.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Το λεωφορείο 975 - Boris Vian



1.
Ο Αμαντής Ντουντού τραβούσε ανόρεχτα το δρόμο του, στο πιο μακρύ από τα σοκάκια που έκοβαν δρόμο για τη στάση του λεωφορείου 975. Καθημερινά, έπρεπε να δίνει τρισήμισυ εισητήρια, γιατί πηδούσε πριν από τη στάση, ψαχούλεψε λοιπόν το τσεπάκι του γελέκου του να δει αν του έμενα ακόμα. Μάλιστα. Πάνω σ' ένα σωρό σκουπίδια είδε ένα πουλί που ράμφιζε μέσα σε τρία άδεια κονσερβοκούτια και πέτυχε να παίξει την αρχή από τους Βαρκάρηδες του Βόλγα. Σταμάτησε, αλλά το πουλί χτύπησε μια φάλτσα νότα και πέταξε καταθυμωμένο, μουρμουρίζοντας ανάμεσα στο ράμφος του πουλίστικα βρωμόλογα. Ο Αμαντής Ντουντού συνέχισε το δρόμο του τραγουδώντας τη συνέχεια, μα έκανε ένα φάλτσο και βάλθηκε να βλαστημάει.
Είχε ήλιο, όχι και πολύ, αλλά τον είχε ακριβώς κόντρα και η άκρη του δρομάκου γυάλιζε θαμπά, γιατί το καλντερίμι ήταν γλοιτσιασμένο. Το τέρμα δεν μπορούσε να το δει, γιατί το σοκάκι έστριβε δυό φορές, δεξιά, πιο κάτω αριστερά. Γυναίκες με φουσκωμένους νωχελικούς πόθους πρόβαιναν στα κατώφλια, με τις ρόμπες ανοιχτές πάνω σε ξεδιάντροπα ντεκολτέ και άδειαζαν τους σκουπιδοντενεκέδες τους εκεί μπροστά τους. Έπειτα χτύπησαν όλες μαζί τους πάτους των ντενεκέδων που έκαναν σαν ταμπούρλο και, όπως πάντα, ο Αμαντής ρύθμισε το βήμα του με τον ήχο. Γι' αυτό ίσα – ίσα προτιμούσε να περνάει από τούτο το σοκάκι. Του θύμιζε τον καιρό που έκανε φαντάρος με τους Αμερικαναράδες, τότε που έτρωγαν πίνατς μπάτερ μέσα σε ντενεκεδόκουτα σαν εκείνα που ράμφιζε το πουλί, μόνο πιο μεγάλα. Τα σκουπίδια έπεφταν σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη. Του άρεσε αυτό γιατί έτσι γινόταν ορατός ο ήλιος. Αν έκρινε κανείς από τον ίσκιο του κόκκινου φαναριού μπροστά στο μεγάλο σπίτι με το νούμερο έξη, όπου έμεναν αστυφύλακες καμουφλαρισμένοι (ήταν πραγματικά αστυνομικό τμήμα. Οπότε το διπλανό μπορντέλλο, για να διασκεδάζει τις υποψίες, είχε ένα μπλε φανάρι), η ώρα κόντευε κάπου οχτώ και εικοσιεννιά. Του έμενε ακόμα ένα λεφτό για να είναι στην ώρα του στη στάση, που μας κάνει ακριβώς εξήντα βήματα του ενός δευτερολέφτου, αλλά ο Αμαντής έκανε πέντε βήματα στα τέσσερα δευτερόλεφτα και ο λογαριασμός πολύπλοκος πια, μπερδεύτηκε μέσα στο κεφάλι του. Αργότερα αποβλήθηκε κανονικά με τα ούρα του, κάνοντας τοκ πάνω στην πορσελάνη. Αλλά πολύ αργότερα.
Στη στάση του 975 ήταν κιόλας πέντε άτομα κι ανέβηκαν όλοι στο πρώτο 975 που πέρασε, αλλά ο εισπράχτορας δεν άφησε τον Ντουντού ν' ανέβει. Μ' όλο που ετούτος του έδειξε ένα χαρτάκι που έφτανε να του ρίξει κανείς μια ματιά για να βεβαιωθεί ότι ο κάτοχός του ήταν ο έχτος, το λεωφορείο είχε διαθέσιμες μόνο πέντε θέσεις και του το 'δειξε με τέσσερις πορδές του μοτέρ καθώς έβαζε μπρος. Το λεωφορείο ξεκίνησε σιγά – σιγά και τα οπίσθιά του σέρνονταν καταγής πετώντας μάτσα σπίθες καθώς τρίβονταν στα φουσκωτά πλακάκια του λιθόστρωτου. Μερικοί οδηγοί κολλούσαν στο πίσω μέρος του σασί τσακμακόπετρες για να γίνεται πιο όμορφο (ήταν πάντα οι οδηγοί του λεωφορείου που ακολουθούσε).
Δεύτερο 975 σταμάτησε μπροστά στη μύτη του Αμαντή. Ήταν φίσκα κι αγκομαχούσε. Κατέβηκε μια χοντρή κι ένα φτυάρι ζαχαροπλαστικής στα χέρια ενός κοντόσωμου κυρίου σχεδόν πεθαμένου. Ο Αμαντής Ντουντού γράπωσε το κάγκελο κι άπλωσε το χέρι του με το εισιτήριο, μα ο εισπράχτορας του κοπάνισε τα δάχτυλα με την πένσα του.
-Παράτα το! του φώναξε.
-Μα κατεβήκανε τρεις! διαμαρτυρήθηκε ο Αμαντής.
-Ήταν υπεράριθμοι, είπε ο υπάλληλος σ' εμπιστευτικό ύφος και του 'κλεισε το μάτι κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα.
-Ψέμματα! αγανάχτησε ο Αμαντής.
-Αλήθεια, απάντησε ο εισπράχτορας και πήδηξε ψηλά αρπάζοντας το κορδόνι, όπου κρεμάστηκε για να πάρει μισή βόλτα και να δείξει τον πισινό του στον Αμαντή. Ο οδηγός έβαλε μπρος, γιατί ένιωσε το τράβηγμα του ροζ κορδονέττου που ήταν δεμένο στ' αυτί του.
Ο Αμαντής κύτταξε το ρολόι του κι έκανε ένα «μπουπ!», για ν' αναγκάσει το δείχτη να γυρίσει πίσω, αλλά μόνο ο δείχτης των δευτερολέφτων άρχισε να γυρίζει ανάποδα. Οι άλλοι συνέχιζαν κανονικά κι έτσι τα πράγματα δεν άλλαζαν. Στεκόταν στη μέση του δρόμου και κύτταζε το 975 που χανόταν, όταν ένα τρίτο έφτασε κι ο συγκρουστήρας του τον χτύπησε ακριβώς στα πισινά. Έπεσε κάτω κι αμέσως ο οδηγός προχώρησε λίγο για να σταθεί ακριβώς από πάνω του κι άνοιξε τη βρύση του ζεστού νερού που κατάβρεχε τώρα το σβέρκο του Αμαντή. Στ' αναμεταξύ δυό άτομα που είχαν αριθμό προτεραιότητας μεγαλύτερο από το δικό του ανέβηκαν, κι ότνα κατάφερε να σηκωθεί, το 975 απομακρυνόταν μπροστά του. Ο σβέρκος του ήταν κατακόκκινος κι ένιωθε να φουντώνει από το θυμό του. Θα πήγαινε καθυστερημένος σίγουρα. Είχαν έρθει στο μεταξύ τέσσερα πρόσωπα ακόμα, που πήραν νούμερα προτεραιότητας γυρίζοντας το μοχλό. Ο πέμπτος, ένας χοντρούλης νεαρός, φιλοδωρήθηκε επιπλέον με το μικρό μπούχισμα αρώματος που πρόσφερε η εταιρία ρεγάλο στο κάθε εκατοστό εισιτήριο. Τινάχτηκε μπροστά ουρλιάζοντας, γιατί το άρωμα ήταν καθαρό οινόπνευμα σχεδόν και το σπίρτο πονάει πολύ στα μάτια. Ένα 975, που περνούσε κείνη τη στιγμή από την αντίθετη κατεύθυνση, τον πάτησε υποχρωτικότατα για να δώσει τέλος στα βάσανά του, κι ο κόσμος είδε ότι το θύμα είχε μόλις φάει φράουλες.
Έφτασε ένα τέταρτο λεωφορείο με κάμποσες άδειες θέσεις. Μια γυναίκα που είχε έρθει μετά τον Αμαντή, προχώρησε δείχνοντας το νούμερό της. Ο εισπράχτορας ανάγγειλε φωναχτά.
-Ένα εκατομμύριο, πεντακόσιες εξη χιλιάδες εννιακόσια τρία!
-Έχω το εννιακόσα!...
-Εντάξει, είπε ο εισπράχτορας. Το ένα και το δύο!
-Έχω το τέσσερα, είπε ένας κύριος.
-Έχουμε το πέντε και το έξη, είπαν οι άλλοι δυό.
Ο Αμαντής είχε κιόλας ανεβεί, μα ο εισπράχτορας τον άδραξε από το γιακά.
-Το ψάρεψες από το δρόμο, ε; Κατέβαινε!
-Ναι, ναι, τον είδαμε! χαλούσαν τον κόσμο οι άλλοι. Μπουσουλούσε κάτω από το λεωφορείο.
Ο εισπράχτορας φούσκωσε το στήθος του σα διάνος και γκρέμισε τον Αμαντή στο δρόμο, τρυπώντας του τον αριστερό ώμο μ' ένα περιφρονητικό βλέμμα. Ο Αμαντής πηδούσε από τον πόνο του. Οι τέσσερις άλλοι ανέβηκαν και το λεωφορείο έφυγε σκυφτό, γιατί ένιωθε λίγο ντροπιασμένο.
Το πέμπτο πέρασε πλήρες κι οι επιβάτες έβγαλαν τη γλώσσα στον Αμαντή και στους άλλους που περίμεναν. Ακόμα κι ο εισπράχτορας έφτυσε κατά το μέρος του, αλλά η κακώς κεκτημένη ταχύτητα δεν ευνόησε τη φτυσιά, που δεν μπόρεσε να ξαναπέσει κάτω. Ο Αμαντής επιχείρησε να τη χτυπήσει στον αέρα με μια σκορδομυτιά κι αστόχησε. Ίδρωνε και ξίδρωνε, γιατί, χωρίς αστεία, όλη αυτή η ιστορία τον είχε κάνει έξαλλο από θυμό, κι όταν έχασε ακόμα το έχτο και το έβδομο, αποφάσισε να φύγει με τα πόδια. Θα προσπαθούσε να πάρει στην επόμενη στάση, όπου κατέβαιναν συνήθως περισσότεροι επιβάτες.
Ξεκίνησε βαδίζοντας λοξά επίτηδες, για να δείξει πως ήταν θυμωμένος. Έπρεπε να κάνει πάνω κάτω τετρακόσα μέτρα και, σ' αυτό το διάστημα, άλλα 975 των προσπέρασαν, άδεια σχεδόν. Τη στιγμή που έφτανε επιτέλους στο πράσινο μαγαζί, δέκα μέτρα πριν από τη στάση ξεμπούκαραν από μια αυλόπορτα, ακριβώς μπροστά του, εφτά νεαροί παππάδες και δώδεκα σκολιαρόπαιδα που κρατούσαν ειδωλολατρικά λάβαρα και πολύχρωμες κορδέλες. Παρατάχτηκαν στη στάση και οι παππάδες έβαλαν μπρος δυό σφεντόνες που εκτόξευαν όστιες για να κόψουν την όρεξη στους υποψήφιους επιβάτες του 975. Ο Αμαντής Ντουντού έψαχνε να θυμηθεί το σύνθημα, μα είχαν περάσει τόσα χρόνια από τον καιρό που πήγαινε στο κατηχητικό και δεν μπόρεσε να το θυμηθεί. Δοκίμασε να πλησιάσει περπατώντας με τα πίσω, μα έφαγε στην πλάτη μια σβουριχτή όστια, σφεντονισμένη με τόση δύναμη που του κόπηκε η ανάσα κι άρχισε να βήχει. Οι παππάδες γελούσαν και στριφογύριζαν δραστήρια γύρω από τις οστιοσφεντόνες που έφτυναν βλήματα αδιάκοπα. Πέρασαν δυό 975 και τα πιτσιρίκια έπιασαν σχεδόν όλες τις άδειες θέσεις. Στο δεύτερο έμεναν ακόμα μερικές, αλλά ένας παππάς στάθηκε στον εξώστη του λεωφορείου και τον εμπόδισε ν' ανέβει, έτσι που όταν ξαναγύρισε για να πάρει αριθμό, είχαν κιόλας πάρει σειρά έξη άτομα πριν απ' αυτόν, κι απελπίστηκε. Έτρεξε λοιπόν μ' όλη του τη φόρα προς την επόμενη στάση. Σ' αρκετή απόσταση μπροστά του, ξεδιάκρινε το πίσω του 975 με το στρόβιλο από σπίθες που άφηνε κι αμέσως έπεσε πρυνηδόν, γιατί ο παππάς τον σημάδευε με τη σφεντόνα. Άκουσε την όστια να περνάει από πάνω του αφήνοντας ένα σφύριγμα μεταξιού που καίγεται κι ύστερα να κατρακυλάει στο χαντάκι.
Ο Αμαντής σηκώθηκε καταλερωμένος. Δίσταζε λίγο να πάει στο γραφείο του σ' αυτή την κατάσταση, αν όμως δεν χτυπούσε κάρτα... τι χαμπάρια; Τον πονούσε η κλείδωση του δεξιού γοφού και δοκίμασε να χώσει μια καρφίτσα στο μάγουλό του για να του περάσει ο πόνος. Ένα από τα χόμπυ του ήταν και η μελέτη της βελονοθεραπείας στα έργα του ιατρού Μποτάκη ντε Πεθάν. Μα δυστυχώς, δεν σημάδεψε καλά και θεραπεύτηκε από μια νεφρίτιδα της γάμπας που δεν υπήρχε ακόμα, πράγμα που τον καθυστέρησε. Όταν έφτασε στην επόμενη στάση, είχε ακόμα πολύ κόσμο που σχημάτιζε ένα εχθρικό τείχος γύρω από τον αυτόματο διανομέα των αριθμών.
Ο Αμαντής Ντουντού στάθηκε στην απόσταση που επέβαλε η περίσταση κι επωφελήθηκε για να συλλογιστεί ήρεμα σ' αυτή την ήσυχη στιγμή:
-Αφ' ενός, αν προχωρούσε ακόμα μια στάση, δεν θάξιζε πια τον κόπο να πάρει το λεωφορείο, γιατί θα ήταν τόσο καθυστερημένος που.
-Αφ' ετέρου, αν έκανε τα πίσω – μπρός, θα ξανάρχιζε να βρίσκει μπροστά του παππάδες.
-Αφέ τρίτου, ήθελε να πάρει το λεωφορείο.
Γέλασε σαρδώνεια, γιατί, στην προσπάθειά του να μη βιάσει τα πράγματα, παράλειψε επίτηδες να κάνει οποιαδήποτε λογική σκέψη, και ξαναπήρε το δρόμο για την επόμενη στάση. Βάδιζε ακόμα πιο καβουρίσια τώρα, ήταν ολοφάνερο πως ο θυμός του όχι μόνο δεν καταλάγιασε, μα ίσα – ίσα φούντωνε.
Το 975 του γαργάλησε τ' αυτί μ' ένα ροχαλητό τη στιγμή που έφτανε σχεδόν στον πάσσαλο της στάσης, όπου δεν περίμενε κανένας. Σήκωσε το χέρι του, μα πολύ αργά, ο οδηγός δεν τον είδε καθόλου και πέρασε τη στάση πατώντας χαρούμενα γκάζι.
-Φτου! Σκατά! Ξέσπασε ο Αμαντής Ντουντού.
-Πράγματι, συμφώνησε ένας κύριος που έφτασε δεύτερος.
-Μη μου πείτε ότι δεν το κάνουν επίτηδες! Συνέχισε αγαναχτισμένος ο Αμαντής.
-Αχά! Έκανε ο άλλος. Ώστε το κάνουν επίτηδες;
-Είμαι πεπεισμένος! Απάντησε ο Αμαντής.
-Ακραδάντως;
-Άνευ φόβου και πάθους.
-Θα παίρνατε και όρκο;
-Ακούς εκεί! Βεβαιότατα! Είπε ο Αμαντής. Πίσω μου σ' έχω σατανά! Αν θα ορκιζόμουνα λέει. Αϊσιχτίρ!
-Για ορκιστείτε να δούμε, είπε ο κύριος.
-Ορκίζομαι, είπε ο Αμαντής κι έφτυσε μέσα στην παλάμη του κυρίου, καθώς εκείνος έκανε να την ακουμπήσει στα χείλια του για φίλημα.
-Γάιδαρε! Ξέσπασε ο κύριος. Έβρισες τον οδηγό του 975. Σου κόβω πρόστιμο.
-Πως; ξαφνιάστηκε ο Αμαντής.
Ο τουπές του έπεσε μονομιάς.
-Είμαι αρμόδιος, είπε ο φίλος, κι έφερε μπροστά το γείσο του κασκέττου που τόχε ως εκείνη τη στιγμή κρυμμένο πίσω. Ήταν ελεγκτής του 975.
Ο Αμαντής έριξε γρήγορα βλέμματα δεξιά κι αριστερά κι ακούγοντας το χαρακτηριστικό θόρυβο, τινάχτηκε για να πηδήξει στο καινούργιο 975 που σερνόταν δίπλα του. Έπεσε πάνω στον εξώστη του λεωφορείου με τέτοιο τρόπο που τρύπησε το σανίδωμα και περνώντας από μέσα, σφηνώθηκε στο λιθόστρωτο του δρόμου σε κάμποσες παλάμες βάθος. Μόλις που πρόλαβε να σκύψει το κεφάλι του, σ' ένα κλάσμα δευτερολέφτου το πίσω μέρος του λεωφορείου περνούσε από πάνω του. Ο ελεγκτής τον τράβηξε από το λάκκο και τον έβαλε να πληρώσει το πρόστιμο, ενώ στο μεταξύ έχανε δύο ακόμα λεωφορεία. Βλέποντας το πράγμα, αμολύθηκε για την επόμενη στάση, αυτό φαίνεται αφύσικο κι ωστόσο γίνεται.
Έφτασε χωρίς δυσκολία, κατάλαβε όμως ότι δεν έμεναν πια παρά τρακόσα μέτρα ως το γραφείο του. Να παρει το λεωφορείο για τόσο δα...
Πέρασε λοιπόν απέναντι και ξανάκανε τον ίδιο δρόμο ανάποδα, από το πεζοδρόμιο, για να πάρει το λεωφορείο από μια απόσταση που θ' άξιζε τον κόπο.

2.
Έφτασε γρήγορα στο σημείο όπου ξεκινούσε κάθε πρωί κι αποφάσισε να συνεχίσει, γιατί δεν ήξερε καλά το υπόλοιπο μέρος της διαδρομής. Του φαινόταν πως είχε πολύ υλικό για να κάνει εύστοχες παρατηρήσεις γι' αυτό το κομμάτι της πόλης. Δεν ξεχνούσε τον άμεσο αντικειμενικό του σκοπό, να πάρει το λεωφορείο, μα ήθελε να 'χει ένα κέρδος από τα δυσάρεστα απρόοπτα που του έπεφταν βροχή από το πρωί. Η διαδρομή του 975 ήταν πολύ μακρυά κι ένα σωρό πράγματα παραπάνω από απλώς ενδιαφέροντα παρουσιάζονταν συνέχεια μπροστά στα μάτια του. Μα η τσαντήλα του δεν έλεγε να φύγει. Μετρούσε τα δέντρα, χάνοντας συνεχώς το λογαριασμό, για να του πέσει η αρτηριακή πίεση που την ένιωθε να πλησιάζει στο κρίσιμο σημείο και χτυπούσε με την παλάμη το αριστερό του μπούτι στο ρυθμό στρατιωτικών εμβατηρίων της μόδας, για να ρυθμίζει το βήμα του. Κι είδε μια μεγάλη πλατεία με χτίρια μεσαιωνικά ολόγυρα, μα που είχαν παλιώσει από τότε. Ήταν το τέρμα του 975. Ένιωσε να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του κι αλαφρός σαν εκκρεμές πήδηξε στο σκαλοπάτι της αποβάθρας. Ένας υπάλληλος έκοψε το σκοινί που κρατούσε ακόμα τη μηχανή κι ο Αμαντής την ένιωσε να κυλάει.
Γυρίζοντας το βλέμμα προς τα πίσω, είδε τον υπάλληλο να τρώει κατάμουτρα την άκρη του σκοινιού και να του φεύγει ένα κομμάτι μύτη μέσα σε καταρράχτη πετάλων σαρκόπτερων.
Το μοτέρ γουργούριζε σα γάτος κοιμισμένος, γιατί το είχαν μόλις ταΐσει μια καλή πιατιά κόκκαλα από γατόψαρα. Ο Αμαντής, καθισμένος στην πίσω δεξιά γωνία, απολάμβανε το λεωφορείο ολομόναχος. Ο εισπράχτορας στη θέση του γύριζε αφηρημένα το χερούλι του μηχανήματος που σφραγίζει τα εισιτήρια, αφού προηγούμενα τόχε συνδέσει με την εσωτερική ρομβία και η μελωδία νανούριζε τον Αμαντή. Το τρέμολο του σιδερένιου σκελετού περνούσε στο κορμί του όταν το πίσω του λεωφορείου άγγιζε το λιθόστρωτο και το τριζοβόλημα που έκαναν οι σπίθες ακομπανιάριζε τη μικρή μονότονη μουσική. Τα μαγαζιά έφευγαν σαν τραίνο μέσα σε μαρμαρυγή λαμπερών χρωμάτων. Ναρκισσευόταν βλέποντας το είδωλό του μέσα στους μεγάλους καθρέφτες στις βιτρίνες, μα κοκκίνησε από ντροπή όταν είδε τον εαυτό του να επωφελείται από τη βολική του αυτή θέση για να σουφρώνει είδη της βιτρίνας και γύρισε από την άλλη μεριά.
Το ότι ο οδηγός δεν έκανε ακόμα καμιά στάση δεν τον παραξένεψε, σ' αυτή την προχωρημένη ώρα του πρωινού κανένας δεν πήγαινε πια στο γραφείο του. Ο εισπράχτορας αποκοιμήθηκε και γλίστρησε κατάχαμα, όπου μέσα στον ύπνο του έψαξε να βρει μια πιο βολική θέση. Ο Αμαντής ένιωθε να τον πιάνει ένα είδος ακαταμάχητης υπνηλίας που τον διαπερνούσε σαν ολέθριο δηλητήριο. Μάζεψε τα πόδια του που ήταν απλωμένα μπροστά και τ' ακούμπησε πάνω στο απέναντι κάθισμα. Τα δέντρα έλαμπαν στον ήλιο όπως τα μαγαζιά, το δροσερό φύλλωμα τους χάιδευε τη στέγη του λεωφορείου με τον ίδιο θόρυβο που κάνουν τα θαλασσινά φυτά στον πάτο μιας βάρκας. Το τραμπάλισμα του αυτοκινήτου νανούριζε τον Αμαντή. Συνέχιζε πάντα, χωρίς να σταματήσει. Είδε ότι είχε περάσει τη στάση του γραφείου του, ακριβώς τη στιγμή που βυθιζόταν στον ύπνο κι αυτή η τελευταία διαπίστωση μόλις που τον ανησύχησε.
Όταν ξύπνησε, κυλούσαν ακόμα, έξω το φως είχε λιγοστέψει. Κύτταξε το δρόμο. Από τα δύο κανάλια με το μολυβί νερό που ξετυλίγονταν παράλληλα δεξιά κι αριστερά του, αναγνώρισε την Εθνική οδό της Επιβιβάσεως και περιεργάστηκε για λίγο το θέαμα. Αναρωτιόταν αν τα εισιτήρια που του έμεναν ήταν αρκετά για να πληρώσει. Γύρισε και κύτταξε τον εισπράχτορα. Σκανταλισμένος από ένα ερωτικό όνειρο μεγάλου βεληνεκούς, ο άνθρωπος παράδερνε δώθε κείθε και τελικά τυλίχτηκε σαν κισσός γύρω στο ελαφρό νικέλινο κάγκελο που υποστήριζε τη στέγη. Δεν ξύπνησε ωστόσο. Ο Αμαντής συλλογίστηκε πως η ζωή του εισπράχτορα θα είναι πολύ κουραστική και σηκώθηκε για να ξεμουδιάσει. Έκανε τη σκέψη ότι το λεωφορείο δεν είχε σταματήσει καθόλου, γιατί δεν έβλεπε άλλον επιβάτη. Είχε όλο το χώρο να βολτατζάρει με την άνεσή του. Περπάτησε από πίσω μπρος, ύστερα γύρισε πίσωκι ο θόρυβος που έκανε κατεβαίνοντας το σκαλοπάτι ξύπνησε τον εισπράχτορα. Ετούτος γονάτισε μονομιάς και στριφογύρισε τη μανιβέλλα της μάκινας με φούρια, σημαδεύοντας και κάνοντας με το στόμα μπαμπαμπάμ.
Ο Αμαντής του 'δωσε ένα χτυπηματάκι στον ώμο κι ο εισπράχτορας τον γάζωσε με μια βολή εκ του συστάδην, τότε κι εκείνος είπε «δεν παίζω» - ευτυχώς, ήταν στα ψέμματα. Ο άλλος έτριβε τα μάτια του αγουροξυπνημένος, σηκώθηκε.
-Που πάμε; ρώτησε ο Αμαντής.
Ο εισπράχτορας, που λεγόταν Διονύσης, έκανε μια χειρονομία που σήμαινε άγνοια.
-Που θες να ξέρω; απάντησε. Είναι ο οδηγός 21.239 κι είναι παλαβός.
-Δηλαδή; είπε ο Αμαντής.
-Δηλαδή, δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ, με δαύτονε, πως θα τελειώσει η ιστορία. Κανένας δεν ανεβαίνει σε τούτο δω τ' αμάξι, συνήθως. Αλήθεια, πως ανεβήκατε;
-Όπως όλος ο κόσμος, είπε ο Αμαντής.
-Α, ξέρω, εξήγησε ο εισπράχτορας. Ήμουνα μισοκοιμισμένος σήμερα το πρωί.
-Δεν με είδατε; ρώτησε ο Αμαντής.
-Με τούτο τον οδηγό είναι βαρυεστημάρα, συνέχισε ο εισπράχτορας, γιατί δεν μπορείς να πεις μια κουβέντα, δεν καταλαβαίνει. Κι από πάνω είναι και μπουνταλάς, εδώ που τα λέμε.
-Είναι αξιολύπητος, είπε ο Αμαντής. Σωστή συμφορά.
-Βεβαιότατα, είπε ο εισπράχτορας. Άνθρωπος που θα μπορούσε να ψαρεύει με το καλάμι, και τι κάθεται και κάνει;...
-Οδηγεί λεωφορείο, πιστοποίησε ο Αμαντής.
-Ακριβώς! Συμφώνησε ο εισπράχτορας. Κόβει το μυαλό σας κι εσάς.
-Από τι τρελλάθηκε;
-Δεν ξέρω. Πέφτω πάντα με οδηγούς παλαβούς. Το βρίσκετε αστείο;
-Όχι δα!
-Τόχει η Εταιρία, είπε ο εισπράχτορας. Εξάλλου εκεί μέσα είναι όλοι τους για δέσιμο.
-Εσείς τη σκαπουλάρετε, παρατήρησε ο Αμαντής.
-Α, εγώ, εξήγησε ο εισπράχτορας, είναι διαφορετικό. Μ' εννοείτε, δεν είμαι παλαβός εγώ.
Ξέσπασε σε τέτοια γέλια που κόντευε να πάθει ασφυξία. Ο Αμαντής τα χρειάστηκε καθώς τον είδε να κυλιέται κατάχαμα, να μπλαβιάζει, ύστερα να γίνεται άσπρος σα χασές, ντούρος, μα καθυσήχασε γρήγορα βλέποντας ότι ο φίλος έκανε θέατρο: του 'κλεινε μάλιστα το μάτι, και με το ανοιχτό μάτι αναποδογυρισμένο, είναι πολύ νόστιμο. Σε λίγο, ο εισπράχτορας σηκώθηκε.
-Αστείος που είμαι! Είπε.
-Δεν παραξενεύομαι, απάντησε ο Αμαντής.
-Είναι άλλοι που είναι μουφλούζηδες, μα του λόγου μου όχι. Αλλιώτικα άντε να κάτσεις μ' ένα οδηγό σαν τον τύπο από δω...
-Ποιος δρόμος είν' αυτός;
Ο εισπράχτορας τον κοίταξε υποψιασμένα.
-Πως δηλαδή, δεν τον αναγνωρίσατε; Είναι η Εθνική οδός της Επιβιβάσεως. Την παίρνει μια φορά στις τρεις.
-Που πάει κανείς από δω;
-Να τα μας! Είπε ο εισπράχτορας. Σαχλαμαρίζω, είμαι καλός, κάνω το μάπα, κι από πάνω με ψωνίζετε.
-Μα δεν σας ψωνίζω καθόλου, του λέει ο Αμαντής.
-Πρώτον, λέει ο εισπράχτορας, αν δεν είχατε αναγνωρίσει το δρόμο, θα με είχατε ρωτήσει από την πρώτη στιγμή που είμαστε Ipso facto.
Ο Αμαντής δεν είπε τίποτα και ο εισπράχτορας συνέχισε.
-Δεύτερον, αφού την αναγνωρίσατε, ξέρετε που πάει... και τρίτον δεν έχετε εισιτήριο.
Άρχισε να γελάει, ολοφάνερα με το ζόρι. Ο Αμαντής ένιωθε στα καρφιά. Πραγματικά, δεν είχε εισιτήριο.
-Μπορώ ν' αγοράσω; ρώτησε.
-Συγνώμη, είπε ο εισπράχτορας. Πουλάω, αλλά για την κανονική διαδρομή. Ένα λεφτό.
-Τι μπορώ να κάνω λοιπόν; λέει ο Αμαντής.
-Α, τίποτα.
-Μα πρέπει νά 'χω ένα εισιτήριο.
-Μου το πληρώνετε ύστερα, πρότεινε ο εισπράχτορας. Ίσως ετούτος δω να μας αδειάσει μέσα στο κανάλι, έτσι δεν είναι; Κρατείστε λοιπόν καλύτερα τα λεφτά σας.
Ο Αμαντής δεν επέμεινε και προσπάθησε ν' αλλάξει κουβέντα.
-Έχετε ιδέα γιατί αυτός ο δρόμος λέγεται Εθνική οδός της Επιβιβάσεως;
Δίσταζε να προφέρει το όνομα του δρόμου και να ξαναφέρει το θέμα, γιατί φοβόταν μη θυμώσει πάλι ο εισπράχτορας. Ετούτος κύτταξε τα πόδια του με ύφος τεθλιμμένο και τα χέρια του ξανάπεσαν κατά μάκρος του κορμιού του. Τ' άφησε εκεί.
-Δεν ξέρετε; επέμεινε ο Αμαντής.
-Ε, λοιπόν, δεν ξέρω τίποτα απολύτως. Μα τίποτα, σου λέω. Γιατί δεν μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει δυνατότητα να μπαρκάρει παίρνοντας αυτό το δρόμο.
-Απο που περνάει;
-Κυττάξτε, έδειξε ο εισπράχτορας.
Ο Αμαντής είδε να 'ρχεται κατά πάνω τους ένας μεγάλος πάσσαλος με μια ταμπέλα εμαγιέ. Απάνω ήταν γραμμένο με ζωηρά γράμματα το όνομα Εξωποταμία, ένα βέλος και κάμποσες χιλιομετρικές αποστάσεις.
-Εκεί πάμε; Ώστε μπορεί να πάει κανείς εκεί δια ξηράς;
-Βεβαιότατα, είπε ο εισπράχτορας. Φτάνει να κάνεις το γύρο και να μην είσαι χέστης.
-Γιατί;
-Γιατί στο γυρισμό ακούς τον εξάψαλμο. Άλλος πληρώνει τη βενζίνα, νομίζω;
-Κατά τη γνώμη σας, ρώτησε ο Αμαντής, με τι ταχύτητα τρέχουμε;
-Φφφ, έκανε ο εισπράχτορας, θα φτάσουμε αύριο το πρωί.

3.
Κατά τις πέντε το πρωί, ο Αμαντής Ντουντού είχε τη έμπνευση να ξυπνήσει. Ήταν ό,τι έπρεπε, μπόρεσε να διαπιστώσει έτσι όπως βρισκόταν φρικαλέα κουβαριασμένος και τον πονούσε σουβλερά η πλάτη του. Ένιωθε το στόμα του να κολλάει, όπως όταν δεν έχει πλύνει κανείς τα δόντια του. Σηκώθηκε, έκανε μερικές κινήσεις για να ξεσκουριάσει τα μέλη του και βάλθηκε να κάνει την πρωινή του τουαλέττα, φροντίζοντας να μην πέσει στο οπτικό πεδίο του εισπράχτορα. Εκείνος, ξαπλωμένος ανάμεσα σε δύο καθίσματα, ονειροπολούσε γυρίζοντας το καβουρντιστήρι της ρομβίας του. Είχε ξημερώσει για καλά. Τα δαντελλωτά λάστιχα του αυτοκινήτου τραγουδούσαν πάνω στην άσφαλτο σαν τα πηνία μέσα στο ραδιόφωνο. Το μοτέρ βούιζε μονότονα, σίγουρο ότι θα 'χει τη μερίδα του το ψάρι την ώρα που έπρεπε. Ο Αμαντής το 'ριξε σε ασκήσεις άλματος εις μήκος για ν' απασχοληθεί σε κάτι και το τελευταίο πήδημα, με τη φόρα που πήρε, προσγειώθηκε ολοσούμπιτος πάνω στην κοιλιά του εισπράχτορα. Έκανε τέτοιο γκέλι, που με το κεφάλι του λακκούβιασε το ταβάνι του αυτοκινήτου, ύστερα έπεσε άχαρα σχεδόν καβάλλα πάνω στο πλαϊνό ακουμπηστήρι ενός καθίσματος. Σ' αυτή τη φάση, το ένα του πόδι ήταν αναγκαστικά πολύ ψηλά πάνω στο ακουμπηστήρι ενώ το άλλο μπορούσε ν' απλωθεί στο διάδρομο. Εκείνη τη στιγμή ίσα – ίσα, είδε έξω άλλη ταμπέλα: Εξωποταμία, δύο νούμερα. Έτρεξε προς το κουδούνι και πάτησε μια φορά αλλά παρατεταμένα. Το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Ο εισπράχτορας είχε σηκωθεί και στεκόταν ατημέλητα στην ιδιαίτερη θέση για τους εισπράχτορες, πίσω αριστερά κοντά στο κορδόνι, μα η πονεμένη του κοιλιά του αφαιρούσε κάτι από το κύρος του. Ο Αμαντής πέρασε το διάδρομο γεμάτος αυτοπεποίθηση και πήδηξε κάτω ελαφρός. Βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον οδηγό. Εκείνος είχε μόλις αφήσει τη θέση του και πλησίαζε να δει τι έτρεχε. Μίλησε απότομα στον Αμαντή.
-Να κι ένας που αποφάσισε επιτέλους να χτυπήσει κουδούνι! Δεν είναι και πολύ νωρίς!
-Μάλιστα, συμφώνησε ο Αμαντής. Είναι κομμάτι μακρυά.
-Να πάρ' η οργή! Συνέχισε ο οδηγός. Κάθε φορά που παίρνω ένα 975, κανένας δε λέει να χτυπήσει το κουδούνι και, το πιο συνηθισμένο, ξαναγυρίζω χωρίς να σταματήσω ούτε μια φορά. Τη λέτε εσείς δουλειά αυτή;
Ο εισπράχτορας του 'κλεισε το μάτι πίσω από την πλάτη του οδηγού και χτύπησε το κούτελό του για να δώσει στον Αμαντή να καταλάβει ότι κάθε συζήτηση ήταν περιττή.
-Οι επιβάτες ξεχνιούνται ίσως, είπε ο Αμαντής, μια που ο άλλος περίμενε απάντηση.
Ο οδηγός χαχάνισε.
-Το βλέπετε πολύ καλά πως δεν είν' αυτός ο λόγος, γιατί εσείς χτυπήσατε το κουδούνι. Η αιτία του κακού...
Έσκυψε στ' αυτί του Αμαντή. Ο εισπράχτορας κατάλαβε ότι περίσσευε στην παρέα κι αλάργεψε χωρίς νάζια.
-... είναι αυτός ο εισπράχτορας, εξήγησε ο οδηγός.
-Α! έκανε ο Αμαντής.
-Δεν συμπαθεί τους επιβάτες. Τα βολεύει έτσι που να ξεκινάμε χωρίς επιβάτες και δεν πατάει ποτέ κουδούνι. Το ξέρω καλά.
-Έτσι είναι, συμφώνησε ο Αμαντής.
-Είναι τρελλός, καταλαβαίνετε, είπε ο οδηγός.
-Μπράβο... ψιθύρισε ο Αμαντής. Μου φάνηκε παράξενος εμένα.
-Είναι όλοι για δέσιμο στην Εταιρία.
-Καθόλου παράξενο!
-Εγώ, συνέχισε ο οδηγός, τους έχω του χεριού μου. Ανάμεσα στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Έχετε ένα μαχαίρι;
-Έχω ένα σουγιά.
-Μου τον δίνετε μια στιγμή;
Ο Αμαντής του τον έδωσε. Ο άλλος άνοιξε το σουγιά κι έχωσε τη μεγάλη λάμα στο μάτι του με δύναμη. Ύστερα τη γύρισε μέσα στην τρύπα. Πονούσε πολύ και φώναζε δυνατά. Ο Αμαντής τα χρειάστηκε και το 'βαλε στα πόδια, με τους αγκώνες κολλημένους στα πλευρά, ανοίγοντας τα κανιά του όσο μπορούσε. Δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή ν' αφήσει να χαθεί μια ευκαιρία για σωματική αγωγή. Πέρασε κάτι τούφες θάμνους αγκαθωτούς, γύρισε και κύτταξε. Ο οδηγός έκλεινε το σουγιά και τον έβαλε στην τσέπη του. Από τη θέση που βρισκόταν ο Αμαντής, έβλεπε ότι το αίμα είχε σταματήσει να τρέχει. Ο φίλος είχε κάνει την εγχείριση αριστοτεχνικά και φορούσε κιόλας ένα μαύρο επίδεσμο στο μάτι. Μέσα στο αυτοκίνητο, ο εισπράχτορας έκοβε βόλτες πάνω – κάτω – πάνω στο διάδρομο κι ο Αμαντής τον είδε μέσα από το τζάμι να συμβουλεύεται το ρολόι του. Ο οδηγός ξαναπήρε τη θέση του. Ο εισπράχτορας περίμενε λιγάκι, κύτταξε το ρολόι του μια φορά ακόμα και τράβηξε το κορδόνι πολλές φορές συνέχεια, ο συνάδελφός του κατάλαβε πως ήταν πλήρες και το βαρύ αμάξι ξεκίνησε μ' ένα θόρυβο που συνεχώς μεγάλωνε. Ο Αμαντής είδε να πετάγονται σπίθες και ο θόρυβος έπεσε, έσβυσε, χάθηκε. Την ίδια στιγμή το λεωφορείο χάθηκε από τα μάτια του κι ο ίδιος είχε έρθει στην Εξωποταμία, χωρίς να χαλάσει ούτ' ένα εισιτήριο.
Ξαναπήρε το δρόμο του. Δεν έπρεπε να χάνει καιρό, γιατί μπορεί ο εισπράχτορας να το θυμόταν ξαφνικά, κι ήθελε να κάνει οικονομίες.


BORIS VIAN
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΟ ΠΕΚΙΝΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ 1974

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Η ΑΝΩΝΥΜΗ ΠΟΛΗ [Απόσπασμα] – H. P. LOVECRAFT



Όταν πλησίασα κοντά στην ανώνυμη πόλη κατάλαβα ότι ήταν καταραμένη. Διέσχιζα μια κατάξερη και τρομερή κοιλάδα κάτω από το φεγγάρι, και την είδα να ξεφυτρώνει μυστηριακή από τις άμμους πέρα μακριά, όπως τα μέρη ενός θαμμένου κουφαριού μπορεί να προεξείχαν από έναν κακοφτιαγμένο τάφο. Ο φόβος μιλούσε από τις χρονοφαγωμένες πέτρες αυτού του πανάρχαιου λειψάνου που είχε επιζήσει του κατακλυσμού, από αυτή την προ-γιαγιά της αρχαιότερης πυραμίδας. Και κάτι το αθέατο στην όλη ατμόσφαιρα με απωθούσε και με πρόσταζε να κάνω πίσω, να παραμείνω μακριά από αρχαία και ζοφερά μυστικά που κανένας άνθρωπος δε θα έπρεπε να δει, και τα οποία κανένας άλλος δεν είχε αποτολμήσει ποτέ να δει ως τότε.
Απόμακρη στην έρημο της Αραβίας κείται η ανώνυμη πόλη, αποσαθρωμένη και βουβή, με τους χαμηλούς τοίχους της σχεδόν κρυμμένους κάτω από τις άμμους αμέτρητων αιώνων. Θα πρέπει να βρισκόταν εκεί πριν μπουν οι πρώτες πέτρες των θεμελίων της Μέμφιδας, κι ενώ οι πλίνθοι της Βαβυλώνας δεν είχαν καν ψηθεί ακόμη. Δεν υπάρχει κανένας θρύλος τόσο παλιός που να της δίνει ένα όνομα, ή που να τη θυμάται καν ζωντανή. Αλλά μιλούν γι' αυτή ψιθυριστά γύρω από τις φωτιές των καταυλισμών, και οι γριές στις σκηνές των σεΐχηδων μουρμουρίζουν τόσα, έτσι ώστε όλες οι φυλές την αποφεύγουν δίχως να ξέρουν εντελώς το γιατί. Ήταν αυτό το μέρος που ο Αμπντούλ Αλχαζρέντ, ο τρελός ποιητής, ονειρεύτηκε πριν τραγουδήσει εκείνο το ανερμήνευτο δίστιχό του:
«Δεν είν' νεκρό εκείνο που αιώνια μπορεί να περιμένει,
Μα με το διάβα των παράξενων αιώνων ως κι ο θάνατος μπορεί να πεθαίνει».
Θα όφειλα να το ξέρω ότι οι Άραβες είχαν σοβαρούς λόγους που απέφευγαν την ανώνυμη πόλη, την πόλη για την οποία γινόταν λόγος σε παράξενες ιστορίες αλλά που κανείς ζωντανός άνθρωπος δεν την είχε δει. Ωστόσο εγώ τους αψήφισα και μπήκα στην απάτητη έρημο με την καμήλα μου. Μόνον εγώ την έχω δει, και είναι γι' αυτό που κανένα άλλο πρόσωπο δε φέρει τόσο απαίσιες γραμμές τρόμου όσο το δικό μου. Είναι γι' αυτό που κανένας άλλος δεν ανατριχιάζει τόσο φρικτά όταν ο νυχτερινός άνεμος κάνει τα παράθυρα να κροταλίζουν. Όταν την πρωτοαντίκρυσα στην αποτρόπαιη σιγαλιά του ατέλειωτου ύπνου της, η πόλη με κοίταξε, φαντάζοντας παγερή από τις αχτίδες του ψυχρού φεγγαριού καταμεσής στην κάψα της ερήμου. Και καθώς της ανταπέδιδα τη ματιά ξέχασα το θρίαμβό μου που την είχα βρει, και σταμάτησα επιτόπου με την καμήλα μου για να περιμένω την αυγή.
Περίμενα για ώρες, μέχρι που η ανατολή άρχισε να γριζάρει, τ' αστέρια να ξεθωριάζουν, και το γκρι μετάλλαξε σ' ένα ρόδινο φως πλαισιωμένο με χρυσαφί. Άκουσα τότε κάτι σαν βογκητό και είδα μια θύελλα άμμου ν' ανασαλεύει ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες και στις απέραντες εκτάσεις της γαλήνιας ερήμου. Ύτστερα, ξαφνικά, πάνω από το αλαργινό χείλος της ερήμου εμφανίστηκε η φλογερή άκρη του ήλιου, ιδωμένη μέσα από τη μικρή διαβατάρικη αμμοθύελλα, και στην ξαναμμένη κατάσταση που βρισκόμουν φαντάστηκα ότι από κάποια απόμακρα βάθη έφτασε μια κλαγγή από μεταλλική μουσική για να χαιρετίσει το φλογερό δίσκο όπως τον χαιρετά και ο Μέμνων(1) από τις όχθες του Νείλου. Τα αυτιά μου κουδούνιζαν και η φαντασία μου οργίαζε καθώς οδηγούσα την καμήλα μου αργά πάνω στις άμμους προς εκείνη την άφωνη πέτρινη πόλη. Εκείνη την πόλη που ήταν πολύ αρχαία για να τη θυμούνται η Αίγυπτος και η Μερόη(2). Εκείνη την πόλη που, μόνος εγώ μεταξύ των ζωντανών, είχα δει.
Περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στα άμορφα θεμέλια σπιτιών και κτισμάτων, περιπλανήθηκα χωρίς να βρω πουθενά ένα γλυπτό ή μια επιγραφή που να μιλά γι' αυτούς τους ανθρώπους, αν ήσαν άνθρωποι, που είχαν χτίσει και κατοικήσει τούτη την πόλη πριν τόσους και τόσους αιώνες. Η αρχαιότητα του μέρους ήταν κάτι το νοσηρό, και λαχταρούσα να συναντήσω κάποιο σημάδι ή αντικείμενο που να δείχνει ότι αυτή η πόλη ήταν φτιαγμένη πράγματι από το ανθρώπινο είδος. Υπήρχαν ορισμένες αναλογίες και διαστάσεις που δε μου άρεσαν. Είχα μαζί μου πολλά εργαλεία, κι έκανα αρκετό σκάψιμο πίσω από τους τοίχους, στο εσωτερικό των εξαφανισμένων κτισμάτων, αλλά η πρόοδος ήταν αργή και τίποτα το σημαντικό δεν ήρθε στο φως. Όταν η νύχτα και το φεγγάρι επέστρεψαν, ένιωσα την πνοή ενός παγερού ανέμου που έφερνε μαζί του έναν καινούριο φόβο, έτσι που δεν αποτόλμησα να παραμείνω μέσα στην πόλη. Και καθώς έβγαινα έξω από τους αρχαίους τοίχους για να πάω για ύπνο, μια μικρή αμμοθύελλα σηκώθηκε στενάζοντας ολόγυρά μου, φυσώντας πάνω από τις γκρίζες πέτρες, αν και το φεγγάρι ήταν λαμπερό και η έρημος γαλήνια.
Ξύπνησα ακριβώς την αυγή από μια σειρά φρικαλέων ονείρων, με τα αυτιά μου να κουδουνίζουν σαν από κάποια μεταλλική καμπανοκρουσία. Είδα τον ήλιο να κρυφοκοιτάζει κοκκινωπός μέσα από τις τελευταίες φυσηξιές μιας μικρής αμμοθύελλας που περιπλανιόταν πάνω από την ανώνυμη πόλη και υπογράμμιζε τη σιγαλιά του υπόλοιπου τοπίου. Για μια ακόμη φορά μπήκα σ' εκείνα τα σκυθρωπά ερείπια που φούσκωναν κάτω από τις άμμους σαν κάποιος γίγαντας κάτω από μια κουβέρτα, κι έσκαψα πάλι μάταια για τυχόν απομεινάρια της ξεχασμένης φυλής.
Το μεσημέρι σταμάτησα για να ξαποστάσω, και το απόγευμα ξόδεψα πολύ ώρα καταγράφοντας τους τοίχους και τους παλιούς δρόμους, και τα περιγράμματα των σχεδόν εξαφανισμένων κτιρίων. Είδα ότι η πόλη πρέπει να ήταν πολύ τρανή κάποτε, και αναρωτήθηκα για τις πηγές του μεγαλείου της. Με τα μάτια της φαντασίας μου έβλεπα όλη τη λαμπρότητα μιας εποχής τόσο μακρινής που η Χαλδαία δεν μπορούσε καν να θυμηθεί, και ο νους μου πέταξε στη Σαρνάθ την Καταδικασμένη, που ορθωνόταν στη γη του Μναρ όταν η ανθρωπότητα ήταν νέα, καθώς και στην Ιμπ, που είχε χτιστεί από γκρίζα πέτρα πριν από την ύπαρξη του ανθρώπου.
Εντελώς ξαφνικά έφτασα σ' ένα σημείο όπου το βραχώδες υπόστρωμα εξείχε γυμνό μέσα από τις άμμους και σχημάτιζε ένα χαμηλό γκρεμό. Κι εδώ ανακάλυψα με χαρά κάτι που φαινόταν σαν επιπρόσθετα ίχνη του προκατακλυσμιαίου λαού. Σκαμμένες άτεχνα στο πρόσωπο του γκρεμού υπήρχαν οι προσόψεις από κάμποσα μικρά, χαμηλοτάβανα πέτρινα σπίτια ή ναούς. Έστω κι αν οι αμμοθύελλες είχαν σβήσει προ πολλού τα τυχόν γλυπτά που μπορεί να υπήρχαν απέξω, στο εσωτερικό τους μπορεί να διατηρούνταν ακόμη πολλά μυστικά από εποχές πολύ απόμακρες για να τις υπολογίσει κανείς.
Πολύ χαμηλά και πνιγμένα στην άμμο ήταν όλα τα σκοτεινά ανοίγματα κοντά μου, αλλά καθάρισα ένα με το φτυάρι μου και σύρθηκα μέσα, κρατώντας ένα δαυλό για να φωτίσω τα όποια μυστήρια μπορεί να κρύβονταν εκεί. Όταν μπήκα μέσα διαπίστωσα ότι το σπήλαιο ήταν πράγματι ένας ναός, και διέκρινα σαφή σημάδια του λαού που είχε ζήσει και λατρέψει εκεί πριν καν η έρημος γίνει έρημος.
Υπήρχαν πρωτόγονοι βωμοί, κολόνες και σηκοί εδώ, όλα περιέργως χαμηλά. Και μόλο που δεν είδα κανένα γλυπτό ή τοιχογραφία, υπήρχαν μερικές πολύ ασυνήθιστες πέτρες σαφώς τεχνητά διαμορφωμένες σε σύμβολα με τη χρήση εργαλείων. Η χαμηλότητα του σκαφτού θαλάμου ήταν πολύ παράξενη, γιατί μετά βίας μπορούσα να σταθώ γονατιστός. Αλλά η έκταση ήταν τόσο μεγάλη που ο δαυλός μου έφτανε να φωτίσει μόνο ένα μέρος της κάθε φορά. Ανατρίχιασα περίεργα σε μερικές από τις μακρινές γωνίες. Γιατί ορισμένοι βωμοί και πέτρες υποδήλωναν ξεχασμένες τελετουργίες, αποκρουστικού και ανεξήγητου χαρακτήρα, και αναρωτήθηκα τι είδους άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν φτιάξει και συναθροιστεί σ' έναν τέτοιο ναό. Όταν είδα όλα όσα περιείχε ο χώρος, σύρθηκα πάλι έξω, ανυπομονώντας να δω τι μπορεί να περιείχαν και οι άλλοι ναοί.
Η νύχτα πλησίαζε τώρα, αλλά τα απτά πράγματα που είχα δει έκαναν την περιέργειά μου πιο δυνατή από το φόβο, έτσι που δεν έτρεξα να φύγω μακριά από τις μακριές σκιές του φεγγαρόφωτου που με είχαν τρομάξει όταν είχα πρωτοδεί την ανώνυμη πόλη. Στο λυκόφωτο καθάρισα ένα ακόμη άνοιγμα, και μ' έναν καινούριο δαυλό σύρθηκα μέσα, βρίσκοντας κι άλλες ακαθόριστες πέτρες και σύμβολα, αν και τίποτα πιο συγκεκριμένο απ' ό,τι είχα βρει στον άλλο ναό. Και αυτή η αίθουσα ήταν εξίσου χαμηλη, αλλά πολύ λιγότερο εκτεταμένη, καταλήγοντας σ' ένα πολύ στενό πέρασμα γεμάτο με απροσδιόριστα και μυστηριακά ιερά. Έψαχνα ανάμεσα σ' αυτά τα ιερά όταν ο θόρυβος ενός ανέμου και της καμήλας μου απέξω έσπασε τη σιωπή και μ' έκανε να τρέξω έξω για να δω τι είχε τρομάξει το ζώο.
Το φεγγάρι έλαμπε ζωηρά πάνω από τα πρωτόγονα ερείπια, φωτίζοντας ένα πυκνό σύννεφο άμμου που φαινόταν να παρασύρεται από ένα δυνατό αλλά ελαττούμενο άνεμο που φαινόταν να ερχόταν από κάποιο σημείο στο γκρεμό μπροστά μου. Κατάλαβα ότι ήτνα αυτός ο ψυχρός, αμμώδης άνεμος που είχε ενοχλήσει την καμήλα μου και ήμουν έτοιμος να την οδηγήσω σε μια πιο απάνεμη θέση, όταν έτυχε να κοιτάξω ψηλά και είδα ότι δεν υπήρχε άνεμος στην κορυφή του γκρεμού.
Αυτό με κατέπληξε και με γέμισε πάλι με φόβο, αλλά αμέσως μετά θυμήθηκα τους ξαφνικούς τοπικούς ανέμους που είχα δει κι ακούσει προηγουμένως κατά το χάραμα και το ηλιοβασίλεμα, κι έκρινα πως ήταν κάτι το φυσιολογικό. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο άνεμος προερχόταν από κάποια βραχώδη χαραματιά που έβγαζε σε σπηλιά, έτσι άρχισα να παρατηρώ την αμμώδη αναταραχή για να εντοπίσω την πηγή της.
Σύντομα κατάλαβα ότι ο άνεμος ξεχυνόταν από το μαύρο άνοιγμα ενός ναού σε μεγάλη απόσταση από μένα, σχεδόν εκτός θέας. Κινούμενος κόντρα στο πνιγηρό αμμοσύννεφο άρχισα να πλησιάζω αργά σ' εκείνον το ναό, ο οποίος όσο τον πλησίαζα τόσο φάνταζε μεγαλύτερος από τους άλλους, έχοντας μια είσοδο πολύ λιγότερο μπουκωμένη με σφιχτή άμμο από τις υπόλοιπες.
Θα είχα μπει αν δεν ήταν η τρομερή δύναμη του παγωμένου ανέμου που σχεδόν έσβησε το δαυλό μου. Ξεχυνόταν φρενιασμένα από εκείνη τη σκοτεινή είσοδο, αναστενάζοντας αφύσικα καθώς αναρρίπιζε τις άμμους και απλωνόταν ανάμεσα στα απόκοσμα ερείπια. Σύντομα ο άνεμος άρχισε να εξασθενίζει, και η άμμος να ανασαλεύει ολοένα και λιγότερο, μέχρι που τελικά έμεινε εντελώς ασάλευτη. Αλλά μια παρουσία φαινόταν να πλανιέται πάνω από τις φασματικές πέτρες της πόλης, κι όταν έριξα μια ματιά προς το φεγγάρι φαινόταν να τρεμουλιάζει σαν να καθρεφτιζόταν σε ταραγμένα νερά. Φοβόμουν περισσότερο κι απ' όσο θα μπορούσα να εξηγήσω, αλλά όχι και τόσο που να καταλαγιάσει η δίψα μου για το παράξενο. Έτσι, αμέσως μόλις κόπασε ο άνεμος, μπήκα στη σκοτεινή αίθουσα από την οποία είχε ξεχυθεί.
Ο ναός, όπως είχα φανταστεί από την εξωτερική του όψη, ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους που είχα επισκεφτεί προηγουμένως, και ήταν, υπέθεσα, ένα φυσικό σπήλαιο αφού είχε ανέμους από κάποιους χώρους πιο πέρα. Εδώ μπορούσα να σταθώ εντελώς όρθιος, αλλά είδα ότι οι πέτρες και οι βωμοί ήταν τόσο χαμηλοί όσο κι εκείνοι στους άλλους ναούς. Στους τοίχους και την ορφή διέκρινα για πρώτη φορά κάποια ίχνη εικονογραφικής τέχνης της αρχαίας φυλής. Περίεργες κουλουριαστές γραμμές μπογιάς που είχε σχεδόν ξεθωριάσει και χαθεί πια. Και σε δύο από τους βωμούς είδα με αυξανόμενη έξαψη ένα σύμπλεγμα από καμπυλόγραμμα ανάγλυφα. Όταν σήκωσα το δαυλό μου ψηλά μου φάνηκε ότι το σχήμα της οροφής ήταν πολύ κανονικό για να είναι φυσικό, και αναρωτήθηκα σε τι είχαν πρωτοδουλέψει αρχικά εκείνοι οι προϊστορικοί λιθοξόοι. Οι τεχνικές τους ικανότητες θα πρέπει να ήταν τεράστιες.
Ύστερα μια φωτεινή αναλαμπή της φαντασιώδους φλόγας του δαυλού μου έδειξε αυτό που αναζητούσα: το άνοιγμα εκείνων των πιο απόμακρων αβύσσων απ' όπου είχε ξεχυθεί ο ξαφνικός άνεμος. Και μου ήρθε κάτι σαν ζάλη όταν είδα ότι επρόκειτο για μια μικρή και ολοφάνερα τεχνητή πόρτα κομμένη στο συμπαγή βράχο. Έσπρωξα το δαυλό μου μέσα, αντικρίζοντας ένα μαύρο τούνελ με θολωτή οροφή χαμηλά πάνω από μια σειρά από χοντροκομμένα, πολύ μικρά και πολυάριθμα σκαλιά που κατηφόριζαν με πολύ απότομη κλίση προς τα βάθη.
Θα βλέπω πάντοτε εκείνα τα σκαλιά στα όνειρά μου, γιατί τελικά έμαθα τι σήμαιναν. Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, δεν ήξερα καλά-καλά αν θα έπρεπε να τα αποκαλώ σκαλιά ή απλά πατήματα σε μια απόκρημνη κατάβαση. Ο νους μου στοβιλιζόταν όλο τρελές σκέψεις, ενώ τα λόγια και οι προειδοποιήσεις των Αράβων προφητών φαίνονταν να πετούν πάνω από την έρημο, φτάνοντας από τους τόπους που οι άνθρωποι γνωρίζουν ως την ανώνυμη πόλη που οι άνθρωποι δεν τολμούν να γνωρίσουν. Ωστόσο, δίστασα μόνο για μια στιγμή πριν περάσω την πόρτα και αρχίσω να κατεβαίνω προσεκτικά τα απότομα σκαλοπάτια, με τα πόδια μπροστά, όπως σε ανεμόσκαλα.
Μόνο στις τρομερές φαντασιώσεις των παραληρημάτων του οπίου θα μπορούσε άλλος άνθρωπος να έχει ζήσει μια κάθοδο σαν την δική μου. Το στενό πέρασμα οδηγούσε ατέρμονα προς τα κάτω, σαν σε κάποιο αποτρόπαιο στοιχειωμένο πηγάδι. Και ο δαυλός που κρατούσα πάνω από το κεφάλι μου δεν μπορούσε να φωτίσει τα άγνωστα βάθη προς τα οποία σερνόμουν. Έχασα κάθε συναίσθηση των ωρών και ξέχασα να κοιτάξω το ρολόι μου, αν και τρόμαξα όταν αναλογίστηκα πόση απόσταση θα πρέπει να είχα διανύσει. Υπήρχαν αλλαγές στην κατεύθυνση και στην κλίση καθόδου. Και κάποια φορά έφτασα σε ένα μακρύ, χαμηλό επίπεδο πέρασμα όπου αναγκάστηκα να συρθώ με τα πόδια μπροστά στο βραχώδες δάπεδο, κρατώντας το δαυλό στην άκρη του τεντωμένου χεριού μου πέρα από το κεφάλι μου. Το μέρος εδώ δεν ήταν αρκετά ψηλό για να μπορεί κανείς να σταθεί γονατιστός.
Μετά απ' αυτό επακολούθησαν και άλλα απότομα σκαλοπάτια, και συνέχισα να κατηφορίζω ατέλειωτα όταν ο δαυλός μου, που ήδη ήταν στα τελευταία του, έσβησε τελικά. Δε νομίζω ότι το πρόσεξα τη στιγμή που έγινε, γιατί όταν όντως το πρόσεξα εξακολουθούσα να τον κρατώ πάνω από το κεφάλι μου σαν να ήταν ακόμη αναμμένος. Ήμουν ήδη αρκετά παλαβός μ' εκείνο το πάθος μου για το παράξενο και το άγνωστο, ένα πάθος που με είχε κάνει να περιπλανιέμαι σ' όλη τη γη και να συχνάζω σε μακρινούς, αρχαίους και απαγορευμένους τόπους.


____________________
1.Ο Μέμνων της μυθολογίας (στην πραγματικότητα, ήταν ο φαραώ Αμενχοτέπ ή Αμένωφις Γ') ήταν γιος του Τιθωνού και της Ηούς, της θεάς της αυγής, και το κολοσσιαίο άγαλμά του, που ανεγέρθηκε περί το 1500 π.Χ. πάνω από τον τάφο του στις Θήβες της Αιγύπτου, κάθε πρωί όταν το άγγιζε ο ήλιος έβγαζε μια παράξενη μελωδία. Υπάρχουν πάμπολλες έγκυρες και αυτήκοες μαρτυρίες γι' αυτό (Στράβων, Παυσανίας, Ιουβενάλης, Αδριανός κ.ά.), και ποικίλες ερμηνίες του φαινομένου. Αν και το ίδιο το άγαλμα υπάρχει ακόμη, απ' όσο ξέρουμε ο περίφημος αυτός ήχος ακούστηκε για τελευταία φορά το 196 μ.Χ.-Γ.Μ.
2.Πανάρχαια πρωτεύουσα της Αιθιοπίας.-Γ.Μ.




Ο Γιώργος Μπαλάνος προτείνει και Μεταφράζει:
Οι Εκπληκτικοί Κόσμοι του H. P. Lovecraft – 8
Η Ανώνυμη Πόλη και Άλλες Ιστορίες
Εκδόσεις Locus-7

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΓΚΙ: Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΤΑΥΤΙΣΗ – RENE GUENON



Για να δώσουμε μια όσο το δυνατόν ακριβέστερη ιδέα της κατάστασης του Γιόγκι ο οποίος, χάρη στη Γνώση, έχει «απελευθερωθεί εν ζωή» (τζιβάν-μούκτα) και έχει πραγματώσει την «Υπέρτατη Ταύτιση», θα ανατρέξουμε για μια ακόμα φορά στον Σανκαρατσάρυα(1). Οι παρατηρήσεις του πάνω σ' αυτό το ζήτημα, εκτός από το ότι περιγράφουν με ενάργεια τις ύψιστες δυνατότητες που μπορεί να κατακτήσει το ον, θα χρησιμεύσουν συγχρόνως ως συμπέρασμα της μελέτης μας.
«Ο Γιόγκι, του οποίου η διάνοια είναι τέλεια, εποπτεύει τα πάντα σαν να βρίσκονται μέσα του (στον Εαυτό του, χωρίς καμμιά διάκριση εξωτερικού και εσωτερικού) και έτσι, με τον οφθαλμό της Γνώσης (Γνάνα-τσάξους, ένας όρος που μπορεί να αποδοθεί με μεγάλη ακρίβεια ως «διανοητική ενόραση»), αντιλαμβάνειται (ή μάλλον συλλαμβάνει, όχι ορθολογιστικά και συγκριτικά, αλλά με μια άμεση επίγνωση και «ευαισθησία») ότι το κάθε τι είναι Άτμα.
Γνωρίζει ότι όλα τα εκδηλωμένα πράγματα δεν είναι διαφορετικά από το Άτμα (κατ' αρχήν), και ότι έξω από το Άτμα δεν υπάρχει τίποτα, ότι «τα πράγματα διαφέρουν απλώς (σύμφωνα με τα λόγια της Βέδα) κατά απόδοση, σύμπτωση και όνομα, ακριβώς όπως στα πήλινα σκεύη δίνονται διαφορετικά ονόματα αν και δεν είναι παρά διαφορετικά σχήματα του ιδίου πηλού(2). Κι έτσι αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο ίδιος είναι όλα τα πράγματα (αφού δεν υπάρχει πια τίποτα που να είναι διαφορετικό από αυτόν ή από τον «Εαυτό» του)(3).
Όταν τα συμβεβηκότα (μορφικά και άλλα, συμπεριλαμβάνοντας τόσο τις χονδροειδείς όσο και τις αδιόρατες εκδηλώσεις) εξαφανιστούν (άλλωστε είναι απατηλά και συνεπώς μηδενικά σε σχέση με την Αρχή), ο Μούνι (λαμβάνοντας εδώ τη λέξη ως συνώνυμη του Γιόγκι) εισέρχεται, μαζί με όλα τα όντα (εφόσον αυτά δεν διαφέρουν πια από τον ίδιο) μέσα στην Ουσία που διαπερνά τα πάντα και περιέχει τα πάντα (η οποία είναι το Άτμα)(4).
Είναι αχαρακτήριστος (χωρίς »συγκεκριμένες» ιδιότητες) και αδρανής, (5)άφθορος, (αξάρα, δεν υπόκειται στη διάλυσηπου επικρατεί στην πολλαπλότητα), χωρίς ίδιον θέλημα (που να φανερώνεται κατά προτίμηση σε κάποιες πράξεις ή περιστάσεις), πλήρης Μακαριότητας, αναλλοίωτος, άμορφος αιωνίως ελεύθερος και αγαθός (γιατί είναι αδύνατο να εξαναγκασθεί, να προσβληθεί ή να επηρεαστεί από τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του, εφόσον αυτό το άλλο είναι ανύπαρκτο ή τουλάχιστον υπάρχει μόνο ως αυταπάτη, ενώ ο ίδιος ενοικεί στην απόλυτη πραγματικότητα).
Είναι σαν τον Αιθέρα (Ακάσα), που διαχέεται παντού (χωρίς διάκριση) και διαπερνά ταυτόχρονα το εξωτερικό και το εσωτερικό των πραγμάτων(6). Είναι αδιάφθορος, άφθαρτος, άτρεπτος, αγνός, απαθής, αμετάβλητος (κατ' ουσίαν).
Είναι (με τα ίδια τα λόγια της Βέδα) «κοινωνός του Υπέρτατου Βράχμα, αΐδιος, αγαθός, ελεύθερος, απλός (στην απόλυτη τελειότητά Του), απολαμβάνοντας εσαεί τη Μακαριότητα, χωρίς διττότητα, Αρχή και εξουσιαστής κάθε ύπαρξης, παντογνώστης (χωρίς αυτή η Γνώση να συνεπάγεται καμμιά διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, κάτι που θα ήταν ασυμβίβαστο με τη μη-διττότητά Του) και ατελεύτητος».
Είναι Βράχμα, μετά τη μέθεξη του οποίου δεν απομένει τίποτε άλλο προς μέθεξη, μετά την απόλαυση της Μακαριότητας του οποίου δεν απομένει καμμιά άλλη επιθυμητή ευτυχία, και μετά την επίτευξη της Γνώσης του οποίου δεν απομένει καμμιά γνώση προς απόκτηση.
Είναι Βράχμα, και από τη στιγμή που θα αντικρύσει τον Κύριο (με τον οφθαλμό της Γνώσης ή της καρδίας), κανένα αντικείμενο δεν του είναι αθέατο. Όταν ταυτιστεί με Αυτόν, δεν υποβάλλεται σε καμμία τροπή (όπως είναι η γέννηση και ο θάνατος). Όταν τον συλλάβει (όχι όμως ως ένα αντικείμενο που γίνεται καταληπτό με τη βοήθεια κάποιας ικανότητας), δεν απομένει τίποτε άλλο προς σύλληψη (γιατί κάθε σχετική γνώση έχει γίνει στο εξής αχρείαστη και κατά κάποιον τρόπο έχει εξαφανιστεί).
Είναι Βράχμα, το οποίο είναι πανταχού παρόν και τα πάντα πληρόν (γιατί δεν υπάρχει τίποτα έξω από Αυτό και τα πάντα εμπεριέχωνται στην Απειρωσύνη του)(7), στον ενδιάμεσο χώρο, σε αυτό που είναι πάνω και σ' αυτό που είναι κάτω (δηλαδή μέσα στο σύνολο των τριών κόσμων), η Αλήθεια, πλήρες Μακαριότητας, χωρίς διττότητα, αδιαίρετο και αίωνιο.
Είναι Βράχμα, για το οποίο η Βεδάντα βεβαιώνει πως διακρίνεται απολύτως από ό,τι διαποτίζει (ενώ, αντιθέτως, ό,τι διαποτίζει δεν διακρίνεται καθόλου από Αυτό ή τουλάχιστον διακρίνεται μόνο λόγω πλάνης)(8), αδιαλείπτως μακάριο και χωρίς διττότητα.
Είναι Βράχμα, «δια του οποίου (σύμφωνα με τη Βέδα) εγένετο η ζωή (τζίβα), η εσωτερική αίσθηση (μάνας), οι ικανότητες της αίσθησης και της πράξης (γνανεντρίγιας και καρμεντρίγιας), και τα στοιχεία (τανμάτρας και μπούτας) που συνθέτουν τον εκδηλωμένο κόσμο (τόσο στην αδιόρατη όσο και στην χονδροειδή τάξη)».
Είναι Βράχμα, μέσα στο οποίο όλα είναι ενωμένα (αδιαιρέτως και ασυγχύτως, πέρα από κάθε διάκριση, έστω και πρωταρχική), από το οποίο εξαρτάται κάθε πράξη και κίνηση (παρ' όλο που το Βράχμα καθαυτό είναι αδρανές και ακίνητο), και γι' αυτόν το λόγο πληρεί τα πάντα (χωρίς να διαιρείται, να μερίζεται ή να διαφοροποιείται με κανέναν τρόπο).
Είναι Βράχμα, το οποίο είναι χωρίς πλευρές ή διαστάσεις (χωρίς συνθήκες), χωρίς έκταση (όντας αδιαίρετο και χωρίς μέρη), άναρχο (όντας αιώνιο), άφθορο, ασχημάτιστο, χωρίς (καθορισμενες και άρα περιορισμένες) ιδιότητες, χωρίς κατηγορήματα κανενός είδους.
Είναι Βράχμα, δια του οποίου φωτίσθηκαν όλα τα πράγματα (συμμετέχοντας στην ουσία Του κατά τον βαθμό της πραγματικότητάς τους), το Φως του οποίου κάνει τον ήλιο και όλα τα φωτεινά σώματα να λάμπουν, αλλά το οποίο δεν γίνεται καθαυτό έκδηλο από το φως τους.
Αυτός ο ίδιος διαπερνά τη δική Του αιώνια ουσία (που δεν διαφέρει από το Υπέρτατο Βράχμα), και (ταυτοχρόνως) θεωρεί ολόκληρο τον Κόσμο (εκδηλωμένο και ανεκδήλωτο) σαν να είναι (επίσης) Βράχμα, ακριβώς όπως το πυρ διαπερνά εσωτερικά μια διάπυρη σιδερένια σφαίρα και (συγχρόνως) αποκαλύπτεται επίσης εξωτερικά (φανερώνεται στις αισθήσεις δια της θερμότητας και της λάμψης του).
Το Βράχμα δεν μοιάζει καθόλου με τον Κόσμο(9), και έξω από το Βράχμα δεν υπάρχει τίποτα (γιατί αν υπήρχε κάτι έξω από Αυτό, δεν θα ήταν Άπειρο). Κάθε τι που φαίνεται να υπάρχει έξω από Αυτό δεν μπορεί να υπάρχει (κατ' αυτόν τον τρόπο) παρά μόνο ως αυταπάτη, όπως το είδωλο του νερού (οφθαλμαπάτη) στην έρημο (μαρού)(10).
Από όλα όσα βλέπονται, απ' όλα όσα ακούγονται (και απ' όλα όσα γίνονται αντιληπτά ή συλληπτά απ' οποιαδήποτε ικανότητα) τίποτα δεν υπάρχει (πραγματικά) εκτός από το Βράχμα. Και δια της Γνώσης (της ύψιστης, της γνώσης των αρχών), το Βράχμα θεάται ως η μόνη αλήθεια, πλήρες Μακαριότητας, χωρίς διττότητα.
Ο οφθαλμός της Γνώσης θεάται το Βράχμα όπως πραγματικά είναι, πλήρες Μακαριότητας, διαπερνώντας τα πάντα. Όμως ο οφθαλμός της άγνοιας δεν Το ανακαλύπτει, δεν Το διακρίνει, όπως ένας τυφλός δεν βλέπει το αισθητό φως.
Ο «Εαυτός», αφού φωτισθεί δια της θεωρίας (όταν μια θεωρητική και συνεπώς ακόμα έμμεση γνώση τον παρουσιάζει σαν να αντλεί κατά κάποιον τρόπο το Φως από μια άλλη πηγή έξω από τον εαυτό του, πράγμα που εξακολουθεί να είναι μια φανταστική διάκριση), και κατόπιν παραδοθεί ολόκληρος στη φωτιά της Γνώσης (πραγματοποιώντας έτσι την ουσιαστική ταύτισή του με το Ανέσπερο Φως), είναι απελευθερωμένος από όλα τα συμβεβηκότα (ή τις συμπτωματικές τροποποιήσεις) και λάμπει με τη δική του λάμψη, όπως ο χρυσός που καθάρθηκε μέσα στη φωτιά(11).
Όταν ο Ήλιος της πνευματικής Γνώσης ανατέλλει στον ουρανό της καρδίας (δηλαδή στο κέντρο του όντος, το λεγόμενο Βράχμα-πούρα), διώχνει τα σκοτάδια (της άγνοιας, που καλύπτει τη μόνη απόλυτη πραγματικότητα) διαπερνά τα πάντα, περιβάλλει τα πάντα και φωτίζει τα πάντα.
Αυτός που έκανε το προσκύνημα του δικού του «Εαυτού», ένα προσκύνημα που δεν αναφέρεται σε τόπο, χώρο ή χρόνο (ή οποιαδήποτε ειδική περίσταση ή συνθήκη)(12), που είναι πανταχού παρών(13) (και παντοτινά παρόν μέσα στο άτρεπτο του «αιωνίου παρόντος» που δεν νιώθει ούτε τη ζέστη ούτε το κρύο (δεν του προξενούν καμμιά εντύπωση τα αισθητά ή και τα νοητά), που κατέκτησε τη διαρκή ευδαιμονία και την τελική απελευθέρωση απ' όλες τις διαταραχές (ή όλες τις τροποποιήσεις), αυτός είναι αδρανής, γνωρίζει όλα τα πράγματα (εν Βράχμα, εν Θεώ) και απολαμβάνει την Αιώνια Μακαριότητα».



_________________
1.Άτμα-Βόδα. Κάνοντας εδώ μια επιλογή χωρίων από τούτη την πραγματεία δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε αυστηρά τη σειρά του κειμένου. Άλλωστε, γενικά, η λογική σειρά των ιδεών δεν μπορεί να είναι ακριβώς η ίδια σ' ένα Σανσκριτικό κείμενο και σε μια μετάφραση του στις Δυτικές γλώσσες, εξαιτίας των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ ορισμένων «τρόπων σκέπτεσθαι» για τις οποίες έχουμε μιλήσει αλλού.
2.Βλ. Τσαντόγυα Ουπανισάδ, Πραπαθάκα VI, Κάντα 1, σούρτις 4-6.
3.Ο Αριστοτέλης, στο Περί Ψυχής, διακηρύττει ότι «η ψυχή είναι όλα όσα γνωρίζει». Αυτή η πρόταση δείχνει ότι υπάρχει μια συμφωνία μεταξύ της διδασκαλίας του Αριστοτέλη και των Ανατολικών διδασκαλιών, παρά το ότι πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπ' όψιν οι διαφορές μεταξύ των αντιστοίχων απόψεων. Όμως τούτη η διαβεβαίωση, στην περίπτωση του Αριστοτέλη και των συνεχιστών του, φαίνεται ότι παρέμεινε καθαρά θεωρητική, και, αν εξαιρέσουμε κυρίως ορισμένες καθαρά μυητικές σχολές που δεν έχουν καμμιά σχέση με ό,τι ονομάζεται συνήθως «φιλοσοφία», τα επακόλουθα, όσον αφορά τη μεταφυσική πραγμάτωση, αυτής της ταύτισης μέσω της Γνώσης, παραμένουν άγνωστα στη Δύση.
4.«Πάνω απ' όλα είναι η Αρχή, κοινή σε όλα, περιέχοντας και διαπερνώντας τα πάντα, το κύριο κατηγόρημα της οποίας είναι η Απειρωσύνη, το μόνο που μπορεί να την χαρακτηρίσει, γιατί δεν έχει κανένα δικό Της όνομα» (Τσουάνγκ Τσου, κεφ. XXV, σελ. 437 της μετάφρασης του πατρός Wieger).Βλ. επίσης το χωρίο της Γραφής, «Ουχί τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ, λέγει Κύριος;» (Ιερεμίας, ΚΓ' 24).
5.Βλ. τη «μη-δρώσα δραστηριότητα» της παράδοσης της Άπω Ανατολής.
6.Η πανταχού παρουσία στον χώρο λαμβάνεται εδώ ως το σύμβολο της αληθινής πανταχού παρουσίας με την έννοια που χρησιμοποιήσαμε αυτή τη λέξη παραπάνω.
7.Υπενθυμίζουμε εδώ το Ταοϊστικό κείμενο που παραθέσαμε προηγουμένως: «Μη ρωτάτε αν η Αρχή βρίσκεται μέσα σ' αυτό ή σ' εκείνο. Βρίσκεται μέσα σ' όλα τα όντα...» (Τσουάνγκ Τσου, κεφ. ΧΧΙΙ, σελ. 395)
8.Τονίζουμε ξανά ότι αυτή η απόλυτη ανισοτιμία μεταξύ του Βράχμα και του Κόσμου συνεπάγεται την αυστηρή απόρριψη του «πανθεϊσμού».
9.Για μια ακόμα φορά αποκλείεται εδώ ρητά κάθε είδους πανθεϊστικής σύλληψης.
10.Η λέξη μαρού, που προέρχεται από τη ρίζα μρι, «πεθαίνω» (όπως και η Λατινική mors, «θάνατος»), δηλώνει κάθε άγονη και άνυδρη περιοχή, και πιο ειδικά μια αμμώδη έρημο, η ομοιόμορφη όψη της οποίας μπορεί να εκληφθεί ως υπόβαθρο του διαλογισμού, καθώς δίνει μια ιδέα της πρωταρχικής αδιαφοροποίησης.
11.Είδαμε προηγουμένως πως ο χρυσός θεωρείται ότι είναι καθαυτός φωτεινής φύσης.
12.«Κάθε διάκριση χρόνου και τόπου είναι μια αυταπάτη. Η σύλληψη όλων των δυνατών πραγμάτων (που περιλαμβάνονται συνθετικά μέσα στην απόλυτη Καθολική Δυνατότητα) ενεργείται χωρίς κίνηση και εκτός χρόνου» (Λίε Τσου, κεφ. ΙΙΙ, σελ. 107 της μετάφρασης του πατρός Wieger).
13.Παρομοίως, στις Δυτικές εσωτερικές παραδόσεις, λέγεται πως οι αληθινοί Ροδόσταυροι συναντιούνται «μέσα στο Ναό του Αγίου Πνεύματος, που βρίσκεται παντού». Είναι ευνόητο ότι οι υπό συζήτηση Ροδόσταυροι δεν έχουν τίποτα το κοινό με τις πολυάριθμες σύγχρονες οργανώσεις που έχουν οικειοποιηθεί την ονομασία. Λέγεται, συμβολικά περισσότερο, ότι λίγο μετά τον Τριακονταετή πόλεμο οι τελευταίοι Ροδόσταυροι εγκατέλειψαν την Ευρώπη και αποσύρθηκαν στην Ασία.


RENE GUENON
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΕΔΑΝΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΓΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1996

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Εισαγωγική διάλεξη επί του θέματος: Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ (υπό την έννοια της κτίσεως) ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ δια του περιοδικού συστήματος. - ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ






Όταν λέμε Δημιουργία, υπό τις συνθήκες της σημερινής αναλύσεως, εννοούμε την Κτίσιν. Οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν περί Κτίσεως, και εδώ έχουμε μια εννοιολογική διαφορά, επί της οποίας θα αναφερθούμε καταρχάς. Η μεν κτίσις είναι μια ενέργεια στην οποία προβαίνει ο κτίζων, προκειμένου να έχη ένα κτίσμα, ενώ στην δημιουργία έχουμε ένα έργο δημόσιο, το οποίο προϋποθέτει την Κτίσιν. Σε μια πρώτη φάση δηλαδή ο κτίζων, ως αρσενικό (Yang) στοιχείο κινούμενο μετά της Κτίσεως (Yin στοιχείο), δημιουργεί ένα κτίσμα. Στη δεύτερη φάση ο κτίσας ή κτίτωρ (Yang στοιχείο πάλι) ενούται μετά της Κτίσεως (Yin στοιχείο) προκειμένου πάλι να μας δώση ένα κτίσμα και το ζητούμενο είναι: ποιο είναι το προγενέστερο χρονικώς ή χωρικώς ή λειτουργικώς ή από πλευράς τοποθετήσεως της αναλύσεως αυτής.
Αν λοιπόν μιλάμεγια μια δημιουργία, μιλάμε για ένα έργο δημόσιο. Μιλάμε για ένα έργο που αναφέρεται στον Δήμο και η λέξη Δήμος ή δάμος είναι μια έννοια, η οποία αποδίδεται και με τη λέξη γήμος ή γάμος καθώς η λέξη γάμος σημαίνει μια ενέργεια της ενώσεως των γαιών δύο ανθρώπων, που έρχονται σε γάμο από τα γα και αμών, αφού το γράμμα γάμα μετατρέπεται σε δέλτα, και έτσι έχουμε «γάμος» στα Δωρικά, και με την αλλαγή έχουμε δήμος. Έχουμε δηλαδή μια δημιουργία, όπως λέμε Γεωργία και όπως στην Γεωργία λέμε «έργον και γην» έτσι και στη δημιουργία λέμε «έργον και δήμος». Έχουμε τη λέξη δήμος και δήμιος (όπως λέμε δημόσιος υπάλληλος) αυτός δηλαδή που έκανε τις εκτελέσεις. Έτσι η δημιουργία αυτή λοιπόν, αναφέρεται σε ένα δήμο, σε μια συγκέντρωση ιδεών, (ένωση ιδεών): αναφέρεται σε ένα γάμο, και για να υπάρξη αυτός ο γάμος έχει προϋπάρξει μια Κτίσις, η οποία (Κτίσις) όπως σας είπα και στην αρχή, είναι η ενέργεια του κτίζοντος, ο οποίος κάνει κάτι, το οποίο οι αρχαίοι το απέδιδαν με τον αριθμο 740: είναι αυτό που προκύπτει όταν αλλάξουμε τα γράμματα με την αριθμητική τους αξία στα αρχαία ελληνικά, όπου Κ=20, Τ=300, Ι=10, Σ=200, Ι=10, και Σ=200. Έχουμε λοιπόν μια αριθμογραμματικη εξίσωση όπως αναφέρεται και στο λεξικό που είχα δημοσιεύσει παλαιότερα (1981) την οποία σήμερα θα δούμε εκτεταμένα. Είναι η εξίσωση αυτή, που μας αποδίδει την Κτίσιν, κάτω από ορισμένες προτάσεις, φράσεις ή λέξεις, οι οποίες αποδίδουν αυτή την έννοια και τις οποίες θα τις δούμε, σε πρώτη φάση επιλεκτικά, δηλαδή παίρνοντας τις κυριότερες λέξεις και αν μας μείνει χρόνος θα το δούμε και αναλυτικά.
Έχουμε μια πρώτη ειδική έννοια, που αυτή μας αποδίδει την γενική έννοια της Κτίσεως και αυτή είναι η φράσις «Άγιον Πνεύμα + Θήβαι». Εάν κοιτάξουμε στην Παλαιά Διαθήκη στην Γένεση, (που είναι το πρώτο βιβλίο από την Πεντάτευχο) θα δούμε να αναφέρεται ότι η Γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη, και Πνεύμα Θεού επεφέρετο υπεράνω των υδάτων. Μιλάει για Πνεύμα Θεού γενικά, και όχι συγκεκριμένα για το Άγιο Πνεύμα. Το Πνεύμα αυτό επεφέρετο, ήταν δηλαδή ένα επιφερόμενο Πνεύμα, ένα αγόμενο Πνεύμα, ένα Πνεύμα το οποίο εκινείτο. Η λέξη Πνεύμα σημαίνει την πνοή, τον άνεμο, και μ’ αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται και από τον Ιησού Χριστό στο Ευαγγέλιο, που λέει ότι «το Πνεύμα όπου θέλει πνει και της φωνής αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ ήδεις πόθεν έρχεται και που υπάγει». Πνεύμα λοιπόν είναι το αποτέλεσμα της πνοής, της πνεύσεως, αυτού που πνέει, και υπεράνω όλων αυτών των υδατων, και της Γης που ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη, όπως λέει η Γραφή, (η υπεράνω του Νουτ, όπως λένε οι αρχαίες αιγυπτιακές Γραφές) επεφέρετο εν Πνεύμα, επήγετο, και αυτό το Πνεύμα ήταν ένα Άγιο Πνεύμα από το ρήμα άγω (που σημαίνει κινούμαι, προχωράω) ή άγομαι(= κινούμαι). Εφόσον λοιπόν επεφέρετο, είχε μια κίνηση η οποία αιτιολογείται από κάποια αρχή (εφόσον εδώ έχουμε παθητική φωνή) και σημαίνει ότι ο Θεός επέφερε το Πνεύμα αυτό υπεράνω των υδάτων, με την ευρύτερη έννοια της Κοσμολογίας και Θεολογίας που αναφέρεται (όπως σας είπα) σαν Νουτ στην αρχαία ελληνοαιγυπτιακή Θεολογία, επεφέρετο λοιπόν το Πνεύμα αυτό, με μια μορφή πια, υπάρχει μια συγκεκριμένη μορφή, η οποία μας δίδεται πάλι με τον αριθμό 740 και είναι η λέξη Λιψ, στη γενική Λιβός, που δείχνει πρώτα μια σταγόνα και δεύτερον τον θερμό άνεμο. Στην ουσία, είναι πρώτα ο θερμός άνεμος και μετά η σταγόνα, διότι ο θερμός αυτός άνεμος είναι ένας ηλιακός άνεμος, ένας κοσμικός άνεμος, ο οποίος με την κίνηση την περιστροφική την οποία έχει, συλλέγει περί ένα άξονα, συγκεντρώνει, συμπυκνώνει, παγώνει και παγιοποιεί μια ηλιακή κατάσταση, την κατάσταση της κτίσεως, και αυτό θα το δούμε παρακάτω, στην έννοια του Αρείου Πάγου που επίσης βγάζει τον αριθμό 740. Έτσι λοιπόν ο Λιψ, ο θερμός αυτός άνεμος, παράγει ορισμένες σταγόνες, και οι σταγόνες αυτές λέγονται λίβες, (από το λιψ γενική του λιβός, εξ’ ου και το λιβάνι) και με βάση την διαδικασία αυτή, προχωράει σε μια κατάσταση τριγμού, σε μια κατάσταση τριβής, λόγω της θερμοκρασίας άρα και διαστολής ενός υλικού που έρχεται σε επαφή με τον περιέχον, και δημιουργεί μια τριβή, ένα τριγμό, μια φωνή, η οποία γίνεται αντιληπτή σαν μια μελωδια, γι’ αυτό αναφερόμαστε και στη μελωδία των πλανητών.
Θυμάστε παλιότερα που είχαν βρει (νομίζω λίγο πριν το 1966) τους ήχους της Αφροδίτης και τους είχαν ονομάσει «τα κάλαντα της Αφροδίτης» διότι συνέπιπταν τότε και τα Χριστούγεννα, και έχουν ηχογραφηθή και των άλλων πλανητώνοι φωνές – ας το πούμε έτσι – οι μελωδίες, οπότε έχουμε μια ταύτιση διαπιστώσεων με το αρχαίο κείμενο, το ερμητικό που μιλάει για την μελωδία του αιθέρος, με την μελωδία των σφαιρών. Έτσι λοιπόν έχουμε την φράση «αιθέρος μέλος» (= μελωδία του αιθέρος) όπου ο αιθήρ (από το ρήμα αίθω = λάμπω) είναι κάτι που λάμπει, είναι το φως, και το φως αυτό παρουσιάζει μια τάση να υλοποιηθή δια της υγροποιήσεώς του, γίνεται δηλαδή μια λιψ, σταγόνα, λόγω της περιστροφικής κινήσεως, και η περιστροφική αυτή κίνηση προέρχεται από πολλαπλές ανακλάσεις, που υφίσταται κατερχόμενο προς τα υλικά πεδία, εκ της πνευματικής περιοχής, κατά συνέπειαν έχει διαπιστωθή ότι το φως κατόπιν πολλών ανακλάσεων υφίσταται κόπωση η οποία οδηγεί στην υγροποίηση, αυτή τη μελωδία του αιθέρος, που προέρχεται από κάποιον άλλο, διότι η μελωδία είναι αποτέλεσμα μιας μουσικής ενεργείας και η μουσική αυτή ενέργεια προφανώς προϋποθέτει ένα μουσικό. Ο μουσικός είναι ο Θεός, ο κτίστης ή κτίζων όπως είπαμε στην πρώτη φάση, ή κτίσας ή κτίτωρ στη δεύτερη φάση, είναι αυτός ο οποίος τραγουδάει, άδει, και έτσι έχουμε τη λέξη Αϊδονεύς από το ρήμα άδω, το γράμμα άλφα έχει υπογεγραμμένη από κάτω, είναι καταχρηστική δίφθογγος, και στα κεφαλαία γίνεται προσγεγραμμένο ιώτα, και γίνεται Αϊδονεύς ή Άδων, εξ’ ου και ο θεός Άδωνις, ο οποίος μετά γίνεται και Αντονάι στα εβραϊκά, ο Κύριος και Αντώνιος στα ελληνικά. Ξέρουμε ότι ακριβώς η κατάσταση του Αδώνιδος είναι μια κατάσταση η οποία συνάδεται και συνάγεται με ήχους, τους θρηνητικούς ήχους επί του θανάτου του Αδώνιδος κάποιο έαρ, και κατόπιν τους ευχάριστους (χαρμόσυνους) επί τη αναστάσει. Έτσι λοιπόν ο Αϊδονεύς είναι ο Θεός ο άδων, απ’ όπου βγαίνει η λέξη ωδή και το αηδόνι και από εκεί βγαίνει το Ιούδας στα Εβραϊκά, και φτάνουμε μετά στην κατάσταση των τριάκοντα αργυρίων όπου το νεκροταφείο αυτό που είναι «ο αγρός του κεραμέως» πληρώνεται με τριάκοντα αργύρια όπου ο αριθμός 30 βλέπουμε πως βγάζει τη λέξη Θήβαι, και έτσι πάμε πάλι στην αρχική εξίσωση που σας είπα, ότι είναι «Άγιον Πνεύμα + Θήβαι» και αποδίδει η φράση αυτή την έννοια που βλέπουμε στον Πλάτωνα που λέει ότι «αι ιδέαι κατέρχονται εκ του ανωτέρου κόσμου και υλοποιούνται, πίπτουν μέσα στα σώματα», δηλαδή μέσα στις Θήβες, εφόσον Θήβαι, σημαίνει ένα σώμα, ένα κιβώτιο από το θίσβη, ή θήκη (από το ρήμα τίθεμαι) μέσα στο οποίο τοποθετείται η ψυχή, δηλαδή το φως που έρχεται άνωθεν και το οποίο δια πολλαπλών ανακλάσεων υφίσταται κόπωση, υγροποιείται, γίνεται αντιληπτό σαν αμνιακό υγρό το οποίο περιβάλλει την ένωση του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου, και μετά την εννεάμηνη παραμονή το έμβρυο εξέρχεται πλέον ως κτίσις, ως δημιούργημα, ως κτίσμα.
Έτσι λοιπόν το Άγιο Πνεύμα που είναι οι γνώσεις, η Σοφία, (έτσι αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο) είναι το σύνολο των ιδεών (από το ρήμα οίδα = γνωρίζω) όπου ιδέαι είναι οι θείες απορροές και αι ιδέαι μας κάνουν ακριβώς τον αριθμό 30. Αι ιδέαι πίπτουν στον υλικό κόσμο (= Θήβαι) οπότε «Άγιον Πνεύμα + Θήβαι» σημαίνει η εγκατοίκηση του θείου φωτός, (του Αγίου Πνεύματος) μέσα στις Θήβες, μέσα στα σώματα, οπότε έχουμε τη δημιουργία της Κτίσεως. Και αυτή ακριβώς είναι η έννοια και η περιγραφή αυτών που σας λέω, μέσα στο Corpus Hermeticum, στο όλο σύστημα των συγγραμμάτων του Ερμή του Τρισμέγιστου, όπου αναφέρεται ότι ο Θεός έδωσε διαταγή στα πνεύματα να ενσαρκωθούν, εξ ου και η 1η εντολή στην Παλαιά Διαθήκη που λέει «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» και η παράβαση της εντολής από τον Εωσφόρον και τους υπ’ αυτόν αγγέλων του, επέφερε την πτώση του υπό την μορφή αυτή που αναφέρεται στη χριστιανική ορολογία, υπό την αναφορά που γίνεται στο Ευαγγέλιο ή υπό την αναφορά της χελώνης, στην Ελληνική Μυθολογία που λέγεται ότι η χελώνα ήταν νύμφη του ουρανού, δηλαδή άγγελος, η οποία δεν μετέσχε στους γάμους της Ήρας και του Διός, πράγμα που μεταφράζω ότι αρνήθηκε να μπη στην διαδικασία της ενσαρκώσεως και κατόπιν τούτου ετιμωρήθη από τον Ερμή με πτώση επί της Γης, και ρίχθηκε στην περιοχή της Κορίνθου στα Χελυδορέα Όρη, εκεί ακριβώς όπου και ο γιος του Ιαπετού, ο Προμηθέας, κατασκεύαζε τα ανθρώπινα όντα, τα οποία είναι γνωστά σαν αδαμική γενεά μέσα στον Παράδεισο.
Έτσι λοιπόν ο Αϊδονεύς ή Θεός της Ωδής, ο ψάλλων, δημιουργεί το «αιθέρος μέλος», τη μελωδία του αιθέρος, που σε πρώτη φάση κατά λέξιν σημαίνει τραγούδι του φωτός, τραγούδι του φωτεινού και κατόπιν αυτού, εφόσον τα φώτα (όπως είπαμε και στην Αστρολογία), δηλαδή ο Ήλιος και η Σελήνη, και εκτενέστερα όλα τα φώτα (όλοι οι Ήλιοι) αποτελούν υλικά σώματα, μέσω του ηλιακού ανέμου, και μέσω των κοσμικών νεφών, τα οποία (ήδη από τον περασμένο αιώνα) έχει αποδειχθή υπό του Αρρένιους, ότι περιέχουν οργανικές ουσίες και δη πρωτεϊνες, φέρουν τη λειτουργία αυτή στη Γη, φέρουν τη διαδικασία, τη λειτουργική αυτή διαδικασία στη Γη, αλλά και σε κάθε υλικό χώρο, και δημιουργείται έτσι η Κτίσις. Εφόσον όμως έχουμε αυτή τη μελωδία, αυτή τη φωτεινή ροή, βλέπουμε ότι στην ουσία μιλάμε για το ίδιο πράγμα, μιλάμε για ένα άξονα κυμάνσεως, όπου στη μια μεριά υπάρχουν τα κυματα, τα ηχητικα, και στην άλλη, κατά την επέκταση του κραδασμού, έχουμε τα φωτεινά κύματα, και προχωράμε σε άλλες κυμάνσεις, υπέρυθρες, υπεριώδεις κλπ.
Επομένως η βάση είναι ένας κραδασμός. Γι’ αυτό και οι επιστήμονες λένε ότι η ζωή στην ουσία μπορεί να παρασταθή με ένα κύμα: είναι ένας κραδασμός ένα πάνω και ένα κάτω. Τα κύματα λέγονται αιγαί, εξ’ ου και Αιγαίον Πέλαγος και γιατί έχει πολλά κύματα και γιατί αντικατέστησε γεωφυσικώς την Αιγηίδα Γη, η οποία λεγόταν Αιγηίδα ακριβώς επειδή κουνιόταν πολύ από τους σεισμούς (από το ρήμα αίσσω = ανακινούμαι, αναπηδώ, εξ ου και αίξ η κατσίκα και το Αίγιον κλπ. και κατά συνέπειαν εκείνος, ο οποίος δημιουργεί τα κύματα, κατά την αναγνώριση της καταληξεως –ευς, στα αρχαία ελληνικά, που σημαίνει ο δημιουργών, ο ποιών ή το όργανο με το οποίο δημιουργούμε κάτι, είναι ο Αιγεύς. Αιγεύς σημαίνει εκείνος που δημιουργεί κύματα, που δημιουργεί αναταραχή, είναι το όνομα του πατέρα του Θησέως ο οποίος όμως, προκειμένου να κάνη τον Θησέα, συνέρχεται με την Αίθρα, (που σημαίνει φωτεινή) κι έτσι η φράση «Αίθρα + Αιγεύς» (δηλαδή το ζευγάρι αυτό) μας δίνει πάλι τον αριθμό 740 (που είναι η Κτίσις). Τι σημαίνει αυτό; Ότι η Αίθρα (=φωτεινή, φωτεινή ουσία) συν τον Αιγέα, ο οποίος θέτει σε κύμα ή κύμανση του φωτός, με αποτέλεσμα να έχουμε μια Κτίση, η οποία (κτίσις) επέρχεται ως «αιθέρος μέλος» σε μελωδία του φωτεινού, και έπειτα, σαν μελωδία όλου του χώρου του αιθέρα, τους πλανήτες, τους ήλιους και όλα τα υπόλοιπα. Επομένως η Αίθρα με τον Αιγέα δημιουργούν μια κτίση, που σημαίνει κύμανση του φωτεινού μέσου.
Έχουμε κατόπιν αυτού μια κατάσταση η οποία λέγεται «αμπελουργία». Μετά την γεωργία και την δημιουργία, φτάνουμε στην αμπελουργία, που είναι το έργο της αμπέλου. Το έργο της αμπέλου είναι ακριβώς η παρασκευή του οίνου, ο οποίος (οίνος) μετατρέπεται στο Αίμα του Κυρίου, προκειμένου να υπάρξη το αντίλυτρον για τις αμαρτίες των ανθρώπων, και έτσι να έχουμε μια επαναφορά της Κτίσεως στην προτέρα κατάσταση ή την ανάσυρσή της από το χείλος του γκρεμού της αποτυχίας, του σφάλματος, γιατί αμαρτία σημαίνει αποτυχία, σφάλμα. Η αμπελουργία μας δημιουργεί ορισμένες άλλες καταστάσεις, οι οποίες είναι καταστάσεις ζυμώσεως, είναι κάτι το οποίο το συναντάμε στον οίνο, στο γάλα και στο μουρουνέλαιο, το οποίο προέρχεται από τη μουρούνα, το γνωστό βακαλάο ή ίακχο, όπου Ίακχος είναι ο Διόνυσος, ο θεός του οίνου, ταυτόχρονα όμως είναι και το μικρό γουρουνάκι, το οποίο το φέρουνε στα Ελευσίνια Μυστήρια και εισέρχονται οι Μύστες, οι μυούμενοι κατά την εντολή «άλαδε, Μύσται», και βλέπουμε ότι το γουρουνάκι το μικρό πάει με τη γουρούνα που λέγεται υς, και «υς» μας δίνει τον αριθμό 600, δηλαδή όσο «κόσμος». Επομένως η αμπελουργία εχει την έννοια αυτή, του οίνου, της ουσίας της γνώσεως, που μας δίνει αυτό το ποτό, και κατόπιν αυτού έχουμε την μετάβασή μας σε μια άλλη κατάσταση, πρέπει να έχη σχέση πάλι με το λόγο και εφόσον ξεκινήσαμε από το «αιθέρος μέλος» που είναι μελωδία του αιθέρος, δηλαδή μια μελωδία που ακούγεται στον αιθέρα, και η οποία προέρχεται από κάτι το εντελώς πνευματικό, από τον Αϊδονέα, δηλαδή από τον πνευματικό λόγο, φτάνουμε πλέον σε μια συμπύκνωση αυτού του λόγου, η οποία λέγεται πάγος, από το ρήμα πήγνυμι, και είναι η φράση «Άρειος Πάγος» που μας δίνει πάλι τον αριθμό 740 και είναι ακριβώς αυτή η Κτίσις που σημαίνει το πήξιμο της αράς, το πήξιμο του λόγου, το ότι ο λόγος, ο δημιουργικός λόγος, η προστακτική του Θεού «γεννηθήτω» έφτασε σε ένα αποτέλεσμα στη δημιουργία του στερεώματος: βλέπουμε ότι στην Παλαιά Διαθήκη μιλάει για στερέωμα, δηλαδή για πήξιμο, κάτι που έγινε στερεό ή παγωμένο, κάτι το οποίο επάγη, γι' αυτο τα βουνά παλαιότερα λέγονταν πάγοι, επειδή προήλθαν από το πήξιμο, από τη στερεοποίηση της καταρχάς υγρής και ρευστής μάζας, το οποίο κατά την ορογένεση εξετινάχθη από το βάθος της Γης, και εψύχετο, εστερεοποιείτο και γινόταν ένας πάγος, κάτι δηλαδή το στέρεο. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι τα βουνά εκαλούντο πάγοι, βλέπουμε ότι στην εποχή του Σωκράτη εξακολουθεί ένας λόφος να λέγεται Άρειος Πάγος κατά λέξιν ο λόγος του Άρεως, βλέπουμε ότι κατόπιν αυτής της διαλέξεως που δίνει στο λόφο ο Απόστολος Παύλος, αργότερα κατευθύνεται προς την Κόρινθο, η οποία λέγεται επίσης Πάγος. Επομένως «Άρειος Πάγος» σημαίνει ένα πήξιμο της αράς, του Λόγου, κατ' εμέ, και είναι στο λόφο εκείνο επειδή με το δικαστήριο ανταλλάσσονταν λόγοι, από το ρήμα λέξω, λέγω (όπως λέμε λέξω και ερώ) από όπου βγαίνει η λέξη αρά που σημαίνει ευχή ή κατάρα, εφόσον ο κυβερνήτης του Κριού ελέγχει την κεφαλή, ελέγχει αυτό που βγαίνει από την κεφαλή, που είναι βασικά η αρά, ο λόγος, γι' αυτό και αποδίδουν τη φωνή σε διάφορα πτηνά, τουλάχιστον, με την έκφραση κρα-κρα.
Και εφόσον εκεί ήταν το δικαστήριο και ανταλλάσσονταν απόψεις περί της αθωότητας ή ενοχής περί βαρειών περιπτώσεων φόνου, (εφόσον ο Άρης, ο θεός του πολέμου, οδηγεί στο φόνο) έχουμε ένα πήξιμο της αράς του λόγου πλέον, δηλαδή μια μετακίνηση των θέσεων των αντιδίκων ως προς τον υπόδικο και ένα τελικό αποτέλεσμα, μια τελική κρίση, την οποία λέμε κρίμα (από το ρήμα κρίνω) και κατά τη μετάθεση των συμφώνων και τροπή του διχρόνου ιώτα (ι) στο επίσης δίχρονο άλφα (α0 κάνουμε την ελληνική λέξη κάρα-κάραμα που σημαίνει το αποτέλεσμα των ενεργειών που έγιναν και που γίνονται κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Η λέξη κρίνω δεν σημαίνει κάτι το δυσμενές αλλά επειδή συνήθως ο αγόμενος ενώπιον του δικαστηρίου φέρεται και με ορισμένες αποδείξεις ή ενδείξεις ως προς το αίτημα του, και που συνήθως οδηγούν στην καταδίκη, η λέξη κρίμα έφτασε να σημαίνει κατάκριμα, ενώ είναι μια «μέση λέξη» που μπορεί να σημαίνη είτε αθωωτική είτε καταδικαστική απόφαση.
Έτσι λοιπόν από τη φράση «Άρειος Πάγος» που είναι το πήξιμο της αράς, πηγαίνουμε σε κάτι άλλο, πηγαίνουμε στη λέξη «ατμοβριθής» για να το συσχετίσουμε με τη λέξη «Λιψ» (= ο θερμός άνεμος). Ένας θερμός άνεμος, και ιδιαίτερα εφόσον είναι ένα «Άγιον Πνεύμα» φερόμενο υπεράνω των υδάτων, είναι φυσικό να δημιουργή ατμούς, κι έτσι φτάνουμε σε μία κατάσταση, σ' ένα χώρο ο οποίος είναι ατμοβριθής, βρίθων από ατμούς, οι οποίοι ατμοί ανεβαίνουν πάνω, ψύχονται, πέφτουν κάτω, γονιμοποιείται το έδαφος, και έχουμε μια πρώτη μορφή πρωτογενούς γεωργίας η οποία οφείλεται στην ένωση του ύοντος ουρανού με τη (βρεχόμενη) γη. Επομένως, η λέξη «ατμοβριθής» δείχνει τη δεύτερη κατάσταση του θερμού αέρα, που πλέον γίνεται ατμός, και εκεί που υπάρχει μία κατάσταση παραγωγής ατμών, υπάρχει το ατμοβριθές και αυτή είναι η έννοια της Κτίσεως και τα έμβια όντα που βρίσκονται στην κατάσταση της Κτίσεως, έχουν την τάση να αποδίδουν ατμούς, οι οποίοι (ατμοί) είναι μια μορφή πυκνώσεως του ατμοσφαιρικού μέσου την οποία τη βλέπουμε στη διαφορά θερμοκρασίας με τη μορφή του εσωτερικού (εκπνέοντας) και εξωτερικού (δεχομένου το εισπνεόμενο).
Τώρα μια άλλη μορφή, η λέξη «βηχίον» από το βήχω, που σημαίνει μια μορφή του λόγου, που δείχνει όμως μια βίαιη εκφορά φωνής και είναι το βηχίον, αυτό που αναφέρεται στο βήχα. Εκείνου που έχει σημασία, είναι ότι τόσο η δημιουργία όσο και η γεωργία και η αμπελουργία, ως μορφές της Κτίσεως έχουν ανάγκη ένα χώρο, στον οποίο θα υπάρχη ενεργούσα δύναμη για κτίσαντα και κτίσιν, ή για κτίζοντα και κτίσιν, ή για κτίτορα και κτίσιν. Υπάρχει δηλαδή ένα όργανο δυνάμεως και αυτό είναι ο ίππος, που σημαίνει στα αρχαία το αρσενικό και το γυναικείο όργανο, εφόσον βλέπουμε ότι η θεά της δημιουργίας η Δήμητρα, Γη – Μήτηρ, ενούται μετά του Ποσειδώνος υπό μορφήν ίππου, και βλέπουμε ότι ακόμη και σήμερα την απόδοση ενέργειας στις μηχανές τη μετράμε με ίππους, όπου ίππος είναι η δύναμη η οποία μπορεί να σηκώση σε χρόνο 1´´ βάρος 75kg σε ύψος 1 m. Κατά συνέπειαν, ο ίππος χρειάζεται ένα μέρος στο οποίο θα βοσκήσει και ακριβώς η φράση «βοσκή + ίππος» ή ίππος που βρίσκεται στην κατάσταση βοσκής («βοσκή + ίππος» εδώ το βοσκή με δοτική του οργάνου) μας δίνει τον αριθμό 740, δηλαδή την Κτίσιν. Κατά συνέπειαν για να υπάρχει Κτίσις πρέπει να υπάρχη ένα όργανο αρσενικό – θηλυκό, το οποίο να βρίσκεται σε κατάσταση ενεργοποιήσεως, σε κατάσταση λειτουργίας, δηλαδή σε βοσκή. Από κει προέρχεται η επόμενη φράση που είναι «γάλα + δύναμις» και μας δίνει πάλι 740, δηλαδή Κτίσις. Το γάλα είναι μια ευρύτερη έννοια, σημαίνει κάτι το οποίο είναι γαλανό, δηλαδή λευκό, φωτεινό, και έτσι επανερχόμαστε στην αρχή της αναλύσεως αυτής, όπου είδαμε ότι 740 η Κτίσις, είναι το «αιθέρος μέλος» δηλαδή η μελωδία του φωτεινού του αιθέρος, του γαλανού, και κατά συνέπειαν εφόσον ο αιθέρας περιβάλλει όλα αυτά που βλέπουμε, τους πλανήτες, τους ήλιους κλπ. Βλέπουμε ότι ο Γαλαξίας λέγεται ακριβώς Γόλα, από τους αρχαίους, διότι θεωρείται, κατά την απόδοση της Ελληνικής Μυθολογίας, ότι γεννήθηκε από την σταγόνα του γάλακτος που έπεσε από τον μαστό της Ήρας, όταν ο Ερμής προσπάθησε να δώση να πιη στον Ηρακλή, λόγος για τον οποίον και ο υδράργυρος που είναι το μέταλλο του Ερμή, καλείται επίσης γάλα, από τους αρχαίους αλχημιστές. Βλέπουμε ότι το γάλα και η δύναμις, ή η δύναμις που είναι μέσα στο γάλα, μας δίνει την Κτίσιν. Και εφόσον το γάλα αυτό είδαμε ότι είναι ο Γαλαξίας, ο οποίος λέγεται και Jacobstrabe στα γερμανικά, δηλαδή «η κλίμακα του Ιακώβ» βλέπουμε ότι ο συμβολισμός πλέον της Κτίσεως έρχεται μέσα από την Παλαιά Διαθήκη στην διαπάλη του Ιακώβ με τον άγγελο (ή θεό ή άνθρωπο) και ότι για να μπορέση να εκφύγη ο άγγελος, ναρκώνει τον αριστερό μηρό του Ιακώβ, λόγος για τον οποίον οι Εβραίοι δεν τρώνε αυτό το νεύρο (του αριστερού μηρού). Επομένως βλέπουμε ότι ο μηρός επειδή έχει ένα νεύρο με μεγάλη σημασία για τη ζωτικότητα του οργανισμού του ανθρώπου αλλά επίσης (από πλευρά Αστρολογίας) βλέπουμε ότι οι μηροί ανήκουν στο ζώδιο του Τοξότη άρα ελέγχονται από το Δία (πλανήτη) όπου Ζευς (θεός) είναι αυτός ο οποίος κατασκευάζει τη ζωή, (δίνει ζωή), άρα είναι αυτός η δύναμη της Κτίσεως, και έτσι βλέπουμε ότι η φράση «γάλα + δύναμις» μας δίνει πάλι τον αριθμό 740, και αυτή η δύναμη είναι η δύναμη της ζωής όπου η ζωή σαν ουσιαστικό λέγεται και με το απαρέμφατο ζην του ρήματος ζω, και ο Ζευς λέγεται ο Ζην (γενική του Ζηνός). Η ζωή λέγεται και «το ζην» εφόσον τα ουσιαστικά στα αρχαία ελληνικά αποδίδονται και με το απαρέμφατο ενάρθρως, οπότε η ζωή λέγεται και το ζην. Επομένως εάν πάρουμε το ζην και το κάνουμε ο Ζην, του Ζηνός, βλέπουμε το όνομα του Διός σε μια άλλη μορφή, ο Ζευς του Διός, ο Ζην του Ζηνός, ή στα Δωρικά, ο Ζαν του Ζανός. Έτσι λοιπόν, όταν ο Χριστός λέει, «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» αυτό μπορεί να γραφτή και «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και το ζην» που σημαίνει μια αλήθεια, η οποία προέρχεται από τη ζωή η οποία βρίσκεται σε μια διαδρομή και αυτή η διαδρομή, εφόσον η ζωή είναι το φως, το φως του κόσμου, και προέρχεται από τους Ήλιους, και προέρχεται από τον Ήλιο που ξέρουμε, είναι λοιπόν μια διαδρομή στο Γαλαξία, και είναι ακριβώς αυτό που είπαμε λίγο πριν, η διαπάλη του Ιακώβ με τον άγγελο πάνω σ' αυτή την κλίμακα, στην Κλίμακα του Ιακώβ, που είπαμε ότι λέγεται Jacobstrabe στα γερμανικά.
Είδαμε ότι υπάρχει η φράση «βοσκή + ίππος», ότι ο ίππος, το όργανο το γεννητικό, υπάρχει σε μια κατάσταση λειτουργικότητας, σε μια βοσκή, και τώρα προχωρώντας βλέπουμε ότι η ίδια αριθμολογική φράση, ο αριθμός 740, ο αριθμός της Κτίσεως, μας δίνει τη φράση «Δέλτα + ίππος». Ο ίππος σημαίνει και το ανδρικό και το γυναικείο όργανο, και εδώ πρέπει να δούμε ότι το Δέλτα σημαίνει ακριβώς το γυναικείο όργανο. Επομένως «Δέλτα + ίππος» μας λέει ότι υπάρχει μια σύζευξις του γυναικείου και του ανδρικού οργάνου, πράγμα το οποίο έχει σαν συνέπεια δια της καλλιέργειας, δια της γεωργίας (=το έργο, δηλαδή το όργωμα της Γης) να φτάνουμε στην Κτίσιν.
Το Δέλτα βέβαια είναι και το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου ή daleth (ντάλεθ) στα εβραϊκά που σημαίνει (στα εβραϊκά) την πύλη, το πέρασμα, το πέρασμα το πτυχωτό που είχανε στις σκηνές, εξ ου και η σκηνοπηγία λέγεται σουκά κατά παράφραση της λέξεως συκή, όπου πάλι ο καρπός, το σύκον, σημαίνει το γυναικείο όργανο. Επομένως έχουμε μια εννοιολογική ενεργοποίηση του 4ου οίκου, από πλευράς αστρολογικής, που είναι η έννοια της μητρικής γης, της πατρίδας, εκεί που γεννηθήκαμε που βρεθήκαμε, αλλά για να βρεθούμε κάπου πρέπει να βρεθή πρώτα κάποια γυναίκα, να μας γεννήση, άρα δείχνει τη μητέρα, δείχνει το σπίτι, το περιβάλλον, άρα και γενικότερα το στενό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρισκόμαστε και δημιουργούμε και που μας περιβάλλει, την ατμόσφαιρά μας δηλαδή, είτε αυτή είναι χωρική, είτε είναι άνθρωποι που μας περιβάλλουν. Τωρα, εφόσον έχουμε αυτή την κατάσταση, βλέπουμε ότι εφόσον αναφέραμε και πριν ότι η Δήμητρα ως μητέρα γη συμβολίζεται με τη γουρούνα (υς) που βγάζει κόσμος (=600) ενώθηκε με τον Ποσειδώνα, τον Αιγέα, δηλαδή αυτόν που δημιουργεί τα κύματα υπό μορφήν ίππων προκειμένου να γεννηθή αυτό που γεννήθηκε, και βλέπουμε ότι η λέξη «Δημήτριος» μας δίνει πάλι τον αριθμό 740, δηλαδή την Κτίσιν. Που σημαίνει (η λέξη Δημήτριος) ο ανήκων ή ο αναφερόμενος στην Δήμητρα, στη Γη – Μητέρα. Επομένως η Γη – Μητέρα, είναι μία οντότητα. Προχωράει σε μια λειτουργία, που ανήκει σ' αυτήν, κι αυτό που ανήκει σ' αυτήν λέγεται Δημήτριος. Και η λέξη Δημήτριος μας δίνει τον αριθμό 740. όμως η Δήμητρα για να μπορέση να λειτουργήση, χρειάζεται την Κόρη, λόγος για τον οποίο προβαίνει στην αναζήτησή της. Και βλέπουμε ότι καθ' ον χρόνον προβαίνει στην αναζήτηση της Κόρης, η Κτίσις έχει σταματήσει: δεν δημιουργείται πλέον τίποτα. Είναι σαφές λοιπόν ότι δεν είναι μόνη η Δήμητρα αλλά είναι μετά της Κόρης. Κατά συνέπειαν οι γενεές των ανθρώπων για να επιζήσουν χρειάζονται τις δημιουργικές κυμάνσεις της Δήμητρας και της Κόρης, και το σύνολο «Δημήτηρ + Κόρη + Γενεαί» μας δίνει και αυτό τον αριθμό 740. επομένως η Κτίσις είναι γενεαί, οι οποίες έχουν το στοιχείο της συζεύξεως της Δήμητρος με της Κόρης. Και εφόσον η Δήμητρα, μετά την πράξη με τον Ποσειδώνα, πηγαίνει στον ποταμό και πλένεται, και προφανώς λόγω του θυμού της έχει ξεχάσει να μεταμορφωθή από άλογο ξανά σε άνθρωπο, ή εφόσον η όλη ενέργεια έγινε σε κατάσταση αλόγων (ίππων) είναι σαφές ότι πηγαίνει και να πλυθή σαν άλογο, και βλέπουμε ότι το μέρος του ποταμού όπου πλένονται τα άλογα λέγεται ροία. Αυτό το ροία από παροξύτονος τύπος, μπορεί να γίνη οξύτονος και προκύπτει η λέξη ροιά, μας δίνει έτσι ακριβώς τη λέξη ροιά που σημαίνει ροδιά, που είναι το δέντρο του οποίου τον καρπό παίρνει κάτω η Κόρη, από τον Πλούτωνα, προκειμένου να ανέβη στη γη και να συναντήση τη μάνα της, η οποία στον επάνω κόσμο είναι και μάνα του πλούτου. Επομένως ο Πλούτων ή Πλουτών, δια της ανόδου της Κόρης, δημιουργεί τον πλούτο.
Εφόσον υπό την μορφή της υπνώσεως ο Πλούτων απήγαγε την Κόρη, βλέπουμε ότι η ροία, που έχει γίνει πλέον ροιά, παίρνει και ένα σίγμα, που είναι η σχισμή, η διακυλίνδωση και γίνεται ροιάς, ποου σημαίνει την παπαρούνα, μορφή υπό την οποία ελατρεύετο η Δήμητρα στην Κρήτη, όπου έχουμε δει τα αγάλματα, και όπου φοράει στο κεφάλι την παπαρούνα (ροιάς) που ο χυμός της (οπός) λέγεται κωδείνη από τη λέξη κωδεία, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει επίσης κεφάλι.
Έχουμε τώρα τη λέξη «διασεισμός». Είδαμε ότι υπάρχει μια σύζευξη της Αίθρας και του Αιγέως, δηλαδή του φωτός και της διασείσεως, προκειμένου να δημιουργηθή κατάσταση Κτίσεως. Εδώ πλέον έχουμε τη λέξη «διασεισμός» που είναι δια + σεισμαός, εκείνος ο οποίος είναι αποτέλεσμα της διασείσεως. Έτσι λοιπόν η λέξη διασεισμός, ή Κτίσις, μας λέει ακριβώς ότι είναι το αποτέλεσμα της ενεργείας, της σείσεως δια. Κάθε υλικό δέχεται μέσα του μια σείσιν, ένα ταρακούνημα, δέχτηκε την ενέργεια του Αιγέως, και έτσι δημιουργήθηκε το αποτέλεσμα αυτό το οποίο είναι η Κτίσις.
Υπάρχει τώρα η λέξις «δρεπανοποιός». Είναι εκείνος, ο οποίος κατασκευάζει το δρέπανο. Τι είναι το δρέπανο; Είναι το όργανο το οποιο χρησιμοποίησε ο Κρόνος, προκειμένου να ευνουχίση τον Ουρανό, για ποιο λόγο; Για το λόγο ότι ο Ουρανός κατάπινε τα παιδιά που γεννούσε η Γαία. Επομένως η Γαία, η Γη-Μήτηρ, ο παράγων της Κτίσεως βρισκόταν σε κατάσταση στασιμότητας, κατάσταση ανενεργό, λόγω της παρουσίας του Ουρανού, και αυτόν τον Ουρανό ευνουχίζει ο Κρόνος, προκειμένου να πάψη να υπάρχη η ενέργεια εκείνου ο οποίος δεν ενεργοποιεί τη Γη. Έτσι έχουμε την πρώτη των γεννητικών οργάνων του Ουρανού στην θάλασσα, στο υγρό στοιχείο, στο Νου, (που λέγαμε στην αρχή) όπου Νους είναι ο Ωκεανός, εξ' ου και Νόα = πηγή στα αρχαία ελληνικά, και έχουμε τη δημιουργία της θεάς του Έρωτα, της Αφροδίτης, δηλαδή ενός άλλου τρόπου Κτίσεως (δημιουργίας) και βλέπουμε ότι από τα Κύθηρα, (από το Κύθος, ή Κύσθος, που σημαίνει αιδοίον γυναικός) η Αφροδίτη Κυπρίς, από το cuprum (αρχαία δωρική = λατινική λέξη), που σημαίνει χαλκός και η λέξη Κύπρις (η Αφροδίτη) βγαίνει από το κύπερον ή κύπελον και με αρκτική συγκοπή του Κυ γίνεται πέλλα, εξ' ου και belly στα εγγλέζικα (η κοιλιά) και bell το κουδούνι γενικά, το δε αίμα του Ουρανού πέφτει κάτω στη Γη, γίνεται κόκκινη η γη, (ή ανταμά) όπως λέγεται στα εβραϊκά, δηλαδή στα ελληνικά της Παλαιστίνης, και από κει βγαίνει η λέξη Αδάμ, δηλαδή ο «άνθρωπος της Ανταμά» της κόκκινης γης. Από το αίμα αυτό, κατά την Ελληνική Μυθολογία η οποία συμπληρώνει τα κενά του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, βγαίνουν οι Νύμφες, δηλαδή ψυχές, δηλαδή οργανικές οντότητες (ουσίες) οι οποίες εισέρχονται στα δέντρα, που είναι γνωστά σαν μελίες.
Μελία ή φράξος, ή όρνος, είναι το φυτό το οποίο χρησιμοποιούν οι θεοί για να φτιάξουν το λεγόμενο χάλκινο γένος. Το χάλκινο γένος το οποίο αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία της Κτίσεως, της Δημιουργίας, δεν προέρχεται από το χαλκό. Ονομάστηκε χάλκινο, γιατί οι άνθρωποι αυτοί κατοικούσαν σε σπίτια χάλκινα και έφεραν όπλα χάλκινα, αλλά είναι ένα φυτικό γένος. Ένα γένος που έχει κατασκευαστή από τις μελίες της οποίας ο χυμός είναι κόκκινος και γι' αυτό βλέπουμε ότι αυτό το γένος έχει δημιουργηθή μέσα σε ένα κήπο, τον Παράδεισο (Παράδεισος σημαίνει κήπος). Έτσι λοιπόν αυτή είναι η έννοια του Δρεπανοποιού: είναι αυτός που κάνει το δρέπανο, δηλαδή το αναγκαίο όργανο, για να σταματήση μια στασιμότητα στην Κτίση, και να δοθή μια άλλη μορφή, και εφόσον η Αφροδίτη είναι κυβερνήτης του Ταύρου, βλέπουμε ότι όλη αυτή η κατάσταση αρχίζει γύρω στο 4.500 π.Χ., εποχή κατά την οποία το εαρινό ισημερινό σημείο (το γ') περνάει μέσα στην περιοχή του Ταύρου, άρα αρχίζει αυτό που λέμε «Εποχή του Ταύρου», ή «Αιώνας του Ταύρου» και αυτή η Εποχή του Ταύρου συμπίπτει με την εποχή του Χαλκού, και βλέπουμε ότι συμπίπτει και με την ημερομηνία της κοσμογενέσεως που δίνει η Παλαιά Διαθήκη για το αδαμικό γένος, το οποίο όπως σας είπα, κατ' εμέ, είναι το χάλκινο. Έτσι βλέπουμε ότι έχουμε αυτά τα πράγματα, και έχουμε και τη φράση «εν ζεύγος» που δείχνει ότι όλα τα πράγματα προέρχονται απ' την κατάσταση του ζεύγους. Είδαμε ότι είναι «ίππος + δέλτα» που δείχνει καθαρά το ζεύγος των δύο, ταυτόχρονα όμως είναι εν, είναι και το αυτό που σημαίνει το ρηφθέν, από το ρήμα ίημι, ίεμαι = ρίπτομαι, και σημαίνει ενα ζεύγος που ερρίφθη, και αναφέρεται στο ζεύγος των γεννητικών οργάνων του Ουρανού τα οποία έπεσαν στη θάλασσα, δηλαδή στο αλμυρό νερό, και έτσι δημιουργήθηκε η νέα μορφή της Κτίσεως, η Κτίσις κατά Αφροδίτην, ή κατά τον Χαλκό.
Και βεβαίως η Κτίσις είναι κάτι το επίτεκνον. Η λέξη «επίτεκνος» μας δίνει τον αριθμό 740 που σημαίνει τη δημιουργία ενός παιδιού (από το ρήμα τίκτω) εξ ου και τόκος (αυτού που γεννάει το κεφάλαιο ή παιδιά). Τώρα όλη αυτή η κατάσταση της Κτίσεως, εφόσον έχουμε πάει σε ένα «Άρειο Πάγο» που σημαίνει ένα πήξιμο της αράς, άρα δημιουργία ενός πάγου, σημαίνει ότι έχουμε το στερέωμα ενός όρους, από το άρος, το ύψωμα, από το αρώ (μέλλοντα) που κατά τροπή του α σε ο γίνεται όρος. Επομένως φτάνουμε στο επίθετο «Ευηρείδης» που σημαίνει ο γυιος του Ευήρους, δηλαδή αυτού ο οποίος έχει υψωθή καλώς. Και αυτό το «έχει υψωθή καλώς» είναι ένα τεκτονικό οικοδόμημα, μία Κτίσις, η οποία εφόσον έχει ακολουθήσει τους νόμους του ζεύγους, τους νόμους του ατμοβριθούς, δηλαδή τους νόμους της Κτίσεως, είναι ένας Ευήρης, δηλαδή αποτέλεσμα αυτού που έχει υψωθή καλά.
Ευηρείδης βέβαια είναι και επίθετο, το οποίο αποδίδεται στον μάντη Τειρεσία, οποίος βρισκόταν κάπου στην περιοχή των Θηβών, είχε σχέση με τον Κάδμο, είχε σχέση με τον Δία και την Ήρα, είχε μετατραπή σε γυναίκα, και βλέπουμε γι' αυτό ότι γνώριζε τις καταστάσεις των δύο πλευρών του ζεύγους της Κτίσεως, της θηλυκής (Yin) και της αρσενικής (Yang) λόγω αυτής της μετατροπής του σε θήλυ και της επαναφοράς του αργότερα στην κατάσταση του άρρενος. Επομένως αυτός ο οποίος είναι Ευηρείδης, που υψούται καλώς, σημαίνει ότι έχει και ένα καλό στολισμό, και εφόσον βλέπουμε ότι έχουμε σχέση με τις Θήβες (είπαμε στην αρχή ότι η Κτίσις είναι «Άγιον Πνεύμα + Θήβες») βλέπουμε ότι οι Θήβες έχουν μια ακρόπολη, που λέγεται Καδμεία, από τον Κάδμο, που Κάδμος είναι μια λέξη καθαρά ελληνική (παρά τις διάφορες αντιεπιστημονικές απόψεις ορισμένων, που δεν έχουν καμμία σχέση με την αλήθεια). Η λέξη Κάδμος επαναλαμβάνω είναι καθαρά ελληνική, ιδιαίτερα κρητική, σημαίνει τον στολισμό του πολεμιστού συνίσταται στην ασπίδα, το δόρυ και στον λόφο (δηλαδή στο λοφίο) και κατ' εμέ βγαίνει από την παθητική μετοχή Κεκαδμός του παρακειμένου του ρήματος κοσμούμαι. Άλλωστε στην Κρήτη, όπως ξέρετε, που υπάρχει και η λέξη Καδμός, υπήρχαν και οι Κόσμοι (άρχοντες) όπως λέμε σήμερα κοσμήτορες. Επομένως ο Εύκαδμος (=740) είναι εκείνος ο οποίος έχει στολιστή καλώς, βλέπουμε ότι ο Θεός, κατά τη δημιουργία, προχωρεί από στόλισμα σε στόλισμα, μέχρι που φτάνει στον άνθρωπο, στον κύριο της κτίσεως, τον οποίο τον αποκαλούν «κορωνίδα της δημιουργίας» δηλαδή κορώνα, κορυφή της κεφαλής, και αυτή η κορώνα λέγεται λόφος ή Κάδμος.
Υπάρχει όμως και η λέξη Εύκλειος (=740) που σημαίνει κάποιον ο οποίος καλώς κλείεται, κάτι το οποίο κλειδώνει καλά. Αυτό βλέπουμε και στην Αποκάλυψη που λέει ότι «εγώ είμαι Εκείνος ο οποίος ανοίγει και ουδείς κλείει, και Εκείνος που κλείει και ουδείς ανοίγει». Ταυτόχρονα όμως Εκείνος ο οποίος είναι ο κλείων, ή γνωρίζει καλώς να κλειδώνη στο Ευαγγέλιο είναι ο Πέτρος, στον οποίο ο Χριστός λέει: «Συ ει Πέτρος και επί την πέτραν ταύτην οικοδομήσαι την εκκλησίαν μου». Αυτό σημαίνει: Είσαι Πέτρος και πάνω σ' αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Γι' αυτό λέμε ότι έχει και τα κλειδιά. Επομένως ο Πέτρος, εφόσον έχει τα κλειδιά και είναι ο Πέτρος και εφόσον λέει ότι θα οικοδομήση την εκκλησία επί του Πέτρου αυτού, η εκκλησία αυτή είναι μια συναγωγή, μια δημιουργία λαού που έχει σχέση με τας κλείδας, αφού ο Πέτρος κρατάει τα κλειδιά και βλέπουμε ότι ο αριθμός 740 που μας δίνει την Κτίσιν, μας δίνει και τον Εύκλειον. Θα δούμε ότι παλαιότερα εκείνος που είχε την εξουσία των κλειδών ήταν η Εκάτη, η οποία ήταν η κυρία του Άδη: αυτός είναι ο υπαινιγμός στο Ευαγγέλιο από τη στιγμή που του δίνει τα κλειδιά του Πέτρου του λέει «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» αλλά (την εξουσία) θα την έχει ο Πέτρος.
Έχουμε τώρα και την λέξη «Ζύγινος» αυτός ο οποίος προέρχεται από τον Ζυγό. Ο Ζυγός είναι το 7ο ζώδιο, το οποίο επίσης έχει κυβερνήτη την Αφροδίτη, και κυβερνάει τα νεφρά, μέσω των οποίων υπάρχει ένας έλεγχος στον εγκέφαλο, και κυρίως η υπολειτουργία των επινεφριδίων δημιουργεί καταστάσεις σκοτωμάτων και φοβιών στον εγκέφαλο. Ταυτόχρονα η απόδοση των νεφρών με τη λέξη Νεφρία, μας δίνει τον αριθμό 666 που είναι ο Αντίχριστος, και δείχνει την έννοια της αντιθέσεως που προέρχεται από μια κακή συναρμολόγηση, από ένα κακό κλείδωμα, που δείχνει ο Ζυγός, (η ζυγαριά) παραγωγής μας στα αρχαία κείμενα και στην αρχαία εικονογραφία του νεκρικού παπύρου του Άνι, (που τώρα βρίσκονται στο βρετανικό μουσείο αιγυπτιακών αρχαιοτήτων) βλέπουμε αυτή την κατάσταση του Ζυγού, του ζυγίσματος της ψυχής, η οποία δια της παραβολής της προς το φτερό στις δύο παλάτζες, (δίσκους) κρίνεται άξια ή μη για την επόμενη Κτίσιν για την πραγματική Κτίσιν στην οποία εισέρχεται κατόπιν της Κρίσεως η οποία γίνεται ενώπιον του Ανούβιδος, του θεού της Κρίσεως και της ταριχεύσεως.
Είδαμε στην αρχή ότι εφόσον ο Σατανάς είχε λόγους (κατ' εμέ) και αρνήθηκε να μπη στην διαδικασία της ενσαρκώσεως, έπεσε κάτω, τον έρριξε δηλαδή ο Ερμής, και προφανώς για να πέση κάτω, του αφαιρέθηκαν τα φτερά. Βλέπουμε τη λέξη πτερόν. Μας βγάζει τον αριθμό 605 και ο αριθμός 605 αποδίδεται στα αρχαία ελληνικά με τον αριθμό = γράμμα χε'. Επομένως η χελώνα ή χέλυς χάνει το χε', χάνει το φτερό, και μένει -λυς, η λύρα σκέτη, και έτσι αυτό το οποίο κατασκευάζει ο Ερμής στα Χελυδόρεα όρη, έχοντας γδάρει προηγουμένως τη χελώνα είναι μια λύρα, κάτι δηλαδή απ' το οποίο λείπει το χε' = 605 (δηλαδή το πτερόν). Αυτή η λύρα χρησιμοποιείται για το μουσικό λόγο. Εφόσον ο λόγος αυτός (από το ρήμα λέγειν) που σημαίνει (σε τέταρτη ερμηνεία) «συνουσιάζεσθαι προς τεκνοποίησιν» και κατά συνέπειαν επανέρχεται στον Ουρανό ως Λύρα, ως αστερισμός της Λύρας, όπου ο Lyr (το πρώτο άστρο της Λύρας) ο Βέγκας, σημαίνει ακριβώς στα Αραβικά τον «πίπτοντα αετό» ή τον «πίπτοντα γύπα». Επομένως έχουμε μια μικρή λύρα και είναι μικρή η λύρα επειδή φτιάχνεται από χελώνα (ακόμη και σήμερα βλέπουμε στο μαρόκο τέτοιες κατασκευές). Επομένως δεν είναι μια λύρα κανονική, είναι μία «λυρίς» μαι μικρή λύρα, λέξη η οποία επίσης βγάζει τον αριθμό 740. Επομένως η Κτίσις είναι μια λυρίς, είναι μια μουσική δημιουργία, η οποία προέρχεται από το καύκαλο της χελώνας, το οποίο καύκαλο λέγεται ταρταρούγα, λέξη η οποία μας οδηγεί πάλι στα Τάρταρα, όπου εκεί μένουν οι νεκροί και στα οποία κυβερνάει η Κόρη (της Δήμητρας) η Περσεφόνη, η οποία όταν σαν Κόρη ενούται με τη Δήμητρα μας δίνει τη φράση «Δημήτηρ + Κόρη + γενεαί», δηλαδή την Κτίσιν. Επομένως η λυρίς αυτή γίνεται λόγος, γίνεται Αϊδονεύς, όπως είπαμε στην αρχή, είναι το όργανο δια του οποίου ο Αϊδονεύς μετακαλεί τα όντα εκ της ανυπαρξίας στη συνύπαρξη, στη δημιουργία, είναι αυτό που λέγαμε ότι «είπε και εγένετο» (έγινε η δημιουργία). Το «είπε» όμως εδώ, δεν είναι ένα «είπε», δεν είναι ένα «λέγω» με την έννοια που το χρησιμοποιούμε εμείς σήμερα, γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός μίλησε, είναι μια ανθρωποπαθής έκφραση, πολύ περισσότερο επειδή δεν υπήρχε και η ακοή. Αυτό που πράγματι έπρεπε να πουν, είναι ότι έθεσε σε λειτουργία (σε κίνηση) ένα δημιουργικό κυματισμό. Είδαμε στην αρχή ότι είναι ο Αιγεύς, ο Ποσειδών, ο οποίος Ποσειδών είναι ο Ενάλιος Ζευς, δηλαδή είναι η ζωή μέσα στη θάλασσα. Κατά συνέπειαν έχουμε ένα κυματισμό, μια κίνηση, και το ρήμα αίσσω που σημαίνει θέτω σε κίνηση, «αναπηδώ», «βάζω τα πράγματα να ταρακουνηθούν», προέρχεται από ένα προγενέστερο ρήμα αίω στα ελληνικά και aio στα λατινικά, το οποίο σημαίνει «ομιλώ» αλλά και «θέτω τα πράγματα σε κίνηση» (κατ' άλλους ακούω, υπακούω, αλλά η άποψή μου είναι αυτή, εξ ου και επαίων δεν είναι αυτός που υπακούει στους άλλους αλλά είναι αυτός που τον ακούνε κι έτσι το επίθετο επαίων έχει παραμείνει στον Σωκράτη, το ρήμα ή από το αίω πλέον και έχει μείνει σαν ait στα λατινικά, και είναι ο Αίων και Αιών. Η λέξη αίων οξύτονη (τονίζεται δηλαδή στη λίγουσα και) γίνεται Αιών, και είναι εκείνος ο οποίος θέτει σε κίνηση τη δημιουργία. Αυτές είναι οι θεωρίες των Γνωστικών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι μεταξύ Θεού Πατρός και των ανθρώπων είναι οι Αιώνες, τα 15 ζεύγη των Αιώνων, τους οποίους διέλαθε ο Ιησούς ενδυόμενος το φως, κατά συνέπειαν ως Φως, δια πολλαπλών ανακλάσεων και δια της κοπώσεως εισέρχεται εις την κοιλίαν της Μαρίας ως Θείον Φως, βαπτιζόμενος εις Ιορδάνη ποταμόν (λέξη που είναι από το Ίαρ και Δάνος = αίμα και ύδωρ) υπό του Ιωάννου, (= και περιστερά) προκειμένου να γίνη αντιληπτόν ότι διέφυγε από τους Αιώνας βαπτιζόμενος στα ρείθρα του Ιορδάνου ποταμού. Τα ρείθρα – κάθε ποταμού – λέγονται αιώνες, και κατά συνέπειαν ως υγρό στοιχείο (στοιχείο της γεννήσεως ή της Κτίσεως) είναι το σπέρμα του ανδρός το οποίο εισέρχεται εντός του οργανισμού (κατά τη διαδικασία της έσω εκκρίσεως των όρχεων) ανερχόμενο δια των σπονδύλων της σπονδυλικής στήλης, καλούμενο «ανθός του καθαρωτέρου αίματος», φθάνει ως Ιησούς ή Πνεύμα εντός της κεφαλής διαρρέον το νωτιαίο μυελό, ο οποίος νωτιαίος μυελός επίσης καλείται Αιών. Έτσι λοιπόν ο αιών, (που είναι ο νωτιαίος μυελός, δηλαδή γενικώς ο μυελός απ' όπου βγαίνει το αίμα που δημιουργεί τα πάντα) του κτίσματος του ανθρωπίνου σώματος, είναι μια χρονική περίοδος, (εφόσον Κτίσις = χωροχρονική δημιουργία), δηλαδή τα κτίσματα κρατάνε μια ορισμένη περίοδο, τα κτίσματα τα οποία προέρχονται από τη διασύνδεση των Αιώνων (δηλαδή κοσμικών πνευματικών οντοτήτων που είναι μεταξύ Θεού – Πατρός – κτίσαντος και κτισμάτων, και κατά συνέπεια αποτελούν τα ρείθρα ενός ποταμού (οιουδήποτε ποταμού) και δη του ποταμού της ζωής, λόγος για τον οποίο ο Ηράκλειτος λέει «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Λέει βέβαια ο Κύριος ότι «για να μπορέσετε να εισέλθητε εις την Βασιλεία των ουρανών πρέπει να γίνετε όπως τα παιδιά», επομένως η Αιώνιος βασιλεία είναι η βασιλεία των παιδιών, κατά συνέπειαν θα πρέπει οι λέξεις αιών και παιδί εννοιολογικά να συμπίπτουν. Αυτό το βλέπουμε κάλλιστα στον Ηράκλειτο, όπου λέει «Αιών εστί παις παίζων, πεσσεύων». Επομένως «βασιλεία των ουρανών» = «αιώνιος βασιλεία» και εφόσον το παιδί λέγεται αιών, είναι αυτός που ομιλεί, ο λόγος και βλέπουμε ότι και στη χριστιανική ορολογία ο Λόγος λέγεται «παιδίον νέον» αυτό που έρχεται. Και το παιδί αυτό είναι ο παίζων και ο πεσσεύων που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί πεσσούς. Οι πεσσοί ήταν παιχνίδι στους αρχαίους Έλληνες που έφτανε μέχρι τη ριξιά η οποία ελέγετο Ευριπίδης (δηλαδή ο γιος της καλύτερης ριξιάς, της καλύτερης ρίψεως, που αντιστοιχούσε στον αριθμό 45, ιδεατό αριθμό τον οποίον δεν μπορούσαμε να τον φτάσουμε, και ο πρώτος αριθμός ήταν ο άσσος. (Άσσος από το επίρρημα άγχι).
Επομένως στην ουσία Αιών, είναι το παιδίον αυτό το οποίο είναι η αρχή της Κτίσεως το οποίο όμως παιδίον δεν λέγεται εδώ τόκος ή υιός ή γεννητός ή πώλος, λέγεται παιδίον. Τι σημαίνει παιδίον; Έχει την έννοια του παιδός, του δούλου ή υπηρέτου, ή εκείνου ο οποίος παιδεύεται, προκειμένου να αποκτήση παιδεία, δηλαδή μαθητεία. Γι' αυτό και στην Παλαιά Διαθήκη λέει «εγώ ον αγαπώ, ελέγχω και παιδεύω, μαστιγώ δε πάντα υιόν ον παραδέχομαι», λόγος για τον οποίο η τελετή της αναγνωρίσεως εις την Σπάρτην (ήταν η τελετή της Ορθίας Αρτέμιδος) δια της μαστιγώσεως αναφέρεται (κατ' εμέ) στα αντίστοιχα εδάφια του Προφήτη Ζαχαρία (όπου διάφοροι προσπαθούν να μας πείσουν ότι αναφέρεται σε προτροπή του Θεού εναντίον των Ελλήνων, ενώ είναι σαφές, αφού αναφέρεται από την αρχή του κεφαλαίου αυτού στην πτώση της Τύρου από τους Έλληνες με τον Αλέξανδρον, ότι αναφέρεται στην παίδευση των Ελλήνων, προκειμένου να τους αναγνωρίση ως τέκνα Του, σε συσχέτιση με αυτό που λέει ο Χριστός όταν τον επισκέπτονται οι Έλληνες, ότι «νυν ήλθε η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου».
Και εδώ βλέπουμε ότι μιλάει για Υιό και όχι για παίδα. Έχουμε λοιπόν αυτά τα δεδομένα μέχρι στιγμής, τα οποία αναφέρονται στην λυρίδα, κατά συνέπειαν θα πρέπει να συσχετίσουμε τη λέξη λυρίς που είναι η μικρή λύρα, και μας δίνει τον αριθμό 740 προς τη λύρα, που μας δίνει τον αριθμό 531. Η λύρα, σαν αριθμός 531 είναι το εμβαδόν κύκλου με ακτίνα 13. Και εφόσον η λέξη «ακτίς» μας δίνει επίσης 531, βλέπουμε ότι η ακτίνα του κόσμου είναι ο αριθμός 13, εφόσον μ' αυτή την ακτίνα βγαίνει εμβαδόν κύκλου 531 = ακτίς.
Κατά συνέπειαν αναλύοντας το Μυστικό Δείπνο (είναι ο Μυστικός Δείπνος που αποτελείται από 13 άτομα) μπορούμε να κατασκευάσουμε το τρίγωνο (του Μυστικού Δείπνου) το οποίο πιστεύω ότι υπήρχε στο Πυθαγόρειο σχεδιάγραμμα που λέγεται «Γάμου τόπος» ή «γαμήλιο σχεδιάγραμμα» όπου έχουμε 13 ως υποτείνουσα οπότε θα έχουμε βάση το 12 και ύψος το 5, με αποτέλεσμα 30 σαν εμβαδόν και 30 σαν περίμετρο. Εδώ έχουμε αυτό το παίξιμο της υποτεινούσης (του 130 ενώ το 12 είναι οι μαθητές. Το 12 είναι η ρίζα του 144, όπου 144 = Θείον: Το Θείον, δηλαδή η έννοια της θεότητος, είναι το τετράγωνο του 12 και 12 είναι οι μαθητές. Παρατηρούμε ότι το δώδεκα είναι αναγραμματισμός της λέξης δέδωκα (= έχω δώσει) και λέει ο Χριστός απευθυνόμενος στον Πατέρα: «τους δώδεκα, ους δέδωκάς μοι». Επομένως είναι αυτό που έχει δοθή, και γι' αυτό βλέπουμε ότι η νοητική λειτουργία μέσα στον εγκέφαλό μας αποτελείται, δημιουργείται από 12 ζεύγη κρανιακών νεύρων, που όταν συλλειτουργούν μας δημιουργούν τη λέξη «ευνοίδης» που σημαίνει το αποτέλεσμα, το γιο της καλή διανοήσεως. Βλέπουμε ότι το 13 είναι αριθμός που αποδίδει τη λέξη Ζέα. Η Ζέα ή Ζεία, σημαίνει είδος σίτου. Επομένως στο Μυστικό Δείπνο δεν τρώνε αρνί, που τρώμε εμείς, τρώνε, όπως βλέπουμε, άρτον και πίνουν οίνο. Κατά συνέπειαν ο Μυστικός Δείπνος είναι ένας Δείπνος περί του οποίου έχει ληφθή η εντολή της σιωπής («σιώπα») κι η λέξη σιώπα λέγεται επίσης «ίβα» και βλέπουμε ότι ίβα μας δίνει επίσης τον αριθμό 13, πράγμα που μπορούμε να συσχετίσουμε με το ιερό πτηνό την ίβιδα εν Αιγύπτω. Επομένως, εκείνος ο οποίος κατασκευάζει τη Ζέα, τον άρτο, είναι ο Ζευς, άρα ο Πατήρ (που λέγεται Ζευς), ή Ζην, ή Ζωή, εφόσον η ζωή παράγεται από τον άρτο, ο οποίος περιέχει τη βιταμίνη Ε η οποία ενεργοποιεί τη μήτρα ή ύστερα ή άμυλα (δια του αμύλου) και έτσι βλέπουμε ότι και ο Απόλλων, ο θεός της Ζωής και του Ήλιου, εφόσον είναι και κυβερνήτης (μέσω του ζωδίου του Λέοντος) του 5ου οίκου, λέγεται Θόριος, τουτέστιν αναφερόμενος στο ανδρικό σπέρμα, εφόσον εισέρχεται μέσα στους Δελφούς, και είπαμε ότι Δελφοί είναι από τη λέξη δελφύς (τριτοκλίτως) ή δελφύα (πρωτοκλίτως) ή δόλφος (δευτεροκλίτως) που σημαίνει μήτρα. Για να γίνη όλο αυτό το παράδειγμα, χρειάζεται μια κατάσταση την οποία θα αναλύσουμε αφού σας πω ότι και η λέξη που αναφέρεται στη γενική κατάσταση του σίτου, είναι η «σιτηγεσία» (που βγάζει πάλι αριθμό 740), και έτσι πάμε στη λέξη «σκεδασμός» από το ρήμα σκεδάζειν (που σημαίνει διασκορπίζω). Και πάμε στο ζώδιο του Σκορπιού, που είναι το ζώδιο του 8ου οίκου, δηλαδή των γενητικών οργάνων και της (δια μέσω αυτών) διασκορπίσεως του σπερματικού υγρού της ζωής. Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουμε μαι διασκόρπιση του σπερματικού υγρού το οποίο κατευθύνεται προς την μήτρα, και βλέπουμε ότι το ίδιο πράγμα γίνεται και στα φυτά, όπου σκορπίζουν τα σπέρματά τους προς πάσαν κατεύθυνση ή δια της μεθόδου της ανεμοφιλίας, ή δια της μεθόδου της ζωοφιλίας (μεταφέρονται δηλαδή τα σπέρματα δια των ζώων, κυρίως πτηνών, και έτσι προχωράει η γονιμοποίηση των φυτών, η επέκταση της χλωρίδας, προχωράει η κτίσις εν τη εννοία των φυτών.
Ταυτόχρονα χρειαζόμαστε και κάτι το οποίο να συγκρατή την Κτίσιν, ένα πήξιμο, ένα κύπελο, όπως σας είπα, το οποίο το προσφέρει η Κύπρις ως Αφροδίτη, και αυτό λέγεται «σκευοθήκη» λέξη που επίσης μας δίδει 740, ταυτοχρόνως όμως βλέπουμε ότι η λέξη «σκευοθήκη» ή θήκη, αποδίδεται και με τη λέξη «Θήβα» και είδαμε ότι εν αρχή έχουμε την κίνηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εισέρχεται ως σύνολο ιδεών, ως σύνολο θείων απορροών (σεφιρώθ) στο ανθρώπινο σώμα.
Έτσι βλέπουμε ότι «Άγιο Πνεύμα + Θήβαι» μας δίνει αριθμό 740 (δηλαδή Κτίσις) και εν προκειμένω βλέπουμε ότι αυτή η θήκη, αυτή η Θήβα, λέγεται σκευοθηκη. Ταυρόχρονα όμως σκευή λέγεται και το γεννητικό όργανο της θήλεος, οπότε σκευοθήκη σημαίνει το χώρο, ο οποίος κρατά το γεννητικό όργανο του θήλεος, προκειμένου να μπορέση να δημιουργήση το κτίσμα, δια της ενεργείας της Κτίσεως, όπως αναφέρεται και εις την Ευαγγελική περικοπή όπου όταν μιλάει ο Χριστός τον διακόπτει μια γυναίκα και του λέει «μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε». Επομένως βλέπουμε ότι εφόσον η σκευή είναι το γεννητικό όργανο του θήλεος ελέγχεται από την Αφροδίτη τη θεά του Έρωτα, η οποία λέγεται Κύπρις (-κύπελλον) βλέπουμε ότι η Παρασκευή είναι η ημέρα της Αφροδίτης, και λέγεται Παρασκευή όχι διότι οι άνθρωποι παρασκευάζονται για το Σάββατο, την άλλη μέρα όπως λέμε που είναι αργία αλλά διότι είναι από τη λέξη pari ή peri (= το πουλί το περιστέρι της σκευής, του γεννητικού οργάνου, δηλαδή το μήνυμα, η ενέργεια, η προώθηση της ενεργείας του θήλεος οργάνου, που ετοιμάζεται να δεχθή δια του σκεδασμού το σπέρμα και να προωθήση την κατάσταση στο επόμενο κτίσμα, δια της ενεργείας της κτίσεως).
Τώρα, είδαμε ότι όλη η Κτίσις βγαίνει από ένα στόμιο. Έχουμε κάτι το οποίο βγαίνει από κάπου. Δηλαδή απ'οτο μη ον παράγεται το ον. Επομένως χρειάζεται ένα στόμιον. Βλέπουμε ότι και η λέξη «στόμιον» μας δίνει τον αριθμό 740. σημαίνει αυτό που ανήκει, αναφέρεται στο στόμα. (Αυτό το οποίο προήλθε από ένα άνοιγμα). Δεν μπορούμε να έχουμε κτίσμα, το αποτέλεσμα της κτίσεως, αν δεν υπάρξη ένας αγωγός από όπου θα βγή. Δεν μπορούμε να έχουμε εκσπερμάτιση, αν δεν υπάρξη ένας σπερματικός σωλήνας, από όπου θα βγη έξω το σπέρμα, κι αν δεν υπάρξη ένας αντίστοιχος σωλήνας, ένας κόλπος που θα το δεχθή. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα σταλακτίτη, (για να πάμε στα ορυκτά) χωρίς να υπάρχει ένας εκφορητικός πόρος, όπως το αντρικό όργανο, μέσω του οποίου κυλάει το νερό συμπαρασύροντας τα διάφορα οργανικά στοιχεία, κυρίως ασβέστιο και δημιουργώντας τον σταλακτίτη που ξέρουμε. Εάν παρατηρήσετε τον σταλακτίτη και τον σταλαγμίτη, θα δείτε ότι ο σταλακτίτης έχει πάντα μια τρύπα, γιατί περνάει μέσα το νερό. Ο σταλαγμίτης επειδή πέφτει κάτω, δεν έχει καμμία τρύπα, πέφτει κάτω το νερό και πήγνυται. Επομένως υπάρχει πάντα ένα στόμιο, υπάρχει ένας σωλήνας, ένας εκφορητικός πόρος, ένα πέρασμα. Αυτός ο εκφορητικός πόρος στους ανθρώπους είναι το γεννητικό όργανο της γυναικός, το οποίο λέγεται σύκον. Επομένως σύκον μας δίνει αριθμό 740, δηλαδή Κτίσις.
Έχουμε ένα λόγο, και ο λόγος αυτός είναι ο Λόγος του Πατρός. Εφόσον η Γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη, και εφόσον το Άγιο Πνεύμα επεφέρετο υπεράνω των υδάτων, κατόπιν όμως του λόγου του Πατρός, όπου ήταν ένα λάλημα, έχουμε ένα συλλάλημα. Αυτό στη Φυσική λέγεται συνήχησις. Εδώ θα το πούμε συλλάλημα, δηλαδή ότι είχαμε μια ανταπόκριση της ενεργείας του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος υπεράνω των υδάτων, ή μια αντήχηση του ακτίστου, δηλαδή πνευματικού ήχου προς τον ακουόμενο κάτω ήχο. Και έτσι η Κτίσις αυτή γίνεται εδώ «ακοή + αυλίς». Υπάρχει μια ακοή, που περνάει από μία αυλίδα, από ένα πέρασμα, και ακολούθως η αυλίς, το πέρασμα, δίνει τη δυνατότητα σε μια περαιτέρω συνήχηση δια του περάσματος του ήχου, να δημιουργήση ένα επιπλέον ήχο, μια ακοή, οπότε αυτό που στην αρχή είναι «ακοή + αυλίς» και μας δίνει αριθμό 740, δηλαδή κτίσμα, σε δεύτερη φάση γίνεται «αυλίς + ακοή» το πέρασμα και ο ήχος οπότε πάλι έχουμε αριθμό 740 φυσικά.
Τώρα είδαμε ότι το Άγιο Πνεύμα πηγαίνει στις Θήβες και εγκαθίσταται και δημιουργείται μια Κτίσις. Κάθε μια κτίσις εκπληρώνει κάτι. Είναι η λέξη τίσις, από το ρήμα τίω που σημαίνει πληρώνω, λέμε π.χ. έκτισις της ποινής. Ο λόγος για τον οποίο μπαίνει μέσα η Ιδέα, το Άγιο Πνεύμα, στη Θήβα, στο ανθρώπινο σώμα, είναι για να εκπληρώση μια ποινή το ανθρώπινο σώμα. Ποια είναι η ποινή αυτή; Η ποινή αυτή αναφέρεται στην ενσάρκωση και είναι η παρακοή του Θείου λόγου, η παρακοή του Πατρός ο οποίος έδωσε εντολή να μπουν στο ανθρώπινο σώμα. Επομένως πρέπει να πληρώσουν την ποινή, να μπουν σε ένα σώμα, σε μια θήκη, σε μια Θήβα, και έτσι «τίσις + Θήβα» μας δίνει πάλι 740 (=Κτίσις).
Είδαμε ότι η αποκοπή των οργάνων του Ουρανού έγινε με ένα δρέπανο. Το δρέπανο αυτό αργότερα, στην περίπτωση των Ιερατείων του Διός, αναφέρεται στο διπλούν πέλεκυ, ο οποίος λέγεται λάβρυς, διότι τοποθετήθηκε το πρώτο από τις Αμαζόνες στο χέρι του αγάλματος του Διός στα Λάβρανδα της Μικράς Ασίας όπου και εωρτάζετο, ετιμάτο ο Ζευς ο Λαβρανδεύς, με τον διπλό Πέλεκυν ο οποίος συμβολίζει και τον δικέφαλο αετό, βλέπουμε ότι είναι η ανακύκληση, ο κύκλος, του οποίου τέμνει τςι δύο στροφές αυτές. Είναι η εικόνα του Γαλαξία μας, ο οποίος είναι φυγόκεντρος (εξωστρεφής) και κεντρομόλος (εσωστρεφής), λόγος για τον οποίο και στα Ελευσίνια Μυστήρια ετίθετο και εντός καλάθου από την κίστη εκ των δεικνυμένων η κουκουνάρα, η οποία (κουκουνάρα) πέραν του ότι δείχνει την έννοια του κωνείου, αυτού το οποίο κινείται και περιφέρεται, δείχνει την μορφή της κίνησης στο μέρος από το οποίο πήρε τον κλάδο, αυτή τη διπλή κίνηση του Γαλαξία. Είναι ενδοστρεφής και εξωστρεφής, όπως ακριβώς είναι η κίνηση των πνευμόνων οι οποίοι ανοίγουν και κλείνουν. Είναι η ψαλίδα της διαστολής και της συστολής. Είναι το ζεύγος των αντιθέτων το ζεύγος του άλλου, και έτσι έχουμε την εξίσωση και την αιτιολόγηση της Δημιουργίας όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη όπου λέει «πάντα δισσά εποίησεν, εν κατ' αντί ενός». Ή όπως το λένε στην θεωρία του Ηλεκτρισμού ότι τα αντίθετα έχουν τάση να ελκύωνται.
Έχουμε τώρα ένα άλλο σύστημα, μια άλλη λέξη, που είναι η λέξη πεντάγραμμον. Πεντάγραμμον είναι ο μουσικός λόγος. Ταυτόχρονα δίνει και τις 5 γραμμές. Είναι το Τορά (Πεντάτευχος) ανάλογα με το περιοδικό σύστημα που ίσχυε, σύστημα κατά το οποίο ενεργοποιείται και γίνεται αντιληπτός ο 5ος οίκος, που αντιστοιχεί στο 5ο ζώδιο (του Λέοντος) όπου είναι το ζώδιο των παιδιών, το οποίο όπως σας είπα είναι το ζώδιο της δημιουργίας, το οποίο ελέγχεται από το Θόριο Απόλλωνα δηλαδή Απόλλωνα του σπέρματος, ο οποίος, ως Θόριος, εισέρχεται εντός του χώρου των Δελφών, λόγος για τον οποίον στους Δελφούς είναι και το κωρύκειον άντρον, από τη λέξη κώρυκος, που σημαίνει το όσχεον.
Τώρα, υπάρχει η λέξη «προμηθητέον» που μας δίνει πάλι 740. Η λέξη προμηθητέον σημαίνει κάτι το οποίο πρέπει να προμηθευτούμε. Στην ουσία όμως, μας δίνεται κάτι το οποίο πρέπει να το κάνουμε σύμφωνα με τον Προμηθέα. Ο Προμηθέας ήταν ακριβώς ο Έλλην της Κτίσεως, εκείνος ο οποίος είχε εγκατασταθή στον Παράδεισο, στον κήπο της ηδονής που τον λέμε Έδεμ ή Εδέν (τουτέστιν δημιουργία) στην Πελοπόννησο, και δη στην Σικυώνα όπου είναι το σύκον (γυναικείον αιδοίον) στην άλλη άκρη του άξονος με τας Πάτρας όπου ήτανε Πατέρας από τον Πατρέα και εκεί οι θεοί παλαιότερα λατρεύονταν με 30 στήλες, (30 πέτρινες στήλες), οι οποίες αντιστοιχούν στα τριάκοντα αργύρια, με τα οποία πληρώθηκε (τίσις = πληρωμή) ο Ιούδας για την προδοσία του. Αυτές οι πέτρες βρίσκονταν στην Πάτρα, όπου ήταν ο Πατρεύς, δηλαδή στην Αχαΐα. Και από εκεί αρχίζει ο κύκλος που μέσω του Αιγίου (= πηδήματος) φτάνει στην Σικυώνα (τόπο του γυναικείου αιδοίου). Εκεί λοιπόν είναι εγκατεστημένος ο Προμηθεύς, ο οποίος έκανε την Κτίσι, έκανε τους ανθρώπους αυτούς, και οι οποίοι δεν εκινουντο, του έλειπε το πυρ, πήρε λοιπόν από την Αθηνά το πυρ εντός νάρθηκος (όχι τη φωτιά, που λένε συνήθως) το οποίο το εισήγαγε στον οργανισμό των οντοτήτων αυτών και έτσι εγένοντο αυτό που λέει η Παλαιά Διαθήκη «εις ψυχήν ζώσαν». Διότι πριν εμφυσήση ο Θεός στους Πρωτόπλαστους αυτούς το Πνεύμα, δεν ήταν ψυχές ζώσες. Έκειντο κάτω. Επομένως το «Προμηθευτέον» σημαίνει ότι είναι δέον και πρέπον και αναγκαίον ο άνθρωπος να ασχολήται με την ενέργεια του Προμηθέως, που σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι πρέπει να κάνη την τεκνοποιία, εφόσον μπορεί και εφόσον του δίδεται, διότι υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις που δεν του έχει δοθή.
Επομένως όλη αυτή η κατάσταση της Κτίσεως η οποία δείχνεται με την φράση που είδαμε, «Άγιον Πνεύμα + Θήβαι» σε συσχέτιση με το κείμενο που είδαμε στην Παλαιά Διαθήκη ότι «πνεύμα Θεού επεφέρετο υπεράνω των υδάτων» δείχνει την άνωθεν ενέργεια του θεού επάνω σε κάτι, επομένως μας δίνει την φράση «ο επί πάσι Θεός» που είναι η Κτίσις, δηλαδή ο αριθμός 740. Αυτό το «ο επί πάσι Θεός» είναι ένας Θεός ο οποίος ελέγχει το Δέντρο της Ζωής, που όπως βλέπουμε στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκεται στην περιοχή της κεφαλής πίσω στο οπισθοκράνιο, όπου βρίσκεται η παρεγκεφαλίς, εντός της οποίας είναι το Δέντρο της Ζωής. Κατά συνέπειαν η λέξη «οπισθοκράνιον» μας δίνει 740 (δηλαδή Κτίσις). Και βλέπουμε ότι ο Ιησούς, το Πνεύμα το οποίο βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο (κατά τον αποσυμβολισμό του Βαρβιτσιώτη) το οποίο εισέρχεται δια της εσωτερικής εγχύσεως των όρχεων εντός του Αιώνος, δηλαδή ανερχόμενο δια της σπονδυλικής στήλης, και αφού ανέωει τα 33 στάδια, ή κλίμακας ή βαθμούς, ή αναβαθμούς, ή 33 βαθμούς (κατά την ορολογία των Μασόνων) εισέρχεται μέσα στον εγκέφαλο εκ του πρώτου σπονδύλου, ο οποίος λέγεται Άτλας ή Επιστροφεύς, διότι επιστρέφει το Πνεύμα άνω (άνω εκ του ουρανού κατελθόντος) ανέρχεται στον ουρανό και περνάει στην παρεγκεφαλίδα όπου είναι το λεγόμενο Δέντρο της Ζωής πέριξ του κορμού του οποίου είναι περιελιγμένος ο όφις, ο οποίος για λόγους λογοκρισίας όλων αυτών που σας λέω, και της γενικής έννοιας που θέλει ο άνθρωπος να μην ξυπνήση, τον λέμε σκώληκα. Ο σκώληκας δεν περιελίσσεται, ο όφις περιελίσσεται γιατί δίδει την γνώση, λόγος για τον οποίο και μέσα στο Ευαγγέλιο λέει «εστέ φρόνιμοι ως οι όφεις» αλλά και στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης (στην Γένεση) λέει ότι ο όφις ήταν «το φρονιμότερο των θηρίων επί της γης».
Έτσι έχουμε το οπισθοκράνιον και μετά πάμε στην λέξη «προβλητικόν» το οποίο σημαίνει, αυτό που ανηκει στην προβολή. Η δημιουργία, η Κτίσις, είναι μια προβολή. Γι' αυτό και στην Δογματική τους οι Αγιορείτες (οι παλιοί) δεν λέγανε «ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα», αλλά (έλεγαν) «ο Προβολεύς, ο Λόγος και το Πρόβλημα». Ο Προβολεύς είναι ο Πατήρ, εκείνος ο οποίος προβάλλει το φως. Το Πρόβλημα είναι το Πνεύμα, το αποτέλεσμα της προβολής, η γέννηση, και ο Λόγος ή Υιός είναι αυτό που συνδέει τον Προβολέα και το Πρόβλημα (δηλαδή το Άγιο Πνεύμα). Κατά συνέπειαν βλέπουμε ότι στην Καμπάλα, όπως την αναφέρουν οι Εβραίοι, (που όμως είναι αρχαίο ελληνικό κείμενο) έχουμε 4 καταστάσεις, τους 4 Ουρανούς ή Κόσμους και ο 1ος ουρανός είναι ο Ain Soph, ο Ανεκδήλωτος Θεός, το Μη ον (που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες) όχι όμως με την έννοια της μη υπάρξεως, αλλά με την έννοια της μη κινήσεως. Αμέσως μετά αρχίζει ο 2ος κόσμος (Aziluth) των Αρχαγγέλων που αρχίζει πλέον η κίνηση και η προβολή γι' αυτό και οι προβολές λέγονται Σεφιρώθ ή Απορροές (ή απορροές της θείας ενεργείας). Μετά έχουμε τον τρίτο κόσμο (τον Briah) που είναι των αγγέλων, των ψυχών, του αστρικού φωτός και τέλος πάμε στον 4ο κόσμο της Ασία (ή Asiya) που είναι η ύλη, εφόσον η αρχαια ελληνική λέγη για την ύλη είναι Άσις ή Ασία. (Έτσι για να ξέρουμε σε ποια γλώσσα είναι γραμμένη η Καμπάλα).
Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος είναι «ο επί πάσι Θεός» το πνεύμα που φέρεται, δίνει την πλήρη κίνηση, αλλά ταυτόχρονα είναι εκείνος ο οποίος δημιουργεί την κίνηση, κατά συνέπειαν είναι ο «Παναγεύς», δηλαδή εκείνος ο οποίος δημιουργεί την κίνηση του παντός. Κατά συνέπειαν η λέξη «παναγεύς» μας δίνει τον αριθμό 740. Έτσι ωρισμένοι ιερείς στην αρχαία Ελλάδα εκαλούντο παναγείς (ιδιαίτερα στην Αρκαδία) και η θεότητα την οποία κατόπιν τούτου ελάτρευαν, είναι σαφές ότι ήταν η Παναγία, τουτέστιν όχι η «Αγία υπεράνω όλων» αλλά «Εκείνη η οποία άγει το Παν» και άγει, στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει γεννάει, και αυτό το παν είναι το Σύμπαν, είναι ο άρτος, ο οποίος είναι ο Χριστός τον οποίον (άρτον) τον γεννάει και ως Παναγία, από τη λέξη πέπανον ή πόπανον (πάνον) και στα λατινικά panis. Επομένως ο Παναγεύς είναι αυτός ο οποίος δίδει τα πάντα και ταυτόχρονα κατά την ανάλυση της εξισώσεως της Κτίσεως, είναι εκείνος ο οποίος έχει μια σχέση με τη λέξη «μύλος» (όπου μύλος είναι η έννοια του κύκλου ο οποίος γυρνάει και αλέθει το σιτάρι, για να γίνει άρτος/panis.
Είδαμε ότι λιψ σημαίνει θερμός άνεμος, επομένως εφόσον έχουμε 2 πέτρες κυκλικές που τρίβονται, δημιουργείται ένας θερμός άνεμος, και έτσι παράγεται η αλήθεια (όχι από το αληθές, αλλά από το ρήμα αλήθω = αλέθω όπως λέει το Ευαγγέλιο: η λέξη αλήθουσα σημαίνει «αυτή που αλέθει»). Ο μύλος λοιπόν είναι δύο πλάκες, οι οποίες αλέθουν κάτι, και έτσι βλέπουμε την έννοια που σας είπα, το «ζεύγος εν» αφενός και τις δύο πηγές που άνοιξαν, τις πηγές των υδάτων από πάνω και τις πηγές της αβύσσου = θαλάσσης από κάτω. Οπότε το όνομα Νώε προέρχεται από τη λέξη νόα, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει πηγή (και των δύο ενεργειών και των δύο πηγών σε δυικό αριθμό εκφραζόμενη). Ο μύλος όμως σημαίνει βασικά και σαν ενέργεια μια κυκλική κίνηση που δημιουργεί μια άλλη κίνηση μέχρι που φτάνει σε μια ενέργεια, μια κυκλική ενέργεια, ας πούμε μέσω του νερόμυλου. Και φτάνουμε στην τελική εξίσωση, που είναι «νους + ιδέα» μετά από όλα αυτά που έχουμε δει, και βλέπουμε ότι οι ιδέες είναι κάτι που παράγεται, δημιουργείται ως κτίσμα, πήγμα, από το νου, εφόσον ο νους παράγει τις ιδέες αλλά ταυτόχρονα είναι ένας Νους, δηλαδή είναι ο Πατήρ, ο οποίος καλείται Νους και έτσι ακριβώς είναι στα αρχαία ελληνικά κείμενα όπου λένε «πάντα χρήματα ην ομού, είτα Νους ελθών αυτά διεκόσμησε». Εφόσον (λέει) διεκόσμησε, αυτό είναι ένας κόσμος που κοσμείται. Άρα είναι ο Εύκαδμος, που είπαμε προηγουμένως, εκείνος που διεκόσμησε τα πάντα καλώς, και είναι ο Νους, υπό την έννοια του Ευκάδμου. Ο μύλος λοιπόν, σαν σύνθεση «νους + ιδέα» μας πηγαίνει σε μια άλλη σύνθεση ότι η ιδέα εφόσον κατεβαίνει κάτω, σαν φως δια της πολλαπλής ανακλάσεως (που είπαμε) επιφέρει μια κόπωση και έτσι γίνεται υγρόν, και το υγρόν πράγματι είναι το «Νους». Από το νάω = κολυμβώ, έχουμε νόα η πηγή και νους = ο ωκεανός μέχρι που φτάνουμε στο απόλυτο υγρό, το οποίο υπήρχε σύμφωνα με την θεολογική παράδοση των Αιγυπτίων, το Νου, από το οποίο εξεπήδησε (από το αρχέγονο θείο) ως Νουτ ή Νους όπως το λέμε εμείς. Η βασική λέξη κατόπιν όλων αυτών που έχουμε πει, είναι η λέξη «κύκλος». Βλέπουμε ότι και ο μύλος είναι ένας κύκλος και η Κτίσις (γενικά) ένας κύκλος, ο οποίος στερεοποιείται σε μορφή σφαίρας, άρα η λέξη «κύκλος» μας δίνει την Κτίσιν. (Όπου Κτίσις, είναι 740). Κύκλος κατά βάσιν σημαίνει περιοδικότητα. Έτσι βλέπουμε ότι και μέσα μας οι πρωτεΐνες και έξω στα ορυκτά υπάρχει μια στρωσιγένεια, τα στρωσιγενή, ή ιζηματογενή πετρώματα ή ιζήματα προέρχονται πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο, αλλά και ο άνθρωπος σαν άτομο και όλα τα έμβια όντα, υφίστανται το νόμο του κύκλου, ο οποίος είναι ο νόμος των κύκλων, των βιορρυθμών κλπ., και κυρίως των βιορρυθμών που είναι: ο βιορυθμός ο σωματικός (Ρ) των 23 ημερών, ο ψυχολογικός (S) των 28 ημερών και ο διανοητικός (Ι) των 33 ημερών. Και βεβαίως όλη η Κτίσις συντηρείται δια του νόμου του κύκλου, όπου όλα τα ουράνια σώματα ανακυκλώνονται και ανακυκλώνει το ένα την ενέργεια του άλλου μέσα σε κυκλικές ή περίπου κυκλικές τροχιές.
Αυτό είναι η Κτίσις, και εφόσον η Κτίσις προέρχεται από τον Απόλλωνα, και είναι το φως αυτό ου είδαμε βλέπουμε ότι το φως αυτό παρίσταται με τη λέξη κύων. Κύων είναι καταρχάς, μετοχή του ρήματος κύω, που σημαίνει γεννώ, αλλά εκείνος ο οποίος κάνει ένα κτίσμα το κάνει ως κύων, ως κυοφορών, ταυτόχρονα όμως κύων είναι και ο σκύλος. Και στη γενική, κυνός, σημαίνει εκείνο το οποίο προέρχεται από τον σκύλο. Επομένως έχουμε τον λαμπρότερο αστερισμό, που ήταν ο Κύων, και ό,τι προέρχεται από εκεί είναι του κυνός, (από τον κύνα) και βλέπουμε ότι στην αρχαία Αθήνα υπήρχε και ο όρκος προς τον Κύνα, όχι ότι ορκίζονταν στον σκύλο για να μην απιστήσουν στους Θεούς, αλλά εγνώριζαν τον συμβολισμό του Απόλλωνος ως κυνός, και ορκίζονταν στον κύνα.
Είπαμε ότι όλη η δημιουργία έχει ξεκινήσει το 4.500 π.Χ. περίπου μπαίνοντας στον αστερισμό του Ταύρου, οπότε η Αφροδίτη ως Κύπρις κατέρχεται, μπαίνει σε ένα κύπελλο, σ' αυτό που λέμε, μια σκευοθήκη, και έτσι αρχίζει η δημιουργία. Επομένως όλα τα όντα προέρχονται από το κύπρον το χάλκινον, κατά συνέπειαν είναι κύπροι. Και έτσι στον πληθυντικό η λέξη «κυπρίνοι» μας δίνει πάλι τον αριθμό 740 που είναι ακριβώς η Κτίσις.
Είδαμε όμως ότι όλα αυτά προέρχονται από τον 5ο οίκο, ο οποίος σε αντιστοιχία με το 5ο ζώδιο του Λέοντα έχει να κάνη με τον Απόλλωνα ο οποίος είναι θόριος. Δηλαδή, αναφέρεται στον θορό, στο σπέρμα. Επομένως ο Λέων και ο 5ος οίκος είναι ο οίκος των παιδιών, κατά συνέπειαν η Κτίσις προέρχεται από τον Λέοντα. Επομένως πρόκειται για κάτι το Λεόντειο, κάτι του 5ου οίκου (τεκνοποιητικό). Επομένως «λεόντειος» μας δίνει ακριβώς τον αριθμό 740 που είναι η Κτίσις. Και φθάνουμε στη λέξη «ηδοσύνη» που σημαίνει ευχαρίστηση, αυτό το οποίο είναι ηδύ ή ηδονικόν. Βλέπουμε ότι αυτό το οποίο είναι ηδύ, δηλαδή σε πρώτη φάση γλυκό, και τι είναι γλυκό, εκείνο που τέρπει τα ώτα μας, επομένως το «Αϊδονεύς» που είπαμε στην αρχή, η αδονή γίνεται ηδονή (τροπή του δωρικού άλφα σε ιωνικό ήτα). Επομένως, βλέπουμε ότι και ο άδων γίνεται αοιδός ή αηδών, ή γίνεται μετά ωδή. Επομένως η «ηδοσύνη» η κατάσταση ηδονής ή η κατάσταση της αποδοχής της ακουστικότητας του ήχου, είναι η ενέργεια της Κτίσεως, και βλέπουμε ότι «ηδοσύνη» μας δίνει ακριβώς τον αριθμό 740.
Είδαμε ότι και στα Ελευσίνια έχουμε τη μεταφορά των δεικνυμένων από την Κίστη στον Κάλαθο και αντιστρόφως, ο Δε λόγος της Κίστης προς Κάλαθο μας δίνει ακριβώς τον χρυσό αριθμό το 1,618. Επομένως εφόσον προέρχεται από εδώ, έχουμε μια μικρή αιγίδα, έχουμε αυτό που λέμε 740, και έχουμε «κιστίς» και όχι κίστη, μια μικρή κίστη, ένα μικρό καλαθακι. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία μέσα από αυτά που είδαμε (και είδαμε ότι όλη η κτίσις ξεκινάει από το νερό στο οποίο νερό καταλήγει τοφως εν καταστάσει κοπώσεως, κατόπιν των πολλαπλών ανακλάσεων, ή όπως ο Ιησούς ενδυόμενος το φως (δια των πολλών ανακλάσεων και κατόπιν της κοπώσεως0 η Κτίσις είναι γεννημένη από τα ύδατα. Και όπως το λέει στην Παλαιά Διαθήκη (και το ξανάπαμε) «πνεύμα Θεού επεφέρετο υπεράνω των υδάτων» και όπως δέχεται και η επιστήμη σήμερα, και όπως βλέπουμε ότι και το παιδί βγαίνει μέσα από τα ύδατα της μάνας (αμνιακό υγρό) δηλαδή συλλαμβάνεται σαν σπερματοζωάριο με το ωάριο, μπαίνει στην μήτρα, στο αμνιακό υγρό, και γεννάται μετά από 9 μήνες (φυσιολογικά) αλλά έχοντας παραμείνει όλο το διάστημα σαν υδατώδης οργανισμός (εμ-βρυον). Επομένως το έμβρυον και κάθε προϊόν της Κτίσεως είναι ένας «υδογενής» και η λέξη υδογενής μας δίνει ακριβώς τον αριθμό 740, που είναι η Κτίσις. Εφόσον όμως, όπως είδαμε «πνεύμα Θεού επεφέρετο υπεράνω των υδάτων» προφανώς εμείγνυτο με αυτό, δηλαδή έχουμε μια μείξη υγρού και αέρος. Επομένως έχουμε ένα υδραέριο και η λέξις «υδραέριον» μας δίνει τον αριθμόν 740 που είναι η Κτίσις. Το βασικόν «υδραέριον» είναι το υδρόθειον, από το θείον, αυτό που αναφέρεται στο Θεό, (S). Είναι ένα από τα έξι στοιχεία για να μπούμε στην εμβάθυνση του Περιοδικού Συστήματος, είναι ένα από τα 6 στοιχεία του πίνακος Μεντελέγιεφ τα οποία συνεργάζονται για να δημιουργηθούν οι οργανικές ενώσεις. Είναι μέσα στο υδρόθειον, το οποίο υπάρχει σα νερό (H2O) και σαν θείον παράγεται κυρίως ως περίττωμα του οργανισμού βακτηριδίων και ταυτοχρόνως είναι ένα από τα 3 στοιχεία της υλικότητας του Ιησού, κατ' εμέ, όπου με τον όρο «υλικότητα του Ιησού» αποδίδω αυτό που παίρνουμε μέσα μας σαν ήλιο (βιταμίνη Ε) του Ίακχου ή ονίσκου (= πώλου όνου = γαϊδουράκι) ή βακαλάου, δηλαδή, του μουρουνελαίου, εφόσον το μουρουνέλαιο και κυρίως η βασική ουσία του η μορρουόλη που βγάζει τον αριθμό 888 όπως ο Ιησούς, δηλαδή έχει κυρίως φώσφορο (Ρ), ιώδιο (Ι) και Θείο (S) σε περιεκτικότητα 12πλάσια εκείνης του μουρουνελαίου, άρα είναι ο 12πλασιασμός της συγκεντρώσεως των 12 μαθητών.
Και ο βακαλάος (ή βακχαλάος) από το ίακχος, λέγεται επίσης και ονίσκος που σημαίνει μικρό γαϊδουράκι, και το μικρό γαϊδουράκι αποδίδεται δια της φράσεως «πωλος όνου». Ξέρουμε όμως ότι ο Ιησούς έρχεται «επί πώλου όνου» άρα η ενέργεια, το φέρον κύμα (πάνω στο οποίο πατάει το λεπτότερον το πνεύμα ο Ιησούς) είναι ακριβώς ο ονίσκος ή βακαλάος, χωρίς να ξεχνάμε ότι Όνοι λέγονται τα δύο αστέρια που βρίσκονται μπροστά στον αστερισμό του Καρκίνου απ' όπου γίνεται η κάθοδος των σωμάτων, των ψυχών, των ιδεών, όπου το μέρος εκείνο λέγεται φάτνη και ακριβώς ο Ιησούς όπως και ο Πατήρ (ο Ζευς ή Ζην = η Ζωή) γεννάται μέσα στη φάτνη (= κάπη) λόγος για τον οποίο και ο Ζευς καλείται Κάπης.
Έχουμε και πολλά άλλα πράγματα να πούμε γιατί η Κτίσις είναι συνεχής και ατελείωτη (ατέρμων) οπότε ερωτήσεις ή προτάσεις, καθώς και δημιουργική συζήτηση (Κτίσις) μεταξύ μας, θα έχει σαν αποτέλεσμα να εναρμονιστή με την έννοια της Κτίσεως που διαπραγματευτήκαμε.
Προς τον σκοπό αυτό, κατατίθεται ο κατάλογος (κατ' αλφαβητική σειρά) όλων των λέξεων που δίνουν τον αριθμό 740.



Παύλος Σπ. Κυράγγελος
Εκδόσεις Aldebaran