.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Εγκάρσιο σκοτάδι - Ελένη Βακαλό



Εγκάρσιο σκοτάδι περνά μια σειρά ημερών
Κι ούτ’ άστρο δε φέγγει της νύχτας
Δεν είναι σκοτάδι της νύχτας αυτό
Τέτοιο πουλί. Ο ουρανός έχω γίνει που μέσα γκρεμίζεται
Θήραμα λάμπει του αφρού. Στην άκρη βάθους μεγάλου νερών
Πριν πέσει το μελετάει μόνος ο βουτηχτής
Ουράνια θάλασσα, και το ένα μεγάλο μάτι του βουτηχτή να είναι η πηγή

Το δέντρο το άδειο κινούσε από κει
Ήταν το δέντρο άγνωστο, σκάλες και σκάλες κατέβαινε
Κλωνιά κλαδιά κορμός, βαθειά
Κι όσοι πεθαίναν καλοί καινούργια σειρά χλωρές φυλλωσιές.

από τη συλλογή Πριν από το λυρισμό [συγκεντρωτική έκδοση], 1981



Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ Τεραστία Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ - Εὐάγγελος Λεμπέσης



Τὸ πλέον γνωστὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγέλου Λεμπέση, δημοσιεύτηκε ἀρχικὰ στὴν «Ἐφημερίδα τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν» τὸ ἔτος 1941 μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πολεμικὴ συζητήσεων κριτικῶν καὶ ἀντιπαραθέσεων στὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς. Εἶναι γεμάτο ἀπὸ ὀξυδερκεῖς παρατηρήσεις πάνω στὸ τεράστιο θέμα τῆς βλακείας στὶς σύγχρονες κοινωνίες. Εἶναι μακροσκελές, στὴν καθαρεύουσα, ἀλλά, κατὰ κρίσιν ἀγαθοῦ, ἀνδρὸς ἀξίζει τὸν κόπο νὰ διαβαστῇ καὶ νὰ γίνει κτῆμα ὅλων.

Πρόλογος
Ἁπλὴ ὑποσημείωσις ἐξ ὀλίγων γραμμῶν εἰς ἄλλην μελέτην μου ἡ παροῦσα μικρὰ ἐργασία ἐξελίχθη εἰς τὸ ἀνὰ χείρας δοκίμιον χάρις εἰς τὴν παρώθησιν τοῦ διαπρεπεστάτου νομικοῦ καὶ ἀγαπητοῦ φίλου Διευθυντοῦ τῆς «Ἐφημερίδος τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν», κ. Ν. Π. Θηβαίου. Εἰς αὐτὸν ἑπομένως τὸν ἀνεξάντλητον εἰς ἐμπνεύσεις καὶ εἰς παντοειδῆ πρωτοτυπίαν ἐπιστήμονα καὶ συγγραφέα ὀφείλεται τόσον ἡ συγγραφή, καθὼς καὶ ἡ δημοσίευσις εἰς τὴν «Ἐφημερίδα τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν», ὡς καὶ ἡ ἐνταῦθα ἀναδημοσίευσις τῆς παρούσης μικρᾶς πραγματείας. Ὀφείλομεν χάριτας εἰς αὐτόν, ἀπὸ κοινοῦ συγγραφεὺς καὶ ἀνανῶσται, διὰ τὴν σύντομον αὐτὴν ἐντρύφησιν εἰς τὸν χλοερὸν τοῦτον κόσμον μιᾶς κατηγορίας συνανθρώπων, τῶν ὁποίων ἡ κοινωνικὴ σημασία ἔχει δεινῶς ὑποτιμηθῆ καὶ τῶν ὁποίων τὰ δικαιώματα εἶναι ἐξησφαλισμένα οὐ μόνον -φεῦ!- ἐν τῷ βασιλείῳ τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον ἐπὶ τοῦ χλοεροῦ τούτου πλανήτου!
Ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος δοκιμίου οὐδεμίαν προεργασίαν γνωρίζω καὶ συνεπῶς δέον νὰ κριθῶ ἐπιεικῶς, ὡς πάντη στερούμενος «βοηθημάτων». Τολμῶ ἐν τούτοις νὰ φρονῶ, ὅτι τούτων οὐδόλως παρίσταται ἀνάγκη, διότι ἀληθῶς ἐξαιρετικῶς μέγας εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀμέσου κοινωνικοῦ ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἐλαχίστη ἡ ἐκ τῆς ἐλλείψεως γραπτῶν βοηθημάτων στενοχωρία τοῦ γράψαντος.
Ὡς πρὸς τὴν μέθοδον τέλος δέον νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι κατεβλήθη ἐνδελεχὴς προσπάθεια, ὅπως αὕτη εἶναι αὐστηρῶς ἐπιστημονική. Διότι πράγματι - ὡς ἐλπίζω ν᾿ ἀποδειχθῇ - πλὴν τῶν ἄλλων δεδικαιολογημένων ἀξιώσεων, τὰς ὁποίας δύναται νὰ ἔχῃ παρὰ τῶν λοιπῶν ἀτυχῶν συνανθρώπων, ἡ εὐτυχὴς καὶ παντοδύναμος κοινωνικὴ κατηγορία, ἥτις ἐξετάζεται ἐνταῦθα, εἶναι καὶ ἡ ἀξίωσις ν᾿ ἀποτελέσῃ σοβαρώτατον θέμα σοβαροῦ ἐπιστημονικοῦ χειρισμοῦ.
Θὰ ἔπρεπεν ἴσως, ἐκ λόγων εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἀποτελοῦντας τὸ θέμα τῆς παρούσης μελέτης δυνάστας τῆς ἀνθρωπότητος ν᾿ ἀφιερωθῇ αὕτη εἰς αὐτούς. Ἐκ λόγων δικαιοσύνης ὅμως ἀφιεροῦται - καὶ οὐκ ἐπ᾿ ἐλάχιστον, πρὸς διδαχήν των - εἰς τοὺς δυναστευομένους: δηλονότι εἰς τοὺς εὐφυεῖς!

I
Εἰς τὴν πολυπληθῆ κατηγορίαν τῶν βλακῶν προσάπτεται ἀσφαλῶς ἄδικος καὶ ἐπιστημονικῶς ἐσφαλμένη μομφή, ὅταν οὗτοι χαρακτηρίζονται εἴτε ὡς ἄχρηστοι καὶ περιττὸν βάρος τῆς κοινωνίας, εἴτε ὡς παρασιτικοί, ἐκφράζεται δὲ συχνὰ ἡ ἀνόητος, ὡς θὰ ἴδωμεν, εὐχὴ ὅπως οὗτοι ἐκλείψουν. Τὸ πρόβλημα τῶν βλακῶν δὲν εἶναι ἐν τούτοις ἁπλοῦν ὅταν ληφθῇ πρώτον ὑπ᾿ ὄψιν ἡ στερεὰ καὶ ἀπολύτως ἀναγκαία θέσις, ἣν οὗτοι ἐπαξίως κατέχουν ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ. Οἱ βλᾶκες διαιροῦνται οὕτως εἰς δυὸ ὅλως ἀντιθέτους μεταξύ των «ὁμάδας», διεπομένας ὅμως ἀμφοτέρας ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ νόμου, τοῦ διαφορισμοῦ. Ἡ πρώτη ἐκ τούτων ὁμὰς καταλαμβάνει ὡς γνωστὸν τὰς ὑποδεεστέρας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις, ἤτοι εὑρίσκεται εἰς τὰς κατωτάτας βαθμίδας τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ. Πόσον εὐεργετικὴ διὰ τὴν κοινωνίαν εἶναι ἡ ὁμὰς αὕτη εἶναι περιττὸν νὰ τονισθῇ, διότι ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκμετάλλευσις καὶ ἄνευ ἐκμεταλλεύσεως δὲν θὰ ὑπῆρχε πολιτισμός. Εἰς δὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ: Ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ ὑπῆρχε διαφορισμός, διότι ἀντὶ τῆς ἀνισότητος, θὰ ὑπῆρχεν ἰσότης, ἔστω καὶ ἐκ τῶν ἄνω, δηλαδὴ θὰ ἦσαν ὅλοι εὐφυεῖς, ὅπερ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ διαφορισμοῦ τὸ αὐτό: ὡς νὰ ἦσαν ὅλοι βλᾶκες· διότι ὁ διαφορισμὸς ἀπαιτεῖ ῥητῶς καὶ εὐφυεῖς καὶ βλάκας, περικοπτωμένων δὲ οἱονδήποτε ἐκ τῶν δυὸ τούτων σκελῶν του, αἴρεται ὁλόκληρος. Ἄνευ δέ, κατ᾿ ἀκολουθίαν, τοῦ διαφορισμοῦ, καθισταμένου δυνατοῦ μόνον διὰ τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς τῶν βλακῶν, δὲν ὑπάρχει κοινωνία. Τοιαύτη λοιπὸν ἡ τεραστία κοινωνικὴ σημασία τῶν βλακῶν, ἥτις ἄλλως τε ὑπὸ πάντων ἀναγνωρίζεται, μολονότι μόνον εἰς τὸν κοινωνιολόγον εἶναι ἐπιστημονικῶς γνωστή.

II
Ἡ κατὰ τῶν βλακῶν καταφορὰ προκαλεῖται ἄλλως τε ὑπὸ τῆς δευτέρας ὁμάδος αὐτῶν, πλέον ἐνοχλητικῆς τῆς πρώτης, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἡ καταφορὰ αὕτη, ἐφ᾿ ὅσον ἐμφανίζεται ὡς λογικὴ κρίσις, εἶναι ἀκοινωνιολόγητος, ἤτοι ἀντεπιστημονική. Κατηγοροῦνται δηλαδὴ οἱ βλᾶκες τῆς δευτέρας ταύτης κατηγορίας ὅτι παναξίως κατέχουν σπουδαίας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις. Ἀλλ᾿ ἡ κρίσις αὕτη προδίδει πλήρη μίας ὡρισμένης μορφῆς τοῦ διαφορισμοῦ ἄγνοιαν. Ἡ μορφὴ αὕτη δεδομένη μὲ φυσικὴν ἀναγκαιότητα ὡς ὁ νόμος τοῦ διαφορισμοῦ εἶναι ὁ στοιχειώδης κανών: «δέκα βλάκες καθ᾿ ἑνὸς εὐφυοῦς· δέκα ἀνίκανοι καθ᾿ ἑνὸς ἱκανοῦ· δέκα ἀδύνατοι καθ᾿ ἑνὸς ἰσχυροῦ κ.ο.κ.». Τὸ φαινόμενον τοῦτο, κλασσικόν, τυπικὸν καὶ αἰώνιον ἀφ᾿ ἧς ὑπάρχει ἀνθρωπίνη κοινωνία, δι᾿ ὅλης τῆς Ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος, δύνανται νὰ εἶναι «τυχαῖον»; Ἀλλὰ τυχαῖον εἶναι ὅ,τι ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβῃ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Οὐδέποτε ὅμως ὅ,τι πρὸ πολλοῦ ἔχει συλληφθῇ εἰς τὸν θεμελειώδη νόμον τοῦ διαφορισμοῦ. Καὶ τὸ μὲν ψυχολογικὸν ἐλατήριον τοῦ συνασπισμοῦ τῶν ὁπωσδήποτε «κάτω» κατὰ τῶν ὁπωσδήποτε «ἄνω» εἶναι δεδομένη διὰ τοῦ ressentiment.
Ὁ συνασπισμὸς τῶν βλακῶν ἐνταῦθα εἶναι μηχανικὴ ὀργάνωσις βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἐλαχίστης προσπαθείας» πρὸς ἀντιμετώπισιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως εἰς τὸ πρόσωπον τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ ἑνός. Ἡ ὀργάνωσις αὕτη περιωρισμένης ἐκτάσεως καλεῖται κοινωνιολογικῶς κλίκα (clique).
2. Ἡ ἔμφυτος τάσις τοῦ βλακός, ἐξικνουμένη συχνότατα εἰς ἀληθῆ μανίαν ὅπως ἀνήκῃ εἰς ἰσχυρὰς καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρας πάσης φύσεως ὀργανώσεις, ἐξηγεῖται πρώτον μὲν ἐκ τῆς εὐκολίας τῆς ἀγελοποιήσεως, εἰς ἣν μονίμως ὑπόκειται, λόγω ἐλλείψεως ἀτομικότητος (ἐξ οὗ καὶ τὸ μῖσος τοῦ κατὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ ἀτομικισμοῦ), δεύτερον δὲ ἐκ τοῦ ἀτομικοῦ ζῳώδους πανικοῦ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου μονίμως κατατρύχεται, ἐκ τοῦ δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθῃ εἰς τὸ παντὸς εἴδους προλεταριᾶτον. Ἀποτελεῖ δὲ ἡ τάσις αὕτη ἀμάχητον σχεδὸν τεκμήριον περὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς πνευματικῆς του ἀναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργεῖται αὐτόματος συρροὴ βλακῶν εἰς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, αἴτινες, ἐὰν μὲν εἶναι συμφεροντολογικαί, διατηροῦν τοὐλάχιστον τὴν σοβαρότητα τῶν συμφερόντων των, ἐὰν ὅμως εἶναι «πνευματικαὶ» περιέρχονται σὺν τῷ χρόνῳ εἰς πλήρη βλακοκρατίαν. Εἰς τὸ φαινόμενον τοῦτο ὀφείλει τὸν ἐκφυλισμόν του λ.χ. ὁ μασσωνισμός, oι ἁπανταχοῦ Ῥοταριανοὶ ὅμιλοι, ὅλοι oι «πνευματικοί» σύλλογοι, καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ... Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν!. Ἑπόμενον εἶναι κατόπιν τούτων, ὅτι ὅπως ἡ λεγεὼν τῶν βλακῶν ὠθεῖται ἀκατανικήτως πρὸς τὴν ἀγέλην καὶ πρὸς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, οὕτω ὑφίσταται ἀκατανίκητον ἕλξιν ἀπὸ τὰς παντὸς εἴδους ἀγελαίας ἀντιατομικὰς καὶ ὁμαδιστικὰς θεωρίας, ἀπὸ τοῦ πάσης φύσεως παρεμβατισμοῦ ἢ διευθυνομένης οἰκονομίας ἢ 4ης Αὐγούστου μέχρι τοῦ σοσιαλισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ (ἄλλοι εἶναι οἱ ἐκμεταλλευταὶ τῶν θεωριῶν αὐτῶν). Τούτων δεδομένων ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀτελεύτητος καὶ αὐστηροτάτη ἐπιλογὴ βλακῶν εἰς τὰ ὁμαδικὰ συστήματα ἡ ὁποία, τῇ βοηθείᾳ μίας πολιτικῆς βίας, κατοχυροῦται καὶ ὡς πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν καθεστὼς (4η Αὐγούστου), τόσῳ μᾶλλον, ὅσο ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, χρήσιμος μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες διαθέτουν σκέψιν, εἶναι μονίμως καὶ ἐξόχως ἀντιπαθητικὴ εἰς τοὺς βλάκας, διότι ἀσκουμένη ὑπὸ τῶν ἄλλων στρέφεται ἐναντίον των, ἰδία ὁσάκις οὗτοι κατέχουν ἐξουσιαστικὰς θέσεις, ἢ ἔχουν συνδέσει συμφέροντα μὲ τοὺς κατέχοντας αὐτάς. Ἡ ἔλλειψις ἰδίας γνώμης, ἡ κολακεία καὶ ἡ ρᾳδιουργία (ἴδε κατωτέρω) τοὺς προορίζουν ἄλλως τε εἰδικῶς διὰ τὰς καταστάσεις ταύτας. Ἡ ἀκατανίκητος ἐπίσης τάσις τῶν βλακῶν πρὸς τὰς πάσης φύσεως ἀγελαίας ἐμφανίσεις (κοσμικαὶ συγκεντρώσεις καὶ causerie τρεφομένη ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν ἐφημερίδων καὶ τῶν ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καὶ διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω αὐτονόητος.

III
3. Ἀλλὰ πόθεν εἶναι δεδομένη ἡ πραγματικὴ δυνατότης τῆς ἀποτελεσματικῆς δράσεως τῆς βλακικῆς ἀγέλης; Ἡ δυνατότης αὕτη εἶναι δεδομένη ἀπολύτως ἀντικειμενικῶς καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ ψυχολογικοῦ ἐλατηρίου (τοῦ ressentiment), τὸ ὁποῖον ἄλλως οὐδεμίαν θὰ εἶχε κοινωνικὴν δρᾶσιν καὶ ἀκολούθως κοινωνιολογικὴν σημασίαν. Εἶναι δεδομένη ἐκ τῆς μοιραίας θέσεως τὴν ὁποίαν κατέχουν εἰς τὴν κλίμακα τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ οἱ βλᾶκες, θέσεως εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἀναντικατάστατοι, διότι εἶναι θέσις ὑποδεεστέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως ἀπαραίτητος διὰ τὸν ὅλον κοινωνικὸν μηχανισμόν, ὁ ὁποῖος βασίζεται ἀπολύτως εἰς τὰς κατωτέρας αὐτοῦ βαθμίδας. Εὐκρινέστατα διαφαίνεται ἡ ἐξάρτησις αὕτη τῶν ἀνωτέρω βαθμίδων καὶ προσώπων ἀπὸ τῶν κατωτέρων τοιούτων, ὅπου αὕτη λαμβάνει μορφὰς καθαρῶς ἐκβιαστικάς, τὰς ὁποίας γνωρίζουν πάντες οἱ κοινωνικοὶ ἄνθρωποι. Ὡς παράδειγμα δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ἡ παρέλκυσις ἢ ὁ ἐνταφιασμὸς μίας ὑποθέσεως εἰς οἱανδήποτε ὑπηρεσίαν ὑπὸ κατωτέρων ὑπαλλήλων, ἡ ἔκδοσις ἐντάλματος συλλήψεως κατὰ καταζητουμένου ἐκληματίου, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ κατώτερα ἀστυνομικὰ ὄργανα εἶναι ἀλληλέγγυα πρὸς αὐτὸν κλπ.
4. Λαμβανομένης ἤδη ὑπ᾿ ὄψιν τῆς ἐπικαίρου ταύτης θέσεως τῶν κατωτέρων βαθμίδων καὶ προσώπων ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ καθίσταται ἀπολύτως νοητὴ καὶ ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας διὰ κοινοῦ μεταξὺ τῶν συνασπισμοῦ ἀναδεικνύοντος ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δι᾿ ὀργανωμένης ἀντιστάσεως (boycotage) πρὸς τὰ ἄνω καὶ παραλύσεως τῶν τυχὸν ἀντιθέτων ἐνεργειῶν τῶν ὑπερκειμένων παραγόντων πρὸς ἀνάδειξιν ἄλλου πράγματι ἱκανοῦ, προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δι᾿ ὀργανωμένης προωθήσεως προσώπου ἐκ τῶν κόλπων αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα. Τὸ φαινόμενον τοῦτο καλεῖται κλίκα. Ὅτι τὴν ἐξέλιξιν ταύτην οὐδεὶς δύναται νὰ σταματήσῃ εἶναι φανερόν, ὅσον εἶναι φανερὰ ἡ νομοτελειακὴ συνάρτησις τῶν ὡς ἄνω δεδομένων. Κατὰ τὴν αὐτὴν συνάρτησιν τὸ φαινόμενον συνεχίζεται: «ἑνὸς βλακὸς προκειμένου μύριοι ἕπονται», ὁ δὲ οὕτω ἀνελθὼν βλὰξ θὰ προωθήσῃ ὁ ἴδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα ἑαυτοῦ, μέχρις ὅτου ἡ μία βιαία ἔξωθεν ἐπέμβασις, ὑπαγορευομένη ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἄλλου τινὸς κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ, ἢ ὁ φυσικὸς ἐκφυλισμὸς ἑνὸς τοιούτου ὀργανισμοῦ ἐκ τῶν ἔσω, ἐπιφέρει θεμελιώδη τινὰ ἀνατροπὴν ἢ καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν τερματισμὸν τοῦ βίου τοῦ ἐκφυλισθέντος ὀργανισμοῦ. Οὕτω λ.χ., εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ἡ τὸ 1910 ἀνελθοῦσα κοινωνικὴ ὁμὰς ἀνέτρεψε τὴν ἱεραρχίαν τῶν ἀξιῶν καὶ τῶν προσώπων καὶ ἐντὸς τοῦ παλαιοκομματισμοῦ, καταστήσασα δυνατὴν τὴν ὑπεφαλάγγισιν τῶν παλαιῶν αὐτοῦ ἀρχηγῶν ὑπὸ νέων (Γούναρη, Στράτου κλπ.)
5. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνευ συνασπισμοῦ καὶ ὀργανώσεως, ἄνευ «κλίκας», ἀνερχόμενοι βλᾶκες ἢ ἀνίκανοι γενικῶς, ἀτομικῶς καὶ μόνον ἐπικρατοῦντες, εὑρίσκονται ἐν τούτοις δεσμευμένοι ὑπὸ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἰς ἴσον βαθμὸν ὡς καὶ οἱ ὀργανωμένοι τοιοῦτοι. Διότι ἀντικειμενικῶς αἱ θέσεις τὰς ὁποίας λαμβάνουν εἶναι τοιαῦται, ὥστε ἡ ἀνεπάρκειά των ἢ νὰ εἶναι πλεονεκτικὴ ἢ νὰ εἶναι ἀνεκτή, οὐδέποτε ὅμως θέσεις ἀπαιτοῦσαι πραγματικὰ προσόντα, ἐκ τῶν ὁποίων, καὶ ἂν ἀκόμη φθάνουν εἰς αὐτάς, ἀνατρέπονται καὶ κρημνίζονται εἰς τὴν πρώτην ἀντίξοον περίστασιν καὶ ὑπὸ μεγάλου τινὸς ἢ μικροῦ πνέοντος ἀνέμου. Οὕτω λ.χ. πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κατέλαβον διαδοχικῶς πλεῖστα ἀξιώματα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας, ἀπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τοῦ «Προέδρου τοῦ Συλλόγου Προστασίας Ἐγγύων Μυιῶν», τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας Πωλητῶν Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., ἀξιώματα βεβαίως, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε θὰ ἐπιδιώξῃ σοβαρῶς ἀπασχολούμενος ἄνθρωπος. Εἰς τὰ ἀξιώματα ταῦτα προστίθενται φυσικὰ καὶ διακρίσεις οἶον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ.
Ο causeur συνάδελφος τοῦ ἀνωτέρω ἀποτελεῖ ἀληθῆ κοινωνικὴν μάστιγα, διότι ὡς causerie ἐκλαμβάνει τὸ νὰ λέγῃ εἰς τοὺς χειμαζομένους συνανθρώπους τί ἀνέγνωσεν εἰς τὰς ἐφημερίδας, τί ἤκουσεν εἰς τὸ ραδιόφωνον καὶ τί τοῦ εἶπον διάφοροι καθ᾿ ὁδόν, ἐξικνούμενος ἔστιν ὅτε εἰς τὰ σχόλιά του, ὅταν ἀποφασίσῃ νὰ σχολιάσῃ εἰς δυσθεώρητα ὕψη ὀξυδερκείας καὶ πνευματικῆς χάριτος: ὅτι λ.χ. κατὰ τὴν νύκτα ἀναμφιβόλως ἐπικρατεῖ σκότος, τὴν δὲ βροχὴν ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ ὑγρασία... Εἰς ταῦτα προστίθεται ἐνίοτε καὶ ἡ «προστατευτικὴ» στάσις αὐτοῦ ἔναντι τῶν πνευματικῶς ἀνωτέρων του, σκοποῦσα τὴν ὑποτίμησιν αὐτῶν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου κλπ.


IV
6. Ἐνδιαφέρον εἶναι τέλος ἐνταῦθα τὸ φαινόμενον μερικῶν εὐφυῶν ἀνθρώπων, οἵτινες, ἐνστικτωδῶς διαισθανόμενοι τὸν κοινωνικῶς ἀνυπέρβλητον ρόλον τῶν βλακῶν καὶ τὴν λαμπρὰν κοινωνικὴν αὐτῶν σταδιοδρομίαν - ἐν τῇ «χρυσῇ» μέσῃ ὁδῷ τῆς μετριότητος ἐννοεῖται - ἀποφασίζουν νὰ ὑποδυθοῦν τὸν ρόλον αὐτόν, ὅπως ἀνέλθουν διὰ τῆς μεθόδου τῆς «νύσσης», ὡς αὕτη εὐφυέστατα ἀποκαλεῖται παρὰ τῷ λαῷ. Ἀλλ᾿ ὁ ρόλος οὗτος εἶναι ἐξαιρέτως δύσκολος ἐκ δυὸ λόγων: Πρῶτον ὑποκειμενικῶς ἡ ὕπαρξις πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ζωῆς ἔχει ὡς γνωστὸν ἀναποτρέπτους ἀντανακλάσεις ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς φυσιογνωμίας, αἴτινες μὲ τὴν τελειοτέραν ὑπόκρισιν, δύσκολον εἶναι ν᾿ ἀποκρυβοῦν, πλὴν τῆς περιπτώσεως καθ᾿ ἣν εἶναι δεδομένον τάλαντον μεγάλου ἠθοποιοῦ. Ἡ ἁπλὴ παρουσία τοῦ εὐφυοῦς ἀνθρώπου εἶναι κατὰ κανόνα διὰ τὸν βλάκα εἰς τὸ ἔπακρον προκλητική. Τὸ ψυχολογικὸν σύμπλεγμα τῶν συναισθημάτων, τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξαπολύει παρ᾿ αὐτῷ εἶναι τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς μὲ ἐκεῖνο τοῦ καταδιωκομένου καὶ πανικοβλήτου ζῴου ἢ ἀνθρώπου, ἐν καταστάσει φυγῆς ἢ ἀμύνης. Τὸ μῖσος, ὁ φόβος, ὁ φθόνος μετὰ τοῦ θράσους συμπλέκονται κατὰ τρόπον, δηλοῦντα διὰ τὸν ἐξησκημένον ὀφθαλμὸν σαφῶς εἰς πᾶσαν φράσιν, ἰδίᾳ ὑποτιμητικὴν ἢ μειωτικήν, τὴν κατάστασιν ἀμύνης. Δεύτερον ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ βλακός, ἡ ἔνστικτος καχυποψία αὐτοῦ εἶναι τοιαύτη, ὥστε ἡ ὑπόκρισις τοῦ εὐφυοῦς ν᾿ ἀποβαίνῃ ματαία, ἡ δὲ πραγματικὴ εἰλικρίνεια αὐτοῦ νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ὑπόκρισις. Ὁ βλὰξ ὡς πλησιέστερος πρὸς τὸ ζωϊκὸν βασίλειον, ἔχει τὴν ἔνστικτον καχυποψίαν οὕτω ἀνεπτυγμένην, ὥστε ν᾿ ἀδυνατῇ νὰ διαγνώσῃ ἢ νὰ ἐννοήσῃ συλλογισμοὺς καὶ λογικοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ εὐφυοῦς, βασιζομένους ὄχι εἰς τὸ ἔνστικτον ἀλλὰ εἰς τὴν διάνοιαν. Ἄοπλος καὶ ἀνυπεράσπιστος ἔναντι τῶν ψυχρῶν ὑπολογισμῶν τῆς ξένης διανοίας, ἧς ὁ μηχανισμὸς τυγχάνει εἰς αὐτὸν νοητικῶς ἀπροσπέλαστος, μίαν μόνην ἄμυναν διαθέτει, ἀκριβῶς ὅπως τὸ ζῷον καὶ ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος: τὴν ἔνστικτον καχυποψίαν. Οὕτω ἐξηγεῖται καὶ ἡ φυσικὴ καὶ πνευματικὴ κατωτερότης τῶν λαῶν, οἵτινες ἐμπνέονται βασικῶς ὑπὸ τῆς καχυποψίας, ἣν αὐταρέσκως ἐκλαμβάνουν ὡς εὐφυΐαν. Ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων οἵτινες οὐδεμίαν ἀνάγκην ἔχουν αὐτῆς, ὡς ἀντιλαμβανόμενοι νοητικῶς τὸν κόσμον. Ἐκ τούτων ἐπίσης φαίνεται σαφῶς, ὅτι ἡ καχυποψία καὶ ἡ ἀπότοκος αὐτῆς πονηρία εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον τῆς εὐφυΐας ὡς πρὸς τὸν ὅλον αὐτῆς ἐκτοπιζομένης πάντοτε ὑπὸ τῆς δευτέρας. Λέγομεν ἀντίθετος μόνον ὡς πρὸς τὸν ρόλον, διότι ἡ διάνοια δὲν εἶναί τι τὸ ἀνεξάρτητον ἢ ἀντίθετον τοῦ ἐνστίκτου, ἀλλὰ τοὐναντίον ἡ ἀνάπτυξις καὶ ὁ διὰ λογικῶν μέσων πλουτισμὸς αὐτοῦ εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ πάντοτε κατεύθυνσιν.
7. Πονηρία εἶναι ἡ ἐνεργητικὴ ὄψις τῆς καχυποψίας καὶ τὸ δεύτερον στάδιον αὐτῆς, ἤτοι ἡ δρᾶσις αὐτῆς, δρᾶσις ὅμως ζωϊκῶς ἀμυντικῆς φύσεως, διότι προϋποθέτει τὴν πνευματικὴν κατωτερότητα καὶ τὴν πνευματικὴν ἀμηχανίαν τοῦ βλακός, ὡς ζῴου ἐνστικτώδους καὶ πνευματικῶς πανικοβλήτου. Ἡ ἁπλὴ καχυποψία εἶναι ἄμυνα παθητικῆς φύσεως, καθ᾿ ὃ μὴ ἐνεργοῦσα ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἡ πονηρία εἶναι ἄμυνα ἐνεργητικῆς φύσεως, διότι ἀποτελεῖ ἐγκεφαλικὴν ἐνέργειαν, σχηματισμὸν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, ἀγόντων εἰς πράξεις («τὸν ἐγέλασε» κ.λπ.) καὶ συνεπῶς ἐνεργεῖ ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἄσχετον τὸ ζήτημα τῆς βλακώδους ποιότητος τῶν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων. Ἡ χρησιμοποίησις ἤδη τῶν βλακωδῶν τούτων συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, μὲ μιὰν λέξιν τῆς πονηρίας, χρησιμοποίησις ὅμως γενικώτερον ψυχολογικῶς ἐπιδρῶσα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἀτόμου, ἤτοι χρησιμοποίησις αὐτῆς ἐν συνδυασμῷ μὲ στοιχεῖα κατωτάτης πνευματικῆς ὑποστάθμης (κολακεία, ψεῦδος, ῥᾳδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, συμπαθὴς μορφὴ τοῦ βλακὸς ἀκόμη, ἐπίκλησις τῆς πολυτεκνίας του, προσφορὰ ἀνηθίκων καὶ εὐκόλων ὑπηρεσιῶν εἰς τὸ κολακευόμενον πρόσωπον, χαφιεδισμός, ξεσκονίσματα, τὸ «ποιεῖν τὸν καραγκιόζην», ἢ τὸν gigolot, χειροφιλήματα πρὸς τὸν «Ἐθνικὸν Κυβερνήτην», ἐκφωνήσεις λόγων, συρραφὴ κολακευτικῶν στίχων, μεταφορὰ λαχανικῶν, κλπ.
8. Ἂν ὁ βλὰξ καταφεύγει εἰς τὴν ἐπιτηδειότητα λόγω τῶν πενιχρῶν πνευματικῶν του μέσων ἐκ τῆς αὐτῆς ἐλλείψεως ἀνωτέρων πνευματικῶν μέσων, ὠθεῖται καὶ πρὸς τὴν ἀπάτην. Ἀπάτη εἶναι ὡς γνωστὸν ἡ ἀποσιώπησις τῆς ἀληθείας ἢ ἡ παράστασις ψευδῶν πραγμάτων ὡς ἀληθῶν. Ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ ὁρισμοῦ αὐτῆς συνάγεται ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ἀνάγεται εἰς τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος, διότι πᾷς ἄνθρωπος δύναται νὰ παραστήσῃ ψευδῶς πράγματα ὡς ἀληθῆ καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ βλάξ, ἀλλ᾿ εἰς τὴν εὐπιστίαν τοῦ θύματος. Ὅτι λοιπὸν καταφεύγει εἰς αὐτήν, ὡς διανοητικῶς εὐκολώτερον μέσον ὁ βλὰξ ἐπειδή, στερούμενος εὐφυΐας, εἶναι ἀνίκανος νὰ μεταχειρισθῇ ἔντιμα μέσα, εἶναι αὐτονόητον, διότι ἔντιμα μέσα ὡς δυσκολώτερα, χρησιμοποιεῖ μόνον ὁ κεκτημένος πραγματικὴν ἀτομικὴν ἀξίαν. Πόθεν λοιπὸν προέρχεται ἡ εὐρέως διαδεδομένη ἀντίληψις, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι βλάξ, ἀλλ᾿ ἀναγκαίως εἶναι εὐφυής, ἀντὶ τῆς ὡς ἄνω ἀναλύσεως, ἐξ ἧς ἀντιθέτως προκύπτει, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι εὐφυής, ἀλλ᾿ εἶναι ἀναγκαίως βλάξ; Ἡ ἀντίληψις αὕτη προέρχεται ἐκ τῆς «θεωρίας» τοῦ βλακὸς περὶ τῆς εὐπιστίας. Εἰθισμένος ὁ βλὰξ νὰ «σκέπτεται» οὐχὶ διὰ τοῦ νοητικοῦ μηχανισμοῦ, ἀλλὰ διὰ χονδροειδῶν ἔξωθεν ἐντυπώσεων, δὲν ἐρευνᾷ τὰς αἰτιοκρατικὰς σχέσεις, ἀλλὰ περιορίζεται εἰς τὸ γεγονὸς μίας ἐπιτυχούσης ἀπάτης, γεγονὸς ἐξ οὗ καὶ μόνου συνάγει τὴν βλακείαν τοῦ θύματος καὶ τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος. Ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ὀφείλεται εἰς εὐφυΐαν ἀνελύθη, νομίζομεν ἐπαρκῶς. Ὅτι ὅμως ἡ εὐπιστία τοῦ θύματος ἀποτελεῖ βλακείαν, τοῦτο εἶναι ἀληθὲς μνημεῖον βλακικῆς «διανοίας» καὶ πολιτιστικῆς ὑποστάθμης. Διότι ἡ εὐπιστία ἑνὸς ἀτόμου, ὡς προϋποθέτουσα τὰ ἄλλα ἄτομα ὡς ἔντιμα καὶ συνεπῶς ὡς εὐφυᾶ, εἶναι ἀσφαλῶς τὸ μέγιστον τῶν τεκμηρίων τῆς πνευματικῆς του ἀναπτύξεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅσον ὑψηλότερον ἐπὶ τῶν βαθμίδων τῆς εὐφυΐας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἵσταται ἓν ἄτομον ἢ εἷς λαός, (οἱ Εὐρωπαῖοι ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἀνατολίτας) τόσον περισσότερον εὔπιστος εἶναι. Ὁ τελευταῖος τῶν βλακῶν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξαπατήσῃ ἕνα Κὰντ ἢ ἕνα Μπετόβεν καὶ ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων ἕνα Εὐρωπαῖον... Τὸ μειδίαμα τοῦ οἴκτου,τὸ ὁποῖον ρίπτουν οἱ «ἀφελεῖς κουτόφραγκοι», δημιουργοὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καὶ ἐξουσιασταὶ τοῦ κόσμου, ἐπὶ τῶν δυστυχῶν «ἐξύπνων» τῆς Μεσογείου καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἂς εἶναι καὶ ἡ τιμωρία τῶν βλακῶν καὶ διὰ τὴν «θεωρίαν» των ταύτην!

V
9. «Ὅτι ὁ βλάξ, ἀκολουθῶν τὴν ἔνστικτον αὐτοῦ καχυποψίαν, εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς πραγματικότητος, τοῦτο εἶναι ἀναμφισβήτητον, θέτει δὲ αὐτὸν ἐν τῷ Κοινωνικῷ βίῳ εἰς «ἀνωτέραν» μοῖραν λ.χ. τοῦ μεταφυσικοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ἐνστικτώδης κόσμος ἔχει ὑποστῆ νοσηρὰν ἀτροφίαν, ἔναντι τοῦ διανοητικοῦ αὐτοῦ κόσμου, ὅστις ἔχασε πᾶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῆς πραγματικότητος. Ἐὰν δεχθῶμεν, ὡς ὑποχρεούμεθα, πρῶτον ὅτι τὸ ἔνστικτον εἶναι ἀλάθητον, καθ᾿ ὃ ἀνεξήγητον καὶ ἄφθαρτον, δεύτερον ὅτι ὁ κόσμος τῶν ἐνστίκτων εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν φυσικῶς ὑγιὴς κόσμος, τρίτον ὅτι ἡ κοινωνία ὡς συνέχεια τῆς φύσεως εἶναι ὑγιὴς ὀργανισμός, ἀπαρτιζόμενος ὑπὸ ὑγιῶν ἀτόμων, τότε τὸ συμπέρασμα περὶ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ βλακὸς ἐπὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ἐν τῇ κοινωνίᾳ, εἶναι συμπέρασμα ἀναγκαστικὸν καὶ ἀνέκκλητον, ἐπαληθευόμενον ἄλλως τε, κατὰ φυσικὴν ἀναγκαιότητα, ὑπ᾿ αὐτῆς ταύτης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν λαῶν. Τὸ ὅτι οἱ μεταφυσικοὶ ἐπεκράτησαν (ὄχι ἤνθισαν) εἰς ἐποχὰς παρακμῆς τῶν κοινωνιῶν δὲν εἶναι τυχαῖον. Ὁ βλάξ, ὡς ἐλέχθη καὶ ἀνωτέρω, διαισθανόμενος ἐν τῇ καχυποψίᾳ του τὴν ἐπίθεσιν ἐκ μέρους τοῦ εὐφυοῦς, εἶναι θεμελιωδῶς ἐντὸς τῆς πραγματικότητος, διότι διαισθάνεται ὀρθῶς τὸν κίνδυνον νὰ περιέλθῃ κοινωνικῶς εἰς τὴν κάτω τάξιν. Ἐὰν διὰ τῆς καχυποψίας αὐτῆς καὶ μόνης προστατεύεται ἔναντι τοῦ φυσικοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ του, τοῦτο εἶναι ἄλλο ζήτημα. Φανερὸν εἶναι, ὅτι τὸ ἔνστικτον ἀποτελεῖ μέσον προσανατολισμοῦ καὶ στοιχειώδους ἀμύνης εἰς τὸν πρωτόγονον ἄνθρωπον, ὄχι ὅμως μέσον κατισχύσεως καὶ ὑπεροχῆς ἐν προηγμένῃ κοινωνίᾳ μετὰ προηγουμένου κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ καὶ ἀναπτύξεως τῶν νοητικῶν του ἀνθρώπου μέσων, τῶν ὁποίων ἡ κατ᾿ ἄτομα ἀνισότης εἶναι ἐξ ἴσου φυσικῶς δεδομένη. Ὁ βλὰξ ὁμοιάζει ἐνταῦθα τὸ ζῷον, τὸ ὁποῖον ἐξ ἐνστίκτου γνωρίζει νὰ διαφεύγῃ πάντα κίνδυνον, πλὴν ἀνωτέρας ὠμῆς βίας, εἰς τὴν ζούγκλαν, εἰσερχόμενον ὅμως εἰς κεντρικὴν ὁδὸν μεγαλουπόλεως, εὑρίσκεται αἰφνιδίως ὑπὸ τοὺς τροχοὺς αὐτοκινήτου. Τοῦτο εἶναι ἄγνωστος καὶ ἀκατανόητος εἰς αὐτὸ μηχανή, βασιζομένη βεβαίως κατὰ τελευταῖον λόγον εἰς τὸ ἔνστικτον τοῦ ἀνθρώπου, κατασκευασθεῖσα ὅμως διὰ τῆς διανοίας του. Πῶς ἤδη οἱ πνευματικῶς κατώτεροι ἄνθρωποι εὑρίσκονται ὑπὸ τοὺς τροχοὺς διαφόρων κοινωνικῶν «αὐτοκινήτων», - τοῦτο δεικνύει ἡ θέσις αὐτῶν εἰς τὴν κάτω τάξιν. Τὴν «μηχανὴν» αὐτὴν εἶναι βεβαίως ἀδύνατον νὰ διαφύγῃ καὶ ὁ βλάξ, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἄνοδος εἶναι αὐστηρῶς ἐντὸς ὡρισμένων πλαισίων περιωρισμένη. Ὅτι δὲ τέλος ὁ μεταφυσικὸς οὐδὲ τὸ ζῷον, οὐδὲ τὸν βλάκα δύναται νὰ περιπλέξῃ εἰς τροχούς, τοῦτο εἶναι εὐνόητον ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι οὗτος φέρεται ἐπὶ τοῦ Πηγάσου...

VI
10. Ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴν προέλευσιν τῶν βλακῶν διαπιστοῦται ὅτι ἡ παραγωγὴ βλακῶν δὲν εἶναι ταξική. Ἡ πονηρὰ φύσις δὲν ἔδωκεν εἰς ὡρισμένην τινὰ κοινωνικὴν τάξιν τὸ ἐπίζηλον τοῦτο προνόμιον. Ἐπεδαψίλευσεν ἴσως ὡς φαίνεται, εἰς τὴν ἑκάστοτε ἄνω τάξιν τοὺς διασκεδαστικωτέρους ἁπλῶς τύπους βλακῶν, ἀλλὰ δὲν ἐστέρησεν οὐδεμίαν ἄλλην κοινωνικὴν τάξιν τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς των. Ὁ βλὰξ ὑπουργός, ὁ ἀγόμενος καὶ φερόμενος ὑπὸ τῶν ὑπαλλήλων του καὶ τὰ μέλη ἑνὸς ἐργατικοῦ σωματείου, τὰ ὁποῖα ἐκμεταλλεύεται ὁ πονηρὸς ἐργατοκάπηλος, ἀποτελοῦν δυὸ ἀντίθετα παραδείγματα τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ βλακεία δὲν ἔχει ταξικὴν τὴν πατρίδα.
Ψυχολογικὰ δὲ εἶναι κυρίως τὰ περιεχόμενα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν τὰς ποικιλίας καὶ παραλλαγὰς μεταξὺ τῶν βλακῶν. Ὁ fils a papa τῆς ἄνω τάξεως, ὁ ὁποῖος λόγω φυσικῆς ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του κόσμου, λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἀτελεύτητον σειρὰν τῶν ἀπαγορεύσεων τῆς οἰκογενείας του, στερούμενος δὲ καὶ ἰδίας πνευματικότητος, καταντᾷ εἰς τὸ τέλος τύπος χωρὶς τὴν ἐλαχίστην προσωπικότητα, ὀνομάζεται ὑπὸ τῆς τάξεώς του ἐπιεικέστατα «καλὸ παιδί», εἰς δὲ τὴν ἀντικειμενικὴν διάλεκτον θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποκληθῇ «εὐπρεπὴς βλάξ», ἐνῷ τὸ «τέκνον τοῦ λαοῦ» εἰς τὴν αὐτὴν περίπτωσιν ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ εὐφυεστέρου καὶ κυριολεκτοῦντος λαοῦ δραστικώτατα «κόπανος». Σημαντικῶς αὐστηροτέρα εἶναι ἑπομένως ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ ἐντὸς τῆς κάτω τάξεως: ἐνῷ λ.χ. ὁ fils a papa εἰς τὴν μαθητικὴν ἡλικίαν τυγχάνει τῆς ἀγωγῆς, τῶν μορφωτικῶν μέσων καὶ τῶν περιποιήσεων τῆς τάξεώς του καὶ παραμένει ψυχικῶς ἀμείωτος, ὅπερ ἐπαυξάνει τὴν γελοίαν αὐτοπεποίθησίν του εἰς πρεσβυτέραν ἡλικίαν, δυνάμενος νὰ φθάσῃ ἀνενοχλήτως καὶ εἰς ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἡ δὲ ἀτομική του ὕπαρξις ὡς μὴ ὤφειλε, εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Ἀντιθέτως τὸ τέκνον τοῦ λαοῦ καὶ σκληρώτερον χειραγωγεῖται ὑπὸ τῶν γονέων του καὶ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ἐν τῷ σχολείῳ μέχρι πλήρους ψυχικῆς ἐξουθενώσεως διὰ σκληρᾶς ὑποτιμήσεως, προπηλακισμῶν, φαρσῶν, ὕβρεων καὶ βιαιοπραγιῶν καὶ δυσκολώτερον εἶναι κατόπιν τούτων ν᾿ ἀνέλθῃ τὴν κοινωνικὴν κλίμακα, ὁ δὲ βλὰξ τῶν λαϊκῶν τάξεων οὕτως καὶ συμπαθέστερος εἶναι καὶ ἄγνωστος καὶ ἀκινδυνώτερος καὶ ὀλιγώτερον γελοῖος, καθ᾿ ὃ σεμνότερος καὶ ἐστερημένος τῆς αὐτοπεποιθήσεως ἢ ἐπάρσεως τοῦ βλακὸς τῶν ἄνω τάξεων, εἰς τὸν ὁποῖον λόγω ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του καὶ τῆς μαλθακότητος τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος προστίθεται ἔστιν ὅτε καὶ ἀηδὴς γυναικωτὸς χαρακτήρ. Ἑνιαῖον ὅμως εἶναι τὸ πνευματικὸν προλεταριᾶτον πάσης ταξικῆς καταγωγῆς.

VII
11. Ἡ ἠθικὴ τέλος σχέσις μεταξὺ βλακὸς καὶ ἐπιτηδείου ἢ ἀπατεῶνος εἶναι ἀπροσδοκήτως διάφορος τῆς ἣν ἐκλαμβάνει συνήθως ἡ «κοινὴ γνώμη». Ὁ συνήθης κοινωνικὸς ἄνθρωπος θεωρεῖ τὸν ἐπιτήδειον καὶ τὸν ἀπατεῶνα ὡς ἀνηθίκους μέν, ἀλλ᾿ ὡς ὑποδιαιρέσεις τοῦ εὐφυοῦς. Ὅλως τὸ ἀντίθετον ὅμως συμβαίνει: ὁ ἐπιτήδειος καὶ ὁ ἀπατεὼν εἶναι ἀκριβῶς ὑποδιαιρέσεις τοῦ βλακός. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Εἴπομεν ἀνωτέρω ὅτι ἡ πονηρία, ἐκτὸς ἐὰν εἶναι μέσον ἀμύνης τῶν εὐφυῶν οὐχὶ κατὰ τῶν βλακῶν ἀλλὰ κατὰ τῆς πονηρίας των, ἀποτελεῖ φυσικὴν ἰδιότητα τῶν βλακῶν καὶ δὴ φυσικὴν συνέπειαν τοῦ γεγονότος, ὅτι, λόγω ἀτροφίας τοῦ νοητικοῦ των μηχανισμοῦ, ἀποτελεῖ αὕτη τὴν μόνην ἄμυναν αὐτῶν κατὰ πάσης ἔξωθεν ἐπιθέσεως. Ἀπὸ τῆς διαπιστώσεως τῆς ἀληθείας ταύτης μέχρι τῆς ἀκολούθου ἀληθείας ὑπάρχει ἓν καὶ μόνον βῆμα: ὅτι μόνον ὁ πνευματικῶς ἀνάπηρος ἔχει ἀνάγκην τῆς ἐπιτηδειότητος καὶ τῆς ἀπάτης διὰ νὰ προωθηθῇ ἢ νὰ ἐπικρατήσῃ. Οὐδεὶς ἄνθρωπος ἀξίας ἔχει ἀνάγκην νὰ γίνῃ ἐπιτήδειος ἢ ἀπατεών. Ἡ καθημερινὴ κοινωνικὴ πεῖρα διδάσκει ὅτι τὰ ἐπίθετα ταῦτα οὐδέποτε κατώρθωσαν νὰ «κολλήσουν» εἰς ἀνθρώπους πραγματικῆς ἀξίας, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν ὑπῆρξαν μισητοί, ἐχαρακτηρίσθησαν ἴσως ὡς «κακοί», ὡς «καταχθόνιοι», ὡς «γόητες», ὡς «τορπιλληταὶ» ἢ ὡς «λιβελλογράφοι», οὐδέποτε ὅμως ὡς ἐπιτήδειοι ἢ ἀπατεῶνες, καὶ ὅταν ἀκόμη ὑπῆρξαν συντηρητικοὶ εἰς τὰς σχέσεις των μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων καὶ κατώρθωσαν πάντοτε νὰ προωθηθοῦν ἢ νὰ ἐπικρατήσουν. Ἀπόλυτος ἐσωτερικὴ συνέπεια τῆς πνευματικῆς ἀναπηρίας τοῦ βλακὸς εἶναι ἄλλως τε ὄχι μόνον ἡ ἀγελαία του τάσις, ὄχι μόνον ἡ προώθησίς του «πλάτην μὲ πλάτην» μὲ τὴν λεγεῶνα τῶν ὁμοίων του, ὄχι μόνον ἡ προσφυγὴ εἰς τὰ εὐτελέστερα μέσα τῆς ἐπιτηδειότητος, τὴν ἔλλειψιν ἀντιθέτου γνώμης, τὴν προσφορὰν εὐκόλων καὶ ἀνηθίκων ἐκδουλεύσεων καὶ τὴν κολακείαν, ἀλλὰ καὶ ἡ συστηματικὴ ἀποφυγὴ πάσης συγκρούσεως καὶ πάσης μάχης. Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ βλάξ, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ ἐπιτηδείου ἢ τοῦ ἀπατεῶνος, ἐξαναγκασθῇ νὰ δώσῃ μάχην, θὰ δώσῃ αὐτὴν διὰ τῶν πνευματικῶς εὐκολοτέρων καὶ συνεπῶς τῶν ἀνηθικωτέρων «ὅπλων»: τοῦ ψεύδους, τῆς διαστροφῆς, τῆς ρᾳδιουργίας καὶ τῆς συκοφαντίας.
Ἐξ οὗ ἕπεται τὸ ἀκλόνητον δόγμα: καὶ ἡ ἀνηθικότης εἶναι ἀποκλειστικὸν προνόμιον τῶν βλακῶν!

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/evangelos_lempesis_idiots.htm



Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Ο αστρολογικός πλανήτης – Παύλος Σπ. Κυράγγελος



Απ’ την αρχαία λέξη πλανώμαι (= περιφέρομαι), πλάνης -ητος (= αυτός που περιφέρεται) βγαίνει η ερμηνεία της έννοιας του πλανήτη, του ουράνιου σώματος. Οι αρχαιοέλληνες σοφοί και γενικά οι μυημένοι της εποχής εγνώριζαν την κίνηση των ουράνιων σωμάτων και έλεγαν γι’ αυτά ότι πλανώνται (= περιφέρονται). Με την ουσιαστικοποίηση του επιθέτου πλάνης, πλανήτες, τα ουράνια σώματα πέρασαν σαν έννοια στα λεξικά με την ονομασία αυτή, που μεταφέρθηκε και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλ. planet, γαλλ. planete, γερμ. planet). Στην αστρονομική γλώσσα πλανήτης είναι ένα ουράνιο σώμα, που πλανάται, περιφέρεται γύρω από ένα αστέρα, που καλείται Ήλιος. Οι αστέρες, που φαίνονται στον ουρανό, είναι Ήλιοι, δηλαδή αυτόφωτα σώματα, που εκπέμπουν (και) φωτεινή ακτινοβολία. Οι πλανήτες δεν είναι αστέρες, Ήλιοι, δεν είναι δηλαδή αυτόφωτα σώματα.
Η κοινή όμως έκφραση «αστέρια» στη λαϊκή αστρολογία και έννοια δηλώνει τους πλανήτες γενικά και όχι μόνο τους Ήλιους, επιπλέον δε τις Σελήνες, δηλαδή τους δορυφόρους των πλανητών. Η σχέση της Σελήνης προς τον πλανήτη που την έλκει, είναι παρόμοια με τη σχέση του πλανήτη προς τον κεντρικό Ήλιο. Όπως ο Ήλιος βρίσκεται στο κέντρο και γύρω του, σε διαφορετικές αποστάσεις, κινούνται, περιφέρονται οι πλανήτες, έτσι και ο πλανήτης βρίσκεται στο κέντρο και γύρω του περιφέρονται μία ή περισσότερες Σελήνες ή δορυφόροι. Στην ουσία όλα τα σώματα, Ήλιος, Πλανήτες και Δορυφόροι είναι πλανήτες, επειδή όλοι πλανώνται, περιφέρονται, με μόνη διαφορά πως ο Ήλιος είναι αυτόφωτο σώμα. Η ονομασία Δορυφόρος προέρχεται από την αρχαιοελληνική πραγματικότητα, όπου οι δορυφόροι ήσαν ωπλισμένοι άνδρες, που περιστοίχιζαν και περιτριγύριζαν τον άρχοντα, για να τον προστατεύουν. Κατά μεταφορά της πραγματικότητας αυτής οι μικροί πλανήτες, που πλανώνται γύρω από ένα μεγάλο πλανήτη και ειδικά ο δορυφόρος της Γης (που κατ’ άλλους έχει κι ένα αόρατο δίδυμο αδελφό) ωνομάστηκε Σελήνη, απ’ το ομώνυμο μυθολογικό πρόσωπο. Έτσι γενικεύτηκε ο όρος και για τους δορυφόρους των άλλων πλανητών, που τους αποκαλούν Σελήνες ή Φεγγάρια. Και ο μεν όρος «Σελήνες» είναι ανεπιτυχής, γιατί αφ’ ενός αποτελεί την ονομασία ειδικά του δορυφόρου της Γης και αφ’ ετέρου αναπαριστά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι μια συγκεκριμένη ιδιότητα, δηλαδή την του δορυφόρου. Ο δε όρος «Φεγγάρι», (απ’ τη λέξη φέγγος, επειδή φέγγει στο σκοτάδι της νύκτας), αν και δεν είναι τόσο παραστατικός όσο ο όρος «δορυφόρος», οπωσδήποτε είναι πιο επιτυχής, επειδή ακριβώς αποδίδει μια ιδιότητα, που έχουν γενικά (κατά κανόνα) οι δορυφόροι των πλανητών.
Στην αρχαία εποχή της Αστρολογίας, όπου η αριθμολογική επίδραση, εκφρασμένη κυρίως με και από τον Πυθαγόρα, διείπε δογματικά την ερμηνευτική έρευνα, ή επήρεια του αριθμού 7, που εκπροσωπούσε την τελειότητα της ολοκλήρωσης, αποτυπώθηκε κυρίως στο δόγμα της ύπαρξης των 7 πλανητών, που κυβερνούν την ανθρώπινη αντίδραση, ατομικά και συλλογικά. Έτσι, με εξαίρεση τον πλανήτη Γη, που δεν υπολογίζεται στην αρίθμηση, δεδομένου ότι είναι το υποκείμενο της δράσης των λοιπών πλανητών, ο τόπος δηλαδή που αυτοί εξασκούν τις επιρροές τους, οι 7 πλανήτες, με πρώτο τον Ήλιο (δηλαδή τον «αστέρα» του πλανητικού μας συστήματος) και τη Σελήνη (δηλαδή το δορυφόρο ή φεγγάρι της Γης), τα δύο κυριώτερα σώματα στην αστρολογική μελέτη και σπουδαιότητα, που  καλούνται και «φώτα», περιλαμβάνανε τον Ερμή, την Αφροδίτη, τον Άρη, το Δία και τον Κρόνο. Ο με στοιχειώδεις αστρονομικές γνώσεις αναγνώστης παρατηρεί πως το τότε αριθμητικό εύρος της ομάδας των πλανητών ήταν ανάλογο με το εύρος του τότε γνωστού χώρου του πλανητικού μας συστήματος. Δηλαδή οι πλανήτες, που δεν αναφέρονταν, ήσαν πλανήτες, που βρίσκονταν σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ τον Ήλιο απ’ όσο ο τελευταίος αναφερόμενος πλανήτης, ο Κρόνος.
Με την τελειοποίηση των αστρονομικών οργάνων και τη διείσδυση στον επιστημονικό χώρο επιστημόνων με επαναστατικές ικανότητες και παρατηρήσεις, ο γνωστός χώρος διευρύνθηκε με την πρόσθεση στον κατάλογο του Ουρανού, του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα. Έπειτα απ’ αυτή τη διευθέτηση ο υπολογισμός αναφερόταν σε δέκα πλανήτες που στην ουσία ήταν πλανήτες του αστρολογικού υπολογισμού και όχι του ηλιακού συστήματος, αφού η Σελήνη ξέρουμε πια πως είναι απλός δορυφόρος και ο Ήλιος αστήρ – το κέντρο δηλαδή του συστήματος που κινείται γύρω του. Παράλληλα μ’ αυτή τη σκέψη πρέπει ν’ αναφερθεί πως η Γη, το άλλοτε – κατά τους θεολόγους – κέντρο του Σύμπαντος, παρά το ότι είναι πλανήτης δεν συγκαταλέγεται στον αστρολογικό υπολογισμό αφού είναι ο τόπος του υπολογισμού αυτού, δηλαδή το υποκείμενό του. Έτσι αστονομικά είχαμε πια εννιά πλανήτες, του ηλιακού συστήματος, ή δέκα ουράνια σώματα (μαζί με τον αστέρα Ήλιο) ενώ αστρολογικά δέκα πλανήτες, του αστρολογικού υπολογισμού.


Ωστόσο ο χώρος αυτός, που προεκτάθηκε προς τα άκρα του ηλιακού συστήματος, έμελε να λάβη ακόμη μεγαλύτερη έκταση, αλλά, κατ’ απροσδόκητο τρόπο, η προέκταση αυτή τη φορά δόθηκε προς το εσωτερικό του συστήματος, με την ανακάλυψη κοντά στον Ήλιο ενός ακόμη μικρού πλανήτη, εγγύτερου σ’ αυτόν απ’ τον Ερμή. Ήδη ο περίφημος Λε Βερριέ, που με αυστηρά θεωρητικές μαθηματικές εργασίες είχε αναζητήσει, υπολογίσει και εντοπίσει τον πλανήτη Ποσειδώνα, υποστήριζε την ύπαρξη ενός πλανήτη ακόμη, πλησιέστερα στον απ’ τον Ερμή, που τον ωνόμασε Ήφαιστο (*) και που εντοπίστηκε τελικά απ’ τον Κ. Χασάπη στα μέσα της δεκαετίας του 70. Με τη διευθέτηση αυτή η Γη έπαιρνε τον πραγματικό της αριθμό, τον 4, ενδεικτικό περιορισμών και θλίψεων, γενικά μαθητείας μέσα από δοκιμασίες, όπως και πράγματι είναι, θεωρούμενη απ’ τη σκοπιά του εσωτερικού προορισμού. Με την προσθήκη αυτή αστρονομικά οι πλανήτες του ηλιακού συστήματος ανήλθαν σε δέκα, ή, αν υπολογίσουμε την ενότητα των αστεροειδών  μεταξύ Άρεως και Διός, σε ένδεκα, ενώ αστρολογικά οι πλανήτες του αστρολογικού υπολογισμού, έφτασαν τους ένδεκα, ή, υπολογίζοντας και τους αστεροειδείς, κάτι, που, πρακτικά τουλάχιστο, κανείς δεν υπολογίζει, σε δώδεκα. Αλλά και η παρουσία του Ήφαιστου στην πρακτική του αστρολογικού υπολογισμού είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, και για τη δυσκολία της παρατήρησής του και για την ασημαντότητα – απ’ ό,τι φαίνεται τουλάχιστον μέχρι στιγμής – της επιρροής του και για την ανυπαρξία στατιστικών επιβεβαιώσεων, λόγω του ότι το διάστημα απ’ την ανακάλυψή του είναι απόλυτα ανεπαρκές για οποιοδήποτε επιστημονικό συμπέρασμα.
Με βάση την ανάλυση, που προηγήθηκε, τη στιγμή της έκδοσης αυτής, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70, το πλανητικό σύστημα εμφανίζει, με τα τελευταία αποδεδειγμένα επιστημονικά δεδομένα, την εικόνα ενός αστέρα με δέκα περιφερόμενα σώματα (πλανήτες), ή, υπολογίζοντας και την ενότητα των αστεροειδών, ένδεκα. Επειδή όμως η παρατήρηση της δομής του γνωστού υλικού Σύμπαντος έχει αποδείξει την ισχυρή παρεμβολή του αριθμού δώδεκα (12) στην κατασκευή του, η αριθμολογική έρευνα έχει παραμείνει ανήσυχη, σχετικά με την ύπαρξη δύο τουλάχιστον ακόμη πλανητών στα βάθη του συστήματος, που κινούνται σε χώρο και χρόνο δύσκολου εντοπισμού. Έτσι στο Συνέδριο Αστρολογικών Σπουδών, που έγινε το Σεπτέμβρη του 1975 στο Μουσείο Επιστημών και Τεχνολογίας του Μιλάνου, ο Αντριάνο Καρέλλι αναφέρθηκε στην ανακάλυψη τριών νέων πλανητών, που καλούνται «διαπλουτωνικοί» και αποκαλύφθηκε ότι ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν εντοπιστή απ’ την Αστρολογική Σχολή του Αμβούργου και αναλύθηκαν κάτω απ’ τις ονομασίες Βράχμα, Σίβα και Μάγια.
Ανεξάρτητα απ’ τον εμπλουτισμό του πλανητικού αντικειμένου της Αστρολογικής Μελέτης, με τις ανακαλύψεις των πλανητών, που μέχρι τώρα παρέμεναν μέσα στο σκοτάδι της επιστημονικής γνώσης και της υπολογιστικής συσχέτισης, πρέπει να τονιστή πως η ικανοποιητική γνώση των στοιχείων, που παρέχονται απ’ τη μελέτη του παλιού υλικού των «επτά πλανητών», αρκεί οπωσδήποτε για μια άρτια μελέτη των στοιχείων ενός ατομικού ωροσκοπίου, αλλά οι πρόσθετες ερμηνείες των νέων πλανητών (με εξαίρεση τον ατομικό δείκτη Ήφαιστο) είναι αναγκαίες, προκειμένου να εξηγηθούν ή προδιαγραφούν οι κοινωνικές ζυμώσεις και εξελίξεις.
Η μέθοδος της επιστημονικής ανάλυσης των αστρολογικών δεδομένων σε σχέση με τις επιδράσεις των πλανητών χωρίζεται σε δύο σκέλη σ’ ένα καθαρά αστρονομικό, όπου αναζητούνται, ανευρίσκονται και σημειώνονται οι θέσεις των πλανητών στο Διάστημα, δηλαδή το ουράνιο πλάτος τους και, το βασικό, το ουράνιο μήκος τους. Και σε ένα καθαρά αστρολογικό, όπου, με τη σύνδεση των εννοιών των πλανητών, των θέσεών τους και των αποστάσεών τους (όψεων) ο μελετητής καταλήγει σε ωρισμένα επιστημονικά συμπεράσματα, που οδηγούν στην αποκρυπτογράφηση του παρόντος και στη σκιαγράφηση του μέλλοντος.

Παύλος Σπ. Κυράγγελος
Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ 1978



_________________________________ 
(*) Σημείωση Παρείσακτου 
Παραθέτω το κείμενο Η ΜΑΤΑΙΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΗΦΑΙΣΤΟΥ
Link: https://www.researchgate.net/publication/292411130_E_MATAIE_ANAZETESE_TOU_PLANETE_EPHAISTOU_THE_VAIN_SEARCH_OF_PLANET_HEPHAESTUS_VULCAN

Βασίλειος Ν. Μανιμάνης και Ευστράτιος Θεοδοσίου 
Τομέας Αστροφυσικής, Αστρονομίας και Μηχανικής,
Τμήμα Φυσικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Περίληψη
Η   έρευνα για έναν υποθετικό πλανήτη  που  με  τις  παρέλξεις   του  προκαλούσε μια μικρή μετατόπιση του περιηλίου  του  Ερμού, προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον κατά το  19ο  αιώνα.  Θα ήταν ο εγγύτερος στον `Ηλιο πλανήτης   και   του   είχε   ήδη   δοθεί   το   όνομα   `Ηφαιστος   από   τον   Le   Verrier   (1811-1877).   Διάσημοι παρατηρησιακοί αστρονόμοι της εποχής δαπάνησαν πολλές ώρες σε έρευνες για την ανακάλυψή του, μέχρι να αναιρεθεί η θεωρητική στήριξη για την ύπαρξή του με την εφαρμογή της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας το  1915: Η  ματαιότητα  της αναζητήσεως  του  Ηφαίστου έγινε  πλέον  φανερή όταν  ο  A. Einstein  με  τη Γενική  Θεωρία της Σχετικότητας ερμήνευσε το έλλειμμα των 43 arcsec στους υπολογισμούς του Le Verrier.   
----               
Μια   από τις μεγαλύτερες   αστρονομικές αναζητήσεις του   19ου αιώνα  υπήρξε  η προσπάθεια για την ανακάλυψη ενός πλανήτη που θα περιφερόταν περί τον `Ηλιο εγγύτερα  από ό,τι ο Ερμής. Την ύπαρξη ενός τέτοιου πλανήτη υπέθεσε πρώτος ο Γάλλος αστρονόμος Urbain   Jean   Joseph   Le   Verrier   (1811-1877).   Το   Σεπτέμβριο   1846   ο   Le   Verrier   είχε αποκτήσει   παγκόσμια   φήμη,   όταν   ο   J.G.   Galle  (1812-1910)   του   Αστεροσκοπείου   του Βερολίνου,   βασιζόμενος   σε  υποδείξεις   του,   ανακάλυψε  τον   όγδοο   γνωστό  πλανήτη,   τον Ποσειδώνα. Ο Le Verrier είχε μελετήσει (1845), μετά από υπόδειξη του Arago, ορισμένες ανωμαλίες που είχαν παρατηρηθεί στην κίνηση του Ουρανού κατά την περιφορά του και τις  απέδωσε  στις παρέλξεις ενός άγνωστου  μέχρι τότε πλανήτη. Με βάση αυτή την παραδοχή υπολόγισε μαθηματικά τη θέση του άγνωστου πλανήτη και την υπέδειξε στον Galle, ο οποίος τον ανακάλυψε σχεδόν στο ίδιο  σημείο που είχε  προβλέψει ο Le Verrier. Το γεγονός  είχε τότε χαιρετισθεί από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ως μια απόδειξη για τη δύναμη των Μαθηματικών και θρίαμβος για την κλασική θεωρία βαρύτητας του Νεύτωνα.       
Το 1858, βασιζόμενος σε ανάλογες ανωμαλίες που είχαν παρατηρηθεί στην κίνηση του Ερμού, ο Le Verrier πρότεινε και πάλι ότι ένας άγνωστος μέχρι τότε πλανήτης προκαλούσε με τις βαρυτικές  του παρέλξεις  τις ανωμαλίες αυτές, και συγκεκριμένα τη μετατόπιση  του περιηλίου της τροχιάς του Ερμού κατά 43΄΄ ανά αιώνα περισσότερο  από ό,τι προέβλεπε η Νευτώνεια   θεωρία.  Το  άγνωστο   σώμα   θα   ήταν   εύκολο   να   διαφύγει   της   προσοχής   των αστρονόμων, καθώς από τη Γη θα φαινόταν να βρίσκεται πάντα κοντά στο εκτυφλωτικό φως του   `Ηλιου.   Ακόμα   και ο   Ερμής   αποτελεί  ένα   δύσκολο   στην   παρατήρησή  του   πλανήτη εξαιτίας της εγγύτητάς του στον `Ηλιο. Περίπου 13 φορές ανά αιώνα εμφανίζεται να περνά μπροστά από τον ηλιακό δίσκο ως μαύρη κηλίδα, και στις περιπτώσεις αυτές, τις διαβάσεις  του Ερμού, η θέση του ως προς τον `Ηλιο μπορεί να μετρηθεί με πολύ μεγάλη ακρίβεια, γεγονός που επέτρεψε την ανίχνευση της παραπάνω ανωμαλίας στην κίνησή του.     
Εκτός από τον Le Verrier, ο Γερμανός Heinrich Schwabe, ελπίζοντας να ανιχνεύσει τον `Ηφαιστο σε μια διάβασή του, εξέταζε τον ηλιακό δίσκο κάθε αίθρια ημέρα από το 1826 ως  το 1838, συσσωρεύοντας παρατηρήσεις 3.500 και πλέον ημερών. Δεν ανακάλυψε κάποιο νέο πλανήτη, εντούτοις κατέγραψε   κάτι  εξίσου σημαντικό: τον   ενδεκαετή  κύκλο της ηλιακής δραστηριότητας, μέσα από την περιοδική αυξομείωση στον αριθμό των ηλιακών κηλίδων.    
Ωστόσο η ανακοίνωση του Le Verrier το Σεπτέμβριο του 1859 γνώρισε πολύ μεγαλύτερη  δημοσιότητα, αφού περιελάμβανε τα στοιχεία της τροχιάς του άγνωστου πλανήτη με περίοδο περιφοράς   33   ημέρες  (άρα   και   συχνότερες   διαβάσεις),  και   σύντομα   παρουσιάσθηκε   μια αναφορά για  μια μικρή  μαύρη κηλίδα,   που είχε  παρατηρηθεί να  κινείται κατά  μήκος του ηλιακού δίσκου  στις  26 Μαρτίου 1859, από  τον  ερασιτέχνη αστρονόμο  Edmond Modeste  Lescarbault, ο οποίος επί έτη επεδίωκε να ανακαλύψει τον εσωτερικό πλανήτη. Αρχικά ο Le Verrier αντέδρασε με σκεπτικισμό, όμως τελικά αποφάσισε να συναντήσει τον Lescarbault. Κατά την  επίσκεψή του στο  χωριό του  ερασιτέχνη, του  έθεσε μια  σειρά από ουσιαστικές ερωτήσεις. Μετά από συζήτηση   μιας  ώρας, ο Le  Verrier   αναχώρησε  πεπεισμένος ότι θα μπορούσε   να   εμπιστευθεί   την   ερασιτεχνική   παρατήρηση.  Ονόμασε   τον,   υποθετικό   νέο πλανήτη `Ηφαιστο (Vulcan) και μάλιστα επέμεινε να τιμηθεί ο Lescarbault με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τον ανώτατο άρχοντα της τότε Γαλλίας Ναπολέοντα Γ΄.    
Ο Le Verrier αποφάνθηκε ότι ο `Ηφαιστος θα έπρεπε να κινείται περί τον `Ηλιο σε μέση  απόσταση 19×106 km και να εκτελεί 2-4 διαβάσεις ανά έτος, 1 ή 2 κατά τα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές Απριλίου και 1 ή 2 κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου. Η κάθε διάβαση θα έπρεπε να έχει διάρκεια μέχρι 260 min. Εκτός από τις διαβάσεις, ευκαιρία για την   ανακάλυψή   του   θα   παρουσιαζόταν   σε   κάθε   ολική   έκλειψη   Ηλίου.   Αλλά   όσοι προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τον `Ηφαιστο τήν άνοιξη του 1860, απέτυχαν. Ούτε και στην ολική   έκλειψη   του   Ιουλίου   1860,   ορατή   από  την   Ισπανία,   υπήρξε   έστω   και  μία   θετική  παρατήρηση.   Οι   υποστηρικτές  του   Ηφαίστου   άρχισαν   να  αμφιβάλλουν,   ενώ  όσοι   ήταν ανέκαθεν   δύσπιστοι  άρχισαν  να   εκφράζονται   με   απόλυτο   τρόπο.   Κατά  τα  επόμενα   έτη αναφέρθηκαν μερικές σποραδικές θετικές παρατηρήσεις από ερασιτέχνες, με την περίπτωση του Βρετανού Lumis να απολαμβάνει ιδιαίτερη δημοσιότητα. Ο Lumis ισχυρίσθηκε ότι είχε ανιχνεύσει με ένα διοπτρικό τηλεσκόπιο μια κινούμενη κηλίδα στον `Ηλιο στις 20/3/1862.       
Η ολική ηλιακή έκλειψη της 7/8/1869 υποσχόταν μια ακόμα πολύτιμη ευκαιρία για τον  εντοπισμό του Ηφαίστου. Η σκιά της Σελήνης θα διέσχιζε διαγωνίως τη Β. Αμερική, από το Βερίγγειο Πορθμό ως τη  Β.   Καρολίνα.   Ο   Le  Verrier παρέμενε σταθερός υπέρμαχος του αόρατου   πλανήτη   και   το   κύρος   του   μπορούμε   να   πούμε   ότι   συνέτεινε   αρκετά   στο   να διατηρείται το θέμα   στη   σκέψη των περισσότερων  παρατηρητών.   Ο S. Newcomb  (1835-1909) του  Ναυτικού  Αστεροσκοπείου των  ΗΠΑ ήταν  ένας από αυτούς. Θα συνόδευε  μια αποστολή στο Des Moines της Iowa για να παρατηρήσει την έκλειψη. Ο Newcomb λοιπόν προσκάλεσε  το   Δανό   αστρονόμο   C.H.F.   Peters   (1813-1890),   που   είχε  εγκατασταθεί στις ΗΠΑ από το 1854  και είχε ανακαλύψει πολλούς αστεροειδείς, να τους ακολουθήσει στην αναζήτηση του Ηφαίστου. Ο Peters του απάντησε απότομα: «Δεν θα ενδιαφερθώ να ψάξω  για τα μυθικά πτηνά του Le Verrier». Η απάντηση αυτή, κατά τους Baum & Sheehan (1997), είχε πιθανότατα ένα ενδιαφέρον βαθύτερο νόημα, που για να το αντιληφθούμε θα πρέπει να γνωρίζουμε κάποιες εμπειρίες από την προηγούμενη σταδιοδρομία του C. H. F. Peters.       
Μερικές  εβδομάδες  πριν,   ο   Peters   είχε   δημοσιεύσει στο  Astronomische Nachrichten («Αστρονομικά   Νέα»)   μια   εμπειρία   από   τότε   που   βρισκόταν   στο   Αστεροσκοπείο   της  Νεαπόλεως στην Ιταλία. Το Μάιο 1845 οι εκεί αστρονόμοι είχαν παρατηρήσει μικρά σώματα να περνούν μπροστά από το δίσκο του `Ηλιου. Αυτή δεν ήταν η πρώτη παρόμοια αναφορά. Ο C. Messier (1730-1817) π.χ. παρατηρώντας από το Παρίσι το 1777 είχε παρακολουθήσει «ένα μεγάλο αριθμό σκοτεινών σφαιριδίων» να περνά μπροστά από τον `Ηλιο μέσα σε 5 min. Η μεγάλη θύελλα διαττόντων των Λεοντιδών του 1833 είχε καταστήσει γνωστή την ύπαρξη μετεωρικών σωμάτων που εκινούντο σε πυκνά σμήνη ή (σύμφωνα με μια θεωρία της εποχής που είχε  προτείνει ο Adolph  Erman το  1839) περιφέρονταν περί τον  `Ηλιο σε διακριτούς δακτυλίους. Δεν θα ήταν μήπως πιθανό υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όταν η Γη βρισκόταν κοντά στα σμήνη αυτά,  μερικά από  τα μικρά εκείνα σώματα (μετεωροειδείς) να εκτελούν διαβάσεις; Αρχικά οι αστρονόμοι από τη Νεάπολη υπέθεσαν ότι είχαν δει συμπυκνώσεις στο ρεύμα μετεωροειδών που προκαλεί την ετήσια βροχή διαττόντων «η Υδροχοΐδες» κάθε Μάιο και σήμερα γνωρίζουμε πως   αποτελείται   από  υλικό του Κομήτη του  Halley.   Το   γεγονός κίνησε   το   ενδιαφέρον   του   Peters,   που θέλησε να επιβεβαιώσει  τις   παρατηρήσεις   και   να διαλευκάνει το μυστήριο. Στις 6/10/1845 ήρθε η επόμενη ευκαιρία: πολλά μικρά αντικείμενα έγιναν   ορατά   καθώς   διάβαιναν   με   μεγάλη   ταχύτητα   μπροστά   από   τον   `Ηλιο,   άλλα μεμονωμένα και άλλα   κατά  ζεύγη. Ο Peters  χρονομέτρησε   προσεκτικά  τις διαβάσεις. Το  φαινόμενο επαναλήφθηκε και τις επόμενες ημέρες, ώστε στις 17/10 ο Peters να  γράψει: «Ενώ μετρούσαμε  τις  ηλιακές κηλίδες,  πέρασαν  πολλά μικρά   σώματα, λίγο-πολύ γρήγορα» . Εκείνη τη νύκτα, με το τηλεσκόπιό του στραμμένο προς τη Σελήνη, μέτρησε 9 μικρά σώματα σε 15  min, κινούμενα  οριζόντια μπροστά από  το δίσκο  της Σελήνης   μία ημέρα  μετά  την πανσέληνο. Και, εντελώς ξαφνικά, η ταυτότητά τους έπαψε να αποτελεί μυστήριο.       
«`Ηταν  πουλιά», έγραψε  ο Peters,  «με  όλα τα  χαρακτηριστικά τους  γνωρίσματα: ουρά, κεφαλή   και   πτέρυγες.   Πέρασαν  όλα   μπροστά   από   το   δίσκο   της  Σελήνης...   ...παράλληλα   ή  σχεδόν παράλληλα ως προς τον ορίζοντα. Το καθένα εμφανίσθηκε σαν ένα μαύρο αντικείμενο  επάνω   στο   δίσκο. Η  νύκτα   ήταν  καθαρή   και   ο   άνεμος   ασθενής.»  Ο  Δανός   επιστήμονας συμπέρανε ότι και τα σώματα που είχαν παρατηρηθεί τον προηγούμενο Μάιο ήταν επίσης πτηνά, καθώς μεγάλοι αριθμοί αποδημητικών πτηνών περνούσαν πάνω από την περιοχή κάθε Μάιο και Οκτώβριο, διατύπωσε μάλιστα και τη γνώμη ότι ήταν ορτύκια!    
Επομένως όταν ο Peters αναφερόταν στα «μυθικά πτηνά του Le Verrier» φαίνεται ότι δεν μιλούσε μεταφορικά, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Κατά τους Baum & Sheehan (1997) πολλοί από τους «Ηφαίστους» που παρατηρήθηκαν κατά καιρούς ήταν απλώς πουλιά. Ακόμα και οι εποχές που είχε προτείνει ο Le Verrier για τις διαβάσεις (άνοιξη και φθινόπωρο) ενισχύουν την   παραπάνω   υποψία,   αφού   αντιστοιχούν   στις   εποχές   της   αποδημίας.  Τα  περισσότερα χερσαία αποδημητικά ταξιδεύουν κατά τις αποδημίες τους σε ύψος μικρότερο των 1.500 m, αλλά μπορεί να υπερβούν και τα 4 km. Αν δεχθούμε άνοιγμα πτερύγων 20 cm και ύψος 2 km με   το   δίσκο   του `Ηλιου   3°  πάνω από τον  ορίζοντα,   το   πουλί  θα   βρίσκεται   όταν  περνά μπροστά από τον  `Ηλιο   σε απόσταση 4 km  από   τον παρατηρητή και θα  έχει   φαινόμενο άνοιγμα πτερύγων περίπου 10΄΄. Συγκριτικά, ο Ερμής κατά τις διαβάσεις του έχει φαινόμενη διάμετρο   13΄΄.   Με   μικρές   μεγεθύνσεις   θα   ήταν   σχεδόν   αδύνατο   να   αναγνωρισθεί   η πραγματική φύση μιας τόσο μικρής μαύρης κηλίδας. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι  ένας πλανήτης, ακόμα  και   ο  ταχύτατος `Ηφαιστος, θα  φαινόταν   να  διασχίζει τον ηλιακό δίσκο   εκατοντάδες   φορές   πιο   αργά   από   ό,τι   ένα   πουλί,   ακόμα   και   το πιο   μακρινό.   Οι αστρονόμοι  γνώριζαν   ότι   ο   `Ηφαιστος   θα  χρειαζόταν ώρες   για   να   διασχίσει   τον   ηλιακό δίσκο. Η πορεία των αποδημητικών πτηνών έχει γενική κατεύθυνση Β-Ν. Αν τα περνούσαν για πλανήτη, αυτός ο πλανήτης θα έπρεπε να έχει μια τροχιά με μεγάλη κλίση ως προς την εκλειπτική, πολύ μεγαλύτερη από την κλίση των 12° που είχε προτείνει ο Le Verrier.       
Η έκλειψη της 7/8/1869 απέτυχε να αποκαλύψει τον `Ηφαιστο κοντά στον `Ηλιο. Ο Le Verrier διακήρυξε ότι ή υπήρχαν πολλοί `Ηφαιστοι ή δεν υπήρχε κανείς και ότι αν υπήρχε `Ηφαιστος θα  έπρεπε  να διαβεί  μπροστά  από τον  ηλιακό   δίσκο στις 23/3/1877.   Μετά το θάνατό   του,   στις   23/9/1877,   υπήρχαν ακόμα  αστρονόμοι   που   έλπιζαν   στην   ύπαρξη   του Ηφαίστου, έστω  και  αν ο  σκεπτικισμός αυξανόταν.  Ο λόγος  ήταν ότι δεν   υπήρχε άλλη εξήγηση για την ανωμαλία στην τροχιά του Ερμού. Το αποκορύφωμα ήρθε με την ολική ηλιακή έκλειψη της 29/7/1878 στις ΗΠΑ.  Ο Newcomb την παρατήρησε από το  Wyoming συνοδευόμενος από τον J.C. Watson του Πανεπιστημίου του Michigan. Κατά τα 3 min της ολικής φάσεως ο Newcomb χρησιμοποίησε μικρό τηλεσκόπιο για να ερευνήσει το χώρο στα Α του `Ηλιου, ενώ ο Watson με ένα μεγαλύτερο τηλεσκόπιο ερεύνησε μια ζώνη μήκους 15° και   πλάτους   1,5°  Α   και   Δ   του   `Ηλιου.   Με   την   ισχυρή   μνήμη   του,   ο   Watson   είχε προηγουμένως απομνημονεύσει από τους χάρτες του ουρανού τις θέσεις όλων των αστέρων αυτής   της   ζώνης   μέχρι   ορισμένου   m(V).   Στα   Δ  του   `Ηλιου   συνάντησε   ένα   «ερυθρωπό άστρο» που δεν υπήρχε στους χάρτες, ορατό με γυμνό μάτι. Ακόμα δυτικότερα, βρήκε έναν άλλο, φωτεινότερο, ερυθρό αστέρα, σημείωσε  τη θέση του  και έσπευσε  να ειδοποιήσει το Newcomb,  ώστε να υπάρχει ανεξάρτητη επιβεβαίωση από άλλο  παρατηρητή. Ο Newcomb όμως ήταν απορροφημένος από την παρακολούθηση ενός δικού του υποψήφιου «Ηφαίστου», ενός αστέρα όπως αποδείχθηκε αργότερα. Τότε η ολική έκλειψη έλαβε τέλος. Ο Watson, που  είχε   ανακαλύψει   πολλούς  αστεροειδείς,   ήταν   πεπεισμένος ότι είχε   δει   τουλάχιστον έναν εσώτατο πλανήτη. Οι παρατηρήσεις του όμως δέχθηκαν αργότερα την κριτική του Peters, που θεώρησε ότι ο Watson είχε θεωρήσει τους θ και ζ Καρκίνου σαν «Ηφαίστους».
Ο Watson αρνήθηκε να εγκαταλείψει τις προσπάθειες και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του  κυνηγώντας τον υποθετικό πλανήτη. Αφού άφησε το Πανεπιστήμιο του Michigan στο Ann Arbor   προκειμένου   να   επιβλέψει   την   κατασκευή   του   Αστεροσκοπείου   Washburn   του Πανεπιστημίου του Wisconsin στο Madison, επιδίωξε να ανακαλύψει τον `Ηφαιστο κατά τη διάρκεια της ημέρας: ήθελε   να   τοποθετήσει   ένα τηλεσκόπιο στον πυθμένα  ενός   φρέατος βάθους 7,3 m σε ένα λόφο κοντά στη λίμνη Mendota, ελπίζοντας ότι έτσι θα ήταν σε θέση να διακρίνει αστέρες κοντά στον `Ηλιο. Η ιδέα χρονολογείται από την εποχή του Αριστοτέλους, ο οποίος είχε αναφέρει πως οι φωτεινότεροι αστέρες μπορούσαν να γίνουν ορατοί και κατά τη   διάρκεια   της  ημέρας  μέσα   από   βαθιά   πηγάδια,  πράγμα   που   είχε   πάντως  αποδειχθεί λανθασμένο ήδη πριν την εποχή του Watson. Μόνο με τηλεσκόπιο οι φωτεινότεροι αστέρες μπορούν να γίνουν ορατοί κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και πάλι όταν δεν βρίσκονται  προς την πλευρά του `Ηλιου, εκτός αν βρισκόμαστε σε μεγάλο υψόμετρο (>5 km).     
Ο Watson πέθανε από επιπλοκές πνευμονίας το Νοέμβριο 1880, σε ηλικία 42 ετών, πριν  ολοκληρώσει το σχέδιό του. Την επόμενη άνοιξη, όταν ο διάδοχός του, ο Edward S. Holden (1846-1914) έφθασε στο Madison για να αποπερατώσει το υπόγειο αστεροσκοπείο, ο Peters τον προειδοποίησε:  «Μη καθίσεις μέσα σε αυτή  την υπόγεια τρύπα να παρακολουθείς μέχρι που να περάσει  ο   `Ηφαιστος!  Δεν φοβάμαι ότι  ίσως   τον   ανακαλύψεις... ...αλλά μπορεί  να  καταστρέψει την υγεία σου και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να καλύψεις την τρύπα.» Ο Holden πάντως  διεξήγαγε λίγες παρατηρήσεις, ώστε  να  βεβαιωθεί και προσωπικά ότι  ο `Ηφαιστος θα ήταν αδύνατο να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, και στη συνέχεια  το υπόγειο αστεροσκοπείο εγκαταλείφθηκε για πάντα. Σήμερα δεν έχει απομείνει ίχνος του.       
Μετά το θάνατο   του Watson η   ιδέα του Ηφαίστου   περιέπεσε οριστικά σε  δυσμένεια  μεταξύ των αστρονόμων.  Λίγοι αστρονόμοι, μεταξύ των  οποίων και ο Holden,  από όσους ταξίδεψαν μέχρι τη νήσο Καρολίνα στον κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό για να παρατηρήσουν την ολική έκλειψη του 1883 το έπραξαν με την ελπίδα να ανακαλύψουν τον `Ηφαιστο. Στις 11/1/1891   ο   Lescarbault   ισχυρίσθηκε   ότι   τον   ανακάλυψε   στο Λέοντα,   αλλά   λεπτομερής έλεγχος απέδειξε ότι ο υποτιθέμενος `Ηφαιστος ήταν ο πλανήτης Κρόνος!         
Η  επιπλέον   μετατόπιση   του   περιηλίου  του Ερμού  εξηγήθηκε   από  τον   Αϊνστάιν   το  Νοέμβριο 1915: η Γενική Σχετικότητα εξαφάνισε την ανάγκη για την ύπαρξη του Ηφαίστου, καθώς σύμφωνα με αυτή τη Θεωρία η τροχιά του Ερμού θα έπρεπε να μεταπίπτει ελαφρώς ταχύτερα, ακριβώς όσο χρειαζόταν για να εξηγήσει την επιπλέον μετατόπιση του περιηλίου.    
Παρά το γεγονός αυτό, οι παρατηρήσεις του J.C. Watson κατά την έκλειψη του 1878 δεν εξηγήθηκαν ποτέ εντελώς. Ο Peters ίσως είχε δίκιο όταν υποστήριζε την πιθανότητα λάθους, αλλά μια πιο συναρπαστική πιθανότητα είναι ο Watson να είδε δύο μικρούς κομήτες από αυτούς που περνούν πολύ  κοντά από τον `Ηλιο και συνήθως πέφτουν  επάνω του.  Τέτοιοι κομήτες ανακαλύφθηκαν κυρίως από το SOHO τα τελευταία έτη. Π.χ. ο «Kομήτης SOHO»  που ανακαλύφθηκε  στις 3/5/1998 και  πέρασε σε  ελάχιστη απόσταση 22×106  km από τον `Ηλιο   (περιήλιο)   5   ημέρες   αργότερα   (συγκριτικά,   ο   Ερμής   δεν   πλησιάζει   τον   `Ηλιο περισσότερο   από   46×106  km).   Αν   και  τώρα   έχει   σχεδόν   ξεχασθεί,   ο  `Ηφαιστος   μας υπενθυμίζει τη μεγάλη έφεση του ανθρώπου για εξερεύνηση και ανακάλυψη, καθώς και την τυχαία ανακάλυψη άλλων πραγμάτων, ίσως πιο σημαντικών, κατά τη διάρκεια των ερευνών για κάποιο δύσκολο στόχο: η αναζήτηση για τον `Ηφαιστο οδήγησε τον H. Schwabe στο να  ανακαλύψει τον ενδεκαετή κύκλο της ηλιακής δραστηριότητας.

Βιβλιογραφία 
Δανέζης, Μάνος και Θεοδοσίου, Στράτος: Το Σύμπαν που αγάπησα - Εισαγωγή στην Αστροφυσική, τόμος Β΄, εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2000
Baum, Richard & Sheehan, William: In search of planet Vulcan, Plenum, 1997
Sheehan, William: «James Craig Watson, First Director of Washburn Observatory: His Obsession with the Intra-Mercurial Planet Vulcan», BAAS, 28, 858 (1996)


Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Οι αφεντάδες της μπάλας – Eduardo Galeano



Η FIFA, που έχει το ανάκτορο και την Αυλή της στη Ζυρίχη, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, που βασιλεύει στη Λοζάνη και η εταιρεία ISL Marketing, που στεγάζει τις δραστηριότητές της στη Λουκέρνη, διαχειρίζονται τα Παγκόσμια Κύπελλα Ποδοσφαίρου και τις Ολυμπιάδες. Και οι τρεις αυτοί πανίσχυροι οργανισμοί έχουν την έδρα τους στην Ελβετία, μια χώρα γνωστή για την ευστοχία του Γουλιέλμου Τέλου, την ακρίβεια των ρολογιών της και τη θρησκευτική της προσήλωση στο τραπεζικό απόρρητο. Συμπτωματικά, και οι τρεις διακατέχονται από ένα εξαιρετικό αίσθημα αιδούς σε ό,τι αφορά το χρήμα που περνάει από τα χέρια τους και εκείνο που μένει στα χέρια τους.
Η ISL Marketing κατέχει, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του αιώνα, τα αποκλειστικά δικαιώματα της πώλησης διαφημίσεων στα στάδια, των φιλμ και των βιντεοκασετών, των συμβόλων, των σημαιών και των μασκότ των διεθνών διοργανώσεων. Ανήκει στους κληρονόμους του Άντολφ Ντάσλερ, του ιδρυτή της Adidas, αδελφού και εχθρού του ιδρυτή της ανταγωνίστριας Puma. Όταν οι Χαβελάνγκε
και Σάμαρανκ παραχώρησαν το μονοπώλιο αυτών των δικαιωμάτων στην οικογένεια Ντάσλερ, ασκούσαν το ευγενές καθήκον της ευγνωμοσύνης. Η Adidas, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής αθλητικών ειδών στον κόσμο, είχε συμβάλει πολύ γενναιόδωρα στην ανάρρησή τους στην εξουσία. Το 1990 οι Ντάσλερ πούλησαν την Adidas στον Γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Ταπί, αλλά κράτησαν την ISL, την οποία ελέγχουν σε συνεργασία με την ιαπωνική διαφημιστική εταιρεία Dentsu.
Η εξουσία του παγκόσμιου αθλητισμού δεν είναι παίξε γέλασε. Στα τέλη του 1994, συζητώντας στη Νέα Υόρκη με επιχειρηματικούς κύκλους, ο Χαβελάνγκε άφησε να διαρρεύσουν κάποιοι αριθμοί, γεγονός που δεν το συνηθίζει:
- Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο ετήσιος παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ποδοσφαίρου αγγίζει το ποσό των 225 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Και κομπάζοντας σύγκρινε τον αριθμό αυτό με τα 136 δισεκατομμύρια δολάρια του κύκλου εργασιών του 1993 της General Motors, που είναι πρώτη στον κατάλογο των μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Στην ίδια συζήτηση ο Χαβελάνγκε επισήμανε ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα εμπορικό προϊόν, που πρέπει να πωληθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και υπενθύμισε τον πρώτο χρυσό κανόνα της εποχής μας:
- Την πραμάτεια μας πρέπει να την προσέχουμε.
Η πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων είναι η πιο προσοδοφόρα φλέβα στο μεταλλείο των διεθνών διοργανώσεων, και η FIFA και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος από τα χρήματα που καταβάλλει η μικρή οθόνη. Τα ποσά αυτά αυξήθηκαν θεαματικά από τότε που η τηλεόραση άρχισε να αναμεταδίδει απευθείας, για όλες τις χώρες, τις διεθνείς αθλητικές συναντήσεις. Η Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης εισέπραξε εξακόσιες τριάντα φορές περισσότερα χρήματα από την αντίστοιχη της Ρώμης, όταν η αναμετάδοση γινόταν μόνο σε εθνικό επίπεδο.
Και τη στιγμή που πρέπει να αποφασίσουν ποιες εταιρείες θα είναι οι επίσημοι χορηγοί της κάθε διοργάνωσης, τόσο ο Χαβελάνγκε και ο Σάμαρανκ, όσο και η οικογένεια Ντάσλερ είναι σαφείς: θα επιλεγούν αυτοί που πληρώνουν περισσότερο. Η μηχανή που μετατρέπει κάθε πάθος σε χρήμα δεν μπορεί να προσφέρει στον εαυτό της την πολυτέλεια να προβάλει τα πλέον υγιή και ενδεδειγμένα για την αθλητική ζωή προϊόντα: τίθεται σαφώς υπέρ της καλύτερης προσφοράς και ενδιαφέρεται μονάχα αν η Mastercard πληρώνει περισσότερα ή λιγότερα από τη Visa και αν η Fujifilm προσφέρει περισσότερα χρήματα από την Kodak. Η Coca-Cola, το διατροφικό ελιξίριο που δεν μπορεί να λείπει από το κορμί κανενός αθλητή, είναι πάντα στην πρώτη θέση. Οι πολυεκατομμυριούχες αρετές της δεν αμφισβητούνται.
Σε αυτό το ποδόσφαιρο του τέλους του αιώνα μας, του εξαρτημένου από το μάρκετινγκ και τους σπόνσορες, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλές από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές ομάδες είναι εταιρείες ή ιδιοκτησία άλλων εταιρειών. Η Γιουβέντους ανήκει, όπως και η Fiat, στον όμιλο Ανιέλι. Η Μίλαν είναι στον αστερισμό των επιχειρήσεων του Μπερλουσκόνι. Η Σαμπντόρια στον πετρελαϊκό όμιλο Mantovanni. Η Φιορεντίνα στην εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών Gecchi Gori. Η Μαρσέιγ βρέθηκε στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου όταν εξαγοράστηκε από τον όμιλο του Μπερνάρ Ταπί, μέχρι που ένα σκάνδαλο δωροδοκιών κατέστρεψε τον επιτυχημένο αυτόν επιχειρηματία. Η Παρί Σεν Ζερμέν ανήκει στον τηλεοπτικό σταθμό Canal Plus. Η Peugeot, χορηγός της Σοσό, είναι επίσης ιδιοκτήτρια του γηπέδου της. Η Philips είναι ιδιοκτήτρια της psv Αϊντχόβεν. Δυο ομάδες της πρώτης κατηγορίας της Γερμανίας, που χρηματοδοτεί η Bayer, φέρουν το όνομά της: η Μπάγερ Λεβερκούζεν και η Μπάγερ Ίρντιγκεν. Ο εφευρέτης και ιδιοκτήτης των υπολογιστών Astrad είναι επίσης ιδιοκτήτης της αγγλικής Τότεναμ, οι μετοχές της οποίας έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Η Μπλάκμπερν ανήκει στον όμιλο Walker. Στην Ιαπωνία, όπου το επαγγελματικό ποδόσφαιρο γεννήθηκε πρόσφατα, οι μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες ίδρυσαν ποδοσφαιρικές ομάδες και έφεραν σε αυτές αστέρια του διεθνούς ποδοσφαίρου, με τη βεβαιότητα ότι το ποδόσφαιρο είναι μια διεθνής γλώσσα που μπορεί να συμβάλει στην προώθηση των συμφερόντων τους σε όλο τον κόσμο. Η ηλεκτρική εταιρεία Furukawa ίδρυσε την Τζεφ Γιουνάιτεντ Ιτσιχάρα και έφερε τον Γερμανό Πιερ Λιτμπάρσκι και τους Τσέχους Φράντισεκ και Πάβελ. Η Toyota δημιούργησε τη Ναγκόγια Γκράμπους, που είχε για παίκτη τον Αγγλο γκολτζή Γκάρι Λίνεκερ. Ο βετεράνος αλλά πάντα εξαιρετικός Ζίκο έπαιξε στην Κασίμα, που ανήκει στο βιομηχανικό και χρηματιστηριακό όμιλο Sumitomo. Οι εταιρείες Mazda, Mitsubishi, Nissan, Panasonic και Japan Airlines έχουν τις δικές τους ιδιόκτητες ποδοσφαιρικές ομάδες.
Η ομάδα μπορεί να χάνει χρήματα, αλλά αυτή η λεπτομέρεια δεν έχει σημασία αν προσφέρει μια καλή εικόνα στον όμιλο επιχειρήσεων που ανήκει. Γι’ αυτό η ιδιοκτησία της δεν είναι μυστική: το ποδόσφαιρο χρησιμεύει στη διαφήμιση των επιχειρήσεων και δεν υπάρχει στον κόσμο καλύτερο εργαλείο των δημοσίων σχέσεων για την προσέγγιση του κοινού. 'Όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγόρασε τη Μίλαν, που ήταν σε κατάσταση χρεοκοπίας, άρχισε τη νέα εποχή του, αναδεικνύοντας όλη τη χορογραφία μια διαφημιστικής εκστρατείας. Ένα βράδυ του 1987 οι έντεκα παίκτες της Μίλαν βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο από ένα ελικόπτερο, που είχε προσγειωθεί καταμεσής του γηπέδου, ενώ τα μεγάφωνα έπαιζαν τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ. Ο Μπερνάρ Ταπί, άλλος ειδικός της προσωπικής προβολής, συνήθιζε να γιορτάζει της επιτυχίες της Μαρσέιγ του με μεγάλες γιορτές, με εντυπωσιακά πυροτεχνήματα και ακτίνες λέιζερ, στις οποίες ήταν προσκεκλημένα τα καλύτερα συγκροτήματα της ροκ.
Το ποδόσφαιρο, πηγή λαϊκών συγκινήσεων, δημιουργεί φήμη και εξουσία. Οι ομάδες που έχουν κάποια αυτονομία, και δεν εξαρτώνται ευθέως από άλλες επιχειρήσεις, συνήθως διευθύνονται από επιχειρηματίες με αδιαφανείς δραστηριότητες και πολιτικούς δεύτερης κατηγορίας, οι οποίοι χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο ως εφαλτήριο κύρους, προκειμένου να αποκτήσουν δημοτικότητα και να διαδραματίσουν σημαντικούς ρόλους. Υπάρχουν επίσης μερικά σπάνια παραδείγματα της άλλης όψης του νομίσματος: άνθρωποι που θέτουν το κύρος τους στην υπηρεσία του ποδοσφαίρου, όπως ο Άγγλος τραγουδιστής Έλτον Τζον, που έγινε πρόεδρος της αγαπημένης του ομάδας της Γουότφορντ, και ο σκηνοθέτης Φρανσίσκο Λομπάρντι, που είναι πρόεδρος της Σπόρτιγκ Κριστάλ του Περού.

Eduardo Galeano
ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ
Μετάφραση Γιάννης Χρυσοβέργης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1998

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ: ΕΓΩ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ



Θα είναι εκεί. Κι όταν τα θρύψαλα της λιγοστής ζωής μου ηχήσουν σαν κρύσταλλα κιτρινισμένα σε χαμένες αίθουσες παράταιρων ονείρων - πέφτοντας στα καθαρά πλακάκια του λουτρού εγώ, με την απελπισία της δύσκαμπτης σάρκας - θα με κοιτάζει βουρκωμένος.

Θα είναι εκεί. Κι όταν ο άνεμος της δυστυχίας θα σαρώνει ό,τι απέμεινε από μένα: οι γκρίνιες μου, τα όνειρά μου τ’ ανέκδοτα, κουσούρικα ποιήματά μου - μπλεγμένος σ’ έναν δαίδαλο χοντρών νοσοκόμων, σωλήνων, καθετήρων, εγώ, με το θράσος μιας παράλογης κατάφασης για την ζωή - θα με κοιτάζει δακρυσμένος.

Θα είναι εκεί. Κι όταν πια δεν θα μείνει απ’ την ασήμαντη ζωή μου παρά δυο στάλες ιδρώτας στα μέτωπα των τελευταίων συνοδών μου - βαρύς, σχεδόν ασήκωτος όπως πάντα εγώ, γεμίζοντας το στεγνό μου στόμα με το χώμα που γέμισε τα στόματα χιλιάδων άλλων πριν από μένα, το ίδιο ξερό, ασήμαντο χώμα - θα με κοιτάζει με φρίκη.

Θα είναι εκεί. Μα ούτ’ ένας να του πιάσει το χέρι ούτ’ ένας να σκεφτεί πόσο αφόρητα μοιάζει σ’ εκείνη την παλιά φωτογραφία, όπου ο νεκρός πατέρας μου κρατά απ’ το χέρι τον μικρό του γιο.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1987-2007]
Η ΖΩΗ ΚΟΛΥΜΠΑ ΣΑΝ ΦΑΛΑΙΝΑ ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ [1987]

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

EΤYMOΛOΓlA ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΜΟΥΣΙΚΗ» ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΑΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΧΗ - FABRE D’ OLIVET



Η λέξη «μουσική» είναι ελληνική και προέρχεται από τη λέξη «μούσα» που ανάγεται στους Αιγύπτιους και την κατάληξη «ική» που είναι Κελτικής προέλευσης. Η Αιγυπτιακή λέξη «μας» ή «μους» σημαίνει στην πραγματικότητα «γενιά» «παραγωγή» ή «ανάπτυξη έξω από μια αρχή», δηλαδή τυπική εκδήλωση ή ενεργοποίηση αυτού που ήταν εν δυνάμει. Αποτελείται από τη ρίζα «ας» που χαρακτηρίζει τη συμπαντική, πρωταρχική αρχή και τη ρίζα «μα», που εκφράζει όλα όσα γεννούν, αναπτύσσονται ή εκδηλώνονται ή αποκτούν μια εξωτερική μορφή. Όπως ισχύει σε πάρα πολλές γλώσσες, το μοναδικό ον, ο Θεός και η «μα» αφορούν καθετί το γόνιμο, το δημιουργικό, το παραγωγικό - στην ουσία έχουν την έννοια της «μητέρας».
'Ετσι, η ελληνική λέξη «μούσα» αφορούσε, από τότε ακόμη που καθιερώθηκε, κάθε ανάπτυξη που προκύπτει από μια αρχή, σε κάθε σφαίρα δραστηριότητας όπου, το πνεύμα περνά από τη δυνητικότητα στην πράξη και ενδύεται μια ορατή μορφή. Στην πιο περιορισμένη της εφαρμογή εκφράζει έναν τρόπο ύπαρξης, όπως δηλώνει η λατινική λέξη «μoς». Η κατάληξη «ική» φανερώνει ότι το ένα συσχετίστηκε με το άλλο λόγω ομοιότητας ή εξάρτησης ή λόγω του ότι προέκυψε απ' αυτό. Αυτή την κατάληξη τη συναντά κανείς σε όλες τις βορειοευρωπαϊκές γλώσσες (ich, ig, ic, ή ick). Σχετίζεται με την κελτική λέξη «αικ» που σημαίνει «ίσος» και προέρχεται από την αιγυπτιακή και εβραϊκή λέξη  «ach»,  σύμβολο της ταυτότητας, της ισότητας και της αδελφότητας.
Αν, μετά την ετυμολογία της λέξης «μουσική»  που έδωσα, συλλαμβάνει κανείς την ευρύτερη έννοια που απέδιδαν οι Αιγύπτιοι στη ρίζα της και που οι Έλληνες της προσέδωσαν, θα έχει μικρότερη δυσκολία να αντιληφθεί τις διάφορες έννοιες με τις οποίες κατανοούσαν (οι Έλληνες) τις Μούσες τους και την παγκόσμια επιρροή που απέδιδαν σ' αυτή την επιστήμη, που τους καθόρισε με τόση ιδιαιτερότητα. Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί θεωρούσαν όλες τις τέχνες σαν απορροές της μουσικής, γιατί, ακολουθώντας την έννοια αυτής της λέξης, όλα όσα υπηρετούν την εξωτερίκευση της σκέψης, όλα όσα κάνουν κάτι που ανήκει στη διανοητική σφαίρα να γίνεται αισθητό και να μεταβαίνει από τη δυνητικότητα στην πράξη παίρνοντας μια κατάλληλη μορφή, όλα λοιπόν αυτό ανήκουν σ' αυτή την έννοια. Οι Αιγύπτιοι φαίνεται ότι είχαν τρεις μόνο μούσες: Μελέτη, Μνήμη, Αοιδή,  δηλαδή εκείνη που παράγει ή γεννά, εκείνη που διατηρεί ή καθορίζει κι εκείνη που κάνει κατανοητά τα πάντα.  Οι  Έλληνες, ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε εννέα, ταξινόμησαν ακόμη περισσότερο τις ιδιότητές τους. Τις θεωρούσαν θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης, δηλαδή της αιώνια ζώσης οντότητας και της ιδιότητας διατήρησης στη μνήμη και τα ονόματά τους ήταν τα εξής: Κλειώ, εκείνη που γιορτάζει, Μελπομένη, εκείνη που τραγουδά για πράγματα αξιομνημόνευτα, Θάλεια, εκείνη που ανθεί, που αναζητά τη συμφωνία, Ευτέρπη, εκείνη που θέλγει (που φέρνει σε έκσταση), Τερψιχόρη,  εκείνη που  αγαλλιά με το χορό,  Ερατώ, εκείνη που αγαπά, Καλλιόπη εκείνη που αφηγείται εκπληκτικά πράγματα, Ουρανία, εκείνη που συλλογιέται τους ουρανούς και Πολύμνια, εκείνη που εκφράζει τις ποικίλες τέχνες. Οι εννέα Μούσες αναγνώριζαν σαν ηγέτη τους τον Απόλλωνα, το συμπαντικό γεννήτορα και μερικές φορές είχαν σαν οδηγό τους τον Ηρακλή, τον κύριο του Σύμπαντος.
Επειδή οι Σύγχρονοι έχουν προ πολλού διαχωρίσει τη μουσική από την επιστήμη της μουσικής γενικότερα, θα τη θεωρήσω κι εγώ σαν το μέρος εκείνο της επιστήμης που για να γίνει κατανοητή από τη διάνοια του ανθρώπου χρησιμοποιεί στο εξωτερικό επίπεδο δύο δομικά στοιχεία, τον ήχο και το χρόνο, θεωρώντας το ένα σαν ύλη και το άλλο σαν ρυθμιστή της μορφής που της προσδίδει σαν τέχνη. Ο τόνος όμως, γίνεται αντιληπτός μόνο από το ανθρώπινο αυτί μέσω των κραδασμών που του μεταβιβάζει στον αέρα, σύμφωνα με ορισμένες σχέσεις που βασίζονται στους αριθμούς' αποκτά μελωδικές και αρμονικές ιδιότητες, δηλαδή μετακινείται από χαμηλά προς υψηλά, μόνο σύμφωνα με ορισμένες σχέσεις που εξαρτώνται από αριθμούς' ο μουσικός ρυθμός, από τον οποίο ελέγχεται ο κάθε τόνος, μετράται μόνο σύμφωνα με ορισμένους νόμους της κίνησης, οι οποίοι και πάλι εξαρτώνται από αριθμούς. Συνεπώς, διαπιστώνει κανείς ότι οι αριθμοί ενυπάρχουν στα στοιχεία της μουσικής και χωρίς αυτούς δεν γίνεται τίποτε. Οι αριθμοί λοιπόν αποτελούν ένα είδος αρχής και είναι πράγματι η αρχή της μουσικής, με τη γνώση δε των ιδιοτήτων τους μπορούμε ν' ανακαλύψουμε τις ιδιότητες του ήχου και του χρόνου στα πλαίσια αυτής της επιστήμης. Αφήνοντας στη φυσική και στη μεταφυσική όλα όσα εννοιολογικά τους ανήκουν, εκείνο που χρειάζεται να ξέρουμε γι' αυτό καθ' αυτό τον τόνο είναι ότι διαχωρίζεται από το θόρυβο με βάση ορισμένες σχέσεις οι οποίες προκύπτουν  και πάλι από τους αριθμούς γιατί, όπως έχω πει οι θόρυβοι είναι στην ουσία το σύνολο ενός πλήθους διαφορετικών ήχων που ακούγονται ταυτόχρονα και που κατά κάποιο τρόπο έρχονται ο ένας σε αντίθεση με τα κύματα του άλλου ενώ οι τόνοι ξεχωρίζουν απ' τους θορύβους και γίνονται ολοένα και πιο αρμονικοί όσο το σώμα που τους παράγει είναι περισσότερο ελαστικό, ομοιογενές, κατασκευασμένο από ένα υλικό με μεγαλύτερη συνοχή καθαρότητα και τελειότητα. Μπορεί επομένως να συμπεράνει κανείς ότι ένα σώμα είναι περισσότερο θορυβοποιό όσο περισσότερο διαχωρίζεται σε μάζες άνισης στερεότητας και υφής και είναι περισσότερο ηχοποιό όσο περισσότερο προσεγγίζει την ομοιογένεια.
Από τις εμπειρίες που παρέθεσα στο έργο μου «Notions sur le sens de Ι' ouie» συμπεραίνει κανείς ότι το αυτί του ανθρώπου είναι ανοιχτό πρώτα στο θόρυβο και στη συνέχεια περνώντας ασυνείδητα από το μη αρμονικό στο αρμονικό, ή από τη διάσπαση στην ενότητα, φτάνει στον τόνο. Αυτή φαίνεται πως υπήρξε ανέκαθεν η πορεία της Φύσης. Στόχος της είναι η απόλυτη ενότητα. Οι φυσικοί που έχουν υπολογίζει τον αριθμό των κραδασμών που παράγουν τα ηχοποιά σώματα σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, υποστηρίζουν ότι ο χαμηλότερος ήχος που μπορούν να ακούσουν τα αυτιά μας είναι εκείνος ενός σώματος που ταλαντεύεται 20 φορές το δευτερόλεπτο και ο  υψηλότερος είναι του σώματος εκείνου που ταλαντεύεται 40.000 το δευτερόλεπτο.


FABRE D’ OLIVET
Η Εσωτερική Διάσταση της Μουσικής
Μετάφραση: Δημήτρης Κουτσούκης
Εκδόσεις ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1991

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Διάφορα αντικείμενα του αισθήματος του ωραίου και του υπέροχου – Immanuel Kant



Τα διάφορα αισθήματα της απόλαυσης ή της δυσφορίας, της ικανοποίησης ή της δυσαρέσκειας, εξαρτώνται περισσότερο από την ιδιάζουσα αισθητικότητα των ανθρώπων και λιγότερο από τη φύση των εξωτερικών πραγμάτων που τα προκαλούν. Από αυτό προκύπτει ότι ορισμένοι άνθρωποι βρίσκουν απολαυστικό αυτό για το οποίο άλλοι δεν αισθάνονται παρά μόνο αποστροφή, ότι ο έρωτας αποτελεί συχνά ένα μυστήριο για όλο τον κόσμο και ότι αυτό που δυσαρεστεί έντονα τον έναν, αφήνει τον άλλο αδιάφορο. Αυτές οι ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης προσφέρουν ένα εκτεταμένο πεδίο παρατηρήσεων και ενέχουν ταυτόχρονα μια πηγή αποκαλύψεων ευχάριστων όσο και διδακτικών. Δεν θα εξετάσω προς το παρόν παρά μόνο ορισμένα ιδιαίτερα σημεία και με την ιδιότητα μάλλον του παρατηρητή παρά του φιλοσόφου.
Αν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ευτυχής παρά μόνο στο βαθμό που ικανοποιεί μια φυσική προδιάθεση, τότε η αίσθηση που τον καθιστά ικανό μιας ευφρόσυνης διάθεσης χωρίς να απαιτεί γι' αυτό ιδιαίτερα χαρίσματα δεν του είναι φυσικά αδιάφορη. Ο γαστρίμαργος που αναγνωρίζει στο μάγειρό του τον κατεξοχήν πνευματικό δημιουργό, φρονώντας ταυτόχρονα ότι όλα τα καλαίσθητα έργα είναι συγκεντρωμένα στα κελάρια, θα βρει στη χυδαιολογία και στα κακόγουστα αστεία μια απόλαυση εξίσου έντονη μ' αυτήν για την οποία καυχώνται όσοι διαθέτουν πιο λεπτά αισθήματα. Ο λάτρης των ανέσεων, που δεν επιθυμεί την ανάγνωση παρά μόνο για τη νύστα που του προκαλεί, ο έμπορος που θεωρεί κάθε απόλαυση ανούσια, εκτός απ' αυτήν του επιτήδειου ανθρώπου που λογαριάζει τα οφέλη της εμπορικής του δραστηριότητας, αυτός που δεν εκδηλώνει την αγάπη του στις γυναίκες παρά μόνο γιατί συγκαταλέγονται στα πράγματα που του παρέχουν απόλαυση, ο εραστής του κυνηγίου, που θηρεύει μύγες, ως Δομιτιανός, ή άγρια ζώα, ως Α..., όλοι τους διαθέτουν μια αισθητικότητα που τους καθιστά ικανούς ορισμένων απολαύσεων, απαλλάσσοντάς τους ταυτόχρονα από την επιθυμία άλλων που πιθανά δεν μπορούν ούτε να φανταστούν. Προτίθεμαι λοιπόν να εξετάσω ένα ιδιαίτερα λεπτό αίσθημα, που αποκαλείται έτσι είτε γιατί μπορεί κανείς να το απολαύσει για μεγάλο διάστημα χωρίς σημάδια κορεσμού ή κόπωσης, είτε γιατί προϋποθέτει ένα είδος διεγερσιμότητας της ψυχής που την καθιστά ταυτόχρονα ικανή για ενάρετες πράξεις, είτε, τέλος, γιατί υποδηλώνει ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα, ενώ τα άλλα αισθήματα μπορούν αντίθετα να εκδηλωθούν και σε συνθήκες πνευματικής ένδειας. Δεν θα συμπεριλάβω όμως εκείνη τη γοητευτική έλξη που ασκούν οι ανώτερες γνώσεις, η οποία οδήγησε τον Kepler, όπως αναφέρει ο Bayle, να δηλώσει ότι δεν θα αντάλλασσε, ούτε για ένα βασίλειο, έστω και μία από τις ανακαλύψεις του, γιατί είναι εξαιρετικά λεπτή. Η παρούσα εργασία δεν έχει σαν αντικείμενο παρά μόνο εκείνο το αίσθημα που αγγίζει και τις πιο απλοϊκές ψυχές.
Το αίσθημα αυτό είναι διττό: αποτελείται από το αίσθημα του ωραίου και αυτό του υπέροχου.  Οι συγκινήσεις τους είναι ευχάριστες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η όψη των χιονισμένων κορυφών μιας οροσειράς που υψώνονται πάνω από τα σύννεφα, η περιγραφή ενός κυκλώνα ή του βασιλείου της κολάσεως (Milton) μας παρέχουν μια απόλαυση ανάμεικτη με τρόμο. Η θέα των ανθισμένων λιβαδιών, οι ελικώσεις των ποταμών και τα βοσκοτόπια, η περιγραφή των Ηλυσίων ή η ομηρική αναπαράσταση του κεστού της Αφροδίτης μάς προξενούν επίσης ευχάριστα συναισθήματα, που δεν αποπνέουν όμως παρά μόνο ιλαρότητα και χαρμονή. Για να μπορεί κανείς να προσοικειωθεί σ' όλη της την ισχύ την πρώτη εντύπωση, πρέπει να διαθέτει το αίσθημα του υπέροχου, για να μπορεί να απολαύσει τη δεύτερη, το αίσθημα του ωραίου. Οι πελώριες βελανιδιές και οι μοναχικές βαθύσκιες φυλλωσιές σ' ένα παρθένο δάσος είναι υπέροχες. Τα ανθοτόπια, οι μικροί φράχτες, οι ομοιόσχημα κλαδεμένες δενδροσειρές είναι ωραία. Η νύχτα είναι υπέροχη, η ημέρα είναι ωραία. Αυτοί που διαθέτουν το αίσθημα του υπέροχου οδηγούνται στα υψηλά αισθήματα της φιλίας, της αιωνιότητας, της περιφρόνησης του κόσμου, μέσα στη γαλήνια σιωπή μιας καλοκαιρινής νύχτας, όταν η τρεμάμενη λάμψη των άστρων διατρέχει τη μελανόχροη νύχτα και το φεγγάρι εμφανίζεται μοναχικό στο στερέωμα. Το φέγγος της μέρας γεννά, μαζί με το ζήλο για εργασία, ένα αίσθημα χαράς. Το υπέροχο ταράσσει, το ωραίο γοητεύει. Το πρόσωπο αυτού που διαπερνάται από το αίσθημα του υπέροχου αποπνέει την αυστηρότητα και, συχνά, την έκπληξη, το ζωηρό αίσθημα του ωραίου αναγγέλλεται από το φωτεινό βλέμμα, το χαμόγελο και, συχνά, από τη θορυβώδη ευθυμία. Το υπέροχο παρουσιάζεται με διάφορες μορφές. Άλλοτε συνοδεύεται από βαρυθυμία ή τρόμο, άλλοτε από σιωπηλό θαυμασμό, και άλλοτε συνδυάζεται με το αίσθημα μιας σεβάσμιας ευμορφίας. Αποκαλώ υπέροχο- τρομακτικό το πρώτο είδος υπέροχου, υπέροχο- ευγενές το δεύτερο, υπέροχο-μεγαλοπρεπές το τρίτο. Μια βαθιά μοναξιά είναι υπέροχη, αλλά εμπνέει τρόμο(1).
Να γιατί οι απέραντες και φριχτές έρημοι, όπως αυτή του Chamo οτην Ταταρία, ενοικούνταν πάντοτε μέσα στη φαντασία από τρομερές σκιές, χιμαιρικά όντα και από τις ψυχές των νεκρών.
Το υπέροχο είναι πάντοτε μεγάλο, το ωραίο μπορεί προσέτι να είναι μικρό. Το υπέροχο απαιτεί την απλότητα, το ωραίο ανέχεται τον καλλωπισμό. Η ακρώρεια δεν είναι λιγότερο υπέροχη από την άβυσσο. Αλλά η πρώτη προκαλεί το θαυμασμό, είναι το υπέροχο- ευγενές, ενώ η δεύτερη, το υπέροχο-τρομακτικό, τον τρόμο. Ο Hasselquist σημειώνει ότι οι πυραμίδες της Αιγύπτου στην πραγματικότητα είναι πιο επιβλητικές από αυτό που μπορεί να αποδώσει η περιγραφή της λιτής και μεγαλόπνευστης αρχιτεκτονικής τους.
Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, μεγαλούργημα απλότητας, είναι μεγαλοπρεπής, γιατί το κάλλος, δηλαδή ο χρυσός, οι εργασίες του ψηφιδωτού κ.λπ., εναρμονίστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να επικρατεί το αίσθημα του υπέροχου. Ένα οπλοστάσιο πρέπει να είναι ευγενές και απλό, ένα ανάκτορο μεγαλοπρεπές, ένας εξοχικός πύργος ωραίος, με τον προσήκοντα διάκοσμο. Μια μακρά διάρκεια είναι υπέροχη. Αν ανήκει στο παρελθόν, είναι ευγενής. Όταν την τοποθετούμε σ' ένα απροσδιόριστο μέλλον, προκαλεί εν μέρει τον τρόμο. Ένα μνημείο χρονολογούμενο από την απώτατη αρχαιότητα επιβάλλει το σεβασμό. Ο Haller εμπνέει έναν απαλό τρόμο όταν αναπαριστά τη μελλοντική ενδελέχεια, έναν ακλόνητο θαυμασμό όταν περιγράφει το ενδελεχές παρελθόν.


______________________________ 
(1) Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα του ευγενούς τρόμου που μπορεί να εμπνεύσει η εικόνα της απόλυτης μοναξιάς παραθέτοντας μερικά αποσπάσματα από το ονειροπόλημα του Carazan (Brem. Magazin, τόμος IV, σελ. 539). Ο φιλάργυρος αυτός όσο έβλεπε την περιουσία του να μεγαλώνει, τόσο γινόταν ανάλγητος απέναντι στον πλησίον του. Αλλά, ενώ έσβηνε η αγάπη του για τους ανθρώπους, ο θρησκευτικός του ζήλος δεν έπαυε να αυξάνει. Μετά από αυτήν την ομολογία, ο Carazan συνεχίζει:« Ένα βράδυ που έκανα τους λογαριασμούς μου και υπολόγιζα τα κέρδη μου, αποκοιμήθηκα κάτω από το φως της λάμπας. Και είδα τον άγγελο του θανάτου να χιμάει πάνω μου και μέσα στη στροφοδίνη του να μου καταφέρνει ένα τρομερό χτύπημα πριν να προλάβω να ζητήσω έλεος. Το αίμα μου πάγωσε όταν αντιλήφθηκα ότι η απόφαση είχε ληφθεί και ότι δεν μπορούσα να προσθέσω πλέον τίποτε στο καλό, ούτε να αφαιρέσω τίποτε από το κακό που είχα κάνει. Με οδήγησαν μπροστά στο θρόνο αυτού που ενοικεί στον τρίτο ουρανό. Λαμπερό άστρο μου απηύθυνε τούτο το λόγο: «Carazan, ο θεός απορρίπτει τη λατρεία που του απέδωσες. Σφάλισες την καρδιά σου στην αγάπη των ανθρώπων και με σιδερένιο χέρι διαφύλαξες τους θησαυρούς σου. Έζησες μόνο για σένα, θα ζήσεις μόνος αιωνίως, στερημένος κάθε κοινωνίας με την υπόλοιπη δημιουργία». Εκείνη τη στιγμή, παρασύρθηκα από μια αόρατη δύναμη διατρέχοντας το περίλαμπρο οικοδόμημα της δημιουργίας. Σύντομα, είχα αφήσει πίσω μου αναρίθμητους κόσμους. Καθώς πλησίαζε το πέρας της φύσης, παρατήρησα ότι οι σκιές του ατέρμονου κενού έπεφταν μπροστά μου μέσα στην άβυσσο. Ένα τρομακτικό βασίλειο σιωπής και μοναξιάς, μια αιώνια νύχτα! Κυριεύτηκα από έναν ανείπωτο τρόμο. Τα τελευταία άστρα φαίνονταν πλέον ανεπαίσθητα, ήμουν βυθισμένος στο έσχατο σκότος. Η αγωνία του θανάτου μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή, όσο απομακρυνόμουν από τον τελευταίο κατοικημένο κόσμο. Και σκέφτηκα, πλημμυρισμένος από μια απέραντη απελπισία, ότι, αγόμενος δέκα χιλιάδες φορές στη διάρκεια δέκα χιλιάδων χρόνων πέρα από τα σύνορα της δημιουργίας, θα συνέχιζα, χωρίς βοήθεια, ούτε ελπίδα επιστροφής, να βυθίζομαι σ' αυτή την ατέλειωτη νύχτα .... Μέσα στην σκοτοδίνη μου, έτεινα τα χέρια μου προς κάποιο αντικείμενο της πραγματικότητας τόσο ζωηρά που ξύπνησα. Έτσι έμαθα να εκτιμώ τους ανθρώπους. Γιατί, μέσα σ' αυτή την ερημία, και τον πιο ταπεινό απ' αυτούς, που μέσα στην αλαζονεία της ευτυχίας μου είχα απωθήσει, τον προτιμούσα απ' όλους τους θησαυρούς της Γολκόνδης».



Immanuel Kant
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΟΧΟΥ
Μετάφραση Χάρης Τασάκος
Εκδόσεις PRINTA 1999

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ - Bertolt Brecht



(για να ακούσετε κανονικά το τραγούδι πρέπει να βάλετε την ταχύτητα αναπαραγωγής [playback speed] στο 2).




1

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως – όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



2

Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



3

Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



4

Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



5

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.

Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



6

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



7

Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις

-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,

γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



8

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



9

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,

μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.




[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Ο Μπόρχες κι εγώ - Jorge Luis Borges



Στον άλλον, στον Μπόρχες, συμβαίνουν όλα. Εγώ, περπατώ στο Μπουένος Άιρες και σταματώ, ίσως πια μηχανικά, για να κοιτάξω  την καμάρα μιας εισόδου και την καγκελόπορτα. Νέα του Μπόρχες λαβαίνω με το ταχυδρομεί και βλέπω τ’ όνομά του σε μια τριανδρία καθηγητών ή σ’ ένα βιογραφικό λεξικό. Εμένα  μ’ αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του 18ου αιώνα, η γεύση του καφέ και πεζογραφία του Στίβενσον. Ο άλλος, μοιράζεται μαζί μου αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ’ έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε καμώματα θεατρίνου. Θα ‘ταν υπερβολικό να πω  ότι οι σχέσεις μας είναι εχθρικές. Εγώ ζω, εγώ αφήνομαι να ζω, μόνο και μόνο για να μπορεί ο Μπόρχες να υφαίνει τη λογοτεχνία του, κι αυτή η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ πως έχει γράψει μερικές αξιόλογες σελίδες, αλλά αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως γιατί το καλό δεν ανήκει πια σε κανέναν, ούτε καν στον άλλον, αλλά στη γλώσσα ή στην παράδοση. Κατά τα άλλα, εγώ είμαι καταδικασμένος να χαθώ, να χαθώ για πάντα, και μόνο κάποια στιγμή μου μπορεί να επιβιώσει στον άλλον. Λίγο λίγο,  του τα παραχωρώ όλα, κι ας ξέρω τη διεστραμμένη συνήθειά του να παραποιεί και να υπερβάλλει. Ο Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι. Η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη, τίγρη. Εγώ, θα παραμείνω Μπόρχες. Όχι ο εαυτός μου (αν υποτεθεί ότι είμαι κάποιος), αν και αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία του απ’ όσο στα βιβλία πολλών άλλων ή στο περίτεχνο γρατζούνισμα μιας κιθάρας. Πριν κάποια χρόνια, προσπάθησα ν’ απελευθερωθώ απ’ αυτόν, και πέρασα απ’ τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο. Αυτά τα παιχνίδια, όμως, τώρα πια ανήκουν στον Μπόρχες, και θα χρειαστεί να επινοήσω άλλα. Έτσι, όλη μου η ζωή είναι μια φυγή, κι όλα τα χάνω κι όλα ανήκουν στη λήθη – ή σ’ αυτόν.
Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας γράφει αυτή τη σελίδα.


Jorge Luis Borges
Άπαντα Πεζά
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2005