.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ - ΑΣΜΑ ΙΙ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ] – S.T. COLERIDGE



...Κι ο Κάιν ύψωσε τη φωνή του που αντήχησε θρηνητική, γεμάτη πίκρα και είπε: «Ο Παντοδύναμος Θεός που με κατατρέχει μου ρίχνεται απ’ όλες τις μεριές. Κυνηγάει την ψυχή μου όπως ο άνεμος, με περονιάζει όπως η αμμοθύελλα, με περικυκλώνει όπως ο αέρας. Ω, ας μπορούσα πια να ξοφλήσω μια για πάντα! Λαχταράω το θάνατο – αλήθεια το λέω, εκείνα τα πράγματα που ποτέ δε φύσηξε πάνω τους η πνοή της ζωής, που δε σαλεύουν καθόλου πάνω στη γη – ναι, μονάχα αυτά φαντάζουν στα μάτια μου πολύτιμα. Ω, γιατί ο άνθρωπος να μην μπορεί να ζει δίχως ν’ ανασαίνει απ’ τα ρουθούνια του; Έτσι θα μου ήταν εύκολο να μονιάζω στα σκοτάδια και στη μαυρίλα, μέσα στο έρημο διάστημα! Ναι, να έμενα ξαπλωμένος καταγής. Να μη σηκώνομαι, να μη σαλεύω ούτε το δαχτυλάκι μου, ώσπου να γίνω σαν το βράχο μέσα στη σπηλιά του λιονταριού, που πάνω του το μικρό λιονταράκι ακουμπάει το κεφάλι του όταν κοιμάται. Γιατί πίσω απ’ το βουητό του χειμάρρου που βρυχιέται πέρα μακριά ακούγεται μια φωνή. Και τα σύννεφα στον ουρανό με αγριοκοιτάζουν. Ο Παντοδύναμος Θεός που ξεσηκώνεται κατά πάνω μου μιλάει μες στον άνεμο που φυσάει στο δάσος με τους κέδρους. Κι άφωνος μαραζώνω». Τότε ο Ενώχ μίλησε στον πατέρα του: «Σήκω πάνω, πατέρα, σήκω! Φτάσαμε κοντά σ’ εκείνο το μέρος όπου βρήκα το παξιμάδι και το σταμνί». Κι ο Κάιν είπε: «Πως το ξέρεις;». Και το παιδί αποκρίθηκε: «Για δες τα γυμνά βράχια. Μονάχα λίγες δρασκελιές σου τα χωρίζουν από το δάσος. Και μόλις τώρα δα, καθώς ύψωνες τη φωνή σου, ήρθε στ’ αυτιά μου η ηχώ». Ύστερα το παιδί έπιασε τον πατέρα του, σαν να ‘θελε να τον ανασηκώσει. Κι ο Κάιν αποκαμωμένος κι ανήμπορος, κατάφερε σιγά-σιγά να σταθεί στα γόνατα και, αγκαλιάζοντας τον κορμό ενός ελατιού, σηκώθηκε και ακολούθησε το παιδί.

***

And Cain lifted up his voice and cried bitterly, and said, "The Mighty One that persecuteth me is on this side and on that; he pursueth my soul like the wind, like the sand-blast he passeth through me; he is around me even as the air! O that I might be utterly no more! I desire to die—yea, the things that never had life, neither move they upon the earth—behold! they seem precious to mine eyes. O that a man might live without the breath of his nostrils. So I might abide in darkness, and blackness, and an empty space! Yea, I would lie down, I would not rise, neither would I stir my limbs till I became as the rock in the den of the lion, on which the young lion resteth his head whilst he sleepeth. For the torrent that roareth far off hath a voice; and the clouds in heaven look terribly on me; the mighty one who is against me speaketh in the wind of the cedar grove; and in silence am I dried up." Then Enos spake to his father, "Arise my father, arise, we are but a little way from the place where I found the cake and the pitcher." And Cain said, "How knowest thou?" and the child answered—"Behold the bare rocks are a few of thy strides distant from the forest; and while even now thou wert lifting up thy voice, I heard the echo." Then the child took hold of his father, as if he would raise him: and Cain being faint and feeble rose slowly on his knees and pressed himself against the trunk of a fir, and stood upright and followed the child.

S.T. COLERIDGE
ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ – ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2004


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη - Κώστας Βάρναλης





Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!
Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.
Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦ Ἀγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:
- Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).
Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητός του, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.
Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητον βατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ μὲ τὰ ὑποδήματα - πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.
Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.
Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον Βρέφος της, ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων, ἡ Ἁγία Βαρβάρα καὶ ἡ Ἁγία Κυριακὴ μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τοὺς κλάδους τῶν φοινίκων εἰς τὰς χεῖρας, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καὶ Εὐθύμιος καὶ Σάββας μὲ τὰς γενειάδας καὶ τὰ κομβοσχοίνια των· καὶ ἦλθε καὶ ὁ ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, «ἄνθρωπος τὴν ὄψιν καὶ θεὸς τὴν καρδίαν», ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια κρατοῦσα εἰς τὰς χεῖρας τὸ μικρόν της ληκύθιον, τὸ περιέχον τὰ λυτήρια ὅλων τῶν μαγγανειῶν καὶ ἐπῳδῶν, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ἡ Ἁγία Μαρίνα καὶ εἴτα ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὰ χαντζάριά των, μὲ τὰς ἀσπίδας καὶ τοὺς θώρακάς των - ὁλόκληρον τὸ Τέμπλον τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας καὶ λικνιζόμενον ἀπὸ τὸ πολυτάραχον καὶ πολυρροιβδον κῦμα...
Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦ δωματίου καὶ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος λησμονήσας τὸν κάλον του ἀνεσηκώθη νὰ φορέσει καὶ τὸ ἀριστερόν του ὑπόδημα διὰ ν᾿ ἀσπασθεῖ εὐλαβῶς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.
Ἀλλ᾿ ἡ ὀπτασία ἐξηφανίσθη καὶ ἰδοὺ εὑρέθη εἰς τὸν Ἅη-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ποὺ ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους κι ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν. Πλῆθος πιστῶν εἶχεν ἀνέλθει ἀπὸ τὴν πολίχνην, ζωντανοὶ καὶ συγχωρεμένοι, νὰ παρακολουθήσουν τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποία ἐτέλει ὁ παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος ἀπὸ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην.
Κατὰ περίεργον ἀντινομίαν τῶν στοιχείων, ἦτο καλοκαῖρι κι ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει καὶ ἦτον δὲν ἦτον τρίτη πρωϊνή, ὅτε ἡ ἀμφιλύκη ἤρχισε νὰ ῥοδίζει εἰς τὸν ἀντικρυνὸν ζυγὸν τοῦ βουνοῦ.
Ὅλοι γείτονες, λάλοι καὶ φωνασκοί, ἐκάθηντο κατὰ γὴς πέριξ ἐστρωμένης καθαρᾶς ὀθόνης. Τέσσερ᾿ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, ἀστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστὰ τῆς λίμνης, αὐγοτάραχον καὶ ἐγχέλεις ἁλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια καὶ μῆλα - ὅλα τὰ καλούδια, προϊόντα της μικρῆς καὶ ὡραίας νήσου, περιέμενον τοὺς συνδαιτυμόνας.
- Καλῶς ὥρισες κυρ-Ἀλέξαντρε, κάτσε κ᾿ ἡ ἀφεντιά σου, τοῦ εἶπεν ἡ θεία ἡ Ἀμέρσα.
Ἀλλὰ τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδας τῶν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Ἐκεῖ ἦτον ἡ θεία-Ἀχτίτσα, φοροῦσα καινουργῆ μανδήλαν καὶ νέα πέδιλα, ἐπιδεικνύουσα μετ᾿ εὐγνωμοσύνης τὸ συνάλλαγμα τῶν δέκα λιρῶν, τὸ ὁποῖον μόλις ἔλαβε ἀπὸ τὸν ξενητευμένον εἰς τὴν Ἀμερικὴν υἱόν της. Δίπλα της ἐκάθητο κι ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας, ὁ προσποιηθεὶς τὸν Καλλικάντζαρον τὴν Παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ ληστεύσας τὸν Ἀγγελῆν, τὸν Νάσον, τὸν Τάσον - ὅλα τὰ παιδία τὰ ὁποῖα κατήρχοντο ἀπὸ τὴν Ἐπάνω ἐνορίαν, ἀφοῦ εἶχαν ψάλει τὰ Κάλανδα. Ἐσηκώθη καὶ παρέδωσεν εἰς τὸν κυρ-Ἀλέξανδρον τὰς κλεμμένας πεντάρας -δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα ἐκείνην τὴν χρονιὰν (συχωρεμένος ἂς εἶναι!).
Ἰδοὺ κι ὁ Μπαρμπ᾿ Ἀλέξης, ὁ Καλοσκαιρῆς, ποὺ δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάροντος διὰ νὰ πηδήσει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του, ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ἦτον κι ὁ σύντροφός του ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας ὁ ναυτολογημένος ὡς Ἰωαννίδης καὶ διατελῶν ἐν διαρκεῖ ἀπουσίᾳ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας.
- Νὰ φροντίσῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Πανταρώτας, νὰ πάρω τὴν σύνταξή μου!
Καὶ λησμονῶν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς ἐμούντζωσε τὸ κενὸν συνοδεύων τὴν ἄσεμνον χειρονομίαν μὲ τὴν ἀσεμνοτέραν βλασφημίαν:
- Ὅρσε, κουβέρνο!
Ἐκεῖ ἦτον κι ὁ Μπαρμπα-Διόμας, εὐτυχὴς διότι ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸ ναυάγιον καὶ ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ ἐπὶ τοῦ διασώσαντος αὐτὸν τρεχαντηρίου ὁλόκληρον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου διὰ νὰ συνέλθει - ὢ πενιχρά, ἀλλ᾿ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ!
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔτρεξε νὰ τοῦ σφίξη τὴν χεῖρα καὶ ὁ βοσκὸς ὁ Στάθ᾿ς τοῦ Μπόζα, τοῦ ὁποίου δύο αἶγες εἶχον βραχωθῆ εἰς τὸν κρημνὸν ὑπεράνω της ἀβύσσου, ὅπου ἔχαινεν ὁ πόντος καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, ἂν δὲν τὸν κατεβίβαζαν διὰ σχοινίου εἰς τὸν βράχον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του.
- Τὴν Ψαρὴ τὴν ἔχω τάξει ἀσημένια στὴν Παναγιά. Τὴ Στέρφα (τὴν ἄλλην αἶγα) θὰ τὴν σφάξω γιὰ σένα, νὰ τὴν φᾶμε.
Καὶ ἡ Ἀσημίνα τοῦ μαστρο-Στεφανῆ τοῦ βαρελᾶ, μὲ τὰς τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τὴ Ῥοδαυγή, τὴν Ἑλένη, τὴ Μαργαρὼ καὶ τὴν Ἀφέντρα, ἡ Ἀσημίνα, ποὺ τὴν μίαν ἡμέραν ἑώρτασε τοὺς γάμους τῆς Ἀφέντρας μὲ τὸν Γρηγόρη τῆς Μονεβασᾶς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπένθησεν τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της τοῦ Θανάση.
Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδημούλης, ὁ πτωχαλαζών, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἔργα μὴ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος ἠσθάνθη τύψεις, ὅτι ἔπλασεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τόσον δυστυχεῖς καὶ ταπεινοὺς ἢ τόσον ἁμαρτωλοὺς (οὐδεὶς ἀναμάρτητος!) καὶ τὸν ἑαυτόν του τόσον ἐπηρμένον!...
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν διέκοψεν ἡ ὀκταόκαδος τσότρα, ἡ περιφερομένη ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα. Δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ καὶ ἤχησαν τὰ λαλούμενα (βιολιτζῆδες ντόπιοι καὶ τουρκόγυφτοι μὲ κλαρινέτα) καὶ ... ἐξύπνησεν.
Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν ἁγίαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅλης της ζωῆς του! - ζωὴν νὰ ἔχει!

O Κώστας Βάρναλης έχει γράψει και άλλα διηγήματα με ύφος "παπαδιαμαντικό", κάνοντας χρήση φράσεων και λέξεων του σπουδαίου αυτού διηγηματογράφου. Το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ως ήρωα τον ίδιο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (κυρ Ἀλέξανδρος).

Πεζός Λόγος
Εκδόσεις Κέδρος


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Μάιστερ Έκχαρτ – Jonathan Black




Ελάχιστα γνωρίζουμε για τον Μάιστερ Έκχαρτ, τον μυστηριώδη Γερμανό μυστικιστή του 13ου, όπως όμως ο σύγχρονος του Δάντης μπορεί να θεωρηθεί η πηγή της Αναγέννησης, έτσι και ο Έκχαρτ μπορεί να θεωρηθεί η πηγή της ευρύτερα αλλά βραδύτερα διαδιδόμενης Μεταρρύθμισης. Στο πρόσωπο του Έκχαρτ μπορούμε επίσης να δούμε την πηγή μιας νέας μορφής συνειδητότητας που έμελλε να οδηγήσει τη βόρεια Ευρώπη στην παγκόσμια κυριαρχία.
Γεννημένος στην Γκόθα της Γερμανίας το 1260, εισήλθε σε μια μονή Δομινικανών, έγινε ηγούμενος και εντέλει διαδέχτηκε τον Θωμά Ακινάτη στην έδρα της Θεολογίας στο Παρίσι. Το μεγαλεπίβολο έργο του Opus Tripartitum, εξίσου φιλόδοξο στη στόχευσή του με τη Summa Theologica, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Πέθανε μαχόμενος για τη ζωή του κατά τη διάρκεια της δίκης του ως αιρετικού.
Ορισμένα κηρύγματά του και κάποιες λιγοστές, διάσπαρτες ρήσεις του διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Μερικά από αυτά μετέγραψαν κάτοικοι του Στρασβούργου. Ποτέ ως τότε δεν είχαν ακούσει να διατυπώνονται έννοιες όπως οι παρακάτω:
Προσεύχομαι στο Θεό να με απαλλάξει από το Θεό.
Αν δεν υπήρχα εγώ, δε θα υπήρχε ούτε ο Θεός.
Αν δεν υπήρχα εγώ, ο Θεός δεν θα ήταν Θεός.
Ο Θεός είναι εντός, και εμείς είμαστε εκτός.
Ο οφθαλμός δια του οποίου βλέπω το Θεό και ο οφθαλμός δια του οποίου με βλέπει ο Θεός είναι ο ίδιος οφθαλμός.
Εκείνος είναι Εκείνος επειδή Εκείνος δεν είναι Εκείνος. Αυτό δεν μπορεί να το κατανοήσει ο εξωτερικός άνθρωπος αλλά μόνο ο εσωτερικός.
Βρες τον ένα πόθο πίσω από όλους τους πόθους.
Ο Θεός είναι στο σπίτι. Εμείς είμαστε που βγήκαμε περίπατο.
Μέσα από το τίποτε γίνομαι αυτό που είμαι.
Μόνο το χέρι που σβήνει μπορεί να γράψει την αλήθεια.
Όλα αυτά ακούγονται εκπληκτικά σύγχρονα. Ίσως μάλιστα, προς κατάπληξή σας, θα μπορούσατε να τα ακούσετε σήμερα από το στόμα του τοπικού σας ιερέα.
Όπως οι διδάσκαλοι του Ζεν, ο Μάιστερ Έκχαρτ επιδιώκει να μας απομακρύνει απότομα από τους παγιωμένους τρόπους σκέψης, ενίοτε με ρήσεις που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν κενές νοήματος.
Επίσης διδάσκει έναν ανατολικού τύπου διαλογισμό ο οποίος προϋποθέτει αποστασιοποίηση από τον υλικό κόσμο και ταυτόχρονα κένωση του νου. Υποστηρίζει πως όταν όλες οι δυνάμεις αποσυρθούν από τη σωματική μορφή και τις σωματικές τους λειτουργίες, όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από τις αισθήσεις, τότε «βυθίζεται στη λήθη των πραγμάτων και του εαυτού του».
Όπως η βουδιστική «κενότητα», η λήθη αυτή είναι ένα κενό που εμπεριέχει άπειρες και ανεξάντλητες δυνατότητες, και επομένως είναι ένας χώρος αναγέννησης και δημιουργίας. Είναι επίσης ένα μέρος δύσκολο και επικίνδυνο. Ο Έκχαρτ έδειχνε το δρόμο όχι της παρηγοριάς για μια σκληρή, καταπιεσμένη ζωή, όχι των καθυστερημένων ανταμοιβών, αλλά μια παράξενη διάσταση δοκιμασίας όπου εισέρχεται κανείς με δική του ευθύνη, την «έρημο της Θεότητας όταν δεν υπάρχει κανείς στο σπίτι».
Όπως ο Μωάμεθ, όπως ο Δάντης, ο Έκχαρτ έχει άμεση προσωπική εμπειρία των πνευματικών κόσμων. Συχνά τα όσα κομίζει από αυτούς δεν είναι ό,τι θα ανέμενε κανείς. Ιδού μια εκτενέστερη εκδοχή της ρήσης που μνημονεύσαμε προηγουμένως.
«Όταν φοβάσαι να πεθάνεις και γαντζώνεσαι από τη ζωή, θα δεις δαίμονες να σου την αφαιρούν διασπαράσσοντάς την. Αν έχεις γαληνέψει εσωτερικά, θα δεις ότι οι δαίμονες είναι στην πραγματικότητα άγγελοι που σε ελευθερώνουν από τη γη. Τα μόνα πράγματα που σε καίνε είναι αυτά που δε θέλεις να αποχωριστείς, οι μνήμες σου, οι δεσμοί σου».
Ο Έκχαρτ ενίοτε μνημονεύεται ως ένας από τους «δώδεκα υψηλούς Διδασκάλους των Παρισίων», μια φράση που μας θυμίζει τις αρχαίες παραδόσεις περί κρυμμένων διδασκάλων και μαθητών, τη Μεγάλη Λευκή Αδελφότητα, τους Τριάντα Έξι Δίκαιους της καμπαλιστικής παράδοσης, την Αδελφότητα της Στέγης του Κόσμου, τον Εσώτερο Κύκλο των Μυστών ή τους Εννέα Αγνώστους. Σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις, οι τρόποι άμεσης βίωσης των πνευματικών κόσμων παραδίδονται από διδάσκαλο σε μαθητή μέσω μιας αλυσίδας μεταβίβασης. Στην ανατολή η αλυσίδα αυτή αποκαλείται ενίοτε σατσόνγκ. Δεν πρόκειται απλώς για πληροφορίες που μεταδίδονται προφορικά, αλλα για μια μαγική διαδικασία μέθεξης μεταξύ διανοιών. Σε κάτι παρόμοιο μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται ο Πλάτων όταν χρησιμοποιεί τον όρο μίμησις. Στην Αλληγορία του Σπηλαίου, καλεί το μαθητή του να πλάσει μια φανταστική εικόνα η οποία θα επιδράσει στο νου του με έναν τρόπο που υπερβαίνει τα στενά όρια του λογικού. Κατά τον Πλάτωνα, τα άριστα κείμενα – αναφέρεται στα ποιήματα του Ησίοδου – ασκούν μια υπνωτιστική μαγεία που χρησιμοποιείται ως όχημα για τη μετάδοση της γνώσης.

Ένας γνωστός μου μυημένος μου διηγήθηκε πως, όταν νεαρός ζούσε ακόμη στη Νέα Υόρκη, τον επισκέφθηκε μια μέρα ο Διδάσκαλός του, σχεδίασε έναν κύκλο πάνω στο τραπέζι και τον ρώτησε τι έβλεπε.
«Μια επιφάνεια τραπεζιού», απάντησε εκείνος.
«Καλώς», είπε ο Διδάσκαλος. «Τα μάτια ενός νέου πρέπει να είναι στραμμένα προς τα έξω». Κατόπιν, χωρίς να πει τίποτε άλλο, έγειρε προς τα εμπρός και άγγιξε με το προτεταμένο δάχτυλό του το φίλο μου στο μέτωπο, ανάμεσα στα μάτια.
Αμέσως ο κόσμος έσβησε και ο φίλος μου θαμπώθηκε από ένα όραμα: του φάνηκε ότι είδε μια ψυχρή, λευκή θεά της Σελήνης που κρατούσε ένα κρανίο και ένα ροζάριο. Είχε έξι πρόσωπα, με τρία μάτια το καθένα.
Η θεά άρχισε να χορεύει και ο φίλος μου έχασε την αίσθηση του χρόνου. Ύστερα από λίγο το όραμα άρχισε να ξεθωριάζει και να συρρικνώνεται, ώσπου έγινε μια κηλίδα και εξαφανίστηκε.
Ο φίλος μου, ωστόσο, γνώριζε ότι με κάποιον τρόπο εξακολουθούσε να ζει μέσα του σαν φλεγόμενος σπόρος, και θα ζούσε μέσα του για πάντα.
«Το είδες;» τον ρώτησε ο Διδάσκαλός του.
Στο άκουσμα αυτής της ιστορίας συγκλονίστηκα, διότι γνώριζα ότι βρισκόμουν πολύ κοντά στην αλυσίδα της μυστικής μεταβίβασης.


Jonathan Black
Η Μυστική Ιστορία του Κόσμου
Μετάφραση Νάσος Κυριαζόπουλος Δ.Φ.
Εκδόσεις BELL 2011

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Παρακοή των Πρωτοπλάστων – ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΗΡΡΗΣ



Απορίες:
1) Ο δε όφις ην φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της Γης, ων εποίησε Κύριος ο Θεός (Γένεσις Γ,1). Πως συμβιβάζεται η φρονιμότης (νοημοσύνη, νουνέχια) του φιδιού, με τις ενέργειες του για εξαπάτηση των Πρωτοπλάστων;
Ο νουνεχής είναι νουνεχής. Δεν εκτελεί ανόητες πράξεις. Ούτε ποτέ ο νουνεχής αντιμάχεται το θείον έργον συνειδητά. Και στο κείμενο δεν φαίνεται διόλου ότι το φίδι εκτός εαυτού, αλλά μάλλον φαίνεται ότι ενεργούσε με πλήρη συνειδητότητα. Ενεργούσεν ως «φρονιμότατος».
2) Το κακόν δεν μπορούσε ΠΟΤΕ να εισχωρήσει στον Παράδεισο, δεδομένου ότι ο Παράδεισος απέχει πολύ από οποιανδήποτε επίδρασιν του ΚΑΚΟΥ. Το φίδι αφού ήταν φρονιμώτατον πως ήταν κακό; Και αν ναί, πως μπόρεσε να εισχωρήση; Και ο Θεός δεν το έβλεπε πως εισχωρούσε; Πως λοιπόν του επέτρεψε να εισχωρήση; Αλλά, υπήρχε τότε το «κακό»;
3) Ο Θεός ως «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», δεν έβλεπε την προσπάθεια του φιδιού; Δεν έβλεπε ότι πιθανόν να υπέκυπταν οι πρωτόπλαστοι σε παρακοή; Πως το επέτρεψε;
4) Ο όφις ΔΕΝ είπε στην Εύα ότι άμα φάγη από τον καρπόν του δένδρου της γνώσεως του καλού και του πονηρού θα γίνουν θεοί, αλλά τους είπε: «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ΩΣ θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν». Θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε ΣΑΝ θεοί και ΟΧΙ θεοί (Γένεσις Γ,5), όπως διακηρύσσουν πολλοί ερμηνευτές. Τι εννοεί μ’ αυτό;
5) «Και είδεν η γυνή ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ο τι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ΙΔΕΙΝ και ωραίον εστί του ΚΑΤΑΝΟΗΣΑΙ» (Γένεσις Γ,6). Καλό είναι να δούν τα μάτια κι είναι ωραίο να αντιλαμβάνεται κανείς. Ποια μάτια; Που είναι λοιπόν, το μήλο ή το καρύδι, αφού λέγει: «ωραίο είναι να αντιλαμβάνεται κανείς». Μήπως υπάρχει στον κόσμο δένδρον που ο καρπός του να δίδη στον άνθρωπο αυτόν την ικανότητα να ανοίγουν τα μάτια του και να μπορεί να διανοήται;
6) Ο Θεός είπε στον Αδάμ μετά την κατάραν: «Ιδού Αδάμ γέγονεν εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν», «Ημών», ποίων ημών; Από τους Θεούς; Μα ένας μόνον θεός, αναφέρεται έως εδώ, Κύριος ο Θεός. Πως αναφέρεται σε πολλούς θεούς;
7) Ο θεάνθρωπος Ιησούς λέγει: «Πάτερ ημών», και «ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος». Ο Ιωάννης αναφέρει τα λόγια του Ιησού «ο θεός αγάπη εστί». Αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο άνθρωπος περικλείει θεϊκόν σπινθήρα και ότι ναός του θεού είναι κατά τον Απ. Παύλον, πως συμβιβάζεται η ΑΠΕΙΡΗ θεϊκή αγάπη που, όπως λέγει ο Χριστός συγχωρεί εβδομηκοντάκις επτά, με την κατάραν του προς τον εαυτόν του, το παιδί του;
8) Πως συμβαίνει από τη μια ο θεός να καταράται σαν γριούλα της γειτονιάς, τον Αδάμ, κι από την άλλη να λέγη ότι έγινε (όχι, ΘΑ ΓΙΝΕΙ) ένας από τους θεούς;
9) «Και έβαλε τα χειρουβείμ και την φλογίνης ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ΞΥΛΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ». Δεν λέγει «να φυλάσσει την θύραν του Παραδείσου». Λέγει την «οδόν», τον δρόμον, την δίοδον, το μονοπάτι προς το δένδρον της ΖΩΗΣ. Τι εννοεί μ’ αυτό;
10) Λέγει «ρομφαίαν στρεφομένην» , σπαθί ή κάτι πολύ δυνατό, που συστρέφεται, σαν λ.χ. το φίδι που κουλουριάζεται άμα αναπαύεται, και κινείται συστρεφούμενο. Ποιο είναι αυτό;
11) «Και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα». Δηλαδή να γίνη αθάνατος σωματικά; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
12) Για ποιο λόγο ο θεός απαγόρευσε στους Πρωτόπλαστους να φάγουν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και πονηρού;
13) Μετά την παρακοήν γιατί δεν εκονιορτοποίησεν αμέσως το φίδι, και γιατί, μ’ ένα κραδασμό, με μια κίνηση, δεν εκαθάρισε τους πρωτόπλαστους, ούτως ώστε να ξαναβρεθούν στη συχνότητα κραδασμών εκείνη που θα βρίσκονταν, αυτόματα, στον Παράδεισο; Γιατί τους άφησε πεσμένους μέσα στην αμαρτία;
14) Εφ’ όσον ο καθένας κρίνεται ΜΟΝΟ για τις αποκλειστικά δικές του σκέψεις και πράξεις ανεξάρτητα από συγγένεια αίματος, τι ενδιαφέρει εμάς η παρακοή των Πρωτοπλάστων; Ποίαν ευθύνην έχομεν γι’ αυτούς αφού τότε δεν υπήρχαμε; Μήπως έχομε κι ευθύνη για τα αμαρτήματα του αγνώστου σ’ εμάς προπάππου μας; Υπάρχουν και πολλά άλλα ερωτήματα, που δεν αφορούν όμως την μελέτην αυτή.
Οι χιλιετηρίδες και τα εκατομμύρια χρόνια περνούν. Γίνονται πολλές γεωλογικές αναστατώσεις. Η Γη σκεπάζεται ακόμη με πυκνόν στρώμα υδρατμών. Με την ψύξιν πέφτει ένα ποσόν από το στρώμα αυτό και γίνονται κατακλυσμοί. Από τις ζωικές και ανθρώπινες μορφές ζωής επιζούν πάλιν ένα ποσοστόν όπως και άλλες φορές. Έτσι εξακολουθεί η διαιώνισις του είδους. Ήλιος δεν φαίνεται. Όλες οι ζωικές μορφές βλέπουν ενστικτώδικα όπως και σήμερα στα μυρμήκια τα σκουλήκια κλπ. Οι ανθρώπινες μορφές όπως είπαμε, έβλεπαν με τον τρίτον οφθαλμόν. Ο σκελετός τους σχηματίζεται πια για καλά. Ζουν όμως ευτυχισμένοι. Μιλούν και με τα ζώα τηλεπαθητικώς. Καμμιά κακία δεν υπάρχει μέσα τους. Τρέφονται με φυτικές μορφές ζωής. Βρίσκονται στον Παράδεισο.
Η εξέλιξη όμως δεν σταματά ποτέ. Ο νόμος λειτουργεί πάντοτε, άσχετα αν δεν τον καταλαβαίνουμε χωρίς προσεκτική παρατήρηση και στον εαυτό μας ακόμα (χοϊκές, συναισθηματικές, νοητικές μας καταστάσεις).
Πέφτει και το τελευταίο στρώμα των υδρατμών. Κατακλυσμός. Η χώρα Λεμουρία (ΛΕ-ΜΟΥ-ΡΑ) όπου εκατοικούσαν οι απόγονοι των πρωτοπλάστων σιγά-σιγά αρχίζει να βυθίζεται. Εφάνη όμως ο ήλιος. Αναγκαία τώρα η εξέλιξη θα προχωρούσε ραγδαία. Ο θεός δεν ανακατεύθηκε. Εγνώριζε, (και γνωρίζει) τι θα γίνη.
Το ιερό φίδι (το κουνταλίνι) ήταν τότε ξυπνητό. Αυτό διηύθηνε τις τότε σημαντικές λειτουργίες. Ήταν φρονιμώτατο. Έπρεπε όμως η εξέλιξη, με τις νέες συνθήκες διαβιώσεως κάθε μορφής ζωής στη Γη, να προχωρήση. Ο ήλιος έδινε στο κάθε τι χρώμα και δύναμη και σύσταση διαφορετική παρά προηγουμένως. Και κανένας δεν μπορούσε να μείνη πίσω στην εξέλιξη αν ήθελε να επιζήση.
Ο Ιερός Όφις, λοιπόν, εδημιούργησε τα χοϊκά μάτια, με το πέρασμα αιώνων βέβαια, και ίσως κι άλλα μέρη του σώματος. Ο άνθρωπος είδε, όχι πλέον με το τρίτο μάτι. Αυτό έκλεισε. Κι άρχισε να σκέπτεται. Γι’ αυτό λέγει «ανοιχθήσονται οι οφθαλμοί ημών». Και η Εύα «αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν» και «ωραίον εστί του κατανοήσαι». Ο εγκέφαλος άρχισε να κινήται πια για καλά. Ο άνθρωπος έπεσε πια στο σώμα του(1). Εμπήκε από το νοητικό και θυμικό πεδίο που ήταν μέσα στον χουν ολοκληρωτικά (2). Θάρχιζαν οι αγώνες για επιβίωση, ανάμεσα στις άλλες ζωικές μορφές. Θάτρωγαν και οι άνθρωποι ζωικές σάρκες τώρα. Θα γνώριζαν και το καλό και το πονηρό. Θα τρωγόντουσαν και μεταξύ τους. Θ’ άρχιζε η οδύνη της γεννήσεως. Θα αισθάνονταν πια τον πόνο σαν τον Κύκλωπα Πολύφημο, εθεωρήθηκαν αργότερα τέρατα κι εξαλείφθηκαν από το πρόσωπο της γης. Θ’ αναπτυσσόταν αργότερα, το τέρας της εγωπάθειας με όλα του τα παιδιά: αποστροφή, μίσος, πόλεμος, διαβολή, προσωπικά, προσωρινά οφέλη, εγωπαθητικά και εγωιστικά. Ο ουρανός εκλείσθηκε πια για τον άνθρωπο. Ο ορίζοντας του επεριορίσθηκε. Έπρεπε να ζήση στη γη. Οι μορφές του και μόνον αυτές θα ξαναγύριζαν στη Γη: «Γη ει και εις γην απελεύσει». Ο Αδάμ έπεσε. Ο ορίζοντάς του έγινε στενός. Το χρέος του είναι τώρα να αντιληφθή την κατάστασή του, να ανακαλύψη στον εαυτό του, και να υπερνικήση αυτή την απατηλότητα.
Κι αυτός θα ξαναρχόταν και θα ξαναρχόταν να διδαχθή, να κινή τον εγκέφαλό του μέσα στα βάσανα και τον πόνο, λησμονώντας την προέλευσή του.
Το Ιερό Φίδι εκουλουριάστηκε στην κάτω άκρη της σπονδυλικής του στήλης, κι έμεινε ακίνητο. Τα κέντρα μόλις κινούνται. Τα ζωτικά ρευστά επίσης. Η διόραση κι η διακοή έσβησαν. Ο άνθρωπος σκέπτεται. Σκέπτεται και γνωρίζει. Γνωρίζει και δημιουργεί. Ας κοιτάξη ο καθένας γύρω του να βεβαιωθή γι’ αυτό. Ο άνθρωπος γίνεται δημιουργός με τον δικό του συλλογισμό, την μνήμη και την ελευθέρα βούληση. Γίνεται θεός γήινος.
Στο μεταξύ όμως κατέβηκαν από τον Άρη, την Αφροδίτη, και άλλους αστερισμούς τελειωμένα Όντα, που ενσαρκώθηκαν στη Γη κι εδίδαξαν την ομιλία και τη σκέψη στον άνθρωπο. Ήταν οι υιοί του Θεού(3). Γιγάντιοι κι αυτοί και πάνσοφοι ελατρεύτηκαν ως θεοί όσοι δεν εγοητεύτηκαν από την μορφική ζωή, από την προλιθίνη ακόμα εποχή. Αυτοί εδίδαξαν και την λατρεία του θεού με αποιοδήποτε όνομα κι αυτοί αργότερα εβασίλευσαν. Ο Όμηρος πριν λίγα χρόνια τους ονομάζει «δίους» και «διογενείς», θεϊκούς.

Η γυναίκα διατηρεί κι εως σήμερα ανεπτυγμένο το ηλιακό πλέγμα. Τότε όμως το είχε αρκετά ανεπτυγμένο, πολύ περισσότερο από τον άνδρα. Αυτή διαισθανόταν πολύ δυνατά, και πολύ εύκολα. Σαν να ευρισκόταν πιο πολύ στο θυμικό σώμα παρά στο χοϊκό. Γι αυτό διηύθυνε το κάθε τι: θρησκεία (ιέρεια σε ναούς), οικογένεια (μητριαρχική εποχή) και βασίλεια ακόμη, μικρά βέβαια, τότε. Ήταν ανώτερη από τον άνδρα. Μόνο με το πέρασμα των αιώνων με το τελικό βύθισμα της στο χοϊκόν σώμα, το ηλιακόν πλέγμα υπεχώρησεν. Παραλλήλως ανεπτύχθησαν ο ανδρικός εγκέφαλος. Και τότε ο άνδρας εκυριάρχησεν. Εγεννήθη η πατριαρχική εποχή. Η γυναίκα έγινε κτήμα του άνδρα. Μόνο στην εποχή μας η γυναίκα αναπτύσσει τον εγκέφαλό της, κι όχι ακόμη σ’ όλη τη γη και τείνει να εξισωθή με τον άνδρα.
Τα γένη των ανθρώπων κατά τον Ησίοδον είναι:
1ον Γένος: Χρυσούν: Παραδείσια ζωή, θεός τους ο Κρόνος
2ον Γένος: Αργυρούν: άμυαλο, γεμάτο σωματιά κτηνώδη πάθη, γίγαντες.
3ον Γένος: Χαλκούν: γίγαντες, σκληροί, άδικοι, οδηγούμενοι από το χοϊκό τους μυαλό, γεμάτοι μίσος.
4ον Γένος: των ηρώων: ημίθεοι, λογικοί και λάτρεις θεών
5ον Γένος: σιδηρούν: το σημερινόν που κατασκευάζει όπλα σιδερένια για να αυτοκαταστραφή.
Αυτή είναι η παρακοή των Πρωτοπλάστων, το Προπατορικόν αμάρτημα. Η τελεία ενσωμάτωση του ανθρώπου κι ο περιορισμός του στις αισθήσεις και τα αισθήματα του χοός.
Η Μπλαβάτσκυ λέγει με δύο λόγια ότι το προπατορικόν αμάρτημα είναι η παρεκτροπή της φυσιολογικής τάσεως του ανθρώπου από σκοπόν δημιουργικόν εις σκοπόν ηδονιστικόν.
Αυτή η γραμμή πλεύσεως όπως είναι λογικόν, έφερε τα γνωστά αποτελέσματα:
1)Στον οργανισμόν: αδυναμία σωματική και σμίκρυνσις του ανθρωπίνου σώματος, ασθένεια, προσπάθειαι προς σωματικήν τόνωσιν, ποτό, ναρκωτικά, κλπ. με τα επακόλουθά τους.
2)Στην νόησιν: αδυναμία νοητική, άσκοπος σπατάλη δυνάμεων γι’ ανεύρεσιν ατόμου του αντιθέτου φύλου, γενετήσιος παρεκτροπή κλπ. δηλ. μεταβολή του ανθρώπου εις κτήνος.
3)Δίκη: δημιουργία σκέψεως και πράξεων που, απαραιτήτως, έπρεπε να εξοφληθούν αργότερα, σε άλλες φάσεις της ζωής των.
Γενικόν αποτέλεσμα: καθυστέρησις της εξελίξεως του ανθρωπίνου γένους.
Κανένα αμάρτημα όπως εννοουμε τη λέξη σήμερα δεν υπάρχει. Ο θεός είναι ανεύθυνος. Έθεσε τους νόμους του κι αυτοί λειτουργούν τέλεια. Η ανικανότητα των ανθρώπων να τους αντιληφθή τους αναγκάζει να ρίχνουν όλα τα βάρη στο θεό.
Στο Α της Οδυσσείας λέγει η Αθηνά: Ω! πόσον αδίκως εμάς τους θεούς οι θνητοί αιτιώνται! Όλων των συμφορών επιρρίπτους σ’ εμάς την αιτία. Όμως με τα εγκλήματά τους και σφάλματα αυτοί επισύρουν πέρα από το γραφτό επάνω τους τη δυστυχία και τους καημούς και κατάρα, τα δάκρυα και τις φουρτούνες(4).
Οι μύστες που εγνώριζαν όλα αυτά, έπλασαν αυτούς του μύθους για τον κόσμο. Και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ο Μωυσής και ο Έσδρα ήταν μεγάλοι Μύστες. Κάτι έπρεπε να πουν. Και το παρουσίασαν όπως ενόμιζαν ότι εταίριαζε, την εποχή εκείνη, να παρουσιασθή. Άφησαν όμως μέσα στη διήγησή τους τα σημαδάκια τους, όπως μερικά αναφέραμε.
Η ενσωμάτωσή μας έφερε τα κακά: τις δικές μας πράξεις, που πρέπει απαραιτήτως να εξοφληθούν για να ισοζυγίση ο άμείλικτος νόμος: έδωσες – θα πάρης, επήρες – θα δώσης. Σ’ όποιο χωράφι έσπειρες σ’ εκείνο θα θερίσης, και σε κανένα άλλο. Αυτό είναι το προπατορικόν αμάρτημα: η απομάκρυνσή μας από τη θεϊκή κατάσταση. Κι εμείς είμεθα οι υπεύθυνοι για το κάθε τι. Κανείς άλλος.
Μόνο μια οντότης εγεννήθη χωρίς να έχη επάνω της προπατορικόν αμάρτημα (πράξεις και σκέψεις που έπρεπε να εξοφλήση και με πλήρη επίγνωση του σκοπού της ενσαρκώσεώς του) ο Ιησούς Χριστός. Εμείς οι άλλοι όλοι είμεθα βυθισμένοι στο βούρκο του χοός και το φορτίο των περασμένων μας πράξεων χωρίς επίγνωση του σκοπού της υπάρξεώς μας. Κι όπως εδώσαμε κι όσα εδώσαμε κατά τον ίδιο τρόπο και το ίδιο ποσόν θα πάρουμε. Η ζυγαριά οφείλει να ισορροπήση. Είναι ΝΟΜΟΣ.

Από την εποχή όμως των Πρωτοπλάστων έως σήμερα επέρασαν εκατομμύρια και ίσως δισεκατομμύρια χρόνια. Στο μεταξύ έγιναν πολύ σπουδαία πράγματα. Οι άνθρωποι ανέπτυξαν πολιτισμούς πολλούς. Κάποιο μεγάλο άστρο όμως – λέγουν – επλησίασε την Γην. Τότε όλα έγιναν άνω-κάτω. Ο τότε Ισημερινός έγινε Πόλος της Γης και οι τότε Πόλοι έγιναν ο σημερινός Ισημερινός και η Γήινη σφαίρα άλλαξε περιστροφική κίνηση: γυρίζει αντίθετα από τότε. Οι άνθρωποι, όσοι επέζησαν, ξανάρχισαν από την αρχή. Τρωγλοδιαιτισμός. Αυτή η αποκρυφιστική γνώση εξηγεί και τους λόγους για τους οποίους οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθαπταν τους νεκρούς των με τα γήινα τους πράγματα: για χρήση τους στον άλλο κόσμο όπως έλεγαν. Δηλαδή, είχαν γνώση της υπάρξεως άλλης μορφής ζωής. Πως το εγνώριζαν αν δεν είχαν γώνση από προηγούμενες πολιτισμένες εποχές; δεν θα ήσαν τελείως τυφλοί στον αόρατο κόσμο όπως εμείς σήμερα. Θα τον «έβλεπαν» ή θα τον ένοιωθαν ως πραγματικότητα.


___________________
(1)«Ψυχή ζώον εστί εν θνητώ καθειργμένον φρουρίω». Πτολεμαϊκός πάπυρος αρ. 365 εις το Μουσείον Αλεξανδρείας (Αντ. Φ. Χαλάς: «Επιμενίδειος ύπνος» σ.68 Αθήναι1966
(2)Ο Ωριγένης έλεγεν ότι η κατάχρησις της ελευθερίας έφερεν αναγκαστικά, την πτώσιν και πιο αναγκαστικά τώρα, την νέαν ενσάρκωσιν προς καθαρμόν. Με άλλα λόγια, από την αμαρτίαν των πνευμάτων προήλθεν ο υλικός κόσμος ως καθαρτήριος τόπος των (να ξαναβρούν τον ανώτερον εαυτόν τους.
(3)Το αναφέρει η Γένεσις κεφ. ΣΤ’1 αναφέρεται και στην Ελ. Μυθοπλασία: Αυτά που αναφέρονται εδώ συνοπτικά, περιγράφονται από την Ε. Μπλαβάτσκυ στο «Μυστικό Δόγμα».
(4)Ευγενής παραχώρησις από το βιβλίον του Α.Φ.Χαλά «Επιμενίδιος ύπνος» σελ. 195. Μετάφρασις του ιδίου.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΗΡΡΗΣ
ΑΠΟΚΡΥΦΟΙ ΓΝΩΣΕΙΣ
ΠΟΛΥΓΡΑΦΗΜΕΝΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΝΙΚ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΘΗΝΑΙ ΕΚΔΟΣΙΣ 1966


Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ψίθυροι Αθανασίας – T. S. Eliot



Ο Γουέμπστερ κατεχόταν απ’ τον θάνατο πολύ.
Κι έδειχνε το κρανίο υπό το δέρμα.
Και υπάρξεις άστηθες υπό την γη
Λιγώνονταν χασκογελώντας δίχως χείλη.

Κιτρινωποί βολβοί αντί σφαίρες
Γούρλωναν απ’ τις κόγχες των ματιών!
Ήξερε πως η σκέψη ανέρχεται σε νεκρά μέλη
Σφίγγοντας τις λαγνείες της και πολυτέλειες.

Ο Ντονν, θαρρώ ήταν άλλος ένας
Μη βρίσκοντας υποκατάστατη αίσθηση,
Παρά ν’ αρπάξει και ν’ αδράξει και διατρήσει.
Έμπειρος πέραν εμπειρίας.

Ήξερε την οδύνη στο μεδούλι
Το ρίγος απ’ τον σκελετό.
Καμιά επαφή της σάρκας δεν
Κατεύναζε του οστού τον πυρετό.

Η Γκρίσκιν είναι λεπτολόγος. Μάτι ρωσικό
Πάντα υπογραμμισμένο μ’ έμφαση.
Αδέσμευτο και φιλικό το στήθος
Υπόσχεται πνευματικότατο ήθος.

Ενεδρεύοντας ο Βραζιλιάνος Τζάγκουαρ
Την μαρμοζέτα υποχρεώνει σε τρεχιό
Με φευγαλέες εκροές της γάτας.
Η Γκρίσκιν έχει ένα σπιτάκι εξοχικό.

Στιλπνός ο Βραζιλιάνος Τζάγκουαρ
Μες στην δενδρόβια του κατήφεια
Δεν διυλίζει πόσο αξίζει μια ευωδιά γατίσια
Όπως η Γκρίσκιν σε μια τρύπα σαλονίσια.

Κι ακόμη Αφηρημένες Υποστάσεις
Κλωθογυρνούν τις χάρες της και τις χαρές.
Μα η τύχη μας διατρίβει σε ξερές πλευρές
Για να κρατά θερμή την μεταφυσική μας.


T. S. Eliot
Άπαντα τα ποιήματα
Ελληνική Μεταγλώττιση Αριστοτέλης Νικολαΐδης
Εκδόσεις Κέδρος 1984

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Η προσωπικότητά μου – Dion fortune



...Έτσι εγώ, που φτώχεια και πλούτος μου κάνουν το ίδιο, είχα στη διάθεσή μου τις δυνατότητες και τις χρησιμοποίησα για να χτίσω τη μαγική μου προσωπικότητα στα μάτια των ανθρώπων και να τους κάνω να με δουν, όπως ήθελα να φαίνομαι.

Αυτός που γεννήθηκε μόνο μια φορά δεν μπορεί να κοιτάξει στην καρδιά και μόνο λίγοι από αυτούς μπορούν να ερμηνεύσουν τις λεπτεπίλεπτες εργασίες του νου. Όμως είναι σε θέση κανείς να τους υποβάλλει με τα μάτια αυτό που επιθυμεί να πιστέψουν. Κάτι τέτοιο είναι καλύτερο από τη λεκτική υποβολή, η οποία δεν τους προκαλεί τόσο ενδιαφέρον, όντας και οι ίδιοι εξοικειωμένοι με αυτή την τέχνη.
Εγώ από την πλευρά μου, γνώριζα ότι ο αληθινός μύστης χρειάζεται ελάχιστα πράγματα για τη μαγεία του. Έπρεπε όμως να δουλέψω με τη φαντασία των ανθρώπων και γι’ αυτό χρειάστηκε να δημιουργήσω ένα σκηνικό. Έπρεπε να τους κάνω να με δουν σαν μύστη, διαφορετικά ποτέ δεν θα ήμουν μύστης στα μάτια τους. Γι’ αυτό το σκοπό έπρεπε να έχω γύρω μου στοιχεία που θα υποδήλωναν τις μεγάλες μέρες του παρελθόντος, όταν η θρησκεία στην οποία ανήκα βρισκόταν στο απώγειο της ισχύος της. Έτσι, στρεφόμενες οι σκέψεις προς τα εκεί, μπορεί να αφυπνίζονταν μνήμες και να συντονίζονταν στο δικό μου μήκος κύματος.

Άρχισα, λοιπόν, να συγκεντρώνω σιγά-σιγά αντικείμενα από τους αρχαίους ναούς. Αυτά έπρεπε να διατηρούνται σε λίγο φως, ώστε όχι μόνο να μη χάνεται ο μαγνητισμός τους, αλλά να συγκεντρώνεται γύρω τους και να διαποτίζει την ατμόσφαιρα όπως η ευωδιά ενός θυμιάματος.

Τα χρώματα, επίσης, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, επειδή γνωρίζω τη δύναμή τους στο νου – τόσο το δικό μου όσο και αυτών που έρχονταν να με επισκεφθούν. Υπάρχει μια επιστήμη των χρωμάτων και τα ταξινομούμε στη μαγεία με βάση τους δέκα ουράνιους σταθμούς, οι οποίοι είναι το διάστημα, ο Ζωδιακός, οι επτά πλανήτες και η γη. Υπάρχουν επίσης τα τέσσερα στοιχειακά βασίλεια, αλλά αυτά είναι άλλο θέμα.

Για τους σκοπούς μου χρησιμοποίησα ιριδίζοντα σεληνιακά χρώματα με βάση το ασημένιο, αποχρώσεις του πορφυρού προς το δαμασκηνί, κόκκινα χρώματα με αποχρώσεις ματζέντας ή καστανοκόκκινου, καθώς και τα μπλε του θαλασσινού νερού και του νυχτερινού ουρανού. Ποτέ τα έντονα πρωταρχικά που χρησιμοποιεί κάποιος όταν είναι μάγος. Προτιμώ τα σκιώδη, αναμιγμένα χρώματα, επειδή είμαι μια σκιά στο όλο φόντο.

Όσο αφορά το σώμα μου, το κατέστησα όργανο της προσωπικότητάς μου, αφού το εκπαίδευσα, το εφοδίασα και του έμαθα τις δυνάμεις και τις ικανότητές της. Η φύση υπήρξε μετρημένη και όχι απλόχερη, γι’ αυτό έπρεπε να φτιάξω από τον εαυτό μου κάτι που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για το σκοπό μου. Όντας αφιερωμένη είχα το δικαίωμα να ζητήσω ό,τι χρειαζόμουν και, φυσικά, ζήτησα το είδος της ομορφιάς που θα με καθιστούσε ικανή να τραβώ το βλέμμα και την προσοχή των ανθρώπων. Αντί γι’ αυτή, όμως μου δόθηκε διορατικότητα και φαντασία και με τη γνώση που παρέχουν αυτά δημιούργησα το δικό μου είδος ομορφιάς.

Για κάποια γυναίκα ειπώθηκε κάποτε: «Η όψη της γυναίκας αυτής είναι οθόνη της ψυχής της», και τούτο αλήθευε για μένα. Το πρόσωπό μου είναι καθαρά αιγυπτιακό, με ελαφρά ανυψωμένα ζυγωματικά και αμυγδαλωτά μάτια. Η μύτη μου είναι κάπως αετίσια, γιατί στη βασιλική τάξη της Αιγύπτου έτρεχε ασσυριακό αίμα. Οι κόγχες των ματιών μου είναι πολύ βαθουλωτές και αυτό τα κάνει σκουρότερα από όσο πραγματικά είναι. Με δυνατό φως φαίνονται σχεδόν πράσινα – για να ταιριάζουν με τα τιγρίσια δόντια μου, όπως μου είπαν. Υποτίθεται πως μοιάζω με την Κλεοπάτρα ή, μάλλον, πως η Κλεοπάτρα έμοιαζε με μένα. Έχω πολύ πυκνά βαθυκάστανα μαλλιά που προσεγγίζουν το μαύρο. Είναι ολόισια και μερικές φορές τα φτιάχνω κότσο, ενώ άλλοτε τα πλέκω γύρω στο κεφάλι σαν στέμμα. Όταν ο καιρός είναι ζεστός τα αφήνω λυτά σε δύο σειρές πάνω από το στήθος μου. Πάντοτε τα χωρίζω στη μέση, όπως τα έχουν οι Ινδιάνες και γι’ αυτό το λόγο οι άνθρωποι μιλούν για αναμιγμένο αίμα, μολονότι το δέρμα μου φανερώνει το αντίθετο όντας λευκό σαν φίλντισι ή σαν τα μεγάλα άνθη της μανόλιας που δεν έχουν ίχνος ροζ επάνω τους. Στο βάψιμο των χειλιών είμαι γενναιόδωρη, σχεδόν σπάταλη και αγαπώ τα μεγάλα σκουλαρίκια. Θα χρειαζόταν ο Χάισμαν* για να περιγράψει τα διάφορα σκουλαρίκια που έχω – από νεφρίτη, κεχριμπάρι, κοράλι, λαζουλίτη, μαλαχίτη για την ημέρα και για τη νύχτα έχω θαυμάσια κοσμήματα – τετράγωνα σμαράγδια, μακριά, χλωμά με σχήμα σταγόνας μαργαριτάρια και διάφορα οπάλια σε όλες τις αποχρώσεις, που τα λατρεύω.

Είμαι λίγο ψηλότερη από το κανονικό και με εξαίρεση το μήκος των μηρών μου, μου ταιριάζει άνετα κάθε είδους έτοιμο φόρεμα που μπορεί να αγοράσω. Ωστόσο, δεν αγοράζω ποτέ τυποποιημένα φορέματα. Έχω τη δική μου μόδα που συνήθως προέρχεται από καταστήματα με «είδη προικός», γιατί η άνεση που προσφέρουν οι φαρδιές πτυχές μιας κουρτίνας, δύσκολα υπάρχουν στα έτοιμα φορέματα. Και ποιος μπορεί να μου απαγορεύσει να θέλω να φοράω κάτι που προοριζόταν για το παράθυρο ενός βενετσιάνικου αρχοντικού; Μου αρέσει τα φορέματά μου να πέφτουν άνετα και ολόισια στο σώμα και να σέρνονται στο πάτωμα γύρω από τα πόδια μου. Φοράω μαλακά σανδάλια, με ασημένια, χρυσά και ιριδίζοντα χρώματα.

Μου αρέσουν επίσης οι γούνες, επειδή είμαι ψυχρόαιμο πλάσμα – είναι η μοναδική μου φυσική αδυναμία. Φοράω γούνες ακόμη και στο σπίτι και διατηρώ όλα τα σπίτια μου ζεστά. Μου αρέσει ολόκληρη η γούνα μαζί με το μεγάλο μοχθηρό κεφάλι και θέλω να είμαι από ευγενές ζώο, όχι καμιάς μικρής και άθλιας αλεπούς. Έχω μια απαλόχρωμη γούνα γκρίζου λύκου, καθώς και μια άλλη ενός βαθύ μπλε λύκου που πλησιάζει το μαύρο. Από γούνες αιλουροειδών έχω μία από λεοπάρδαλη της ζούγκλας και ακόμη μια πανέμορφη ανοιχτόχρωμη, η οποία είναι από λεοπάρδαλη που ζει στα χιόνια των Ιμαλαΐων. Για τούτες τις τελευταίες οι Θιβετιανοί πιστεύουν πως ενσαρκώνουν τα πνεύματα των κακών λάμα που πέθαναν στην αμαρτία.

Μου αρέσουν και τα δαχτυλίδια. Μάλιστα εκείνα τα μεγάλα που δύσκολα χωράνε τα γάντια από πάνω. Μα και τα βραχιόλια που σαν αλυσίδες περνάνε στους καρπούς. Η τελετουργία έχει κάνει τα χέρια μου πολύ ευέλικτα και χρησιμοποιώ τα βερνίκια των νυχιών τόσο γενναιόδωρα όσο και εκείνα για τα χείλη. Συνήθως βάφομαι με ασημένια και χρυσά βερνίκια ή κόκκινα τόσο σκούρα που να είναι σχεδόν μαύρα, καθώς και με ιριδίζοντα βερνίκια που κάνουν τα νύχια μου να μοιάζουν σε οπάλια. Είναι και αυτά μακριά για να ταιριάζουν με τα τιγρίσια δόντια μου.

Τα παπούτσια μου θέλω να είναι πολύ μαλακά, ελαφριά και εύκαμπτα, σαν γάντια μάλλον παρά σαν παπούτσια, για να περπατάω χωρίς θόρυβο. Στη νιότη μου εκπαιδεύτηκα σαν χορεύτρια και γνωρίζω τι σημαίνει κίνηση – να κυλάς όπως το νερό. Γνωρίζω επίσης πως πρέπει να ταλαντεύεται και να ισορροπεί το σώμα από την κοιλιά και για την ομορφιά αυτό μετράει περισσότερο από τη σιλουέτα.

Δεν είμαι ούτε υπήρξα ποτέ γυναίκα της μόδας, αλλά και δεν την απορρίπτω. Ωστόσο, είναι για άλλες και όχι για μένα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η μόδα είναι κάτι τεχνητό, έργο του εμπορίου, αλλά αυτό δεν ισχύει. Η μόδα αλλάζει επειδή το καινούργιο έλκει και παρακινεί. Όμως εγώ που είμαι η αιώνια γυναίκα, το αρχετυπικό θηλυκό, δεν απευθύνομαι στην επιφάνεια της συνείδησης, στον εξεζητημένο νου που ερεθίζουν οι νεωτερισμοί, αλλά στον αρχαϊκό και τον πρωτόγονο που βρίσκεται στην ψυχή κάθε ανθρώπου και συναγωνίζομαι σε γοητεία οποιαδήποτε γυναίκα της μόδας. Μπορεί αυτές να έχουν εραστές, μα εγώ έχω αγαπηθεί.

Και θα ανατινάξω τη σιγή μου στα λόγια τους. Αν και πολλά κρύβονται σε μια φωνή και τους τόνους της. Ακόμη και οι τόνοι μιας ομιλίας πρέπει να είναι τραγουδιστοί. Γλυκοί και απαλοί στα χείλη, αλλά κραδασμιακοί, επειδή στον κραδασμό υπάρχει δύναμη, μια δύναμη περίεργη που ηχεί στην ψυχή. Τη γνωρίζω καλά επειδή τη χρησιμοποίησα. Σύντομα θα πω τον τρόπο.

Μπορεί να χρησιμοποιώ το χρώμα, την κίνηση, τον ήχο και το φως όπως άλλες γυναίκες χρησιμοποιούν τη μόδα, αλλά σημαντικότερο από όλα είναι το άρωμα. Εκτιμώ ιδιαίτερα τα αρώματα και τους δίνω μεγάλη σημασία, επειδή διαθέτουν ολόκληρη ψυχολογία και θεολογία δική τους. Εκείνα που χρησιμοποιώ είναι διαπεραστικά και αρωματικά. Οι ευωδιές των λουλουδιών δε μου πηγαίνουν – κανένας δεν με παρομοίασε ποτέ με λουλούδι, αν και μου έχουν πει πως είμαι όμορφη σαν λεοπάρδαλη. Τα πιο αγαπημένα μου είναι το σαντάλ, ο κέδρος και το Russia leather. Λατρεύω επίσης το άρωμα του καμένου μόσχου και τον τρόπο που διατηρείται παντού. Μου αρέσει και η καμφορά για την καθαριότητά της. Από τα αρωματικά λάδια χρησιμοποιώ μόνο γεράνι, γιασεμί και ροδέλαιο. Αυτά από την ψυχολογική πλευρά των αρωμάτων, αλλά από τη θεολογική δύο είναι που εκτιμώ πολύ: το γάλβανο και το λιβάνι – την άγρια, μοσχομυριστή γλυκύτητα του γάλβανου που είναι γη της γης και τον διαπεραστικό ερεθισμό του λιβανιού που μοιάζει λες και καίγονται όλα τα δένδρα του Παράδεισου...

Αυτά για την προσωπικότητά μου, ή τόσα όσα μπορώ να πω με λόγια. Τα υπόλοιπα θα συναχθούν από όσα κάνω.

___________________
* Χάισμαν (Huysmans): πνευματιστής και συγγραφέας αποκρυφιστικών θεμάτων από τη Γαλλία.



DION FORTUNE
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΙΑΦΑΡΙΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Εμείς, οι τελευταίοι που θα πεθάνουμε – Στάθης Σταυρόπουλος





Κάθομαι και χαζεύω τις (φειδωλές άλλο τόσο ερεθιστικές) φωτογραφίες από τον Τιτάνα. Τοπίο αλλόκοτο και ταυτοχρόνως οικείο. Ο πειρασμός να είσαι εκεί. Κι ας είναι αυτό το τελευταίο πράγμα που θα έχεις κάνει. Παιδιά σαν είμαστε, η επιστημονική φαντασία μας ξεγέλασε. Μας έλεγε ότι το 2005 θα σταθμεύαμε κουρασμένοι στον Σείριο 8 γυρίζοντας απ’ τον Άλφα Κενταύρου, σεμνυνόμενοι να αφηγηθούμε τα κατορθώματά μας...
Το 2010, λέει, θα άρχιζε η Οδύσσεια του Διαστήματος, λύνοντας το μυστήριο της ζωής, απαντώντας επιτέλους στο αιώνιο και αμείλικτο «γιατί», εμείς οι πρώτοι που θα αφήναμε τα ίχνη μας στη σκόνη του Γαλαξία. Δεν έγινε. Ξεμείναμε με τους χάρτινους ήρωες που, ορθάνοιχτες θαύμαζαν οι παιδικές μας ματάρες, το ίδιο αμήχανους με μας να πιάνουν σκόνη (μάλλον καθόλου γαλαξιακή) στα ράφια μας. Εμείς, οι τελευταίοι που θα πεθάνουμε. Χαζεύω τώρα τις φωτογραφίες από τον Τιτάνα. Ψάχνω σε ποιο τεύχος του ‘60-’70 ήμουν εκεί – υπέροχα κόμικς, το κωμικόν που κρύβεται στο όνομά τους από τότε μας είχε προδώσει. Ίσως όμως και πάλι όχι...

Στάθης Σταυρόπουλος
(Ναυτίλος)
Ελευθεροτυπία 19/01/2005

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Διάλογος Αθηναίων-Μηλίων (Ε 84-116) - Θουκυδίδης


Κείμενο

 [84.1] τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου θέρους Ἀλκιβιάδης τε πλεύσας ἐς Ἄργος ναυσὶν εἴκοσιν Ἀργείων τοὺς δοκοῦντας ἔτι ὑπόπτους εἶναι καὶ τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν ἔλαβε τριακοσίους ἄνδρας, καὶ κατέθεντο αὐτοὺς Ἀθηναῖοι ἐς τὰς ἐγγὺς νήσους ὧν ἦρχον· καὶ ἐπὶ Μῆλον τὴν νῆσον Ἀθηναῖοι ἐστράτευσαν ναυσὶν ἑαυτῶν μὲν τριάκοντα, Χίαις δὲ ἕξ, Λεσβίαιν δὲ δυοῖν, καὶ ὁπλίταις ἑαυτῶν μὲν διακοσίοις καὶ χιλίοις καὶ τοξόταις τριακοσίοις καὶ ἱπποτοξόταις εἴκοσι, τῶν δὲ ξυμμάχων καὶ νησιωτῶν ὁπλίταις μάλιστα πεντακοσίοις καὶ χιλίοις. [84.2] οἱ δὲ Μήλιοι Λακεδαιμονίων μέν εἰσιν ἄποικοι, τῶν δ’ Ἀθηναίων οὐκ ἤθελον ὑπακούειν ὥσπερ οἱ ἄλλοι νησιῶται, ἀλλὰ τὸ μὲν πρῶτον οὐδετέρων ὄντες ἡσύχαζον, ἔπειτα ὡς αὐτοὺς ἠνάγκαζον οἱ Ἀθηναῖοι δῃοῦντες τὴν γῆν, ἐς πόλεμον φανερὸν κατέστησαν. [84.3] στρατοπεδευσάμενοι οὖν ἐς τὴν γῆν αὐτῶν τῇ παρασκευῇ ταύτῃ οἱ στρατηγοὶ Κλεομήδης τε ὁ Λυκομήδους καὶ Τεισίας ὁ Τεισιμάχου, πρὶν ἀδικεῖν τι τῆς γῆς, λόγους πρῶτον [84]ποιησομένους ἔπεμψαν πρέσβεις. οὓς οἱ Μήλιοι πρὸς μὲν τὸ πλῆθος οὐκ ἤγαγον, ἐν δὲ ταῖς ἀρχαῖς καὶ τοῖς ὀλίγοις λέγειν ἐκέλευον περὶ ὧν ἥκουσιν. [85] [85.1] οἱ δὲ τῶν Ἀθηναίων πρέσβεις ἔλεγον τοιάδε. ‘ἐπειδὴ οὐ πρὸς τὸ πλῆθος οἱ λόγοι γίγνονται, ὅπως δὴ μὴ ξυνεχεῖ ῥήσει οἱ πολλοὶ ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα ἐσάπαξ ἀκούσαντες ἡμῶν ἀπατηθῶσιν (γιγνώσκομεν γὰρ ὅτι τοῦτο φρονεῖ ἡμῶν ἡ ἐς τοὺς ὀλίγους ἀγωγή), ὑμεῖς οἱ καθήμενοι ἔτι ἀσφαλέστερον ποιήσατε. καθ’ ἕκαστον γὰρ καὶ μηδ’ ὑμεῖς ἑνὶ λόγῳ, ἀλλὰ πρὸς τὸ μὴ δοκοῦν ἐπιτηδείως λέγεσθαι εὐθὺς ὑπολαμβάνοντες κρίνετε. καὶ πρῶτον εἰ ἀρέσκει ὡς λέγομεν εἴπατε.’ [86] [86.1] οἱ δὲ τῶν Μηλίων ξύνεδροι ἀπεκρίναντο ‘ἡ μὲν ἐπιείκεια τοῦ διδάσκειν καθ’ ἡσυχίαν ἀλλήλους οὐ ψέγεται, τὰ δὲ τοῦ πολέμου παρόντα ἤδη καὶ οὐ μέλλοντα διαφέροντα αὐτοῦ φαίνεται. ὁρῶμεν γὰρ αὐτούς τε κριτὰς ἥκοντας ὑμᾶς τῶν λεχθησομένων καὶ τὴν τελευτὴν ἐξ αὐτοῦ κατὰ τὸ εἰκὸς περιγενομένοις μὲν τῷ δικαίῳ καὶ δι’ αὐτὸ μὴ ἐνδοῦσι πόλεμον ἡμῖν φέρουσαν, πεισθεῖσι δὲ δουλείαν.’
[87] [87.1] ΑΘ.
εἰ μὲν τοίνυν ὑπονοίας τῶν μελλόντων λογιούμενοι ἢ ἄλλο τι ξυνήκετε ἢ ἐκ τῶν παρόντων καὶ ὧν ὁρᾶτε περὶ σωτηρίας βουλεύσοντες τῇ πόλει, παυοίμεθ’ ἄν· εἰ δ’ ἐπὶ τοῦτο, λέγοιμεν ἄν.
[88] [88.1] ΜΗΛ.
εἰκὸς μὲν καὶ ξυγγνώμη ἐν τῷ τοιῷδε καθεστῶτας ἐπὶ πολλὰ καὶ λέγοντας καὶ δοκοῦντας τρέπεσθαι· ἡ μέντοι ξύνοδος καὶ περὶ σωτηρίας ἥδε πάρεστι, καὶ ὁ λόγος ᾧ προκαλεῖσθε τρόπῳ, εἰ δοκεῖ, γιγνέσθω.
[89] [89.1] ΑΘ.
ἡμεῖς τοίνυν οὔτε αὐτοὶ μετ’ ὀνομάτων καλῶν, ὡς ἢ δικαίως τὸν Μῆδον καταλύσαντες ἄρχομεν ἢ ἀδικούμενοι νῦν ἐπεξερχόμεθα, λόγων μῆκος ἄπιστον παρέξομεν, οὔθ’ ὑμᾶς ἀξιοῦμεν ἢ ὅτι Λακεδαιμονίων ἄποικοι ὄντες οὐ ξυνεστρατεύσατε ἢ ὡς ἡμᾶς οὐδὲν ἠδικήκατε λέγοντας οἴεσθαι πείσειν, τὰ δυνατὰ δ’ ἐξ ὧν ἑκάτεροι ἀληθῶς φρονοῦμεν διαπράσσεσθαι, ἐπισταμένους πρὸς εἰδότας ὅτι δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν.
[90] [90.1] ΜΗΛ.
ἧι μὲν δὴ νομίζομέν γε, χρήσιμον (ἀνάγκη γάρ, ἐπειδὴ ὑμεῖς οὕτω παρὰ τὸ δίκαιον τὸ ξυμφέρον λέγειν ὑπέθεσθε) μὴ καταλύειν ὑμᾶς τὸ κοινὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ τῷ αἰεὶ ἐν κινδύνῳ γιγνομένῳ εἶναι τὰ εἰκότα καὶ δίκαια, καί τι καὶ ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς πείσαντά τινα ὠφεληθῆναι. καὶ πρὸς ὑμῶν οὐχ ἧσσον τοῦτο, ὅσῳ καὶ ἐπὶ μεγίστῃ τιμωρίᾳ σφαλέντες ἂν τοῖς ἄλλοις παράδειγμα γένοισθε.
[91] [91.1] ΑΘ.
ἡμεῖς δὲ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς, ἢν καὶ παυθῇ, οὐκ ἀθυμοῦμεν τὴν τελευτήν· οὐ γὰρ οἱ ἄρχοντες ἄλλων, ὥσπερ καὶ Λακεδαιμόνιοι, οὗτοι δεινοὶ τοῖς νικηθεῖσιν (ἔστι δὲ οὐ πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ὁ ἀγών), ἀλλ’ ἢν οἱ ὑπήκοοί που τῶν ἀρξάντων αὐτοὶ ἐπιθέμενοι κρατήσωσιν. [91.2] καὶ περὶ μὲν τούτου ἡμῖν ἀφείσθω κινδυνεύεσθαι· ὡς δὲ ἐπ’ ὠφελίᾳ τε πάρεσμεν τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς καὶ ἐπὶ σωτηρίᾳ νῦν τοὺς λόγους ἐροῦμεν τῆς ὑμετέρας πόλεως, ταῦτα δηλώσομεν, βουλόμενοι ἀπόνως μὲν ὑμῶν ἄρξαι, χρησίμως δ’ ὑμᾶς ἀμφοτέροις σωθῆναι.
[92] [92.1] ΜΗΛ.
καὶ πῶς χρήσιμον ἂν ξυμβαίη ἡμῖν δουλεῦσαι, ὥσπερ καὶ ὑμῖν ἄρξαι;
[93] [93.1] ΑΘ.
ὅτι ὑμῖν μὲν πρὸ τοῦ τὰ δεινότατα παθεῖν ὑπακοῦσαι ἂν γένοιτο, ἡμεῖς δὲ μὴ διαφθείραντες ὑμᾶς κερδαίνοιμεν ἄν.
[94] [94.1] ΜΗΛ.
ὥστε [δὲ] ἡσυχίαν ἄγοντας ἡμᾶς φίλους μὲν εἶναι ἀντὶ πολεμίων, ξυμμάχους δὲ μηδετέρων, οὐκ ἂν δέξαισθε;
[95] [95.1] ΑΘ.
οὐ γὰρ τοσοῦτον ἡμᾶς βλάπτει ἡ ἔχθρα ὑμῶν ὅσον ἡ φιλία μὲν ἀσθενείας, τὸ δὲ μῖσος δυνάμεως παράδειγμα τοῖς ἀρχομένοις δηλούμενον.
[96] [96.1] ΜΗΛ.
σκοποῦσι δ’ ὑμῶν οὕτως οἱ ὑπήκοοι τὸ εἰκός, ὥστε τούς τε μὴ προσήκοντας καὶ ὅσοι ἄποικοι ὄντες οἱ πολλοὶ καὶ ἀποστάντες τινὲς κεχείρωνται ἐς τὸ αὐτὸ τιθέασιν;
[97] [97.1] ΑΘ.
δικαιώματι γὰρ οὐδετέρους ἐλλείπειν ἡγοῦνται, κατὰ δύναμιν δὲ τοὺς μὲν περιγίγνεσθαι, ἡμᾶς δὲ φόβῳ οὐκ ἐπιέναι· ὥστε ἔξω καὶ τοῦ πλεόνων ἄρξαι καὶ τὸ ἀσφαλὲς ἡμῖν διὰ τὸ καταστραφῆναι ἂν παράσχοιτε, ἄλλως τε καὶ νησιῶται ναυκρατόρων καὶ ἀσθενέστεροι ἑτέρων ὄντες εἰ μὴ περιγένοισθε.
[98] [98.1] ΜΗΛ.
ἐν δ’ ἐκείνῳ οὐ νομίζετε ἀσφάλειαν; δεῖ γὰρ αὖ καὶ ἐνταῦθα, ὥσπερ ὑμεῖς τῶν δικαίων λόγων ἡμᾶς ἐκβιβάσαντες τῷ ὑμετέρῳ ξυμφόρῳ ὑπακούειν πείθετε, καὶ ἡμᾶς τὸ ἡμῖν χρήσιμον διδάσκοντας, εἰ τυγχάνει καὶ ὑμῖν τὸ αὐτὸ ξυμβαῖνον, πειρᾶσθαι πείθειν. ὅσοι γὰρ νῦν μηδετέροις ξυμμαχοῦσι, πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς, ὅταν ἐς τάδε βλέψαντες ἡγήσωνταί ποτε ὑμᾶς καὶ ἐπὶ σφᾶς ἥξειν; κἀν τούτῳ τί ἄλλο ἢ τοὺς μὲν ὑπάρχοντας πολεμίους μεγαλύνετε, τοὺς δὲ μηδὲ μελλήσαντας γενέσθαι ἄκοντας ἐπάγεσθε;
[99] [99.1] ΑΘ.
οὐ γὰρ νομίζομεν ἡμῖν τούτους δεινοτέρους ὅσοι ἠπειρῶταί που ὄντες τῷ ἐλευθέρῳ πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται, ἀλλὰ τοὺς νησιώτας τέ που ἀνάρκτους, ὥσπερ ὑμᾶς, καὶ τοὺς ἤδη τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους. οὗτοι γὰρ πλεῖστ’ ἂν τῷ ἀλογίστῳ ἐπιτρέψαντες σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ ἡμᾶς ἐς προῦπτον κίνδυνον καταστήσειαν.
[100] [100.1] ΜΗΛ.
ἦ που ἄρα, εἰ τοσαύτην γε ὑμεῖς τε μὴ παυθῆναι ἀρχῆς καὶ οἱ δουλεύοντες ἤδη ἀπαλλαγῆναι τὴν παρακινδύνευσιν ποιοῦνται, ἡμῖν γε τοῖς ἔτι ἐλευθέροις πολλὴ κακότης καὶ δειλία μὴ πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν.
[101] [101.1] ΑΘ.
οὔκ, ἤν γε σωφρόνως βουλεύησθε· οὐ γὰρ περὶ ἀνδραγαθίας ὁ ἀγὼν ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν, μὴ αἰσχύνην ὀφλεῖν, περὶ δὲ σωτηρίας μᾶλλον ἡ βουλή, πρὸς τοὺς κρείσσονας πολλῷ μὴ ἀνθίστασθαι.
[102] [102.1] ΜΗΛ.
ἀλλ’ ἐπιστάμεθα τὰ τῶν πολέμων ἔστιν ὅτε κοινοτέρας τὰς τύχας λαμβάνοντα ἢ κατὰ τὸ διαφέρον ἑκατέρων πλῆθος· καὶ ἡμῖν τὸ μὲν εἶξαι εὐθὺς ἀνέλπιστον, μετὰ δὲ τοῦ δρωμένου ἔτι καὶ στῆναι ἐλπὶς ὀρθῶς.
[103] [103.1] ΑΘ.
ἐλπὶς δὲ κινδύνῳ παραμύθιον οὖσα τοὺς μὲν ἀπὸ περιουσίας χρωμένους αὐτῇ, κἂν βλάψῃ, οὐ καθεῖλεν· τοῖς δ’ ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναῤῥιπτοῦσι (δάπανος γὰρ φύσει) ἅμα τε γιγνώσκεται σφαλέντων καὶ ἐν ὅτῳ ἔτι φυλάξεταί τις αὐτὴν γνωρισθεῖσαν οὐκ ἐλλείπει. [103.2] ὃ ὑμεῖς ἀσθενεῖς τε καὶ ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες μὴ βούλεσθε παθεῖν μηδὲ ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως ἔτι σῴζεσθαι, ἐπειδὰν πιεζομένους αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὶ ἐλπίδες, ἐπὶ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται μαντικήν τε καὶ χρησμοὺς καὶ ὅσα τοιαῦτα μετ’ ἐλπίδων λυμαίνεται.
[104] [104.1] ΜΗΛ.
χαλεπὸν μὲν καὶ ἡμεῖς (εὖ ἴστε) νομίζομεν πρὸς δύναμίν τε τὴν ὑμετέραν καὶ τὴν τύχην, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ἴσου ἔσται, ἀγωνίζεσθαι· ὅμως δὲ πιστεύομεν τῇ μὲν τύχῃ ἐκ τοῦ θείου μὴ ἐλασσώσεσθαι, ὅτι ὅσιοι πρὸς οὐ δικαίους ἱστάμεθα, τῆς δὲ δυνάμεως τῷ ἐλλείποντι τὴν Λακεδαιμονίων ἡμῖν ξυμμαχίαν προσέσεσθαι, ἀνάγκην ἔχουσαν, καὶ εἰ μή του ἄλλου, τῆς γε ξυγγενείας ἕνεκα καὶ αἰσχύνῃ βοηθεῖν. καὶ οὐ παντάπασιν οὕτως ἀλόγως θρασυνόμεθα.
[105] [105.1] ΑΘ.
τῆς μὲν τοίνυν πρὸς τὸ θεῖον εὐμενείας οὐδ’ ἡμεῖς οἰόμεθα λελείψεσθαι· οὐδὲν γὰρ ἔξω τῆς ἀνθρωπείας τῶν μὲν ἐς τὸ θεῖον νομίσεως, τῶν δ’ ἐς σφᾶς αὐτοὺς βουλήσεως δικαιοῦμεν ἢ πράσσομεν. [105.2] ἡγούμεθα γὰρ τό τε θεῖον δόξῃ τὸ ἀνθρώπειόν τε σαφῶς διὰ παντὸς ὑπὸ φύσεως ἀναγκαίας, οὗ ἂν κρατῇ, ἄρχειν· καὶ ἡμεῖς οὔτε θέντες τὸν νόμον οὔτε κειμένῳ πρῶτοι χρησάμενοι, ὄντα δὲ παραλαβόντες καὶ ἐσόμενον ἐς αἰεὶ καταλείψοντες χρώμεθα αὐτῷ, εἰδότες καὶ ὑμᾶς ἂν καὶ ἄλλους ἐν τῇ αὐτῇ δυνάμει ἡμῖν γενομένους δρῶντας ἂν ταὐτό. [105.3] καὶ πρὸς μὲν τὸ θεῖον οὕτως ἐκ τοῦ εἰκότος οὐ φοβούμεθα ἐλασσώσεσθαι· τῆς δὲ ἐς Λακεδαιμονίους δόξης, ἣν διὰ τὸ αἰσχρὸν δὴ βοηθήσειν ὑμῖν πιστεύετε αὐτούς, μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον. [105.4] Λακεδαιμόνιοι γὰρ πρὸς σφᾶς μὲν αὐτοὺς καὶ τὰ ἐπιχώρια νόμιμα πλεῖστα ἀρετῇ χρῶνται· πρὸς δὲ τοὺς ἄλλους πολλὰ ἄν τις ἔχων εἰπεῖν ὡς προσφέρονται, ξυνελὼν μάλιστ’ ἂν δηλώσειεν ὅτι ἐπιφανέστατα ὧν ἴσμεν τὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι, τὰ δὲ ξυμφέροντα δίκαια. καίτοι οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας νῦν ἀλόγου σωτηρίας ἡ τοιαύτη διάνοια.
[106] [106.1] ΜΗΛ.
ἡμεῖς δὲ κατ’ αὐτὸ τοῦτο ἤδη καὶ μάλιστα πιστεύομεν τῷ ξυμφέροντι αὐτῶν, Μηλίους ἀποίκους ὄντας μὴ βουλήσεσθαι προδόντας τοῖς μὲν εὔνοις τῶν Ἑλλήνων ἀπίστους καταστῆναι, τοῖς δὲ πολεμίοις ὠφελίμους.
[107] [107.1] ΑΘ.
οὔκουν οἴεσθε τὸ ξυμφέρον μὲν μετ’ ἀσφαλείας εἶναι, τὸ δὲ δίκαιον καὶ καλὸν μετὰ κινδύνου δρᾶσθαι· ὃ Λακεδαιμόνιοι ἥκιστα ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τολμῶσιν.
[108] [108.1] ΜΗΛ.
ἀλλὰ καὶ τοὺς κινδύνους τε ἡμῶν ἕνεκα μᾶλλον ἡγούμεθ’ ἂν ἐγχειρίσασθαι αὐτούς, καὶ βεβαιοτέρους ἢ ἐς ἄλλους νομιεῖν, ὅσῳ πρὸς μὲν τὰ ἔργα τῆς Πελοποννήσου ἐγγὺς κείμεθα, τῆς δὲ γνώμης τῷ ξυγγενεῖ πιστότεροι ἑτέρων ἐσμέν.
[109] [109.1] ΑΘ.
τὸ δ’ ἐχυρόν γε τοῖς ξυναγωνιουμένοις οὐ τὸ εὔνουν τῶν ἐπικαλεσαμένων φαίνεται, ἀλλ’ ἢν τῶν ἔργων τις δυνάμει πολὺ προύχῃ· ὃ Λακεδαιμόνιοι καὶ πλέον τι τῶν ἄλλων σκοποῦσιν (τῆς γοῦν οἰκείας παρασκευῆς ἀπιστίᾳ καὶ μετὰ ξυμμάχων πολλῶν τοῖς πέλας ἐπέρχονται), ὥστε οὐκ εἰκὸς ἐς νῆσόν γε αὐτοὺς ἡμῶν ναυκρατόρων ὄντων περαιωθῆναι.
[110] [110.1] ΜΗΛ.
οἱ δὲ καὶ ἄλλους ἂν ἔχοιεν πέμψαι· πολὺ δὲ τὸ Κρητικὸν πέλαγος, δι’ οὗ τῶν κρατούντων ἀπορώτερος ἡ λῆψις ἢ τῶν λαθεῖν βουλομένων ἡ σωτηρία. [110.2] καὶ εἰ τοῦδε σφάλλοιντο, τράποιντ’ ἂν καὶ ἐς τὴν γῆν ὑμῶν καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς τῶν ξυμμάχων, ὅσους μὴ Βρασίδας ἐπῆλθεν· καὶ οὐ περὶ τῆς μὴ προσηκούσης μᾶλλον ἢ τῆς οἰκειοτέρας ξυμμαχίδος τε καὶ γῆς ὁ πόνος ὑμῖν ἔσται.
[111] [111.1] ΑΘ.
τούτων μὲν καὶ πεπειραμένοις ἄν τι γένοιτο καὶ ὑμῖν καὶ οὐκ ἀνεπιστήμοσιν ὅτι οὐδ’ ἀπὸ μιᾶς πώποτε πολιορκίας Ἀθηναῖοι δι’ ἄλλων φόβον ἀπεχώρησαν. [111.2] ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι φήσαντες περὶ σωτηρίας βουλεύσειν οὐδὲν ἐν τοσούτῳ λόγῳ εἰρήκατε ᾧ ἄνθρωποι ἂν πιστεύσαντες νομίσειαν σωθήσεσθαι, ἀλλ’ ὑμῶν τὰ μὲν ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ δ’ ὑπάρχοντα βραχέα πρὸς τὰ ἤδη ἀντιτεταγμένα περιγίγνεσθαι. πολλήν τε ἀλογίαν τῆς διανοίας παρέχετε, εἰ μὴ μεταστησάμενοι ἔτι ἡμᾶς ἄλλο τι τῶνδε σωφρονέστερον γνώσεσθε. [111.3] οὐ γὰρ δὴ ἐπί γε τὴν ἐν τοῖς αἰσχροῖς καὶ προύπτοις κινδύνοις πλεῖστα διαφθείρουσαν ἀνθρώπους αἰσχύνην τρέψεσθε. πολλοῖς γὰρ προορωμένοις ἔτι ἐς οἷα φέρονται τὸ αἰσχρὸν καλούμενον ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπεσπάσατο ἡσσηθεῖσι τοῦ ῥήματος ἔργῳ ξυμφοραῖς ἀνηκέστοις ἑκόντας περιπεσεῖν καὶ αἰσχύνην αἰσχίω μετὰ ἀνοίας ἢ τύχῃ προσλαβεῖν. [111.4] ὃ ὑμεῖς, ἢν εὖ βουλεύησθε, φυλάξεσθε, καὶ οὐκ ἀπρεπὲς νομιεῖτε πόλεώς τε τῆς μεγίστης ἡσσᾶσθαι μέτρια προκαλουμένης, ξυμμάχους γενέσθαι ἔχοντας τὴν ὑμετέραν αὐτῶν ὑποτελεῖς, καὶ δοθείσης αἱρέσεως πολέμου πέρι καὶ ἀσφαλείας μὴ τὰ χείρω φιλονικῆσαι· ὡς οἵτινες τοῖς μὲν ἴσοις μὴ εἴκουσι, τοῖς δὲ κρείσσοσι καλῶς προσφέρονται, πρὸς δὲ τοὺς ἥσσους μέτριοί εἰσι, πλεῖστ’ ἂν ὀρθοῖντο. [111.5] σκοπεῖτε οὖν καὶ μεταστάντων ἡμῶν καὶ ἐνθυμεῖσθε πολλάκις ὅτι περὶ πατρίδος βουλεύεσθε, ἧς μιᾶς πέρι καὶ ἐς μίαν βουλὴν τυχοῦσάν τε καὶ μὴ κατορθώσασαν ἔσται.
[112] [112.1] καὶ οἱ μὲν Ἀθηναῖοι μετεχώρησαν ἐκ τῶν λόγων· οἱ δὲ Μήλιοι κατὰ σφᾶς αὐτοὺς γενόμενοι, ὡς ἔδοξεν αὐτοῖς παραπλήσια καὶ ἀντέλεγον, ἀπεκρίναντο τάδε. [112.2] ‘οὔτε ἄλλα δοκεῖ ἡμῖν ἢ ἅπερ καὶ τὸ πρῶτον, ὦ Ἀθηναῖοι, οὔτ’ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ πόλεως ἑπτακόσια ἔτη ἤδη οἰκουμένης τὴν ἐλευθερίαν ἀφαιρησόμεθα, ἀλλὰ τῇ τε μέχρι τοῦδε σῳζούσῃ τύχῃ ἐκ τοῦ θείου αὐτὴν καὶ τῇ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ Λακεδαιμονίων τιμωρίᾳ πιστεύοντες πειρασόμεθα σῴζεσθαι. [112.3] προκαλούμεθα δὲ ὑμᾶς φίλοι μὲν εἶναι, πολέμιοι δὲ μηδετέροις, καὶ ἐκ τῆς γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι σπονδὰς ποιησαμένους αἵτινες δοκοῦσιν ἐπιτήδειοι εἶναι ἀμφοτέροις.’
[113] [113.1] οἱ μὲν δὴ Μήλιοι τοσαῦτα ἀπεκρίναντο· οἱ δὲ Ἀθηναῖοι διαλυόμενοι ἤδη ἐκ τῶν λόγων ἔφασαν ‘ἀλλ’ οὖν μόνοι γε ἀπὸ τούτων τῶν βουλευμάτων, ὡς ἡμῖν δοκεῖτε, τὰ μὲν μέλλοντα τῶν ὁρωμένων σαφέστερα κρίνετε, τὰ δὲ ἀφανῆ τῷ βούλεσθαι ὡς γιγνόμενα ἤδη θεᾶσθε, καὶ Λακεδαιμονίοις καὶ τύχῃ καὶ ἐλπίσι πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι καὶ πιστεύσαντες πλεῖστον καὶ σφαλήσεσθε.’
[114] [114.1] καὶ οἱ μὲν Ἀθηναίων πρέσβεις ἀνεχώρησαν ἐς τὸ στράτευμα· οἱ δὲ στρατηγοὶ αὐτῶν, ὡς οὐδὲν ὑπήκουον οἱ Μήλιοι, πρὸς πόλεμον εὐθὺς ἐτρέποντο καὶ διελόμενοι κατὰ πόλεις περιετείχισαν κύκλῳ τοὺς Μηλίους. [114.2] καὶ ὕστερον φυλακὴν σφῶν τε αὐτῶν καὶ τῶν ξυμμάχων καταλιπόντες οἱ Ἀθηναῖοι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ἀνεχώρησαν τῷ πλέονι τοῦ στρατοῦ. οἱ δὲ λειπόμενοι παραμένοντες ἐπολιόρκουν τὸ χωρίον.
[115] [115.1] καὶ Ἀργεῖοι κατὰ τὸν χρόνον τὸν αὐτὸν ἐσβαλόντες ἐς τὴν Φλειασίαν καὶ λοχισθέντες ὑπό τε Φλειασίων καὶ τῶν σφετέρων φυγάδων διεφθάρησαν ὡς ὀγδοήκοντα. [115.2] καὶ οἱ ἐκ τῆς Πύλου Ἀθηναῖοι Λακεδαιμονίων πολλὴν λείαν ἔλαβον· καὶ Λακεδαιμόνιοι δι’ αὐτὸ τὰς μὲν σπονδὰς οὐδ’ ὣς ἀφέντες ἐπολέμουν αὐτοῖς, ἐκήρυξαν δὲ εἴ τις βούλεται παρὰ σφῶν Ἀθηναίους λῄζεσθαι. [115.3] καὶ Κορίνθιοι ἐπολέμησαν ἰδίων τινῶν διαφορῶν ἕνεκα τοῖς Ἀθηναίοις· οἱ δ’ ἄλλοι Πελοποννήσιοι ἡσύχαζον. [115.4] εἷλον δὲ καὶ οἱ Μήλιοι τῶν Ἀθηναίων τοῦ περιτειχίσματος τὸ κατὰ τὴν ἀγορὰν προσβαλόντες νυκτός, καὶ ἄνδρας τε ἀπέκτειναν καὶ ἐσενεγκάμενοι σῖτόν τε καὶ ὅσα πλεῖστα ἐδύναντο χρήσιμα ἀναχωρήσαντες ἡσύχαζον· καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἄμεινον τὴν φυλακὴν τὸ ἔπειτα παρεσκευάζοντο. καὶ τὸ θέρος ἐτελεύτα.
[116] [116.1] τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος Λακεδαιμόνιοι μελλήσαντες ἐς τὴν Ἀργείαν στρατεύειν, ὡς αὐτοῖς τὰ διαβατήρια [ἱερὰ ἐν τοῖς ὁρίοις ] οὐκ ἐγίγνετο, ἀνεχώρησαν. καὶ Ἀργεῖοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ’ αὐτοὺς καὶ διέφυγον. [116.2] καὶ οἱ Μήλιοι περὶ τοὺς αὐτοὺς χρόνους αὖθις καθ’ ἕτερόν τι τοῦ περιτειχίσματος εἷλον τῶν Ἀθηναίων, παρόντων οὐ πολλῶν τῶν φυλάκων. [116.3] καὶ ἐλθούσης στρατιᾶς ὕστερον ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἄλλης, ὡς ταῦτα ἐγίγνετο, ἧς ἦρχε Φιλοκράτης ὁ Δημέου, καὶ κατὰ κράτος ἤδη πολιορκούμενοι, γενομένης καὶ προδοσίας τινός, ἀφ’ ἑαυτῶν ξυνεχώρησαν τοῖς Ἀθηναίοις ὥστε ἐκείνους περὶ αὐτῶν βουλεῦσαι. [116.4] οἱ δὲ ἀπέκτειναν Μηλίων ὅσους ἡβῶντας ἔλαβον, παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας ἠνδραπόδισαν· τὸ δὲ χωρίον αὐτοὶ ᾤκισαν, ἀποίκους ὕστερον πεντακοσίους πέμψαντες.


Μετάφραση

84. Το επόμενο καλοκαίρι ο Αλκιβιάδης έφτασε στο Άργος με είκοσι καράβια κι έπιασε όσους Αργείους θεωρούνταν ακόμη ύποπτοι και άνθρωποι των Λακεδαιμονίων, τριακόσιους άνδρες, και οι Aθηναίοι τους απόθεσαν για ασφάλεια στα κοντινά νησιά, σε όσα εξουσίαζαν. Εκστρατεύσανε επίσης οι Αθηναίοι εναντίον της Μήλου με τριάντα δικά τους καράβια, έξι Χιώτικα και δύο Λεσβιακά, και με χίλιους διακόσιους οπλίτες, τριακόσιους τοξότες και είκοσι ιπποτοξότες Αθηναίους, και περίπου χίλιους πεντακόσιους οπλίτες σύμμαχους νησιώτες. Οι Μήλιοι είναι άποικοι των Λακεδαιμονίων και δεν ήθελαν να γίνουν υπήκοοι των Αθηναίων, όπως οι άλλοι νησιώτες. Στην αρχή κράτησαν ουδετερότητα και έμειναν ήσυχοι. Έπειτα, όταν οι Αθηναίοι μεταχειρίζονταν βία εναντίον τους καταστρέφοντας τη γη τους, έφτασαν σε ανοιχτό πόλεμο. Όταν λοιπόν στρατοπέδευσαν στη γη τους με τη στρατιωτική αυτή ετοιμασία οι στρατηγοί Κλεομήδης του Λυκομήδη και Τεισίας του Τεισιμάχου, και πριν αρχίσουν να την καταστρέφουν, έστειλαν πρέσβεις για να κάνουν πρώτα διαπραγματεύσεις. Τους πρέσβεις αυτούς οι Μήλιοι δεν τους παρουσίασαν στη συνέλευση του λαού, αλλά τους κάλεσαν να πουν αυτά για τα οποία είχαν έρθει στους άρχοντες και τους προκρίτους. Οι Αθηναίοι πρέσβεις είπαν στην ουσία τα εξής:
85. «Επειδή οι προτάσεις μας δε θα γίνουν προς το λαό, για να μην εξαπατηθεί το πλήθος ακούοντάς μας να εκθέτουμε, σε μια συνεχή αγόρευση, επιχειρήματα ελκυστικά και ανεξέλεγκτα (γιατί καταλαβαίνουμε πως αυτό το νόημα έχει το ότι μας φέρατε μπροστά στους λίγους), σεις οι συγκεντρωμένοι εδώ κάμετε κάτι ακόμη πιο σίγουρο. Μη μας απαντάτε και σεις μ' ένα συνεχή λόγο αλλά σε κάθε σημείο που νομίζετε πως δε μιλάμε όπως είναι το συμφέρον σας, να μας σταματάτε και να λέτε τη γνώμη σας. Και πρώτα πρώτα πείτε μας αν συμφωνείτε με όσα προτείνουμε».
86. Οι αντιπρόσωποι των Μηλίων αποκρίθηκαν: «Την καλή σας ιδέα να δώσουμε μεταξύ μας με ησυχία εξηγήσεις δεν την κατακρίνουμε, οι πολεμικές όμως ετοιμασίες που δεν είναι μελλοντικές, αλλά παρούσες ήδη, βρίσκονται σε φανερή αντίθεση με την πρότασή σας αυτή. Γιατί βλέπουμε ότι έχετε ρθει σεις οι ίδιοι δικαστές για όσα πρόκειται να ειπωθούν και ότι το τέλος της συζήτησης, σύμφωνα με κάθε πιθανότητα, θα φέρει σε μας πόλεμο, αν υπερισχύσουμε εξαιτίας του δίκιου μας και γι' αυτό αρνηθούμε να υποχωρήσουμε, δουλεία αν πειστούμε».
87. ΑΘ. Αν ήρθατε σ' αυτή τη συνεδρίαση για να κάμετε εικασίες για τα μελλούμενα ή για τίποτε άλλο, κι όχι, απ' την τωρινή κατάσταση κι από όσα βλέπετε να σκεφτείτε για τη σωτηρία της πολιτείας σας, μπορούμε να σταματήσουμε, αν όμως ήρθατε γι' αυτό, μπορούμε να συνεχίσουμε.
88. ΜΗΛ. Είναι φυσικό και συγχωρείται, στη θέση που βρισκόμαστε, να πηγαίνει ο νους μας σε πολλά, κι επιχειρήματα και σκέψεις. Αναγνωρίζουμε ότι η σημερινή συνάντηση γίνεται βέβαια για τη σωτηρία μας, κι η συζήτηση, αν νομίζετε σωστό, ας γίνει με τον τρόπο που προτείνετε.
89. ΑΘ. Κι εμείς λοιπόν δε θα πούμε με ωραίες φράσεις μακρούς λόγους, που δεν πρόκειται να σας πείσουν, ή ότι δίκαια έχουμε την ηγεμονία μας, επειδή νικήσαμε τους Πέρσες, ή ότι τώρα εκστρατεύουμε εναντίον σας, επειδή αδικούμαστε, κι από σας ζητούμε να μη νομίσετε πως θα μας πείσετε λέγοντας ή ότι, ενώ είστε άποικοι των Λακεδαιμόνιων, δεν πήρατε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό τους ή δε μας κάματε κανένα κακό. Έχουμε την απαίτηση να επιδιώξουμε πιο πολύ να επιτύχουμε τα δυνατά από όσα κι οι δυο μας αληθινά έχουμε στο νου μας, αφού ξέρετε και ξέρουμε ότι κατά την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του κι ότι, όταν αυτό δε συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους κι οι αδύναμοι υποχωρούν κι αποδέχονται.
90. ΜΗΛ. Όπως εμείς τουλάχιστο νομίζουμε, είναι χρήσιμο (ανάγκη να μιλάμε γι' αυτό, επειδή εσείς τέτοια βάση βάλατε στη συζήτησή μας, να αφήσουμε κατά μέρος το δίκαιο και να μιλάμε για το συμφέρον) να μην καταργήσετε σεις αυτό το κοινό καλό, αλλά να υπάρχουν, γι' αυτόν που κάθε φορά βρίσκεται σε κίνδυνο, τα εύλογα και τα δίκαια και να ωφελείται κάπως αν πείσει, έστω κι αν τα επιχειρήματά του δε βρίσκονται μέσα στα πλαίσια του αυστηρού δικαίου. Κι αυτό δεν είναι σε σας λιγότερο συμφέρον από ό,τι σε μας, γιατί, αν νικηθείτε, θα μπορούσατε να γενείτε παράδειγμα στους άλλους για να σας επιβάλουν την πιο μεγάλη τιμωρία.
91. ΑΘ. Εμείς για το τέλος της ηγεμονίας μας, αν αυτή θα καταλυθεί κάποτε, δεν ανησυχούμε, γιατί δεν είναι επικίνδυνοι στους νικημένους όσοι, όπως οι Λακεδαιμόνιοι, ασκούν ηγεμονία πάνω σε άλλους (άλλωστε η αντιδικία μας δεν είναι με τους Λακεδαιμονίους) αλλά επικίνδυνοι είναι οι υπήκοοι, αν τυχόν αυτοί ξεσηκωθούν και νικήσουν εκείνους που τους εξουσίαζαν. Όσο γι αυτό, ας μείνει σε μας η φροντίδα να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Εκείνο όμως που θέλουμε τώρα να κάνουμε φανερό σε σας είναι ότι βρισκόμαστε εδώ για το συμφέρον της ηγεμονίας μας και όσα θα πούμε τώρα σκοπό έχουν τη σωτηρία της πολιτείας σας, επειδή θέλουμε και χωρίς κόπο να σας εξουσιάσουμε και για το συμφέρον και των δυο μας να σωθείτε.
92. ΜΗΛ. Και πώς μπορεί να συμβεί να είναι ίδια συμφέρον σε μας να γίνουμε δούλοι, όπως σε σας να γίνετε κύριοί μας;
93. ΑΘ. Επειδή σεις θα έχετε τη δυνατότητα να υποταχθείτε πριν να πάθετε τις πιο μεγάλες συμφορές, κι εμείς, αν δε σας καταστρέψουμε, θα έχουμε κέρδος.
94. ΜΗΛ. Ώστε δε θα δεχθείτε, μένοντας εμείς ήσυχοι, να είμαστε φίλοι αντί εχθροί, σύμμαχοι όμως κανενός από τους δυο σας;
95.ΑΘ. Όχι, γιατί δε μας βλάφτει τόσο η έχθρα σας όσο η φιλία σας. Η φιλία σας, στα μάτια των υπηκόων μας, θα ήταν απόδειξη αδυναμίας μας, ενώ το μίσος σας απόδειξη της δύναμής μας.
96. ΜΗΛ. Έτσι σκέφτονται οι υπήκοοί σας για το σωστό, ώστε να βάζουν στην ίδια μοίρα εκείνους που δεν έχουν καμιά φυλετική σχέση μαζί σας κι εκείνους που οι περισσότεροί τους είναι άποικοί σας, μερικοί μάλιστα απ' αυτούς αποστάτησαν κι υποτάχτηκαν;
97. ΑΘ. Ναι, γιατί νομίζουν ότι λόγια που να στηρίζονται στο δίκαιο δε λείπουν από κανένα, πιστεύουν όμως πως όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στη δύναμή τους κι ότι εμείς δεν εκστρατεύουμε εναντίον τους από φόβο. Ώστε το να σας υποτάξουμε εκτός που θα αύξαινε τους υπηκόους μας θα μας πρόσφερε και ασφάλεια, και μάλιστα αν σεις, νησιώτες και πιο αδύναμοι από άλλους δεν υπερισχύσετε απέναντί μας που είμαστε κυρίαρχοι στη θάλασσα.
98. ΜΗΛ. Και δε νομίζετε ότι υπάρχει ασφάλεια στην πρότασή μας εκείνη; Γιατί κι εδώ πάλι είναι ανάγκη, όπως εσείς μας υποχρεώσατε να αφήσουμε τους δίκαιους λόγους και ζητάτε να μας πείσετε να υποχωρήσουμε μπροστά στο δικό σας συμφέρον, έτσι κι εμείς να σας εξηγήσουμε το δικό μας συμφέρον, αν αυτό τυχαίνει να είναι μαζί και δικό σας, και να προσπαθήσουμε να σας πείσουμε. Γιατί πώς είναι δυνατό να μην κάμετε εχθρούς σας όσους τώρα είναι ουδέτεροι, όταν αυτοί, βλέποντας τα όσα έγιναν εδώ, πιστέψουν πως κάποτε σεις θα επιτεθείτε κι εναντίον τους; Και μ' αυτό τι άλλο θα πετύχετε παρά να ενισχύσετε αυτούς που είναι τώρα εχθροί σας, κι εκείνους που ποτέ δε σκέφτηκαν να γίνουν, παρά τη θέλησή τους, να τους στρέψετε εναντίον σας;
99.ΑΘ. Καθόλου, γιατί δε νομίζουμε ότι είναι πιο επικίνδυνοι για μας αυτοί που, κατοικώντας κάπου στη στεριά, εξαιτίας της ελευθερίας τους, θ' αργήσουν πολύ να πάρουν προφυλακτικά μέτρα εναντίον μας, αλλά οι νησιώτες, όσοι, όπως σεις, βρίσκονται κάπου ανεξάρτητοι, κι όσοι είναι κιόλας ερεθισμένοι από τις αναγκαίες πιέσεις της ηγεμονίας μας. Αυτοί λοιπόν, με το να στηριχτούν πολύ στην απερισκεψία, μπορούν να φέρουν, και τον εαυτό τους κι εμάς, σε φανερούς κινδύνους.
100.ΜΗΛ. Αν σεις για να μη χάσετε την ηγεμονία σας, κι οι υπήκοοί σας για να απαλλαγούν από αυτήν αψηφάτε τόσους κινδύνους, φανερό πως εμείς, που είμαστε ακόμη ελεύθεροι, θα δείχναμε μεγάλη ευτέλεια και δειλία, αν δεν κάναμε το παν προτού γίνουμε δούλοι.
101.ΑΘ. Όχι , αν αποφασίσετε συνετά. Γιατί δεν αγωνίζεστε με ίσους όρους για να δείξετε την ανδρεία σας, δηλαδή για να μην ντροπιαστείτε. Πιο πολύ πρόκειται να αποφασίσετε για τη σωτηρία σας, δηλαδή για το να μην αντιστέκεστε στους πολύ πιο δυνατούς σας.
102. ΜΗΛ. Ξέρουμε όμως πως καμιά φορά οι τύχες του πολέμου κρίνονται πιο δίκαια, κι όχι ανάλογα με τη διαφορά σε πλήθος ανάμεσα στους δυο αντιπάλους. Και σε μας η άμεση υποχώρηση δε δίνει καμιά ελπίδα, ενώ με το να αγωνιστούμε υπάρχει ακόμη ελπίδα να μείνουμε όρθιοι.
103. ΑΘ. Η ελπίδα, παρηγοριά την ώρα του κινδύνου, όσους την έχουν από περίσσια δύναμη κι αν τους βλάψει δεν τους καταστρέφει. Όσοι όμως, στηριγμένοι πάνω της, τα παίζουν όλα για όλα, (γιατί απ' τη φύση της είναι σπάταλη), μονάχα όταν αποτύχουν τη γνωρίζουν, όταν πια, για κείνον που έκαμε τη γνωριμία της, δεν έχει τίποτε για να το προφυλάξει απ' αυτήν. Αυτό σεις, αδύναμοι και που η τύχη σας κρίνεται από μια μονάχα κλίση της ζυγαριάς , μη θελήσετε να το πάθετε ούτε να μοιάσετε τους πολλούς που, ενώ μπορούν ακόμη να σωθούν με ανθρώπινα μέσα, όταν τους βρουν οι συμφορές και τους εγκαταλείψουν οι βέβαιες ελπίδες, καταφεύγουν στις αβέβαιες ελπίδες, τη μαντική και τους χρησμούς και όσα άλλα τέτοια, με τις ελπίδες που δίνουν φέρνουν στην καταστροφή.
104. ΜΗΛ. Κι εμείς το ξέρετε καλά, θεωρούμε πως είναι δύσκολο να αγωνιστούμε ενάντια στη δύναμή σας, μαζί κι ενάντια στην τύχη, αν αυτή δε σταθεί αμερόληπτη. Όσο για την τύχη όμως πιστεύουμε, ότι δε θα αξιωθούμε από τους θεούς χειρότερη τύχη, γιατί θεοφοβούμενοι εμείς αντιμετωπίζουμε άδικους. Όσο για τη δύναμη που δεν έχουμε, τις ελλείψεις μας θα τις συμπληρώσει η συμμαχία των Λακεδαιμονίων, που είναι αναγκασμένοι να μας βοηθήσουν, αν όχι γι' άλλο λόγο, τουλάχιστον από φυλετική συγγένεια κι από ντροπή. Δεν έχουμε λοιπόν καθόλου παράλογα τόσο θάρρος.
105. ΑΘ. Αλλά κι εμείς νομίζουμε ότι δε θα μας λείψει η εύνοια των θεών, γιατί δε ζητούμε και δεν κάνουμε τίποτε που να βρίσκεται έξω από ό,τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τους θεούς ή θέλουν στις αναμεταξύ τους σχέσεις. Έχουμε τη γνώμη για τους θεούς και τη βεβαιότητα για τους ανθρώπους, ότι, αναγκασμένοι από ένα φυσικό νόμο επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους όπου είναι πιο δυνατοί . Το νόμο αυτό ούτε εμείς τον θεσπίσαμε ούτε θεσπισμένο πρώτοι εμείς τον εφαρμόσαμε , αλλά τον βρήκαμε να υπάρχει και θα τον αφήσουμε να υπάρχει παντοτινά, και τον εφαρμόζουμε ξέροντας ότι κι εσείς και άλλοι, αν αποκτούσατε την ίδια δύναμη με μας, θα κάνατε τα ίδια. Όσο λοιπόν για την εύνοια των θεών, έχουμε κάθε λόγο να μη φοβόμαστε ότι θα βρεθούμε σε μειονεκτική θέση. Όσο για την ιδέα σας για τους Λακεδαιμόνιους, στην οποία στηρίζετε την πεποίθηση ότι από ντροπή θα σας βοηθήσουν, ενώ μακαρίζουμε την αθωότητά σας δε ζηλεύουμε την αφροσύνη σας. Πραγματικά οι Λακεδαιμόνιοι στις μεταξύ τους σχέσεις και στις συνήθειες του τόπου τους δείχνονται πολύ ενάρετοι. Για τη συμπεριφορά τους όμως απέναντι σ τους άλλους, μόλο που θα 'χε κανείς πολλά να πει για το πώς φέρονται, θα μπορούσε πολύ καλά να τα συνοψίσει αν έλεγε ότι, από όλους τους ανθρώπους που ξέρουμε, αυτοί δείχνουν ολοφάνερα ότι θεωρούν τα ευχάριστα έντιμα και τα συμφέροντα δίκαια. Και αλήθεια, η τέτοια νοοτροπία τους δεν είναι καθόλου ευνοϊκή προς τις τωρινές παράλογες ελπίδες σας για σωτηρία.
106.ΜΗΛ. Αλλά εμείς γι' αυτόν ακριβώς το λόγο έχουμε αυτή τη στιγμή πιο πολύ την πεποίθηση ότι οι Λακεδαιμόνιοι, για το συμφέρον το δικό τους, δε θα θελήσουν να προδώσουν τους Μήλιους, που είναι άποικοί τους, και να φτάσουν να γίνουν αναξιόπιστοι σους φίλους τους Έλληνες κι ωφέλιμοι στους εχθρούς τους.
107. ΑΘ. Και δε νομίζετε ότι το συμφέρον βρίσκεται στην ασφάλεια, ενώ το δίκαιο και το έντιμο κατορθώνονται με κινδύνους τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι, τις περισσότερες φορές, ελάχιστα αποτολμούν;
108. ΜΗΛ. Αλλά νομίζουμε ότι και τους κινδύνους για χάρη μας θα αναλάβουν αυτοί πιο πρόθυμα, κι ότι θα θεωρήσουν πως είναι πιο σίγουροι αν για μας κι όχι για τους άλλους τους αναλάβαιναν, τόσο γιατί για τις πολεμικές επιχειρήσεις βρισκόμαστε κοντά στην Πελοπόννησο όσο και γιατί στα φρονήματα, εξαιτίας της φυλετικής συγγένειας, είμαστε πιο αξιόπιστοι από άλλους.
109. ΑΘ. Εγγύηση γι' αυτούς που θα συμπολεμήσουν δεν είναι η φιλική διάθεση αυτών που τους καλούν, αλλά αν υπερέχουν σε πραγματική δύναμη. Κι αυτό το λογαριάζουν οι Λακεδαιμόνιοι περισσότερο από κάθε άλλον (από έλλειψη άλλωστε εμπιστοσύνης στη δική τους ετοιμασία, μονάχα με πολλούς συμμάχους εκστρατεύουν εναντίον των γειτόνων τους), ώστε δε φαίνεται πιθανό ότι αυτοί θα στείλουν στρατό σ' ένα νησί την ώρα που είμαστε εμείς θαλασσοκράτορες.
110. ΜΗΛ. Αλλά θα μπορούσαν να στείλουν κι άλλους. Κι ακόμη το Κρητικό πέλαγος είναι πλατύ και μέσα σ' αυτό είναι πιο δύσκολο οι θαλασσοκράτορες να συλλάβουν παρά να σωθούν αυτοί που θέλουν να ξεφύγουν. Κι αν όμως αποτύχαιναν σ' αυτό, θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον της γης σας κι εναντίον των υπόλοιπων συμμάχων σας, σε όσους δεν έφτασε ο Βρασίδας. Και τότε θα έχετε να αγωνισθείτε όχι μόνο για μια χώρα που δε σας ανήκε ποτέ, αλλά για πράγματα πιο δικά σας, τη συμμαχία σας και τη γη σας.
111. ΑΘ. Ξέρετε από την πείρα σας πως απ' αυτό κάτι μπορεί να συμβεί, αλλά δεν αγνοείτε επίσης ότι οι Αθηναίοι ποτέ ως σήμερα δεν αποτραβήχτηκαν από καμιά πολιορκία, επειδή φοβήθηκαν άλλους. Παρατηρούμε όμως ότι ενώ είπατε ότι θα σκεφτείτε για τη σωτηρία σας, στην πιο πλατιά συζήτηση δεν έχετε πει τίποτε στο οποίο βασισμένοι λογικοί άνθρωποι θα πίστευαν ότι μπορούν να σωθούν , αλλά τα πιο δυνατά σας στηρίγματα είναι μελλοντικές ελπίδες, ενώ τα μέσα που έχετε είναι πολύ μικρά για να υπερισχύσετε, αν συγκριθούν με εκείνα που αυτή τη στιγμή βρίσκονται παραταγμένα εναντίον σας. Και δείχνετε μεγάλη απερισκεψία αν, αφού ζητήσετε να αποσυρθούμε, δεν αποφασίσετε όσο ακόμη είναι καιρός κάτι άλλο πιο φρόνιμο απ' αυτά. Να μην πάει ο νους σας στη ντροπή που τόσο συχνά καταστρέφει τους ανθρώπους, όταν αντιμετωπίζουν κινδύνους φανερούς και ταπεινωτικούς. Γιατί πολλούς, ενώ ήταν ακόμη σε θέση να ιδούν καθαρά σε ποιους κινδύνους οδηγούνταν, τους παρέσυρε η δύναμη μιας ελκυστικής λέξης, της λεγόμενης ντροπής, και, νικημένοι απ' τη λέξη, στην πράξη έπεσαν θεληματικά σε αγιάτρευτες συφορές κι ακόμη απόχτησαν ντροπή πιο ταπεινωτική, αφού αυτή ήταν αποτέλεσμα ανοησίας παρά τύχης. Αυτό σεις, αν σκεφτείτε φρόνιμα, θα το αποφύγετε και δε θα νομίστε άπρεπο να υποχωρήσετε στην πολιτεία την πιο δυνατή που σας προτείνει όρους λογικούς, να γίνετε δηλαδή σύμμαχοί της πληρώνοντας φόρο, διατηρώντας τη χώρα σας, και, ενώ σας δίνεται η εκλογή ανάμεσα στον πόλεμο και στην ασφάλεια, εσείς να διαλέξετε τα χειρότερα επιζητώντας να φανείτε ανώτεροι. Γιατί όσοι στους ίσους δεν υποχωρούν, στους δυνατότερους φέρνονται φρόνιμα και στους κατώτερους δείχνονται μετριοπαθείς, αυτοί πιο πολύ προκόβουν. Σκεφτείτε, λοιπόν, όταν εμείς αποσυρθούμε, και συλλογιστείτε πολλές φορές ότι αποφασίζετε για την πατρίδα, για τη μια και μόνη πατρίδα σας, κι ότι απ' τη μιαν αυτή απόφασή σας θα εξαρτηθεί το να ευτυχήσει τούτη ή να δυστυχήσει.
112. Οι Αθηναίοι αποχώρησαν από τη συζήτηση και οι Μήλιοι , όταν μείνανε μόνοι τους, επειδή αποφάσισαν παραπλήσια με εκείνα που έλεγαν πρωτύτερα, αποκρίθηκαν τα εξής: «Ούτε γνώμη διαφορετική από την προηγούμενη έχουμε, Αθηναίοι, ούτε μέσα σε λίγες στιγμές θα στερήσουμε μια πόλη, που υπάρχει εδώ και εφτακόσια χρόνια, από την ελευθερία της, αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στην τύχη, που χάρη στην εύνοια των θεών την προστατεύει ως τώρα, και στη βοήθεια των ανθρώπων, ιδιαίτερα των Λακεδαιμονίων, θα προσπαθήσουμε να τη σώσουμε. Σας προτείνουμε όμως να είμαστε φίλοι σας, εχθροί με κανένα από τους δυο σας, και να φύγετε από τη γη μας, αφού κάνουμε συνθήκη που θα την κρίνουμε ωφέλιμη και στους δυο μας».
113. Οι Μήλιοι λοιπόν τόσα μονάχα αποκρίθηκαν. Οι Αθηναίοι αποχωρώντας πια οριστικά από τις διαπραγματεύσεις είπαν: «Πραγματικά, όπως νομίζουμε ύστερα από την απόφασή σας αυτή, είστε οι μόνοι που κρίνετε τα μελλοντικά πιο καθαρά από αυτά που βλέπετε μπροστά στα μάτια σας, και τα άγνωστα, επειδή τα θέλετε, τα θεωρείτε σαν να γίνονται στην πραγματικότητα. Τα έχετε παίξει όλα και - στηριγμένοι ολότελα στους Λακεδαιμόνιους, την τύχη και τις ελπίδες - θα τα χάσετε όλα».
114. Οι Αθηναίοι πρέσβεις γύρισαν στο στρατόπεδο και οι στρατηγοί, αφού οι Μήλιοι δεν υποχωρούσαν σε τίποτε, άρχισαν αμέσως τις εχθροπραξίες, κι αφού μοίρασαν τη δουλειά στα στρατιωτικά τμήματα της κάθε πόλης, έζωσαν κυκλικά με τείχος τους Μήλιους. Ύστερα οι Αθηναίοι άφησαν φρουρά από δικούς τους στρατιώτες και συμμάχους, στη στεριά και τη θάλασσα, κι έφυγαν με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού. Οι υπόλοιποι έμειναν και πολιορκούσαν τον τόπο.
115. Την ίδια εποχή επιχείρησαν και οι Αργείοι να εισβάλουν στη Φλειασία, έπεσαν όμως σε ενέδρα Φλειασίων και δικών τους, Αργείων, φυγάδων, και σκοτώθηκαν περίπου ογδόντα. Επίσης στην Πύλο οι Αθηναίοι πήραν πολλά λάφυρα από τους Λακεδαιμονίους. Οι Λακεδαιμόνιοι ούτε κατάγγειλαν εξαιτίας αυτού του γεγονότος τη συνθήκη ειρήνης ούτε άρχισαν εχθροπραξίες, διακήρυξαν όμως πως όποιος δικός τους θέλει μπορεί να προξενεί καταστροφές στους Αθηναίους. Επίσης η Κόρινθος έκανε πόλεμο με τους Αθηναίους λόγω ορισμένων διαφορών που είχε μαζί τους. Οι άλλοι Πελοποννήσιοι δεν προέβαιναν σε πολεμικές ενέργειες. Τέλος οι Μήλιοι, με νυχτερινή έφοδό τους στο τμήμα του περιτειχίσματος των Αθηναίωνπου ήταν κοντά στην αγορά, σκότωσαν μερικούς φρουρούς και, αφού έβαλαν στην πόλη στάρι κι άλλα χρήσιμα εφόδια, όσο περισσότερα μπορούσαν, αποσύρθηκαν μέσα και κάθονταν ήσυχοι. Ύστερα από αυτό οι Αθηναίοι έπαιρναν μέτρα ώστε να γίνεται καλύτερα η φρούρηση. Στο μεταξύ τελείωσε το καλοκαίρι.
116. Τον επόμενο χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι σχεδίαζαν να εισβάλουν στην Αργολίδα, επειδή όμως οι θυσίες για τη διάβαση των συνόρων δεν τους έβγαιναν ευνοϊκές, γύρισαν πίσω. Και αυτό το σχέδιο των Λακεδαιμονίων έκανε τους Αργείους να υποπτευθούν ορισμένους στην πόλη τους, από τους οποίους κάποιους συνέλαβαν, και κάποιοι άλλοι διέφυγαν. Την ίδια εποχή οι Μήλιοι πάλι σε άλλο σημείο κυρίεψαν ένα μέρος από το τείχος των Αθηναίων που τους έζωνε, όπου οι φρουροί δεν ήταν πολλοί. Ύστερα από το γεγονός αυτό ήρθε κι άλλος στρατός από την Αθήνα, με αρχηγό το Φιλοκράτη του Δημέα. Και οι Μήλιοι, επειδή πολιορκούνταν πια πολύ στενά, έγινε μάλιστα και κάποια προδοσία από ανάμεσά τους, συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους με τον όρο να αποφασίσουν εκείνοι για την τύχη τους. Κι αυτοί σκότωσαν όσους Μήλιους ενήλικους έπιασαν, κι έκαμαν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Το νησί το αποικίσανε οι ίδιοι στέλνοντας αργότερα πεντακόσιους αποίκους.