.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ - ΑΣΜΑ ΙΙ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ] – S.T. COLERIDGE



...Κι ο Κάιν ύψωσε τη φωνή του που αντήχησε θρηνητική, γεμάτη πίκρα και είπε: «Ο Παντοδύναμος Θεός που με κατατρέχει μου ρίχνεται απ’ όλες τις μεριές. Κυνηγάει την ψυχή μου όπως ο άνεμος, με περονιάζει όπως η αμμοθύελλα, με περικυκλώνει όπως ο αέρας. Ω, ας μπορούσα πια να ξοφλήσω μια για πάντα! Λαχταράω το θάνατο – αλήθεια το λέω, εκείνα τα πράγματα που ποτέ δε φύσηξε πάνω τους η πνοή της ζωής, που δε σαλεύουν καθόλου πάνω στη γη – ναι, μονάχα αυτά φαντάζουν στα μάτια μου πολύτιμα. Ω, γιατί ο άνθρωπος να μην μπορεί να ζει δίχως ν’ ανασαίνει απ’ τα ρουθούνια του; Έτσι θα μου ήταν εύκολο να μονιάζω στα σκοτάδια και στη μαυρίλα, μέσα στο έρημο διάστημα! Ναι, να έμενα ξαπλωμένος καταγής. Να μη σηκώνομαι, να μη σαλεύω ούτε το δαχτυλάκι μου, ώσπου να γίνω σαν το βράχο μέσα στη σπηλιά του λιονταριού, που πάνω του το μικρό λιονταράκι ακουμπάει το κεφάλι του όταν κοιμάται. Γιατί πίσω απ’ το βουητό του χειμάρρου που βρυχιέται πέρα μακριά ακούγεται μια φωνή. Και τα σύννεφα στον ουρανό με αγριοκοιτάζουν. Ο Παντοδύναμος Θεός που ξεσηκώνεται κατά πάνω μου μιλάει μες στον άνεμο που φυσάει στο δάσος με τους κέδρους. Κι άφωνος μαραζώνω». Τότε ο Ενώχ μίλησε στον πατέρα του: «Σήκω πάνω, πατέρα, σήκω! Φτάσαμε κοντά σ’ εκείνο το μέρος όπου βρήκα το παξιμάδι και το σταμνί». Κι ο Κάιν είπε: «Πως το ξέρεις;». Και το παιδί αποκρίθηκε: «Για δες τα γυμνά βράχια. Μονάχα λίγες δρασκελιές σου τα χωρίζουν από το δάσος. Και μόλις τώρα δα, καθώς ύψωνες τη φωνή σου, ήρθε στ’ αυτιά μου η ηχώ». Ύστερα το παιδί έπιασε τον πατέρα του, σαν να ‘θελε να τον ανασηκώσει. Κι ο Κάιν αποκαμωμένος κι ανήμπορος, κατάφερε σιγά-σιγά να σταθεί στα γόνατα και, αγκαλιάζοντας τον κορμό ενός ελατιού, σηκώθηκε και ακολούθησε το παιδί.

***

And Cain lifted up his voice and cried bitterly, and said, "The Mighty One that persecuteth me is on this side and on that; he pursueth my soul like the wind, like the sand-blast he passeth through me; he is around me even as the air! O that I might be utterly no more! I desire to die—yea, the things that never had life, neither move they upon the earth—behold! they seem precious to mine eyes. O that a man might live without the breath of his nostrils. So I might abide in darkness, and blackness, and an empty space! Yea, I would lie down, I would not rise, neither would I stir my limbs till I became as the rock in the den of the lion, on which the young lion resteth his head whilst he sleepeth. For the torrent that roareth far off hath a voice; and the clouds in heaven look terribly on me; the mighty one who is against me speaketh in the wind of the cedar grove; and in silence am I dried up." Then Enos spake to his father, "Arise my father, arise, we are but a little way from the place where I found the cake and the pitcher." And Cain said, "How knowest thou?" and the child answered—"Behold the bare rocks are a few of thy strides distant from the forest; and while even now thou wert lifting up thy voice, I heard the echo." Then the child took hold of his father, as if he would raise him: and Cain being faint and feeble rose slowly on his knees and pressed himself against the trunk of a fir, and stood upright and followed the child.

S.T. COLERIDGE
ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ – ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2004


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη - Κώστας Βάρναλης





Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!
Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.
Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦ Ἀγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:
- Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).
Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητός του, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.
Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητον βατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ μὲ τὰ ὑποδήματα - πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.
Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.
Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον Βρέφος της, ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων, ἡ Ἁγία Βαρβάρα καὶ ἡ Ἁγία Κυριακὴ μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τοὺς κλάδους τῶν φοινίκων εἰς τὰς χεῖρας, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καὶ Εὐθύμιος καὶ Σάββας μὲ τὰς γενειάδας καὶ τὰ κομβοσχοίνια των· καὶ ἦλθε καὶ ὁ ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, «ἄνθρωπος τὴν ὄψιν καὶ θεὸς τὴν καρδίαν», ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια κρατοῦσα εἰς τὰς χεῖρας τὸ μικρόν της ληκύθιον, τὸ περιέχον τὰ λυτήρια ὅλων τῶν μαγγανειῶν καὶ ἐπῳδῶν, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ἡ Ἁγία Μαρίνα καὶ εἴτα ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὰ χαντζάριά των, μὲ τὰς ἀσπίδας καὶ τοὺς θώρακάς των - ὁλόκληρον τὸ Τέμπλον τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας καὶ λικνιζόμενον ἀπὸ τὸ πολυτάραχον καὶ πολυρροιβδον κῦμα...
Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦ δωματίου καὶ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος λησμονήσας τὸν κάλον του ἀνεσηκώθη νὰ φορέσει καὶ τὸ ἀριστερόν του ὑπόδημα διὰ ν᾿ ἀσπασθεῖ εὐλαβῶς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.
Ἀλλ᾿ ἡ ὀπτασία ἐξηφανίσθη καὶ ἰδοὺ εὑρέθη εἰς τὸν Ἅη-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ποὺ ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους κι ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν. Πλῆθος πιστῶν εἶχεν ἀνέλθει ἀπὸ τὴν πολίχνην, ζωντανοὶ καὶ συγχωρεμένοι, νὰ παρακολουθήσουν τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποία ἐτέλει ὁ παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος ἀπὸ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην.
Κατὰ περίεργον ἀντινομίαν τῶν στοιχείων, ἦτο καλοκαῖρι κι ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει καὶ ἦτον δὲν ἦτον τρίτη πρωϊνή, ὅτε ἡ ἀμφιλύκη ἤρχισε νὰ ῥοδίζει εἰς τὸν ἀντικρυνὸν ζυγὸν τοῦ βουνοῦ.
Ὅλοι γείτονες, λάλοι καὶ φωνασκοί, ἐκάθηντο κατὰ γὴς πέριξ ἐστρωμένης καθαρᾶς ὀθόνης. Τέσσερ᾿ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, ἀστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστὰ τῆς λίμνης, αὐγοτάραχον καὶ ἐγχέλεις ἁλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια καὶ μῆλα - ὅλα τὰ καλούδια, προϊόντα της μικρῆς καὶ ὡραίας νήσου, περιέμενον τοὺς συνδαιτυμόνας.
- Καλῶς ὥρισες κυρ-Ἀλέξαντρε, κάτσε κ᾿ ἡ ἀφεντιά σου, τοῦ εἶπεν ἡ θεία ἡ Ἀμέρσα.
Ἀλλὰ τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδας τῶν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Ἐκεῖ ἦτον ἡ θεία-Ἀχτίτσα, φοροῦσα καινουργῆ μανδήλαν καὶ νέα πέδιλα, ἐπιδεικνύουσα μετ᾿ εὐγνωμοσύνης τὸ συνάλλαγμα τῶν δέκα λιρῶν, τὸ ὁποῖον μόλις ἔλαβε ἀπὸ τὸν ξενητευμένον εἰς τὴν Ἀμερικὴν υἱόν της. Δίπλα της ἐκάθητο κι ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας, ὁ προσποιηθεὶς τὸν Καλλικάντζαρον τὴν Παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ ληστεύσας τὸν Ἀγγελῆν, τὸν Νάσον, τὸν Τάσον - ὅλα τὰ παιδία τὰ ὁποῖα κατήρχοντο ἀπὸ τὴν Ἐπάνω ἐνορίαν, ἀφοῦ εἶχαν ψάλει τὰ Κάλανδα. Ἐσηκώθη καὶ παρέδωσεν εἰς τὸν κυρ-Ἀλέξανδρον τὰς κλεμμένας πεντάρας -δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα ἐκείνην τὴν χρονιὰν (συχωρεμένος ἂς εἶναι!).
Ἰδοὺ κι ὁ Μπαρμπ᾿ Ἀλέξης, ὁ Καλοσκαιρῆς, ποὺ δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάροντος διὰ νὰ πηδήσει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του, ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ἦτον κι ὁ σύντροφός του ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας ὁ ναυτολογημένος ὡς Ἰωαννίδης καὶ διατελῶν ἐν διαρκεῖ ἀπουσίᾳ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας.
- Νὰ φροντίσῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Πανταρώτας, νὰ πάρω τὴν σύνταξή μου!
Καὶ λησμονῶν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς ἐμούντζωσε τὸ κενὸν συνοδεύων τὴν ἄσεμνον χειρονομίαν μὲ τὴν ἀσεμνοτέραν βλασφημίαν:
- Ὅρσε, κουβέρνο!
Ἐκεῖ ἦτον κι ὁ Μπαρμπα-Διόμας, εὐτυχὴς διότι ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸ ναυάγιον καὶ ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ ἐπὶ τοῦ διασώσαντος αὐτὸν τρεχαντηρίου ὁλόκληρον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου διὰ νὰ συνέλθει - ὢ πενιχρά, ἀλλ᾿ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ!
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔτρεξε νὰ τοῦ σφίξη τὴν χεῖρα καὶ ὁ βοσκὸς ὁ Στάθ᾿ς τοῦ Μπόζα, τοῦ ὁποίου δύο αἶγες εἶχον βραχωθῆ εἰς τὸν κρημνὸν ὑπεράνω της ἀβύσσου, ὅπου ἔχαινεν ὁ πόντος καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, ἂν δὲν τὸν κατεβίβαζαν διὰ σχοινίου εἰς τὸν βράχον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του.
- Τὴν Ψαρὴ τὴν ἔχω τάξει ἀσημένια στὴν Παναγιά. Τὴ Στέρφα (τὴν ἄλλην αἶγα) θὰ τὴν σφάξω γιὰ σένα, νὰ τὴν φᾶμε.
Καὶ ἡ Ἀσημίνα τοῦ μαστρο-Στεφανῆ τοῦ βαρελᾶ, μὲ τὰς τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τὴ Ῥοδαυγή, τὴν Ἑλένη, τὴ Μαργαρὼ καὶ τὴν Ἀφέντρα, ἡ Ἀσημίνα, ποὺ τὴν μίαν ἡμέραν ἑώρτασε τοὺς γάμους τῆς Ἀφέντρας μὲ τὸν Γρηγόρη τῆς Μονεβασᾶς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπένθησεν τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της τοῦ Θανάση.
Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδημούλης, ὁ πτωχαλαζών, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἔργα μὴ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος ἠσθάνθη τύψεις, ὅτι ἔπλασεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τόσον δυστυχεῖς καὶ ταπεινοὺς ἢ τόσον ἁμαρτωλοὺς (οὐδεὶς ἀναμάρτητος!) καὶ τὸν ἑαυτόν του τόσον ἐπηρμένον!...
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν διέκοψεν ἡ ὀκταόκαδος τσότρα, ἡ περιφερομένη ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα. Δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ καὶ ἤχησαν τὰ λαλούμενα (βιολιτζῆδες ντόπιοι καὶ τουρκόγυφτοι μὲ κλαρινέτα) καὶ ... ἐξύπνησεν.
Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν ἁγίαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅλης της ζωῆς του! - ζωὴν νὰ ἔχει!

O Κώστας Βάρναλης έχει γράψει και άλλα διηγήματα με ύφος "παπαδιαμαντικό", κάνοντας χρήση φράσεων και λέξεων του σπουδαίου αυτού διηγηματογράφου. Το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ως ήρωα τον ίδιο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (κυρ Ἀλέξανδρος).

Πεζός Λόγος
Εκδόσεις Κέδρος


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Μάιστερ Έκχαρτ – Jonathan Black




Ελάχιστα γνωρίζουμε για τον Μάιστερ Έκχαρτ, τον μυστηριώδη Γερμανό μυστικιστή του 13ου, όπως όμως ο σύγχρονος του Δάντης μπορεί να θεωρηθεί η πηγή της Αναγέννησης, έτσι και ο Έκχαρτ μπορεί να θεωρηθεί η πηγή της ευρύτερα αλλά βραδύτερα διαδιδόμενης Μεταρρύθμισης. Στο πρόσωπο του Έκχαρτ μπορούμε επίσης να δούμε την πηγή μιας νέας μορφής συνειδητότητας που έμελλε να οδηγήσει τη βόρεια Ευρώπη στην παγκόσμια κυριαρχία.
Γεννημένος στην Γκόθα της Γερμανίας το 1260, εισήλθε σε μια μονή Δομινικανών, έγινε ηγούμενος και εντέλει διαδέχτηκε τον Θωμά Ακινάτη στην έδρα της Θεολογίας στο Παρίσι. Το μεγαλεπίβολο έργο του Opus Tripartitum, εξίσου φιλόδοξο στη στόχευσή του με τη Summa Theologica, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Πέθανε μαχόμενος για τη ζωή του κατά τη διάρκεια της δίκης του ως αιρετικού.
Ορισμένα κηρύγματά του και κάποιες λιγοστές, διάσπαρτες ρήσεις του διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Μερικά από αυτά μετέγραψαν κάτοικοι του Στρασβούργου. Ποτέ ως τότε δεν είχαν ακούσει να διατυπώνονται έννοιες όπως οι παρακάτω:
Προσεύχομαι στο Θεό να με απαλλάξει από το Θεό.
Αν δεν υπήρχα εγώ, δε θα υπήρχε ούτε ο Θεός.
Αν δεν υπήρχα εγώ, ο Θεός δεν θα ήταν Θεός.
Ο Θεός είναι εντός, και εμείς είμαστε εκτός.
Ο οφθαλμός δια του οποίου βλέπω το Θεό και ο οφθαλμός δια του οποίου με βλέπει ο Θεός είναι ο ίδιος οφθαλμός.
Εκείνος είναι Εκείνος επειδή Εκείνος δεν είναι Εκείνος. Αυτό δεν μπορεί να το κατανοήσει ο εξωτερικός άνθρωπος αλλά μόνο ο εσωτερικός.
Βρες τον ένα πόθο πίσω από όλους τους πόθους.
Ο Θεός είναι στο σπίτι. Εμείς είμαστε που βγήκαμε περίπατο.
Μέσα από το τίποτε γίνομαι αυτό που είμαι.
Μόνο το χέρι που σβήνει μπορεί να γράψει την αλήθεια.
Όλα αυτά ακούγονται εκπληκτικά σύγχρονα. Ίσως μάλιστα, προς κατάπληξή σας, θα μπορούσατε να τα ακούσετε σήμερα από το στόμα του τοπικού σας ιερέα.
Όπως οι διδάσκαλοι του Ζεν, ο Μάιστερ Έκχαρτ επιδιώκει να μας απομακρύνει απότομα από τους παγιωμένους τρόπους σκέψης, ενίοτε με ρήσεις που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν κενές νοήματος.
Επίσης διδάσκει έναν ανατολικού τύπου διαλογισμό ο οποίος προϋποθέτει αποστασιοποίηση από τον υλικό κόσμο και ταυτόχρονα κένωση του νου. Υποστηρίζει πως όταν όλες οι δυνάμεις αποσυρθούν από τη σωματική μορφή και τις σωματικές τους λειτουργίες, όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από τις αισθήσεις, τότε «βυθίζεται στη λήθη των πραγμάτων και του εαυτού του».
Όπως η βουδιστική «κενότητα», η λήθη αυτή είναι ένα κενό που εμπεριέχει άπειρες και ανεξάντλητες δυνατότητες, και επομένως είναι ένας χώρος αναγέννησης και δημιουργίας. Είναι επίσης ένα μέρος δύσκολο και επικίνδυνο. Ο Έκχαρτ έδειχνε το δρόμο όχι της παρηγοριάς για μια σκληρή, καταπιεσμένη ζωή, όχι των καθυστερημένων ανταμοιβών, αλλά μια παράξενη διάσταση δοκιμασίας όπου εισέρχεται κανείς με δική του ευθύνη, την «έρημο της Θεότητας όταν δεν υπάρχει κανείς στο σπίτι».
Όπως ο Μωάμεθ, όπως ο Δάντης, ο Έκχαρτ έχει άμεση προσωπική εμπειρία των πνευματικών κόσμων. Συχνά τα όσα κομίζει από αυτούς δεν είναι ό,τι θα ανέμενε κανείς. Ιδού μια εκτενέστερη εκδοχή της ρήσης που μνημονεύσαμε προηγουμένως.
«Όταν φοβάσαι να πεθάνεις και γαντζώνεσαι από τη ζωή, θα δεις δαίμονες να σου την αφαιρούν διασπαράσσοντάς την. Αν έχεις γαληνέψει εσωτερικά, θα δεις ότι οι δαίμονες είναι στην πραγματικότητα άγγελοι που σε ελευθερώνουν από τη γη. Τα μόνα πράγματα που σε καίνε είναι αυτά που δε θέλεις να αποχωριστείς, οι μνήμες σου, οι δεσμοί σου».
Ο Έκχαρτ ενίοτε μνημονεύεται ως ένας από τους «δώδεκα υψηλούς Διδασκάλους των Παρισίων», μια φράση που μας θυμίζει τις αρχαίες παραδόσεις περί κρυμμένων διδασκάλων και μαθητών, τη Μεγάλη Λευκή Αδελφότητα, τους Τριάντα Έξι Δίκαιους της καμπαλιστικής παράδοσης, την Αδελφότητα της Στέγης του Κόσμου, τον Εσώτερο Κύκλο των Μυστών ή τους Εννέα Αγνώστους. Σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις, οι τρόποι άμεσης βίωσης των πνευματικών κόσμων παραδίδονται από διδάσκαλο σε μαθητή μέσω μιας αλυσίδας μεταβίβασης. Στην ανατολή η αλυσίδα αυτή αποκαλείται ενίοτε σατσόνγκ. Δεν πρόκειται απλώς για πληροφορίες που μεταδίδονται προφορικά, αλλα για μια μαγική διαδικασία μέθεξης μεταξύ διανοιών. Σε κάτι παρόμοιο μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται ο Πλάτων όταν χρησιμοποιεί τον όρο μίμησις. Στην Αλληγορία του Σπηλαίου, καλεί το μαθητή του να πλάσει μια φανταστική εικόνα η οποία θα επιδράσει στο νου του με έναν τρόπο που υπερβαίνει τα στενά όρια του λογικού. Κατά τον Πλάτωνα, τα άριστα κείμενα – αναφέρεται στα ποιήματα του Ησίοδου – ασκούν μια υπνωτιστική μαγεία που χρησιμοποιείται ως όχημα για τη μετάδοση της γνώσης.

Ένας γνωστός μου μυημένος μου διηγήθηκε πως, όταν νεαρός ζούσε ακόμη στη Νέα Υόρκη, τον επισκέφθηκε μια μέρα ο Διδάσκαλός του, σχεδίασε έναν κύκλο πάνω στο τραπέζι και τον ρώτησε τι έβλεπε.
«Μια επιφάνεια τραπεζιού», απάντησε εκείνος.
«Καλώς», είπε ο Διδάσκαλος. «Τα μάτια ενός νέου πρέπει να είναι στραμμένα προς τα έξω». Κατόπιν, χωρίς να πει τίποτε άλλο, έγειρε προς τα εμπρός και άγγιξε με το προτεταμένο δάχτυλό του το φίλο μου στο μέτωπο, ανάμεσα στα μάτια.
Αμέσως ο κόσμος έσβησε και ο φίλος μου θαμπώθηκε από ένα όραμα: του φάνηκε ότι είδε μια ψυχρή, λευκή θεά της Σελήνης που κρατούσε ένα κρανίο και ένα ροζάριο. Είχε έξι πρόσωπα, με τρία μάτια το καθένα.
Η θεά άρχισε να χορεύει και ο φίλος μου έχασε την αίσθηση του χρόνου. Ύστερα από λίγο το όραμα άρχισε να ξεθωριάζει και να συρρικνώνεται, ώσπου έγινε μια κηλίδα και εξαφανίστηκε.
Ο φίλος μου, ωστόσο, γνώριζε ότι με κάποιον τρόπο εξακολουθούσε να ζει μέσα του σαν φλεγόμενος σπόρος, και θα ζούσε μέσα του για πάντα.
«Το είδες;» τον ρώτησε ο Διδάσκαλός του.
Στο άκουσμα αυτής της ιστορίας συγκλονίστηκα, διότι γνώριζα ότι βρισκόμουν πολύ κοντά στην αλυσίδα της μυστικής μεταβίβασης.


Jonathan Black
Η Μυστική Ιστορία του Κόσμου
Μετάφραση Νάσος Κυριαζόπουλος Δ.Φ.
Εκδόσεις BELL 2011

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Παρακοή των Πρωτοπλάστων – ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΗΡΡΗΣ



Απορίες:
1) Ο δε όφις ην φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της Γης, ων εποίησε Κύριος ο Θεός (Γένεσις Γ,1). Πως συμβιβάζεται η φρονιμότης (νοημοσύνη, νουνέχια) του φιδιού, με τις ενέργειες του για εξαπάτηση των Πρωτοπλάστων;
Ο νουνεχής είναι νουνεχής. Δεν εκτελεί ανόητες πράξεις. Ούτε ποτέ ο νουνεχής αντιμάχεται το θείον έργον συνειδητά. Και στο κείμενο δεν φαίνεται διόλου ότι το φίδι εκτός εαυτού, αλλά μάλλον φαίνεται ότι ενεργούσε με πλήρη συνειδητότητα. Ενεργούσεν ως «φρονιμότατος».
2) Το κακόν δεν μπορούσε ΠΟΤΕ να εισχωρήσει στον Παράδεισο, δεδομένου ότι ο Παράδεισος απέχει πολύ από οποιανδήποτε επίδρασιν του ΚΑΚΟΥ. Το φίδι αφού ήταν φρονιμώτατον πως ήταν κακό; Και αν ναί, πως μπόρεσε να εισχωρήση; Και ο Θεός δεν το έβλεπε πως εισχωρούσε; Πως λοιπόν του επέτρεψε να εισχωρήση; Αλλά, υπήρχε τότε το «κακό»;
3) Ο Θεός ως «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», δεν έβλεπε την προσπάθεια του φιδιού; Δεν έβλεπε ότι πιθανόν να υπέκυπταν οι πρωτόπλαστοι σε παρακοή; Πως το επέτρεψε;
4) Ο όφις ΔΕΝ είπε στην Εύα ότι άμα φάγη από τον καρπόν του δένδρου της γνώσεως του καλού και του πονηρού θα γίνουν θεοί, αλλά τους είπε: «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ΩΣ θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν». Θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε ΣΑΝ θεοί και ΟΧΙ θεοί (Γένεσις Γ,5), όπως διακηρύσσουν πολλοί ερμηνευτές. Τι εννοεί μ’ αυτό;
5) «Και είδεν η γυνή ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ο τι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ΙΔΕΙΝ και ωραίον εστί του ΚΑΤΑΝΟΗΣΑΙ» (Γένεσις Γ,6). Καλό είναι να δούν τα μάτια κι είναι ωραίο να αντιλαμβάνεται κανείς. Ποια μάτια; Που είναι λοιπόν, το μήλο ή το καρύδι, αφού λέγει: «ωραίο είναι να αντιλαμβάνεται κανείς». Μήπως υπάρχει στον κόσμο δένδρον που ο καρπός του να δίδη στον άνθρωπο αυτόν την ικανότητα να ανοίγουν τα μάτια του και να μπορεί να διανοήται;
6) Ο Θεός είπε στον Αδάμ μετά την κατάραν: «Ιδού Αδάμ γέγονεν εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν», «Ημών», ποίων ημών; Από τους Θεούς; Μα ένας μόνον θεός, αναφέρεται έως εδώ, Κύριος ο Θεός. Πως αναφέρεται σε πολλούς θεούς;
7) Ο θεάνθρωπος Ιησούς λέγει: «Πάτερ ημών», και «ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος». Ο Ιωάννης αναφέρει τα λόγια του Ιησού «ο θεός αγάπη εστί». Αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο άνθρωπος περικλείει θεϊκόν σπινθήρα και ότι ναός του θεού είναι κατά τον Απ. Παύλον, πως συμβιβάζεται η ΑΠΕΙΡΗ θεϊκή αγάπη που, όπως λέγει ο Χριστός συγχωρεί εβδομηκοντάκις επτά, με την κατάραν του προς τον εαυτόν του, το παιδί του;
8) Πως συμβαίνει από τη μια ο θεός να καταράται σαν γριούλα της γειτονιάς, τον Αδάμ, κι από την άλλη να λέγη ότι έγινε (όχι, ΘΑ ΓΙΝΕΙ) ένας από τους θεούς;
9) «Και έβαλε τα χειρουβείμ και την φλογίνης ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ΞΥΛΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ». Δεν λέγει «να φυλάσσει την θύραν του Παραδείσου». Λέγει την «οδόν», τον δρόμον, την δίοδον, το μονοπάτι προς το δένδρον της ΖΩΗΣ. Τι εννοεί μ’ αυτό;
10) Λέγει «ρομφαίαν στρεφομένην» , σπαθί ή κάτι πολύ δυνατό, που συστρέφεται, σαν λ.χ. το φίδι που κουλουριάζεται άμα αναπαύεται, και κινείται συστρεφούμενο. Ποιο είναι αυτό;
11) «Και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα». Δηλαδή να γίνη αθάνατος σωματικά; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
12) Για ποιο λόγο ο θεός απαγόρευσε στους Πρωτόπλαστους να φάγουν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και πονηρού;
13) Μετά την παρακοήν γιατί δεν εκονιορτοποίησεν αμέσως το φίδι, και γιατί, μ’ ένα κραδασμό, με μια κίνηση, δεν εκαθάρισε τους πρωτόπλαστους, ούτως ώστε να ξαναβρεθούν στη συχνότητα κραδασμών εκείνη που θα βρίσκονταν, αυτόματα, στον Παράδεισο; Γιατί τους άφησε πεσμένους μέσα στην αμαρτία;
14) Εφ’ όσον ο καθένας κρίνεται ΜΟΝΟ για τις αποκλειστικά δικές του σκέψεις και πράξεις ανεξάρτητα από συγγένεια αίματος, τι ενδιαφέρει εμάς η παρακοή των Πρωτοπλάστων; Ποίαν ευθύνην έχομεν γι’ αυτούς αφού τότε δεν υπήρχαμε; Μήπως έχομε κι ευθύνη για τα αμαρτήματα του αγνώστου σ’ εμάς προπάππου μας; Υπάρχουν και πολλά άλλα ερωτήματα, που δεν αφορούν όμως την μελέτην αυτή.
Οι χιλιετηρίδες και τα εκατομμύρια χρόνια περνούν. Γίνονται πολλές γεωλογικές αναστατώσεις. Η Γη σκεπάζεται ακόμη με πυκνόν στρώμα υδρατμών. Με την ψύξιν πέφτει ένα ποσόν από το στρώμα αυτό και γίνονται κατακλυσμοί. Από τις ζωικές και ανθρώπινες μορφές ζωής επιζούν πάλιν ένα ποσοστόν όπως και άλλες φορές. Έτσι εξακολουθεί η διαιώνισις του είδους. Ήλιος δεν φαίνεται. Όλες οι ζωικές μορφές βλέπουν ενστικτώδικα όπως και σήμερα στα μυρμήκια τα σκουλήκια κλπ. Οι ανθρώπινες μορφές όπως είπαμε, έβλεπαν με τον τρίτον οφθαλμόν. Ο σκελετός τους σχηματίζεται πια για καλά. Ζουν όμως ευτυχισμένοι. Μιλούν και με τα ζώα τηλεπαθητικώς. Καμμιά κακία δεν υπάρχει μέσα τους. Τρέφονται με φυτικές μορφές ζωής. Βρίσκονται στον Παράδεισο.
Η εξέλιξη όμως δεν σταματά ποτέ. Ο νόμος λειτουργεί πάντοτε, άσχετα αν δεν τον καταλαβαίνουμε χωρίς προσεκτική παρατήρηση και στον εαυτό μας ακόμα (χοϊκές, συναισθηματικές, νοητικές μας καταστάσεις).
Πέφτει και το τελευταίο στρώμα των υδρατμών. Κατακλυσμός. Η χώρα Λεμουρία (ΛΕ-ΜΟΥ-ΡΑ) όπου εκατοικούσαν οι απόγονοι των πρωτοπλάστων σιγά-σιγά αρχίζει να βυθίζεται. Εφάνη όμως ο ήλιος. Αναγκαία τώρα η εξέλιξη θα προχωρούσε ραγδαία. Ο θεός δεν ανακατεύθηκε. Εγνώριζε, (και γνωρίζει) τι θα γίνη.
Το ιερό φίδι (το κουνταλίνι) ήταν τότε ξυπνητό. Αυτό διηύθηνε τις τότε σημαντικές λειτουργίες. Ήταν φρονιμώτατο. Έπρεπε όμως η εξέλιξη, με τις νέες συνθήκες διαβιώσεως κάθε μορφής ζωής στη Γη, να προχωρήση. Ο ήλιος έδινε στο κάθε τι χρώμα και δύναμη και σύσταση διαφορετική παρά προηγουμένως. Και κανένας δεν μπορούσε να μείνη πίσω στην εξέλιξη αν ήθελε να επιζήση.
Ο Ιερός Όφις, λοιπόν, εδημιούργησε τα χοϊκά μάτια, με το πέρασμα αιώνων βέβαια, και ίσως κι άλλα μέρη του σώματος. Ο άνθρωπος είδε, όχι πλέον με το τρίτο μάτι. Αυτό έκλεισε. Κι άρχισε να σκέπτεται. Γι’ αυτό λέγει «ανοιχθήσονται οι οφθαλμοί ημών». Και η Εύα «αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν» και «ωραίον εστί του κατανοήσαι». Ο εγκέφαλος άρχισε να κινήται πια για καλά. Ο άνθρωπος έπεσε πια στο σώμα του(1). Εμπήκε από το νοητικό και θυμικό πεδίο που ήταν μέσα στον χουν ολοκληρωτικά (2). Θάρχιζαν οι αγώνες για επιβίωση, ανάμεσα στις άλλες ζωικές μορφές. Θάτρωγαν και οι άνθρωποι ζωικές σάρκες τώρα. Θα γνώριζαν και το καλό και το πονηρό. Θα τρωγόντουσαν και μεταξύ τους. Θ’ άρχιζε η οδύνη της γεννήσεως. Θα αισθάνονταν πια τον πόνο σαν τον Κύκλωπα Πολύφημο, εθεωρήθηκαν αργότερα τέρατα κι εξαλείφθηκαν από το πρόσωπο της γης. Θ’ αναπτυσσόταν αργότερα, το τέρας της εγωπάθειας με όλα του τα παιδιά: αποστροφή, μίσος, πόλεμος, διαβολή, προσωπικά, προσωρινά οφέλη, εγωπαθητικά και εγωιστικά. Ο ουρανός εκλείσθηκε πια για τον άνθρωπο. Ο ορίζοντας του επεριορίσθηκε. Έπρεπε να ζήση στη γη. Οι μορφές του και μόνον αυτές θα ξαναγύριζαν στη Γη: «Γη ει και εις γην απελεύσει». Ο Αδάμ έπεσε. Ο ορίζοντάς του έγινε στενός. Το χρέος του είναι τώρα να αντιληφθή την κατάστασή του, να ανακαλύψη στον εαυτό του, και να υπερνικήση αυτή την απατηλότητα.
Κι αυτός θα ξαναρχόταν και θα ξαναρχόταν να διδαχθή, να κινή τον εγκέφαλό του μέσα στα βάσανα και τον πόνο, λησμονώντας την προέλευσή του.
Το Ιερό Φίδι εκουλουριάστηκε στην κάτω άκρη της σπονδυλικής του στήλης, κι έμεινε ακίνητο. Τα κέντρα μόλις κινούνται. Τα ζωτικά ρευστά επίσης. Η διόραση κι η διακοή έσβησαν. Ο άνθρωπος σκέπτεται. Σκέπτεται και γνωρίζει. Γνωρίζει και δημιουργεί. Ας κοιτάξη ο καθένας γύρω του να βεβαιωθή γι’ αυτό. Ο άνθρωπος γίνεται δημιουργός με τον δικό του συλλογισμό, την μνήμη και την ελευθέρα βούληση. Γίνεται θεός γήινος.
Στο μεταξύ όμως κατέβηκαν από τον Άρη, την Αφροδίτη, και άλλους αστερισμούς τελειωμένα Όντα, που ενσαρκώθηκαν στη Γη κι εδίδαξαν την ομιλία και τη σκέψη στον άνθρωπο. Ήταν οι υιοί του Θεού(3). Γιγάντιοι κι αυτοί και πάνσοφοι ελατρεύτηκαν ως θεοί όσοι δεν εγοητεύτηκαν από την μορφική ζωή, από την προλιθίνη ακόμα εποχή. Αυτοί εδίδαξαν και την λατρεία του θεού με αποιοδήποτε όνομα κι αυτοί αργότερα εβασίλευσαν. Ο Όμηρος πριν λίγα χρόνια τους ονομάζει «δίους» και «διογενείς», θεϊκούς.

Η γυναίκα διατηρεί κι εως σήμερα ανεπτυγμένο το ηλιακό πλέγμα. Τότε όμως το είχε αρκετά ανεπτυγμένο, πολύ περισσότερο από τον άνδρα. Αυτή διαισθανόταν πολύ δυνατά, και πολύ εύκολα. Σαν να ευρισκόταν πιο πολύ στο θυμικό σώμα παρά στο χοϊκό. Γι αυτό διηύθυνε το κάθε τι: θρησκεία (ιέρεια σε ναούς), οικογένεια (μητριαρχική εποχή) και βασίλεια ακόμη, μικρά βέβαια, τότε. Ήταν ανώτερη από τον άνδρα. Μόνο με το πέρασμα των αιώνων με το τελικό βύθισμα της στο χοϊκόν σώμα, το ηλιακόν πλέγμα υπεχώρησεν. Παραλλήλως ανεπτύχθησαν ο ανδρικός εγκέφαλος. Και τότε ο άνδρας εκυριάρχησεν. Εγεννήθη η πατριαρχική εποχή. Η γυναίκα έγινε κτήμα του άνδρα. Μόνο στην εποχή μας η γυναίκα αναπτύσσει τον εγκέφαλό της, κι όχι ακόμη σ’ όλη τη γη και τείνει να εξισωθή με τον άνδρα.
Τα γένη των ανθρώπων κατά τον Ησίοδον είναι:
1ον Γένος: Χρυσούν: Παραδείσια ζωή, θεός τους ο Κρόνος
2ον Γένος: Αργυρούν: άμυαλο, γεμάτο σωματιά κτηνώδη πάθη, γίγαντες.
3ον Γένος: Χαλκούν: γίγαντες, σκληροί, άδικοι, οδηγούμενοι από το χοϊκό τους μυαλό, γεμάτοι μίσος.
4ον Γένος: των ηρώων: ημίθεοι, λογικοί και λάτρεις θεών
5ον Γένος: σιδηρούν: το σημερινόν που κατασκευάζει όπλα σιδερένια για να αυτοκαταστραφή.
Αυτή είναι η παρακοή των Πρωτοπλάστων, το Προπατορικόν αμάρτημα. Η τελεία ενσωμάτωση του ανθρώπου κι ο περιορισμός του στις αισθήσεις και τα αισθήματα του χοός.
Η Μπλαβάτσκυ λέγει με δύο λόγια ότι το προπατορικόν αμάρτημα είναι η παρεκτροπή της φυσιολογικής τάσεως του ανθρώπου από σκοπόν δημιουργικόν εις σκοπόν ηδονιστικόν.
Αυτή η γραμμή πλεύσεως όπως είναι λογικόν, έφερε τα γνωστά αποτελέσματα:
1)Στον οργανισμόν: αδυναμία σωματική και σμίκρυνσις του ανθρωπίνου σώματος, ασθένεια, προσπάθειαι προς σωματικήν τόνωσιν, ποτό, ναρκωτικά, κλπ. με τα επακόλουθά τους.
2)Στην νόησιν: αδυναμία νοητική, άσκοπος σπατάλη δυνάμεων γι’ ανεύρεσιν ατόμου του αντιθέτου φύλου, γενετήσιος παρεκτροπή κλπ. δηλ. μεταβολή του ανθρώπου εις κτήνος.
3)Δίκη: δημιουργία σκέψεως και πράξεων που, απαραιτήτως, έπρεπε να εξοφληθούν αργότερα, σε άλλες φάσεις της ζωής των.
Γενικόν αποτέλεσμα: καθυστέρησις της εξελίξεως του ανθρωπίνου γένους.
Κανένα αμάρτημα όπως εννοουμε τη λέξη σήμερα δεν υπάρχει. Ο θεός είναι ανεύθυνος. Έθεσε τους νόμους του κι αυτοί λειτουργούν τέλεια. Η ανικανότητα των ανθρώπων να τους αντιληφθή τους αναγκάζει να ρίχνουν όλα τα βάρη στο θεό.
Στο Α της Οδυσσείας λέγει η Αθηνά: Ω! πόσον αδίκως εμάς τους θεούς οι θνητοί αιτιώνται! Όλων των συμφορών επιρρίπτους σ’ εμάς την αιτία. Όμως με τα εγκλήματά τους και σφάλματα αυτοί επισύρουν πέρα από το γραφτό επάνω τους τη δυστυχία και τους καημούς και κατάρα, τα δάκρυα και τις φουρτούνες(4).
Οι μύστες που εγνώριζαν όλα αυτά, έπλασαν αυτούς του μύθους για τον κόσμο. Και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ο Μωυσής και ο Έσδρα ήταν μεγάλοι Μύστες. Κάτι έπρεπε να πουν. Και το παρουσίασαν όπως ενόμιζαν ότι εταίριαζε, την εποχή εκείνη, να παρουσιασθή. Άφησαν όμως μέσα στη διήγησή τους τα σημαδάκια τους, όπως μερικά αναφέραμε.
Η ενσωμάτωσή μας έφερε τα κακά: τις δικές μας πράξεις, που πρέπει απαραιτήτως να εξοφληθούν για να ισοζυγίση ο άμείλικτος νόμος: έδωσες – θα πάρης, επήρες – θα δώσης. Σ’ όποιο χωράφι έσπειρες σ’ εκείνο θα θερίσης, και σε κανένα άλλο. Αυτό είναι το προπατορικόν αμάρτημα: η απομάκρυνσή μας από τη θεϊκή κατάσταση. Κι εμείς είμεθα οι υπεύθυνοι για το κάθε τι. Κανείς άλλος.
Μόνο μια οντότης εγεννήθη χωρίς να έχη επάνω της προπατορικόν αμάρτημα (πράξεις και σκέψεις που έπρεπε να εξοφλήση και με πλήρη επίγνωση του σκοπού της ενσαρκώσεώς του) ο Ιησούς Χριστός. Εμείς οι άλλοι όλοι είμεθα βυθισμένοι στο βούρκο του χοός και το φορτίο των περασμένων μας πράξεων χωρίς επίγνωση του σκοπού της υπάρξεώς μας. Κι όπως εδώσαμε κι όσα εδώσαμε κατά τον ίδιο τρόπο και το ίδιο ποσόν θα πάρουμε. Η ζυγαριά οφείλει να ισορροπήση. Είναι ΝΟΜΟΣ.

Από την εποχή όμως των Πρωτοπλάστων έως σήμερα επέρασαν εκατομμύρια και ίσως δισεκατομμύρια χρόνια. Στο μεταξύ έγιναν πολύ σπουδαία πράγματα. Οι άνθρωποι ανέπτυξαν πολιτισμούς πολλούς. Κάποιο μεγάλο άστρο όμως – λέγουν – επλησίασε την Γην. Τότε όλα έγιναν άνω-κάτω. Ο τότε Ισημερινός έγινε Πόλος της Γης και οι τότε Πόλοι έγιναν ο σημερινός Ισημερινός και η Γήινη σφαίρα άλλαξε περιστροφική κίνηση: γυρίζει αντίθετα από τότε. Οι άνθρωποι, όσοι επέζησαν, ξανάρχισαν από την αρχή. Τρωγλοδιαιτισμός. Αυτή η αποκρυφιστική γνώση εξηγεί και τους λόγους για τους οποίους οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθαπταν τους νεκρούς των με τα γήινα τους πράγματα: για χρήση τους στον άλλο κόσμο όπως έλεγαν. Δηλαδή, είχαν γνώση της υπάρξεως άλλης μορφής ζωής. Πως το εγνώριζαν αν δεν είχαν γώνση από προηγούμενες πολιτισμένες εποχές; δεν θα ήσαν τελείως τυφλοί στον αόρατο κόσμο όπως εμείς σήμερα. Θα τον «έβλεπαν» ή θα τον ένοιωθαν ως πραγματικότητα.


___________________
(1)«Ψυχή ζώον εστί εν θνητώ καθειργμένον φρουρίω». Πτολεμαϊκός πάπυρος αρ. 365 εις το Μουσείον Αλεξανδρείας (Αντ. Φ. Χαλάς: «Επιμενίδειος ύπνος» σ.68 Αθήναι1966
(2)Ο Ωριγένης έλεγεν ότι η κατάχρησις της ελευθερίας έφερεν αναγκαστικά, την πτώσιν και πιο αναγκαστικά τώρα, την νέαν ενσάρκωσιν προς καθαρμόν. Με άλλα λόγια, από την αμαρτίαν των πνευμάτων προήλθεν ο υλικός κόσμος ως καθαρτήριος τόπος των (να ξαναβρούν τον ανώτερον εαυτόν τους.
(3)Το αναφέρει η Γένεσις κεφ. ΣΤ’1 αναφέρεται και στην Ελ. Μυθοπλασία: Αυτά που αναφέρονται εδώ συνοπτικά, περιγράφονται από την Ε. Μπλαβάτσκυ στο «Μυστικό Δόγμα».
(4)Ευγενής παραχώρησις από το βιβλίον του Α.Φ.Χαλά «Επιμενίδιος ύπνος» σελ. 195. Μετάφρασις του ιδίου.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΗΡΡΗΣ
ΑΠΟΚΡΥΦΟΙ ΓΝΩΣΕΙΣ
ΠΟΛΥΓΡΑΦΗΜΕΝΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΝΙΚ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΘΗΝΑΙ ΕΚΔΟΣΙΣ 1966


Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ψίθυροι Αθανασίας – T. S. Eliot



Ο Γουέμπστερ κατεχόταν απ’ τον θάνατο πολύ.
Κι έδειχνε το κρανίο υπό το δέρμα.
Και υπάρξεις άστηθες υπό την γη
Λιγώνονταν χασκογελώντας δίχως χείλη.

Κιτρινωποί βολβοί αντί σφαίρες
Γούρλωναν απ’ τις κόγχες των ματιών!
Ήξερε πως η σκέψη ανέρχεται σε νεκρά μέλη
Σφίγγοντας τις λαγνείες της και πολυτέλειες.

Ο Ντονν, θαρρώ ήταν άλλος ένας
Μη βρίσκοντας υποκατάστατη αίσθηση,
Παρά ν’ αρπάξει και ν’ αδράξει και διατρήσει.
Έμπειρος πέραν εμπειρίας.

Ήξερε την οδύνη στο μεδούλι
Το ρίγος απ’ τον σκελετό.
Καμιά επαφή της σάρκας δεν
Κατεύναζε του οστού τον πυρετό.

Η Γκρίσκιν είναι λεπτολόγος. Μάτι ρωσικό
Πάντα υπογραμμισμένο μ’ έμφαση.
Αδέσμευτο και φιλικό το στήθος
Υπόσχεται πνευματικότατο ήθος.

Ενεδρεύοντας ο Βραζιλιάνος Τζάγκουαρ
Την μαρμοζέτα υποχρεώνει σε τρεχιό
Με φευγαλέες εκροές της γάτας.
Η Γκρίσκιν έχει ένα σπιτάκι εξοχικό.

Στιλπνός ο Βραζιλιάνος Τζάγκουαρ
Μες στην δενδρόβια του κατήφεια
Δεν διυλίζει πόσο αξίζει μια ευωδιά γατίσια
Όπως η Γκρίσκιν σε μια τρύπα σαλονίσια.

Κι ακόμη Αφηρημένες Υποστάσεις
Κλωθογυρνούν τις χάρες της και τις χαρές.
Μα η τύχη μας διατρίβει σε ξερές πλευρές
Για να κρατά θερμή την μεταφυσική μας.


T. S. Eliot
Άπαντα τα ποιήματα
Ελληνική Μεταγλώττιση Αριστοτέλης Νικολαΐδης
Εκδόσεις Κέδρος 1984