.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Λίλιθ – GERSHOM SCHOLEM


Η Λίλιθ είναι ένας θηλυκός δαίμονας που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εβραϊκή δαιμονολογία. Η καταγωγή της ανάγεται ενδεχόμενα στη Βαβυλωνιακή ή και στη Σουμεριακή δαιμονολογία, που κάνουν λόγο για ανάλοφα αρσενικά και θηλυκά πνεύματα με τα ονόματα Λίλου και Λιλίτου και δε συσχετίζονται αναγκαστικά με την ετυμολογική ρίζα της εβραϊκής λέξης λάιλα που σημαίνει «νύχτα».
Η Λίλιθ ανήκει στην κατηγορία των μαζικείμ, δηλαδή των επικίνδυνων και κακών πνευμάτων, που επιδιώκουν σεξουαλική επαφή με τους άντρες, σκοτώνουν τις γυναίκες στον τοκετό και πνίγουν τα νεογέννητα. Τυπική περίπτωση η Λαμαστού, που εμφανίζεται συχνά σε μαγικές ασσυριακές επικλήσεις. Υπάρχει μια εβραϊκή ή μάλλον χαναναϊκή επιγραφή του έβδομου ή όγδοου προχριστιανικού αιώνα, που βρέθηκε στο Αρσλάν Τας της βόρειας Συρίας και μιλά για φτερωτούς θηλυκούς δαίμονες που πνίγουν τα μωρά. Το αν η επιγραφή αυτή αφορά την ίδια τη Λίλιθ ή όχι, εξαρτάται από ένα σύμφωνο που έχει σβηστεί. Πάντως το πνεύμα της επιγραφής είναι απωθητικό και απαγορεύει την είσοδο στο σπίτι εκείνης που συνηθίζει να στραγγαλίζει τα μωρά. Και καταλήγει: «Γι' αυτήν που πετάει στα δωμάτια του σκότους – πέρνα και φύγε, γρήγορα, γρήγορα Λίλι(θ).
Στην Αγία Γραφή υπάρχει μόνον μια αναφορά του ονόματός της, στον Ησαΐα (34: 14) ανάμεσα στα θηρία και στα πνεύματα που θα σαρώσουν τη γη κατά την ημέρα της εκδίκησης. Στη συνέχεια, στο Ταλμούντ, υπάρχει ένα πλήθος από σχετικές αναφορές, που οφείλονται οπωσδήποτε σε παλαιότερες πηγές, και μιλούν όλες για τον θηλυκό δαίμονα, με τα πολλά πρόσωπα και τα πολλά ονόματα, που σκοτώνει γυναίκες στον τοκετό και στραγγαλίζει μωρά.

Σε ό,τι αφορά την όψη της, σε αντίθεση με τον Βαβυλωνιακό Λίλου, που αναφέρεται απλά σαν αρσενικός δαίμονας χωρίς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά, η Λίλιθ παρουσιάζεται πάντα με γυναικείο πρόσωπο, μακριά μαλλιά και φτερά. Ένας άντρας που κοιμάται μόνος του στο σπίτι κινδυνεύει πάντα να τον αρπάξει η Λίλιθ, ενώ στη φονική της δράση συνοδεύεται πολλές φορές από τον δαίμονα Ορμίζ ή Ορμούντζ, που αναφέρεται σαν ένας από τους γιους της.
Θα πρέπει πάντως να θεωρούνται μάλλον σαν αβάσιμα τα μεταγενέστερα σχόλια που ταυτίζουν τη Λίλιθ με την Αγκράθ, την κόρη της Μαχαλάθ, που βγαίνει και τριγυρνά τη νύχτα με μια φοβερή ακολουθία από 180.000 έκπτωτους αγγέλους.
Πάντως, στη Διαθήκη του Σολομώντα, ένα ελληνικό έργο γραμμένο κατά τον 3ο αιώνα, γίνεται λόγος για έναν θηλυκό δαίμονα, γνωστό με δεκάδες χιλιάδες ονόματα, που πετάει σ' όλη την έκταση του κόσμου τη νύχτα, εξοντώνει τις λεχώνες και στραγγαλίζει τα νεογέννητα μωρά τους. Παρόλο που το έργο αυτό έχει περισωθεί μόνο στη χριστιανική του εκδοχή, κατάγεται οπωσδήποτε από την ιουδο/ελληνιστική μαγεία. Εδώ, ο θηλυκός δαίμονας ονομάζεται Οβιζόθ και σχετίζεται με ένα από τα μυστικά ονόματα του αγγέλου Ραφαήλ, γραμμένο πάνω σε ένα φυλαχτό που προφυλάσσει τον κάτοχό του από τη φονική δράση της.
Η μιντρασική λογοτεχνία μας πληροφορεί ότι ο Αδάμ, αφού χώρισε από τη γυναίκα του, που εξαιτίας του σφάλματός της καταδικάστηκε όλο το ανθρώπινο γένος σε θάνατο, άρχισε να κάνει παρέα με διάφορα πνεύματα. Ένα από αυτά ήταν μια Λίλιθ που τη λέγαν Πιζνάι, και τόσο πολύ γοητεύτηκε από την ομορφιά του, ώστε ενώθηκε μαζί του κι έτσι γέννησε αρσενικούς και θηλυκούς δαιμόνους. Ο πρώτος καρπός αυτής της ένωσης ήταν ο Αγριμάς. Στη συνέχεια τα παιδιά της πρώτης αυτής Λίλιθ απλώθηκαν και κυριάρχησαν σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα εκδοχή για την καταγωγή της Λίλιθ βρίσκουμε στο Αλφαμπέτ του Μπεν Σιρά, ένα έργο της γκεονικής περιόδου, που προσπαθεί συνάμα να ερμηνεύσει τη συνήθεια των ανθρώπων να φορούν φυλαχτά για να τους προστατεύουν από τη δράση της Λίλιθ.
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η Λίλιθ δεν είναι άλλη από την «πρώτη Εύα», εκείνη που δημιουργήθηκε από χώμα ταυτόχρονα με τον Αδάμ, και που όχι μόνον αρνήθηκε να ζήσει ίση δίπλα του, αλλά διαφώνησε μαζί και ως προς τον τρόπο της συνουσίας τους. Έτσι, οργισμένη, τόλμησε να προφέρει το απαγορευμένο Όνομα, με αποτέλεσμα να τιναχτεί αμέσως στον αέρα. Στη συνέχεια, με την παράκληση του Αδάμ, ο Παντοδύναμος έστειλε πίσω της τους τρεις αγγέλους, Σανούι, Σανσανούι, και Σεμναγκόφ. Οι άγγελοι τη βρήκαν στην Ερυθρά θάλασσα, και την απείλησαν ότι αν δεν γυρίσει πίσω στον άντρα της, κάθε μέρα θα πεθαίνουν 100 από τους γιους της. Αλλά εκείνη αρνήθηκε να συμμορφωθεί και απάντησε ότι ήταν πλασμένη για να σκοτώνει τα νεογέννητα μωρά. Τελικά, οι άγγελοι κατάφεραν να την αναγκάσουν να ορκιστεί, ότι κάθε φορά που θα βλέπει την εικόνα τους σε ένα φυλαχτό, δεν θα απλώνει το φονικό της χέρι πάνω στο παιδί.
Σ' αυτό το σημείο ο θρύλος που αφορά τη γυναίκα του Αδάμ, πριν τη δημιουργία της Εύας, ανακατεύεται με έναν ακόμη παλαιότερο θρύλο που παρουσιάζει τη Λίλιθ σαν τον φοβερό θηλυκό δαίμονα που απειλεί τις λεχώνες και τα νεογέννητα. Η εκδοχή αυτή επαναλαμβάνεται συχνά και στην αντίστοιχη χριστιανική φιλολογία, τόσο στο Βυζάντιο, όσο και σε μεταγενέστερες περιόδους. Εδώ, ο θηλυκός δαίμονας παρουσιάζεται με πολλά ονόματα, που αρκετά από αυτά τα ξαναβρίσκουμε στη φιλολογία της πρακτικής Κάββαλα, όπως για παράδειγμα το όνομα Οβιζόθ, που πρωτοσυναντάμε στη Διαθήκη του Σολομώντα, ενώ στη θέση των αγγέλων βρίσκουμε τρεις αγίους με τα ονόματα Σίνης, Σισίνιος και Συνόδορος.

Τον ίδιο θρύλο ξαναβρίσκουμε και στην αραβική δαιμονολογία, όπου η Λίλιθ παίρνει το όνομα Καρίνα, Ταμπί'α ή «μητέρα των παιδιών». Η καθιέρωση της Λίλιθ σαν στραγγαλίστριας των μωρών έχει ήδη συντελεστεί στις διάφορες εβραϊκές προσευχές, γραμμένες σε αραμαϊκά της Βαβυλώνας, που τώρα τις συναντάμε σαν είδος προλόγου στο Αλφαμπέτ του Μπεν Σιρά. Κι ένα μεταγενέστερο Μιντράς, αναφέρεται στο θρύλο ως εξής: «Όταν η Λίλιθ δεν βρίσκει (να πνίξει) νεογέννητα μωρά, τότε πνίγει τα δικά της». Η άποψη αυτή τη συνδέει άμεσα με τη μυθολογία της Βαβυλωνιακής Λαμαστού.
Με βάση όλες αυτές τις παλαιές παραδόσεις καθορίστηκε και η εικόνα της Λίλιθ στα πλαίσια της καββαλιστικής δαιμονολογίας. Και εδώ της αναγνωρίζουν κατά κύριο λόγο δύο ρόλους: στραγγαλίζει τα νεογέννητα μωρά (ρόλος που σε ορισμένα εδάφια του Ζοχάρ αποδίδεται στη Νά'αμάχ) και σαγηνεύει τους άντρες για να κλέψει το σπέρμα τους και να γεννήσει αναρίθμητους δαίμονες. Προκειμένου μάλιστα να εκτελέσει αυτή τη δεύτερη αποστολή, εμφανίζεται επικεφαλής μιας τεράστιας ορδής θηλυκών δαιμόνων, που μιμούνται τη σεξουαλική της συμπεριφορά.
Τόσο στο Ζοχάρ όσο και σε άλλα κείμενα της καββαλιστικής φιλολογίας της αποδίδουν πολυάριθμα επίθετα, κάθε άλλο παρά κολακευτικά. Γενικά τη θεωρούν σαν μια από τις τέσσερεις μητέρες των δαιμόνων, όπου οι άλλες τρεις είναι η Αγκράτ, η Μαλαχάθ και η Νά'αμάχ.
Το καινούργιο στοιχείο που προσφέρει η καββαλιστική φιλολογία σχετικά με τη Λίλιθ είναι ότι την εμφανίζει σαν σύζυγο του Σαμαήλ και βασίλισσα των δυνάμεων του κακού. Στον κόσμο του κακού η Λίλιθ εκτελεί ένα έργο ανάλογο με εκείνο της Σεχινά (της «Θεϊκής Παρουσίας») στον κόσμο της αγιότητας. Γιατί όπως η Σεχινά είναι η μητέρα του Οίκου του Ισραήλ, έτσι και η Λίλιθ είναι η μητέρα όλου του ακάθαρτου πληθυσμού.
Η παραπάνω αντίληψη εμφανίζεται για πρώτη φορά στα έργα του Ισαάκ μπεν Ιακώβ χα Κοέν, και αργότερα στο Αμούντ χα Σεμαλί που έγραψε ο μαθητής του Μωυσής μπεν Σολομών μπεν Σιμεόν, του Μπούργκος. Στα έργα αυτά αποκρυσταλλώνονται λίγο ως πολύ οι πρώτες καββαλιστικές αντιλήψεις σχετικά με την Λίλιθ. Συχνά γίνεται διάκριση ανάμεσα στην παλαιότερη Λίλιθ, τη σύζυγο του Σαμαήλ, και την νεότερη, τη σύζυγο του Ασμοδαίου. Ορισμένοι καββαλιστές εξηγούν ότι οι δύο πόρνες που παρουσιάστηκαν μπρος στο βασιλιά Σολομώντα ήταν η Λίλιθ και η Νά'αμάχ ή η Λίλιθ και η Αγκράθ, άποψη που υπονοείται ήδη στο Ζοχάρ και στην υπόλοιπη καββαλιστική φιλολογία της ίδιας εποχής.
Εξαιρετικά διαδεδομένη είναι επίσης και η ταύτιση της Λίλιθ με τη Βασίλισσα του Σαββά, και έχει γνωρίσει πολλές παραλλαγές στις εβραϊκές λαϊκές παραδόσεις. Η όλη υπόθεση έχει ξεκινήσει από το Ταργκούμ του εδαφίου του Ιώδ 1:15, και βασίζεται σε έναν αραβο-εβραϊκό μύθο, που παρουσιάζει τη βασίλισσα του Σαββά σαν ένα τζιν, μισή άνθρωπο και μισή δαίμονα. Η άποψη αυτή ήταν γνωστή στον Μωυσή μπεν Σεμ Τοβ της Λεόν, και τη συναντάμε στο Ζοχάρ.
Από τη μεριά του ο Ζοζέφ Αντζελίνο, στο βιβλίο του Λιβνάτ χα Σαπίρ υποστηρίζει ότι τα αινίγματα που έθεσε η βασίλισσα του Σαββά στον Σολομώντα ήταν ένας εύσχημος τρόπος επανάληψης των λόγων που χρησιμοποίησε η πρώτη Λίλιθ για να γοητέψει τον Αδάμ.
Στις παραδόσεις των Εβραίων Ασκενάζι, η βασίλισσα του Σαββά συγχέεται συχνά με την Ελένη της Τροίας ή τη Βένους της γερμανικής μυθολογίας που δεν έχει καμία σχέση με την Αφροδίτη των Ελλήνων. Μέχρι πολύ πρόσφατα, οι παραδόσεις αυτές παρουσίαζαν τη βασίλισσα του Σαββά σαν μια δαιμονική μάγισσα που συνηθίζει να κλέβει παιδιά. Ενδεχόμενα πρόκειται για μια επίδραση της μεσαιωνικής χριστιανικής δαιμονολογίας, που θέλει τη Λίλιθ σαν την ερωμένη ή τη σύζυγο του Σατανά, ή την «Κυρία του Διαβόλου» κατά την αγγλική παράδοση, ή, τέλος, τη «Γιαγιά του Διαβόλου», κατά τον γερμανικό λαϊκό θρύλο.
Στο σχετικό γερμανικό δράμα με ηρωίδα μια γυναίκα Πάπα, τη Γιούτα ή Γιοχάνα (Ιωάννα) τυπωμένο στα 1565, αλλά γραμμένο στα 1480, σύμφωνα με την άποψη του εκδότη, το όνομα της γιαγιάς της πάπισσας ήταν Λίλιθ. Στο δράμα παρουσιάζεται σαν μια γοητευτικότατη χορεύτρια, και το ίδιο θέμα το βρίσκουμε στις παραδόσεις των Εβραίων Ασκενάζι αναφορικά με τη βασίλισσα του Σαββά.
Στα κείμενα του Χαείμ Βιτάλ, όπως στο Σέφερ χα Λικουτείμ, η Λίλιθ εμφανίζεται μερικές φορές στους ανθρώπους με τη μορφή γάτας, χήνας, ή κάποιου άλλου κατοικίδιου ζώου και τότε δεν επιβάλλει την εξουσία της μόνον οκτώ μέρες στα αρσενικά παιδιά και είκοσι στα θηλυκά, όπως αποκαλύπτει το Αλφαμπέτ του Μπεν Σιρά, αλλά σαράντα και εξήντα μέρες αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, μια λεχώνα πρέπει να κρύβεται από την απειλή του θηλυκού δαίμονα, η ίδια και το νεογέννητο παιδί της, τουλάχιστον σαράντα μέρες αν είναι αγόρι και εξήντα μέρες αν είναι κορίτσι.
Στα κείμενα της Κάββαλα που έχουν επηρεαστεί από την αστρολογία, η Λίλιθ συνδέεται με τον πλανήτη Κρόνο, και όσοι βρίσκονται σε κατάσταση μελαγχολίας βρίσκονται συνάμα κάτω από την επίδρασή της. Κατά τον 16ο αιώνα οι άνθρωποι πίστευαν ότι όταν ένα μωρό γελούσε στον ύπνο του, ήταν σημάδι πως η Λίλιθ έπαιζε μαζί του, προκειμένου να εκπληρώσει τα σατανικά της σχέδια, κι έτσι το χτυπούσαν αμέσως στη μύτη, ώστε να το προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο.
Λίγο πριν από τον τοκετό συνήθιζαν να εφαρμόζονται αυστηρά προστατευτικά μέτρα, τόσο για τη γυναίκα που θα γεννούσε όσο και για το μωρό. Έτσι, τοποθετούσαν φυλαχτά τόσο στο κρεβάτι της ετοιμόγεννης όσο και στους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Τα παλαιότερα φυλαχτά του είδους, που αποτρέπαν τη δράση της Λίλιθ ήταν γραμμένα στα αραμαϊκά. Το πρώτο εβραϊκό πρότυπο φυλαχτού περιλαμβάνεται στο βιβλίο Αλεφμπέτ του Μπεν Σιρά, που σημειώνει ότι το φυλαχτό δεν πρέπει να έχει μόνον τα ονόματα των αγγέλων που εξουδετερώνουν τη δύναμη της Λίλιθ, αλλά και σκίτσα με τη μορφή, τα φτερά, τα χέρια και τα πόδια τους. Το πρότυπο αυτό γνώρισε μεγάλη διάδοση, και φυλαχτά του είδους τυπώνονταν μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα.

Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με το Σιμούς Τεχιμείμ, ένα βιβλίο γραμμένο κατα την γκεονική περίοδο, τα φυλαχτά που ετοιμάζονταν για τις γυναίκες που κινδυνεύαν να χάσουν τα παιδιά τους, περιλάμβαναν πάντα ολόκληρο το κείμενο του ψαλμού 126 (και αργότερα του ψαλμού 121) μαζί με τα ονόματα των τριών αγγέλων. Στην Ανατολή πάντως κυκλοφορούσαν ευρύτατα φυλαχτά που παρουσίαζαν τη Λίλιθ αλυσσοδεμένη. Πολλά άλλα φυλαχτά είχαν και την ιστορία του προφήτη Ελιά, που συναντά στο δρόμο τη Λίλιθ καθώς πηγαίνει για το σπίτι μιας λεχώνας «για να της δώσει τον ύπνο του θανάτου, ν' αρπάξει το γιο της, να του πιει το αίμα, να ρουφήξει το μεδούλι από τα κόκαλά του, και να φάει το κρέας του» (ή να αφήσει το κρέας του, σύμφωνα με κάποιες άλλες παραλλαγές). Αλλά ο Ελιά την εξορκίζει και την υποχρεώνει να μην ξαναπειράξει τη λεχώνα, όπου κι αν δει το όνομά της.
Αναμφίβολα, η εκδοχή αυτή είναι δανεισμένη από μια χριστιανική βυζαντινή παράδοση, που απόβλεπε να εξασφαλίσει προστασία από τον θηλυκό δαίμονα Γυλλώ, που εξορκίστηκε από τους τρεις αγίους που αναφέραμε προηγουμένως. Η μεταφορά του κειμένου από τα ελληνικά στα εβραϊκά είναι ολοφάνερη σε μια συνταγή εξορκισμού από το Ηράκλειο της Κρήτης, που δημοσιεύτηκε από τον Κασούτο, με τη διαφορά ότι αυτός που συναντά τη Λίλιθ δεν είναι ο Ελιά, αλλά ο αρχάγγελος Μιχαήλ που επιστρέφει από το Σινά. Παρόλο που με το πέρασμα του χρόνου αλλοιώθηκαν τα ελληνικά ονόματα, κατά τον 14ο αιώνα υιοθετήθηκαν καινούργια ελληνικά ονόματα που αναφέρονται στα «πρόσωπα του περιβάλλοντος της Λίλιθ» από τους κειμενογράφους της πρακτικής Κάββαλα, που συμπεριέλαβαν και υλικά από παλαιότερες χρονολογίες.
Η ιστορία του Ελιά και της Λίλιθ, όπως αποδίδεται στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου Σοχ χα Σεμ του Νταβίντ Λίντα (1710), επαναλαμβάνεται και στα περισσότερα φυλαχτά που φτιάχτηκαν ενάντια στη Λίλιθ κατά τις πιο πρόσφατες εποχές. Στα κείμενα αυτά βλέπουμε να την αναφέρουν και με το όνομα Στριγκα (σαν μάγισσα, γυναίκα ή διαβόλισσα) ή Αστρίγκα. Το όνομα αυτό σε μια από τις παραλλαγές του εμφανίζεται σαν Ασταρίμπο, όνομα πλέον αρσενικού αγγέλου, που επίσης έρχεται σε επαφή με τον Ελιά.
Πολύ συχνά ο Ασταρίμπο, που παρουσιάζεται σαν έκπτωτος άγγελος και κατά συνέπεια ύποπτος για να προξενήσει βλάβες στους ανθρώπους, παίρνει τη θέση της Λίλιθ, στη μαγική φιλολογία, και προπάντων στους εξορκισμούς γραμμένους σε γλώσσα γίντις. Το πρώτο δείγμα τέτοιου εξορκισμού γραμμένου σε γλώσσα γίντις χρονολογείται από το 1695.
Οι υποκαταστάσεις της Λίλιθ με άλλες προσωπικότητες ή έννοιες του σκότους αφθονούν. Το αναγνωρίσιμο στοιχείο είναι πάντα οι ιδιότητες που της αποδίδουν, δηλαδή η φονική δράση ενάντια στις λεχώνες και στα νεογέννητα μωρά. Έτσι, στα φυλαχτά και τις προσευχές, στους εξορκισμούς και τα ευχέλαια, πολύ συχνά στη θέση της Λίλιθ βρίσκουμε το Κακό Μάτι, το άστρο Μαργκαλία, ή τον Μαϊμόν τον Μαύρο, έναν δαίμονα που εμφανίζεται συχνά τόσο στην εβραϊκή όσο και στην αραβική φιλολογία. Τέλος, οι περιγραφές και η δράση της Λίλιθ, με τημια ή την άλλη μορφή αποτέλεσαν ένα πολύ κοινό θέμα, πλούσια ανεπτυγμένο από τις λαϊκές παραδόσεις των λαών της Ευρώπης.



GERSHOM SCHOLEM
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΒΒΑΛΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΒΡΗΣ



Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΟΥΛΘΑΡ – H. P. LOVECRAFT


Λένε ότι στην Ούλθαρ, που βρίσκεται πέρα από τον ποταμό Σκάι, κανένας δεν μπορεί να σκοτώσει γάτα, και μπορώ αληθινά να το πιστέψω αυτό καθώς κοιτάζω αυτόν που κάθεται γουργουρίζοντας μπροστά στη φωτιά. Γιατί η γάτα είναι απόκρυφη και κοντά σε παράξενα πράγματα που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν. Είναι η ψυχή της αρχαίας Αιγύπτου και κομιστής ιστοριών από τις ξεχασμένες πόλεις Μερόη και Οφίρ. Είναι συγγενής των κυρίων της ζούγκλας και κληρονόμος των μυστικών της πανάρχαιης και καταχθόνιας Αφρικής. Η Σφίγγα είναι εξαδέλφη της και μιλάνε την ίδια γλώσσα, αλλά είναι πιο αρχαία από τη Σφίγγα και θυμάται αυτά που εκείνη είχε ξεχάσει.

Στην Ούλθαρ, προτού απαγορευτεί από τους πολίτες να σκοτώνουν τις γάτες, κατοικούσε ένας γέρος χωρικός με τη γυναίκα του, που έβρισκαν μεγάλη ευχαρίστηση στο να παγιδεύουν και να σκοτώνουν τις γάτες των γειτόνων τους. Δε γνωρίζω γιατί το έκαναν αυτό, το μόνο που ξέρω είναι ότι πολλοί μισούν τη φωνή της γάτας μέσα στη νύχτα και θεωρούν κακό οιωνό τις γάτες που τρέχουν κλεφτά ανάμεσα στις αυλές και τους κήπους την αυγή. Αλλά, όποιος κι αν ήταν ο λόγος, αυτός ο γέρος και η γυναίκα του έβρισκαν ευχαρίστηση στο να παγιδεύουν και να σκοτώνουν κάθε γάτα που πλησίαζε την καλύβα τους, και από μερικούς ήχους που ακούγονταν αφού έπεφτε το σκοτάδι, πολλοί χωρικοί φαντάζονταν ότι ο τρόπος θανάτωσης ήταν υπερβολικά παράξενος. Αλλά οι χωρικοί δεν συζητούσαν τέτοια πράγματα με το γέρο και τη γυναίκα του εξαιτίας της συνηθισμένης έκφρασης στα ζαρωμένα τους πρόσωπα και επειδή η καλύβα τους ήταν πολύ μικρή και κρυμμένη στα σκοτεινά, κάτω από βελανιδιές στο πίσω μέρος μιας εγκαταλελειμμένης αυλής. Στην πραγματικότητα, αυτοί που είχαν γάτες, όσο πολύ κι αν μισούσαν αυτούς τους περίεργους γέρους, τους φοβούνταν ακόμα περισσότερο και, αντί να τους κατηγορήσουν σαν κτηνώδεις δολοφόνους, απλά πρόσεχαν ώστε κανένα αγαπημένο κατοικίδιο να μην ξεστρατίσει προς την απομακρυσμένη καλύβα κάτω από τα σκοτεινά δέντρα. Όταν από κάποια αναπόφευκτη παράλειψη χανόταν μια γάτα και ακούγονταν φωνές όταν έπεφτε το σκοτάδι, ο ιδιοκτήτης θρηνούσε ανίσχυρα και παρηγορούσε τον εαυτό του ευχαριστώντας τη Μοίρα που δεν είχε εξαφανιστεί κάποιο από τα παιδιά του. Γιατί οι άνθρωποι της Ούλθαρ ήταν απλοϊκοί και δεν ήξεραν από που είχαν έλθει αρχικά όλες οι γάτες.

Μια μέρα ένα καραβάνι παράξενων περιπλανώμενων από το Νότο μπήκε στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους της Ούλθαρ. Ήταν πλάνητες με σκούρο δέρμα και δεν έμοιαζαν στους άλλους νομάδες που περνούσαν από το χωριό δύο φορές κάθε χρόνο. Στην αγορά, έλεγαν την τύχη για ένα ασημένιο νόμισμα και αγόραζαν φανταχτερές χάντρες από τους εμπόρους. Ποια ήταν η γη αυτών των περιπλανώμενων κανείς δεν μπορούσε να πει. Αλλά έλεγαν παράξενες προσευχές και στα κάρα τους είχαν ζωγραφίσει παράξενες φιγούρες με ανθρώπινα σώματα και κεφάλια από γάτες, γεράκια, κριάρια και λιοντάρια. Ο αρχηγός του καραβανιού φορούσε ένα κάλυμμα στο κεφάλι με δύο κέρατα και έναν περίεργο δίσκο ανάμεσά τους.
Σ' αυτό το ασυνήθιστο καραβάνι υπήρχε ένα μικρό αγόρι που δεν είχε πατέρα και μητέρα παρά μόνον ένα μικρούτσικο μαύρο γατάκι που αγαπούσε πολύ. Η πανούκλα δεν είχε φανεί ευγενική μαζί του, αλλά του είχε αφήσει αυτό το μικρό μαλιαρό πράγμα για να απαλύνει τη θλίψη του. Και όταν κανείς είναι πολύ μικρός μπορεί να βρει μεγάλη ανακούφιση στα ζωηρά καμώματα ενός μικρού μαύρου γατιού. Έτσι το αγόρι, που οι μελαψοί άνθρωποι φώναζαν Μένες, χαμογελούσε πιο συχνά απ' ό,τι έκλαιγε καθώς έπαιζε με το χαριτωμένο γατάκι του στα σκαλιά μιας παράξενα ζωγραφισμένης άμαξας.
Την τρίτη μέρα της παραμονής των περιπλανώμενων στην Ούλθαρ, ο Μένες δεν μπορούσε να βρει το γατάκι του και, καθώς έκλαιγε δυνατά με λυγμούς στην αγορά, κάποιοι χωρικοί του μίλησαν για το γέρο και τη γυναίκα του και για τις φωνές που ακούγονταν τη νύχτα. Όταν άκουσε αυτά τα πράγματα, οι λυγμοί του μετατράπηκαν σε περισυλλογή και τελικά σε προσευχή. Ύψωσε τα χέρια του προς τον ήλιο και προσευχήθηκε σε μια γλώσσα που κανένας χωρικός δεν μπορούσε να καταλάβει, μια και η προσοχή τους ήταν κυρίως στραμμένη προς τον ουρανό και τα περίεργα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα. Ήταν πολύ παράξενο, αλλά καθώς το μικρό αγόρι έλεγε την παράκλησή του φαινόταν να σχηματίζονται ψηλά οι θολές νεφελώδεις φιγούρες εξωτικών πραγμάτων, υβριδικών πλασμάτων στεφανωμένων με δίσκους που τους πλαισίωναν κέρατα. Η φύση είναι γεμάτη με τέτοιες οπτικές απάτες για να εντυπωσιάζει τους ευφάνταστους.

Εκείνη τη νύχτα, οι περιπλανώμενοι άφησαν την Ούλθαρ και δεν τους ξαναείδαν ποτέ πια. Οι νοικοκυραίοι ανησύχησαν όταν είδαν ότι σ' όλο το χωριό δεν υπήρχε ούτε μια γάτα. Από κάθε εστία η γνώριμη γάτα είχε εξαφανιστεί, γάτες μεγάλες και μικρές, μαύρες, γκρίζες, ραβδωτές, κίτρινες και άσπρες. Ο γερο-Κράνον, ο δήμαρχος της ολλανδικής πόλης, ορκιζόταν ότι οι μελαψοί άνθρωποι είχαν πάρει τις γάτες για να εκδικηθούν για το θάνατο της γατούλας του Μένες και καταριόταν το καραβάνι και το μικρό αγόρι. Αλλά ο Νιθ, ο λιπόσαρκος συμβολαιογράφος, δήλωνε ότι οι πιο πιθανοί ύποπτοι ήταν ο γερο-χωρικός και η γυναίκα του, που το μίσος τους για τις γάτες ήταν γνωστό και γινόταν όλο και πιο φανερό. Κανένας όμως δεν τολμούσε ακόμα να παραπονεθεί στο καταχθόνιο ζευγάρι, ούτε και όταν ο μικρός Άταλ, ο γιος του πανδοχέα, ορκίστηκε ότι τα χαράματα είχε δει όλες τις γάτες της Ούλθαρ σ' αυτή την καταραμένη αυλή κάτω από τα δέντρα να βηματίζουν πολύ σιγά και σεμνά σε έναν κύκλο γύρω από την καλύβα, σε δύο σειρές, σαν να εκτελούσαν κάποια ανήκουστη τελετή των ζώων. Οι χωρικοί δεν ήξεραν πόσο μπορούσαν να πιστέψουν ένα τόσο μικρό αγόρι και, παρ' όλο που φοβούνταν ότι το διαβολικό ζευγάρι είχε κάνει μάγια στις γάτες και τις είχε θανατώσει, προτιμούσαν να μην επιπλήξουν το γερο-χωρικό ώσπου να τον συναντήσουν έξω από τη σκοτεινή και απωθητική αυλή του.

Έτσι, η Ούλθαρ πήγε να κοιμηθεί μάταια οργισμένη και, όταν οι άνθρωποι ξύπλησαν την αυγή, ιδού, κάθε γάτα είχε επιστρέψει στη συνηθισμένη της εστία! Μικρές και μεγάλες, μαύρες, γκρίζες, ραβδωτές, κίτρινες και άσπρες, δεν έλειπε καμία. Πολύ καλοθρεμμένες και παχιές εμφανίστηκαν οι γάτες και έβγαζαν γουργουρητά ευχαρίστησης. Οι πολίτες μιλούσαν μεταξύ τους για το γεγονός και δεν ήταν λίγος ο θαυμασμός τους. Ο γερο-Κράνον επέμενε πάλι ότι ήταν οι μελαψοί άνθρωποι που τις είχαν πάρει, μια και οι γάτες δεν επέστρεφαν ποτέ ζωντανές από την καλύβα του γέρου και της γυναίκας του. Αλλά όλοι συμφώνησαν σε ένα πράγμα: η άρνηση κάθε γάτας να φάει το κρέας της ή να πιει το γάλα της ήταν εξαιρετικά περίεργη. Για δυο ολόκληρες μέρες οι καλοθρεμμένες και τεμπέλικες γάτες της Ούλθαρ δεν άγγιζαν κανένα φαγητό, παρά μόνον κοιμούνταν, στον ήλιο ή κοντά στη φωτιά.

Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα προτού οι χωρικοί παρατηρήσουν ότι το σούρουπο δεν άναβε κανένα φως στα παράθυρα της καλύβας κάτω από τα δέντρα. Μετά, ο λιπόσαρκος Νιθ παρατήρησε ότι κανένας δεν είχε δει το γέρο ή τη γυναίκα του από τη νύχτα που έφυγαν οι γάτες. Αφού πέρασε άλλη μια βδομάδα, ο δήμαρχος αποφάσισε ότι ήταν καθήκον του να ξεπεράσει τους φόβους του και να επισκεφθεί την παράξενα σιωπηλή κατοικία. Ήταν βέβαια, αρκετά προσεκτικός ώστε να πάρει μαζί του για μάρτυρες τον Σανγκ το σιδερά και τον Θαλ τον πετρά. Το μόνο που βρήκαν όταν έσπασαν την εύθραστη πόρτα ήταν δύο καθαροί ανθρώπινοι σκελετοί πάνω στο χωμάτινο πάτωμα και μερικά ασυνήθιστα σκαθάρια να έρπουν στις σκοτεινές γωνίες.
Στη συνέχεια, πολλά λέγονταν ανάμεσα στους πολίτες της Ούλθαρ. Ο Ζαθ ο δικαστικός διαφωνούσε με τον Νιθ το λιπόσαρκο συμβολαιογράφο και όλοι κατέκλυζαν με ερωτήσεις τον Κράνον, τον Σανγκ και τον Θαλ. Ρωτούσαν ακόμα και το μικρό Ατάλ, το γιο του πανδοχέα, και του έδωσαν για ανταμοιβή ένα ζαχαρωτό. Μιλούσαν για το γερο-χωρικό και τη γυναίκα του, για το καραβάνι με τους μελαψούς περιπλανώμενους, για το μικρό Μένες και τον ουρανό κατά τη διάρκεια της προσευχής του, γι' αυτά που έκαναν οι γάτες τη νύχτα που έφυγε το καραβάνι και γι' αυτά που βρέθηκαν αργότερα στην καλύβα κάτω από τα σκοτεινά δέντρα στην απωθητική αυλή.

Και στο τέλος, οι πολίτες ψήφισαν τον αξιοσημείωτο αυτό νόμο, για τον οποίο μιλάνε οι έμποροι στη Χάθεγκ και ο οποίος συζητιέται από τους ταξιδιώτες στη Νιρ, δηλαδή ότι στην Ούλθαρ κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να σκοτώσει γάτα.



H. P. LOVECRAFT
ΑΠΑΝΤΑ 2 [Ντάγκον]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΛΙΚΗ ΑΚΟΝΤΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ 1990

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ – RENE GUENON


Στις περισσότερες παραδοσιακές διδασκαλίες η πραγμάτωση του «Παγκοσμίου Ανθρώπου» παριστάνεται με το ίδιο σύμβολο, που βρίσκεται παντού επειδή όπως είπαμε στην αρχή, είναι ένα από εκείνα που συνδέονται άμεσα με την Πρωταρχική Παράδοση. Αυτό το σύμβολο είναι το σημείο του σταυρού, που απεικονίζει πολύ καθαρά πως επιτυγχάνεται αυτή η πραγμάτωση με την τέλεια επικοινωνία όλων των εναρμονισμένων και ιεραρχημένων καταστάσεων του όντος, στην πλήρη ανάπτυξή του με τη διπλή έννοια της «εξάπλωσης» και της «εξύψωσης»(1). Πράγματι αυτή διπλή ανάπτυξη του όντος μπορεί να θεωρηθεί ότι λαμβάνει χώρα αφενός μεν οριζόντια, δηλαδή σε ένα οριζόντιο επίπεδο ή σε μια ορισμένη βαθμίδα της ύπαρξης, αφετέρου δε κατακόρυφα, δηλαδή στην ιεραρχική υπέρθεσαη όλων των βαθμίδων.
Η οριζόντια διεύθυνση λοιπόν παριστάνει την «εξάπλωση» ή την ολοκληρωτική επέκταση της ατομικότητας που λαμβάνεται ως βάση για την πραγμάτωση, μια επέκταση που συνίσταται στην απροσδιόριστη ανάπτυξη ενός συνόλου δυνατοτήτων κάτω από ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες της εκδήλωσης. Θα πρέπει όμως να γίνει καλά κατανοητό ότι στην περίπτωση του ανθρώπινου όντος, η επέκταση αυτή δεν περιορίζεται στο σωματικό μέρος της ατομικότητας, αλλά περιλαμβάνει όλες τις τροπικότητες της, αφού η σωματική κατάσταση δεν είναι παρά μόνο μια από αυτές. Η κατακόρυφη διευθυνση παριστάνει την παρόμοια και κατά μείζονα λόγο απροσδιόριστη ιεραρχία των πολλαπλών καταστάσεων, κάθε μια από τις οποίες, θεωρούμενη στην ολότητά της, συνιστά ένα από τα σύνολα των δυνατοτήτων – αντίστοιχο ενός εκ των «κόσμων» ή βαθμίδων – που εμπεριέχονται στην όλη σύνθεση του «Παγκόσμιου Ανθρώπου»(2). Επομένως στη σταυροειδή παράσταση η οριζόντια επέκταση αντιστοιχεί στην απροσδιοριστία όλων των δυνατών τροπικοτήτων μιας και της αυτής κατάστασης του όντος, θεωρουμένης στην πληρότητά της, και η κατακόρυφη υπέρθεση στην απροσδιόριστη σειρά των καταστάσεων του ολικού όντος.
Περαιτέρω, είναι αυτονόητο ότι η ανάπτυξη που εικονίζεται από την οριζόντια γραμμή μπορεί να αναφέρεται σε μια οποιαδήποτε κατάσταση. Για την ακρίβεια, αυτή θα είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται επί του παρόντος τοποθετημένο το εκδηλωμένο ον που πραγματώνει τον «Παγκόσμιο Άνθρωπο», κατάσταση που θα αποτελεί γι' αυτό το ον το σημείο εκκίνησης και το υπόβαθρο της ολοκλήρωσής του. Όπως θα φανεί πιο καθαρά στη συνέχεια, κάθε κατάσταση, οποιαδήποτε κι αν είναι, μπορεί να χρησιμεύσει ως τέτοιου είδους βάση για ένα ον. Εάν εδώ οι θεωρήσεις μας επικεντρώνονται ιδιαιτέρως στην ανθρώπινη κατάσταση, ο λόγος έγκειται στο ότι αυτή είναι η δική μας κατάσταση και συνεπώς μας αφορά περισσότερο άμεσα, πόσο μάλλον αφού ασχολούμαστε με την περίπτωση των όντων που εκκινούν από αυτήν προκειμένου να εκπληρώσουν την υπό συζήτηση πραγμάτωση. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι, από καθαρά μεταφυσική άποψη, η περίπτωση αυτή δεν είναι κατ' ουδένα τρόπο προνομιούχα.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η ολοκληρωτική πραγμάτωση του όντος, επειδή υπερβαίνει κάθε συνθήκη, είναι το ίδιο πράγμα με ό,τι η Ινδουιστική διδασκαλία ονομάζει «Απολύτρωση» (Μόκσα), καθώς και με ό,τι στον Ισλαμικό εσωτερισμό καλείται «Υπέρτατη Ταύτιση». Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ισλαμική παράδοση, ο «Παγκόσμιος Άνθρωπος», εφόσον παριστάνεται από το ζεύγος «Αδάμ-Εύα», έχει τον ίδιο αριθμό με τον Αλλάχ, κάτι που μπορεί να εκληφθεί ως ένας τρόπος έκφρασης της «Υπέρτατης Ταύτισης»(3). Όμως αυτό απαιτεί μια σύντομη επεξήγηση, γιατί θα μπορούσε να προβληθεί η αντίρρηση ότι ο χαρακτηρισμός «Αδάμ-Εύα», αν και ασφαλώς επιδέχεται υπέρθεση, δεν εφαρμόζεται κυριολεκτικά παρά μόνο στην πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου. Ωστόσο, μολονότι η «Υπέρτατη Ταύτιση» δεν πραγματώνεται ουσιαστικά παρά μόνο κατά την ολοκλήρωση των πολλαπλών καταστάσεων, μπορούμε να πούμε πως είναι κατά κάποιον τρόπο ήδη πραγματοποιημένη δυνητικά στο στάδιο της «Εδέμ», όπου το ανθρώπινο ον επιστρέφει εφόσον τελειοποιείται, και η οποία συνιστά το πρωταρχικό κέντρο της ανθρώπινης κατάστασης. Το κέντρο αυτό, όπως θα δείξουμε αργότερα, αποτελεί συνάμα το σημείο της άμεσης επικοινωνίας με τις άλλες καταστάσεις(4).
Θα μπορούσε ακόμα να ειπωθεί πως η τελειοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης, όπως και οποιασδήποτε άλλης, απεικονίζει, στη δική της τάξη και βαθμίδα, την ολική πραγμάτωση του όντος. Αυτό θα γίνει σαφέστερο με τον γεωμετρικό συμβολισμό που θα εκθέσουμε στη συνέχεια. Ο λόγος γι' αυτό βρίσκεται στο ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε στο κάθε τι, στον ατομικό άνθρωπο για παράδειγμα, ή, ακόμη ειδικώτερα, στον σωματικό άνθρωπο, ένα σύμβολο και μια εικόνα του «Παγκοσμίου Ανθρώπου», αφού κάθε μέρος του Σύμπαντος, είτε πρόκειται για έναν κόσμο είτε για ένα μεμονωμένο ον, είναι παντού και πάντοτε ανάλογο προς το Όλον. Επομένως ο Λάιμπνιτζ δικαιολογημένα παραδεχόταν ότι κάθε «ατομική υπόσταση» (τηρουμένων των επιφυλάξεων που αναφεραμε νωρίτερα για την αξία αυτής της έκφρασης) εμπεριέχει μια ακέραιη αναπαράσταση του Σύμπαντος. Αυτό είναι μια ακριβής εφαρμογή της αναλογίας μεταξύ «μακρόκοσμου» και «μικρόκοσμου»(5). Αλλά με τον αυτοπεριορισμό του στη θεώρηση της «ατομικής υπόστασης» και στην προσπάθειά του να την εξισώσει με το ον καθεαυτό, μετατρέποντάς την σε μια «κλειστή» και αυτόνομη οντότητα που δεν έχει καμμιά πραγματική επικοινωνία με οτιδήποτε το υπερβατικό, απαγόρευσε στον εαυτό του να περάσει από την έννοια της «εξάπλωσης» στην έννοια της «εξύψωσης», και έτσι στέρησε τη θεωρία του από κάθε αληθινή μεταφυσική αξία(6). Δεν έχουμε καμμιά πρόθεση να εξετάσουμε εδώ τις διάφορες φιλοσοφικές αντιλήψεις ή ό,τι άλλο σχετίζεται με την περιοχή του «εξωτερισμού». Όμως το παραπάνω παράδειγμά μας ήρθε στο μυαλό εντελώς φυσικά, ως μια σχεδόν άμεση εφαρμογή των όσων αναφέραμε μόλις πριν για τις δυο διευθύνσεις κατά τις οποίες συντελείται η ανάπτυξη του ολικού όντος.
Επιστρέφοντας στο θέμα του συμβολισμού του σταυρού, πρέπει ακόμα να επισημάνουμε ότι εκτός από τη μεταφυσική και πρώτιστη σημασία του, για την οποία μιλήσαμε μέχρι τώρα, ο σταυρός περιλαμβάνει ποικίλες άλλες έννοιες, λιγότερο ή περισσότερο δευτερεύουσες και σχετικές. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό και επόμενο των όσων είπαμε σε γενικές γραμμές για την πολλαπλότητα των εννοιών που περιέχονται σε κάθε σύμβολο.


_______________________
1.Τούτοι οι όροι είναι παρμένοι από τη γλώσσα του Ισλαμικού εσωτερισμού ο οποίος είναι ιδιαίτερα σαφής σε αυτό το σημείο. - Το σύμπλεγμα του ρόδου και του σταυρού είχε για τον κόσμο της Δύσης ακριβώς την ίδια συμβολική σημασία, προτού η σύγχρονη ακατανοησία του προσδώσει όλων των ειδών τις παράδοξες και ασήμαντες ερμηνείες. Η σημασία του ρόδου θα εξηγηθεί αργότερα.
2.«Όταν ο άνθρωπος εξυψώνεται μέχρι την «παγκόσμιο βαθμίδα» προσεγγίζοντας το Θείο, όταν αναφαίνονται εντός του τελείως ανεπτυγμένες οι άλλες βαθμίδες (οι μη-ανθρώπινες καταστάσεις), τότε είναι ο «Παγκόσμιος Άνθρωπος». Η εξάπλωση και εξύψωση έχουν επιτευχθεί πλήρως στον Προφήτη (ο οποίος ταυτίζεται με τον «Παγκόσμιο Άνθρωπο»). (από την Επιστολή σχετικά με την Εκδήλωση του Προφήτη, του Σεΐχη Μουχάμεντ ιμπν Φαντλαλάχ ελ-Χίντι). - Αυτό εξηγεί επίσης τα λόγια που είπε πριν είκοσι περίπου χρόνια μια προσωπικοτητα που ανέλαβε κατόπιν ένα υψηλό αξίωμα στο Ισλάμ: «Αν οι Χριστιανοί έχουν το σημείο του Σταυρού οι Μουσουλμάνοι έχουν τη διδασκαλία του». Συμπληρώνουμε ότι, από εσωτερική άποψη, η σχέση του «Παγκόσμιου Ανθρώπου» με τον Λόγο αφενός και με τον Προφήτη αφετέρου, δεν αφήνει περιθώρια για καμμιά ουσιαστική διαφορά μεταξύ των Χριστιανικών και Ισλαμικών διδασκαλιών. - Η αρχαία Περσική σύλληψη του Βοχού-Μάνα, επίσης μοιάζει να αντιστοιχεί σε αυτήν του «Παγκοσμίου Ανθρώπου».
3.Ο αριθμός αυτός που είναι το 66, αποτελεί το άθροισμα της αριθμητικής αξίας των γραμμάτων που απαρτίζουν τα ονόματα «Αδάμ» και «Εύα». Σύμφωνα με την Εβραϊκή Γένεση, ο άνθρωπος που πλάστηκε ως «άρσεν και θήλυ», δηλαδή ο ανδρόγυνος άνθρωπος, είναι «κατ' εικόνα Θεού». Περαιτέρω, σύμφωνα με την Ισλαμική παράδοση, ο Αλλάχ διέταξε τους αγγέλους να λατρεύουν τον άνθρωπο (Κοράνι, ΙΙ, 34 και XVII, 61). Η πρωταρχική ανδρογυνικότητα είναι η πλήρης ανθρώπινη κατάσταση, όπου τα συμπληρωματικά, αντί να αντιτίθενται, βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία. Θα επανέλθουμε σε αυτό αργότερα. Προσθέτουμε μόνο ότι, στην Ινδουιστική παράδοση, μια έκφραση της κατάστασης αυτής απαντάται συμβολικά στη λέξη Χάμσα, στην οποία οι δύο συμπληρωματικοί πόλοι του όντος αντιστοιχούν στις δύο φάσεις της αναπνοής, που αναπαριστούν τις ανάλογες φάσεις της παγκόσμιας εκδήλωσης.
4.Τα δύο προαναφερόμενα στάδια της «Υπέρτατης Ταύτισης» αντιστοιχούν στη διάκριση μεταξύ αυτών που μπορούν να ονομαστούν «ενεργός αθανασία» και «δυνητική αθανασία» (βλ. L' Homme et son devenir selon le Vedanta, κεφ. XVIII).
5.Έχομε επισημάνει και άλλοτε ότι ο Λάιμπνιτζ, εν αντιθέσει με άλλους σύγχρονους φιλοσόφους, κατείχε από αυτή την άποψη κάποια παραδοσιακά δεδομένα, οπωσδήποτε στοιχειώδη και ατελή, και τα οποία, κρίνοντας από το πως τα χρησιμοποίησε, δεν φαίνεται να τα είχε κατανοήσει πλήρως.
6.Ένα άλλο βασικό λάθος του Λάιμπνιτζ, το οποίο λίγο-πολύ συνδέεται στενά με το προηγούμενο, είναι η εισαγωγή της ηθικής σε θεωρήσεις μεταφυσικής τάξης, δια της «αρχής του βέλτιστου», αρχής στην οποία ο φιλόσοφος αυτός ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε τον «αποχρώντα λόγο» κάθε ύπαρξης. Σημειώνουμε ακόμη πως η διάκριση που προσπάθησε να καθιερώσει ο Λάιμπνιτζ μεταξύ δυνατού και πραγματικού, δεν έχει καμμιά μεταφυσική αξία, διότι κάθε τι δυνατό, λόγω αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του, είναι κατά κάποιον τρόπο και πραγματικό συγχρόνως.


RENE GUENON
Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΓΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΙΜΑΣΤΕ ΞΥΠΝΙΟΙ; - Alfred Richard Orage


Πως μπορούμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, ότι δεν κοιμόμαστε και δεν ονειρευόμαστε; Τα γεγονότα της ζωής είναι μερικές φορές τόσο παράδοξα όσο και τα γεγονότα των ονείρων. Και αλλάζουν με την ίδια ταχύτητα. Τι θα γινόταν αν ξυπνούσαμε και διαπιστώναμε ότι η ζωή του ξύπνιου είναι ένα όνειρο και ότι ο τωρινός μας ύπνος και τα όνειρά μας, είναι απλά όνειρα μέσα σε ένα όνειρο;

Υπάρχει ένα παραδοσιακό θεώρημα, που συνήθως συνδέεται με τη θρησκεία, αλλά εντοπίζεται και στην κλασική λογοτεχνία κατά καιρούς, που λέει ότι η τωρινή κατάσταση εγρήγορσης μας, δεν σημαίνει καθόλου, ότι στην πραγματικότητα, είμαστε ξύπνιοι. Δεν είναι σαν τον νυχτερινό ύπνο σίγουρα, ούτε σαν την συνηθισμένη νυχτοβασία ή υπνοβασία. Αλλά είναι, λέει η παράδοση, μία ειδική μορφή ύπνου που μπορεί να συγκριθεί με μια κατάσταση ύπνωσης στην οποία, ωστόσο, δεν υπάρχει υπνωτιστής αλλά μόνον υποβολή ή αυθυποβολή. Αρχικά, από τη στιγμή της γέννησης και μετά, βρισκόμαστε κάτω από την υποβολή της ιδέας ότι δεν είμαστε εντελώς ξύπνιοι. Και παγκοσμίως μας περνάνε στη συνειδητότητά μας την ιδέα να ονειρευόμαστε το όνειρο αυτού του κόσμου – όπως το ονειρεύονται οι γονείς και οι φίλοι μας. Τα μικρά παιδιά, είναι πασίγνωστο, δυσκολεύονται στην αρχή να ξεχωρίσουν αυτήν την ονειροφαντασία, δηλαδή, τις άλλες τους ονειροπολήσεις, από το όνειρο στο οποίο ζουν οι γονείς τους. Αργότερα, στην παιδική ηλικία, όταν έχουμε ήδη εισπράξει την αρχική υποβολή, η αυθυποβολή μας κρατάει λίγο ως πολύ, συνεχώς σε αυτήν την κατάσταση. Οι φίλοι και οι γείτονές μας, και όλα τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε, ενεργούν σαν υπνωτικά και σαν ονειρικές προβολές. Δεν τρίβουμε πια, όπως στην πρώιμη παιδική ηλικία, τα μάτια μας, αμφισβητώντας την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Είμαστε εντελώς πεισμένοι, όχι μόνο ότι είναι πραγματική αλλά και ότι δεν υπάρχει καμία άλλη. Ονειρευόμαστε, αλλά δεν αμφιβάλλουμε ότι είμαστε ξύπνιοι.

Η θρησκεία, είναι φανερό, προτάσει ότι η θνητή ζωή είναι μια κατάσταση ύπνου από την οποία είναι δυνατόν να ξυπνήσουμε στην αιώνια ζωή. Η Καινή Διαθήκη, για παράδειγμα, συνεχώς αναφέρεται στην εικόνα του ύπνου και της εγρήγορσης. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές, κοιμόμαστε με τον Αδάμ και ξυπνάμε με το Χριστό. Και αυτό που επαναλαμβάνεται συνεχώς στο Δόγμα είναι ότι πρέπει να πασχίσουμε να ξυπνήσουμε από την παρούσα κατάσταση ενσυνείδησης και να «ξαναγεννηθούμε». Στην σύγχρονη λογοτεχνία, η ιδέα αυτή έχει χρησιμοποιηθεί, ανάμεσα στους άλλους, από τον Ίψεν και τον Χ. Τζ. Γουέλς. Το θεατρικό έργο του Ίψεν, Όταν εμείς οι νεκροί ξυπνάμε, και το μυθιστόρημα του Γουέλς, Ο κοιμισμένος ξυπνάει, υποθέτουν, στους ίδιους τους τίτλους τους ότι εμείς οι άνθρωποι κοιμόμαστε αλλά μπορούμε να ξυπνήσουμε.
Είναι εκ φύσεως δύσκολο, βέβαια, να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι κοιμόμαστε. Κάποιος που κοιμάται δεν μπορεί συνήθως να ξυπνήσει τον εαυτό του στη μέση του ονείρου. Το όνειρο μπορεί να είναι τόσο δυσάρεστο που τον ξυπνάει. Ή ξυπνάει φυσικά. Ή μπορεί να τον ταρακουνήσουν και να ξυπνήσει. Πολύ σπάνια μπορεί κανείς να ξυπνήσει εκούσια τον εαυτό του. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να ξυπνήσει κανείς εκούσια από τον ύπνο της ύπνωσης. Και αν από αυτές τις σχετικά ελαφρές καταστάσεις ύπνου είναι δύσκολο για μας να ξυπνήσουμε από δική μας απόφαση, μπορούμε να φανταστούμε τη δυσκολία του να ξυπνήσουμε εκούσια από τον πολύ βαθύτερο ύπνο και τα όνειρα του ξύπνιου μας.

Αλλά πως μπορούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι πραγματικά βρισκόμαστε σε ένα είδος ύπνου όταν, όπως μας φαίνεται, είμαστε στην πραγματικότητα ξύπνιοι; Συγκρίνοντας τις δύο κύριες καταστάσεις συνειδητότητας που μας είναι γνωστές, και παρατηρώντας τα εντυπωσιακά κοινά χαρακτηριστικά τους. Ποια, για παράδειγμα, είναι τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του συνηθισμένου μας ύπνου, όπως μας είναι γνωστά μέσα από τα όνειρα που θυμόμαστε; Το όνειρο συμβαίνει, δηλαδή, ούτε το ξεκινάμε εκούσια, ούτε δημιουργούμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα του. Και από αυτήν την άποψη μοιάζει με τη ζωή του ξύπνιου μας, στο ότι δεν προαποφασίζουμε τις εμπειρίες μας, ούτε δημιουργούμε ή επινοούμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή μέρα με τη μέρα.

Ένα άλλο κοινό στοιχείο της κατάστασης της ζωής μας στον ύπνο και της κατάστασης της ζωής μας στον ξύπνιο, είναι η μεταβλητότητα της συμπεριφοράς μας. Μερικές φορές τρομάζουμε, μερικές φορές ευχαριστιόμαστε, όταν θυμόμαστε πως συμπεριφερθήκαμε σε μια κατάσταση ενός ονείρου. Είναι αλήθεια ότι όποια κι αν ήταν η συμπεριφορά μας, ταπεινωτική ή κολακευτική για την περηφάνια μας, δεν θα μπορούσαμε να την είχαμε αλλάξει. Η δυσαρέσκεια ή η ικανοποίησή μας, οφείλεται αποκλειστικά σε μια υποτιθέμενη προβολή των μη συνειδητών εαυτών μας. Αλλά πόσο, στο βάθος, διαφέρουν αυτά τα γεγονότα από τα γεγονότα των ονείρων του ξύπνιου μας; Στα όνειρα της ζωής παρουσιάζουμε μια αξιοθρήνητη ή μια καλή στάση, όχι σύμφωνα με κάποιο προαποφασισμένο σκοπό αλλά τυχάρπαστα. Και η λύπη μας ή η ικανοποίησή μας, εξαρτάται εξίσου από την επίδραση που έχει το επεισόδιο πάνω στην περηφάνια μας. Αλλά μπορούμε ειλικρινά να πούμε, προκαταβολικά, πως ότι και αν συμβεί, εμείς θα συμπεριφερθούμε έτσι κι έτσι, και όχι αλλιώς; Δεν εξαρτιόμαστε από την υποβολή της στιγμής και δεν είμαστε επιρρεπείς στο να παρασυρθούμε μακριά από την απόφασή μας εξαιτίας του θυμού, της απληστίας ή του ενθουσιασμού; Ακριβώς όπως στα όνειρα του ύπνου, η ζωή του ξύπνιου μας πάντα μας εκπλήσσει. Και συνεχώς συμπεριφερόμαστε όπως δεν θα φανταζόμασταν ότι θα μπορούσαμε να συμπεριφερθούμε. Ούτε, εκ των υστέρων, μπορούμε ειλικρινά να πούμε ότι θα μπορούσαμε να τα είχαμε καταφέρει καλύτερα ή χειρότερα στο συμβάν. Εάν επαναλαμβανόταν με ακρίβεια, αναμφίβολα θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Αλλά, παίρνοντας το, όπως ήταν στη στιγμή που ήταν, και με τον εαυτό μας, όπως ήταν τότε, δεν θα μπορούσε να είναι καθόλου διαφορετικό από τα νυχτερινά όνειρα που έχουμε βιώσει.

Η σοβαρή εξέταση του παραλληλισμού ανάμεσα στις δύο καταστάσεις ύπνου και ξύπνιου, αποκαλύπτει πολλές άλλες ομοιότητες. Μονάχα μια ακόμη χρειάζεται να αναφερθεί εδώ – η στενή ομοιότητα της μνήμης μας, όσον αφορά την εμπειρία των δύο καταστάσεων. Είναι αλήθεια ότι από τη ζωή του ξύπνιου μας διατηρούμε μια, λίγο ως πολύ, συνεχόμενη ανάμνηση, ενώ η ονειρική ζωή μας είναι μια σειρά διακεκομμένων αναμνήσεων. Αλλά εκτός από αυτή τη συγκεκριμένη διαφορά, η πραγματική λειτουργία της μνήμης μας μοιάζει να συμπεριφέρεται σχεδόν το ίδιο, όσον αφορά και τα δύο είδη εμπειρίας. Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να θυμηθούμε κατά βούληση ένα όνειρο της προηγούμενης νύχτας. Το όνειρο ήταν ζωντανό και όλες του οι λεπτομέρειες υπήρχαν στο μυαλό μας καθώς ξυπνούσαμε. Αλλά σε μια στιγμή έχει εξαφανιστεί ολόκληρο, χωρίς να αφήσει πίσω ούτε ένα απομεινάρι. Η μνήμη της χθεσινής ονειρικής ζωής δεν είναι τόσο απατηλή ή ιδιότροπη όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά της. Αλλά που είναι σήμερα οι ζωντανές λεπτομέρειες του χθες; Είδαμε καθαρά χίλια δυο αντικείμενα, ασχοληθήκαμε κιόλας με αυτά. Ακούσαμε συζητήσεις, μιλήσαμε, είδαμε ανθρώπους και πράγματα στο δρόμο, διαβάσαμε βιβλία ή εφημερίδες, διαβάσαμε και γράψαμε γράμματα, φάγαμε και ήπιαμε και κάναμε ή αντιληφθήκαμε μια στρατιά πραγμάτων και πράξεων, που δεν προσμετριούνται. Αυτά ήταν μονάχα το χθες, το χθεσινό ζωντανό όνειρο του ξύπνιου. Πόσες από αυτές τις λεπτομέρειες παραμένουν στη μνήμη μας σήμερα. Πόσες θα μπορούσαμε να θυμηθούμε με κάποια προσπάθεια; Τόσο ολοκληρωτικά, όσο και τα όνειρα της νύχτας, το κύριο μέρος των ονείρων της χθεσινής, στις πιο ρομαντικές περιστάσεις της ζωής μας, χάνεται στη λήθη του ασυνειδήτου μας.

Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι υπάρχει κάτι το θλιβερό στις προηγούμενες σκέψεις. Και ότι μια προσπάθεια να δούμε τη ζωή του ξύπνιου μας απλά σαν μια ειδική μορφή ύπνου, θα μειώσει τη σημασία της για μας και στη δική μας για αυτή. Αλλά αυτή η στάση προς ένα δυνατό και πιθανό γεγονός είναι η ίδια θλιβερά άτολμη. Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς όπως και στα νυχτερινά όνειρα το πρώτο σύμπτωμα για να ξυπνήσει κανείς είναι να υποψιαστεί ότι ονειρευόταν, το πρώτο σύμπτωμα για να ξυπνήσουμε από τη ζωή του ξύπνιου μας – το δεύτερο ξύπνημα κατά τη θρησκεία – είναι η υποψία ότι η παρούσα κατάσταση του ξύπνιου μας, είναι το ίδιο ονειρική. Το να αντιλαμβανόμαστε ότι κοιμόμαστε, μας κάνει να βρισκόμαστε στο σημείο που έχουμε τη δυνατότητα να ξυπνήσουμε. Και το να αντιληφθούμε ότι είμαστε μονάχα εν μέρει ξύπνιοι, είναι η πρώτη προϋπόθεση για να γίνουμε και να κάνουμε τους εαυτούς μας πιο ολοκληρωτικά ξυπνητούς.




Alfred Richard Orage
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
για την εσωτερική εξέλιξη του ανθρώπου
Μετάφραση Στρατής Παπαναγιώτου
Εκδόσεις Πτερόεσσα 2006