.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Σκούδο: η ευρωπαϊκή ονομασία της σκυτάλης – Παύλος Σπ. Κυράγγελος


Η σκουτέλλα, λέξη που χρησιμοποιείται στα Ιόνια νησιά, για να δηλώση την κούπα, που πίνουμε (γάλα, ζωμό κλπ.) αποδίδει το λατινικό θηλυκό ουσιαστικό scutella (= 1: μικρός δίσκος & 2: πινακίδιον), που είναι σμικρυντικός τύπος του (επίσης λατινικού θηλυκού) ουσιαστικού scutra (= 1: δίσκος & 2: πινάκιον). Ο σμικρυντικός τύπος scutulum (= μικρή ασπίδα) για το (ουδέτερο λατινικό) ουσιαστικό scutum (= θυρεός, δηλ. επιμήκης ποδήρης ασπίδα) οδηγεί στον αρχικό αρχαιοελληνικό τύπο σκύτος = δέρμα (βλ. άλλωστε την ομηρική αναφορά για την ασπίδα του Αίαντος) φτιαγμένη από επτά επάλληλα δέρματα βοδιών), απ' όπου προέρχονται οι λατινικές λέξεις scutica (= ιμάς μάστιγος), scutale (= ιμάς σφενδόνης) και scutula, που σημαίνει:
1)πινακίδιον, πατάνιον (πρβλ. scutra & scutella, ένθ' αν)
2)μυστικό γράμμα Λακεδαιμονίων
3)φάλαγξ
4)κύλινδρος (πρβλ. εβρ. βιβλία προς ανωτέρω 2)
5)ρόμβος ή πλαίσιον, πλινθίον (βλ. εισ. Β. η')
Βεβαίως όλες αυτές οι λατινικές, δηλ. δωρικές λέξεις προέρχονται από την αρχαία λέξη σκύταλις, που είναι υποκοριστικό της λέξεως σκυτάλη, που σημαίνει:
1)ρόπαλο, ράβδον, κορύνη, ματσούκα (Διόδ.Σικ.3,8), και ειδικά στη φράση «σκυτάλη αγριέλαιος» το ρόπαλο του Ηρακλέους.
2)κάθε μια από τις ράβδους που υποβαστάζουν ένα φορείο (Έξοδ. Λ',4 στην Παλαιά Διαθήκη).
3)κανόνας που μ'αυτόν έκοβαν τον εντός μέτρου σίτον (Πολύδ. 4,70).
4)ξύλινη πινακίδα, αβάκιον (Διόδ. Σικ. 13,106).
5)βλαστός ή παραφυάδα (Γεωπ.9,ΙΙ,4).
6)ράβδος ή ταινία μεταλλική (Ηλιόδ. Αιθ. 9,15).
7)κύλινδρος για τη μετακίνηση μεγάλων βαρών (Αριστλ. Μηχ. 852Α, 16).
8)οι φάλαγγες των δακτύλων (τα οστά, Παύλ. Αιγ. 6,43).
9)ξύλινη ράβδος, που χρησιμοποιούσαν οι Λακεδαιμόνιοι σαν όργανο μυστικής αλληλογραφίας των εφόρωνπρος τον εν εκστρατεία βασιλέα, άρα και η περιτυλισσόμενη στην ξύλινη αυτή ράβδο ταινία (που περιείχε το πεμπόμενο γράμμα, βλ. Θουκ. Ι,131) άρα και γενικώς κάποιο μήνυμα (Πινδ. Ο,6,91).
10)μαστίγιο (καμουτσί), (Μοιρ. 346Ρ).
11)λαβίδα ή μοχλός μηχανής (Ορειβ. 49,3,3).
12)αναφορέας για τη μετάδοση κινήσεως σε τροχό (Ήρων, Βελόπ. 86,12)
13)είδος όφεος (Νικ.Θηρ.384) άρα και γένος ερπετών της τάξεως των οφιδίων στη νεώτερη ορολογία.
14)είδος ιχθύος (Οππ. Αλ. 1, 184).
Με βάση τις ανωτέρω έννοιες της λέξεως σκυτάλη παρήχθησαν περαιτέρω έννοιες από τον υποκοριστικό τύπο «σκυτάλιον», που σημαίνει:
1)μικρή ράβδος (Αριστοφ. Όρν. 1283).
2)μοχλός, με τον οποίο κινείται το βαρούλκο (Ήρων Πνευμ. 1,43).
3)μικρός σωλήνας, αυλός (Πολύδ.4,82).
4)δόντι από οδοντωτό τροχό (Ήρων Διόπτρ.34), πρβλ. και οδοντωτή περιφέρεια κάθε στρογγυλού νομίσματος.
5)το φυτό, που λέγεται κοτυληδών (Διόσκ. 4,91).
Περαιτέρω έννοιες παράγονται από την λέξη «σκυταλίς», θηλυκό υποκοριστικό της αρχικής λέξεως σκυτάλη, που σημαίνει:
1)ραβδί, μικρό ρόπαλο (Ηρ. 4,60).
2)μοχλός, που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς (ψαράδες) για να σύρουν το δίχτυ τους στην ξηρά (Αιλ.ΦΙ,12,43).
3)ρόπαλο, που χρησίμευε σαν όπλο (Διόδ. Σικ. 8,27).
4)ξύλινη ράβδος, που υποβάσταζε το φορείο (Ιώσ. ΑΙ,3,6,3).
5)μεταλική ράβδος ή ταινία.
6)μηχανή, με την οποία ρίχνανε πυρ (Βλ. Σουίδ.), άρα στη σύγχρονη ναυτική ορολογία, και πυροτέχνημα που το πετάνε ψηλά με σωλήνα.
7)οι φάλαγγες των δακτύλων (τα κόκκαλα βλ. Ιώσ. ΑΙ,3,7,6 και Γαλ. 2,250).
8)βλαστός, δηλ. παραφυάδα δένδρου (Γεωπ. 4,3,11) και ειδκώτερα μικρό κλαδί ιτιάς εύκαμπτο (Στράβ. 17,1,50) άρα και όργανογια τη μάλαξη των μυών του σώματος.
9)είδος κάμπιας (ΕΜ720,45).
10)είδος μικρού κάβουρα (Ησ).
Το ότι η λέξις «σκύτη» (Ησ.) σημαίνει κεφαλή και σκυφείον στην Ιατρική ορολογία σήμαινε το κρανίον (Παυλ. Αιγ. 3,22,5) σε συσχέτιση με τη σικελική λέξη σκύτα (Ησ.) που σήμαινε τον τράχηλο, μας δίνει μαι ακόμη ένδειξη της ιστορικής καταγωγής της όψεως «κορώνα» των νομισμάτων, που φέρνουνε την εστεμμένη κεφαλή του μονάρχη μαζί με τον αυχένα.

Το ότι η λέξις scutica (= ιμάντας μαστιγίου) υπονοεί την δυνατότητα μαστιγώσεως, ιδίως για τελετουργικούς σκοπούς (πρβλ. εορτήν Ορθίας Αρτέμιδος στους Λακεδαιμονίους προς Εισ. Β.Η.) δείχνει τη λογική της ισπανικής λέξεως escudero = υπηρέτης, εφ' όσον ο υπηρέτης = παις στα αρχαιοελληνικά λεγόταν έτσι επειδή παιδευόταν.
Το παίδεμα σε σχέση με το ρήμα escudriniar = εξετάζω προσεκτικά, δείχνει μαι πρώτη υποψία για τη λογική της Ιεράς Εξετάσεως (= Inquisitio), που άνθισε στην Ισπανία. Το (ισπανικό θηλυκό) ουσιαστικό escudilla (= 1: βαθύ πιάτο & 2: κύπελλο) είναι σαφές πως προέρχεται απ' την ανωτέρω αναλυθείσα λατινική λέξη scutella (= μικρός δίσκος, πινακίδιον), ενώ το αρσενικό ουσιαστικό escudo, που σημαίνει την ασπίδα, την άμυνα, την προστασία, μας οδηγεί κατ'ευθείαν στην ανακάλυψη του σκούδου, που ήταν στην Ισπανία απ' το 1537 ή χρυσή νομισματική μονάδα. Στην Αμερική το δολλάριο παρουσίασε ισοτιμία με το σκούδο κάτω απ' την αναλογία 14$00=14 σκούδα.
Μπορούμε κατά συνέπειαν των ανωτέρω να σκεφθούμε ότι το σύμβολο του δολλαρίου ($) είναι στην ουσία ένα κρυπτογραφικό μονόγραμμα των δύο πρώτων γραμμάτων (Sc) του ισπανικού σκούδου, εξής
Το δίστηλον ή κολωνάτον, ένα επίσης (αργυρούν) ισπανικό νόμισμα με αξία περίπου ένα τάλληρο (= piastra) είχε την εξής παράσταση: ανάμεσα σε δύο κολώνες τα δύο ημισφαίρια της Γης στεφανώνονταν από το Ισπανικό στέμμα. Το νόμισμα αυτό εισήχθη από τον Κάρολο Γ' (1759-1788) και είναι ο πρόδρομος των δύο καθέτων (στο δολλάριο) ή παράλληλων (στο Ευρώ) γραμμών, που στο δίστηλο προεικονίζονται σαν στήλες του Γιβραλτάρ. Το τάλληρο, που αναφέρθηκε ανωτέρω, και που απ' αυτό θεωρείται πως προέρχεται η λέξη dollar (=δολλάριο) έχει μια πιο παληά καταγωγή και συγκεκριμένα απ' τη γερμανική λέξη Thaler, που προέρχεται απ' την γερμανική ονομασία Joachimsthaler που ήταν μια περιοχή με άργυρο. Οι γερμανικές λέξεις Tal = κοιλάδα και Thaler = ρόμπα (κυρίως μοναχού) ενώνονται στην έννοια Joachims + Thaler = ρόμπα του Ιωακείμ, δηλ. του πατέρα της Παναγίας, που εθεωρείτο πολύ πλούσιος (δηλ. ταλαράς). Ο Ιωακείμ, που μαζί με τη γυναίκα του Άννα γιορτάζουν στις 9 Σεπτεμβρίου, δύο δηλαδή μέρες (11/9/2001) πριν το τρομοκρατικό κτύπημα στο κέντρο του δολλαρίου στην Ν. Υόρκη, έχει το όνομα που έφερε ο βασιλιάς Ιωακείμ του Ισραήλ, που ονομαζόταν αρχικά Ελιακείμ και μετωνομάσθηκε έτσι μετά την ήττα του απ' τον Φαραώ Νεκώ. Ο γιος του, που λεγόταν επίσης Ιωακείμ, μετωνομάσθηκε σε Ιεχονία. Το κρίσιμο σημείο (critical point) στην εν λόγω ανάλυση είναι ότι (βλ. και Εισ. Β., β') η λέξη Ιωακείμ ψηφίζει (βλ. και Εισ. Β'.α'&β') 886, όσο ακριβώς ο αριθμός των μονάδων του ευρώ, όπως θα αναλυθή στη συνέχεια του κειμένου.
Το Γιοάχιμσταλ, πόλη της Τσεχοσλοβακίας που στα 1873 καταστράφηκε από πυρκαγιά, βρίσκεται στη Β.Δ. Βοημία στις νότιες κλιτύες του όρους Έρτς και έχει ορυχεία ουρανίου, κρατικό χημείο ραδίου, ραδιοθεραπευτήρια και κρατικά καπνεργοστάσια μαζί με τα εργοστάσια χαρτιού, γαντιών και χρωμάτων. Το 1518 στην ιδιοκτησία του κόμη Σλιτς βρίσκεται το πρώτο αργυρωρυχείο της περιοχής, απ' το οποίο ο Σλιτς κατασκεύασε αργυρά νομίσματα που φέρουν την εικόνα του Αγίου Ιωακείμ και τα οποία ονομάσθηκαν Γιοαχίμσταλερ (ή Ιωαχιμστάλια) ή Σλιτσκεντάλερ. Έτσι η σίγλη (= μονοκοντυλιά)
ή γενικά το σύμβολο του ταλήρου (= δολλαρίου), προήλθε:
1)είτε απ' το αρχικό S του Σλιτς το 1519,
2)είτε απ' το αρχικό Sc του σκούδου το 1537
3)είτε απ' το S σαν έκτυπο περίγραμμα του 8 το 1877, ώστε να προκύψη το € (ευρώ) σαν μισό S (δολλάριο). Το δίστηλο ή κολωνάτο, που αναφέρθηκε ανωτέρω, λεγόταν επίσης «νόμισμα του 8» επειδή ήταν ισοδύναμο με 8 ρεάλια, ενώ είναι προφανές ότι προερχόταν απ' τον σίγλο, νόμισμα περσικό ίσο με 8 οβολούς (ή 7,5) αττικούς. Η σίγλη, λέξη που σημαίνει τη βραχυγραφική γραφή (απόδοση) κάποιου ονόματος με μονοκονδυλιά, μπορεί να θεωρηθή μέσω και της περσικής καταγωγής του σίγλου, ότι δείχνει το σεκέλ, το αρχαίο εβραϊκό νόμισμα που με την μονοκονδυλιά S είναι το έκτυπο περίγραμμα του 8 μαζί με τις ΙΙ γραμμές, που δείχνουν τις δύο στήλες ή τον αριθμό ΙΙ, λόγος για τον οποίο πολλοί υποστηρίζουν πως το σύμβολο του δολλαρίου ($) προέρχεται απ' τα αρχικά S της εβραϊκής λέξεως «σεκέλ» και όχι της ισπανικής σκούδο, όπως υποθέσαμε ανωτέρω. Εφ' όσον οι φάλαγγες των δακτύλων είδαμε ανωτέρω ότι λέγονται σκυτάλη, απ' οπου προήλθε η λέξη «σκούδο», μας δίνουν πλέον την δυνατότητα να συνδυάσουμε τα δάκτυλα του χεριού (σκυτάλη ή αστραγάλους) με την επιγραφή «μανή, θεκέλ, φάρες», που είδε ο Βαλτάσαρ στον τοίχο του ανακτόρου του, την ώρα που εισέβαλαν οι Πέρσες καταλύοντας την αυτοκρατορία του και που του ερμήνευσε ο Δανιήλ.
Η επιγραφή «μανή, θέκελ, φάρες» μεταφράσθηκε απ' τον Δανιήλ με τις λέξεις «εμετρήθης, εζυγίσθης, διενεμήθης» και εξηγήθηκε ως εξής: «Ο Θεός, Βασιλεύ, σε εμέτρησε και βρέθηκες μικρός απέναντί Του, σε ζύγισε και βρέθηκες ελλιποβαρής απέναντί Του, γι' αυτό αποφάσισε και διεσκόρπισε τη δύναμή σου, διανέμοντας την σε άλλους βασιλείς». Ωστόσο ο Δανιήλ, που οι Βαβυλώνιοι τον αποκαλούσαν Βαλτάσαρ, θεώρησε σκόπιμο ακροθιγώς μόνο να εξηγήση στον Βαλτάσαρ, ότι στη μυστική καββαλιστική γλώσσα των Εβραίων η λέξη «φάρες» είναι μια περσική απόδοση της λέξεως «Πάρες», που σημαίνει Πέρσες, και ακριβώς τα περσικά στρατεύματα κατελάμβαναν εκείνη τη στιγμή την πρωτεύουσά του, περνώντας μέσα απ' τους υπόγειους αγωγούς (κανάλια) των ομβρίων υδάτων (κανάτ).



ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ
ΥΡΩ
ΕΝΑ ΕΥΡΕΟS ΦΑSMATOS
ΕΒΡΑΪΚΟ ΝΟΜΙ$ΜΑ
ΑΘΗΝΑΙ 2002

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Ερμητικός Μετασχηματισμός - Philip K. Dick


Αργά το απόγευμα, όταν το σχολείο είχε τελειώσει, ο Εμμάνουελ αποφάσισε να επιχειρήσει τον Ερμητικό Μετασχηματισμό για να μπορέσει να γνωρίσει τον γύρω του κόσμο.
Πρώτα επιτάχυνε το εσωτερικό του βιολογικό ρολόι για να τρέξουν με μεγαλύτερη ταχύτητα οι σκέψεις του. Ένιωσε να γκρεμίζεται στο γραμμικό τούνελ του χρόνου ώσπου η κίνησή του γύρω απ' αυτόν τον άξονα έφτασε στην ύψιστη ταχύτητά της. Πρώτα, λοιπόν, είδε θολά χρώματα να πλέουν, μετά συνάντησε ξαφνικά τον Φύλακα, τον Γκρίγκον δηλαδή, που φύλαγε το πέρασμα απ' τα Κάτω Βασίλεια στα Άνω Βασίλεια. Ο Γκρίγκον του παρουσιάστηκε σαν γυμνός γυναικείος κορμός που μπορούσε να τον φτάσει και να τον αγγίξει – τόσο κοντά ήταν. Από κείνο το σημείο και πέρα άρχισε να ταξιδεύει με την ταχύτητα του Άνω Βασιλείου, έτσι που το Κάτω έπαψε να υπάρχει και έγινε μια διαδικασία. Αναπτύχθηκε σε επάλληλες, διαρκώς αυξανόμενες στρώσεις με αναλογία ταχύτητας 31.5 εκατομμύρια προς ένα της χρονικής κλίμακας του Άνω Βασιλείου.
Είδε τότε το Κάτω Βασίλειο όχι σαν τόπο, αλλά σαν διαφανείς διαδοχικές εικόνες που εναλλάσσονταν ταχύτατα. Οι εικόνες αυτές ήταν οι έξω απ' το χώρο Μορφές που εισάγονταν στο Κάτω Βασίλειο για να γίνουν πραγματικότητα. Απείχε τώρα μόνο ένα βήμα απ' τον Ερμητικό Μετασχηματισμό.
Η τελική εικόνα πάγωσε κι ο χρόνος σταμάτησε. Με τα μάτια κλειστά μπορούσε ακόμα να βλέπει το δωμάτιο γύρω του. Η πτήση είχε τελειώσει. Είχε αποφύγει ό,τι τον καταδίωκε. Πράγμα που σήμαινε ότι η νευρική του αποφόρτιση ήταν τέλεια, και ο κωνοειδής αδένας του κατέγραψε την παρουσία του φωτός που έφτανε ως τον οπτικό αγωγό.
Κάθισε για κάμποση ώρα – αν και το «κάμποση ώρα» δεν σήμαινε τίποτα πια. Μετά, σταδιακά, συντελέστηκε ο μετασχηματισμός. Είδε έξω απ' αυτόν το μοντέλο, το περίγραμμα του εγκεφάλου του. Βρισκόταν μέσα σ' έναν κόσμοπου αποτελούνταν απ' τον εγκέφαλό του, με ζωντανές πληροφορίες να τρέχουν από δω κι από κει σαν κόκκινα, λαμπερά ρυάκια. Μπορούσε συνεπώς ν' αγγίξει τις ίδιες του τις σκέψεις , στην πρωταρχική τους φύση, πριν ακόμα γίνουν σκέψεις. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο απ' τη φωτιά τους, τεράστιοι χώροι απλώνονταν – ο όγκος του ίδιου του εγκεφάλου του έξω απ' αυτόν.
Κατόπιν ενδοπρόβαλε τον εξωτερικό κόσμο έτσι ώστε να τον κλείσει μέσα του. Είχε τώρα μέσα του το σύμπαν και τον εγκέφαλό του απέξω, παντού. Ο εγκέφαλός του εκτεινόταν σε διάστημα αχανές, πολύ μεγαλύτερο από κείνο που καταλάμβανε το σύμπαν. Έτσι ήξερε πια την έκταση όλων των πραγμάτων που ήταν ο ευατός του, και, επειδή είχε κλείσει μέσα του τον κόσμο, τον γνώριζε και τον έλεγχε.
Ηρέμησε λίγο και χαλάρωσε. Μετά μπόρεσε να διακρίνει το περίγραμμα του δωματίου, το τραπεζάκι για τον καφέ, μια καρέκλα, τους τοίχους, κάποιους πίνακες κρεμασμένους πάνω τους: το φάντασμα του εξωτερικού σύμπαντος εξακολουθούσε να υφίσταται μπροστά του. Πήρε ένα βιβλίο απ' το τραπεζάκι και το άνοιξε. Μέσα στο βιβλίο βρήκε γραμμένες, τυπωμένες, τις ίδιες του τις σκέψεις. Οι τυπωμένες σκέψεις ήταν διευθετημένες στη σειρά κατά μήκος του χρονικού άξονα που είχε γίνει χωρικός και ήταν ο μόνος άξονας κατά μήκος του οποίου ήταν δυνατή η κίνηση. Μπορούσε να δει, όπως μέσα σ' ένα ολόγραμμα, τις διάφορες περιόδους της σκέψης του – οι πιο πρόσφατες βρίσκονταν κοντά στην επιφάνεια, οι παλιότερες χαμηλότερα και βαθύτερα σε πολλές επάλληλες στρώσεις.
Κοίταξε τον εξωτερικό κόσμο που είχε τώρα αναχθεί σε γεωμετρικά σχήματα, τετράγωνα ως επί το πλείστον, με το Χρυσό Ορθογώνιο σαν πόρτα. Τίποτα δεν κινιόταν εκτός απ' τη σκηνή πίσω απ' την πόρτα, όπου η μητέρα του έτρεχε χαρούμενα ανάμεσα σε πυκνές τριανταφυλλιές, σε μια φάρμα που είχε μείνει όταν ήταν κοριτσάκι. Χαμογελούσε και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά.
Τώρα, σκέφτηκε ο Εμμάνουελ, θα αλλάξω το σύμπαν που έχω κλείσει μέσα μου. Κοίταξε τα γεωμετρικά σχήματα και τους επέτρεψε να γεμίσουν με λίγη ύλη. Απέναντί του, το άθλιο μπλε ντιβάνι που αγαπούσε ο Ελάιας άρχισε να στραβώνει και να παραμορφώνεται. Το σχήμα του άλλαξε. Του είχε αφαιρέσει την αιτιότητα που το διείπε και έπαψε να είναι ένα άθλιο μπλε ντιβάνι γεμάτο λεκέδες από Καφ, για να γίνει ένα ερμάρι γεμάτο πετσέτες, φλυτζάνια και πορσελάνινα πιάτα.
Επανεισήγαγε μια μικρή δόση χρόνου – και είδε τον Ελάιας Τέιτ να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο, να μπαίνει και να βγαίνει. Είδε τις αλλεπάλληλες στρώσεις να εναλλάσσονται κατά μήκος του άξονα του γραμμικού χρόνου. Το ερμάρι συνέχισε να παραμένει για κάμποσες στρώσεις σε κατάσταση παθητική, εν αδρανεία, και μετά πέρασε σε δράση ή πήρε μπρος ή τέθηκε σε κίνηση, ενώθηκε με τον διαρκή κόσμο των φυλογόνων και ενσωματώθηκε σε όλα εκείνα της κατηγορίας του που είχαν προηγηθεί. Μέσα στον κόσμο του πρόβαλε ο εγκέφαλός του το ερμάρι και οι πορσελάνες του ενσωματώθηκαν στην αληθινή πραγματικότητα για πάντα. Δεν θα υφίστατο από δω και πέρα άλλες αλλαγές, και κανένας άλλος εκτός απ' αυτόν, δεν θα το έβλεπε. Για όλους τους άλλους βρισκόταν στο παρελθόν.

Συμπλήρωσε τον μετασχηματισμό με τη φόρμουλα του Ερμή του Τρισμέγιστου:
Verum est... quod superius est sicut quod
inferius est sicut quod superius, ad perpetrando
miracula rei unius.
Που σημαίνει:
Η αλήθεια είναι αυτό που είναι πάνω είναι
σαν κι αυτό που είναι κάτω και ότι αυτό που είναι
κάτω είναι σαν κι αυτό που είναι πάνω, για να
επιτελέσουν τα θαύματα του ενός.
Ήταν ο Σμαραγδένιος Δίσκος που παρουσίασε στην Προφήτισσα Μαρία, την αδελφή του Μωυσή, ο ίδιος ο Τεχούτι, ο οποίος έδωσε ονόματα σ' όλα τα πράγματα στην αρχή της δημιουργίας, προτού εκδιωχθεί από τον Κήπο των Φοινίκων.
Αυτό που βρισκόταν κάτω, ο εγκέφαλός του, ο μικρόκοσμος, είχε γίνει μακρόκοσμος, και, μέσα του σαν μικρόκοσμο τώρα, περιείχε τον μακρόκοσμο, δηλαδή ό,τι βρισκόταν πάνω.
Κατέχω τώρα το σύμπαν ολόκληρο, συλλογίστηκε ο Εμμάνουελ. Βρίσκομαι τώρα παντού εξίσου. Έτσι έχω γίνει ο Αδάμ Κάδμων, ο Πρώτος Άνθρωπος. Του ήταν δύσκολο να κινηθεί κατά μήκος των τριών αξόνων του χώρου, γιατί ήδη βρισκόταν οπουδήποτε ήθελε να πάει. Η μόνη δυνατή κίνηση γι' αυτόν ή η μόνη δυνατή αλλαγή πραγματικότητας περνούσε απ' το χρονικό άξονα. Κάθισε και κοίταξε τον κόσμο των φυλογόνων – κινούνταν κατά δισεκατομμύρια, συνεχώς μεγάλωναν και τελειοποιούνταν, οδηγούμενα από τη διαλεκτική που υποβάσταζε κάθε μετασχηματισμό. Του άρεσε αυτό. Το θέαμα της αλληλοσύνδεσης του δικτύου των φυλογόνων ήταν πανέμορφο. Αυτό ήταν ο κόσμος* του Πυθαγόρα, ο αρμονικός συνδυασμός των πραγμάτων, το καθένα τους στη σωστή του θέση, το καθένα τους άφθαρτο.
Τώρα βλέπω ό,τι είδε ο Πλωτίνος, συλλογίστηκε. Κι επιπλέον, εγώ συνένωσα τα χωριστά βασίλεια μέσα μου. Απέδωσα τη Σεχίνα στο εν Σοφ. Αλλά μονάχα για λίγο και μόνο κατά τόπους. Μόνο σε μικρομορφή. Τα πράγματα θα επέστρεφαν εκεί που ήταν και πριν μόλις τα απελευθέρωνε.
«Σκέφτομαι μόνο», είπε δυνατά.
Ο Ελάιας μπήκε στο δωμάτιο λέγοντας, «Τι κάνεις, Μάνι;»
Η αιτιότητα είχε αντιστραφεί. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε να κάνει η Ζίνα: είχε κάνει το χρόνο να κυλήσει προς τα πίσω. Γέλασε χαρούμενος. Και άκουσε τις καμπάνες να χτυπάνε.
«Είδα το Τσινβάτ», είπε ο Εμμάνουελ. «Το στενό γεφύρι. Θα μπορούσα να το διασχίσω».
«Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό», είπε ο Ελάιας.
«Τι σημαίνουν οι καμπάνες;», ρώτησε ο Εμμάνουελ. «Χτυπάνε καμπάνες κάπου μακριά».
«Όταν ακούς καμπάνες να χτυπάνε μακριά, αυτό σημαίνει ότι ο Σαογιάνς είναι παρών».
«Ο Σωτήρας», είπε ο Εμμάνουελ. «Ποιος είναι ο Σωτήρας, Ελάιας;»
«Εσύ πρέπει να 'σαι».
«Μερικές φορές παύω να ελπίζω ότι θα θυμηθώ».
Άκουγε ακόμα τις καμπάνες να χτυπάνε μακριά, αργά, κινημένες απ' τον άνεμο της ερήμου – το ήξερε. Ήταν η ίδια η έρημος που του μιλούσε. Η έρημος, με τις καμπάνες, προσπαθούσε να ζωντανέψει τη μνήμη του. «Ποιος είμαι;», ρώτησε τον Ελάιας.
«Δεν μπορώ να σου πω».
«Ξέρεις όμως;»
Ο Ελάιας έγνεψε καταφατικά.
«Αν μου το έλεγες, όλα θα απλουστεύονταν», είπε ο Εμμάνουελ.
«Πρέπει να το πεις εσύ στον εαυτό σου», απάντησε ο Ελάιας. «Όταν έρθει η ώρα θα το μάθεις και θα το πεις».
«Είμαι ο...», έκανε διστακτικά το αγόρι.
Ο Ελάιας χαμογέλασε.


________________
*Ελληνικά στο κείμενο

Philip K. Dick
ΘΕΪΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ PARSEC 1992

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ - Arthur Schopenhauer


Ο Αριστοτέλης χώρισε τη φιλοσοφία σε θεωρητική, πρακτική και ποιητική. Κάθε υψηλή λοιπόν ποίηση έχει το σκοπό της. Δημιουργεί έργα που αναπαρασταίνουν τη φοβερή όψη της ανθρώπινης φύσης, τα δεινά του ανθρώπου, τη φρικτή μιζέρια, το θρίαμβο του κακού, την ειρωνική επικράτηση του τυχαίου, το ανεπανόρθωτο πέσιμο και κατέβασμα του δίκαιου και αθώου ανθρώπου. Με τα έργα αυτά αποκαλύπτεται ένα αξιοπρόσεκτο δείγμα της σύστασης του κόσμου...
Μέσα σε όλες τις τραγωδίες δεν είναι μόνο οι ευγενικές και καθαρές υπάρξεις, εκείνες που υποφέρουν που περνάνε όλες τις οδύνες και τελικά παρατάνε τα πάντα, τις απολαύσεις, τις επιδιώξεις τους, προκειμένου να αφοσιωθούν στην ιδέα που αγαπάνε και για την οποία αγωνίζονται. Τέτοιοι δεν είναι ο πρίγκηπας του Κολδερόου, η Μαργαρίτα του Φάουστ, ο Αμλέτος του Σαίξπηρ. Όλα αυτά μας αποδεικνύουν, ότι η αληθινή σημασία μιας τραγωδίας είναι να μας δείξει ότι οι αμαρτίες που βρίσκουν τον εξαγνισμό τους από τον τραγικό ήρωα δεν είναι δικές του αμαρτίες, δηλαδή προπατορικές, αλλά αυτό το αμάρτημα του ότι βρισκόμαστε στη ζωή.
Ο τελικός σκοπός και η προθετικότητα της τραγωδίας συνοψίζονται στο να μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή και να σκύβουμε το κεφάλι στην άρνηση της θέλησης να ζούμε, ενώ αντίθετα η κωμωδία μας ανοίγει την καρδιά, μας δίνει την ελπίδα και τη δύναμη να ζήσουμε. Γιατί στην πραγματικότητα η κωμωδία είναι η αναπαράσταση της ανθρώπινης ζωής, αναγκαστικά λοιπόν μας παρουσιάζει τις καομοιριές και τις ατυχίες της ζωής, αλλά τα παρασταίνει δήθεν ό,τι είναι δεινά που περνάνε στο τέλος και χάνονται μέσα στην ευτυχία που προέρχεται από επιτυχίες και νίκες που στο τέλος επικρατούνε.
Όταν λοιπόν πέφτει η αυλαία και τελειώνει μια κωμωδία, ο άνθρωπος έχει βγάλει το συμπέρασμα πως η ζωή είναι πολύ διασκεδαστική, αστεία και καλόβολη. Πέφτοντας όμως η αυλαία, η στιγμή της ευθύνης και ταιριαστής λύσης, δεν μας αφήνει να δούμε τι γίνεται παραπέρα. Ενώ η τραγωδία τελειώνει με τέτοιο τρόπο ώστε τίποτε και κανένα άλλο γεγονός να μη μπορέσει να συμβεί παραπέρα.

Ο δραματικός ποιητής έχει γνώση του έργου που παρουσιάζει και αφού μιλάει για το πεπρωμένο, πρέπει να είναι ανήλεος όπως είναι και αυτό. Το κάθε έργο, η κάθε τραγωδία, είναι ένας καθρέφτης της ανθρωπότητας, γι' αυτό και ο δημιουργός έχει το χρέος να μας δείξει την ωμή αλήθεια δηλαδή όλους τους δυνατούς χαρακτήρες που μπορούμε να βρούμε όπως οι σκληροί, οι άτιμοι, οι κακοί, οι ψεύτες, οι στενοκέφαλοι, ματαιόδοξοι, και αντιθέτως οι λογικοί, οι φρόνιμοι, οι μεγαλόψυχοι. Στον Όμηρο, πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας μεγαλόψυχος από φυσική του διάθεση, παρ' όλο ότι μέσα σε όλο το έργο υπάρχουν πολλοί ήρωες τίμιοι και μεγαλόψυχοι. Στον Σαίξπηρ με πολύ δυσκολία βρίσκει κανείς ένα-δύο τέτοιους χαρακτήρες αλλά και αυτών η ευγένεια δεν έχει τίποτε το υπεράνθρωπο και το μεγαλειώδες. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι η Κορδέλια και ο Κοριολάνος. Καλούς χαρακτήρες δύσκολα βρίσκει κανείς, ενώ από τους αντίθετους όσους θέλεις.
Το έργο της λυρικής ποίησης είναι έκφραση της ατομικότητας της συγκίνησης από το ωραίο και της έμπνευσης που να δίνει σάρκα και οστά με στίχους. Αυτό που πραγματικά προσπαθεί ο λυρικός ποιητής είναι να δώσει την αλήθεια έτσι όπως είναι, γυμνή και να παρουσιάσει την ανθρωπότητα ως τα βάθη της.
Και όλες οι αισθητικές τάσεις και τα αισθήματα, που οπωσδήποτε χαρακτηρίζονται από πολυσημία, και που όλες οι ως τώρα γενεές έχουν δοκιμάσει και έχουν ικανοποιηθεί στις ίδιες περιστάσεις, αυτά τα συναισθήματα αναπαράγονται συνεχώς, γιατί στην αισθητική ικανοποίηση υπάρχει ελευθερία και ενδιαφέρον, και βρίσκουν την τελική έκφρασή τους στην ποίηση.
Ο ποιητής, μπορεί να πει κανείς, είναι ένας άνθρωπος στην ολότητά του. Ο ανθρώπινος πόνος, η κατάσταση της ψυχικής ζωής, η στενοχώρια, τα προβλήματα, και κάθε τι που έχει συνταράξει την ανθρώπινη καρδιά και έχει αναστατώσει την ανθρώπινη ύπαρξη εκφράζεται με απαράμιλλο τρόπο από τον ποιητή και προσφέρει στο κοινό το αντίκρυσμα των παθών του. Έτσι ο ποιητής ή ο καλλιτέχνης μπορεί με την ίδια τέχνη και το ίδιο πάθος, να τραγουδάει την ηδονή ή τη μυστικοπάθεια, να είναι ο Άγγελος Σιλέσιος ή ο Ανακρέων, να γράφει τραγωδίες ή κωμωδίες, να περιγράφει άμεσες ανάγκες, αισθήματα παράφορα, θαυμασμό, αλλά όμως και προστυχιές και ιδιαίτερα συναισθήματα, ανάλογα με τη διάθεση και την κλίση του.
Κανένας δεν μπορεί να επιβάλλει στον ποιητή να είναι σεμνός, μεγαλοπρεπής, ηθικός, χριστιανός, να υπερασπίζει αξίες, να μην είναι εκείνο ή να είναι το άλλο. Αυτό είναι αδύνατον. Η ποίηση είναι η ηχώ, ο καθρέφτης του κόσμου. Αποκαλύπτει τις εσωτερικές τάσεις, υπηρετεί εκείνον που την αισθάνεται και τον εκφράζει.


Arthur Schopenhauer
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Γ. ΕΓΓΛΕΖΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν.ΔΑΜΙΑΝΟΣ / ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Ο ΔΟΛΟΣ – KARL VON KLAUSEWITZ


Ο δόλος προϋποθέτει μιαν υποκριτική πρόθεση κι αντιτίθεται, κατά συνέπεια, στην ευθεία, απλή δηλαδή άμεση στάση, όπως κι η λέξη πνεύμα αντιτίθεται στην άμεση απόδειξη. Δεν έχει λοιπόν τίποτε κοινό με τα μέσα της πειθούς, του συμφέροντος, της δύναμης, αλλά μοιάζει σ' αρκετές πλευρές με την απάτη που, κι αυτή επίσης, κρύβει τις προθέσεις της. Είναι κι ο ίδιος τελικά απάτη άπαξ κι όλα έχουν επιτελεστεί, διακρινόμενος από κείνη που κοινά ονομάζεται έτσι, και διακρίνεται απ' αυτήν στο ότι δεν υπονοεί άμεση παράβαση του δεδομένου λόγου. Εκείνος που χρησιμοποιεί το δόλο αφήνει εκείνον που θέλει να παραπλανήσει να κάνει ο ίδιος συλλογιστικά σφάλματα που συναντώμενα τελικά σ' ένα μόνον επακόλουθο, μεταβάλλουν ξαφνικά κάτω από τα μάτια του τη φύση των πραγμάτων. Μπορούμε ακόμη να πούμε: όπως η λέξη πνεύμα είναι μια ταχυδακτυλουργία σχετική με τις ιδέες και τις αντιλήψεις, ο δόλος είναι μια ταχυδακτυλουργία σχετική με τις πράξεις.
Από πρώτη άποψη φαίνεται πως δίκαια η στρατηγική δανείστηκε τ' όνομά της από το στρατήγημα και πως παρ' όλες τις πραγματικές και προφανείς μεταμορφώσεις που υπέστη ο πόλεμος από την εποχή των Ελλήνων, αυτός ο όρος παραμένει εκείνος που ανταποκρίνεται στη βαθύτερη φύση του.
Αν αφήσουμε στην τακτική την εκτέλεση των συγκρούσεων, των καθαρά νοούμενων συμπλοκών, κι αν θεωρήσουμε τη στρατηγική σαν την τέχνη της συνετής χρησιμοποίησης των πιθανοτήτων που εκείνες προσφέρουν, τότε, αν εξαιρέσουμε τις δυνάμεις της ιδιοσυγκρασίας σαν τη φλογερή φιλοδοξία, η πίεση της οποίας δε χαλαρώνει ποτέ, η τη σιδερένια θέληση, που δεν υποχωρεί μπροστά σε τίποτε, κ.λ.π., καμιά φυσική διάθεση δε φαίνεται ικανότερη από το δόλο στο να διευθύνει και να εμψυχώνει τη στρατηγική δραστηριότητα. Η πολύ γενική επιθυμία αιφνιδιασμού, για την οποία μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, επιτρέπει ήδη αυτό το συμπέρασμα. Γιατί κάθε αιφνιδιασμός υπονοεί έναν ορισμένο βαθμό δόλου, όσο μικρός κι αν είναι αυτός.
Όσο όμως κι αν θέλουμε να βλέπουμε τους πολεμικούς ηγέτες να υπερέχουν σε πανουργία, επιτηδειότητα και προσποίηση, πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτές οι ιδιότητες λίγο εκδηλώνονται στην Ιστορία και σπάνια εμφανίζονται στη μάζα των γεγονότων και των συνθηκών.
Δεν είναι δύσκολο ν' ανακαλύψει κανείς το λόγο, που ταυτίζεται περίπου με το αντικείμενο του προηγουμένου κεφαλαίου.

Η στρατηγική έχει σαν μόνη δραστηριότητα την οργάνωση των συμπλοκών και των μέτρων που σχετίζονται μ' αυτές. Σ' αντίθεση προς όσα συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή, δε γνωρίζει τη δραστηριότητα που συνίσταται σε απλούς λόγους, δηλαδή σε συζητήσεις, διακηρύξεις κλπ. Ωστόσο είναι αυτοί που, χωρίς να στοιχίζουν πολλά, χρησιμεύουν στον πανούργο για τνα εξαπατά τον κόσμο.
Ό,τι στον πόλεμο μοιάζει μ' αυτό – πλαστές διαταγές και σχέδια, διάδοση ψευδών νέων προς χρήσιν του εχθρού, κλπ. – είναι γενικά τόσο λίγο αποτελεσματικό στο πεδίο της στρατηγικής, που δεν μπορούμε να καταφύγουμε σ' αυτό παρά σ' ορισμένες μεμονωμένες ευκαιρίες, που παρουσιάζονται μόνες τους. Εδώ το δρων πρόσωπο δεν μπορεί να δράσει ανεξάρτητα.
Η ώθηση της οργάνωσης των συμπλοκών σε σημείο τέτοιο που να εντυπωσιαστεί ο εχθρός, απαιτεί ήδη σημαντική κατανάλωση χρόνου κι ενεργητικότητας. Κατανάλωση που αυξάνει στο μέτρο που αυξάνει κι η διακύβευση. Καθώς γενικά ο καθένας είναι ελάχιστα διατεθιμένος να κάνει αυτές τις θυσίες, πολύ λίγες απ' αυτές τις υποτιθέμενες επιδείξεις έχουν στη στρατηγική το προβλεπόμενο επακόλουθο. Είναι πράγματι επικίνδυνο να μη χρησιμοποιεί κανείς παρά φαινομενικά σημαντικές δυνάμεις για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Διακινδυνεύει πάντα νάναι αυτό μάταιο, και να δει τις δυνάμεις που αποτυγχάνουν αργότερα, κατά την αποφασιστική στιγμή.
Το δρων πρόσωπο αντιλαμβάνεται πάντα αυτή την απλή αλήθεια, κι αυτό το κάνει να μη δοκιμάζει αυτό το παιχνίδι που βασίζεται σε μια προσποιητή επιδεξιότητα. Η σοβαρότητα της πικρής αναγκαιότητας κάνει την άμεση πράξη τόσο επείγουσα, που δεν αφήνει θέση γι' αυτό το παιχνίδι. Εν ολίγοις: τα πιόνια του σκακιού δεν έχουν εκείνη την ευελιξία που είναι το ίδιο το στοιχείο του δόλου και της πανουργίας.
Το συμπέρασμα που εξάγεται απ' αυτά είναι πως ένας στρατηγός χρειάζεται ιδίως μιαν οξεία και διεισδυτικήν όραση, ιδιότητα πιο αναγκαία και πιο χρήσιμη από το δόλο, έστω κι αν αυτός δε φθείρει τίποτε αν δε βλάπτει τις άλλες ιδιότητες, πράγμα σπάνιο.
Αλλ' όσο πιο ανίσχυρες είναι οι υποτεταγμένες στη στρατηγική διεύθυνση δυνάμεις, τόσο περισσότερο αυτή θα είναι ευπρόσιτη στο δόλο. Έτσι, εκείνος που είναι πολύ ανίσχυρος, πολύ μικρός, και που η σύνεση κι η σοφία δεν του χρησιμεύουν πια σε τίποτε, φτάνει στο σημείο όπου όλοι οι πόροι της τέχνης μοιάζουν να τον εγκαταλείπουν κι όπου ο δόλος είναι το τελευταίο του καταφύγιο. Όσο πιο απεγνωσμένη είναι η κατάστασή του, τόσο περισσότερο όλα τον ωθούν να επιχειρήσει ένα τελευταίο απελπισμένο πλήγμα, κι ακόμη ευκολότερα ο δόλος συμμαχεί με την τόλμη.
Πέρα από κάθε υπολογισμό, χωρίς έγνοια γι' απώτερες κυρώσεις, η τόλμη κι ο δόλος θα επιτείνονται αμοιβαία, συγκεντρώνοντας σ' ένα μόνο σημείο ένα αδιόρατο φέγγος ελπίδας, που είναι όμως επιδεκτικό πυρπολήσεως.


Karl Von Klausewitz
Περί του Πολέμου
Μετάφραση – Επιμέλεια: Νατάσα Ξεπουλιά
Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ 1989