.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Το βάπτισμα και το χρίσμα από μυητική άποψη – ΜΑΡΚΟΣ ΠΑΛΛΗΣ


Το βάπτισμα και το χρίσμα, μπορούν να ταξινομηθούν μαζί σε αυτό το πλαίσιο(1), για τον λόγο και μόνο ότι είναι εκείνα που παρουσιάζουν σαφέστερα τον χαρακτήρα μυητικών τελετών. Στο βάπτισμα υπάρχουν δύο όψεις που πρέπει να σημειωθούν, από τις οποίες η μεν πρώτη είναι ουσιαστική, η δε άλλη δευτερεύουσα. Ο ουσιαστικός σκοπός της βάπτισης είναι να δώσει ξανά στον «πεπτωκότα» άνθρωπο τη δυνατότητα του «αληθινού ανθρώπου», ή του Αδάμ στην Εδέμ. Σε αυτόν τον τελικό σκοπό μετά βίας μπορεί να καταλογισθεί ένα καθαρά «εξωτερικό» ενδιαφέρον, παρότι στην πράξη αντιμετωπίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο, χωρίς να λαμβάνεται πραγματικά υπ' όψη η πληθώρα των ατομικών δυνατοτήτων όπως αντιπροσωπεύονται από την κατάσταση της Αδαμικής αθωότητας, η οποία, επιπλέον, αντιστοιχεί στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, του δεύτερου Αδάμ. Ο ρόλος της δευτερεύουσας όψης του βαπτίσματος, η οποία θα μπορούσε επίσης να αποκληθεί «συλλογική» όψη, είναι να κάνει τον άνθρωπο μέλος της Χριστιανικής κοινότητας, στόχος σαφώς εξωτερικός όταν ιδωθεί ξέχωρα από την υψηλότερη δυνατότητα που περικλείει.
Από την άλλη πλευρά, το χρίσμα, η χάρη της Πεντηκοστής, παρότι περιλαμβάνει τη γενική επιδίωξη της ενίσχυσης του ανθρώπου σε όλες τις λειτουργίες που αρμόζουν στη Χριστιανική ζωή (εκτός από ζητήματα ειδικού προορισμού), στρέφεται κατά κύριο λόγο περισσότερο προς την κατεύθυνση υπερατομικών στόχων. Η δωρεά του Αγίου Πνεύματος δεν θα μπορούσε ουσιαστικά να στοχεύει μόνο σε μια ατομική συνειδητοποίηση, παρ' όλο που στις περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζεται επιπόλαια, σαν μέσον αύξησης της ευλάβειας και τίποτ' άλλο. Αν μπορεί να ειπωθεί πως το χρίσμα «ενισχύει» τη χάρη που ήδη δόθηκε στο βάπτισμα, ακόμα πιο αληθινό είναι να ειπωθεί πως υπερυψώνει αυτήν τη χάρη στην έννοια του «εκθειασμού». Με άλλα λόγια, ο φυσιολογικός σκοπός του, παρά την εξωτερική μυωπική αντίληψη, δεν μπορεί παρά να είναι η πραγμάτωση της κατάστασης του «υπερβατικού ανθρώπου» ή της «Θεοποίησης», σύμφωνα με τη Χριστιανική ορολογία. Έστι, οι δύο φύσεις του Χριστού εκπληρώνονται από τον συνδυασμό των δύο μυστηρίων. Η Ευχαριστία αποσκοπεί στο να κάνει λειτουργική αυτήν τη διπλή εκπλήρωση.

Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να απαντηθεί μια πιθανή αντίρρηση: λαμβάνοντας υπ' όψη ότι η βάπτιση χορηγείται από μακρού εις όλους αδιακρίτως, και μάλιστα τους επιβάλλεται από τη νηπιακή ηλικία είτε το θέλουν είτε όχι, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς αν αυτό το γεγονός δεν αντιφάσκει στη μυητική αρχή, αφού η τελευταία προϋποθέτει κανονικά την «αξιολόγηση» του δέκτη και επομένως έναν επιλεκτικό χαρακτήρα στην ίδια τη χορήγηση. Η ίδια ένσταση θα μπορούσε να ισχύει και για το χρίσμα.
Νομίζουμε, πάντως, πως έχουν ήδη ειπωθεί αρκετά τα οποία δείχνουν γιατί αυτή η ένσταση δεν ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό οφείλεται στον δίσημο χαρακτήρα που φέρουν εξ ορισμού όλα τα ουσιώδη στοιχεία της Χριστιανικής παράδοσης από τα πρώτα της βήματα. Ένα βαπτισμένο άτομο ίσως εξακολουθεί να αγνοεί το γεγονός ότι αυτή η τελετουργία έχει κάτι περισσότερο από μια γενική σημασία. Η διδαχή που έλαβε όσον αφορά το θέμα της δύναμης του βαπτίσματος να εξουδετερώνει το «προπατορικό αμάρτημα», πιθανόν να μην σημαίνει γι' αυτόν σχεδόν τίποτα περισσότερο από ένα ηθικό όφελος, και σε αυτήν την περίπτωση – την περίπτωση της πλειοψηφίας – η συμμετοχή του στους καρπούς της βάπτισης αναγκαστικά θα παραμένει εξωτερική και κατά το πλείστον παθητική. Αν, όμως, η συνειδητοποίηση των ευρύτερων δυνατοτήτων που περιέχονται στο μυστήριο που δέχθηκε, φωτίσει το μυαλό του, αυτός ο άνθρωπος θα γίνει ικανός, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, να προβεί σε μια ανασκόπηση του βαπτίσματός του και του χρίσματος, θεωρώντας τα σαν το άνοιγμα της πύλης μιας πραγμάτωσης που ξεπερνάει κατά πολύ τον εξωτερικό τομέα. Κανείς δεν θα τον έχει εξαναγκάσει να το κάνει, ούτε υπάρχει καμμιά εγγύηση για το πόσοι άλλοι θα κάνουν το ίδιο, έτσι ώστε η διάκριση της αξιολόγησης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ουσιαστικά δεν θα έχει παραβλεφθεί κατ' ουδένα τρόπο, όπως δεν θα έχει επίσης παραβλεφθεί η προϋπόθεση της διανοητικής ικανότητας για έναν τέτοιο δρόμο. Η θεωρητική στάση θα πρέπει να είναι αρκετά σαφής. Όσο για την πραγματική κατανόηση όλων όσων το βάπτισμα και το χρίσμα κοινωνούν το ένα στο άλλο, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, ένα ζήτημα που συνιστά τη μυητική ζωή με τη Χριστιανική έννοια.


________________
1.Στο Ανατολικό τυπικό τα δύο μυστήρια τελούνται από τον ιερέα μαζί, το ένα μετά το άλλο. Η μετάθεση του χρίσματος σε κατοπινή ηλικία και η χορήγησή του από επίσκοπο ανήκουν στο Λατινικό τυπικό. Οπωσδήποτε καμμιά δογματική περιπλοκή δεν προκύπτει από αυτήν τη διαφορά.



ΜΑΡΚΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ & άλλες μελέτες
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Η θλιβερή κατάσταση του Ανθρωπίνου γένους – Albert Pike


Εισήλθατε εδώ εν μέσω ζόφου (ερέβους), βαδίσατε στην σκιά, και είστε ενδεδυμένοι πένθιμα. Θρηνήστε μαζί μας την θλιβερή κατάσταση του Ανθρωπίνου γένους σε αυτή την κοιλάδα των δακρύων! Τις δυστυχίες των ανθρώπων και τις αγωνίες των εθνών! Το σκότος της συγχυσμένης ψυχής που συνθλίβεται από την αμφιβολία, και το φόβο του μελλούμενου!
Δεν υπάρχει ανθρώπινη ψυχή που ορισμένες φορές να μην θλίβεται. Δεν υπάρχει ευγενική ψυχή που κάποιες φορές να μην απελπίζεται. Ίσως δεν υπάρχει κανείς – από όλους εκείνους που δεν σκέπτονται κάτι περισσότερο από τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του σώματός τους – που κάποιες φορές να μην αιφνιδιάζεται και να μην τρομοκρατείται από τα φοβερά ερωτήματα – αισθανόμενος σαν να είναι ένοχος επειδή δεν απάντησε σε αυτά – τα οποία ψιθυρίζονται στα εσώτατα βάθη του. Κάποιος Δαίμονας φαίνεται να τον βασανίζει με αμφιβολίες και να επιζητεί να τον συνθλίψει με την απελπισία, ρωτώντας τον εάν είναι βέβαιος ότι οι πεποιθήσεις του είναι αληθείς και η πίστη του καλά εδραιωμένη. Εάν είναι πραγματικά βέβαιος ότι ένας Θεός Άπειρης Αγάπης και Ευεργεσίας κυβερνά το Σύμπαν, ή οτι υπάρχει μόνον κάποια πανίσχυρη ανελέητη Μοίρα και σιδηρά Ανάγκη, που είναι κρυμμένη στο αδιαπέραστο σκότος και στην οποία οι άνθρωποι – με τα βάσανα και τις θλίψεις τους, τις ελπίδες και τις χαρές τους, τις φιλοδοξίες και τις πράξεις τους – είναι αδιάφοροι ή δεν είναι γι' αυτήν σημαντικότεροι από τα μόρια της σκόνης που χορεύουν στο φως του ήλιου. Ή ότι υπάρχει ένα Ον που διασκεδάζει με την απίστευτη ματαιοδοξία και ανοησία, τις αγωνίες και τις συσπάσεις των ασήμαντων εντόμων που αποτελούν την Ανθρωπότητα και που αυτή η ανθρωπότητα επιπόλαια φαντάζεται ότι ομοιάζει με τον Παντοδύναμο. «Τι είμαστε εμείς;» ερωτά ο Πειράζων. «Δεν είμαστε παρα μαριονέτες σ' ένα θέατρο. Ω! Παντοδύναμο πεπρωμένο, τράβα τα νήματά μας απαλά. Χόρεψέ μας με επιείκεια στη δυστυχισμένη μικρή μας σκηνή».
«Δεν είναι», ψιθυρίζει ο Δαίμονας, «παρά μόνον η υπέρμετρη ματαιοδοξία του ανθρώπου που τώρα τον κάνει να θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι όμοιος προς τον Θεό σε νόηση, συναισθήματα και πάθη, όπως ήταν εκείνη η ιδέα που στην αρχή τον έκανε να πιστέψει – έχοντας την σωματική μορφή και τα όργανά του – ότι είναι η πραγματική εικόνα της Θεότητας; Δεν είναι ο Θεός του, αλλά απλά η δική του σκιά που προβάλλεται σ' ένα γιγαντιαίο σχήμα επάνω στα σύννεφα; Δεν δημιουργεί για τον εαυτό του έναν Θεό κατ' εικόνα και ομοίωση του, απλά και μόνο προσθέτοντας απεριόριστη έκταση στις δικές του ικανότητες, δυνάμεις και πάθη;»
Η Φωνή, που δεν παραμένει πάντοτε σιωπηρή, ψιθυρίζει, «Ποιος ικανοποίησε ποτέ πλήρως τον εαυτό του θέτοντας ερωτήματα σχετικά με τη φύση του; Ποιος απέδειξε ποτέ στον εαυτό του – με μια τέτοια πειστικότητα, η οποία ανήγαγε την πίστη σε βεβαίοτητα – ότι ήταν ένα αθάνατο πνεύμα που κατοικούσε πρόσκαιρα μόνον στον οίκο ή στο περίβλημα του σώματός του, και ότι θα ζει για πάντα, αφού το σώμα του θα έχει αποσυντεθεί; ποιος απέδειξε ποτέ, ή μπορεί ποτέ να αποδείξει, ότι η διάνοια του Ανθρώπου διαφέρει από εκείνη των ευφυέστερων ζώων σε κάτι άλλο, παρά μόνο σε βαθμό;
Ποιος έχει κάνει κάτι περισσότερο από το να πει ανοησίες και ασυναρτησίες για να εξηγήσει την διαφορά μεταξύ των ενστίκτων του σκύλου και την λογική του Ανθρώπου; Το άλογο, ο σκύλος, ο ελέφαντας συνειδητοποιούν εξίσου την ταυτότητά τους, όπως και εμείς. Σκέπτονται, ονειρεύονται, θυμούνται, διαφωνούν με τον εαυτό τους, συλλαμβάνουν, σχεδιάζουν και εξαγουν συμπεράσματα (λογίζονται). Μήπως δεν είναι η διάνοια και η νοημοσύνη του ανθρώπου, παρά μόνον η διάνοια ενός ζώου σε υψηλότερο βαθμό ή σε μεγαλύτερη ποσότητα (larger quantity);» Στην πραγματική εξήγηση μιας απλής σκέψης ενός σκύλου μπορεί να συμπυκνωθεί ολόκληρη η μεταφυσική.
Και με ακόμη τρομερότερη χροιά, η Φωνή συνεχίζει να ρωτά: Με ποιο τρόπο, οι μάζες των ανθρώπων, το τεράστιο πλήθος του ανθρωπίνου γένους, έχουν αποδείξει πως είναι είτε σοφότεροι είτε καλύτεροι από τα ζώα, όταν στα μάτια των ζώων λάμπει μια ανώτερη διάνοια απ' ότι στα δικά τους βλακώδη, και χωρίς νοημοσύνη μάτια; Με ποιον τρόπο έχουν αποδείξει οι άνθρωποι πως είναι άξιοι ή πως τους αρμόζει μια αθάνατη ζωή; Θ αποτελούσε αυτό την επιβράβευση κάποιας αξίας για την μεγάλη πλειοψηφία; Παρουσίαζουν επάνω στην γη κάποια ικανότητα προς βελτίωση, ότι έχουν την δυνατότητα για μια κατάσταση ύπαρξης κατά την οποία, δεν θα γονυπετούσαν στην ισχύ – όπως τα σκυλιά που φοβούνται το μαστίγιο – ή πως δεν θα καταπιέζονταν από αδυναμίες που θα τους καθιστούσαν ανίσχυρους;

Θα ήταν δυνατόν να ζήσουν σε μια κατάσταση όπου δεν θα μπορούσαν να μισούν, να κατηγορούν, να βασανίζουν, να εξολοθρεύουν, ούτε και να εμπορεύονται, να κερδοσκοπούν, να παγιδεύουν τους εύπιστους και να κλέβουν αυτούς που τους εμπιστεύονται, να χρησιμοποιούν τα χρήματα των άλλων για να πλουτίζουν και με το να θεωρούν τον εαυτό τους ενάρετο ξεφυσούν για τα ελαττώματα των άλλων, ευχαριστώντας τον Θεό που δεν είναι σαν τους άλλους (αμαρτωλούς) ανθρώπους; Πόση αξία θα είχε για την πλειοψηφία των ανθρώπων ένας Παράδεισος, όταν σε Αυτόν δεν θα μπορούσαν να ψεύδονται και να δυσφημούν, ούτε και θα μπορούσαν να ασκούν ποταπές δραστηριότητες ώστε να κερδίζουν χρήματα;
Με λύπη κοιτάζουμε γύρω μας και διαβάζουμε τα σκοτεινά και θλιβερά αρχεία των παλαιών, νεκρών και σαθρών εποχών. Περισσότεροι από 18 αιώνες πέρασαν μέσα στο φασματικό πεδίο του Παρελθόντος, από τότε που ο Χριστός διδάσκοντας την Θρησκεία της Αγάπης εσταυρώθη, ώστε αυτή να καταστεί Θρησκεία του Μίσους. Και οι Διδασκαλίες Του, ακόμη και τώρα δεν γίνονται ούτε καν συμβολικά δεκτές ως αληθείς από το ένα τέταρτο της ανθρωπότητας. Πόσα αμέτρητα πλήθη ανθρωπίνων όντων δεν έχουν ζήσει και πεθάνει από τον θάνατό Του, μέσα σε μια πλήρη έλλειψη πίστεως όλων εκείνων που εμείς θεωρούμε ουσιώδη για την Λύτρωση; Πόσες χιλιάδες μυριάδες ψυχές από την εποχή του σκότους της ειδωλολατρικής προκαταλήψεως δεν έχουν κατέλθει υλοβαρείς και αδιαπέραστες, επάνω στη γη, και στη συνέχεια ανήλθαν (χωρίς καμία αλλαγή) προς τον αιώνιο Θρόνο του Θεού για να κριθούν από Αυτόν;
Η Θρησκεία της Αγάπης, για δεκαεφτά μακρούς αιώνες απεδείχθη ότι ήταν όμοια με την Θρησκεία του Μίσους, της απιστίας, των Διώξεων, χειρότερη από τον Μωαμεθανισμό, τον άκαμπτο ανταγωνιστή του. Αιρέσεις αναπτύχθηκαν προτού ακόμη πεθάνουν οι Απόστολοι. Ο Θεός μισούσε τους Νικολαΐτες(1), ενώ ο Άγιος Ιωάννης στην Πάτμο διακήρυττε την επερχόμενη οργή Του. Οι θρησκευτικές ομάδες φιλονικούσαν και η κάθε μια όταν αποκτούσε δύναμη καταδίωκε τις άλλες, μέχρι που το έδαφος ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου είχε εμποτιστεί με το αίμα, είχε λιπανθεί από τις σάρκες και είχε γίνει λευκό από τα οστά Μαρτύρων. Και ο ανθρώπινος νους πιέστηκε στα όριά του για να ανακαλύψει νέους τρόπους δια των οποίων τα βασανιστήρια και ο πόνος θα διαρκούσαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και θα ήταν περισσότερο έντονα.
«Με ποιο δικαίωμα;» ψιθυρίζει η Φωνή, «ο άνθρωπος φροντίζει μόνο τα δικά του συμφέροντα, αυτό το άγριο, ανελέητο και επιθετικό ζώο, που οι δυστυχίες και οι σπασμοί των άλλων – του άθλιου είδους του – του δημιουργούν τα πιο χαροποιά αισθήματα, ενώ την πλειοψηφία των ανθρώπων την ενδιαφέρει μόνον να τρώει, να κοιμάται, να ντύνεται και να βυθίζεται σε αισθησιακές απολαύσεις, και που οι καλύτεροι από αυτούς φιλονικούν, μισούν, φθονούν εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων; Με ποιο δικαίωμα προσπαθεί να αυταπατάται πιστεύοντας ότι δεν είναι ένα ζώο, όπως είναι ο λύκος, η ύαινα και η τίγρης, αλλά θεωρεί τον εαυτό του ευγενέστερο, ένα πνεύμα που έχει προορισμό να γίνει αθάνατο, ένα σπινθήρα του πρωταρχικού Φωτός, Πυρός και Λόγου, τα οποία είναι ο Θεός; Ποια άλλη αθανασία παρά μόνον του εγωισμού, θα μπορούσε να έχει αυτό το πλάσμα; Είναι ικανό για τίποτε άλλο; Δεν θα πρέπει η αθανασία να αρχίζει εδώ στην γη και δεν αποτελεί η ζωή ένα μέρος της; Πως μπορεί ο θάνατος να αλλάξει την βασική φύση αυτής της χυδαίας ψυχής;
Γιατί να μην έχουν και τα άλλα ζώα, που ελάχιστα μοιάζουν με τους ανθρώπους στην ακολασία, στην αγριότητα, στην ωμότητα και στην δίψα για αίμα, το ίδιο δικαίωμα, όπως έχει ο άνθρωπος – να αναμένει μια ανάσταση και μια αιωνιότητα υπάρξεως ή έναν Παράδεισο της Αγάπης;
Ο κόσμος βελτιώνεται. Ο άνθρωπος σταματά να διώκει όταν οι διωκόμενοι γίνουν πολυπληθείς και δυνατοί και δεν υποτάσσονται πλέον στους διώκτες. Αφού τελείωσε αυτή η πηγή ευχαρίστησης και διασκέδασης, οι άνθρωποι ασκούν την εφευρετικότητα της ωμότητάς τους στα ζώακαι στα άλλα όντα που θεωρούν υποδεέστερά τους. Να τους αφαιρεί την ζωή που τους έδωσε ο Θεός, και αυτό, όχι μόνο επειδή θα πρέπει να φάει την σάρκα τους για να τραφεί, αλλά μόνο για την ικανοποίηση μιας αχαλίνωτης ωμότητας, είναι μια αποδεκτή εργασία και διασκέδαση του ανθρώπου, αυτού του ίδιου που υπερηφανεύεται ότι είναι ο Επικεφαλής της Δημιουργίας και μόνο λίγο χαμηλότερα από τους Αγγέλους. Εάν δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει τον τροχό των βασανιστηρίων, την αγχόνη, τις πυρακτωμένες λαβίδες και τους πασσάλους της πυράς, μπορεί να μισεί, να διαστρεβλώνει με ψεύδη και να χαίρεται με την σκέψη ότι μετά θάνατον, όταν θα απολαμβάνει την πολυτέλεια και τις αισθησιακές ομορφιές του Παραδείσου, θα βλέπει με ευχαρίστηση την αγωνία και τους σπασμούς εκείνων που «δικαίως» καταδικάστηκαν, επειδή τόλμησαν να έχουν γνώμη διαφορετική από την δική του, σε θέματα που ήταν πέρα από την κατανόηση και αυτών αλλά και εκείνου.
Όταν οι στρατιές των δεσποτικών αρχόντων σταματούν να σφαγιάζουν και να καταστρεφουν, την θέση τους την παίρνουν οι στρατιές της «Ελευθερίας», και το μαύρο και το άσπρο αναμεμειγμένα σφάζουν, καίνε και αρπάζουν. Κάθε εποχή επαναλαμβάνει τα εγκλήματα και τις αδικίες των προηγουμένων, και ακόμη οι πόλεμοι μαίνονται ανεξέλεγκτοι μετατρέποντας τις εύφορες περιοχές σε ερήμους, ενώ ο Θεός δοξάζεται στις Εκκλησίες για τις αιμοσταγείς σφαγές, και οι ανελέητοι καταστροφείς έχοντας στα χέρια τους την λεία των αρπαγών τους, στέφονται με δάφνες και εξυμνούνται.
Από το σύνολο του ανθρωπίνου γένους, ούτε ένας στους δέκα χιλιάδες δεν έχει κάποιες βλέψεις, πέρα από τις καθημερινές ανάγκες που μοιάζουν με εκείνες της ποταπής ζωής ενός ζώου. Σε αυτή την εποχή, όπως και σε όλες τις προηγούμενες, όλοι οι άνθρωποι πλην ελαχίστων, στις περισσότερες χώρες, γεννιούνται για να γίνουν σχεδόν υποζύγια, εργαζόμενοι πλάι-πλάι με το άλογο και το βόδι. Τελείως αδαείς, ακόμη και στις «πολιτισμένες χώρες» σκέπτονται και συμπεραίνουν, όπως τα ζώα στο πλευρό των οποίων μοχθούν. Γι' αυτούς ο Θεός στα δεκαεννέα εικοστά του χριστιανικού κόσμου είναι ο Μπελ (Βηλ), ο Μολώχ, ο Ζευς ή στην καλύτερη περίπτωση ο Όσιρις, ο Μίθρας, ή ο Αντονάι (Αδωνάι), ή οποιοδήποτε άλλο όνομα που λατρευόταν στις παλιές Παγανιστικές εορτές και τα τελετουργικά τους. Είναι το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, που λατρεύεται ως ο Πατήρ, μέσα στο Χριστιανικό Ναό που ήταν κάποτε Ειδωλολατρικός. Είναι το Άγαλμα της Ουρανίου Αφροδίτης, που έγινε η Παρθένος Μαρία. Βασικά οι άνθρωποι δεν πιστεύουν βαθιά στην καρδιά τους ότι ο Θεός είναι δίκαιος ή ελεήμων. Φοβούνται και κρύβονται από τους κεραυνούς Του και τρέμουν την οργή Του. Οι περισσότεροι νομίζουν πως πιστεύουν ότι υπάρχει μια άλλη ζωή, μια κρίση και τιμωρία για το αμάρτημα. Παρόλα αυτά διώκουν ως Απίστους και Αθέους εκείνου που δεν πιστεύουν στην δική τους φανταστική πίστη, και που παρόλα αυτά δεν την πιστεύουν ως πραγματική, επειδή κάτι τέτοιο (το να πιστεύει δηλαδή κάποιος σε διαφορετική θρησκεία από αυτούς) τους είναι ακατανόητο, διότι ζουν μέσα στην άγνοια και στη διανοητική πενία. Για την μεγάλη πλειοψηφία του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός δεν είναι παρά η αντανακλώμενη μέσα στο απεριόριστο διάστημα μορφή, του Ένθρονου γήινου Τυράννου, μόνο που είναι ισχυρότερος, περισσότερο μυστηριώδης και πλέον αμείλικτος. Για να βασανίσει την ανθρωπότητα, ο Δεσπότης χρειάζεται μόνον να υπάρχει, αυτό είναι που ο κοινός νους κάθε εποχής, φαντάστηκε ως τον Θεό.


__________________
1.«αλλά τούτο έχεις, ότι μισείς τα έργα των Νικολαϊτών, α καγώ μισώ» Αποκάλυψις, Β', 6.
Νικολαΐτες(1ος αιών). Γνωστικοι που έδρασαν στην Πέργαμο, την Έφεσο και την Θυάτειρα της Μ. Ασίας. Επικεφαλής τους ήταν ο Εθνικός μάντης Βαλαάμ. Ο βίος τους ήταν ακόλαστος και έκλυτος γιατί πίστευαν πως φθείροντας με αυτόν τον τρόπο την σάρκα προσέγγιζαν το Θείον. (Σ.τ.επ.)


ALBERT PIKE
ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΕΚΤΟΝΩΝ
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
ΡΟΔΟΣΤΑΥΡΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΥΛΙΟ
CHAPTER OF ROSE-CROIX
ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ι. ΜΟΥΡΙΚΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ 2002

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Η έννοια της Ψυχής στον Ηράκλειτο – Stephen R. Hill


Ο Ηράκλειτος και ο Αναξιμένης ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν την έννοια της Ψυχής στη φιλοσοφία του δυτικού κόσμου. «Εδιζησάμην εμαυτόν» ήταν ο τρόπος με τον οποίο περιέγραφε ο ίδιος ο Ηράκλειτος τη μέθοδό του. Η διατύπωση της σχέσης ανάμεσα στην Ψυχή και το σύμπαν από τον Ηράκλειτο είναι τόσο πλήρης και πρωτότυπη, που φαίνεται μάλλον απίθανο ν' ακολουθούσε τις απόψεις του Αναξιμένη ή του Πυθαγόρα. Ενώ όμως οι Μιλήσιοι «επιστήμονες» είχαν αρκεστεί σε μια εξέταση του φυσικού κόσμου, ο Ηράκλειτος αντικατέστησε τη θεϊκή πρωταρχική τους ουσία μ' έναν οικουμενικό Λόγο. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αυτή τη λέξη κλειδί στην φιλοσοφία αποδίδοντάς της πολύ βαθύτερη σπουδαιότητα και νόημα.

Ένα από τα αφετηριακά σημεία στην ερμηνεία του οικουμενικού Λόγου ήταν για τον Ηράκλειτο η άποψη του Αναξίμανδρου για το σύμπαν ως μια θεμελιακή σύγκρουση αντιθέτων. Εκεί όμως τελειώνει κάθε ομοιότητα. Σ' αυτά λοιπόν ακριβώς τα αντιμαχόμενα αντίθετα βρήκε ο Ηράκλειτος το κλειδί για την οικουμενική ενότητα του Λόγου: «Άλλοι άνθρωποι δεν κατανοούν πως τα αντίμαχα μονοιάζουν. Υπάρχει μια παλίντροπος αρμονία ή ένωση από την ανάποδη όπως στο τόξο και τη λύρα». Ο Λόγος εκτείνεται σε ολόκληρη τη Δημιουργία αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτή την κοσμική ένταση. Στο φυσικό κόσμο, η αλλαγή είναι ο νόμος κάθε ύπαρξης: «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Αυτή η διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση σε συνδυασμό με τη διαρκή σύγκρουση, είναι ο νόμος κάθε ύπαρξης και ο Λόγος πρέπει ν' αναζητηθεί σ' αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Τούτο έρχεται σε σαφή αντίθεση με την Πυθαγόρεια άποψη για το αιώνιο και αναλλοίωτο, διότι τα δύο μέλη κάθε ζεύγους των αντιθέτων όπως ζεστό-κρύο, φωτεινό-σκοτεινό, αρσενικό-θηλυκό ήταν για τον Ηράκλειτο εξίσου φυσικά και απαραίτητα, ενώ για τους Πυθαγόρειους μόνο το ένα μέλος κάθε ζεύγους ήταν φιλοσοφικά «ζωντανό» η δημιουργικό.

Η Ψυχή μπορεί να κατανοήσει τη Δημιουργία μόνο στο βαθμό που διακρίνει ότι πίσω από αυτά τα αντίθετα υπάρχει ο πανταχού ενυπάρχων Λόγος, ο οποίος ρυθμίζει όλη τη Δημιουργία, αλλά είναι κρυμμένος και μη ορατός από τον κοινό άνθρωπο, καθώς αυτός δεν μπορεί να κατανοήσει τη σχέση ανάμεσα στο Λόγο και την ίδια την Ψυχή του, που είναι ουσιαστικά μια σχέση με την ενότητα. Ο οικουμενικός Λόγος κυριαρχεί πάνω στα αντιμαχόμενα αντίθετα και τα κρατά σε ισορροπία: «Αυτός ο κόσμος είναι ίδιος για όλα τα πλάσματα. Ούτε Θεοί ούτε άνθρωποι τον έχουν δημιουργήσει. Υπήρχε ανέκαθεν, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα ως ζωντανή φωτιά που ανάβει κατά μέτρα και σβήνει κατά μέτρα». Ο Ηράκλειτος έκανε ένα επόμενο βήμα εξισώνοντας την οικουμενική ρυθμιστική αρχή με ένα αείζωο πυρ, το οποίο είναι κοινό στοιχείο σε ολόκληρη τη Δημιουργία: «Όλα τα πράγματα ανταλλάσσονται με φωτιά και η φωτιά με όλα, όπως ακριβώς τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται με χρυσό και ο χρυσός με εμπορεύματα». Έτσι τώρα ο Λόγος, ως έννοια, αγκαλιάζει όχι μόν την αιτία ή αρχή, αλλά επίσης την αναλογία καθώς και το μέτρο. Σε μια ιδιαίτερα απόκρυφη ρήση, ο Λόγος περιγράφεται ως «κεραυνός» και «ο κεραυνός κυβερνά τα πάντα». Κεραυνός ήταν ο Εαυτός στη βεδική παράδοση. Ο Λόγος κυβερνά το σύμπαν με την ικανότητά του να δίνει αναλογία και μέτρο στην ακατάπαυστη ροή των αντιτιθέμενων δυνάμεων στη φύση. Αποτελεί το μέσο ανταλλαγής όλων των πραγμάτων από το ένα στο άλλο και αυτή η κυκλική, συνεχώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία είναι «ο δρόμος προς τα πάνω και ο δρόμος προς τα κάτω».

Η σχέση ανάμεσα στην ψυχή και τον οικουμενικό Λόγο και το Πυρ είναι άμεση, διότη η Ψυχή αποτελείται από το αείζωο πυρ. Συνεπώς, «η ξηρή Ψυχή είναι η σοφότερη και η καλύτερη». Η υγρή Ψυχή μοιάζει με άνθρωπο μεθυσμένο και «για την Ψυχή το να γίνει νερό σημαίνει θάνατο, για το νερό σημαίνει θάνατο το να γίνει γη. Από τη γη γεννιέται το νερό και από το νερό η Ψυχή». Το ξύπνημα, ο ύπνος και ο θάνατος σχετίζονται με το βαθμό της πύρωσης της Ψυχής. Στον ύπνο η Ψυχή αποκόβεται μερικώς από τον κόσμο-πυρ, και κατά συνέπεια η δραστηριότητα της ελαττώνεται. Το σημαντικό σημείο είναι ότι οι ενάρετες Ψυχές, οι οποίες συγγενεύουν περισσότερο με τη φωτιά παρά με το νερό, δεν γίνονται νερό όταν το σώμα πεθαίνει, αλλά επιζούν για να ενωθούν τελικά με το κοσμικό πυρ. Γι' αυτό ο Ηράκλειτος δηλώνει ότι «οι Ψυχές που φονεύονται σε πόλεμο είναι καθαρότερες από εκείνες (που χάνονται) σε αρρώστιες», διότι στον πόλεμο το πνεύμα διεγείρεται σε πύρινη κατάσταση. Αυτή είναι και η πρώτη ένδειξη στην ελληνική φιλοσοφία ότι η Ψυχή έχει ως απώτατο σκοπό την επανένωση με εκείνο που είναι αιώνιο. Μέσα σ' αυτή τη διαδικασία, ο Ηράκλειτος καθόρισε την Αυτογνωσία και τη μετριοπάθεια ως θεμελιακές δραστηριότητες – θέμα το οποίο επρόκειτο ν' αναπτυχθεί πληρέστερα τον πέμπτο αιώνα.

Ο Ηράκλειτος παρουσίασε επίσης μια κοσμολογία σύμφωνα με την οποία τα ουράνια σώματα είναι πύρινα κύπελλα που τρέφονται από αναθυμιάσεις από τη θάλασσα, και η ζωή του κόσμου ρυθμίζεται επίσης από το Λόγο. Αυτή η κοσμολογία δεν αποτελεί ουσιαστικό μέρος της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας, η οποία αποσκοπεί μάλλον στον να εγκαταστήσει την Ψυχή μέσα στα πλαίσια του φυσικού σύμπαντος και να εξάγει γνώση περί της ορθής συμπεριφοράς στη ζωή από αυτή τη σχέση. Οι κοσμολογικές αυτές απόψεις είναι στοιχειώδεις και δεν μπορούν να θεωρηθούν πρωτότυπες, όπως για παράδειγμα η διατύπωση του για την αντιπαράθεση των αντιθέτων και το νόμο του γίγνεσθαι που τα κυβερνά.

Ο Ηράκλειτος υποστήριζε ότι «η αληθινή διάταξη των πραγμάτων είναι συνήθως κρυμμένη» και ότι «αληθινή κρίση δεν μπορεί να έχει η ανθρώπινη φύση παρά μόνο η θεϊκή». Ο Ηράκλειτος απέρριπτε τα πολυμαθή συστήματα που χρησιμοποιούν εκτεταμένο πεζό λόγο και ανέπτυξε ένα δικό του σύστημα από σύντομους, λακωνικούς, απόκρυφους αφορισμούς που περιλαμβάνουν ετυμολογίες, λογοπαίγνια, αντιθέσεις και σύνθετες λέξεις. Οι αφορισμοί του, όμοια με τα βεδικά σούτρας, ήταν έτσι σχεδιασμένοι ώστε ν' αντανακλούν την κρυμμένη πραγματικότητα των θεμάτων που διαπραγματεύονταν. Υποτίθεται ότι δεν διαβάζονταν ως πεζός λόγος αλλά ήταν αντικείμενα στοχασμού έτσι ώστε σταδιακά ν' αποκαλύπτουν το κρυμμένο νόημά τους. Οι αφορισμοί του ήταν διατυπώσεις κατάλληλες να παρουσιάζουν την πραγματικότητα της κατανοητής αρχής του σύμπαντος όχι μόνο μ' έναν τρόπο εξωτερικό όπως οι Μιλήσιοι, αλλά κατ' ουσίαν, στο βάθος, το οποίο η φιλοσοφική Ψυχή ανακαλύπτει εντός της και δεν μπορεί εύκολα να βυθομετρήσει, διότι Εκείνη η Ίδια το βαθαίνει ακόμα περισσότερο. Έτσι ο Ηράκλειτος καταλήγει ότι τα πέρατα της Ψυχής κανείς δεν μπορεί να τα βρει όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσει, «ούτο βαθύν έχει τον λόγον». Ο Ηράκλειτος καταδύθηκε σε αυτά τα βάθη πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε από τους προκατόχους του, θέτοντας με αυτό τον τρόπο τα θεμέλια για την πληρέστερη ανάλυση της Ψυχής που έγινε από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.


STEPHEN R. HILL
CONCORDIA
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΙΝΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΛΕΠΟΓΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΑΤΗ 1996

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Σονέτο Νο 15 – William Shakespeare



Όταν συλλογιστώ για κάθε τι που αυξαίνει
πως στην ακμή του στέκει μόνο μια στιγμή,
πως τούτη η θεόρατη σκηνή μόνο ίσκιους παρασταίνει,
που τ' άστρα τους σχολιάζουνε μ' επήρεια μυστική,

όταν θωρώ πως οι άνθρωποι σαν τα φυτά ωριμάζουν
με τη στοργή κι οργή του ίδιου αυτού ουρανού,
καυκιόνται οσά 'χουν νέους χυμούς, ακμάζουν, παρακμάζουν
κι η ωραία στολή τους πάει της λησμονιάς και του χαμού,

τότε, όταν πιάνει ο νους μου αυτή την άστατη σειρά,
στην όψη μου σε φέρνει νιότη πάμπλουτη,
κι ο χαλαστής ο χρόνος συζητάει με τη φθορά
να κάμει την αυγή σου νύχτα ζοφερή.

Μα εγώ για την αγάπη σου θα πολεμάω τον χρόνο,
κι ό,τι σου παίρνει αυτός εγώ θα σου το αναπληρώνω.


William Shakespeare
Σονέτα
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας, Βούλα Δαμιανάκου
Εκδόσεις Επικαιρότητα