' αυτό και μόνο μπορεί κανείς να φανταστεί τη δύναμη της θύελλας, που έκανε τη θάλασσα να ξεχειλίζει πάνω απ' τα σύννεφα και να δίνει μάχη με τον ουρανό. Δεν ήταν βροχή αυτό που έπεφτε. Ποτάμια ολόκληρα τα νερά κατακλύζανε τον αέρα. Και θέλω να κών μιαν ακόμη παρατήρηση: στη στεριά, όταν ξεσπά μια θύελλα με καταιγιστική βροχή, ο άνεμος, σαν δαρμένος, άρα και νικημένος, συνήθως δεν κρατά πολύ. Εδώ όμως οι καταρράκτες της βροχής, που νόμιζες προς στιγμήν πως είχαν αρπάξει τον άνεμο απ' τον λαιμό, δεν προλάβαιναν να κοπάσουν και αμέσως ο άνεμος, λες και ξανάβρισκε την ανάσα του, άρχιζε και πάλι να φυσάει μανιασμένα, ολοένα πιο εκκωφαντικά και μοχθηρά.
Τι να πω; Ήταν τόσο ξέφρενο το ξέσπασμα του ανέμου και της θάλασσας, όσο ξέφρενο μπορούσαν να το κάνουν η μανία και η οργή. Όσο για μένα, είχα περάσει παλιά μερικές καταιγίδες στις ακτές της Μπαρμπαριάς και της Αλγερίας με το «Λεβάντε», κι άλλη μια πιο οδυνηρή στον κόλπο της Αδριατικής, σ' ένα αμπάρι γεμάτο ζαχαροκάντιο. Μπορώ κάλλιστα λοιπόν να πω: «Ego quid sit ater Adriaie novi sinus, & quid albus Peccet lapyx» [Εγώ που πέρασα το μαύρο Κόλπο της Αδριατικής, και εξόργισα τον άσπρο άνεμο της Απουλίας]. Όμως, μαζεμένα όλα όσα είχα υποφέρει ως τότε, δεν συγκρίνονταν με τούτο το πράγμα. Δεν υπήρξε στιγμή που να μην περιμέναμε πως το πλοίο θα μπατάριζε ή θα κοβόταν ξαφνικά στα δύο.
Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Φαίνεται πως ο Θεός το διασκέδαζε υποβάλλοντάς μας σε μεγαλύτερα μαρτύρια. Γιατί η καταιγίδα, με το που ξέσπασε, είχε προξενήσει μια μεγάλη ρωγμή. Και το πλοίο σχεδόν σε κάθε αρμό του, έχοντας ξεράσει τα στουπιά του, προτού καν το καταλάβουμε – ζημιά πιο απελπιστική από κάθε άλλη που μπορεί να προκαλέσει ένα θαλασσινό ταξίδι – είχε βυθιστεί πέντε πόδια, με νερά να καλύπτουν το έρμα του, κι εμάς μισοπνιγμένους να περιμένουμε τον αφανισμό από τα πάνω. Καθώς αυτό δεν προκαλούσε λιγότερο φόβο απ' όσο κίνδυνο εγκυμονούσε, αυτός ο φόβος μεταδόθηκε σε όλο το πλοίο μαζί με πολλή φρίκη και κατάπληξη, πάγωσε το αίμα στις φλέβες ή το ανέβασε στα κεφάλια, και λύγισε το θάρρος ακόμα και του πιο σκληραγωγημένου απ' όλους τους ναυτικούς σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτός που νωρίτερα δεν ένιωθε, ευτυχώς για μας, τη θλίψη των άλλων, άρχισε τώρα να λυπάται τον ίδιο του τον εαυτό, βλέποντας ολόκληρη λίμνη να κατακλύζει ξαφνικά τα πάντα και νιώθοντας ότι το δίχως άλλο θα τον πνίξει στη στιγμή, αφού αυτό έμοιαζε αναπόφευκτο για την ώρα. Έβλεπες, λοιπόν, να συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια σωτηρίας όλοι χωρίς εξαίρεση – από τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο, τον λοστρόμο και τον πηδαλιούχο, μέχρι τους βαρελάδες και τους ξυλουργούς – με κεριά στα χέρια, ελέγχοντας σερνάμενοι κατά μήκος των πλευρών του πλοίου κάθε σημείο και γωνιά και στήνοντας αυτί ν' αφουγκραστούν μήπως ακούσουν ροή νερού. Βρήκαν έτσι πολλές ρωγμές που έσταζαν και τις βούλωσαν βιαστικά, και τελικά μια ρωγμή στον μεσόδομο τη στούπωσαν με κομμάτια βοδινό, κι εγώ δεν ξέρω πόσα. Όλα αυτά, όμως, εις μάτην, γιατί η ρωγμή, αν ήταν μια μονάχα, που ρουφούσε όλες τις μεγάλες μας θάλασσες και επιτάχυνε την καταστροφή μας δεν γινόταν να βρεθεί τότε, ούτε και βρέθηκε ποτέ χάρη σε κάποια προσπάθεια, ένα σχέδιο ή κάποια έρευνα. Με τα νερά ν' ανεβαίνουν, τις αντλίες να δουλεύουν, ώσπου στο τέλος μπούκωσαν από την πολλή γαλέτα (ήταν πράγματι όση διαθέταμε, κάπου δέκα χιλιάδες βάρος), υποθέσαμε πως η ρωγμή πιθανόν να είχε ανοίξει στην αποθήκη της γαλέτας, οπότε ο ξυλουργός κατέβηκε, έψαξε όλη την αποθήκη, μα δεν βρήκε τίποτα.
Αδυνατώ να μεταφέρω στην αρχοντιά σας τις σκέψεις του καθενός, μέσα σ' εκείνο τον λαβύρινθο όπου θα αφανιζόμασταν από στιγμή σε στιγμή. Αλλά για μένα αυτή η διαρροή ήταν σαν ένα τραύμα πάνω στα σώματα αντρών ήδη νεκρών. Ο Κύριος γνωρίζει ότι μου είχαν απομείνει ελάχιστες ελπίδες, όπως ελάχιστη ήταν κι η επιθυμία μου να επιζήσω μες στην καταιγίδα. Και αυτό ήταν πέρα από τη θέλησή μου, καθότι ήταν πέρα από τη λογική μου. Προς τι να πασχίζουμε να διατηρήσουμε τη ζωή; Κι όμως πασχίζαμε, είτε γιατί κι οι ελάχιστες ακόμη ώρες ζωής είναι τόσο γλυκές για όλο το ανθρώπινο είδος, είτε γιατί η χριστιανική μας αγωγή μας δίδαξε πόσα οφείλουμε στις ιεροτελεστίες της Φύσης, όντας αναγκασμένοι να μην αδικούμε τους εαυτούς μας ούτε να παραμελούμε τα μέσα για την επιβίωσή μας. Αφού αυτά που φέρνουν τη μεγαλύτερη απόγνωση στους ανθρώπους είναι πράγματα συνηθισμένα κι ασήμαντα γι' Αυτόν, που είναι η πλούσια Κρήνη και η θαυμαστή Ουσία του ελέους.
Την Τρίτη το πρωί, οπότε ανακάλυψαν τη ρωγμή όσοι βρίσκονταν κάτω στο αμπάρι, ο κυβερνήτης έβαλε όλο το πλήρωμα, περίπου εκατό σαράντα άτομα, εκτός από τις γυναίκες, να μοιραστούν σε τρεις ίσες ομάδες και, χωρίζοντας το πλοίο σε τρία μέρη (κάτω απ' το πρόστεγο, εκεί που είχαν μαζευτεί τα νερά, και κοντά στην πυξιδοθήκη) όρισε στον καθένα που να στηθεί. Οπότε ο καθένας πήγαινε στο πόστο του, έπαιρνε τον κάδο ή την αντλία για μια ώρα, και ύστερα ξεκουραζόταν άλλη μια ώρα. Έβλεπες τότε άντρες να μοχθούν, μπορώ να πω με βεβαιότητα, για τη ζωή τους, και τους καλύτερους, ακόμη και τον ίδιο τον κυβερνήτη και τον ναύαρχο, να μην αρνούνται τη βάρδιά τους και να παροτρύνουν ο ένας τον άλλον για να δώσουν το παράδειγμα στους υπόλοιπους. Οι κατώτεροι, γυμνωμένοι όπως οι κωπηλάτες στις γαλέρες, κάτι που έκανε πιο εύκολη την προσπάθειά τους να βαστήξουν και να βουτάνε κάτω απ' το αλμυρό νερό, που αδιάκοπα σωρευόταν ανάμεσά τους, είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα, το μυαλό και τα χέρια στη δουλειά. Με κορμιά καταπονημένα και το θάρρος τους να φθίνει, τρεις μέρες και τέσσερις νύχτες χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, χωρίς ελπίδα λύτρωσης, έδειχναν παρ' όλα αυτά την αλληλεγγύη τους, έτσι όπως μοχθούσαν να σώσουν ο ένας τον άλλον απ' τον πνιγμό, κι ας πνιγόταν ο καθένας ενόσω μοχθούσε.


=======================================================================

ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΤΡΕΪΤΣΙ

Ήταν 2 Ιουνίου του 1609, όταν ο Ουίλιαμ Στρέιτσι (William Strachey, 1572-1621) – δευτεροκλασάτος «αριστοκράτης και κάποτε ποιητής» – σαλπάρισε με το «Sea Venture», τη ναυαρχίδα ενός στόλου από εννιά καράβια που μετέφεραν 600 αποίκους στην Τζέιμσταουν της Βιρτζίνια. Θα περνούσε σχεδόν ένας χρόνος προτού φτάσει στον προορισμό του: βγαλμένη εκτός πορείας από μια καταιγίδα, η ναυαρχίδα εξόκειλε τελικά σε μια από τις Βερμούδες Νήσους. Μια βάρκα, που είχε πρωτύτερα σταλεί για βοήθεια στην Τζέιμσταουν, χάθηκε. Ο Στρέιτσι με την ομάδα του (μαζί και ο σερ Τόμας Γκέιτς, κυβερνήτης της αποικίας Τζέιμσταουν στο διάστημα 1611-1614), κατασκεύασαν δύο καινούργια σκάφη με την ξυλεία που περισώθηκε και με ντόπιο κέδρο.
Η γλαφυρή και συγκλονιστική αφήγηση της δοκιμασίας του, σε επιστολή του προς μιαν άγνωστη λαίδη, δεν άργησε να φτάσει στο Λονδίνο. Ένας από τους αναγνώστες της ήταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που άντλησε υλικό από αυτήν το 1611 για τη συγγραφή της Τρικυμίας.



ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Α' ΤΟΜΟΣ
(16ος – 19ος αιώνας)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 2004

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ἕνα «περιεργότατο» κείμενο τοῦ Roger Bacon στὰ Στοιχεῖα Φιλοσοφίας του Θεόφιλου Καΐρη - Νικήτας Σινιόσογλου


Ὁ Καΐρης συζητᾶ τὴν κατάσταση τῆς φιλοσοφίας κατὰ τὴν περίοδο τοῦ
Σχολαστικισμοῦ σὲ μιὰν ἐκτενῆ σημείωση τῶν Στοιχείων Φιλοσοφίας
(σημ. 14). Ἐκεῖ ξεχωρίζει τρία πρόσωπα ποὺ ἀποπειράθησαν ἐκ παντὸς
τρόπου τὴν ἀλήθειαν ἐξιχνεύειν. Αὐτοὶ εἶναι ὁ Roger Bacon (1214-1294),
ὁ Jean Gerson (1363-1429) καὶ ὁ Giordano Bruno (1548-1600). Ὁ Καΐρης
βλέπει στὸν Bruno μία ἐννοιολογικὴ γέφυρα μεταξὺ ἀρχαίας φιλοσοφίας
καὶ νεωτερικότητας, ἡ ὁποία ἑνώνει τὴν ἐλεατικὴ φυσικὴ φιλοσοφία μὲ
τὸν πανθεϊσμὸ ποὺ θὰ συστηματοποιήσει ἀργότερα ὁ Spinoza. Ὁ Bruno
ἐδόξαζε γὰρ μίαν μόνην ὑπάρχειν οὐσίαν, καὶ ταύτην εἰς πάντα ἐξ
ἀνάγκης μεταποιεῖσθαι, συστηματοποιεῖ δηλαδὴ τὴν ἀναγεννησιακὴ-ἀλ-
χημιστικὴ ἄποψη ποὺ ἐκπροσωπεῖ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ὁ Παμπλέκης.
Ἡ πικρὰ εἰρωνικὴ διατύπωση ὅτι ὁ Bruno ὑπὸ τῶν ἱερῶν κατεβρώθη
φλογῶν προοικονομεῖ τὸ τέλος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεόφιλου δύο χρόνια με-
τὰ τὴν δημοσίευση τῶν Στοιχείων Φιλοσοφίας. Ἀ πὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ
ἐνδιαφέρον τοῦ Καΐρη γιὰ τὸν Gerson ἐξηγεῖται, καθὼς ἐκεῖνος πρῶτος
παρ’ Εὐρωπαίοις τῷ τῆς θεοσοφίας ἐχρήσατο ὀνόματι, τοῖς μόνην τὴν
κτισματοσοφίαν τῷ ἀνθρώπῳ ἐξαρκεῖν οἰομένοις ὅλως ἐναντίαν βαδί-
σας ὁδόν.
Ἀλλὰ εἶναι τὸ ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Epistola fratris Rogerii
Baconis de secretis operibus artis et naturae, et de nullitate magiae ποὺ ξενί-
ζει τὸν ἀναγνώστη τῶν Στοιχείων Φιλοσοφίας, ἑνὸς εἰσαγωγικοῦ, ὑπο-
τίθεται, καὶ πανοραμικοῦ ἐγχειριδίου φιλοσοφίας –ἄλλως τε ὁ ἴδιος ὁ
Θεόφιλος χαρακτηρίζει τὸ περιεχόμενο τοῦ χωρίου «περιεργότατο». Ἡ
πιὸ σημαντικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου αὐτοῦ τοῦ Bacon (γνωστοῦ καὶ ὡς De
mirabili potestate artis et naturae et de nullitate magiae) ἔγινε στὸ Ἀμβοῦργο
τὸ 1618 (Ex Bibliopolio Frobeniano). Στόχος τοῦ ἔργου ἦταν νὰ δεί-
ξει ὅτι τὰ προϊόντα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας ὑπερβαίνουν τὰ
ὅποια ἀποτελέσματα τῆς μαγείας, μολονότι ὁ ἑρμητισμὸς καὶ ἡ ἀλχημεία
παρέμεναν σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς τόσο γιὰ τὸν Bacon, ὅσο καὶ γιὰ
προσωπικότητες ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ κείμενο, ὅπως ὁ Johannes Dee.
Ὁ Καΐρης ἐπιμένει στὸ συγκεκριμένο χωρίο γιὰ δύο λόγους: πρῶτον
ἐπειδὴ ἀποτελεῖ δυνατὴ μαρτυρία γιὰ τὴν προσπάθεια τῆς εὐρωπαϊκῆς
φιλοσοφίας νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν βύθο τοῦ σχολαστικισμοῦ μέσῳ τῆς ἐπι-
στήμης καὶ τῆς τεχνικῆς· δεύτερον, ἐπειδὴ τὸ ἔργο τοῦ Bacon ἀποτελεῖ
ὑπόδειγμα συγκερασμοῦ τῆς ἐπιστήμης μὲ τὸν ἐσωτερισμό, εὐθυγράμ-
μισης δηλαδὴ τῶν ἐπιστημονικῶν μέσων πρὸς τοὺς παλαιόθεν σκοποὺς
τῆς θεοσοφίας.
Ὁ Καΐρης παραθέτει τὸ χωρίο στὰ λατινικὰ δίχως παραπομπὴ στὴν
ἐσωτερικὴ ἀρίθμηση καὶ διάρθρωση τῆς Ἐπιστολῆς καὶ δίχως νὰ σημει-
ώνει τὴν ἔκδοση ποὺ χρησιμοποίησε. Ἡ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὸ πρωτότυπο
δείχνει ὅτι πρόκειται γιὰ ἐλαφρῶς διασκευασμένη ἐκδοχὴ τοῦ τέταρ-
του κεφαλαίου τῆς Ἐπιστο λῆς. Ἐνδεχομένως ὁ Θεόφιλος νὰ εἶχε πρό-
σβαση μόνον σὲ ἀποσπάσματα ἢ παράφραση τοῦ κειμένου τοῦ Bacon
καὶ νὰ ἀντλεῖ ἀπὸ νεώτερη δευτερεύουσα πηγή. Σὲ κάθε περίπτωση,
παραθέτω τὸ «περιεργότατο» χωρίο στὴν ἐκτενῆ του ἐκδοχῆ ἀπὸ τὴν
κριτικὴ ἔκδοση τοῦ J.S. Brewer: Epistola fratris Rogerii Baconis de secretis
operibus artis et naturae, et de nullitate magiae, στὸ Fr. Rogerii Bacon, Opera
quaedam hactenus inedita, ἐπιμ. J.S. Brewer, Rerum Britannicarum medii
aevi scriptores τ. 15, Λονδίνο 1965 [1859], 533, ἀπὸ ὅπου καὶ μεταφράζω
στὰ νέα ἑλληνικά.

Nam instrumenta navigandi possunt fieri sine hominibus remigantibus, ut
naves maximae, fluviales et marinae, ferantur unico homine regente, majori
velocitate quam si plenae essent hominibus. Item currus possunt fieri ut sine
animali moveantur cum impetu inaestimabili; ut aestimamus currus falcati
fuisse, quibus antiquitus pugnabatur. Item possunt fieri instrumenta volandi,
ut homo sedeat in medio instrumenti revolvens aliquod ingenium, per quod
alae artificialiter compositae aλrem verberent, ad modum avis volantis. Item
instrumentum, parvum in quantitate ad elevandum et deprimendum pondera
quasi infinita, quo nihil utilius est in casu. Nam per instrumentum altitudinis
trium digitorum, et latitudinis eorumdem, et minoris quantitatis, posset homo
seipsum et socios suos ab omni periculo carceris eripere, et elevare, et descen-
dere. Posset etiam de facili fieri instrumentum quo unus homo traheret ad se
mille homines per violentiam, mala eorum voluntate; et sic de rebus aliis at-
trahendis. Possunt etiam instrumenta fieri ambulandi in mari, vel fluminibus,
usque ad fundum absque periculo corporali. Nam Alexander magnus his usus
est, ut secreta maris videret, secundum quod Ethicus narrat astronomus. Haec
autem facta sunt antiquitus, et nostris temporibus facta sunt, ut certum est; nisi
sit instrumentum volandi, quod non vidi, nec homini qui vidisset cognovi; sed
sapientem qui hoc artificium excogitavit explere cognosco. Et infinita quasi ta-
lia fieri possunt; ut pontes ultra flumina sine columna, vel aliquo sustentaculo,
et machinationes, et ingenia inaudita.

Εἶναι δυνατὸν νὰ κατασκευαστοῦν μηχανὲς γιὰ ναυσιπλοΐα ποὺ νὰ μὴν
ἀπαιτοῦν κωπηλάτες, ὥστε μεγάλα σκάφη νὰ κινοῦνται σὲ ποτάμια καὶ σὲ
θάλασσες ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς μόνον κυβερνήτη, μὲ ταχύτητα μεγαλύ-
τερη ἀπὸ ὅ,τι ἐὰν ἦταν γεμάτα ναυτικούς. Ἐπὶ πλέον εἶναι δυνατὸν νὰ κατα-
σκευαστοῦν ἅμαξες δίχως νὰ κινοῦνται ἀπὸ ζῶα, ἐπιτυγ χάνοντας ἀπίστευτη
ταχύτητα (ὅπως λέγεται ὅτι ἦταν τὰ currus falcati, μὲ τὰ ὁποία πολεμοῦσαν
οἱ πρόγονοί μας). Ἐπὶ πλέον εἶναι ἐφικτὸ νὰ κατασκευαστοῦν μηχανὲς γιὰ
ἀεροπλοΐα, τέτοιες ποὺ ἕνας ἄντρας νὰ κάθεται στὸ κέντρο καὶ νὰ περιστρέ-
φει ἕναν ἔξυπνο μηχανισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τεχνητὰ φτερὰ χτυποῦν τὸν ἀέρα μὲ
τὸν τρόπο ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ ἵπταται. Ἐπὶ πλέον εἶναι δυνατὸν νὰ κατασκευ-
άσει κάποιος ἕνα μικρὸ σὲ ὄγκο ὄργανο, προκειμένου νὰ σηκώνει καὶ νὰ συμ-
πιέζει τὰ μεγαλύτερα βάρη, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐξαιρετικὰ χρήσιμο σὲ ὁρισμένες
περιπτώσεις. Διότι μπο ρεῖ ἕνας ἄντρας νὰ ἀνέβει ἢ νὰ κατέβει, ἀπελευθερώ-
νοντας ἑαυτὸν καὶ τοὺς συντρόφους του ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς φυλακῆς, χάρη
σὲ μιὰ συσκευὴ μὲ μικρὸ βάρος ποὺ εἶναι περίπου τρία δάκτυλα σὲ ὕψος καὶ
σὲ πλάτος. Ἑπίσης μπορεῖ κάποιος νὰ κατασκευάσει εὔκολα ἕνα ὄργανο, μὲ
τὸ ὁποῖο ἕνας μόνον ἄντρας μπορεῖ νὰ ἕλκει πρὸς αὐτὸν βίαια χίλιους παρὰ
τὴν ὁποιαδήποτε ἀντίσταση, ἢ καὶ ἄλλα ἀντικείμενα ποὺ ἕλκονται. Ἐπίσης
εἶναι δυνατὸν νὰ φτιαχτοῦν μηχανισμοί, μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖ κάποιος νὰ
περπατᾶ στὸν πυθμένα τῆς θάλασσας ἢ ποταμῶν δί χως νὰ δι ατρέχει σωμα-
τικὸ κίνδυνο. Ἄλλως τε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος χρησιμοποίησε τέτοιους γιὰ νὰ
παρατηρεῖ τὰ μυστικὰ τῆς θάλασσας, ὅπως διηγεῖται ὁ ἀστρονόμος Ἠθικός.(1)
Οἱ μηχανισμοὶ αὐτοὶ κατασκευάστηκαν στὴν ἀρχαιότητα καὶ στὴν ἐπο-
χή μας καὶ αὐτὸ εἶναι ἐξακριβωμένο – παρ’ ἐκτὸς γιὰ τὸ πτητικὸ
μηχάνημα ποὺ δὲν ἔχω δεῖ, μήτε γνωρίζω κάποιον ποὺ νὰ τὸ ἔχει δεῖ.
Γνωρίζω ὡστόσο ὅτι ὁ σοφὸς ποὺ τὸ σχεδίασε τὸ ἔχει ὁλοκληρώσει.
Καὶ ἄπειρα τέτοια πράγματα εἶναι ἐφικτά, ὅπως γέφυρες πάνω ἀπὸ
ποτάμια δίχως κολῶνες ἢ ἄλλο στή ριγμα, καὶ μηχανήματα, καὶ ἀνή-
κουστες ἐφευρέσεις.
_____________________

1. Γιὰ τὸν Ψευδο-Ἠθικὸ βλ. Die Kosmographie des Aethicus, ἐπιμ. O.
Prinz, Μόναχο: Monumenta Germaniae Historica 1993.



ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΪΡΗΣ
ΓΝΩΣΤΙΚH ΣΤΟΙΧΕIΑ ΦΙΛΟΣΟΦIΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ & ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νικήτας Σινιόσογλου
ΚΑΪΡΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – ΑΝΔΡΟΣ 2008
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΥΡΑΣΙΑ

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Η πόλη της κατάρας – Δημοσθένης Βουτυράς


Άνθρωποι ωχροί περπατούσαν, ωχροί με βήμα βαρύ, έμπαιναν στα χαμηλά, σαραβαλιασμένα μαγαζιά κι όλοι μαζί σιγά μιλούσανε, με πιασμένη τη φωνή, με μάτια θαμπά. Παρέες κουρελιάρηδων γυρίζανε με τα πόδια τους τυλιγμένα σε πανιά, για πέδιλα ή παπούτσια, γυναίκες ξυπόλητες με παιδιά στην αγκαλιά, παιδιά κίτρινα, αδύνατα και με κάτι σα γέρου να 'χουνε, παιδιά που γεννηθήκανε γέροι.
Είχεν έρθει το μεσημέρι. Κι οι άνθρωποι απ' τους δρόμους είχαν αραιώσει πολύ. Αλλά και μέσα στα μαγαζιά που είχανε μαζευτεί σιγά σιγά μιλούσανε, σβηστά, κουρασμένα, ή θα κρατούσανε μια σιωπή, όμοια με κείνη που μονάχα ο θάνατος φέρνει. Μύγες μεγάλες, μαύρες, χαλκόμυγες γυρίζανε πλήθος, όπως γυρίζουν στα μέρη που ψοφίμια πολλά βρίσκονται, και μια μυρουδιά μούχλας, σαπίλας, έβγαινε από παντού, απ' τους τοίχους, απ' τα τραπέζια κι απ' τους ανθρώπους αυτούς που κοντά τους περνούσες. Μα τι λέω; Απ' τους ανθρώπους έβγαινε ακόμα χειρότερη μυρουδιά. Μου φαινότανε να μυρίζανε μούχλα τάφου, τάφου που ανοίγουνε, να 'βγαινε μυρουδιά πεθαμένου, σάπιου...
Μήπως κοιμούμαι, ρώτησα τον εαυτό μου, ή μ' έριξεν η μοίρα μέσα σε πόλη βρυκολάκων;
Στο μαγαζί που 'χα μπει για να φάω δεν μπόρεσα να μείνω πολύ, απ' την ησυχία τόσων ανθρώπων που, κίτρινοι, σιωπηλοί, τρώγανε με μάτια θαμπά, σα νεκροί, σα να 'χανε νεκροί σηκωθεί απ' τους τάφους τους και τρώγανε...
Κι η μυρουδιά τους έβγαινε δυνατή, σου ερχότανε μυρουδιά τάφου που ανοίγουνε, μυρουδιά πεθαμένου. Και το παιδί με τη γέρικη όψη που ήρθε να πληρωθεί, και κείνο έτσι μύριζε... Αλλά δεν ήταν παιδί, ήτανε γέρος, γέρος με κάτι παιδικό!
Όταν βγήκα έξω, άκουσα μια φωνή δυνατή και στράφηκα.
Ήτανε μια γυναίκα σκελετωμένη, μια γριά σκελετωμένη, μισόγυμνη, με τα μάτια όλο ασπράδια, που, καθισμένη κάτω στις πλάκες κι ακουμπισμένη λίγο στον κολασμένο, γδαρμένο τοίχο του μαγαζιού, φώναζε και καταριότανε ζητώντας βοήθεια.
Ρωτώντας, πήγαινα να βρω δυο γνωστούς μου, δυο πατριώτες μου, που είχαν έρθει από χρόνια και μένανε στο μέρος αυτό.
Μα κι ο ήλιος ήταν τόσο φωτεινός, φώτιζε σαν ξεβαμμένος, σα να πέφταν οι ακτίνες του σε βαθύ, κατάβαθο μέρος. Έτσι θα πέφτουν και στον Άδη μέσα, για να τυραννούν και να θυμίζουνε στους κολασμένους τον κόσμο που αφήκαν...
Επιτέλους το βρήκα, βρήκα το κατάστημα του ενός.
Κοίταξα ψηλά και με χαρά είδα τ' όνομά του.
Αλλά μόλις έκαν να πάω μέσα να τον ζητήσω και να του δώσω γνωριμιά, στάθηκα. Είδα ένα γεροντάκι ζαρωμένο να κάθεται στη θέση του καταστηματάρχη. Αυτός δε θα 'τανε μέσα.
Ήταν έρημο την ώρα εκείνη το κατάστημα. Πέρα, σε μιαν άκρη, δυο μάτια κιτρινωπά με κοίταζαν. Τους έγνεψα. Σηκώθηκε ο άνθρωπος με τα κιτρινωπά μάτια και με μια ποδιά άσπρη κι ήρθε κοντά μου με βήμα αργό.
-Τι είναι; με ρώτησε σιγά.
-Ο κύριος Κωστέλας;
-Νάτος! μου είπε και μου 'δειξε το γεροντάκι.
Έμεινα! Αυτό το γεροντάκι κείνος! Εγώ τον ήξερα, όταν έφυγε, νέο, ξανθό, ροδαλό... και μην έλειπε ή ήταν τόσα πολλά χρόνια;...
Έφυγα γρήγορα. Πήγα για τον άλλον.
Μπήκα σ' ένα μαγαζάκι παλιό, όπως όλα ήταν εκεί σ' αυτή την πόλη, με γυρτούς τοίχους, που μύριζε φριχτά μούχλα, σαπίλα...
Εκεί σύχναζε είχα μάθει. Και ρώτησα.
-Τώρα σε λίγο θα 'ρθει, μου 'πε ένας κίτρινος και σκελετωμένος μεσόκοπος.
Κάθισα στο τραπεζάκι και διέταξα κρασί να μου φέρουνε.
Δεν το είχα πιει κι ο σκελετωμένος άνθρωπος μου λέει: -Έρχεται!
Περιμένω να τον δω. Και να, βλέπω ένα γεροντάκι με γυαλιά να μπαίνει μέσα σέρνοντας τα πόδια του...
-Ο κύριος σας θέλει, του λέει ο μαγαζάτορας.
Γύρισε και με κοίταξε.
-Ω! έκανε και με πλησίασε απλώνοντας τα χέρια.
-Βάσο! του φώναξα. Σα να είδα κάτι να φέρνει κείνο το γεροντάκι του φίλου μου.
Σφίξαμε τα χέρια.
-Μα πως έγινες έτσι; του είπα. Πως;
-Μη ρωτάς! Είμαι αγνώριστος, ε; Καταβλήθηκα...
-Κάτσε να πάρεις ένα κρασί!
Κάθισε και με κοίταξε με τα θαμπά μάτια του, τα θαμπά μάτια του τα δακρυσμένα, πίσω απ' τα μεγάλα γυαλιά του. Κι ήταν κάτασπρος, μουστάκια, γένια. Είχε όμως ακόμα το γένι κομμένο, όπως άλλοτε. Είπα και του 'φεραν κρασί. Το πήρε και το 'πιε μεμιάς.
Παρατήρησα πως κι αυτός έβγαζε τη μυρουδιά κείνη του τάφου που ανοίγουνε, του πεθαμένου που άλιωτος ακόμα βρίσκεται μέσα.
-Ας είναι! είπε με αναστεναγμό. Τι κακά έκανα που 'φυγα! Και μήπως δε μου το 'πε κάποιος, όταν ήρθα δω; Μου είπε: «Φεύγα, γιατί σε όχι πολύ δεν θα μπορείς πια! Φεύγα, γιατί θα πάθεις και συ απ' την αρρώστια που δέρνει όλους εδώ μέσα σ' αυτή την πόλη! Έχει αυτή η πόλη κάποια κατάρα. Αυτό το μέρος είναι καταραμένο...»
Έτσι μου 'πε, αλλ' εγώ δεν τον άκουσα, συρμένος από κάποιο κέρδος. Μετά λίγον καιρό όμως μου ήταν αδύνατο να φύγω, όσο κι αν είχα επιθυμία! Αδύνατο! Όσο κι αν έβλεπα ότι εδώ οι άνθρωποι σαπίζουν, και γερνούν πριν την ώρα τους, μου ήταν αδύνατο να φύγω. Ήμουνα σαν να είχα δεθεί με το μέρος αυτό... Έβλεπα πως εδώ η χαρά δεν υπάρχει κι ότι όλοι περιμένουν το θάνατο να τους λυτρώσει απ' αυτή τη ζωή, αλλά τι να κάνω; Μου ήταν αδύνατο να φύγω πια... Κι αν έφευγα, θα γύριζα γρήγορα πίσω! Κατόπι πήγα σε μέρη άλλα, που μοσκοβολούσε ο τόπος, οι άνθρωποι ήτανε γεμάτοι υγεία, αλλά δεν μπόρεσα να μείνω, όπως και ο καθένας απ' εδώ όταν πάει αλλού. Γύρισα πίσω. Με τραβούσε το μέρος αυτό όπως σύρει δυνατός μαγνήτης το σίδερο, με τραβούσε η μυρουδιά της μούχλας, της σαπίλας, κι ενώ δεν ήθελα να έρθω, ερχόμουνα!
Η μυρουδιά εκείνη που 'χαν όλοι, όταν μιλούσε, πιο δυνατά μου ερχόταν, σα να 'χε ανοίξει κοντά εκεί τάφος, τάφος και μιλούσε, που μέσα του βρισκόταν άλιωτος ο νεκρός ακόμα...



Δημοσθένης Βουτυράς
Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες
Εκδόσεις Τόπος 2009