.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Πούτσα και Ξύλο - Antonin Artaud

Τις λέξεις που χρησιμοποιούμε μου τις κληροδοτήσανε άκριτα και τις χρησιμοποιώ, όχι όμως για να γίνω κατανοητός, όχι για να κατορθώσω να μ' αδειάσω απ' αυτές, 
τότε γιατί λοιπόν; 
επειδή για την ακρίβεια δεν τις χρησιμοποιώ, στην πραγματικότητα δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να σωπαίνω να κλωτσώ, να κοπανώ και να δέρνω. 
Όσο για τα υπόλοιπα, αν μιλάω είν' επειδή η ομιλία σε γαμάει, θέλω να πω ότι η παγκόσμια εκπόρνευση που συνεχίζεται με κάνει να ξεχνάω να μην σκέφτομαι. 
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν λέω τίποτα και δεν κάνω τίποτα, ότι δεν χρησιμοποιώ ούτε λέξεις ούτε και γράμματα, 
δεν χρησιμοποιώ ούτε λέξεις και δεν χρησιμοποιώ καν γράμματα. 

Ποτέ δεν ίδρυσα, δεν ξεκίνησα, δεν ακολούθησα ένα κίνημα. 
Υπήρξα υπερρεαλιστής, αυτό είναι γεγονός, αλλά πιστεύω πως όντως όφειλα να είμαι, και ήμουνα όντως όχι όμως κι όταν εκτόξευα ή συνυπέγραφα μανιφέστα εκτός κι αν επρόκειτο να προσβάλουμε
 τον πάπα 
τον δαλάι-λάμα 
τον βούδα 
τον γιατρό 
τον διανοούμενο 
τον παπά 
τον μπάτσο 
τον ποιητή 
τον συγγραφέα 
τον άνθρωπο 
τον παιδαγωγό 
τον επαναστάτη 
τον αναρχικό 
τη μοναχή 
τον ερημίτη 
τον πρύτανη 
τον γιόγκι 
τον πνευματιστή.

Όσο για τους αντιδραστικούς, τους φασίστες, τους κομμουνιστές, που έχουνε πάρει πια την εξουσία, τους δεξιούς, τους αριστερούς, αυτοί δεν προσβάλλονται με τίποτα, δεν χαμπαριάζει τ' αυτί τους, αυτοί δεν διαλύονται, τι λέω, αυτοί δεν είναι δυνατόν ούτε καν να αποσυντεθούν, αυτό εννοώ όταν λέω ότι: φταίει η φύση, τους παράγει, αλλά αυτό δεν επαρκεί, κι αυτοί χρειάζονται άλλα μέτρα, πιο ισχυρά για να τους αντιμετωπίσεις. 

Γιατί, γιατί λοιπόν, άλλο ένα γραπτό από σένα, Αρτώ, και γιατί δεν μας έχεις αδειάσει ακόμα τη γωνιά τόσο καιρό που στο επισημαίνουμε; 
“Τόπο στα νιάτα, στις νέες αφίξεις, σ' αυτούς που δεν έχουν τίποτα να πουν, αλλά που είναι εδώ”. “Ο τόπος ζέχνει.” 
Είναι ακριβώς που δεν ζέχνει ακόμα τόσο πολύ ώστε να μου στερήσει το δικαίωμα στην κριτική, την επίθεση, την κρίση, την προσβολή πάσης φύσεως. 
Και τι μπορεί να μου κάνει αυτό; Στην πραγματικότητα τίποτα δεν θα μπορούσε να μου κάνει κι εγώ θα μπορούσα να περάσω εκτός και να περιφρονώ, αλλά το δυστύχημα είναι ότι ακριβώς έχει κάποια επίδραση πάνω μου. 

Θέλω να πω ότι τα ζιζάνια που ορθώνονται από όλες τις πλευρές δεν αφήνουν το κορμί μου ανέπαφο, είμαι ξαπλωμένος κατάχαμα σαν κιρσοκήλη, σαν βλεννορραγία, ΚΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ. 

Το ύφος, το στιλ μού προξενεί τρόμο και συνειδητοποιώ πως όταν γράφω δεν μπορώ παρά να υποπίπτω πάντοτε σ' αυτό το λάθος· γι' αυτό κι εγώ καίω όλα μου τα χειρόγραφα και δεν απομένουν παρά εκείνα που μου θυμίζουν μιαν ασφυξία, ένα λαχάνιασμα, ένα στραγγάλισμα μέσα κι εγώ δεν ξέρω σε ποια κατασκότεινη άβυσσο, επειδή αυτά είναι μόνο ειλικρινή. 
Οι ιδέες με τρομοκρατούν, δεν τις πιστεύω πια δεν θέλω να συγκινούν κι ας με λένε παλαβό: προσοχή, οι παλαβοί δαγκώνουν, ψέματα; 
Κι ας έρθει όποιος αντιρρησίας θέλει να μου πει: υπάρχει τούτο κι εκείνο και τα πράγματα είναι έτσι ή δεν είναι έτσι εγώ δαγκώνω επειδή πραγματικά δεν πιστεύω στις λέξεις ούτε στις ιδέες που προξενούνται απ' τις λέξεις, και μέσα στις λέξεις το είναι δεν σημαίνει για μένα τίποτα περισσότερο ή ΛΙΓΟΤΕΡΟ απ' το μη είναι, τίποτα δεν σημαίνει για μένα τίποτα, κι η σιωπή, άλλωστε, ακόμα λιγότερο.

Δεν είναι που δεν ανήκω ούτε στη δεξιά ούτε στην αριστερά, γιατί ανήκω ακόμα λιγότερο στο κέντρο, και την ισορροπία τη μισώ ακόμα περισσότερο κι απ' τον εκτοπισμό, υπό την προϋπόθεση πως είμαι εγώ που μ' εκτοπίζω,και με εκτοπίζω, όντως, κάθε φορά που βλέπω να καταφτάνει η αμετάβλητη μεσότητα. 

Διότι μπορώ να δω καλά ότι ορισμένοι με κατηγορούν πως είμαι ένα γέρικο άλογο, καμένο χαρτί. Κι όμως εγώ μισώ τη φιλοσοφία, τη μαγεία, τον πνευματισμό, τον αποκρυφισμό, τη γιόγκα, την ανατομία, 
ΝΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΛΕΩ, την ιατρική, την αριθμητική, την άλγεβρα, την τριγωνομετρία, τον διαφορικό λογισμό, την περιστροφή των ισημερινών, και, κυρίως, κι ας μην με πιστεύει κανείς, μισώ θανάσιμα την ποίηση. 

Έλαβα διάφορα ανώνυμα γράμματα στη ζωή μου. Το τελευταίο, απεσταλμένο εδώ και μερικές βδομάδες, μου ανήγγειλε την αποστολή ενός παλιού ποιήματος, από το οποίο δεν έλαβα τίποτε άλλο πάρεξ τον τίτλο του δίχως άλλα σχόλια: 

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗΖΩΗ ΓΕΡΟ-ΑΡΤΩ ΚΑΙ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΠΟΤΕ Σ' ΑΥΤΗ ΕΔΩ. 

Ένα άλλο γράμμα με επέκρινε επειδή γράφω στα γαλλικά, εννοώ σε καλά γαλλικά, και επειδή κάνω, ακόμα κι εγώ, ωραίες φράσεις. Κανείς δεν μ' έχει κατηγορήσει προς το παρόν ως διαλεκτικό ή δογματικό διότι αγνοώ τι είναι η διαλεκτική. Μα, επιτέλους, μου προσήψαν ακόμα πως πιστεύω κι εγώ σε λεκτικές εξοχότητες, πως προσδίδω αξία σε καλοσχηματισμένες φράσεις, σε φράσεις καλοφτιαγμένες, εύρυθμες και καλοριζωμένες. “Κι αυτό”, μου είπανε, “μας κάνει να γελάμε, ο τρόπος σας να πιστεύετε στα καλά γαλλικά”. 
“Επιτίθεστε στην εξουσία, στην κοινωνία, στη θρησκευτικότητα, στις τελετές θαρρείς κι αυτές οι λέξεις κρύβουν ακόμα γεγονότα ή ιδέες. Και κυρίως πιστεύετε στις λέξεις, στις δυνατές λέξεις που χρησιμοποιείτε. Τίποτα δεν είχε ποτέ νόημα παρεκτός το κενό, είστε τόσο σίγουρος για τον εαυτό σας, τόσο σίγουρος για τα πάντα. Αμέτε στο διάβολο.” 
Οφείλω να ομολογήσω πως είμαι εγώ που μεταφράζω όλες αυτές τις κριτικές σε δοκίμια γαλλικά, διότι οι νέοι άνθρωποι που μου μιλούσαν μ' αυτόν τον τρόπο δεν το έκαναν παρά από μακριά, θαρρείς κι από το ένα χείλος του σύμπαντος στο άλλο, ή δια του ταχυδρομείου, και δεν μου έκαναν παρά άσεμνες χειρονομίες για να μου αποδείξουνε πως πλανιόμουν πλάνην οικτράν διότι από κοντά θα έπεφτε ξύλο. 
Αλλά δεν τόλμησαν παρόλα αυτά ακόμα να το ρισκάρουν. 

Οφείλω λοιπόν να ομολογήσω ότι εδώ και τριάντα χρόνια που γράφω δεν έχω καταφέρει να βρω ακόμα επακριβώς όχι μόνο τον λόγο μου ή τη γλώσσα μου αλλά ούτε καν το ίδιο το μέσο το οποίο μολοντούτο δεν έχω σταματήσει λεπτό να σφυρηλατώ. 

Νιώθοντας αναλφάβητος αγράμματος, το μέσο αυτό δεν λέει να στηριχτεί με τίποτα στα γράμματα ή στα σημεία του αλφαβήτου – βρισκόμαστε ακόμα πολύ κοντά σε μια σχηματική σύμβαση, σύμβαση και ενδοφθάλμια και ακουστική. 

Όποιος συνένωσε τη σημασία, συνένωσε τη σκέψη, και όποιος συνένωσε τη σημασία στη σκέψη, τις συνένωσε σύμφωνα μ' έναν αποτρεπτικό ιδεαλισμό που είχε τους επίσημους γραπτούς πίνακές του, τους πίνακες των αντιληπτικών εννοιών εγγεγραμμένους στην επιφάνεια ενός αντεστραμμένου εγκεφάλου. 
Διότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι παρά ένας σωσίας που εκπέμπει, μέσω προβολής, έναν ήχο για κάθε σημείο, μία σημασία για κάθε ήχο, ένα συναίσθημα για κάθε σημείο του είναι, μια ιδέα για κάθε κίνηση, όλα είναι γραπτά, βιωμένα στην αστρική ύλη και τα γράμματα δεν είναι παρά κινήσεις που υποχρεώνουν κατά τι περισσότερο την μεγάλη ταινία να εκδιπλώνει την απογύμνωσή του. 
Ένας χαρακτήρας είναι μια πεπερασμένη κίνηση που έρχεται μια φορά ακόμα να προβάλει το ψωλόχυμα ενός έσχατου φωσφόρου και τότε όλες οι λέξεις θ' αναγνωριστούν όλα τα γράμματα ολοσχερώς θα εξαντληθούν. 
Και κάθε γραμμένο βιβλίο θ' αναγνωσθεί και δεν θα μπορεί πλέον να πει τίποτα στους καθ' ολοκληρίαν αποσυντεθειμένους εγκεφάλους, καθόσον θα έχουν αυθαίρετα επιβληθεί και ξαναεπιβληθεί. 

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΜΑ ΕΓΩ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΕΚΥΨΑ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΟΜΦΟΛΥΓΕΣ.
 
Διότι τα γράμματα δεν είναι παρά η απλοϊκή γραφική αποτύπωση που θα μπορούσε να απαντήσει στην αναγκαιότητα της αφύπνισης δια μέσου του φαντασματώδους αντανακλαστικού ενός οργάνου δημιουργημένου για κάποιο διάστημα και εν τη γενέσει του καταδικασμένου:

Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ. 

Οι λοβοί του εγκεφάλου δεν είναι άπειροι, το άπειρο πολύ λιγότερο, αλλά διαρκεί. 

Γνωρίζω μια κατάσταση εκτός του πνεύματος, της συνείδησης, του είναι, η οποία δεν έχει πλέον ούτε λόγια ούτε γράμματα, μα στην οποία διεισδύει κανείς με κραυγές και χτυπήματα. Και δεν είναι πια καν ήχοι ή νοήματα που εξέρχονται δεν είναι λέξεις είναι ΚΟΡΜΙΑ. 

Πούτσα και ξύλο,

στην κολασμένη πυρά όπου ποτέ πια δεν θα τεθεί η ερώτηση της λέξης ούτε και της ιδέας. 

Χτύπα μέχρι θανάτου και γάμα τους τα μούτρα, χύσ' τους στα μούτρα η έσχατη γλώσσα, η έσχατη μουσική που ξέρω 

και σας ορκίζομαι πως βγαίνουνε κορμιά ΚΟΡΜΙΑ ζωντανεμένα
ια μενιν
φρα τε σα
βαζιλ 
λα βαζιλ 
α τε σα μενιν
τορ μενιν
ε μενιν μενιλα
αρ μενιλα
ε ινεμα ιμεν


Antonin Artaud
Πούτσα και Ξύλο
Μετάφραση Ζήσης Δ. Αϊναλης
Εκδόσεις Ουαπίτι 2011

Κυριακή 21 Μαΐου 2023

Η Φάτσα ενός Υποψήφιου Βουλευτή σε μιαν Αφίσα – Charles Bukowski

Νάτονε:
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλούς καβγάδες με γυναίκες
ελάχιστες φορές έμεινε από λάστιχο
ποτέ δεν σκέφτηκε ν’ αυτοκτονήσει

όχι παραπάνω από τρεις πονόδοντους
ποτέ δεν έχασε το γεύμα του
ποτέ δεν μπήκε στη στενή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε

7 ζευγάρια παπούτσια

ένα γιο στο πανεπιστήμιο

ένα αυτοκίνητο χρονιάρικο

ασφάλειες για τα πάντα

ένα καταπράσινο γκαζόν

σκουπιδοντενεκέδες με εφαρμοστά καπάκια

θα εκλεγεί

Μετάφραση Αργύρης Χιόνης

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΓΗ ΕΝΔΕΙΑΣ - FRANCIS GIAUQUE

 
Ευχαριστώ για την αγάπη που μου αρνηθήκατε
για τον κορεσμό που ποτέ δεν μου χαρίσατε
για την αφθονία που δε γνώρισα
ευχαριστώ για τις νύχτες της περιπλάνησης
και της αποκτήνωσης στο αλκοόλ
ευχαριστώ για τη φρίκη της αρρώστιας
ευχαριστώ για τα ύπουλα χαμόγελα
τις κοροϊδίες
τους σαρκασμούς
την περιφρόνηση
το μίσος
την αδιαφορία
ευχαριστώ για τις ψεύτικες ομολογίες
για τα ζητιανεμένα χάδια
για τις  πτώσεις μέσα στον ωκεανό της νύχτας
ευχαριστώ για τις πάντοτε κλειστές πόρτες
ευχαριστώ για τα μάτια που γίναν γυάλινα από τα δάκρυα
ευχαριστώ για το πληγωμένο στόμα 
που ποτέ πια δε θ’ ανοίξει για μια ομολογία
ευχαριστώ για τα χωρισμένα χέρια
που έχασαν το δρόμο των χαδιών
ευχαριστώ για τη γαλήνη
που ποτέ δεν έρχεται 
ευχαριστώ για όλους εκείνους πούναι έρμαια
στο αρχιπέλαγος της απελπισίας
ευχαριστώ για τα μάτια σου
καθρέφτη της ένδειας μου
ευχαριστώ για τους ρόγχους και για τις κραυγές
που ξεριζώνονται απ’ το στόμα των βασανισμένων
ευχαριστώ για το θάνατο
που ρίχνει τα ράσα του
πάνω στους ώμους του άρρωστου παιδιού
ευχαριστώ για τις υποσχέσεις
που ποτέ δεν κρατήσατε
για την τρυφερότητα που αποκρούσατε
ευχαριστώ για τους σύντροφους της κλινικής
που αυτοκτόνησαν
ευχαριστώ για κείνους που περιπλανιούνται 
μεσ’ στον άνεμο του τρόμου
ευχαριστώ για τους παρίες
που χάνονται στα μύχια της απόγνωσης
ευχαριστώ για τις μέρες του μαρτυρίου
ευχαριστώ για την απαγορευμένη όαση
τη σκιά και τη νύχτα
ξοδεμένες απλόχερα
ευχαριστώ για τις φτυσιές
για τη μεγαλοψυχία που περιγελάσατε
ευχαριστώ για την άσπονδη κατάρα
που βαραίνει απάνω μου
όπως και σε τόσους άλλους
μαζί με σένα
όχι χωρίς εσένα
εσύ πια δεν υπάρχεις
όψεις σκιερές
μεσ’ στην αγκαλιά των πεθαμένων δέντρων
των σάπιων κορμών
των πανύψηλων πηγών
όπου η αυγή πορνεύεται
για να ζητιανέψει λίγο  φως

να ξαναφεύγω μόνος
χωρίς αυτούς
χωρίς εσένα
εσένα που
εσένα όπου
εσένα όταν
μνήμη εξασθενημένη
μεσ’ στα τρίσβαθα του πανικού

χρειάστηκε νάβρω καταφύγιο
πέρα από το θάνατο
στης νύχτας μέσα στις σελίδες
όπου ακόμα γράφονται 
από ποια κοροϊδία κανείς δεν ξέρει
ονόματα που δε γίνεται να λησμονηθούν
όχι ονόματα
πληγές
ομολογίες ξεριζωμένες
στην κοιλιά της γης
ο χρόνος μιας δαγκωματιάς
ενός σπασμού
μιας ακρωτηριασμένης ευφροσύνης
έπειτα η φυγή
να σιωπώ
να πετρώνω
να εντοιχίζομαι
να γίνομαι μούμια
μέσα στη σιωπή αμμολόφων
όπου σβήνουν τ’ αχνοχαραγμένα
ονόματα απ’ εκείνες που αγάπησα
και που έφυγαν πολύ γρήγορα
αφήνοντας πίσω τους να σέρνεται
μια αόριστη διεύθυνση να συμβολίζει
τη χώρα που δε θα φτάσω ποτέ
αφήνεσαι γλιστράς ανάμεσα στα φύκια
σ’ ένα κόσμο ήσυχο πια
όμως η γαλήνη δεν υπάρχει
η γαλήνη ποτέ πουθενά δεν υπάρχει
ούτε στο κλειστό δωμάτιο
ούτε στο ξέστρωτο κρεβάτι
που ξάφνου μοιάζει με παγίδα
όπου ο θάνατος μαζεύει τα κομμάτια 
της ελεεινής σκακιέρας του

να σκίζω τη φλούδα της απόγνωσης
να ξεσφίγγω το μάγγανο της παγωνιάς
να διασκορπίζω τη σκιά
ή να σκάβω στα έγκατα της μουσκεμένης γης
που ανεβαίνει να με βρει
από το μυχό της  νύχτας

δε θέλεις πια 
δε μπορείς πια 
να περνάς τον καιρό σου
απωθώντας
κοροϊδεύοντας
σκίζοντας
περιφρονώντας
ξεριζώνοντας
φτερνοκοπώντας
σφάζοντας
μισώντας
δε μπορείς πια να περνάς τον καιρό σου φωνασκώντας
με την ηλίθια επιμονή
εκείνου που νομίζει ακόμη ότι τον ακούνε

Μετάφραση Βαγγέλης Κάσσος



Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Δέος - Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά

 
Έσπασ’ ο ήχος τη φωτιά, και τα χλωρά σου δάχτυλα πληγώνουν τ’ άστρα.
Βροντάς καμπάνες κεραυνών, ορμάς, γεννάς, γιορτάζεις
Λάμπεις καινούργιαν Άνοιξη, λάμπεις καινούργιο θάμα
Ωραία, μόνη, τραγική και παραδείσια σκέψη
Ωραία, μόνη, τραγική, σκέψη ανθρωποχαλάστρα
Π’ ανατριχιάζεις παίζοντας της χίμαιρας το δράμα.

Φύσης τυφλής ιέρεια και θείας δημιουργίας
Σκορπίζεις χώμα και νερά και τους ρυθμούς σπαράζεις.
Πετάς στο φως, στην γαλανή των ουρανών της στέψη.
Πετάς το βάρος λύνοντας προαιώνιας μαγείας.

Φεύγεις αποστρακίζοντας την πίστη σου στα πέρατα
Σέρνοντας στ’ άδεια στήθη σου τα δακρυσμένα βρέφη
- Άσπρισ’ η γη, πετρώσανε τα χέρια -
Πάνε χιλιάδες χρόνια
Που τη ζωή σου ζύγισες στων ιερών ταύρων τα κέρατα
Που την ψυχή σου τύλιξες στα νέφη.

Πάνε χιλιάδες χρόνια
Που ο κρότος απ’ το δεκανίκι σου διώχνει τα περιστέρια.

Έσπασ’ ο ήχος τη φωτιά, και τα χλωρά σου δάχτυλα πληγώνουνε τ' αστέρια.