.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Γκόλεμ – GERSHOM SCHOLEM


Το γκόλεμ είναι ένα πλάσμα, ένα δημιούργημα, και συγκεκριμένα ένα ανθρώπινο ον, φτιαγμένο όμως τεχνητά, χάρη στα μαγικά μέσα, και με τη βοήθεια των άγιων ονομάτων.
Βέβαια, η ιδέα ότι υπάρχει η δυνατότητα να κατασκευάσει κανείς ζωντανά πλάσματα με τη μαγική μεθοδολογία δεν είναι ιουδαϊκό προνόμιο, αλλ' αντίθετα ανήκει στις μαγικές παραδόσεις πολυαρίθμων λαών. Είναι πασίγνωστα τα είδωλα και οι εικόνες που υποτίθεται ότι ζωντάνεψαν με τη βοήθεια του μαγικού λόγου, ή της θρησκευτικής πίστης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων.
Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Άραβες συνέδεαν τις δραστηριότητες του είδους με τους αστρολογικούς διαλογισμούς, πιστεύοντας ότι κάτω από ευνοϊκές συνθήκες ήσαν σε θέση να «αντλήσουν πνευματικότητα από τα άστρα» και να την διοχετεύσουν στα κατώτερα όντα.
Όμως η ανάπτυξη της ιδέας του γκόλεμ στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού απέχει πολύ από την αστρολογία, και συνδέεται περισσότερο με τη μαγική χρήση του Σέφερ Γιετσιρά και τις ιδέες περί δημιουργικής δύναμης του λόγου και των γραμμάτων των λέξεων, που περιέχονται σ' αυτό.
Αυτή καθαυτή η λέξη «γκόλεμ» εμφανίζεται μόνο μια φορά στη Βίβλο, και συγκεκριμένα στον ψαλμό 139, εδάφιο 16. Από εδώ κατάγεται και η ταλμουδική χρήση του όρου – που σημαίνει κάτι που δεν έχει ακόμη οριστική μορφή και είναι ατελές. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μεσαιωνική φιλοσοφική χρήση του όρου, το γκόλεμ είναι ένα κομμάτι ύλης χωρίς μορφή.
Στον ταλμουδικό θρύλο που περιγράφει τις πρώτες δώδεκα ώρες του Αδάμ, ο πρωτόπλαστος χαρακτηρίζεται σαν γκόλεμ όταν έχει διαμορφωθεί το σώμα του, αλλά πριν εμφυσηθεί μέσα του η ψυχή. Κι όμως, ακόμη και σ' αυτή την κατάστασή του αναγνωρίζεται ο εναρμονισμός με το όραμα όλων των μελλοντικών γενεών, πράγμα που υποβάλλει την ιδέα ότι ήδη στο χώμα, στοιχείο της γης απ' όπου έχει πλαστεί το σώμα του ανθρώπου, να υπάρχει μια μυστική δύναμη, ικανή να φέρει στο φως τη δημιουργία.
Το θέμα του γκόλεμ με τον τρόπο που εμφανίζεται στους μεσαιωνικούς θρύλους αντανακλά στην παλαιότερη ταμουδική παράδοση, όπως καταγράφεται στο εδάφιο Σανχετρίν 656: «Ο Ράβα δημιούργησε έναν άνθρωπο και τον έστειλε στον Ραβ Ζέρα. Ο τελευταίος του μίλησε αλλά εκείνος δεν του απάντησε. Του είπε: Σε έφτιαξε ένας από τους συντρόφους του συνεδρίου; Γύρνα πίσω στο χώμα σου».
Υπάρχει ακόμη ένας άλλος θρύλος που λέει ότι δύο αμαραείμ που καταπιάνονταν την βραδιά του κάθε Σαββατόβραδου σχετικά με το Σεφέρ Γιετσιρά (ή το Χιλχότ Γιετσιρά) έφτιαξαν τελικά ένα πραγματικό μοσχάρι, το έσφαξαν και το έφαγαν.
Όλοι αυτοί οι θρύλοι χρησιμοποιούνται σαν απόδειξη της ηθικοπλαστικής ρήσης που λέει ότι «Όταν ο δίκαιος θέλει μπορεί να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο». Η αντίληψη αυτή συνδέεται κατά τα φαινόμενα με την πίστη στη δημιουργική δύναμη των γραμμάτων του Ονόματος του Θεού και γενικότερα των γραμμάτων της Τορά, δηλαδή του εβραϊκού αλφαβήτου.
Βέβαια υπάρχει διαφωνία ως προς το αν το Σέφερ Γιετσιρά ή το Χιλχότ Γιετσιρά που αναφέρεται στο Ταλμούδ, είναι το ίδιο με το βιβλίο που έχουμε τώρα στα χέρια μας και που εμφανίζεται τόσο με τον έναν όσο και με τον άλλο τίτλο. Το Σέφερ Γιετσιρά όπως το γνωρίσαμε στις μέρες μας περιέχει ένα πλήθος από διαλογισμούς αλλά οι απόψεις του σχετικά με τις μαγικές δημιουργικές ιδιότητες των γραμμάτων είναι μάλλον περιορισμένες σε έκταση και σε ανάπτυξη. Όλα όσα αποδίδονται στο κύριο μέρος του βιβλίου στη δραστηριότητα του Θεού κατά τη διάρκεια της δημιουργίας, ανάγονται στο τέλος του βιβλίου στον πατριάρχη Αβραάμ. Οι διάφορες μεταμορφώσεις και συνδυασμοί των γραμμάτων συνθέτουν το σύνολο μιας μυστικής γνώσης που αφορά τους εσωτερικούς μηχανισμούς της δημιουργίας, όπως θα λέγαμε τη σημερινή ορολογία.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το Σέφερ Γιετσιρά ερμηνεύτηκε από μερικούς κύκλους της Γαλλίας και της Γερμανίας, σαν οδηγός μαγικής δράσης. Οι πρώτοι θρύλοι που εκφράζουν αυτή την αντίληψη, επισημαίνονται στο τέλος του σχόλιου πάνω στο Σέφερ Γιετσιρά του Ιούδα μπεν Μπαρζιλάι, γραμμένο κατά τις αρχές του 12ου αιώνα.
Σ' αυτό το σημείο του κειμένου επισημαίνουμε έναν καινούργιο τρόπο ερμηνείας των θρύλων του Ταλμούδ. Έπειτα από μαι βαθύτατη μελέτη των μυστηρίων του Σέφερ Γιετσιρά, αναφορικά με την κατασκευή του κόσμου, οι σοφοί (όπως ακριβώς και ο πατριάρχης Αβραάμ) απόκτησαν τη δύναμη να δημιουργούν μέχρι και ζωντανά πλάσματα. Ο σκοπός όμως μιας τέτοιας δημιουργίας είναι καθαρά συμβολικός, κι έτσι όταν, για παράδειγμα, οι σοφοί έφαγαν το μοσχάρι που δημιούργησαν, ξέχασαν και όλες τις γνώσεις που απόκτησαν «διαλογιζόμενοι» πάνω στο κείμενο του περίφημου βιβλίου της δημιουργίας.
Οι εκδοχές αυτές είναι κάπως μεταγενέστερες, σε σύγκριση με εκείνες του Ταλμούδ, αλλά πάνω τους στηρίχθηκε μια άλλη ιδέα, που αναπτύχθηκε από τους Χασιντέι Ασκενάζ κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Η ιδέα αυτή απόβλεπε στη δημιουργία ενός γκόλεμ, στα πλαίσια μιας μυστικιστικής τελετής, σαν ένα είδος συμβολικών εξετάσεων, για την απόκτηση των απαραίτητων για τον τίτλο του σοφού, γνώσεων. Σ' αυτόν ακριβώς τον κύκλο διαμορφώνεται για πρώτη φορά και ο όρος γκόλεμ με την έννοια του τεχνητού όντος.
Σε όλες τις παλαιότερες κειμενογραφικές πηγές δεν υπάρχει καμία αναφορά για το οποιοδήποτε πρακτικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προσφέρει η δημιουργία ενός γκόλεμ. Κατά την άποψη των μυστικιστών, η δημιουργία του γκόλεμ δεν είχε πραγματικό αλλά μόνον συμβολικό νόημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι την εννοούσαν σαν μια εκστατική εμπειρία που ακολουθούσε ένα εορταστικό τελετουργικό.
Όσοι έπαιρναν μέρος στο τελετουργικό της «πράξης της δημιουργίας», έφτιαχναν με πηλό ένα γκόλεμ (ή σύμφωνα με μιαν άλλη πηγή, έθαβαν το γκόλεμ στο έδαφος) και περπατούσαν γύρω του «σαν να χόρευαν», συνδυάζοντας τα γράμματα του μυστικού ονόματος του Θεού, σύμφωνα με κάποιες αυστηρές οδηγίες (που ορισμένες από αυτές σώθηκαν σε διάφορα χειρόγραφα).
Το αποτέλεσμα αυτής της τελετουργικής πράξης ήταν να σηκωθεί το γκόλεμ όρθιο και να ζήσει, και τότε οι «χορευτές» ακολουθούσαν διαφορετική κατεύθυνση, έλεγαν ανάποδα τα λόγια της προσευχής και των ιερών γραμμάτων, με αποτέλεσμα το γκόλεμ να εκμηδενιστεί και να ξαναγίνει χώμα, όπως ήταν αρχικά.
Σύμφωνα με κάπιους άλλους θρύλους, η λέξη εμέτ, που σημαίνει «αλήθεια», και σύμφωνα με το Ταλμούδ είναι «η σφραγίδα του Άγιου Ένα», ήταν γραμμένη πάνω στο μέτωπο του γκόλεμ, ενώ στο τέλος της τελετουργίας έσβηνε το πρώτο γράμμα της λέξης (άλεφ) κι αυτό που έμενε ήταν η λέξη «μετ», που σημαίνει «νεκρός». Υπάρχουν ακόμη κι άλλοι θρύλοι που μιλούν για τη δημιουργία ενός τέτοιου γκόλεμ από τον προφήτη Ιερεμία και τον λεγόμενο γιο του, το Μπεν Σιρά, καθώς κι από τους μαθητές του Ραβ Ισμαέλ, του κεντρικού προσώπου της φιλολογίας των Χεϊχαλότ.
Πάντως όλες αυτές οι περιγραφές, ιδωμένες από καθαρά «τεχνική» άποψη, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία του γκόλεμ δεν ήταν άλλο παρά μια τελετή που εξασφάλιζε την παραγωγή μιας εκστατικής εμπειρίας, κι αυτή η άποψη υποστηρίζεται από πολυάριθμους συγγραφείς όπως τον Ελεάζαρ της Βορμς, στο τέλος του σχολίου του πάνω στο Σέφερ Γιετσιρά, ή στο σχόλιο πάνω στο ίδιο βιβλίο που αποδίδεται στον Σααντία μπεν Ιωσήφ Γκαόν.
Οι θρύλοι που αναφέρονται στο γκόλεμ του Μπεν Σιρά περιέχουν και μια παραλληλία με τους θρύλους των ειδώλων και της λατρείας τους, που ζωντάνευαν με την προφορά ενός απόκρυφου ονόματος. Αλλά το γκόλεμ, σ' αυτούς τους θρύλους, προειδοποιεί τους ανθρώπους για τον κίνδυνο να εκπέσουν στην ειδωλολατρεία, και τους παρακαλεί να προκαλέσουν τον θάνατό του.
Άλλες πηγές μας πληροφορούν ότι το γκόλεμ δεν διαθέτει μια νοήμονα ψυχή, και κατά συνέπεια του λείπει η δύναμη του λόγου. Αλλά υπάρχουν θρύλοι που μας βεβαιώνουν για το αντίθετο.
Ποικιλία παρουσιάζουν και οι απόψεις των καββαλιστών σχετικά με τη δημιουργία του γκόλεμ. Ο Μωυσής Κορδοβέρο διατυπώνει μιαν αρκετά σαφή άποψη, υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να προσφέρει στο γκόλεμ μόνον χιγιούτ (ζωντάνια), αλλά όχι ζωή (νέφες) ούτε πνεύμα (ρού'αχ), ούτε ψυχή (νεσαμά).
Οι λαϊκοί θρύλοι που πλαισίωσαν στη συνέχεια τους ηγέτες του κινήματος των Χασιντέι Ασκενάζ με ένα πλήθος από θαύματα, δημιούργησαν και το θαύμα του γκόλεμ, που υπηρετεί τον δημιουργό του, και εκτελεί τις αποστολές που του αναθέτει. Οι θρύλοι του είδους πρωτοεμφανίστηκαν στις κοινότητες των Γερμανο-Εβραίων κατά τον 15ο αιώνα, και γνώρισαν μεγάλη διάδοση, έτσι που κατά τον 17ο αιώνα, τους γνώριζαν και τους «λέγαν όλοι», σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωσήφ Σολομόν Ντελμεδίγκο. Η ανάπτυξη της μεταγενέστερης αυτής εκδοχής του θρύλου του γκόλεμ, βασίστηκε σε τρία σημαντικά σημεία:
1) Ο θρύλος συνδέεται με παλαιότερες εκδοχές που μας μιλούν για την ανάσταση των νεκρών με την τοποθέτηση του ονόματος του Θεού στο στόμα τους ή στο μπράτσο τους, ή αντίθετα την πρόκληση του θανάτου με την αφαίρεση της περγαμηνής που είχε πάνω της γραμμένο το όνομα του Θεού. Οι σχετικοί θρύλοι κυκλοφορούσαν στην Ιταλία ήδη από τον δέκατον αιώνα.
2) Συνδέεται με τις ιδέες που κυκλοφορούν σε εξω-ιουδαϊκούς κύκλους σχετικά με τη δημιουργία του αλχημικού ανθρώπου (του περίφημου «χουμούνκουλους» του Παράκελσου).
3) Το γκόλεμ, που είναι ο υπηρέτης του δημιουργού του, αναπτύσσει επικίνδυνες φυσικές δυνάμεις. Μέρα με τη μέρα αποκτά όλο και περισσότερες, μέχρι που καταντά ένας σωστός εφιάλτης. Για να ξαναγίνει χώμα, πρέπει να του αφαιρεθεί το «άλεφ» από την επιγραφή που έχει στο μέτωπό του, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνον είτε από τον δημιουργό του, είτε από κάποιο μέλος της οικογενείας του.
Σ' αυτό το σημείο βλέπουμε την ιδέα του γκόλεμ να συνδέεται με την καινούργια ιδέα της αδάμαστης δύναμης των στοιχείων, που είναι σε θέση να προκαλέσουν το χάος και την καταστροφή.
Οι θρύλοι του είδους πρωτοεμφανίστηκαν αναφορικά με τον Ελιγιά, τον ραββίνο της Χελμ, που πέθανε στα 1583. Ο Τσεβί Χιρσ Ασκενάζι και ο γιος του Γιακόβ Εμντέν, απόγονοι του Ελιγιά, συζητούν σ' ένα κείμενο αν επιτρέπεται να συμπεριλάβει κανείς ένα γκόλεμ σε ένα μινιάν – στην ελάχιστη παρουσία ενήλικων Εβραίων αντρών ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση μιας ιερουργίας – και βέβαια απαγορεύουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ακόμη έχουμε τη μαρτυρία του Ελιγιά Γκαόν από την Βίλνα, που αφηγείται στον μαθητή του Χαείμ μπεν Ισαάκ του Βολοτζίν, ότι όταν ήταν μικρός είχε αποπειραθεί κι αυτός να φτιάξει ένα γκόλεμ, αλλά είδε ένα όνειρο που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Η πιο πρόσφατη και γνωστότερη μορφή λαϊκού θρύλου αναφορικά με το γκόλεμ, συνδέεται με τον Ιούδα Λεβ μπεν Μπεζαλέλ από την Πράγα. Ο θρύλος βέβαια δεν έχει καμία ιστορική βάση, και στην πραγματικότητα δεν αφορά ούτε τον ίδιο ούτε την περιοχή που έζησε τη ζωή του. Μετατέθηκε απλούστατα από τον ραββίνο Ελιγιά της Χελμ στον ραββίνο Λεβ, σε μια πολύ πρόσφατη χρονολογία, κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα.
Εφόσον πρόκειται για έναν τοπικό θρύλο της Πράγας συνδέεται με τη συναγωγή «Αλτνόισουλ», μαζί με μιαν εξήγηση για τον ιδιαίτερο τύπο προσευχών που συνήθιζε να λέει η κοινότητα των Εβραίων της Πράγας. Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο αυτόν, ο ραββίνος Λεβ δημιούργησε ένα γκόλεμ για να τον υπηρετεί, αλλά αναγκάστηκε να το καταστρέψει και να το ξανακάνει χώμα, από τη στιγμή που άρχισε να τρέχει στους δρόμους και να απειλεί τον πληθυσμό.

Στην Τέχνη

Κατάτον 19ο αιώνα, διάφοροι λογοτέχνες, άλλοτε Εβραίοι κι άλλοτε όχι, χρησιμοποίησαν στα έργα τους τους θρύλους γύρω από το γκόλεμ, προπάντων στις πιο πρόσφατες εκδόσεις. Το γκόλεμ πρωτοεμφανίστηκε στη γερμανική λογοτεχνία, και στη συνέχεια στη σύγχρονη εβραϊκή και στη γίντις.
Στον τομέα της λογοτεχνίας ανήκει το βιβλίο Νιφλα'ότ Μαχαράλ ιμ χα-Γκόλεμ («Τα θαυμαστά έργα του ραββίνου Λεβ με το Γκόλεμ») που δημοσιεύτηκε στα 1909 από τον Ιούδα Ρόζενμπεργκ. Ο τελευταίος το παρουσίασε σαν ένα παλιό χειρόγραφο, αλλά το κείμενο αυτό αποκλείεται να γράφτηκε πριν την αναστάτωση που προκάλεσαν τα συκοφαντικά λιβελογραφήματα της δεκαετίας του 1890, και προπάντων η υπόθεση Χίλσνερ στην Πράγα, στα 1899.
Η διασύνδεση του θρύλου του γκόλεμ με τον αγώνα ενάντια στη συκοφαντια για τελετουργικές δολοφονίες, είναι μια σύγχρονη λογοτεχνική επινόηση. Και στη λογοτεχνία αυτή παρατηρούμε την εισαγωγή και άλλων θεμάτων που δεν έχουν καμία σχέση με τους λαϊκούς θρύλους (για παράδειγμα, η περίπτωση που το γκόλεμ ερωτεύεται κάποια γυναίκα, ή η συμβολική χρήση του θρύλου, όπου το γκόλεμ παρουσιάζεται σαν τον καταπιεσμένο άνθρωπο, τον Εβραίο, ή την εργατική τάξη, που ξαφνικά συνειδητοποίησε τη δύναμή του και σηκώθηκε στα πόδια του προσπαθώντας να ανακτήσει την ελευθερία του).
Το ενδιαφέρον των συγγραφέων, καλλιτεχνών και μουσικών για το γκόλεμ έγινε ακόμη πιο έντονο κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Στις πιο πρόσφατες παραδόσεις της Πράγας, βλέπουμε το γκόλεμ να παρουσιάζεται πάντα σαν το καλόβολο και υπάκουο ρομπότ, γεγονός που ερέθισε την φαντασία των συγγραφέων της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Γερμανίας.
Στα 1900 ο αυστριακός θεατρικός συγγραφέας Ρούντολφ Λόταρ άρχισε να δημοσιεύει διάφορες ιστορίες με τον γενικό τίτλο Το Γκόλεμ: Φαντασίες και Ιστορίες, που κυκλοφόρησαν τελικά σε έναν τόμο, στα 1904. στη συνέχεια, ο γερμανός μυθιστοριογράφος, Άρθουρ Χόλιτσερ, έγραψε ένα τρίπρακτο θεατρικό έργο, με τίτλο Το Γκόλεμ, που δημοσιεύτηκε στα 1908.
Ακολούθησε ο γερμανόφωνος ποιητής από την Πράγα, Ούγκο Σάλους, που δημοσίεψε την εκτεταμένη ποιητική σύνθεση με τίτλο: «Ο Υψηλός Ραββίνος Λεβ». Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το θέμα γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα.
Αλλά το καλύτερο ίσως έργο που γράφτηκε πάνω στο θέμα, ήταν ένα μυθιστόρημα με τίτλο Το Γκόλεμ, δημοσιευμένο στα 1915, από τον βοημό συγγραφέα Γκούσταβ Μέιρινκ, που πέθανε στα 1932, και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πράγα. Το βιβλίο του Μέιρινκ, ιδιαίτερα στις σελίδες που περιγράφει την εφιαλτική ατμόσφαιρα του χώρου του, αποτελεί μια τρομακτική αλληγορία για το δράμα του καλλιτέχνη που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του.
Άλλα έργα πάνω στο θέμα είναι τα εξής: Το «καββαλιστικό δράμα» σε τέσσερις πράξεις του Γιοχάνες Χες, με τίτλο Ο Ραββίνος της Πράγας, δημοσιευμένο στα 1914, το μυθιστόρημα του Χάειμ Μπλοχ, με τίτλο Το Γκόλεμ της Πράγας, από τη «γέννηση» μέχρι το «θάνατό» του, δημοσιευμένο στα 1917, και το Χα Γκόλεμ, γραμμένο στα 1909 από τον εβραίο συγγραφέα Νταβίντ Φρίσμαν, που δημοσιεύτηκε στη συλλογή του Μπα – Μπιντμπάρ, στα 1923.
Ο δραματουργός Χ. Λάιβικ, που έγραφε κατά κύριο λόγο σε γλώσσα γίντις, δημοσίεψε στα 1921, το θεατρικό έργο με τίτλο Ντερ Γκόλεμ, βασισμένος στο βιβλίο του Ρόζενμπεργκ, και το ανέβασε στη Μόσχα, σε εβραϊκή γλώσσα, στα 1928, στο θέατρο Χαμπιμάχ.
Από την άλλη μεριά, τόσο οι εικαστικές όσο και οι μουσικές εκφράσεις του θέματος, εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τα λογοτεχνικά έργα.
Ο Ούγκο Στάινερ-Πραγκ δημιούργησε μια σειρά από θαυμάσιες λιθογραφίες, που εικονογράφησαν την έκδοση του μυθιστορήματος του Μέιρινκ. Το ίδιο έργο έγινε κινηματογραφική ταινία, και μάλιστα μια από τις κλασικές του βωβού γερμανικού κινηματογράφου, από τους σκηνοθέτες Πάουλ Βέγκενερ και Χένριχ Γκαλέεν, στα 1920. Η ίδια ταινία ξαναγυρίστηκε από την αρχή στη Γαλλία, από τον Ζιλιέν Ντιβιβιέ, στα 1936.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και με δεδομένη την αγάπη του κοινού για το θέμα, γυρίστηκε άλλη μια τσεχοσλοβάκικη ταινία με το γκόλεμ, που το σενάριο της το έγραψε ο Άρνοστ Λούστιγκ.
Τη μουσική για το δράμα του Λάιβικ, την έγραψε ο Μωυσής Μίλνερ. Την ίδια περίπου εποχή, ο Ευγένιος Ντ' Αλμπέρ έγραψε μια όπερα με τίτλο το Γκόλεμ, σε λιμπρέτο του Φ. Λιόν, που ανέβηκε για πρώτη φορά στη Φραγκφούρτη, στα 1926, αλλά δεν κατάφερε να επιβιώσει στα πλαίσια του κλασικού ρεπερτορίου της όπερας.
Το θέμα είναι ότι από κάποια στιγμή κι έπειτα, με δεδομένη την αγάπη του κοινού για το μυστήριο του θέματος, άρχισαν να παράγονται κάθε λογής έργα, χωρίς να παίρνουν υπόψη τους τις καλλιτεχνικές απαιτήσεις, αλλά κυνηγώντας απλά και μόνον την εύκολη επιτυχία που υποτίθεται ότι θα τους εξασφάλιζε, η απλή και μόνον αναγραφή του τίτλου Γκόλεμ στις προθήκες ενός θεάτρου ή μιας όπερας.
Η μόνη αξιόλογη μουσική που γράφτηκε πάνω στο θέμα ήταν η Σουίτα για ορχήστρα με τίτλο Γκόλεμ, του Γιόζεφ Άχρον, γραμμένη στα 1932, και εμπνευσμένη από την παράσταση της Χαμπιμάχ. Το τελευταίο μέρος της σουίτας γράφτηκε σαν ανάποδη εκδοχή του πρώτου μέρους, προκειμένου να αποδόσει συμβολικά την αποσύνθεση του γκόλεμ.
Τέλος ένα μπαλέτο με τον ίδιο τίτλο, γραμμένο από την Φράνσις Μπουρτ, ανέβηκε σε χορογραφία της Ερίκα Χάνκα, στη Βιένη, στα 1962.


GERSHOM SCHOLEM
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΒΒΑΛΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΒΡΗΣ 1988

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Μια μικρή ιστορία του χρήματος – Τέλης Λιβανίδης


Πως έφτασε να διαμορφωθεί η σύγχρονη, ταχύτατη, ακριβής και πολλά εξυπηρετούσα διακίνηση του χρήματος και ποια στοιχεία ακολούθησε μέχρι σήμερα; Μια παράθεση μερικών ιστορικών στοιχείων της ίσως φανεί διαφωτιστική.
Η διαχείριση του πλούτου πρέπει να υπήρξε η πρώτη φροντίδα των μελών της ανθρώπινης φυλής μετά την άμεση αυτοσυντήρησή τους, και μάλιστα από τις πρώτες στιγμές που κατάλαβαν τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους. Ακόμα και αυτός ο πρωτόγονος, πανάρχαιος πρόγονός μας από το ξεκίνημα κιόλας της ύπαρξής του προσπάθησε να φροντίσει για το αύριο αποθηκεύοντας σε μια γωνιά της σπηλιάς του τροφή, ξύλα, όπλα και προβιές. Από τη στιγμή ειδικότερα που η νομαδική δομή έδωσε τη θέση της στην αγροτική, στατική κοινωνία και σε έννοιες όπως μόνιμη διαμονή, καλλιέργεια, αποθήκευση, ξεκίνησε να διαμορφώνεται ταυτόχρονα η έννοια του πλούτου, δηλαδή του υπερβάλλοντος σε ποσότητα σε σχέση με τις ανάγκες πράγματος, που με τη σειρά του μπορούσε να ανταλλαχτεί με εκείνο που απουσίαζε. Έτσι, η έννοια του πλούτου όπως και η συσσώρευση και η διαχείρισή του άρχισαν να ακολουθούν όλες τις κοινωνικές, ιστορικές και μορφοφυλετικές ακόμα περιόδους της ιστορίας, εξελισσόμενες τελικά στην κύρια αιτία για την ειρήνη ή τον πόλεμο – για την ειρήνη όταν η παρουσία του πλούτου ήταν άφθονη και κάλυπτε τις ανάγκες και για τον πόλεμο όταν η απόκτησή του κρινόταν αναγκαία για την επιβίωση ή την επέκταση ενός λαού, έθνους ή κράτους.
Φυσικά, με την εξέλιξη του πολιτισμού σε έννοιες όπως ατομική ιδιοκτησία, καταμερισμός έργου, εμπόριο, συναλλαγές, αγορά και χρήμα αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες – ή συμβαίνει και το αντίστροφο. Έτσι, δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η ιστορία του πλανήτη μας δεν είναι παρά η ιστορία του πλούτου και της διακίνησής του.
Από την αυγή λοιπόν της γνωστής ιστορίας βλέπουμε την ομάδα των πρώτων συγκροτημένων πολιτισμών, όπως αυτοί που αναπτύχθηκαν στην Αρχαία Ελλάδα και στην Αίγυπτο, από τους Χαλδαίους, τους Βαβυλώνιους και τους Ασσύριους αλλά και τον πανάρχαιο κινεζικό πολιτισμό, να έχουν αναπτύξει ένα πλήρες σύστημα παραγωγής και διαχείρισης πλούτου, που εκφράζεται όχι με τον πρωτόγονο αντιπραγματισμό αλλά με τη δημιουργία και την κυκλοφορία χρήματος. Το νόμισμα καθενός από αυτούς τους πολιτισμούς ισχυροποιείται ανάλογα με τη στρατιωτική και την πολιτική δύναμή του, φτάνοντας συχνά να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της κυριαρχίας του. Επιπλέον, εφόσον οι μεταφορές διακινούν εμπορεύματα σε δυσανάλογα μεγάλες για την εποχή αποστάσεις, οι πρώτες πιστωτικές «εγγραφές» αρχίζουν μοιραία να κάνουν την εμφάνισή τους από τους δαιμόνιους εμπόρους που κατακλύζουν τα λιμάνια της Μεσογείου. Οι μεγάλες, κατά καιρούς κατακτητικές αλλά παράλληλα πολιτιστικές εκστρατείες, με αποκορύφωμα εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να επεκτείνουν τα πολιτιστικά αλλά, το κυριότερο, τα οικονομικά όρια του κόσμου που ανοίγεται μπροστά τους. Έτσι, παρακολουθούμε κατά περιόδους την ελληνική δραχμή, τον περσικό δαρεικό και τα ρωμαϊκά νομίσματα με τις κεφαλές του ισόθεου αυτοκράτορα να κατακλύζουν τις εμπορικές αγορές. Και όπου από το φόβο των πειρατών, των ληστών και των ναυαγίων, δεν μπορούν να φτάσουν τα νομίσματα φτάνουν οι πιστωτικές επιστολές, που είναι πολύ λογικό να κοστίζουν το μικρό ή το μεγάλο επιτόκιο από το οποίο κερδίζει είτε ο κεφαλαιούχος μεσάζων ή ο ηγεμόνας που προσφέρει την προστασία του. Φυσικά, είμαστε ακόμα πολύ μακριά από τον Dow Jones και τον Nikkei, από τότε όμως όλα φαίνονταν να ετοιμάζουν από καιρό την έλευσή τους.
Η εξέλιξη του χρήματος ως μέσου αναγωγής κάθε μορφής πλούτου αλλά και ως μέσου του οποίου η ευφυής διαχείριση και η διακίνηση αποτελούν το βεβαιότερο διαβατήριο για την εξουσία το κάνει αναγκαστικά να συνδεθεί και με τις υπόλοιπες μορφές της. Έτσι, ανακαλύπτουμε το χρήμα να αρχίζει σταδιακά να αποτελεί το συνδετικό κρίκο όχι μόνο μεταξύ κρατών αλλά ταυτόχρονα μεταξύ θρησκειών, πολιτισμών και κοινωνικών μορφών και, φυσικά κάθε δράσης που τις διαμορφώνει.
Τυπικά παραδείγματα της αλληλεπίδρασης των εκάστοτε ιστορικών, κοινωνικών και θρησκευτικών αντιλήψεων με την οικονομική διαδικασία της διαχείρισης του πλούτου βρίσκουμε άφθονα στα αρχαία κείμενα. Έτσι, στην Αρχαία Ελλάδα οι νόμοι του Σόλωνα (6ος π.Χ. αιώνας) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια για τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου και την ισορρόπηση των τεράστιων συμφερόντων μεταξύ αριστοκρατίας, γαιοκτημόνων και εμπορικών τάξεων. Επίσης η Πολιτεία του Πλάτωνα, πέρα φυσικά από την τεράστια φιλοσοφική αξία του κειμένου της, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια της ιστορίας για την εφαρμογή της πολιτικής στην οικονομία και αντίστροφα. Ακόμα, ο Αριστοτέλης πρώτος τοποθετεί με τα Πολιτικά και ένα τμήμα των Ηθικών του το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας καθαρά επιστημονικής αντιμετώπισης των οικονομικών. Μπορεί έτσι να θεωρηθεί πρόδρομος του καπιταλισμού, ιδιαίτερα με το προφητικό επιχείρημα του ότι η κοινή ιδιοκτησία δεν απολαμβάνει της ίδια φροντίδας των πολιτών όσο η ατομική. Ίσως μάλιστα ο Δημοσθένης στον πρώτο Ολυνθιακό (παρ. 20,8) να διατύπωσε αυτό το συλλογισμό καλύτερα από οποιονδήποτε πολιτικό οικονομολόγο της ιστορίας με τη μνημειώδη φράση του: «δει δη χρημάτων, και άνευ αυτών ουδέν γενέσθαι των δεόντων». Και αυτό μερικές χιλιάδες χρόνια πριν τον Άνταμ Σμιθ και τον Μίλτον Φρίντμαν...
Απόδειξη του ίδιου ισχυρισμού είναι και η Βίβλος, στην οποία βλέπουμε τις καταγγελίες των προφητών για τη σκληρή οικονομική πολιτική των ηγεμόνων να δίνουν την αναγκαία θρησκευτική κάλυψη στη λαϊκή αντίδραση απέναντι σε σαφή οικονομικά προβλήματα. Οι Ρωμαίοι μετά τη στρατιωτική επικράτησή τους επεκτείνουν το στρατιωτικό τους imperium στον οικονομικό τομέα, ενώ στη συνέχεια η νέα, χριστιανική τους αντίληψη, με αποκορύφωμά της το Βυζάντιο, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσφέρει την ελπίδα της μεταθανάτιας ανταμοιβής σε ένα σύστημα όπου ο φεουδαλισμός και η παντοδυναμία κράτους και κλήρου εδραιώνουν και κάνουν ακόμα εντονότερες τις τεράστιες οικονομικές δυνάμεις του Μεσαίωνα.
Στη νεότερη ιστορία οι πρώτες επιστημονικές και δομημένες προσπάθειες για τη μελέτη της οικονομίας της κύριας αγοράς ξεκινούν πολύ αργότερα, γύρω στο 17ο αιώνα, το χρυσό αιώνα της εμποροκρατίας, όταν ολόκληρη η Ευρώπη έχει βγει από μια σειρά πολέμων παραδοσιακής μορφής, οι οποίοι επί εκατονταετίες αλλάζουν το χάρτη της . Μέχρι το τέλος της Αναγέννησης όλοι αυτοί οι πόλεμοι έχουν γίνει με πρόσχημα τις διαμάχες μεταξύ διάφορων βασιλικών οίκων, αλλά στην ουσία έχουν διεξαχθεί για να «τακτοποιηθούν» τα κολοσσιαία οικονομικά συμφέροντα που έχουν δημιουργηθεί από το άνοιγμα των τεράστιων αγορών που έφεραν οι μεγάλες ανακαλύψεις και η μερκαντιλιστική λαίλαπα. Έτσι, στα τέλη του 17ου αιώνα και στην αρχή του 18ου παρακολουθούμε να γίνονται οι πρώτες προσπάθειες για την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής σαν συνέχεια της επανάστασης στην οργάνωση της γεωργίας, που φέρνει την κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος και τον αγροτικό υπερπληθυσμό, αφού ήδη οι φιλήσυχοι αστοί έχουν συγκεντρωθεί στις πόλεις. Η οικοτεχνία δίνει τη θέση της σε μικρές βιοτεχνίες, που με τη σειρά τους δημιουργούν τις πρώτες βιομηχανίες. Το κέρδος αρχίζει έτσι να συσσωρεύεται στους εμπόρους και τους μεταπράτες και από εκεί στους μεγάλους κεφαλαιούχους γης και στα χέρια των μεγάλων εμπορικών οίκων. Οι αποικίες δημιουργούνται η μία μετά την άλλη σε ένα πνεύμα γεωγραφικής μεν αναζήτησης, αλλά ουσιαστικά με σκοπό την επέκταση των επενδύσεων και της εκμετάλλευσης των ασύλληπτων νέων πόρων εμπορίου και πλούτου, που βρίσκονται πολλές φορές στην άλλη άκρη της Γης, ενώ η ατμομηχανή και η βιομηχανική επανάσταση ορίζουν νέες περιοχές δημιουργίας πλούτου, σύγχρονες εκμεταλλεύσεις πρώτων υλών αλλά και το πεδίο δράσης του πρωτοδημιουργούμενου προλεταριακού στοιχείου.

Έτσι, παράλληλα με τη νέα ανάπτυξη και ίσως νομοτελειακά αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι θεωρητικοί της οικονομίας, που βάζουν τα θεμέλια της σύγχρονης καπιταλιστικής θεώρησης της αγοράς. Ο William Petty (1623-1687) γράφει την Πολιτική Αριθμητική, προτού τον ακολουθήσουν το πρώτο μισό του 18ου αιώνα οι Locke, North, Hume και Law με ανάλογα συγγράμματα, για να δώσουν στη συνέχεια τη θέση τους στο θεμελιωτή της κλασικής οικονομικής θεωρίας, τον Adam Smith, και το βιβλίο του Ο πλούτος των εθνών. Με τον Smith και τον Ricardo αναλύεται για πρώτη φορά επιστημονικά η θεωρία της αξίας, του καταμερισμού και της διάκρισης των εργασιών καθώς και η έννοια του κέρδους.
Η κοινωνική συνειδητοποίηση και η αναπόφευκτη αντίδραση που ακολουθούν αυτές τις εξελίξεις σύντομα κάνουν κι αυτές την παρουσία της. Έτσι, οι αντιδράσεις στις θεωρίες του Smith έρχονται από τον Γάλλο Proudhon, πρόδρομο των μετέπειτα σοσιαλιστικών θεωριών, οι οποίες σε λίγο θα βρουν κύριο εκφραστή τους τον Καρλ Μαρξ (1818-1883). Στο βιβλίο του Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και Το Κεφάλαιο ο Μαρξ παρουσιάζει την κριτική του για τις κλασικές θεωρίες της ιστορικής εξέλιξης, της αξίας και του κέρδους, θεμελιώνοντας έτσι την κοινωνιστική αντίληψη του κράτους και της οικονομίας. Οι θεωρίες του θα εφαρμοστούν αργότερα με την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού (βοηθούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου), για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα εξελισσόμενα σήμερα αποτελέσματα της μετέπειτα κατάρρευσής τους, που δρομολογήθηκαν στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Παράλληλα όμως με αυτές τις εξελίξεις θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μεταπολεμική εφαρμογή των απόψεων του θεμελιωτή των σύγχρονων οικονομικών θεωριών για το χειρισμό των οικονομικών μεγεθών μέσω των επιτοκίων και της ζήτησης, του John Maynard Keynes, στις απόψεις του οποίου ακόμα και σήμερα στηρίζονται πολλές από τις βασικές καπιταλιστικές μακροοικονομικές στρατηγικές.
Όλα αυτά συνέτειναν ώστε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η χρηματοοικονομική δομή του δυτικού κόσμου να έχει πλήρως διαμορφωθεί στο καπιταλιστικό υπόδειγμα οικονομικής συμπεριφοράς. Οι μεγάλοι εμπορικοί και οικονομικοί οίκοι, σε συνέχεια των μερκαντιλιστικών ιστορικών θεμελίων τους, έχουν πια αρχίσει ήδη να μεταλλάσσονται σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε μεγάλες πολυεθνικές. Παρ' όλα αυτά το σύστημα συνέχιζε να έχει τις ατέλειές του, όπως ήρθε να θυμίσει η μεσοπολεμική κρίση του οικονομικού κραχ του 1929 στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ένα πιστωτικό ναυάγιο που ακολούθησαν ανάλογες οικονομικές αναταράξεις σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και η τρομακτική περιπέτεια της Γερμανίας με τον πληθωρισμό ύψους 4.000% κάθε μήνα.
Το μάθημα αυτό η δυτική οικονομία φαίνεται δεν το ξέχασε ποτέ. Έτσι, αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε να σχηματίζεται το σύγχρονο πλαίσιο παγκόσμιας οικονομικής διαχείρισης. Σε αυτό, κρίσιμοι επίκουροι ήρθαν η πληθώρα των τεχνολογικών ανακαλύψεων – ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια –, η τολμηρή οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, που ξεκίνησε με το New Deal για να συνεχιστεί με τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και την καθιέρωση του δολαρίου σαν παγκόσμιου μέσου συναλλαγών, και, τελικά, οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την πτώση του σοσιαλιστικού μοντέλου οικονομικής διαχείρισης.
Το πολύπλοκο αυτό φάσμα οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών έχει καταλήξει να δημιουργήσει σήμερα ένα διεθνές και απόλυτα εξουσιαστικό χρηματοοικονομικό σύστημα, που όμοιό του δεν έχει εμφανιστεί στην ιστορία. Οι ταχύτατοι και πανίσχυροι υπολογιστές μαζί με την απόλυτη επικοινωνιακή διασύνδεση που προσφέρει η σημερινή τεχνολογία έχουν δημιουργήσει ένα ανοιχτό σύστημα οικονομικών συναλλαγών, μέσα στο οποίο η διακύμανση των επιτοκίων, οι αγοραπωλησίες συναλλάγματος και η διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται αστραπιαία. Αυτό, όπως είναι φυσικό, προσφέρει ένα ευρύτατο πεδίο κερδοσκοπικών κινήσεων, που ουσιαστικά εκτείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και σε ταυτόχρονες αγορές. Με δεδομένο επίσης ότι τα μεγάλα χρηματιστήρια (σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι, Φραγκφούρτη, Χονγκ Κονγκ, Τόκιο, Σύντνεϊ) κυριολεκτικά περικλείουν την υφήλιο σε έναν κλοιό ουσιαστικά συνεχούς λειτουργίας διαφορετικών χρονικών ζωνών, καταλαβαίνει κανείς ότι στη σύγχρονη ζούγκλα των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων η νοοτροπία take no prisoners είναι διαρκής, αδιάλειπτη και κυριαρχούσα.
Τα κυριότερα όπλα αυτής της μάχης (γιατί όλα αυτά δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια αδυσώπητη μάχη, παρά τις κατά καιρούς ηχηρές διαβεβαιώσεις ότι οι ευκαιρίες από τα χρηματοοικονομικά παίγνια αποτελούν αφορμές ανάπτυξης, διακρατικής αλληλοβοήθειας, υποστήριξης, κλπ.) είναι κυρίως δύο. Το ένα είναι η μετοχή, δηλαδή ο μερικός τίτλος ιδιοκτησίας σε κάποια επιχείρηση, και το δεύτερο – και φονικότερο – η αλληλομετατροπή και ο αλληλοδανεισμός των νομισμάτων ώστε και αυτά να αποτελούν εμπορεύσιμο είδος. Με άλλες λέξεις, τα νομίσματα των διαφόρων χωρών δεν εξυπηρετούν πια την αρχική ιστορική αναγκαιότητά τους, η οποία είναι να αγοράζουν αγαθά, αλλά χρησιμοποιούνται για να αγοράζει το ένα το άλλο. Όπως είναι φυσικό, αυτό οδηγεί στον απέραντο λαβύρινθο της αγοραπωλησίας διάφορων συναλλαγμάτων, των «καλών» και «κακών» νομισμάτων και της δημιουργίας ατέλειωτων κερδοσκοπικών παιχνιδιών – αν υπολογίσει κανείς το ποσό κάθε νομίσματος που κυκλοφορεί στους λογαριασμούς των ποικίλων κερδοσκόπων. Ένα ενδεικτικό αποτέλεσμα όλης αυτής της λαβυρινθώδους δομής είναι ότι ο οικονομικός κόσμος ακόμα προσπαθεί να ξεχάσει το παιχνίδι γνωστού μεγαλοεπενδυτή προ μερικών ετών, ο οποίος μόνο σε μια μέρα κατόρθωσε να υποτιμήσει την αγγλική στερλίνα σε βαθμό που να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να την πετάξει κυριολεκτικά έξω από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ισοτιμιών, αφήνοντας το διεθνούς φήμης εμπνευστή του με ένα κέρδος τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος της μέρας.

ΤΕΛΗΣ ΛΙΒΑΝΙΔΗΣ
ΤΑ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ANUBIS 2000


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Κραδασμοί (ή παλμικές δονήσεις ή παλμοί ή δονήσεις) – ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΗΡΡΗΣ



α) Γενικά

Η θεωρία των κραδασμών είναι τόσον γνωστή σήμερα που δεν χρειάζεται να επαναληφθή εδώ. Την ανευρίσκει κανείς αναδιφώντας ακόμη και σε εγχειρίδια φυσικής. Ωστόσο, δύο λόγια είναι απαραίτητα για την κατανόηση των παρακάτω:
Η θετική επιστήμη απέδειξεν ότι το κάθε τι στον κόσμο των αισθήσεων είναι ύλη-ενέργεια με διαφοράν συχνότητος κραδασμών. Αυτό το απέδειξε πειραματικά με την διάσπασιν του ατόμου της ύλης, απ’ όπου εδημιουργήθησαν οι ατομικές βόμβες, οι αντιδραστήρες κλπ. Αντίθετα τώρα: η συμπύκνωσις της ενεργείας έγινεν ύλη. Με άλλα λόγια η επιβράδυνσις της συχνότητος κραδασμών στον βαθμόν που πρέπει, έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνισιν ύλης-ενεργείας.
Και όχι μόνον η γνωστή ύλη είναι ορισμένη συχνότης κραδασμών, αλλά και η θερμότης, και ο ήχος, και ο ηλεκτρισμός και το φώς, και οι ακτίνες Χ, και οι ακτίνες Γ, και κάθε κραδασμός που θα αποκαλυφθή πέραν από αυτά. Κατά λογικήν σειράν πρέπει να παραδεχθή κανείς ότι η κλίμακα δεν σταματά έως το Γ.
Η Επιστήμη κατόρθωσε μερικώς, να τακτοποιή την συχνότητα των κραδασμών λ.χ. ο ηλεκτρισμός μεταβάλλεται εις θερμότητα και φως.
Οι αποκρυφιστές όλων των αιώνων εγνώριζαν αυτά όλα και γνωρίζουν και περισσότερα: όσα αναφέρονται στην Εισαγωγήν του παρόντος για τ’ ανθρώπινα σώματα: αστρικόν πεδίον, νοητικόν πεδίον, ανώτερον νοητικόν (μάνας), διαισθητικόν ή ενορατικόν (βούδι), το πνευματικόν πεδίον ή Νόος (άτμα). Στον άνθρωπον ονομάζονται σώματα ένεκα της μορφής του. Στην πραγματικότητα είναι καταστάσεις δηλαδή κάποια συχνότης κραδασμών το καθένα.
Για να τα κατανοήση κανείς οφείλει να λάβη υπ’ όψιν του την διαφοράν της πυκνότητος της ύλης: διαμάντι, πέτρα, σίδερο, ξηρό ξύλο, μαλακό ξύλο, φύλλον δένδρου, μαλάκιον, νερό, αέρας. Όλα αυτά είναι ύλη διαφορετικής συχνότητος κραδασμών δηλαδή ύλη διαφορετικής καταστάσεως. Ο ίδιος τρόπος σκέψεως μπορεί να χρησιμοποιηθή στον ανθρώπινον σώμα: κόκκαλα, μυς, μαλλιά, νύχια, σπλήνα, ήπαρ, νερό, αίμα, μυελός, διάφοροι εκκρίσεις αδένων, δέρμα, υγρά κλπ. Όλα αυτά που αποτελούν το ανθρώπινον σώμα, είναι διάφορες καταστάσεις της ύλης-ενεργείας.
Ο μουσικός γνωρίζει αυτή την συχνότητα κραδασμών και την χρησιμοποιεί στην μελωδία: κάθε ήχος είναι ένας ορισμένος ακριβώς αριθμός ηχητικών κραδασμών (ή παλμών). Για να παραχθή η μελωδία στο αυτί του ακροατού πρέπει οι ήχοι να έχουν την εξής λ.χ. συχνότητα κραδασμών 4-6-8 ή 2-4-6 ή 100-200-400 ή 3-6-9-12. Χρησιμοποιώ αυτούς τους μικρούς αριθμούς απλώς ως παράδειγμα για κατανόησιν. Αντίθετα τώρα δεν αποτελούν ποτέ αρμονίαν οι ήχοι που έχουν ως συχνότητα κραδασμών τους αριθμούς 2-3-5 ή 4-7-9 ή 5-6-11 ή 50-60-90 ή 300-700-1000.
Το ίδιον συμβαίνει και στην χημείαν: ποτέ δεν ενώνονται δύο στοιχεία που έχουν μη αρμονικήν συχνότητα κραδασμών.
Το ίδιον συμβαίνει και με τους ανθρώπους ως προσωπικότητες. Ο καθένας μας ζη σε διαφορετικήν συχνότητα κραδασμών. Δεν μπορεί να πη κανείς ότι θα γίνουν αρεστοί ο ένας στον άλλον οι εξής τύποι ανθρώπων: ζωώδης-θρήσκος άνθρωπος, κλέφτης-έντιμος, πανούργος-ειλικρινής, ασκητής μοναχός-καλοφαγάς.
Αυτοί είναι οι λόγοι της συμπαθείας μας ή αντιπαθείας μας προς άγνωστά μας πρόσωπα.
Ο κάθε άνθρωπος ζη συχνά σε διαφορετικής συχνότητος κραδασμούς. Δεν μπορεί να δεχθή κανείς την άποψιν ότι ο άνθρωπος που γονατιστός προσεύχεται σ’ έναν ναό και ζητεί να συγχωρεθούν τα λάθη του έχει την ιδίαν συχνότητα κραδασμών όταν μεθοκοπά και σκέπτεται τις υλικές απολαύσεις κατά την ιδίαν ημέραν. Ούτε μπορεί να παραδεχθή κανείς ότι μια ωρισμένη γυναίκα καυγαδίζοντας το πρωί με τον σύζυγόν της για το χρώμα ή την μόδα του φορέματός της ζη στην ιδίαν συχνότητα κραδασμών το απόγευμα όταν διανέμη συσσίτιον σε φτωχά παιδάκια.
Η συχνότης κραδασμών στους ανθρώπους είναι το ποιόν των σκέψεών τους, μόνιμον και διαρκές ή προσωρινόν. Και οφείλει καθένας να παραδεχθή, μελετώντας τον εαυτό του, ότι πολύ συχνά ο καθένας μας κινείται από μια συχνότητα κραδασμών σε άλλη και σε άλλη, επανέρχεται στην πρώτη, βγαίνει στην Τρίτη, κατεβαίνει στην Δευτέρα κλπ.
Και όσο πιο εγωιστικά σκέπτεται κανείς, τόσο πιο χαμηλήν συχνότητα κραδασμών έχει. Και, αντίθετα, όσο πιο πολύ σκέπτεται με αγάπη τον πλησίον του, τόσο πιο υψηλήν συχνότητα κραδασμών έχει.
Η συχνότης κραδασμών ενός ανθρώπου που έχει μίσος φωλιασμένο στην καρδιά του είναι πολύ χαμηλή. Το άτομο αυτό είναι αποκρουστικό: Γύρω του δημιουργεί φασαρίες, καυγάδες, συζητήσεις και δυστυχίαν.
Ένα άτομο που έχει φωλιασμένη στην καρδιά του συμπόνια για τους συνανθρώπους του έχει υψηλήν συχνότητα κραδασμών. Το άτομο αυτό αποπνέει γλύκα κι είναι παντού και πάντοτε συμπαθητικό και καλόδεκτο.

β) Ηχητικοί κραδασμοί

Κάθε κραδασμός είναι μια μορφή ενεργείας, που, φυσικά, έχει κάποιες ορισμένες πάντοτε επιδράσεις και αποτελέσματα. Από τον κανόνα αυτόν δεν εξαιρούνται οι ηχητικοί κραδασμοί. Το βλέπει κανείς καθαρά στην μουσική: ευάρεστα ή δυσάρεστα συναισθήματα, ονειροπολήσεις κλπ. Το βλέπει όμως κανείς και στον εαυτό του: μερικοί ήχοι τον ενοχλούν τρομερά, ενώ άλλοι τον ευχαριστούν. Κανείς δε, σε κατάστασιν ασθενείας, δεν επιδέχεται ήχους στα ακουστικά του τύμπανα. Εξ άλλου και η ιατρική επιστήμη διατυπώνει σήμερα, την γνώμην ότι πολλές νευρικές παθήσεις των κατοίκων των μεγαλουπόλεων, οφείλονται στους πολλούς ήχους, που μέρα και νύκτα ακούονται.
Είναι φανερόν, απ’ όλ’ αυτά ότι οι ηχητικοί κραδασμοί έχουν, κάποιαν επίδρασιν στο ανθρώπινον σώμα ως οργανισμού. Οι μύστες εγνώριζαν αυτήν την επίδρασι και την εχρησιμοποιούσαν σε στιγμές που έπρεπε.
Οι ηχητικοί κραδασμοί μπορούν να παράγουν αποτελέσματα αντιληπτά στην σκέψιν και τις γνώσεις μας. Είναι γνωστό πως ο Ιησούς του Ναυή εχάλασε τα τείχη της Ιεριχούς, με ορισμένες μαγικές τελετές που είχαν όμως ως κέντρο ενεργείας τους ορισμένους ήχους. Στην Ελληνικήν Μυθοπλασίαν αναφέρεται καθαρά ότι ο Αμφίων και ο Ζήθος έκτισαν τα τείχη των Θηβών με την μουσική της λύρας τους, δηλαδή με ηχητικούς κραδασμούς. Δεν αποκλείεται δε διόλου, μάλλον είναι βέβαιον, πως και οι τεράστιοι ογκόλιθοι με τους οποίους είναι κτισμένες οι Πυραμίδες της Αιγύπτου εκόπησαν, μεταφέρθηκαν και ετοποθετήθησαν με ηχητικούς κραδασμούς, γνωστούς στους μεγάλους εκείνους Ιεροφάντες-Ιερείς των Αιγυπτιακών ναών. Οι μεγάλοι εκείνοι μύστες εγνώριζαν τις ιερές λέξεις που υπήρχαν και υπάρχουν για τον σκοπόν αυτό, εγνώριζαν τον τρόπον της προφοράς των, καθώς και τον τρόπον της εκπομπής των προς ορισμένην κατεύθυνσιν για επιτέλεσιν ορισμένου προδιαγραμμένου σκοπού. Τις χρησιμοποιούσαν, αν επιτρέπεται η σύγκριση, όπως οι σημερινοί αξιωματικοί χρησιμοποιούν το κανόνι. Αυτός είναι ο Χαμένος Λόγος που αναζητούν μάταια πολλές Αποκρυφιστικές Στοές (ή αρχαίες Σχολές).
Αναφέρω την εξής παραπομπήν: Φίλωνος (OUISRER, DIV HER 52)
«Προφήτης μεν γαρ ουδέν ίδιον αποφθέγγεσθαι – όργανον εστί θεού, ηχείον κρουόμενον και πληττόμενον αοράτως υπ’ αυτού. Όντως γαρ ο προφήτης και οπότε λέγειν δοκεί, προς αλήθειαν ησυχάζει. Καταχρήται δε αυτού έτερος αυτού τοις φωνητηρίοις οργάνοις, στόματι και γλώττη, προς μήνυσιν ων αν θέλη. Τέχνη δε αοράτω και παμμούσω ταύτα κρούων ευ ηχά και παναρμόνια και γέμοντα συμφωνίας της πάσης αποτελεί».
Δηλαδή: «Ο Προφήτης δεν λέγει τίποτε δικό του. Είναι όργανον του Θεού. Είναι ένα ηχείον που το κτυπά αοράτως, για να παράγη ήχον. Κάποιος άλλος γίνεται κάτοχος των φωνητικών του οργάνων, του στόματος και της γλώσσας, για να διαμηνύση όσα θέλει. Κι επειδή τα πλήττει με τέχνην αόρατον και θαυμαστήν, κάμνει ώστε να ακούονται πράγματα εύηχα και παραρμόνια και γεμάτα από κάθε αρμονίαν»(1).
Όπως κάθε αποκρυφιστικός νόμος, πιθανότατα για τους μύστες επικίνδυνος, εφυλάκτηκε, συνέβη το ίδιο και με τους ηχητικούς κραδασμούς, που ήταν ορισμένες λέξεις. Αλλοίμονο αν εγνώριζαν οι της εποχής εκείνης πολεμιστές την λέξι και τον τρόπον της χρησιμοποιήσεώς της για χάλασμα των τειχών των πόλεων. Δεν θα άφηναν κανένα λαόν ελεύθερον. Θα εμπόδιζαν δηλαδή την ανάπτυξη και εξέλιξη των εθνών. Κι εκτός απ’ αυτό θα έσπερναν στο κεφάλι τους και το κεφάλι των συνενόχων τους στρατιωτών βάρη τεράστια, που θα εχρειάζονταν πολλές επανενσαρκώσεις για να τα αποτινάξουν. Η χρησιμοποίηση των αποκρύφων νόμων για ιδιοτελείς σκοπούς μόνον φορτία επισωρεύει στον ώμο του ανθρώπου. Η επίδειξη δυνάμεως, η φήμη και η δόξα, το στόλισμα του φθαρτού σώματος με διαμαντόπετρες, η προσπάθεια για ικανοποίηση των ανικανοποίητων αισθήσεων, είναι όλα πράγματα προσωρινά (από την σκοπιάν της αιωνιότητος της ζωής). Αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο στην ανθρωπότητα όταν οι δυνατοί της, τύποι με χαμηλήν συχνότητα κραδασμών, κρατώντας στα χέρια τους δυνάμεις της φύσεως έχουν την επιθυμίαν να τις χρησιμοποιήσουν για κατακτητικούς σκοπούς.

γ) Απόδειξις εφαρμογής των ηχητικών κραδασμών

Σ’ όλα τα ιερά κείμενα όλων των θρησκειών, έμειναν ίχνη ηχητικών κραδασμών που οι γνώστες τα αναγνωρίζουν αμέσως. Από αυτόν τον κανόνα δεν αποτελεί εξαίρεσιν η Αγία Γραφή για μας τους Χριστιανούς. Στην μελέτη αυτή θα δούμε τους ηχητικούς κραδασμούς, και τους κραδασμούς γενικά, όπως αυτοί διαφαίνονται ή παρουσιάζονται καθαρά, στο βιβλίον της Γενέσεως και στους Ελληνικούς θεούς. Λέγει: και είπεν ο Θεός: γενηθήτω φως, και εγένετο φως. Αυτό το «είπε: που αναφέρεται σε κάθε ημέραν δημιουργίας δεν είναι τίποτε άλλο από ηχητικός κραδασμός. Είναι ένα από τα πολλά σημαδάκια που άφησαν οι μύστες. Και ο κόσμος το αντιπαρέρχεται για τον λόγον ότι στην σκέψιν του ο θεός είναι ένας καλοστεκούμενος γεροντάκος που κάθε λέξη, βγαίνοντας από τα χείλη του, μεταβάλλεται αμέσως σε υλικό αντικείμενο. Δεν μπορεί ο απλούς κόσμος να αντιληφθή ότι είναι ηχητικός κραδασμός με τεραστίαν δύναμιν, ικανός να δημιουργήση όχι στο υλικό πεδίο, αλλά στο ανώτατο κι ακατανόητο για μας πεδίο, το άμορφο. Ο κραδασμός αυτός δεν βγαίνει από τα χείλη ανθρωπόμορφου θεού, αλλά είναι απλώς σκέψις του δημιουργού, όπως η δική μας σκέψις. Με την διαφοράν ότι η δική μας σκέψη είναι θαμπή και σκοτεινή. Η θεϊκή σκέψη είναι φως. Και η εικόνα του δημιουργημένου αντικειμένου (αν μπορεί κανείς να εκφρασθή έτσι στον πεδίον εκείνο) είναι πάλι φως.
Για να υλοποιηθή η εικόνα εκείνη πρέπει να κατεβή (αν μπορούμε πάλι να εκφρασθούμε με αυτό τον τρόπο) σε ολιγώτερο φωτεινό πεδίον και να ντυθή την ύλη του πεδίου εκείνου. Κατόπιν θα κατεβή στο παρακάτω πεδίο και πάλι θα ντυθή ύλη του πεδίου εκείνου. Έτσι κατεβαίνει στο θυμικό ή αστρικό πεδίο και ντύνοντας τον εαυτόν της με την ύλη του γίνεται ορατή πια από ένα ενορατικόν άνθρωπο. Το τελευταίο της στάδιο είναι να εισορμήση στο υλικό πεδίο και να γεννηθή κάπου, με ντύμα της πια τι χοϊκόν σώμα.
Αυτή είναι πάντοτε η μηχανική διαδικασία της δημιουργίας. Ποτέ η αρχή δεν γίνεται από το χαμηλό πεδίο, τον χουν. Γίνεται πάντοτε από τα άνω, από το άμορφο πεδίο. Και αυτά που ονομάζομε πεδία είναι καταστάσεις αλλά και δυνάμεις.
Ο ηχητικός κραδασμός «είπε» δεν αναφέρεται στο χοϊκό πεδίο.
Στην λογική ερώτηση του αναγνώστη αν υπάρχουν ηχητικοί κραδασμοί δημιουργικοί στο χοϊκό μας πεδίο η απάντησις είναι ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο με ενεργητικό αποτέλεσμά τους κάποια μικρή ή μεγάλη επίδραση, όταν προφερθούν ορθά. Όχι όμως, ποτέ, δημιουργικοί. Η επίδρασις μπορεί να είναι επιδιόρθωση, ανάπτυξη, συντήρηση, ενδυνάμωση, όχι όμως δημιουργία.
Τώρα ποιος ήταν ο κραδασμός, με τον οποίο και από τον οποίο άρχισε η δημιουργία, κανείς δεν γνωρίζει ούτε είναι δυνατόν να γνωρίση. Και τούτο για τον λόγον ότι δεν μπορεί ποτέ η χοϊκή μας μορφή να γνωρίση και να προφέρη τα αγνώριστα και τα απρόφερτα. Αν ήταν ποτέ δυνατόν αυτό η μορφή μας θα εδιαλυόταν σε κλάσμα δευτερολέπτου. Δεν θα της ήταν μπορετό να ανθέξη στην ενεργητική δύναμη των κραδασμών εκείνων. Θα εγινόταν φως.
Οι νόμοι που διέπουν ενεργητικούς ηχητικούς κραδασμούς και ποιοι είναι αυτοί για το ανθρώπινον σώμα, είναι και θα είναι ακόμη μυστικοί για τον πολύ κόσμο, εκτός από ορισμένους Οργανισμούς.
Αντιγράφω εδώ από τα πρακτικά της πνευματιστικής συνεδριάσεως μιας αδελφότητος που έγινε την 22.9.1966 εις Αθήνας.
Παρακαλώ τους αναγνώστας μου να μη πετάξουν το βιβλίο στο καλάθι των αχρήστων πριν διαβάσουν τα παρακάτω με πολύ προσοχή. Παρακαλώ δε να λάβουν υπ’ όψιν τους τα εξής:
1)Κανένα από τα μέλη της αδελφότητος δεν είχε ποτέ διαβάσει, ούτε ακούσει, ούτε γνωρίσει τίποτε απ’ αυτά που ελέχθησαν.
2)Το διάμεσον δεν είχεν ιδέα του τι θα έβλεπε και του τι θα άκουε – πρόγραμμα δεν υπήρχε - ούτε κατόπιν ενθυμείται τι έκαμε και τι είπε.
3)Το διάμεσον δεν έχει αποκρυφιστικές γνώσεις και είναι απολύτως ειλικρινές.
4)Ούτε το διάμεσον ούτε κανένα μέλος της αδελφότητος έχει ιδιοτελή συμφέροντα από τις συνεδριάσεις αυτές. Όλοι εργάζονται ανιδιοτελώς και μάλιστα πληρώνουν και συνδρομήν.

22.9.1966 Διάμεσον Μαρία Τ.
Μαρία: (Ομιλεί προς το πνεύμα του πατρός Δ.) Που να πάω κι εγώ εκεί; Δεν υπάρχει τίποτε. Μου λέγει (προς τους παρισταμένους) να τα κλείσω όλα και να πάρω τρεις βαθειές αναπνοές (το κάμνει και εξακολουθεί να μιλά). Τι ωραία! Δεν υπάρχει τίποτα. Η φωνή μας! Τι ωραίο φως! Τι ωραία λάμψη! Πολύ ψηλά! (προς τους παρισταμένους): ελάτε κι εσείς! Ελάτε! Τι ωραία που είναι! Φως άπλετο, καθαρό, καμιά σκιά στα μάτια μου. Ένα απέραντο φως. Θα σκύψω να δω κάτω. Πο! Πο! Πο! Πόσο ψηλά είναι! Θα πέσω. Όχι! Τώρα είμαι σταθερά, γερά, όχι σ’ ένα στρώμα από σύννεφα! Ζαλίζεται λιγάκι το κεφάλι μου. Ο αδ. Δ. χάνει τη γήινη περιβολή που είχε, και φαίνειται. Βλέπω κι εγώ τον εαυτό μου δίπλα. Είμαι εγώ; Πως είμαι; Σαν ένα πούπουλο, σαν ένα τίποτα. Πως μπορώ να μιλάω και να είμαι ένα τίποτα; Μπορώ; (προς τους παρισταμένους). Πέστε μου, αδελφοι. Πως μπορώ να είμαι τίποτα και να είμαι κάτι; Είμαι τίποτα, και είμαι κάτι. Κάτι ωραίο! Κάτι δυνατό! Κάτι φωτεινό! Πέρασα, μου λέγει ο αδ. Δ. Είναι και Δάσκαλός μου. Είναι και ο Σβαν Κουλ. Οι δυό τους με κρατάνε. Και οι δυό είναι φωτεινοί. Μόλις τους ξεχωρίζω. Αλλά και τον εαυτό μου τον ξεχωρίζω έτσι σαν πούπουλο, σαν ένα τίποτα. Μα πως μιλάω; Την φωνή μου την ακούω. Είναι δυνατόν; Η δύναμις η φωτεινή που στέλνει αυτή τη φωτεινή σκέπη επάνω σας, δίδει αυτή τη δύναμη (τώρα μιλά στον εαυτό της, λέγοντας τι της λέγουν).
Αδελφή Μαρία, έχε πίστη. Έχεις μεγάλη, αλλά περισσότερη. Και όλα θα βαδίσουν προς όφελος της ανθρώπινης ύλης, και το φως θα δημιουργήση ένα δυνατό κύκλο. Άλλοι αδελφοί εργάζονται για να φτάσουν στη Σελήνη. Εσείς εργάζεσθε για κάτι πιο δυνατό, πιο θετικό, πιο χρήσιμο. Προσπαθείστε όμως από δω που βρίσκεσθε. (Μιλά η ιδία): Ποια είναι αυτή η φωνή; Είναι μια μεγάλη. Είναι ένας φωτεινός, ένας φωτεινός άνθρωπος, δεν είναι άνθρωπος, ένας φωτεινός, ένα φωτεινό… μια φωτεινή δύναμι, ξέρω γω; Δεν μπορώ να την εξηγήσω. Πώς να την εξηγήσω! Μια οντότης αλλά έχει σχήμα φωτεινό, τόσο φωτεινό, που αυτό εκπέμπει δυνάμεις προς τα κάτω, προς εσάς. Προσπαθείστε. Δίδει οδηγίες σε ορισμένους αδελφούς απ’ εδώ. Σ’ αυτούς που θα εννοήσουν τα λεγόμενά του. Είναι πολύ δυνατός και αισθάνομαι μια σταθερή στάση, ότι εκτελώ ένα καθήκον πραγματικό, ότι κάτι είμαι κι εγώ, ότι δεν είμαι το σκουπίδι της Γης, εκείνο το αμόρφωτο πλάσμα της Γης, η Μαρία, δεν είμαι, όχι, όχι! Είμαι όχι εγώ, είμαι κάτι, μα είμαι και κάτι εγώ… δεν μπορώ να το καταλάβω (λέγει τι της λέγουν). Πλησιάζεις να καταλάβης. Προσπάθησε και θα το πετύχουμε. Πρέπει. Είσαι έτοιμη να δεχθής. Έτοιμη, Μαρία! Κατάλαβέ το. Νιώσε το! Είσαι έτοιμη πλέον να δώσουμε την κατεύθυνση αυτή. Είσαι σταθερή και έτοιμη. Δεν θα πης λάθος! Αυτά που θα ακούς θα τα μεταδώσης με την ηρεμικήν κατάστασιν (μόνη της). Άσε ν’ αναπνεύσω αυτόν τον καθαρό. Να ξεκαθαρίσω τελείως. Ούτε αυτιά έχω, ούτε μαλλιά έχω, τίποτα δεν έχω. Αλλά κάτι έχω. (Λέγει όσα της λέγουν). Έχεις δύναμη που πρέπει να την μεταβιβάσουμε στους αδελφούς. Λοιπόν, αρχίζουμε: Θέλω να κάνετε πιο κοντινό κύκλο και μια εντατική προσευχή αν αυτό είναι δυνατόν.
(Γίνεται πιο στενός κύκλος από τους αδελφούς, και προσευχή). Μια θεία μελωδία αυτή! Οι πρώτοι ήταν σαν μια αρχή. Ευχαριστώ! Ένας φωτεινός ολοφώτεινος σχηματίζεται… αυτή… αυτή η ακτίνα σχηματίζεται – σχηματίζεται… ένας… σαν άνθρωπος… Αλλά όχι έτσι καθαρά ανθρώπινος, υλικός, όχι. Ένας φωτεινός, φωτεινότερος, φωτεινότερος κατεβαίνει… κατεβαίνει… πρέπει να κατέλθη από το έβδομον αδελφέ Σπυρίδων. Κατεβαίνοντας και συ, και συ, είσαι εδώ και συ είσ’ εδώ (δεικνύει τους αδελφούς Σπυρίδωνα, Λουκάν και Λεωνίδαν). Πιο κάτω είσαι συ και συ (δεικνύει τους αδελφούς Τηλέμαχον και Κατ.) και οι άλλοι όλοι. Είναι ένας. Είναι ο αδ. Σπ. αδ… Κάτω είναι και οι άλλοι αδελφοί, όλοι είσθε. Είδατε η δύναμη είναι η προσευχή; Εγώ ευχαριστώ. Δύο χρυσοί κύκλοι, σαν χρυσοί. Είναι οι κύκλοι μ’ αυτό τον τρόπο (κάνει κύκλο με τα χέρια της) και δίδουν ανταύγειες. Αυτά είναι ίσα, αλλά είναι και κάτι… στη μέση είναι αυτή η θεία ανταύγεια, θεία φλόγα, ούτε θεία φλόγα… ανάμεσα από το στερεό, όχι. Δεν καταλαβαίνω εγώ… Ο Θείος Λόγος! Παίρνει σαν μορφή, σαν φωνή, και η φωνή σχηματίζεται. Τι παράξενα πράγματα! Είναι δυνατόν η φωνή να σχηματίζει… Και όμως, η φωνή δημιούργησε φως. Η φωνή δημιούργησε. Η αυταύγεια αυτή δημιούργησε τον άνθρωπο με την επένδυση, με την Εαυτού βούληση. Δεν καταλαβαίνω. Η φωνή, δημιούργησε και ετοποθέτησε σ’ ένα στερέωμα τον Λόγον του, τα δημιουργήματά του, να παίρνουν, να ζουν, αλλά η αδυναμία εδημιούργησε κάτι που κατέστρεψε. Γι’ αυτό η φωνή πάει να δημιουργήση εις τους αιώνες…»
Από την προσεκτική μελέτη των ανωτέρω προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι πνευματικοί οδηγοί ήθελαν να μας δώσουν κάποιαν αμυδρά αλλά και παραστατικήν εικόνα του μηχανισμού της δημιουργίας. «Η φωνή δημιουργεί, σχηματίζει, σχηματίζεται… εδημιούργησε την αιθερίαν ζωήν». Η φωνή είναι ένας κραδασμός, ηχητικός για μας τους κλεισμένους στο χοϊκόν σώμα, αλλά κραδασμός δημιουργικός και δύναμη στα ανώτερα πεδία της υπάρξεως. Ο Θεός είπε «σημαίνει ότι εκινήθη κάποιος (ηχητικός για μας) κραδασμός, κάποια δύναμη (2) και έτσι άρχισε η δημιουργία. Η αντίληψή μας γι’ αυτά τα πράγματα είναι και θα είναι πάντοτε σχετική, εφ’ όσον διαβιούμε σε διαφορετικήν συχνότητα κραδασμών (ή πεδίον ή ουρανό). Γι’ αυτό έγραψεν ο Απ. Παύλος ότι ήκουσε άρρητα ρήματα α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι».
Μια μικρά παρομοίωση είναι δυνατόν να δώση αμυδρήν ιδέα των διαφορετικών καταστάσεων ζωής: κι εμείς οι άνθρωποι και οι μέλισσες ζούμε στον ίδιο πλανήτη, έχουμε σώμα υλικό, γεννώμεθα, τρεφόμεθα, μεγαλώνουμε, πεθαίνουμε. Όμως, οι μέλισσες με τα πολυεδρικά τους μάτια δεν βλέπουν ασφαλώς τον κόσμο όπως τον βλέπουμε εμείς. Δεν αντιλαμβάνονται την ύπαρξη αυτοκινήτου. Ούτε μπορούν ποτέ να κατανοήσουν τον τρόπο διαβιώσεώς μας: ότι λ.χ. σφάζομε ζώο το οποίο δερματώνουμε, κόβουμε το κρέας τους, το ψήνομε στη φωτιά κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι το μασούμε και το καταπίνουμε για να τραφούμε.
Ούτε μπορεί η μέλισσα να αντιληφθή πως γίνεται ένα φυτό, πως μεγαλώνει και πως δημιουργείται το άνθος από το οποίο τρέφεται.
Στο ίδιο συμπέρασμα φθάνει κανείς αν λάβη υπ’ όψιν του άλλες μορφές ζωής, της ζωϊκής ή της φυτικής θαλασσίας ή χερσαίας, που ζουν στον ίδιο πλανήτη και την ίδια χρονική στιγμή μ’ εμάς.
Πως κι εμείς είναι δυνατόν ν’ αντιληφθούμε τη ζωή σε άλλα επίπεδα υπάρξεως και γύρω μας αν είναι;



_______________________________
1.Καββαλιστικαί αξίαι γραμμάτων και αριθμών προς αποτέλεσιν μυστικών ονομάτων δια ηχητικάς δονήσεις ωρισμένου ρυθμού. Τότε θέτουν εις συνήχησιν τα αιθερικά διαστήματα. Αι δονήσεις κατευθυνόμεναι υπό της θελήσεως του μύστου είναι εις θέσιν να παραγάγωσιν τα επιζητούμενα αποτελέσματα (Γνωστικοί)
2.»Τω βασιλεί των δυνάμεων» ύμνος προς την Παναγίαν της Ορθ. Ανατ. Εκκλησίας.

ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΚΗΡΡΗ
ΑΠΟΚΡΥΦΟΙ ΓΝΩΣΕΙΣ
ΠΟΛΥΓΡΑΦΗΜΕΝΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΙΚ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ 1966

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ – MIRCEA ELIADE


1. Ο συμβολισμός του νερού

Για δύο λόγους πρέπει να εκθέσουμε τη θρησκευτική σημασία του νερού προτού ασχοληθούμε με τη γη. Πρώτον τα ύδατα προϋπήρχαν της γης («Σκότος σκέπασε...», αναφέρεται στη Γένεση). Δεύτερον η εξέταση της σημασίας του νερού διευκολύνει την κατανόηση της δομής και λειτουργίας της συμβολικότητας. Και η συμβολικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή της ανθρωπότητας. Μέσω των συμβόλων ο κόσμος αποκτά «διαφάνεια» ικανή να «φανερώσει» το υπερφυσικό.
Το νερό συμβολίζει το σύνολο των δυνατοτήτων, είναι fons et origo, η παρακαταθήκη όλων των δυνατοτήτων της ύπαρξης. Προηγείται κάθε μορφής και φέρει κάθε δημιουργία. Ένα πρότυπο της δημιουργίας είναι το νησί, το οποίο «παίρνει υπόσταση» ξαφνικά μέσα στον κατακλυσμό. Αντίθετα, το βύθισμα στο νερό συμβολίζει την επιστροφή στο άμορφο, την επανασυναρμογή στην αόριστη κατάσταση της προΰπαρξης. Η ανάδυση επαναλαμβάνει την κοσμογονική πράξη της μορφοποίησης. Γι' αυτό ο συμβολισμός του νερού εμπεριέχει τόσο θάνατο όσο και αναγέννηση. Η επαφή με το νερό σημαίνει πάντα αναζωογόνηση, πρώτον επειδή την αποσύνθεση ακολουθεί πάντα μια «αναγέννηση» και, δεύτερον, επειδή το βύθισμα στο νερό προκαλεί γονιμότητα και πολλαπλασιάζει το ζωτικό δυναμικό. Στην υδάτινη κοσμογονία αντιστοιχούν σε ανθρωπολογικό επίπεδο οι υλογενέσεις, αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες το ανθρώπινο γένος δημιουργήθηκε από το νερό. Στον κατακλυσμό ή το περιοδικό βύθισμα ηπείρων (μύθος της Ατλαντίδας) αντιστοιχεί σε ανθρώπινο επίπεδο ο «δεύτερος θάνατος»του ανθρώπου (η υγρασία και ο λειμών του κάτω κόσμου) ή ο συμβολικός θάνατος μέσω της βάπτισης. Ούτε σε κοσμολογικό ούτε σε ανθρωπολογικό επίπεδο σημαίνει το βύθισμα στο νερό μια ολοκληρωτική εξάλειψη. Είναι μια προσωρινή επανένταξη στην αμορφία, η οποία συνεπάγεται μια νέα δημιουργία, μια καινούργια ζωή ή έναν «καινούργιο άνθρωπο», ανάλογα με το εάν πρόκειται για ένα κοσμολογικό, βιολογικό ή σωτηριολογικό μοτίβο. Διαρθρωτικά ο «κατακλυσμός» μπορεί να συγκριθεί με τη «βάπτιση» και η σπονδή στους νεκρούς με τις θυσίες κάθαρσης για τα νεογέννητα ή ακόμη και με τα τελετουργικά εαρινά λουτρά, που χαρίζουν υγεία και γονιμότητα.
Σε οποιαδήποτε θρησκευτική συνάρτηση και να απαντά το νερό, η λειτουργία του παραμένει πάντα η ίδια: διαλύει και εξαλείφει μορφές, «ξεπλένει τις αμαρτίες», καθαρίζει και αναζωογονεί συγχρόνως. Σκοπός του είναι να προηγείται της δημιουργίας και να την απορροφά ξανά, χωρίς να αποχωρίζεται όμως τη ρευστότητά του, δηλαδή χωρίς να μπορεί να παίρνει συγκεκριμένες μορφές. Το νερό παραμένει πάντα σε μια ιδεατή, καρποφόρα και λανθάνουσα κατάσταση. Οτιδήποτε κατέχει μορφή συγκροτείται πάνω από το νερό, αποστασιοποιούμενο από αυτό.
Ένα στοιχείο είναι στην περίπτωση αυτή ουσιώδες: τόσο η ιερότητα του νερού όσο και η δομή των υδατολογικών κοσμογονιών και αποκαλύψεων μπορεί να γίνουν ευδιάκριτες μόνο μέσω του συμβολισμού του νερού. Αφού το νερό αποτελεί το μοναδικό «σύστημα», στο οποίο μπορούν να συνενωθούν όλες οι εκάστοτε αποκαλύψεις των αμέτρητων θεοφανείων. Αυτός ο κανόνας ισχύει παρεμπιπτόντως για κάθε είδος συμβολισμού: μόνο το σύνολο των συμβόλων διαφωτίζει τις διαφορετικές σημασίες των θεοφανείων. Το βαθύτερο νόημα π.χ. των «υδάτων του θανάτου» μπορεί κανείς να το αντιληφθεί μόνο όταν γνωρίζει τη δομή του υδατοσυμβολισμού.


2. Η ιστορία της βάπτισης

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν παρέλειψαν να εκτιμήσουν κάποια προχριστιανικά και παγκόσμια νοήματα του υδατοσυμβολισμού, στα οποία βέβαια απέδωσαν καινούριες και σχετικές με την ύπαρξη του Χριστού σημασίες. Για τον Τερτυλλιανό (De baptismo, III-V) το νερό αποτελούσε την αρχική «έδρα του θεϊκού πνεύματος, το οποίο προτιμούσε το νερό από τα υπόλοιπα στοιχεία... Το νερό δημιούργησε πρώτο ζωή, ώστε να μη χρειάζεται να απορεί κανείς, όταν αργότερα το νερό, κατά τη διαδικασία του βαπτίσματος, έχει τη δυνατότητα να χαρίζει ζωή... Κάθε φυσικό νερό παραλαμβάνει την παλιά δικαιοδοσία, η οποία του απονεμήθηκε κατά τη δημιουργία του, τη δύναμη να αγιάζει κατά τη μυσταγωγία, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη διαδικασία αυτή γίνεται επίκληση του Θεού. Μόλις ειπωθούν τα λόγια, κατεβαίνει από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα και στέκει πάνω από τα ύδατα, τα οποία καθαγιάζει με την ιερότητά του. Τα κατ' αυτόν τον τρόπο καθαγιασμένα ύδατα πληρούνται πλέον μ' αυτή την ιερή δύναμη... Ό,τι προηγουμένως θεράπευε το σώμα, θεραπεύει τώρα την ψυχή. Ό,τι χάριζε υγεία μέσα στο χρόνο, χαρίζει αγιότητα μέσα στην αιωνιότητα...»
Με το βάπτισμα στο νερό πεθαίνει ο «παλιός άνθρωπος» και απ' αυτόν γεννιέται ένα νέο, αναζωογονημένο ον. Αυτός ο συμβολισμός περιγράφεται πολύ παραστατικά από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Ομιλίες Ιωάννου, XXV,2), ο οποίος γράφει για τη συμβολική πολλαπλή σημασία της βάπτισης: «Παριστά το θάνατο και την ταφή, τη ζωή και την ανάσταση... Όταν βυθίζουμε το κεφάλι μας στο νερό, όπως σε έναν τάφο, ο παλιός άνθρωπος εξαφανίζεται εντελώς και θάβεται. Τη στιγμή που αναδυόμαστε από το νερό, εμφανίζεται ο νέος άνθρωπος».
Οι ερμηνείες του Τερτυλλιανού και του Ιωάννη του Χρυσόστομου συμφωνούν, όπως φαίνεται, απόλυτα με τη δομή του υδατοσυμβολισμού. Στη χριστιανική σημασία του νερού προστίθενται όμως καινούρια στοιχεία από την «ιστορία» και μάλιστα από την ιερή ιστορία. Πρωταρχικά υπάρχει η σημασία της βάπτισης ως κατάδυση στο βυθό με σκοπό τη μονομαχία με το θαλάσσιο τέρας. Αυτή η κατάδυση έχει ως πρότυπο τη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη, που παράλληλα ήταν και μια κατάδυση στα ύδατα του θανάτου. Όπως γράφει ο Κύριλλος, ήταν «κατά τον Ιώβ ο δράκος Βεεμώθ στα νερά, ο οποίος τραβούσε τον Ιορδάνη στην άβυσσό του. Επειδή τα κεφάλια του δράκου έπρεπε να κοπούν, ο Ιησούς κατά τη βάπτισή του περιόρισε τη δύναμή του, έτσι ώστε να αποκτήσουμε τη δύναμη να μπορούμε να βαδίζουμε πάνω σε σκορπιούς και φίδια». Σ' αυτό προστίθεται και η αξιολόγιση της βάπτισης ως επανάληψης του κατακλυσμού. Κατά τον Ιουστίνο, ο Χριστός αναδύθηκε σαν νέος Νώε από τα νερά και έγινε ο ιδρυτής μιας καινούριας φυλής. Η πλημμύρα συμβολίζει τόσο την κατάδυση στα βάθη των θαλασσών όσο και τη βάπτιση. «Η πλημμύρα ήταν λοιπόν μια εικόνα που ολοκληρώθηκε πλέον με τη βάπτιση... Όπως ο Νώε αντιστάθηκε στη θάλασσα του θανάτου, από την οποία απορροφήθηκε η αμαρτωλή ανθρωπότητα και από την οποία αναδύθηκε ξανά, έτσι ο βαπτιζόμενος βυθίζεται στο καθαγιασμένο ύδωρ, για να πολεμήσει σε μια τελευταία μάχη με το θαλάσσιο δράκο και να αναδυθεί νικητής.
Όμως, και με τον Αδάμ παραλληλίζεται ο Χριστός στο μυστήριο της βάπτισης. Αυτός ο παραλληλισμός Αδάμ-Χριστού κατέχει ήδη εξέχουσα θέση στη θεολογία του Αποστόλου Παύλου. «Με τη βάπτιση», ισχυρίζεται ο Τερτυλλιανός, «ο άνθρωπος επαναποκτά το καθ' ομοίωσιν» (Περί Βαπτίσματος, V). Για τον Κύριλλο «η βάπτιση δε σημαίνει μόνο την κάθαρση από τις αμαρτίες και τη χάρη της υιοθεσίας, αλλά και το αντίτυπο των Αγίων Παθών». Ακόμη και η γύμνια του βαπτιζόμενου εμπεριέχει μαι τελετουργική και μεταφυσική σημασία, δηλαδή την απόθεση «της παλιάς περιβολής της φθοράς και της αμαρτίας, την οποία απεκδύεται ο βαπτιζόμενος συντασσόμενος τον Χριστό – την περιβολή, την οποία φόρεσε ο Αδάμ μετά το προπατορικό αμάρτημα» και συγχρόνως την επιστροφή στην αρχική αθωότητα, στην κατάσταση του Αδάμ πριν την πτώση. «Ω, τι θαύμα», γράφει ο Κύριλλος, «ήσασταν μπρος στα μάτια όλων γυμνοί, χωρίς αίσθημα ντροπής, επειδή φέρατε μέσα σας την εικόνα του πρώτου Αδάμ, ο οποίος ήταν στον παράδεισο γυμνός, χωρίς να ντρέπεται».
Ήδη από αυτά τα λίγα χωρία γίνεται φανερό το νόημα των χριστιανικών νεωτερισμών: από τη μια οι Πατέρες της Εκκλησίας έψαχναν για αντιστοιχίες ανάμεσα στις δύο Διαθήκες, από την άλλη παρουσίαζαν τον τρόπο, με τον οποίο ο Ιησούς είχε εκπληρώσει πραγματικά τις υποσχέσεις του Θεού απέναντι στο λαό του Ισραήλ. Όμως αυτή η καινούρια αξιολόγηση του συμβολισμού της βάπτισης δεν ήρθε σε αντίθεση με τον ευρέως διαδεδομένο υδατοσυμβολισμό. Όλα εμπεριέχονται μέσα σ' αυτόν: ο Νώε και η πλημμύρα έχουν το αντίστοιχό τους σε αμέτρητες παραδόσεις με τη μορφή του κατακλυσμού, που εξαφανίζει την «ανθρωπότητα», εκτός από ένα μοναδικό άνθρωπο, το μυθικό πρόγονο μιας καινούριας ανθρωπότητας. Τα «ύδατα του θανάτου» αποτελούν ένα βασικό μοτίβο της αρχαίας ανατολίτικης, ασιατικής και ωκεάνιας μυθολογίας. Το νερό «σκοτώνει» διαλύοντας και δίνοντας τέλος σε κάθε μορφή. Από την άλλη μεριά είναι ακριβώς γι' αυτό το λόγο τόσο πλούσιο σε «φύτρα» και γόνιμο. Ο συμβολισμός της γύμνιας κατά το μυστήριο της βάπτισης δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της εβαιοχριστιανικής παράδοσης. Η λειτουργική γύμνια σημαίνει ακεραιότητα και πληρότητα. Η έλλειψη «περιβολής», η έλλειψη «φθοράς» (αρχέτυπη εικόνα-αναπαράσταση του χρόνου) είναι ενδεικτικά του «Παραδείσου». Κάθε λειτουργική γύμνια παραπέμπει σ' ένα διαχρονικό μοντέλο, σε μια παραδείσια εικόνα.
Τα τέρατα της αβύσσου απαντούν σε πολλές παραδόσεις. Ήρωες και πρωτοπόροι κατεβαίνουν στα βάθη της αβύσσου και μάχονται τα θαλάσσια τέρατα. Αυτό αποτελεί την τυπική δοκιμασία καταξίωσης. Φυσικά υπάρχουν στην ιστορία των θρησκειών πολλές διαφορετικές παραλλαγές: σε ορισμένες περιπτώσεις οι δράκοι φυλάγουν ένα «θησαυρό», μια αλληγορία του Ιερού, της απόλυτης πραγματικότητας. Η λειτουργική νίκη (= καταξίωση, διάκριση) ενάντια στο τέρας-φύλακα αντιστοιχεί στην κατάκτηση της αθανασίας. Η βάπτιση αποτελεί για τον χριστιανό ένα μυστήριο, επειδή θεσμοθετήθηκε από το Χριστό. Παρ' όλ' αυτά βασίζεται στην τελετή καταξίωσης με δοκιμασία (= μάχη με το τέρας) και στο συμβολικό θάνατο και την ανάσταση (= γέννηση νέου ανθρώπου). Μ' αυτό δεν εννοούμε ότι ο ιουδαϊσμός άντλησε αυτούς τους μύθους και τους συμβολισμούς από τις θρησκείες των γειτονικών λαών. Κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο, αφού ο ιουδαϊσμός ήταν κληρονόμος μιας προϊστορίας και μιας μακράς θρησκευτικής ιστορίας, στην οποία προϋπήρχαν όλα τα παραπάνω. Δεν ήταν καν απαραίτητη η συντήρηση αυτού του συμβολισμού σε καθολικό επίπεδο από τον ιουδαϊσμό. Αρκούσε το ότι μια ομάδα εικόνων της περιόδου πριν το Μωυσή – έστω και θολή – είχε διασωθεί, μια και αυτές οι εικόνες ήταν σε θέση να προσλάβουν οποιαδήποτε στιγμή μια δυναμική θρησκευτική επικαιρότητα.


MIRCEA ELIADE
ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΒΗΛΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΣΕΝΙΔΗ 2002