.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Πως χάθηκε η ευκαιρία να σωθεί ο κόσμος - Ilya Ehrenburg



...θα σας πω τώρα μια δεισιδαιμονική ιστορία.
Την έχω ακούσει στο πατρικό μου Γκομέλ από ένα γέρο ζητιάνο, τον Μπέρκο. Είναι μια ιστορία για τον τσαντίκ του Μπερντίτσεφ. Μπορεί να είναι, όμως, και ιστορία για τον Γκερς ή για όποιον άλλο γιατρό. Εσείς, βέβαια, δεν έχετε καμιά υποχρέωση να πιστεύετε στα παλιά. Μπορείτε να πιστεύετε συνειδητά πως ο Θεός είναι μια πρόληψη ανόητη όπως το κινέζικο δύο επί δύο.
Κάποτε, λοιπόν, ζούσε στο Μπερντίτσεφ ένας ξακουστός τσαντίκ. Φυσικά, πρέπει να σας πω, πως ο τσαντίκ είναι ένα πέρα για πέρα ενάρετο άτομο, είναι, στην ουσία, αρχηγός στην κοινότητα. Τον τσαντίκ, λοιπόν, του Μπερντίτσεφ τον είχανε σχεδόν σαν άγιο. Πέρα απ' αυτό ήταν και καλός και μυαλωμένος άνθρωπος. Μίλαγε με το Θεό στα ίσα, χωρίς διπλωματικές, ας πούμε, ρεβεράντζες. Δε μίλαγε μαζί του μ' εκείνη την ανυποφορη γλώσσα των παλιών βιβλίων, αλλά με τις πιο απλές κουβέντες, απαράλλαχτα όπως κουβεντιάζει ένας Εβραίος μ' έναν άλλο Εβραίο. Θύμωνε με το Θεό, προσπαθουσε να τον πείσει με τη λογική του, πράγματα μετρημένα στα δάχτυλα, του 'κανε και χωρατά και τον διασκέδαζε τόσο, που ο Θεός τρανταζόταν στα γέλια, έτσι που ν' ακούγεται σ' όλο τον κόσμο, και στο Μπερντίτσεφ τα γυαλικά τρέμανε απ' αυτά τα ουράνια γέλια. Μ' άλλα λόγια εκείνος ο τσαντίκ ήξερε, όποτε ήταν ανάγκη, να μιλάει στην ψυχή του Θεού για να σωθεί κάποια ανθρώπινη ζωή. Μπορείς να καταλάβεις, λοιπόν, πως σέβονταν στο Μπερντίτσεφ αυτόν το σοφό τσαντίκ. Τον σέβονταν και τον λάτρευαν γιατί ήταν, όπως σας είπα, ο καλύτερος άνθρωπος στη γης. Λένε μάλιστα πως φοβόταν να περπατήσει στο χορταριασμένο χώμα για να μην κλάψει το χορτάρι.
Φυσικά, το Μπερντίτσεφ είναι μεγάλη πολιτεία και εξόν από τον τσαντίκ ζούσαν εκεί κι άλλοι Εβραίοι. Ζούσε, για παράδειγμα, ένας κάποιος Μάιζελ, που δεν ξέρω κιόλας, καλά-καλά, πως να σας τον περιγράψω. Πρώτ' απ' όλα ήταν ένα ελεεινό παράσιτο. Ήταν ένας εκατό τοις εκατό σπεκουλάντης και μπροστά του ο δικός μας ο Ράικιν του Γκομέλ ήταν ένα τυφλό κουταβάκι. Έκλεβε λεφτά, χωρίς να δίνει δεκάρα για νόμους και ηθικές αρχές. Δάνειζε με ενέχυρο κι έγδυνε τους φουκαράδες του Μπερντίτσεφ. Αγόραζε σπίτια και κανείς δεν μπορεί να λογαριάσει πόσους Εβραίους είχε πετάξει στο δρόμο, έτσι που να μην έχουν ούτε που ν' ανάψουν το κερί του Σαββάτου. Αλλά, όπως ξέρουμε, κάθε έντομο έχει τα δικά του πηδήματα. Αυτός ο Μάιζελ άλλαζε κάθε χρόνο τη μαύρη τακτική του. Οι Εβραίοι έχουν το Γιομ Κιπούρ. Είναι η μέρα της μεγάλης κρίσεως. Πρέπει τότες να μετανιώσεις για τις αμαρτίες σου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Να, λοιπόν, που αυτός ο ξεδιάντροπος ο Μάιζελ έχυνε τα πιο καυτά και ειλικρινή δάκρυα. Δε σας μιλάω για εθιμοτυπικές σταγόνες. Πνιγόταν στο κλάμα, γιατί ήξερε πως ήταν ο χειρότερος λωποδύτης. Κάθε Γιομ Κιπούρ μοίραζε όλα του τα λεφτά στους φτωχούς. Χτύπαγε με τη γροθιά το στήθος του κι έβγαζε κραυγές σπαραχτικές. Εκείνη τη μέρα φοβόταν να κοιτάξει τον τσαντίκ, γιατί τα μάτια του τσαντίκ τον έκαιγαν, κι όταν έπεφταν απάνω του τον έπιαναν σπασμοί. Αλλά να που ξημέρωνε η άλλη μέρα κι ο καλός σου ο Μάιζελ ξανάρχιζε τα ίδια πρωί-πρωί, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Ύστερα από τη μέρα της νηστείας κατέβαζε δύο κοτόπουλα. Ξανάρχιζε να τρώει τα λεφτά του κοσμάκη, κι αν την προηγούμενη μέρα είχε δώσει στο φτωχό τα εκατό ρούβλια που του είχε φάει, του τα ξανάπαιρνε μάνι-μάνι με χίλιες δυό πονηριές. Κι αν τύχαινε να συναντήσει στο δρόμο τον τσαντίκ, δεν έπαιρνε πια τα μάτια του. Έβαζε χέρι και στην τσέπη του.
-Σήμερα δεν είναι Γιομ Κιπούρ. Άμα ξανάρθει, μπορεί να ξαναμετανιώσω. Ως τότες θα κάνω τη δουλειά μου. Λένε πως τους φτωχούς δεν τους αγαπάει ούτε ο Θεός. Γιατί πρέπει, λοιπόν, να τους αγαπάω εγώ; Εγώ αγαπάω μονάχα τον ωραίο παρά, κι εσείς καλά θα κάνετε να μ' αφήσετε ήσυχο με τις ηθικοπλαστικές σας διδασκαλίες.
Ο σοφός τσαντίκ μπορούσε να μιλάει στο Θεό, αλλά στην ψυχή του Μάιζελ δεν μπορούσε να μπει. Ο Μάιζελ έμενε ο ίδιος φρικτός τοκογλύφος και οι άνθρωποι του Μπερντίτσεφ τον έτρεμαν. Τον έτρεμαν και τον μισούσαν.
Τώρα, όμως, εδώ μπαίνει στην ιστορία και ένα τρίτο πρόσωπο, που πρέπει και γι' αυτό να σας πω δυο λόγοια. Είναι ο γέρο Γκερς. Μόνο που δεν ξέρω τι μπορεί να πει κανείς γι' αυτόν. Ήταν γέρος όσο και η γης. Άσκημος, σαν τη μαύρη δυστυχία. Ήταν δυστυχισμένος, όπως μπορεί να είναι δυστυχισμένος ένας γέρος Εβραίος που δεν έχει ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε μια γωνιά, ούτε καπίκι τσακιστό στην τσέπη. Ήταν, όπως φαίνεται καμιά εξηνταριά χρονών. Από τα άρρωστα μάτια του έτρεχαν αδιάκοπα δάκρυα. Αν δεν είχε βιαστεί να πεθάνει, ήταν ίσως γιατί δεν είχε λεφτά για τα σάβανα. Ίσως, όμως, και να μην ήταν αυτός ο λόγος. Μπρορεί απλά-απλά να ήθελε να ζήσει, όπως θέλετε να ζήσετε εσείς ή εγώ, όπως ήθελε να ζήσει κι εκείνος ο σκοτωμένος γιατρός. Μ' ένα λόγο δεν βιαζόταν να πεθάνει. Έπλενε, όπως κι ο φουκαράς ο πατέρας μου, κάτι βρώμικα ασπρόρουχα που οι άνθρωποι ντρέπονταν να τα δώσουν στους υπηρέτες τους. Ο γερο-Γκέρς περνούσε, τα 'παιρνε και τα πήγαινε κάπου έξω από την πόλη.

Τον τσαντίκ τον αγαπούσαν όλοι. Το Μάιζελ τον μισούσαν όλοι. Το γερο-Γκέρς δεν τον πρόσεχε κανείς. Μπορούσε να πεθάνει και κανείς δε θα 'βγαζε αναστεναγμό. Τα βρώμικα ασπρόρουχα θα τα 'διναν σε κανέναν άλλο γέρο, το Λέιμπε ή τον Ελιά. Ωστόσο εκείνος δεν πέθαινε. Ζούσε αθόρυβα και μόνον ο τσαντίκ έριχνε καμιά φορά τη ματιά του στο βασανισμένο του πρόσωπο. Τότες, τα μάτια του τσαντίκ ανάβανε σαν κάρβουνα.
Τώρα, λοιπόν, ξέρετε ποιοι ζούσαν στο Μπερντίτσεφ και μπορώ να σας πω επιτέλους, πως ήρθε η μέρα που ο Μάιζελ πέθανε. Μπορεί, βέβαια, να πει κανείς πως πέθανε από οργή Θεού, αλλά εγώ νομίζω πως πέθανε από παραγέμισμα του στομαχιού του, γιατί, όπως φαίνεται, έτρωγε μόνος του όλες τις κότες του Μπερντίτσεφ. Τον έθαψαν κατά πως πρέπει, σαν να λέμε οι φτωχοί από μέσα τους γελούσαν, αλλά φωναχτά έκλαιγαν από υποχρεωτική λύπη, γιατί πήραν για τους αναστεναγμούς τους κάτι αποφόρια και λίγο κρέας με σάλτσα.
Τότε, λοιπόν, ο λωποδύτης ο Μάιζελ στάθηκε μπροστά στο Θεό. Ξέρετε, βέβαια, τι λέγανε πάνω σ' αυτό οι παλιοί. Κάθεται, ας πούμε, ο Θεός και δικάζει τον πεθαμένο. Πρέπει ν' αποφασίσει που θα πάει αυτό το απελπισμένο πτώμα, στον παράδεισο ή στην κόλαση, λες και δεν πορεί να κάτσει φρόνιμα μέσα στον τάφο. Τι να γίνει; Οι άνθρωποι θέλουν να δικάζουν. Και μενα που με βλέπεις με δικάσανε στο Γκομέλ, σύμφωνα μ' ένα τρελό άρθρο για κάποια σημαία που είδανε στον ύπνο του, και ξέρω πως τίποτα δεν είναι πιο ευχάριστο στον άνθρωπο από το να κάθεται μια πήχη πιο ψηλά από τους άλλους και να διαβάζει κάποιες ακατανόητες παραγράφους. Όταν οι άνθρωποι επινόησανε το Θεό σε κάποια προαιώνια επιτροπή, τον έπλασαν, φυσικά, σύμφωνα με τη δική τους ωραία εικόνα και για να τον ευχαριστήσουν του είπαν: «Θα μας δικάζεις όπως δικάζει ο πιο ανυπόφορος δικαστής».
Ο Μάιζελ, λοιπόν, παρουσιάστηκε στο Θεό κι έτυχε αυτό να γίνει ανήμερα το Γιομ Κιπούρ. Στο Μπερντίτσεφ οι Εβραίοι νηστεύανε και μετανοούσαν, όπως κάθε χρόνο. Ο τσαντίκ έψελνε στη συναγωγή τις σπαραχτικές του προσευχές κι από τα μάτια του Γκερς έτρεχαν αδιάκοπα δάκρυα. Δεν ξέρανε, βέβαια, πως την ίδια εκείνη στιγμή ο Κύριος δικάζει αυτόν τον αλήτη, το Μάιζελ. Αλλά στον ουρανό η διαδικασία προχωρούσε. Φέρανε μια τεράστια ζυγαριά κι άρχισαν όλοι να μιλάνε με άφατη ευχαρίστηση. Είναι κρίμα που δε βρισκόταν εκεί ο δικός μας ο σύντροφος Λαντάου από το δικαστήριο του Γκομέλ. Θα μπορούσε, σίγουρα, να δείξει τη σβησμένη ρητορική του μαστοριά. Στην αρχή μίλησε, φυσικά, ο εισαγγελέας, παναπεί – και σας παρακαλώ μην ψάχνετε να βρείτε εδώ κανέναν παραλληλισμό με τα τρέχοντα γεγονότα – ο πιο διαβολικός διάβολος. Κατέβασε κάτω όλα τα άρθρα και τις παραγράφους και ζήτησε να παραδοθεί το πεθαμένο παράσιτο σ' αυτόν, για να του επιβληθεί κάποια βαρύτερη ποινή. Στη συνέχεια μίλησε ο συνήγορος που άστραψε και βρόντησε, επικαλέστηκε ολόκληρη την καταγωγή του κατηγορουμένου και χτύπαγε τη φτερούγα του στο στήθος, ώσπου ο Θεός βαρέθηκε. Πήρε, λοιπόν, ο Θεός το κουδούνι στο χέρι κι αμέσως κουδούνισε στ' αυτί σ' όλους τους Εβραίους του Μπερντίτσεφ:
-Αρκετά! Τώρα είναι ώρα να ζυγιάσουμε τα έργα αυτού του πεθαμένου Μάιζελ.
Οι άγγελοι άρχισαν να ρίχνουν στον ένα δίσκο της ζυγαριάς τις πιο βαριές αδικίες: Σωριάστηκαν εδώ τα δάκρυα των φτωχών και οι θρήνοι των γυναικών που χήρεψαν, οι φωνές των πεινασμένων παιδιών και όλες οι τρομερές κατηγορίες, έτσι που ο μαύρος δίσκος της ζυγαριάς έπεσε με τρομερό πάταγο πάνω σ' ένα σύννεφο. Τότες οι άγγελοι άρχισαν να βάζουν στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς κάτι ολότελα αστείες στάλες. Ναι! Δεν έριξαν στη ζυγαριά τις καλές πράξεις του Μάιζελ, αν και όπως είδαμε κάθε Γιομ Κιπούρ ο Μάιζελ ξανάδινε στους φτωχούς τα λεφτά που τους είχε κλέψει, όχι! Έβαζαν μονάχα κάτι μικροσκοπικές σταγόνες. Ο Μάιζελ πάνιασε. Τι συζήτηση μπορεί να γίνει μ' αυτούς τους όρους; Από τη μια μεριά ένα βουνό από κρίματα αξίας, ίσως και πάνω από εκατό χιλιάδες ρούβλια, κι από την άλλη μεριά ένα κανατάκι αλμυρό νεράκι. Τι γίνεται όμως; Ο φωτεινός δίσκος αρχίζει σιγά-σιγά να γέρνει προς τα κάτω. Φυσικά, αν επρόκειτο για δάκρυα, ας πούμε, σκοπιμότητας, θα ζύγιζαν ελάχιστα. Αλλά, όπως σας είπα, ήταν αληθινά δάκρυα που έβγαιναν από το βάθος της καρδιάς του και ζύγιζαν βαριά, μπορεί και εκατό πούτια. Οι δύο δίσκοι της ζυγαριάς παλατζάρανε, εξισορροπηθήκανε, κανένας δεν μπορούσε να γείρει προς τα δω ή προς τα κει περισσότερο από τον άλλον. Αποδείχθηκε πως οι καλές και οι κακές πράξεις στη ζωή του Μάιζελ είχαν το ίδιο βάρος. Τότες μπερδεύτηκαν οι άγγελοι, μπερδεύτηκε κι ο ίδιος ο Θεός. Κανείς δεν ήξερε τι πρέπει να γίνει κι ο ίδιος ο Μάιζελ έτρεμε σαν το ψάρι γιατι, στο μεταξύ, στο κεφάλι του είχε πέσει κι ένα καινούργιο ανόμημα. Αρπάζοντας την ευκαιρία που το δόθηκε κάποια στιγμή που ο Θεός γύρισε από την άλλη μεριά για να δει κάτι που συνέβαινε σε κάποια Αμερική, βούτηξε από τη ζυγαριά ένα έγκλημα και το 'χωσε στην τσέπη του. Αλλά ο Μάιζελ δεν ήταν ο πρώτος, και ο Θεός έστησε τους δίσκους της ζυγαριάς έτσι, ώστε να δημιουργηθεί αυτή η πλάνη. Τη στιγμή, λοιπόν, που ο Μάιζελ έκανε τη μεταθανάτια παλιανθρωπιά του, ο μαύρος δίσκος χτύπησε με διπλό κρότο αυτήν τη φορά στο σύννεφο, κι όλοι καταλάβανε πως ο Μάιζελ ήθελε να εξαπατήσει και το Θεό, όπως είχε εξαπατήσει χιλιάδες ανθρώπους στη γης.
Τώρα πια ακόμα και ο συνήγορος παραιτήθηκε από μια ωραία αγόρευση: Δεν είχε όρεξη να υπερασπίσει έναν τέτοιο εγκληματία. Αλλά ο επινοημένος Θεός είναι, έστω και τόσο δα, καλύτερος από τους κοινούς ανθρώπους. Λέει στους αγγέλους:
-Δε θέλω παρ' όλ' αυτά να στείλω αυτόν το Μάιζελ στην κόλαση, χωρίς να τον αφήσω να μας πει την τελευταία του λέξη, πριν από την απαγγελία της ποινής. Πέστε μου ποιος από σας θέλει να τον υπερασπίσει γι' αυτό το τελευταίο του έγκλημα;
Οι άγγελοι, όμως, είναι γνωστοί φοβιτσιάρηδες και τρέμουν μήπως παραβιάσουν την αιώνια πειθαρχία.
-Εμείς δεν επιθυμούμε να υπερασπιστούμε έναν τέτοιο εγκληματία. Αν όμως Εσύ θέλεις να τον υπερασπιστεί κάποιος για τους τύπους, μπορείς να καλέσεις εδώ τον τσαντίκ του Μπερντίτσεφ, γιατί ως τώρα δεν υπήρξε περίπτωση να αρνηθεί την υπεράσπιση και στον χειρότερο άνθρωπο.
Στη συναγωγή οι Εβραίοι είδαν πως ο τσαντίκ δεν έψελνε τη σπαραχτική του προσευχή, αλλά ξαφνικά αποκοιμήθηκε. Παραξενεύτηκαν, φυσικά, αλλά δε δοκιμάσανε να τον ξυπνήσουν: Αν ο σοφός τσαντίκ αποκοιμήθηκε, θα πει πως έτσι έπρεπε να γίνει. Συνέχισαν την προσευχή τους.
Εκείνοι νόμιζαν πως ο τσαντίκ κοιμόταν. Στην ουσία, όμως, ο τσαντίκ είχε ανέβει ψηλά, στάθηκε μπροστά στο Θεό και χωρίς να προλάβει να κοιτάξει προς την πλευρά των αγγέλων, άρχισε αμέσως την υπεράσπιση του Μάιζελ. Δεν είπε κουβέντα για τις καλές πράξεις του και ούτε που κοίταξε στο κανατάκι με το αλμυρό νερό. Πήρε κατευθείαν το Θεό από τα μούτρα:
-Αναρωτιέμαι, γιατί τον δικάζεις; Επειδής έκανε εδώ ένα ακόμα ανόμημα; Εγώ νομίζω πως μια αμαρτία πάνω ή μια αμαρτία κάτω δεν ενδιαφέρει κανέναν: Αν εξαπατούσε τα αθώα παιδάκια, αυτό είναι λίγο χειρότερο από την αστεία ιστοριούλα με τη ζυγαριά σου, γιατί τα παιδάκια τα εξαπατούσε στ' αλήθεια, ενώ εσένα αποπειράθηκε απλώς να σε εξαπατήσει και μάλιστα με όλη του την αθωότητα, όπως ένα παιδάκι πάει να εξαπατήσει τον πατέρα του. Αν, όμως, τον δικάζεις γιατί έζησε άσχημα στη γης, τότε θα σου απαντήσω πως γι' αυτό ο ένοχος δεν είναι καθόλου ο πεθαμένος Μάιζελ. Ο ένοχος είσαι, πρώτ' απ' όλους, Εσύ. Αν Εσύ ξεκινούσες από την αρχή να δείξεις στους ανθρώπους τον παράδεισο, τότες όλοι οι άνθρωποι θα ήταν άγιοι, όπως τα παραμυθένια αγγελούδια σου. Αλλά Εσύ ξεκίνησες να δείχνεις στους ανθρώπους την πιο πραγματική κόλαση, γιατί βέβαια δε θα μου αρνηθείς πως η ζωή είναι μια κόλαση και μάλιστα δυό φορές κόλαση. Γιατί σε παραξενεύει, λοιπόν, που οι άνθρωποι έζησαν όπως ζουν στην κόλαση; Τώρα θέλεις να πάρεις αυτόν τον πεθαμένο Μάιζελ και να τον ξαναστείλεις στην κόλαση. Που είναι, λοιπόν, η δικαιοσύνη σου και γιατί λες πως δικάζεις τους ανθρώπους; Εσύ μάλλον τους βασανίζεις κι αυτό μπορείς να το κάνεις και χωρίς καμιά ζυγαριά, όπως κάνουν και οι άνθρωποι στη γης. Ώστε, λοιπόν, πρέπει ν' αθωώσει αμέσως αυτόν τον πεθαμένο Μάιζελ.
Ο Θεός δεν μπορούσε, φυσικά, να φέρει αντίρρηση σ' αυτές τις μυαλωμένες κουβέντες και μελαγχόλησε. Ύστερα φώναξε:
-Εντάξει! Πηγαίνετε αυτόν τον πεθαμένο Μάιζελ στον πιο απολαυστικό παράδεισο.
Ο τσαντίκ του Μπερντίτσεφ μπορούσε να ξαναπάρει το δρόμο για το Μπερντίτσεφ, αλλά παρατήρησε πως ο Θεός βρισκόταν στις καλές του και ήταν κιόλας λίγο συγκινημένος από τα καυτά του επιχειρήματα. Ο τσαντίκ σκέφτηκε: Μπορώ να εκμεταλλευτώ τούτη τη στιγμή, πρέπει να αποδείξω στο Θεό πως αρκετά έχει δοκιμάσει την ανθρώπινη υπομονή, πως οι άνθρωποι στο Μπερντίτσεφ, όπως και στις άλλες πολιτείες, είναι πολύ δυστυχισμένοι και είναι, επιτέλους, η ώρα να στείλει στη γης κανέναν επινοημένο Μεσσία για να σώσει, τώρα αμέσως, ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο τσαντίκ δεν κατέβηκε στη γης. Εξακολούθησε να ξεντροπιάζει το Θεό και να προσπαθεί να τον πείσει. Κι ο Θεός, είναι αλήθεια, άρχισε να παραδίνεται. Χαμογελούσε κιόλας αμήχανος και καθησύχαζε τον τσαντίκ του Μπερντίτσεφ:
-Γιατί νευριάζεις; Εγώ δεν είπα πως δε θα στείλω Μεσσία. Ίσα-ίσα είπα πως θα στείλω. Μπορεί και να 'χεις δίκιο άμα λες πως ήρθε η ώρα. Κάτσε να κουβεντιάσουμε το ζήτημα. Τι χρόνο έχετε, είπαμε, τώρα στη γης;...

Σας λέω, λοιπόν, πως ο Θεός ήταν έτοιμος να συμφωνήσει. Αλλ' εκείνη τη στιγμή, έγινε ένα ανακάτεμα. Οι Εβραίοι στη συναγωγή δεν έβλεπαν, φυσικά, τον τσαντίκ που κουβέντιαζε με το Θεό, αλλά ο τσαντίκ έβλεπε από τον ουρανό πολύ καλά όλους τους Εβραίους στη συναγωγή. Έβλεπε πως εξαιτίας της κουβέντας που είχε στήσει με το Θεό τραβούσε σε μάκρος η προσευχή, παναπεί τραβούσε σε μάκρος και η νηστεία. Είναι εύκολο να νηστεύεις άμα είσαι είκοσι χρονών, όχι όμως εξήντα. Και να, ξαφνικά ο τσαντίκ βλέπει πως ο γερο-Γκέρς σωριάζεται κάτω σχεδόν αναίσθητος. Πολύ φυσικό, αφού την προηγούμενη μέρα δεν είχε φάει και δεν είχε πιει απολύτως τίποτα. Ο τσαντίκ ένιωσε πως αν δεν τελειώσει αμέσως η προσευχή, ο γερο-Γκέρς θα τα τινάξει επιτόπου. Και ο τσαντίκ λέει στο Θεό:
-Μπορεί και να κάνω βλακεία. Έπρεπε να κάτσω να σε πείσω πως δεν είναι σωστό να περιμένεις άλλο, και τότες θα 'σωζες ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά τούτη την ώρα εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω την κουβέντα μαζί σου γιατί δεν έχω καιρό: Αν μείνω εσώ στον ουρανό μια ώρα ακόμα, ο γερο-Γκέρς, αυτός που πλένει τα βρώμικα ασπρόρουχα, θα πεθάνει σίγουρα. Και που το βρήκες γραμμένο πως έχω το δικαίωμα να πληρώσω τη σωτηρία της ανθρωπότητας με τη ζωή του γερο-Γκέρς;
Και χωρίς να τελειώσει τη συζήτηση κατέβηκε από τον ουρανό. Αποτέλειωσε στα γρήγορα την άχρηστη πια προσευχή του και η νηστεία έληξε. Φυσικά, ο γερο-Γκέρς μπορεί να πέθαινε σε κανένα χρόνο. Αλλά εκείνη τη βραδιά δεν πέθανε. Ο τσαντίκ δεν τον πρεσάρισε όπως πρεσάρουν τα εισιτήρια του τραίνου στα εκδοτήρια των σιδηροδρομικών ταμείων.
Να, τι ήθελα να σας διηγηθώ αγαπητοί και άτυχοι συνταξιδιώτες μου...



Ilya Ehrenburg (ΗΛΙΑ ΕΡΕΝΜΠΟΥΡΓΚ)
Η ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΑΖΙΚ ΡΟΪΤΣΒΑΝΙΕΤΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ 1989

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ “ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ” - Alexander Hislop(1807 - 1865)



Το αν είναι η Ρώμη πραγματικά η Βαβυλώνα της Αποκάλυψης, και η θρονιασμένη στα ιερά Μαντόνα ή Παναγία είναι η ίδια η Βασιλισσα των Ουρανών, που για τη λατρεία της προκλήθηκε ο άγριος θυμός του θεού εναντίον των Ιουδαίων, κατά την εποχή του Ιερεμία, είναι ζήτημα πολύ μεγάλης σπουδαιότητας και το γεγονός αυτό να μην αμφισβητηθεί καθόλου. Όταν αυτό κατανοηθεί καλά, όσοι εκτιμούντο λόγο του Θεού πρέπει να φρικιούν και μόνο με τη σκέψη να δώσουν σ' ένα τέτοιο σύστημα, είτε σε ατομική είτε σ' εθνική έκταση, σημασία και υποστήριξη. Μέχρι τώρα είπαμε μερικά πράγματα, και τώρα θα προχωρήσουμε ν' αποδείξουμε και την ταύτιση του Ρωμαιοκαθολικού και του Βαβυλωνιακού συστήματος. Πράγματι, σε κάθε βήμα τα στοιχεία γίνονται όλο και πιο συντριπτικά. Πολύ παράδοξο είναι, στ' αλήθεια, το συμπέρασμα που βγαίνει τώρα από την σύγκριση των διαφόρων γιορτών.
Απειράριθμες είναι οι γιορτές της Ρώμης. Αλλά ξεχωρίζουν οι πέντε σπουδαιότερες. Αυτές είναι: τα Χριστούγεννα, ο Ευαγγελισμός, το Πάσχα, η Γέννηση του Αγίου Ιωάννου και η γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου.κάθε μια από αυτές μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι Βαβυλωνιακή. Και πρώτα τα Χριστούγεννα. Πως γίνεται να συνδεθεί η γιορτή αυτή με την 25η Δεκεμβρίου; Ούτε μια λέξη δεν υπάρχει στις Γραφές για την ακριβή ημερομηνία της γέννησης του Χριστού ή την εποχή του έτους. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι σε οποιαδήπουτε εποχή κι αν έγινε η γέννηση του Χριστού ήταν αδύνατο να ήταν 25η Δεκεμβρίου. Την ώρα που ο άγγελος ανήγγειλε τη γέννηση του Χριστού στους βοσκούς της Βηθλεέμ, εκείνοι βοσκούσαν τα κοπάδια τους μες την νύχτα στο ύπαιθρο, στα ανοιχτά λιβάδια. Χωρίς αμφιβολία, το κλίμα της Παλαιστίνης δεν ήταν τόσο ψυχρό όπως το κλίμα της Ευρώπης. Αλλά κι εκεί ακόμη, μολονότι μπορεί να είναι σημαντική η ζέστη της ημέρας, τη νύχτα είναι πολύ διαπεραστικό το κρύο από το Δεκέμβριο έως το Φεβρουάριο(1), και, συνήθως, οι Βοσκοί της Ιουδαίας βοσκούσαν τα κοπάδια τους στο ύπαιθρο το αργότερο μέχρι τέλος του Οκτωβρίου(2). Είναι, λοιπόν, ολωσδιόλου απίστευτο να είχε συμβεί η γέννηση του Χριστού κατά το τέλος Δεκεμβρίου. Σ' αυτό το σημείο υπάρχει μεγάλη ομοφωνία μεταξύ των λογίων. Εκτός από τους Μπαρνς, Ντόντριτζ, Λάιφουτ, Τζώτζεφ Σκάλιγκερ, και Τζένιγκς (στο έργο του «Εβραϊκές αρχαιότιτητες»), όλοι έχουν τη γνώμη και την πεποίθηση πως δεν μπορεί να είναι η σωστή ημερομηνία της γέννησης του Κυρίου η 25η Δεκεμβρίου. Ο περίφημος Τζώτζεφ Μέντε είναι πολύ κατηγορηματικός πάνω σ' αυτό. Μετά από μακροχρόνια και προσεκτική μελέτη του θέματος, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, παραθέτει και τα παρακάτω: «Κατά την εποχή της γέννησης του Χριστού γινόταν απογραφή. Έτσι κάθε γυναίκα και παιδί έπρεπε να πάνε οικογενειακώς στην πόλη στην οποία ανήκαν. Πολλές οικογένειες είχαν πολύ δρόμο να κάνουν και στην καρδιά του χειμώνα δεν ήταν βολικό ένα τέτοιο ταξίδι, ειδικά στις γυναίκες με μικρά παιδιά. Επομένως, δε θα μπορούσε ο Χριστός να γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα. Εκτός από αυτό, κατά την εποχή της γέννησης του Χριστού, οι βοσκοί ήταν έξω στο ύπαιθρο και βοσκούσαν τα κοπάδια τους τη νύχτα, τέτοιο πράγμα όμως δεν μπορεί να έγινε στην καρδιά του χειμώνα. Κι αν κανείς νομίζει ότι ο χειμωνιάτικος άνεμος δεν ήταν τόσο δριμύς στα μέρη εκείνα ας θυμηθεί τα λόγια του Χριστού στο Ευαγγέλιο “Προσεύχεσθε δε δια να μη γείνη η φυγή υμών εν χειμώνι”. Αν ο χειμώνας ήταν τόσο ακατάλληλος για φυγή, φαίνεται λογικό ότι οι βοσκοί έμεναν στο ύπαιθρο και οι γυναίκες και τα παιδιά ταξίδευαν;(3) Πραγματικά, οι περισσότερο μορφωμένοι και ειλικρινείς θρησκευτικοί συγγραφείς όλων των δογμάτων(4) παραδέχονται ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί η μέρα που γεννήθηκε ο Κύριος(5), και ότι μέσα στη Χριστιανική Εκκλησία μέχρι τον τρίτο αιώνα ποτέ δεν έγινε λόγος για γιορτή Χριστουγέννων, και ότι μόνο μετά τον τέταρτο αιώνα καθιερώθηκε η γιορτή αυτή. Πως, λοιπόν, η παπική εκκλησία καθόρισε τις 25 Δεκεμβρίου ως ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός; Να πως: Πολύ πριν από τον τέταρτο αιώνα, και πιο πριν απο τη χριστιανική εποχή, ακριβώς τέτοια εποχή του χρόνου, γινόταν μια γιορτή από τους ειδωλολάτρες, προς τιμή της γέννησης του γιου της Βαβυλώνιας Βασίλισσας του Ουρανού. Λοιπόν, για να συμφιλιωθούν με τους ειδωλολάτρες και για να πληθύνει ο αριθμός των δήθεν “πιστών” του χριστιανισμού, υιοθετήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η ίδια γιορτή απλώς παίρνοντας το όνομα του Χριστού. Αυτή η τάση από την πλευρά των τότε χριστιανών ν' αντιμετωπίζουν την ειδωλολατρεία με ημίμετρα εμφανίστηκε από πολύ νωρίς. Ο Τερτυλλιανός, στην εποχή του, κατά το έτος 230, θρηνούσε πικρά για την ασυνέπεια των κηρύκων του Χριστού, από την άποψη αυτή, και την αντιπαρέβαλε με την αμετακίνητη πιστότητα και αυστηρή αφοσίωση των ειδωλολατρών στις δικές τους δοξασίες. “Από εμάς”, λέει, “που δεν έχουμε σχέση με τα Σάββατα(6) και τις γιορτές της νέας σελήνης, τις νεομηνίες, που κάποτε δεχόταν ο θεός, τα Σατουρνάλια, οι γιορτές του Ιανουαρίου, τα Μπρουμάλια και τα Μαντρονάλια, συχνά τελούνται τώρα, μοιράζονται δώρα εδώ και εκεί, δώρα για την πρωτοχρονιά προσφέρονται με φανταχτερό τρόπο και αθλήματα και συμπόσια γιορτάζονται με οχλαγωγία. Πόσο πιο πιστοί είναι οι ειδωλολάτρες στη δική τους θρησκεία, που φροντίζουν, ιδιαίτερα, να μην υιοθετήσουν καμιά ιεροτελεστία των χριστιανών”(7). Οι δίκαιοι άνθρωποι μόχθησαν ν' αναχαιτήσουν το ειδωλολατρικό κύμα να εισβάλλει στην Εκκλησία αλλά, παρά τις προσπάθειές τους, συνεχίστηκε η αποστασία, ώσπου η Εκκλησία, με εξαίρεση ένα μικρό υπόλοιπο, υποτάχθηκε στην ειδωλολατρική δεισιδαιμονία. Είναι απόλυτα σίγουρο και εξακριβωμένο ότι τα Χριστούγεννα, αρχικά, ήταν ειδωλολατρική γιορτή. Η εποχή του έτους, και οι τελετές με τις οποίες ακόμη γιορτάζονται, αποδεικνύουν την προέλευσή τους. Στην Αίγυπτο, ο γιος της Ίσιδας, της Αυγύπτιας Βασίλισσας του ουρανού, γεννήθηκε ακριβώς τέτοια εποχή, “περίπου την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου”(8). Το ίδιο το όνομα, με το οποίο τα χριστούγεννα είναι πασίγνωστα στους Αγγλοσάξωνες, Γιούλε-ντέι(9), αποδείχνει αμέσως την ειδωλολατρική και Βαβυλωνιακή προέλευσή τους. “Γιούλε” είναι το Χαλδαϊκό όνομα για το “μωρό” (Βρέφος) ή “παιδάκι”(10), κι επειδή η 25η Δεκεμβρίου ονομαζόταν από τους ειδωλολάτρες Αγγλοσάξωνες “Yule day”, ή “Ημέρα του Βρέφους” και η νύχτα που προηγείτο ήταν η “Νύχτα της Μητέρας”(11), πολύ πριν οι άνθρωποι εκείνοι έλθουν σ' επαφή με το χριστιανισμό, αυτό επαρκώς αποδεικνύει τον πραγματικό χαρακτήρα της γιορτής. Σε όλη την επικράτεια της Ειδωλολατρίας υπήρχε αυτή η ημέρα των γενεθλίων. Γενική πεποίθηση ήταν ότι η γιορτή αυτή είχε μόνο αστρονομικό χαρακτήρα και αναφερόταν απλώς στην ολοκλήρωση της ετήσιας διαδρομής του ήλιου και την έναρξη του καινούργιου κύκλου(12). Υπάρχουν όμως αναμφισβήτητα στοιχεία ότι η γιορτή αυτή είχε και κάποια άλλη σημασία, και ότι μνημόνευε όχι μόνο τα εικονικά γενέθλια του ήλιου κατά την ανανέωση της διαδρομής του, αλλά και τα γενέθλια του μεγάλου Ελευθερωτή. Ανάμεσα στους Σαβαίους της Αραβίας που η ειδωλολατρεία τους θεωρούσε τη σελήνη, και όχι τον ήλιο σαν το ορατό σύμβολο του μεγάλου Ελευθερωτή, στην ίδια περίοδο παρατηρήθηκαν γιορτές γενεθλίων. Έτσι, διαβάζουμε στο έργο του Στάνλεϋ “Η φιλοσοφία των Σαβαίων”: «Την 24η του δέκατου μήνα» δηλαδή το Δεκέμβριο σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, «οι Άραβες γιόρταζαν ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ – δηλαδή της Σελήνης»(13). Η Κυρίαρχος-Σελήνη ήταν το μεγάλο σύμβολο της Αραβικής λατρείας που σύμφωνα με τους Άραβες γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου, και τούτο καθαρά δείχνει ότι η γέννηση που γιόρταζαν δεν είχε, αναγκαστικά, κάποια σχέση με την πορεία του ήλιου. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ανάμεσα στους αρχαίους Σάξωνες των Βρετανικών νησιών, αν τα χριστούγεννα γιορτάζονταν προς τιμή της γέννησης κάποιου Κυρίου από το Πάνθεο του ουρανού, πρέπει ακριβώς το ίδιο να συνέβη, και στη Βρετανία όπως και στην Αραβία. Οι Σάξωνες, όπως είναι πασίγνωστο, θεωρούσαν τον ήλιο σαν θηλυκή θεότητα και Σελήνη σαν αρσενική(14). Πρέπει, λοιπόν, να γιορταζόταν στις 25 Δεκεμβρίου τα γενέθλια της Σελήνης και όχι του Ήλιου, όπως έκαναν οι Άραβες στις 24 Δεκεμβρίου. Το όνομα της Σελήνης, σαν κυρίαρχης θεότητας, στην Ανατολή, φαίνεται ότι ήταν Μένι, διότι αυτή φαίνεται να είναι η πιο φυσική ερμηνεία του θείου χωρίου στον Ησαΐα ξε' 11: “Εσάς όμως τους εγκαταλείποντας τον Κύριον, τους λησμονούντας το άγιόν μου όρος, τους ετοιμάζοντας τράπεζαν εις τον Γάδην και τους κάμνοντας σπονδήν εις τον Μένι”(15). Υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι ο Γάδης υπονοεί τον θεό-ήλιο, και ότι παρόμοια ονομάζει Μένι τη θεότητα της Σελήνης(16). Μένι ή Μανάι σημαίνει «Απαριθμητής», και οι αλλαγές της σελήνης είναι που καταμετρούν τους μήνες: Ψαλμός ρδ' 19, “Έκαμε την Σελήνην δια τους καιρούς. Ο ήλιος γνωρίζει την δύσιν αυτού”. Το όνομα του «Ανθρώπου της Σελήνης», ή του θεού που προεδρευει σ' εκείνα τ' αστέρια, κατά τους Σάξωνες, ήταν ο Μανέ, όπως δίνεται στην «Έντα»(17) και Μάνη στη «Βολούσπα»(18). Το ότι ήταν η γέννηση της «Κυριάρχου Σελήνης» που γιορταζόταν από τους αρχαίους Σάξωνες τα Χριστούγεννα, βρίσκουμε σημαντικές αποδείξεις στο όνομα, που στα πεδινά της Σκωτίας ακόμη δίνεται στη γιορτή κατά την τελευταία μέρα του χρόνου, και φαίνεται ότι είναι κατάλοιπο του παλαιού γιορτασμού. Πραγματικά, τα γλυκίσματα που φτιάχνουν τότε ονομάζονται γλυκίσματα γενεθλίων. Το όνομα που οι Σκωτσέζοι δίνουν στη γιορτή είναι «Χογκμανι»(19). Στη Χαλδαϊκή όμως σημαίνει «Η γιορτή του Απαριθμητή», η γιορτή του θεού της Σελήνης, ή του ανθρώπου της Σελήνης. Για να καταδειχθεί η σχέση της μιας χώρας με την άλλη και της ριζωμένης αντοχής των παλαιών εθίμων, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιερώνυμος, σχολιάζοντας τα λόγια του Ησαΐα που ήδη παρατέθηκαν, σχετικά με το “στρώσιμο του τραπεζιού για τον Γάδη” και “τις σπονδές για το Μένι”, παρατηρεί ότι στην εποχή του (στον τέταρτο αιώνα) “ήταν έθιμο σε όλες τις πόλεις, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο και μάλιστα στην Αλεξάνδρεια, να στρώνουν τραπέζια και να τα φορτώνουν με διάφορα πολυτελέστατα φαγητά, και με μπουκάλια που περιείχαν μίγμα καινούργιου κρασιού, την τελευταία μέρα του μήνα και του χρόνου. Επίσης, οι άνθρωποι λάμβαναν προμηνύματα από τις τελετές αυτές σχετικά με την τύχη τους κατά τη διάρκεια της χρονιάς, που θα ερχόταν”(20). Το Αιγυπτιακό έτος άρχιζε σε διαφορετική εποχή από το δικό μας, αλλά πλησιάζει όσο γίνεται (απλώς αντικαθιστώντας το κρασί με το ουίσκι) στον τρόπο που τελείται το Χόγκμανι την τελευταία μέρα του τελευταίου μήνα του έτους μας. Δε γνωρίζω αν λαμβάνουν προμηνύματα καλής ή κακής τύχης από αυτή τη γιορτή, αλλά ο καθένας στα νότια της Σκωτίας ξέρει ότι μετά το Χόγκμανι, ή τη βραδιά πριν από τη μέρα της πρωτοχρονιάς, εκείνοι που τηρούν τα παλαιά έθιμα στρώνουν τραπέζι, και ενώ προσφέρονται κουλουράκια και άλλες λιχουδιές από εκείνους που μπορούν να τα διαθέσουν, προσφέρονται, επίσης γλυκίσματα από βρώμη και τυρί κι από εκείνους που ποτέ δε φτιάχνουν γλυκίσματα παρά μόνο σ' αυτή τη γιορτή, και ότι τα δυνατά ποτά αποτελούν σημαντικό μέρος αυτών των προσφορών.
Ακόμη και τότε που ο ήλιος αποτελούσε το αγαπημένο αντικείμενο λατρείας, όπως στην ίδια τη Βαβυλώνα και αλλού, σ' αυτή τη γιορτή λατρευόταν όχι απλώς σαν ο εξουσιαστή της ημέρας αλλά και σαν ενσαρκωμένος θεός(21).
Ήταν θεμελιώδης αρχή στο Βαβυλωνιακό θρησκευτικό σύστημα ότι ο μοναδικός θεός ήταν ο Ήλιος ή Βάαλ.(22). Όταν, λοιπόν, λατρευόταν ο Ταμμούζ σαν ενσάρκωση του θεού, τούτο υπονοούσε, επίσης, ότι ήταν ενσάρκωση του Ήλιου. Στην Ινδουιστική μυθολογία, που θεωρείται, βασικά, ότι έχει Βαβυλωνιακή προέλευση, αυτό φαίνεται ολοκάθαρα. Εκεί ο Σούργια, ή Ήλιος, απεικονίζεται σαν ενσαρκωμένος και γεννημένος με σκοπό την καθυπόταξη των εχθρών των θεών, οι οποίοι, αν δεν πραγματοποιόταν μια τέτοια γέννηση, δε θα μπορούσαν να κατανικηθούν(23).
Δεν ήταν ένας απλός αστρονομικός εορτασμός, λοιπόν, αυτό που οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Το ότι αυτός ο γιορτασμός στη Ρώμη ονομαζόταν Σατουρνάλια (από τη λέξη «Σατούρνους», που στα λατινικά σημαίνει Κρόνος) και ο τρόπος με τον οποίο γιορταζόταν εκεί, δείχνουν καθαρά από που είχε προέλθει αυτή η γιορτή. Όπως καθοριστηκε από τον Καλιγούλα, η γιορτή διαρκούσε πέντε μέρες(24). Τότε χαλάρωναν όλοι οι φραγμοί με τη μέθη και το ξεφάντωμα. Οι σκλάβοι είχαν προσωρινή ελευθερία(25) και επιτρεπόταν κάθε είδος ακολασίας με τους αφέντες τους(26). Αυτός ακριβώς ήταν και ο τρόπος κατά τον οποίο σύμφωνα με τον Βηρωσο, διεξάγονταν τα ξεφαντώματα αυτά στη Βαβυλώνα το μήνα Θέμπεθ, που αντιστοιχεί στο δικό μας Δεκέμβριο, με άλλα λόγια, στις βακχικές γιορτές. «Έθιμο ήταν» λέει, «κατά τη διάρκεια του πενθημέρου να υποτάσσονται οι αφέντες στους δούλους τους και ένας από τους υπηρέτες κυβερνούσε το σπίτι, ντυμένος με πορφύρα σαν Βασιλιάς»(27). Αυτόν τον προφυροντυμένο υπηρέτη τον αποκαλούσαν «Ζογάνες»(28), δηλαδή «Άνθρωπο του κεφιού και της ακολασίας» και αντιστοιχούσε ακριβώς στον «Κύριο της Αναρχίας» που το Μεσαίωνα εκλεγόταν σε όλες τις παπικές χώρες για να διευθύνει τα ξεφαντώματα των Χριστουγέννων (Σημ. Εννοει το Santa-Claus, τον καθολικό χριστουγεννιάτικο πορφυροντυμένο και με άσπρα γένια, αντίστοιχο του ορθόδοξου Άι-Βασίλη). Το γιορτινό καθεστώς των Χριστουγέννων είχε το ακριβές αντίγραφό του στη «Γιορτή του Μεθυσιού» της Βαβυλώνας. Πολλοί από τους λατρευτικούς τύπους που, ακόμη τηρούνται από τους χριστιανούς τα Χριστούγεννα, προήλθαν από την ίδια εκείνη περιοχή. Τα κεριά και οι λαμπάδες π.χ. που ανάβονται την παραμονή των Χριστουγέννων, και χρησιμοποιούνται, όσο καιρό διαρκεί η γιορταστική περίοδος, τα άναβαν, επίσης, οι ειδωλολάτρες την παραμονή της γιορτής του Βαβυλώνιου θεού για να τον τιμήσουν, διότι ήταν μια από τις ξεχωριστές παραδοξότητες της λατρείας του να έχουν αναμμένα κεριά στους βωμούς του(29). Το χριστουγεννιάτικο δένδρο, που είναι τόσο διαδεδομένο τώρα, ήταν, επισης, σε κοινή χρήση στην ειδωλολατρική Ρώμη και στην ειδωλολατρική Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο το δένδρο ήταν μια φοινικιά. Στη Ρώμη ήταν έλατο(30). Η φοινικιά δήλωνε τον ειδωλολάτρη Μεσσία, σαν Βάαλ Τάμαρ, το έλατο σαν Βάαλ-Βερίθ. Η μητέρα του Άδωνι, του θεού-Ήλιου και μεγάλη «μεσολαβήτρια» θεότητα, με μυστικοπάθεια λεγόταν ότι είχε μεταμορφωθεί σε δένδρο, και μ' εκείνη τη μορφή είχε καρποφορήσει και γεννήσει το θετό Γιο της(31).
Αν η μητέρα ήταν δένδρο, ο γιος έπρεπε να αναγνωρισθεί σαν ο «Γιος κλάδος». Κι αυτό εξηγεί ολότελα γιατί οι Αγγλοσάξωνες ρίχνουν το Γιούλε-Λογκ (κούτσουρο που καίγεται την παραμονή των Χριστουγέννων – Σ.τ.Ε.) στη φωτιά την παραμονή των χριστουγέννων, και γιατί στήνουν το Χριστουγεννιάτικο δένδρο το επόμενο πρωί. Ως «Zero-Astha», Σπέρμα της γυναίκας, που το όνομα αυτό, επίση, σημαίνει Ignigena,ή «γέννημα της φωτιάς», αναγκάζεται να μπει στη φωτιά τη «Νύχτα της Μητέρας», και ίσως να γεννιέται την επόμενη μέρα από αυτήν (τη φωτιά), σαν «Κλάδος του θεού», ή δένδρο που χαρίζει στους ανθρώπους όλα τα θεία δώρα. Θα μπορούσε να ρωτήσει, όμως, κάποιος “Μα γιατί να μπει στη φωτιά με το σύμβολο ενός Log (καυσόξυλου);” Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να θυμηθούμε ότι το θείο βρέφος, που γεννήθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, γεννήθηκε σαν καινούργια ενσάρκωση του μεγάλου θεού (αφού ο θεός εκείνος είχε διαμελισθεί), με σκοπό να πάρει εκδίκηση για το θάνατό του από τους δολοφόνους του(32). Ο μεγάλος θεός, λοιπόν, που σκοτώθηκε στο μέσο της εξουσίας και δόξας του, συμβολιζόταν μ' ένα τεράστιο δένδρο απογυμνωμένο απ' όλα τα κλαδιά του, κομμένο κι' έτοιμο να πέσει καταγής(33). Αλλά, το μεγάλο φίδι (το σύμβολο της ζωής που ξαναγεννιέται)(34), ο Ασκληπιός, είναι περιτυλιγμένος γύρω από το νεκρό κορμό του δένδρου (σχ. 27)(35), 
και, κοιτάχτε στο πλάι του ξεπηδά ένα άλλο νεαρό δένδρο – ένα δένδρο ολότελα διαφορετικού είδους, που ποτέ δεν πρόκειται να κοπεί από εχθρική δύναμη – και η φοινικιά, το πασίγνωστο σύμβολο της νίκης. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο, όπως προαναφέρθηκε, στη Ρώμη, γενικά, ήταν κάτι διαφορετικό, ακόμη και το έλατο. Αλλά η ίδια ακριβώς ιδέα, όπως παριστάνεται από τη φοινικιά, έτσι παριστάνεται και από το χριστουγεννιάτικο έλατο. Το έλατο συγκαλυμμένα συμβολίζει το νεογέννητο θεό σαν Βάαλ-Βερίθ(36), «Κύριος της Διαθήκης», κι έτσι τόνιζε στην αιωνιότητα την αμάραντη φύση της εξουσίας του, που, αφού πρώτα έπεσε μπροστά στον εχθρό του, έπειτα είχε θριαμβευτικά υπερυψωθεί και τους είχε ξεπεράσει όλους. Επομένως, η 25η Δεκεμβρίου, η ημέρα που πανηγύριζαν στη Ρώμη σαν τη μέρα που ο νικητής θεός εμπανεμφανίστηκε στη γη, γιορταζόταν ως Natalis invicti solis, «Τα γενέθλια του αήττητου Ήλιου»(37). Λοιπόν, το Γιούλε-Λογκ είναι το νεκρό κορμί του Νεβρώδ, που θεοποιήθηκε σαν θεός-ήλιος, αλλά που κόπηκε από τους εχθρούς του. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο είναι ο Νεβρώδ αναγεννημένος, ο σφαγμένος θεός ξαναζωντανεμένος. Στο φως που αντλείται από τα παραπάνω για τα έθιμα που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας και είναι ακόμη ανάμεσά μας, και των οποίων η προέλευση και η καταγωγή χάνονται στα βάθη της αρχαιότητας, ας προσέξει ο αναγνώστης το έθιμο που υπάρχει στη νότια Αγγλία κατά την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή να φιλιούνται κάτω από το κλαδάκι του γκυ. Το κλαδάκι του γκυ στην Δρυιδική δοξασία, όπως είδαμε, προερχόταν από τη Βαβυλώνα και ήταν η απεικόνιση του Μεσσία, «του άνδρα του κλάδου». Το γκυ θεωρήθηκε σαν θεϊκός κλάδος(38) – ένας κλάδος που κατέβηκε από τον ουρανό και αναπτύχθηκε πάνω σ' ένα δένδρο που ξεφύτρωσε από τη γη. Με τον εμβολιασμό, λοιπόν, του ουράνιου κλάδου μέσα στο επίγειο δένδρο, ουρανός και γη, που το προπατορικό αμάρτημα τους είχε διαχωρίσει, ξανάσμιγαν, κι έτσι το κλαδάκι γκυ έγινε το τεκμήριο της θείας συμφιλίωσης με τον άνθρωπο, ενώ το φιλί είναι ο πασίγνωστος τρόπος της συγγνώμης και της συμφιλίωσης. Από που θα μπορούσε να προέλθει τέτοια ιδέα; Άραγε να μην έχει καμιά σχέση με τον Ψαλμό πε' 10, 11: “έλεος και αλήθεια συναπαντήθηκαν. Δικαιοσύνη και ειρήνη εφιλήθησαν. Αλήθεια εκ της γης θέλει αναβλαστήσει. Και δικαιοσύνη εξ ουρανού θέλει κύψει.”; Το βέβαιο είναι ότι αυτός ο ψαλμός γράφτηκε αμέσως μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία. Και καθώς πλήθη Ιουδαίων δε γύρισαν στην Ιερουσαλήμ, αλλά έμειναν στη Βαβυλώνα υπό την καθοδήγηση εμπνευσμένων ανθρώπων, όπως ήταν ο Δανιήλ. Αυτοί και οι συγγενείς τους στην Παλαιστίνη πρέπει να γνώριζαν αυτό τον ψαλμό, σαν μέρος του θείου λόγου. Την εποχή εκείνη, η Βαβυλώνα ήταν το κέντρο του πολιτισμένου κόσμου. Έτσι ο παγανισμός, ή ειδωλολατρεία, διαβρώνοντας το θείο σύμβολο όπως πάντα, είχε ευκαιρίες να διαδόσει την εξευτελισμένη πια παραχάραξη της αληθείας σε όλα τα πέρατα της γης μέσω των μυστηρίων, που είχαν ευθυγραμμισθεί με το μεγάλο κεντρικό ειδωλολατρικό σύστημα στη Βαβυλώνα. Πράγματι, τα ίδια τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, που υπάρχουν ακόμη, ρίχνουν καταπληκτικό φως τόσο στις αποκαλύψεις της θείας χάριτος, που έγιναν σε όλη τη γη, όσο και στις προσπάθειες του Σατανά και των οργάνων του να εξευτελίσουν τα θεία πράγματα και να τα μετατρέψουν σε υλιστικές και σαρκικές απολαύσεις.
Σε πολλές χώρες το αγριογούρουνο θυσιαζόταν στο θεό, γιατί, όπως έλεγαν, κάποτε ένας κάπρος τον είχε τραυματίσει. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο θάνατος του Άδωνι, ή Ταμμούζ, καθώς και ο λόγος που πέθανε, ήταν, όπως είδαμε, συνέπεια ενός τραύματος από το χαυλιόδοντα ενός κάπρου(39). Ο φρυγικός Άττης, ο αγαπημένος της Κυβέλης, που η ιστορία του ταυτίστηκε με την ιστορία του Άδωνι, διαδιδόταν ότι είχε χαθεί, κατά παρόμοιο τρόπο, από το χαυλιόδοντα ενός κάπρου(40). Επομένως, η Άρτεμη, η οποία, μολονότι γενικά παριστάνεται στους λαϊκούς και δημοφιλείς μύθους σαν κυνηγός, στην πραγματικότητα, ήταν η μεγάλη μητέρα των θεών(41), και συχνά την απεικόνιζαν με το κεφάλι ενός κάπρου κοντά της, σαν ένδειξη όχι των επιτυχιών της στο κυνήγι, αλλά του θριάμβου της πάνω στο μεγάλο εχθρό του ειδωλολατρικού συστήματος στο οποίο εκείνη κατείχε εξέχουσα θέση. Σύμφωνα με το Θεόκριτο, η Αφροδίτη συμφιλιώθηκε με τον κάπρο που σκότωσε τον Άδωνι γιατί, όταν το έφεραν αλυσοδεμένο μπροστά της, ομολόγησε με συγκινητικά λόγια ότι δεν είχε σκοτώσει το σύζυγό της από κακόβουλη πρόθεση αλλά μόνο συμπτωματικά(42). Κι όμως, σε ανάμνηση του άθλου, που είχε επιτελέσει ο μυστηριώδης κάπρος, πολλοί κάπροι έχαναν το κεφάλι τους καθώς προσφένονταν σαν θυσία στη λυπημένη θεά. Κατά τον Σμιθ, η Άρτεμη παριστάνεται με το κεφάλι του κάπρου πλάι της, στην κορυφη ενός σωρού λίθων(43) και στην παρατιθέμενη ξυλογραφία (σχ. 28)(44), στην οποία ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Τραϊανός παριστάνεται να καίει λιβάνι στη θεά, το κεφάλι του κάπρου προβάλλει επιβλητικά. 
Την ημέρα των χριστουγέννων οι Σάξωνες της Ηπειρωτικής Ευρώπης πρόσφεραν ένα κάπρο θυσία στον Ήλιο(45), για να την εξευμενίσουν(46) για την απώλεια του αγαπημένου της Άδωνι. Στη Ρώμη, υπήρξε προφανώς μια παρόμοια τελετή, διότι ένας κάπρος ήταν το μεγάλο θέμα της γιορτής του Κρόνου, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα λόγια του Μαρτιάλη: “Ο κάπρος αυτυός θα σας κάνει καλά «Σατουρνάλια»”(47).
Ακόμη η κεφαλή του κάπρου θεωρείται σαν ένα πολύ εκλεκτό φαγητό στην Αγγλία κατά το χριστουγεννιάτικο γεύμα, όταν ο λόγος γι' αυτό από καιρό πια έχει λησμονηθεί. Μάλιστα η «Χριστουγεννιάτικη χήνα» και τα «Γλυκίσματα Γιούλε» ήταν απαραίτητα στη λατρεία του Βαβυλώνιου Μεσσία, επειδή αυτή η λατρεία γινόταν τόσο στην Αίγυπτο όσο και στη Ρώμη (σχ. 29). ο Γουίλκινσον σχετικά με την Αίγυπτο δείχνει ότι «η αγαπημένη προσφορά» του Όσιρι ήταν η θυσία «μιας χήνας»(48) και επιπλέον ότι η «χήνα δεν μπορούσε να φαγωθεί εκτός μόνο στην καρδιά του χειμώνα»(49). Όσο για τη Ρώμη, ο Ιουβενάλιος λέει ότι «ο Όσιρις, αν θιγόταν, μπορούσε να εξευμενισθεί μόνο σε μια μεγάλη χήνα κι ένα κομμάτι γλύκισμα»(50). Σε πολλές χώρες υπάρχουν στοιχεία για τις ιερές ιδιότητες που απέδιδαν στη χήνα. Είναι πασίγνωστο το περιστατικό που σε μια περίπτωση το καπιτώλιο της Ρώμης, τη στιγμή που θα δεχόταν αιφνιδιαστική επίθεση των Γαλατών μέσα στη νύχτα, σώθηκε από το κακάρισμα των χηνών που ήταν αφιερωμένες στην Ήρα και έμεναν στο ναό του Διός(51). Η επόμενη ξυλογραφία (σχ. 30)(52) 
αποδεικνύει ότι η χήνα στη Μικρά Ασία ήταν το σύμβολο του Έρωτα, ακριβώς όπως ήταν το σύμβολο του Σηθ στην Αίγυπτο. Στην Ινδία, η χήνα κατείχε παρόμοια θέση, διότι διαβάζουμε για την ιερή «Βραχμανική χήνα», ή τη χήνα την αφιερωμένη στον Βράχμα(53). Τελικά, τα μνημεία της Βαβυλώνας δείχνουν(54) ότι η χήνα είχε παρόμοιες μυστικιστικές ιδιότητες στη Χαλδαία, και ότι την πρόσφεραν σε θυσία, όπως και στη Ρώμη ή την Αίγυπτο, γιατί απεικονίζεται ο ιερέας με τη χήνα στο ένα χέρι και τη μάχαιρά του στο άλλο(55). Δεν μπορεί να υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι η ειδωλολατρική γιορτή κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο – με άλλα λόγια τα χριστούγεννα – γινόταν προς τιμή της γέννησης του Βαβυλωνιου Μεσσία. Η εξέταση της αμέσως επόμενης μεγάλης γιορτής στο παπικό εορτολόγιο δίνει την ισχυρότερη επιβεβαίωση για όσα ήδη ειπώθηκαν μέχρις εδώ.
Η γιορτή αυτή που λέγεται «Ημέρα της Κυρίας» γιορτάζεται στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου, σε υποτιθέμενη ανάμνηση της θαυματουργικής σύλληψης του Κυρίου από την Παρθένο. Την ημέρα αυτή, καθώς λένε, ο άγγελος στάλθηκε για να αναγγείλει στη Μαρία την ξεχωριστή τιμή που επρόκειτο να της παραχωρηθεί να γίνει μητέρα του Μεσσία. Ποιος όμως θα μπορούσε να πει πότε έγινε αυτή η αναγγελία; Η Γραφή δε δίνει καμιά ένδειξη σχετικά με την εποχή. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Πριν ακόμη η Μαρία συλλάβει και γεννήσει τον Κύριό μας, αυτήν ακριβώς την ημερομηνία, που καθορίστηκε στο παπικό ημερολόγιο για τον «Ευαγγελισμό της Παρθένου», γινόταν μια γιορτή στην ειδωλολατρική Ρώμη προς τιμή της Κυβέλης, της μητέρας του Βαβυλώνιου Μεσσία(56). Είναι, λοιπόν, πολύ φανερό ότι η «Ημέρα της Κυρίας», ή «Ευαγγελισμός της Παρθένου» και τα Χριστούγεννα παρουσιάζουν μια πολύ στενή σχέση μεταξύ τους: Ανάμεσα στις 25 Μαρτίου και στις 25 Δεκεμβρίου μεσολαβούν ακριβώς εννέα μήνες. Αν, λοιπόν, ο ψεύτικος Μεσσίας συλλαμβανόταν το Μάρτιο και γεννιόταν το Δεκέμβριο, μπορει για μια στιγμή κανένας να πιστέψει ότι η σύλληψη και η γέννηση του Πραγματικού Μεσσία μπορεί τόσο πετυχημένα να συγχρονισθεί, όχι μόνο προς το μήνα αλλά και την ημέρα; Το πράγμα είναι απίστευτο. Η «Ημέρα της Κυρίας» ή «Ευαγγελισμός της Παρθένου» και τα Χριστούγεννα έχουν, λοιπόν σαφώς Βαβυλωνιακή προέλευση!



_____________________

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.London Tract Society's Commentary – (Σχόλια της Βιβλικής Εταιρίας Λονδίνου) τομ.Α',σ.472 ALFORD,Greek Testament(Ελληνική Διαθήκη),τομ.Α',σ.412, GRESWELL,τομ.Α',Dissert XII,σ.381-437.
2.Ο GILL στο έργο του Commentary (Σχόλια) στο Λουκά β' 8, λέει τα εξής: - «Υπάρχουν δύο είδη ζώων στους Ιουδαίους... τα ζώα του σπιτιού που βρίσκονται στην πόλη, και τα ζώα της εξοχής που βρίσκονται στους βοσκότοπους. Ένας από τους σχολιαστές τους (ΜΑΪΜΟΝΙΔΗΣ, στο Misn – Betza,κεφ. 5 τμήμα 7), παρατηρεί, «Αυτά βρίσκονται στα λιβάδια, που είναι στα χωριά, όλες τις ημέρες του κρύου και της ζέστης, και δεν μπαίνουν στις πόλεις μέχρι να πέσουν οι βροχές«. Η βροχή η πρώτη πέφτει το μήνα Μαρτσεβάν, που αντιστοιχεί στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου... Από αυτό φαίνεται ότι ο Χριστός πρέπει να γεννήθηκε πριν από τα μέσα Οκτωβρίου, εφόσον η πρώτη βροχή δεν είχε ακόμη έλθει». Ο ΚΙΤΤΟ, στο Δευτυερονόμιο ια' 14, Illustrated Commentary (Εικονογραφημένα Σχόλια) τομ. Α' σ. 398) λέει πως η «πρώτη βροχή» είναι το «φθινόπωρο», δηλαδή το τέλος Σεπτεμβρίου ή αρχές Οκτωβρίου. Αυτό θα έκανε το χρόνο μετακίνησης των ποιμνίων από τα χωράφια κάπως νωρίτερα από αυτό που αναφέρω στο κείμενο του βιβλίου. Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δε θα μπορούσε να είναι αργότερα από αυτό που τονίζεται εκεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μαϊμονίδη, που οι γνώσεις του σε όλα όσα αφορούν τα Ιουδαϊκά έθιμα είναι πασίγνωστες.
3.MEDE, Works (Άπαντα), 1672 Discourse (Πραγματεία) XIXIII. Ο παραπάνω ισχυρισμός του Mede ισχύει με την προϋπόθεση της πασίγνωστης λογικής και περίσκεψης που διέκριναν τη Ρωμαϊκή νομοθεσία.
4.Ο Αρχιδιάκονος WOOD, στο Christian Annotator (Χριστιανός Σχολιογράφος) τομ. Γ', σ. 2 LORIMER, Manual of Presbytery (Εγχειρίδιο του Πρεσβυτερίου) σ. 130. Ο Λόριμερ παραθέτει τον Πήτερ Κινγκ (Sir Peter King) ο οποίος στο έργο του Enquiry into the Workship of the Primitive Church & c. (Διερεύνηση της Λατρείας της Αρχέγονης Εκκλησίας κλπ.), συμπεραίνει ότι κανείς παρόμοιος εορτασμός δεν παρατηρήθηκε στην Εκκλησία εκείνη, και προσθέτει: - «Φαίνεται απίθανο να γιόρταζαν τη γέννηση του Χριστού όταν διαφωνούσαν σχετικά με το μήνα και την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός».
Βλέπε επίσης Αιδεσ. J. RYLE στο έργο του Commentary (Σχόλια), στο Λουκά κεφ. Β', Σημ, στο στίχο 8, ο οποίος παραδέχεται ότι ο χρόνος γέννησης του Χριστού είναι αβέβαιος, μολονότι αντικρούει την ιδέα ότι τα ποίμνια δεν μπορούσαν να είναι στο ύπαιθρο το Δεκέμβριο, προσφεύγοντας στο παράπονο του Ιακώβ προς το Λάβαν: «Με σακάτεψαν η ανομβρία της ημέρας, και η παγωνιά της νύχτας». Ολόκληρη όμως η βαρύτητα του παραπόνου του Ιακώβ στον δύστροπο συγγενή του βρισκόταν στο ότι ο Λάβαν τον ανάγκαζε να κάνει αυτό που κανείς άλλος δε θα είχε κάνει, κι επομένως αναφέροντας τις ψυχρές νύχτες του χειμώνα (που, όμως, δε γίνεται απόλυτα κατανοητό στη διατύπωση) αποδείχνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που ο Ryle προβάλει προς απόδειξη – δηλαδή ότι δεν ήταν συνήθεια των βοσκών να περιφέρουν τα ποίμνιά τους στους αγρούς τις νύχτες το χειμώνα.
5.GIESELER, τομ. Α', σ.54 και Σημ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (Monitum in Hom.de Natal. Christi), γράφοντας στην Αντιόχεια περίπου το 380 μ.Χ. λέει: «Ούτε δέκα χρόνια δεν πέρασαν από τότε που μας έγινε γνωστή η ημέρα αυτή (τομ. Β', σ. 352). «Αυτό που συνάγεται» προσθέτει ο Γκήσελερ, «προσφέρει μαι σημαντικότατη ερμηνεία στην ευκολία με την οποία έθιμα τελευταία καθιερωθέντα μπορούσαν να προσλάβουν το χαρακτήρα των αποστολικών θεσμών». Και συνεχίζει ο Χρυσόστομος: «Σε όσους κατοικούν στα δυτικά, ήταν γνωστό πριν και από τους αρχαίους και παναρχαίους χρόνους και οι κάτοικοι των περιοχών από τη Θράκη ως τα Γάδειρα (Γάδιξ) γνώριζαν πολύ καλά», δηλαδή η ημέρα γέννησης του Κυρίου μας, που ήταν άγνωστη στην Αντιόχεια της Ανατολής, ακριβώς στα σύνορα των Αγίων Τόπων, όπου Εκείνος γεννήθηκε, ήταν τελείως γνωστή σε όλη την Ευρωπαϊκή έκταση της δύσης, από τη Θράκη μέχρι την Ισπανία!
6.Μιλά για τα Ιουδαϊκά Σάββατα.
7.ΤΕΡΤΥΛΙΑΝΟΣ, De Idololatria (Περί ειδωλολατρείας) γ'14, τομ. Α σ. 682. Για τις υπερβολές που συνδέονται με την ειδωλολατρική αντίληψη του ποδαρικού της Πρωτοχρονιάς, βλ. GIESELER, τομ. Α' τμ. 79. σημ.
8.WILKINSON, Egyptians (Αιγύπτιοι) τομ. Δ', σ. 405.
Ο Πλούταρχος, (De Iside – Περί Ισιδας τομ. Β' σ. 377, Β) τονίζει ότι οι Αιγύπτιοι ιερείς ισχυρίζονταν ότι η γέννηση του θεϊκού γιού της Ίσιδας, κατά τα τέλη Δεκεμβρίου, ήταν πρόωρη. Τούτο όμως είναι, ακριβώς, προφανώς, το αντίστοιχο, της κλασικής ιστορίας του Βάκχου, ο οποίος, όταν η μητέρα του Σεμέλη απανθρακώθηκε, από τη φωτιά του Διός, είπαν ότι διασώθηκε στην εμβρυική του κατάσταση από τις φλόγες που κατέφαγαν την μητέρα του. Τα πορίσματα της ιστορίας ανατρέπονται ολότελα σε προηγούμενη σημείωση. (βλ. σ. 153) και έτσι ολόκληρο το οικοδόμημα καταρρέει.
9.Mallet, τομ. Α', σ. 130.
10.Από Εόλ (Eol) «βρέφος». Η προφορά εδώ είναι η ίδια όως στο εών, στο Γεδεών. Στη Σκωτία, τουλάχιστον στα πεδινά τα Yule-cakes, τσουρέκια Γιουλ, ονομάζονται, επίσης, και Νυρ-κέικς (Nur-cakes) (όπου το u προφέρεται όπως το Γαλλικό u). Στη Χαλδαϊκή, όμως, Nour (Νοθρ) σημαίνει «γέννηση». Επομένως, τα τσουρέκια Νουρ, είναι «τσουρέκια γενεθλίων». Οι Σκανδιναβές θεές, οι ονομαζόμενες «Νορνς» (Norns), που όριζαν στα παιδιά το πεπρωμένο τους, κατά τη γέννησή τους, προφανώς, πήραν το όνομά τους από τη συγγενή λέξη στα Χαλδαϊκά «Nor», παιδί.
11.SHARON TURNER, Aglo-Saxons (Αγγλο-σάξωνες) τομ. Α' σ. 219.
12.SALVERTE, Des Sciences Occultes (Περί των αποκρύφων Επιστημών) σ. 491.
13.STANLEY, σ. 1066, στήλη 1.
14.SHARON TURNER, τομ. Α', σ. 213. Ο Τέρνερ παραθέτει ένα Αραβικό ποίημα που αποδείχνει ότι ένας θηλυκός ήλιος και μια αρσενική σελήνη αναγνωρίζονταν στην Αραβία όπως και από τους Αγγλοσάξωνες – στο ίδιο.
15.Στην έγκυρη απόδοση το Gad γίνεται «εκείνο το στράτευμα», και Meni, «εκείνος ο αριθμός». Αλλά οι πολύ μορφωμένοι παραδέχονται ότι αυτό είναι λαθεμένο και ότι οι λέξεις δεν είναι παρά μόνο κύρια ονόματα.
16.Βλ. ΚΙΤΤΟ, τόμ. Δ', σ. 66, τέλος της Σημ. Το όνομα Gad (Γάδης), προφανώς, κατά πρώτον αναφέρεται στον πολεμικό θεό, διότι σημαίνει «επιτίθεμαι», «εξορμώ», αλλά σημαίνει, επίσης, «αυτός που μοιάζει, ο όμοιος», και τότε με τις δυο έννοιες ταιριάζει στο Νεβρώδ, του οποίου γενικός χαρακτήρας ήταν του θεού-ήλιου, επειδή ήταν ο πρώτος μέγας μαχητής. Και, υπό το όνομα του Φορονέα γιορταζόταν διότι πρώτος είχε συγκεντρώσει την ανθρωπότητα και συγκρότησε κοινωνική ζωή. (Βλ. σ. 72 εδώ). Το όνομα Meni (Μένις) «ο απαριθμητής», «ο καταμετρητής», από την άλλη μεριά, φαίνεται απλώς να είναι συνώνυμο του ονόματος Κους ή Χους, το οποίο, ενώ σημαίνει «καλύπτω» ή «κρύβω», σημαίνει, επίσης, «καταμετρώ». Η γνήσια κανονική σημασία του ονόματος Χους, δεν αμφιβάλλω, είναι «καταμετρητής», ή «υπολογιστής», διότι ενώ ο γιος του Νεβρώδ σαν «ισχυρός» ήταν ο μέγας προπαγανδιστής του Βαβυλωνιακού συστήματος της ειδωλολατρείας, δια της βίας και μέσω της εξουσίας, αυτός σαν Ερμής(βλ. εδώ σ. 25,26) ήταν ο πραγματικός σκευωρός – εφευρέτης εκείνου του συστήματος διότι λένε πως είχε «διδάξει στους ανθρώπους τον σωστό τρόπο να πλησιάζουν τη θεότητα με προσευχές και θυσίες» (WILKINSON τομ. Ε', σ. 10). και επειδή η ειδωλολατρεία και η αστρονομία ήταν στενότατα συνυφασμένες, για να τον καταστήσουν ικανό να ενεργεί αποτελεσματικά, ήταν απαραίτητο να είχε θαυμαστά εξασκηθεί στην επιστήμη των αριθμών. Ο Ερμής, λοιπόν, (δηλαδή ο Χους) λένε πως είχε «πρώτος ανακαλύψει τους αριθμούς και την τέχνη του υπολογισμού, τη γεωμετρία και την αστρονομία, τα παιχνίδια ζατρίκιο και ζάρια», (στο ίδιο σ. 3). Και κατά πάσα πιθανότητα με υπαινιγμό ως προς τη σημασία του ονόματος Χους, κάποιοι αποκαλούσαν «Αριθμό τον πατέρα των θεών και ανθρώπων» (στο ίδιο, τομ. Δ', σ. 146). Το όνομα Μένις είναι απλώς η Χαλδαϊκή μορφή του Εβραϊκού «Μενέ», «ο απαριθμητής», διότι στη Χαλδαϊκή το ι συχνά αντικαθιστά το τελικό e. Επειδή έχουμε λόγους να συμφωνούμε με το Γενέσιο ότι ο Νεβώ, ο μέγας προφητικός θεός της Βαβυλώνας, ήταν απλώς ο ίδιος θεός με τον Ερμή (βλ. σ. 38), αυτό δείχνει την ιδιαίτερη σημασία των πρώτων λέξεων της θεϊκής προσταγής που σφράγισε τη μοίρα του Βαλτάσαρ, επειδή εκπροσωπούσε τον πανάρχαιο θεό - «Μενέ, Μενέ, Θεκέλ, ου φαρσίν», το οποίο συγκαλυμμένα εννοεί «ο απαριθμητής είναι υπολογισμένος». Επειδή το κύπελο, παραδόξως, ήταν το σύμβολο του Χους (βλ. σ. 68), απ' αυτό προήλθε και η χρήση της προσφοράς ποτού σ' αυτόν με την ιδιότητα του θεού του κυπέλου. Κι' εφόσον αυτός ήταν ο μέγας μάντης, απ' αυτό πηγάζουν και οι μαντείες για το προσεχές έτος, που ο Ιερώνυμος συνδέει με τη μαντική που αναφέρει ο Ησαϊας. Ο Ερμής, λοιπόν, που στην Αίγυπτο τον αποκαλούσαν «καταμετρητή», ταυτίστηκε με τη σελήνη που μετρά τους μήνες. Αποκλήθηκε «Κύριος της σελήνης» (BUNSEN, τόμ. Α', σελ. 394). και σαν «κατανεμητής του Χρόνου» (WILKINSON, τομ. Ε', σ. 11), κρατούσε «κλάδο φοινικόδενδρου, σαν συμβολισμό του έτους» (στο ίδιο σ. 2). Έτσι, λοιπόν, αν ο Gad (Γάδης) ήταν η «θεότητα – ήλιος», ο Μένις πολύ φυσικό ήταν να θεωρείται «Ο Κύριος της Σελήνης».
17.MALLET, τομ. Β', σ. 24, Εδιμβούργο, 1809.
18.Συμπλήρωμα του έργου Iceland (Ισλανδία), της IDA PFEIFER, σ. 322-323.
19.Βλέπε JAMIESON, Scottish Dictionary (Σκωτσέζικο Λεξικό) υπό λήμμα. Ο Τζέιμσον δίνει άφθονες εκτιμήσεις διαφόρων συγγραφέων σχετικά με την έννοια του όρου «χογκμανάϋ (Hogmanay), αλλά το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το μόνο που χρειάζεται να παρατεθεί: - «Χογκμανάϋ, είναι το όνομα που δόθηκε από το λαό στην τελευταία ημέρα του έτους.
Ο Σιμπ νομίζει ότι ο όρος ίσως... να σχετίζεται με το Σκανδιναβικό Χόεγκ-Τιντ (Hoeg-tid), όρος που σχετίζεται με τα χριστούγεννα και διάφορες άλλες γιορτές της Εκκλησίας». Επειδή το Σκανδιναβικό «τιντ» σημαίνει «χρόνος», και το «χόεγκ τιντ» σχετίζεται με τις γιορτές της εκκλησίας γενικά, προφανώς, η σημασία αυτής της έκφρασης είναι «γιορτάσιμη εποχή». Αλλά αυτό δείχνει ότι το χόεγκ έχει, απλώς, τη σημασία που εγώ έχω προσδώσει στο χογκ – τη Χαλδαϊκή σημασία.
20.ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, τομ. Β', σ. 217.
21.ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, De Iside (Περί Ίσιδας), τομ. Β', τμ. 52 σ. 372. D. MACROBIUS, Saturn. (Κρόνια) βιβλ. Α', κεφ. 21, σ. 17.
22.MACROBIUS, Saturn. Βιβλ. Α', σ. 72, Ε.
23.Βλ. Sanscrit Researches (Σανσκριτικές Έρευνες) του VANS. KENNEDY, σ. 438. Ο συνταγματάρχης Κέννεντυ, ο διακεκριμένος Σανσκριτολόγος, επιμένει ότι οι Βραχμάνοι, προέρχονται από τη Βαβυλωνα (στο ίδιο, σ. 157). Ας παρατηρηθεί, ακριβώς ότι το όνομα Σούργια (Surjia), που δόθηκε στον ήλιο, που λάμπει πάνω από ολόκληρη την Ινδία, συνδέεται μ' αυτή τη γέννηση. Παρόλο που η λέξη, αρχικά, είχε διαφορετική σημασία, προφανώς, ταυτίστηκε από τους ιερείς με το Χαλδαϊκό Ζέρο (Zero), και αυτό επιβεβαίωσε την ιδέα της γέννησης του «θεού-ήλιου». Το όνομα στην Προσανσκριτική είναι ακόμη πλησιέστερα προς τη βιβλική ονομασία του «υποσχεμένου σπέρματος». Είναι «Σούρο» (Suro). Είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, (σ.104) ότι στην Αίγυπτο ο ήλιος, επίσης, παριστανόταν σαν να γεννήθηκε από μια θεά.
24.Μετέπειτα ο αριθμός των ημερών στα Σατουρνάλια, αυξήθηκε στις επτά. Βλ. JUSTUS LIPSIUS, Opera, τομ. Β', Saturnalia (Κρόνια), βιβλ. Α', κεφ. 4.
25.Αν ο Κρόνος (Σατούρνους) ήταν, καθώς έχουμε λόγους να πιστεύουμε, ο Φορονεύς, «Ο Απελευθερωτής» (Βλ. σ. 71-72), η πρόσκαιρη απελευθέρωση των σκλάβων κατά τη γιορτή του, εναρμονιζόταν επακριβώς με την υποτιθέμενη ιδιότητά του.
26.ADAM. Roman Antiquities (Ρωμαϊκές Αρχαιότητες) «Religion, Saturn». βλ. STATIUS, Sylv., βιβλ. Α', κεφ. Στ', στ. 4, σ. 65, 66. Τα λόγια του Στάτιου είναι:
«Saturnus mihi compede exoluta
Et multo gravidus mero December
Et ridens jocus, et sales protervi
Adsint».
«Και ο Κρόνος με τα ακόλαστα δεσμά και ο μεθύστακας Δεκέμβρης και εύθυμη διασκέδαση, και αστεία τολμηρά έρχονται σε βοήθειά μου».
27.ΑΘΗΝΑΙΟΣ, XIV, σ. 639 c.
28.Από το τζοχκ (Tzohkh) «τέρπω και ξεφαντώνω», και άνες (anesh), «άντρας», ή ίσως άνες (anes) μπορεί να είναι μια κατάληξη που σημαίνει «δράστης», από το αν (an) «ενεργώ». Για τους μυημένους είχε άλλη σημασία.
29.CRABB, Mythology, (Μυθολογία) «Saturn», σ. 12.
30.Ανταποκριτής από το Βερολίνο της εφημερίδας LONDON TIMES, 23 Δεκεμβρίου 1853.
31.ΟΒΙΔΙΟΥ, Metam, βιβλ. Ι', στ. 500-513.
32.Βλ. σ. 95.
33.Το άιλ (Ail) ή ιλ (il), συνώνυμο του Γκέμπερ (Gheber) του «ισχυρού» (Έξοδος ιε' 15), σημαίνει, επίσης, «δένδρο που εκτείνεται μακριά» ή «Ζαρκάδι με διακλαδούμενα κέρατα» (Βλ. PARKHURST, υπό λήμμα). Επομένως, σε διαφορετικές εποχές, ο μέγας θεός συμβολίστηκε με μεγαλόπρεπο δένδρο ή με ζαρκάδι. Στην ξυλογραφία εδώ ο αποκεφαλισμός του ισχυρού συμβολίζεται με την αποκοπή του δένδρου. Σε ένα νόμισμα της Εφέσου (SMITH, σ. 289), συμβολίζεται με ένα ζαρκάδι που διαμελίζεται και ένα φοινικόδενδρο παριστάνεται να φυτρώνει στο πλάι του κομμένου κορμού. Στο SANCHUNIATHON, ο Κρόνις απερίφραστα αποκαλείται Ήλος, δηλαδή «κραταιός». Αφού αποκεφαλίστηκε ο μέγας θεός, το κέρας της Αμάλθειας, αριστερά του δένδρου, είναι κενό. Αλλά τα αναπληρώνει όλα το φοινικόδενδρο.
34.Ο αναγνώστης θα θυμάται ότι ο Ασκληπιός, γενικά, παριστάνεται με ένα ραβδί ή κορμό δένδρου δίπλα του κι ένα φίδι τυλιγμένο γύρω του. Η εικόνα στο κείμενο, προφανώς, εξηγεί την προέλευση αυτής της παράστασης. Για το χαρακτήρα του σαν ζωοδότη, βλ.ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, βιβλ. Β', Κορινθιακά, κεφ. 26 και ΒΙΡΓΙΛΙΟ, Αινειάδα, βιβλ. Ζ', γραμμές 769-773.
35.Από το έργο του MAURICE, Indian Antiquities (Ινδικές αρχαιότητες) τομ. Στ', σ. 368, έκδοση 1796.
36.Βάαλ-βερέθ, που διαφέρει μόνο κατά ένα γράμμα από το Βάαλ-βερίθ, «Κύριος της Διαθήκης» σημαίνει «Κύριος του ελάτου».
37.GIESELER, σ. 42, ΣΗΜ.
38.Στη Σκανδιναυική ιστορία του Μπάλντερ (βλ. σ. 79), το γκυ ξεχωρίζεται από το θεό που θρηνούν την απώλειά του. Οι Δρυιδικοί και Σκανδιναβικοί μύθοι διέφεραν κάπως. Ωστόσο, και στη Σκανδιναβική ακόμη ιστορία, είναι φανερό πως κάποια θαυματουργική δύναμη αποδόθηκε στο κλαδι του γκυ, διότι μπόρεσε να κάνει αυτό που τίποτα άλλο, σ' ολόκληρη την υφήλιο, δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει: εξόντωσε τη θεότητα που πάνω της θεωρούσαν οι Αγγλοσάξωνες πως στηριζόταν η Βασιλεία των ουρανών τους. Τώρα, το μόνο που χρειάζεται για να διαλευκανθεί αυτή η έκδηλη ασυνέπεια είναι, απλώς, να αντιληφθούμε το «κλαδάκι», που είχε τέτοια δύναμη, σαν συμβολική έκφραση του αληθινού Μεσσία. Ο Βάκχος των Ελλήνων, σίγουρα, κατέληξε να γίνει παραδεκτός σαν «καρπός του φιδιού», διότι λένε πως γεννήθηκε από τη μητέρα του σαν συνέπεια της ένωσής της με τη μορφή φιδιού – (βλ. DYMOCK, Classical Dictionary (Κλασικό Λεξικό) υπό λήμμα «Deois» (Δηόις). Αν ο χαρακτήρας του Μπάλντερ ήταν ο ίδιος, η ιστορία του θανάτου του, απλώς, επεξηγούσε αυτό, ότι το «σπέρμα του φιδιού» είχε θανατωθεί από το «σπέρμα της γυναίκας». Αυτή η ιστορία, φυσικά, πρέπει να έχει πηγή τους εχθρούς του. Όμως οι ειδωλολάτρες πήραν μόνο αυτά που δεν μπορούσαν να απορρίψουν με την πρόθεση να τα ερμηνεύσουν κάποτε και τα δικαιολογήσουν.
39.Για τη μυστικιστική σημασία της ιστορίας του κάπρου, βλ. σ. 89.
40.ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, βιβλ. Ζ', Αχαϊκά, κεφ. 7.
41.Βλ. σ. 42, 43.
42ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, Ειδύλλια, λ', στ. 21,45.
43.SMITH, Classical Dictionary (Κλασικό Λεξικό) σ. 112.
44.Από το έργο του KITTO, ILLUSTRATED COMMENTARY (Εικονογραφημένα Σχόλια), τομ. Δ',σ. 137
45.Ανταπόκρ. των Times από Βερολίνο, 23 Δεκεμβρίου 1853.
46.Ο αναγνώστης θα θυμάται πως ο Ήλιος ήταν θεά. Ο Μάλλετ λέει: «Πρόσφεραν το μόσχο το σιτευτό στη Φρίγγα» - δηλαδή στη μητέρα του Βάκχου του θρηνούμενου. (τόμ. Α', σ. 132). Στην Αίγυπτο, οι χοίροι προσφέρονταν μια φορά το χρόνο, στη γιορτή της Σελήνης, στη Σελήνη, και στο Βάκχο, ή Όσιρι, και μόνο σ' αυτούς ήταν επιτρεπτό να γίνεται τέτοια προσφορά. - ΑΙΛΙΑΝΟΣ, ι', 16, σ. 562.
47.«Iste tibi faciet bona Saturnalia porcus» MARTIAL, σ. 754.
48.WILKINSON, τομ. Ε', σ. 353.
49.Στο ίδιο, τόμ. Β', σ. 380.
50.JUVENAL. Satires VI, 539-540, σ. 129.
51.LIVIUS, Historia, βιβλ. Ε', κεφ. 47, τομ. Α', σ.388.
52.Από το έργο του BARKER & AINSOWORTH, Lares and Panates of Cilicia – Λάρητες (=Εφέστιοι θεοί) και Πενάτες (πατρώοι θεοί) της Κιλικίας – κεφ. Δ', σ. 220.
53.MOUR, Pantheon – (Πάνθεον) – σ. 10.
54.KITTO, Illustrated Commentary (Εικονογραφημένα Σχόλια) τομ. Δ', σ. 31.
55.Η συμβολική σημασία της προσφοράς μιας χήνας αξίζει να προσεχτεί. «Η χήνα» λέει ο Γουίλκινσον, «σημαίνει στη μυστικιστική λατρεία παιδί ή γιο», και ο Οράπολος λέει (ι' 53, σ. 276), «Προτιμήθηκε να δηλώνει γιο από την αγάπη της στους νεοσσούς της, που πάντα είναι έτοιμη να δώσει στον κυνηγό τον εαυτό της προκειμένου, να σωθούν εκείνα», και γι' αυτό το λόγο οι Αιγύπτιοι, θεωρούσαν σωστό να σέβονται αυτό το ζώο. - WILKINSON, Egyptians, (Αιγύπτιοι) τομ. Ε', σ. 227. Εδώ βρίσκεται, λοιπόν, πως η αληθινή σημασία του συμβόλου είναι γιος που θεληματικά εγκαταλείπεται σαν θυσία για εκείνους που αγαπά – δηλαδή τον Ειδωλολατρικό Μεσσία.
56.AMMIANUS MARCELLINUS, βιβλ.κγ', κεφ. 3, σ. 355, και MACROBIUS, Saturnalia, βιβλ.α', κεφ. 3, σ. 37 G.H. Το γεγονός που αναφέρεται στην παραπάνω παράγραφο ρίχνει φως σε μαι γιορτή που γινόταν στην Αίγυπτο. Για την οποία ακόμη δεν είχε δοθεί ικανοποιητική εξήγηση. Εκείνη η γιορτή γινόταν σε ανάμνηση «της εισόδου του Όσιρι μέσα στη σελήνη». Ο Όσιρις, λοιπόν, όπως ο Σούργια στην Ινδία, ήταν απλώς ο Ήλιος – (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, De Iside et Osiride (Περί Ίσιδας και Όσιρι) τμ. 52, τόμ. Β', σ. 372, D. Η σελήνη από την άλλη μεριά, μολονότι συχνότατα ήταν σύμβολο του θεού Ερμή ή Τοθ, ήταν, επίσης, σύμβολο της θεάς Ίσιδας, της βασίλισσας των ουρανών. Ο λόγιος Μπούνσεν φαίνεται να το αμφισβητεί αυτό. Αλλά οι απόψεις του δείχνουν ότι το πράττει αυτό δίχως λόγο – (τόμ. Α', σ. 414,416). Και ο Ιερεμίας με' 17, δείχνεται κατηγορηματικός στο θέμα αυτό. Η είσοδος του Όσιρι μέσα στη σελήνη, τότε, ήταν απλώς η απόκρυψη του ήλιου από την Ίσιδα, τη βασίλισσα των ουρανών και, όωπς και η Ινδική θεότητα Σούργια, αυτός γεννήθηκε την ώρα που έπρεπε σαν μέγας ελευθερωτής (βλ. σημ. σ. 122).
Απ' αυτό προέρχεται ακριβώς το όνομα Όσιρις. Διότι, καθώς η Ίσιδα είναι ο Ελληνικός τύπος του χ-ισα (H' isha), «γυναίκα», έτσι ο Όσιρις, όπως διαβάζεται σήμερα πάνω στα Αιγυπτιακά μνημεία είναι Χέ-σιρι, «η σπορά», «το σπέρμα». Αντίρρηση δεν υπάρχει σ' αυτό αν πούμε ότι ο Όσιρις παριστάνεται, γενικά, σαν σύζυγος της Ίσιδας. Διότι καθώς είδαμε ήδη, (σ. 129), ο Όσιρις είναι ταυτόχρονα γιος και σύζυγος της μητέρας του. Αυτή, λοιπόν, η γιορτή τελούνταν στην Αίγυπτο κανονικά το Μάρτιο, ακριβώς όπως η ημέρα της Δέσποινας ή πρώτη μεγάλη γιορτή της Κυβέλης τελούνταν στην ειδωλολατρική Ρώμη τον ίδιο μήνα. Είδαμε ότι ο κοινός τίτλος της Κυβέλης στη Ρώμη ήταν Ντόμινα (Domina), ή Δέσποινα (OVID, Fasti [χρονικά], βιβλ. Δ', σ. 340) όπως στη Βαβυλώνα ήταν Βήλτις (ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Proep. Evang. Βιβλ. Θ', κεφ. 41, τομ. Β σ. 58) και από αυτό, χωρίς αμφιβολία, προέρχεται η ονομασία «Ημέρα της Δέσποινας», όπως έφθασε μέχρι σε μας.


ALEXANDER HISLOP
ΟΙ ΔΥΟ ΒΑΒΥΛΩΝΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΝΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ ΧΑΡΗΣ Β. ΜΙΚΟΓΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β. ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ – ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ



«Ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τω αγρώ ον ευρών άνθρωπος έκρυψε και από της χαράς αυτού υπάγει, και πάντα όσα έχει πωλεί, και αγοράζει τον αγρόν εκείνον».

Ως θα ίδη ο Αναγνώστης ο Πλάτων κατωτέρω δίδει την ιδέαν του Αγαθού αλλά σκοπίμως παρασιωπά το σπουδαιότερον. Περί του σπουδαιοτάτου εκείνου θα ομιλήση ο Ελληνικός Αλφάβητος εις το περί «Ονόματος και Αριθμού» κεφάλαιον. Παραλαμβάνομεν εκ του στ' Βιβλίου της Πολιτείας σχεδόν εν τω συνόλω των τα περί Αγαθόν είναι έννοιαι ταυτόσημοι.
Οι συνομιληταί του Σωκράτους εις την Πολιτείνα πιέζουσιν επιμόνως αυτόν να δώση την περί του Αγαθού ιδέαν, διότι θα ήσαν τόσον ευτυχείς ακούοντες αυτόν διεξερχόμενον τοιούτον θέμα. Εις τας προτροπάς εκείνας απαντά ο Σωκράτης:
-«Και εγώ επίσης θα ήμην πολύ ευχαριστημένος. Αλλά φοβούμαι μήπως αυτό υπερβαίνη τας δυνάμεις μου, και παρ' όλην την καλήν μου θέλησιν, το πραγματευθώ τόσον άσχημα, ώστε να γίνω καταγέλαστος. Ας το αφήσωμεν τώρα, καλοί μου αυτό το ζήτημα, δηλαδή τι είναι το αγαθόν. Θα μας έφερε πολύ μακρύτερα αυτή η εξέτασις και δεν θα κατωρθώνα να Σας εξηγήσω την ιδέαν μου ακολουθών τον δρόμον που επήραμεν έως τώρα. Εκείνο όμως που φαίνεται γέννημα του αγαθού και πανομοιότυπον αυτού, είμαι πρόθυμος να εξετάσωμεν, εάν είσθε σύμφωνοι και σεις, ειδεμή το αφήνομεν και αυτό.
-Λέγε μας λοιπόν αφού είναι έτσι δια τον υιόν, και όσον δια τον πατέρα, μας μένεις χρεώστης δι' άλλην φοράν.
-Θα ήθελα και εγώ να εξωφλούσα μαζί σας μια για πάντα και σεις να πάρετε το δίκαιόν σας, και όχι μόνον τους τόκους όπως τώρα. Αρκεσθήτε όμως οπωσδήποτε εις τον τόκον του αγαθού, εις αυτό το γέννημα του αγαθού που σας είπα, αλλά προσέξτε μήπως σας εξαπατήσω, χωρίς να το θέλω, και σας πληρώσω τον τόκον με κίβδηλον νόμισμα. Θα ομιλήσω δε αφού πρώτον σας υπενθυμίσω εκείνο, που είπομεν πριν, και εις πολλάς περιστάσεις προηγουμένως και είχομεν μείνη σύμφωνοι. (Ιδέ το περί ορατών και αοράτων κεφάλαιον εν τω παρόντι βιβλιαρίω).
Υπάρχουν, είπαμεν, πολλά πράγματα αγαθά και ονομάζομεν τοιουτοτρόπως καθ' ένα από αυτά. Υπάρχει όμως και το καθ' εαυτόν ωραίον και το καθ' εαυτό αγαθόν και όλα τα άλλα τοιουτοτρόπως, και εις το καθ' εαυτό τούτο αποδίδομεν όλας τα μερικάς ιδιότητας, ως εις μιαν ιδέαν απλήν και ενιαίαν. Και δι' εκείνα μεν τα πολλά λέγομεν ότι είναι αντικείμενα υποπίπτοντα εις τας αισθήσεις και όχι εις τον νουν, ενώ αι ιδέαι υποπίπτουν εις τον νουν και όχι εις τας αισθήσεις.
Δια της οράσεως λοιπόν βλέπομεν τα ορατά πράγματα. Και δια της ακοής ακούομεν τους ήχους και με τας άλλας αισθήσεις όλα τα άλλα αισθητά πράγματα. Έχετε όμως προσέξη πόσον ο Δημιουργός πολυτελεστέραν των αισθήσεών μας εδημιούργησε την δύναμιν της οράσεως από τας άλλας αισθήσεις;
Η ακοή και η φωνή δεν έχουν ανάγκην κανενός τρίτου πράγματος, ώστε εκείνη μεν να ακούη, η δε φωνή ν' ακούεται, και το οποίον τρίτον πράγμα, εάν, λείψη, ούτε εκείνη θα ακούη, ούτε αυτή θα ακούεται. Νομίζω δε ότι και πολλαί αισθήσεις δια να μην είπω όλαι, δεν χρειάζονται κανέν τοιούτον πράγμα.
Ενώ όσον αφορά την όρασιν δεν παρατηρείτε, ότι δια να λειτουργήση, έχει ανάγκην και ενός άλλου πράγματος; Αν και ενυπάρχη εις τους οφθαλμούς η δύναμις της οράσεως, και αν επιχειρήση τις να την εφαρμόση και την χρησιμοποιήση, και αν τα αντικείμενα που θέλει να ιδή έχουν τα χρώματά τους, ούτε η όρασις θα ιδή τίποτε και τα χρώματα θα μείνουν αόρατα, εάν δεν υπάρξη ακόμα και ένα τρίτον πράγμα, προωρισμένον εκ φύσεως ακριβώς δι' αυτόν τον σκοπόν. Και το πράγμα αυτό είναι το ΦΩΣ! Η αίσθησις λοιπόν της οράσεως έχει αυτήν την όχι μικράν υπεροχήν επί των άλλων αισθήσεων, ότι εζεύχθη προς το αντικείμενον της με ένα ζυγόν πολύ ανωτέρας αξίας από τους άλλους, αφού το ΦΩΣ τόσον είναι πολύτιμον. Ο δε παρέχων την ευεργεσίαν αυτήν από τους ουρανίους Θεούς είναι ο Ήλιος. Διότι δεν είναι βέβαια Ήλιος ούτε αυτή η ιδία όρασις, ούτε το όργανον, εις το οποίον υπάρχει, δηλαδή ο οφθαλμός. Έχει όμως ο οφθαλμός την μεγαλυτέραν ομοιότητα και αναλογίαν με τον Ήλιον από τα λοιπά αισθητήρια όργανα. Αυτήν λοιπόν την δύναμιν που έχει, δεν την δανείζεται από τον Ήλιον από τον οποίον εκπηγάζει;
-Βεβαιότατα.
-Ο ήλιος κατά ταύτα δεν είναι η όρασις, αλλ' ο ΑΙΤΙΟΣ της οράσεως, υπό της οποίας πάλιν και ο ίδιος βλέπεται.
Ένα λοιπόν τοιούτον πράγμα να φαντασθήτε ότι εννοώ, όταν ομιλώ δια το γέννημα του αγαθού, το οποίον είναι επομένως ανάλογον με τον πατέρα, που το εγέννησε και ο,τι είναι ο Ήλιος εις τον ορατόν κόσμον σχετικώς με την όρασιν και τα ορατά αντικείμενα, το ίδιον είναι και αυτό εις τον νοητόν σχετικώς με τον νουν και τα αντικείμενα της νοήσεως.
Οι οφθαλμοί όταν τους στρέφη κανείς προς τα αντικείμενα, τα οποία φωτίζει όχι το φως της ημέρας, αλλά το αμυδρόν φέγγος της νυκτός, μόλις και μετά βίας τα διακρίνουν και ομοιάζουν σχεδόν τυφλοί, ως να μην υπάρχη εις αυτούς πλέον καθαρά όρασις. Όταν όμως στρέφωνται προς τα αντικείμενα, τα οποία καταλάμπει ο Ήλιος, τότε βλέπουν ευκρινώς, και υπάρχει εις τούτους τους ιδίους οφθαλμούς η όρασις.
Το ίδιον λοιπόν να φαντασθήτε, ότι συμβαίνει και με την ψυχήν. Όταν μεν στρέφη τα βλέμματά της εις ένα αντικείμενον, το οποίον φωτίζει η αλήθεια και το ον, τότε το εννοεί και το γνωρίζει ευκρινώς και φαίνεται ότι έχει νόησιν, όταν όμως τα στρέφη προς αντικείμενον, που είναι ανακατωμένον με σκότος και το οποίον ΓΕΝΝΑΤΑΙ και ΧΑΝΕΤΑΙ (ας αναμνησθή ο Αναγνώστης τα περί της Αρχής της Εξελίξεως), τότε πλέον δεν αντιλαμβάνεται καθαρά, αλλά σχηματίζει ΔΟΞΑΣΙΑΣ), που μεταβάλλονται άνω κάτω και φαίνεται τότε ως να μη έχη νόησιν.
Αυτό λοιπόν, το οποίον παρέχει την αλήθειαν εις τα νοητά αντικείμενα και δίδει εις την ψυχήν την δύναμιν της νοήσεως. Αυτό να γνωρίζετε ότι είναι η ΙΔΕΑ του ΑΓΑΘΟΥ, και ότι αυτή η ιδέα είναι η αιτία της ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ και της ΑΛΗΘΕΙΑΣ, εφ' όσον αύτη είναι αντικείμενον της ΓΝΩΣΕΩΣ. Και όσον καλά και ωραία και αν είναι και τα δύο αυτά πράγματα, η γνώσις δηλαδή και η αλήθεια, ημπορείς να είσαι βέβαιος χωρίς φόβον ν' απατηθής, ότι η ιδέα του Αγαθού είναι κάτι τι διαφορετικόν από αυτά και πολύ συγχρόνως καλύτερον. Και όπως εκεί το ορθόν είναι να θεωρήται το φως και η όρασις κάτι τι ανάλογον προς τον Ήλιον, όχι όμως και Ήλιος, τοιουτοτρόπως και εδώ το ορθόν είναι να θεωρήται η γνώσις και η αλήθεια κάτι που έχει μεν αναλογίαν και ομοιότητα με το αγαθόν, δεν είναι όμως και αυτό το αγαθόν, διότι η φύσις του Αγαθού έχει ασυγκρίτως ανωτέραν αξίαν.
-Ανέκφραστος λοιπόν θα είναι η καλλονή του, αφού παρέχει μεν, καθώς λέγεις, την γνώσιν και την αλήθειαν, είναι όμως κατά πολύ ωραιότερον από αυτάς!
-Ο Ήλιος επιπροσθέτως όχι μόνον καθιστά ορατά τα αντικείμενα της οράσεως, αλλά παρέχει ακόμη εις αυτά και την γέννησιν και την αύξησιν και την τροφήν, χωρίς να είναι αυτός γέννησις. Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον πρέπει να παραδεχθήτε ότι και τα αντικείμενα της νοήσεως δεν οφείλουν μόνον εις το Αγαθόν την νόησίν των, αλλά και το είναι των και την ουσίαν των, χωρίς μολαταύτα να είναι αυτό ουσία, αλλά κάτι τι ανώτερον από την ουσίαν κατά την αξίαν και την δύναμιν.
Φαντασθήτε λοιπόν, ότι το Αγαθόν και ο Ήλιος είναι, ούτως ειπείν, δύο βασιλείς, ο ένας του νοητού κόσμου και ο άλλος του ορατού, δια να μη είπω του ουρανού, και νομίσετε πως θέλω να παίξω με τας λέξεις. Έχομεν λοιπόν δυο είδη, το νοητόν και το ορατον.
Θεωρήσατε τώρα μιαν γραμμήν διηρημένην εις δύο άνισα τμήματα, και διαιρέσατε πάλιν κατά τον αυτόν λόγον έκαστο τμήμα, και του ορατού και του νοητού εις δύο άλλα μέρη. Τοιουτοτρόπως θα έχετε και εις τα δύο τμήματα ένα μέρος καθαρόν και αφ' ετέρου ένα μέρος αμυδρόν. Εις το τμήμα του ορατού το ένα μέρος, το αμυδρόν, θα περιλαμβάνη τας εικόνας. Εννοώ δε εικόνας πρώτον μεν τας σκιάς, έπειτα τα είδωλα των αντικειμένων, τα οποία σχηματίζονται επί των υδάτων ή εν τοις κατόπτροις. Εις το άλλο μέρος θα περιλαμβάνωνται αυτά τα αντικείμενα, των οποίων είναι αι εικόνες αύται, δηλαδή τα διάφορα ζώα, τα φυτά και εν γένει όλα τα αντικείμενα της φύσεως ή της τέχνης.
Εάν τώρα ηθέλαμεν να εφαρμόσωμεν αυτήν την διαίρεσιν επί της αληθείας και του εναντίου της, δεν θα παραδέχεσθε, ότι την αυτήν σχέσιν έχει η εικών προς το αντικείμενον, οποίαν η γνώσις προς την δοξασίαν; Ας προσέξωμεν τώρα πως πρέπει να γίνη η διαίρεσις του νοητού τμήματος. Εις δύο και πάλιν μέρη. Και το μεν εν μέρος είναι εκείνο, που αναγκάζεται η ψυχή να το ζητή μεταχειριζομένη τας εικόνας του ορατού τμήματος, και επί τη βάσει μερικών ωρισμένων υποθέσεων, όχι να ανέρχεται προς μιαν αρχήν, αλλά να καταβαίνη προς ένα τέλος. Το δεύτερον δε μέρος είναι εκείνο, όπου η ψυχή ορμωμένη από μιαν υπόθεσιν προχωρεί προς μίαν αρχήν ανεξάρτητον πάσης υποθέσεως, με την βοήθειαν όχι των εικόνων, που είπαμεν ανωτέρω, αλλά χρησιμοποιούσα εις την μέθοδόν της αυτήν τας καθαράς ιδέας.
-Δεν εννόησα και πολύ καλά αυτά που είπες.
-Θα τα εννοήσης αμέσως. Δεν αγνοείς βέβαια, ότι οι ασχολούμενοι περί την γεωμετρίαν, την αριθμητικήν και τα τοιαύτα, λαμβάνουν μερικάς υποθέσεις, π.χ. το άρτιον και περιττόν, τα σχήματα, τα τρία είδη των γωνιών, αναλόγως της αποδείξεως, που ζητούν. Αυτάς δε τας υποθέσεις τας θεωρούν αξιώματα γνωστά, περί των οποίων δεν νομίζουν αναγκαίον να δώσουν κανένα λόγον, ούτε εις εαυτούς ούτε εις τους άλλους, ως να ήσαν φανερά εις τον καθένα. Από αυτάς λοιπόν τας υποθέσεις αρχίζουν και έπειτα, από συλλογισμόν εις συλλογισμόν, καταντούν εις το τέλος ν' αποδείξουν αναμφιλέκτως, εκείνο που ανέλαβον ν' αποδείξουν.
Γνωρίζεις επί πλέον, ότι μεταχειρίζονται επιπροσθέτως τας ορατάς εικόνας και εφαρμόζουν εις αυτάς τους συλλογισμούς των, αν και δεν τους ενδιαφέρουν αυταί, αλλά τα αντικείμενα των οποίων είναι εικόνες. Αναφέρουν δηλαδή τους συλλογισμούς των εις αυτό π.χ. το τετράγωνον και αυτήν την διαγώνιον, και όχι εις τας εικόνας αυτών που χαράζουν. Το ίδιον προκειμένου και περί των άλλων σχημάτων, τα οποία είτε πλάττουν, είτε ζωγραφίζουν, και των οποίων υπάρχουν ακόμη και αι σκιαί και αι εικόνες επί του ύδατος – όλα αυτά τα μεταχειρίζονται, ως μέσα, δια να γνωρίσουν εκείνα που δεν ημπορεί να συλλάβη κανείς αλλέως παρά δια της διανοίας.
Αυτό λοιπόν είναι το ένα μέρος του νοητού τμήματος, που έλεγα, προς ζήτησιν του οποίου είναι ηναγκασμένη η ψυχή να μεταχειρίζεται υποθέσεις, όχι δια ν' ανέλθη εις μιαν ΠΡΩΤΗΝ Αρχήν, διότι δεν είναι δυνατόν να προχωρήση πέραν αυτών των υποθέσεων, αλλά μεταχειριζομένη εικόνας γηίνας και αισθητάς, τας οποίας γνωρίζει μόνον δια της δοξασίας, τας υποθέτει όμως εναργείς και φανεράς, βοηθείται υπ' αυτών δια να κατανοήση και νοήση τα αΛΗΘινά σχήματα.
-Ηννόησα καλώς το αντικείμενον της γεωμετρίας και των άλλων επιστημών.
-Εννόησε τώρα και όσα θα είπω δια το δεύτερον μέρος του νοητού. Αυτό περιλαμβάνει εκείνο, με τα οποία η ψυχή έρχεται εις άμεσον επαφήν δια μέσου του συλλογισμού και της διαλεκτικής τέχνης. Και ενταύθα μεταχειρίζεται υποθέσεις, τας οποίας όμως δεν λαμβάνει ως αξιώματα, αλλ' ως πραγματικάς υποθέσεις, ως στηρίγματα ούτως ειπείν και αφετηρίας, από τας οποίας παίρνει φόραν δια να υψωθή μέχρι της ΠΡΩΤΗΣ ΑΡΧΗΣ του ΠΑΝΤΟΣ, ανεξάρτήτου από πάσης υποθέσεως, και αφού την αδράξη, κρατουμένη πάλιν από τα συμπεράσματα, που εξαρτώνται από εκείνην, καταβαίνει από εκεί έως το έσχατον συμπέρασμα, χωρίς να μεταχειρισθή καθόλου κανένα αισθητόν, αλλά στηριζομένη αποκλειστικώς και μόνον επί των καθαρών ιδεών, από τας οποίας αρχίζει και εις τας οποίας τελειώνει.
-Σε εννοώ, αλλά όχι και πολύ καθαρά. Διότι μου φαίνεται πολύ δύσκολον το ζήτημα, που πραγματεύεσαι. Νομίζω όμως ότι θέλεις ν' αποδείξεις, πως αι γνώσεις του όντος και του νοητού που αποκτώμεν δια μέσου της διαλεκτικής, είναι πολύ σαφέστεραι από τας γνώσεις των καλουμένων Τεχνών, εις τας οποίας μερικαί υποθέσεις χρησιμεύουν ως αξιώματα. Και, είναι μεν ηναγκασμένοι οι ασχολούμενοι με αυτάς τας τέχνας να μεταχειρίζωνται την διάνοιαν και όχι τας αισθήσεις, αλλ' επειδή στηρίζονται επί υποθέσεων και δεν ανέρχονται εις μιαν αρχήν, από της οποίας, ως από σκοπιάς, να εξετάζουν τα πράγματα, κρίνεις ότι δεν έχουν την καθαράν εκείνην νόησιν περί αυτών, αν και μετά της αρχής είναι ταύτα νοητά. Και δια τούτο μου φαίνεται αποδίδεις εις τους γεωμετρικούς και τους τοιούτους όχι νόησιν, αλλά διάνοιαν την οποία τοποθετείς μεταξύ της δοξασίας και της καθαράς νοήσεως.
-Πολύ ωραία ηννόησες την σκέψιν μου. Λάβε λοιπόν δια τα τέσσαρα αυτά μέρη του ορατού και του νοητού, που είπαμεν, και τέσσαρας ενεργείας της ψυχής. Την νόησιν μεν δια το ανώτατον, την διάνοιαν δια το δεύτερον, δια το τρίτον την πίστιν και δια το τελευταίον την εικασίαν. Απόδοσε δε εις έκαστον από τους τέσσερας αυτούς τρόπους της γνώσεως περισσοτέραν ή ολιγωτέραν σαφήνειαν, καθ' ην αναλογίαν και τα αντικείμενα αυτών μετέχουν περισσοτέρας ή ολιγωτέρας αληθείας.
-Εννοώ και συμφωνώ μαζί σου και παραδέχομαι την διάταξιν που μου προτείνεις».



ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΧΑΛΑ
ΤΟ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ Ή ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Ν. Ε. ΠΡΕΑΡΗΣ
Β' ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΘΗΝΑ 2003 (Α' ΕΚΔΟΣΙΣ 1921)

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΓΟΥΑΛ – Carlos Castaneda



Η δύναμη που κυβερνάει τη μοίρα όλων των ζωντανών όντων ονομάζεται Αετός, όχι γιατί είναι ένας αετός ή έχει σχέση με αετό, αλλα γιατί στον οραματιστή εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος κατάμαυρος αετός, που στέκεται ορθός, όπως στέκεται ένας αετός, και το ύψος του φτάνει στο άπειρο.
Καθώς ο οραματιστής κοιτάζει αυτή τη μαυρίλα που είναι ο Αετός, τέσσερις λάμψεις φωτός του αποκαλύπτουν με τι μοιάζει ο Αετός. Η πρώτη λάμψη, που είναι σαν κεραυνός, βοηθάει τον οραματιστή να διακρίνει το περίγραμμα του σώματος του Αετού. Υπάρχουν κομμάτια λευκότητας που μοιάζουν σαν τα φτερά και τα νύχια ενός αετού. Μια δεύτερη αστραπή αποκαλύπτει το φτεροκόπημα, μια μαυρίλα που δημιουργεί άνεμο και μοιάζει σαν φτερά αετού. Με την τρίτη αστραπή φωτός ο οραματιστής αντικρίζει ένα διαπεραστικό, μη ανθρώπινο μάτι. Και η τέταρτη και τελευταία λάμψη αποκαλύπτει τι κάνει ο Αετός.
Ο Αετός καταβροχθίζει την επίγνωση όλων των πλασμάτων που, ενώ ένα λεπτό πριν ζούσαν στη γη, τώρα είναι νεκρά και ανεβαίνουν μέχρι το ράμφος του Αετού, σαν ένα ατέλειωτο σμήνος από πυγολμπίδες, για να συναντήσουν τον κύριό τους, το λόγο που είχαν ζωή. Ο Αετός ξεχωρίζει αυτές τις λεπτές φλόγες, τις απλώνει, όπως ένας βυρσοδέψης απλώνει μια προβιά, και ύστερα τις καταβροχθίζει, γιατί η επίγνωση είναι η τροφή του αετού.
Ο Αετός, αυτή η δύναμη που κυβερνάει το πεπρωμένο όλων των ζωντανών πραγμάτων, αντανακλά παρόμοια και ταυτόχρονα όλα αυτά τα ζωντανά πράγματα. Δεν υπάρχει, επομένως τρόπος να παρακαλέσει ο άνθρωπος τον Αετό, να ζητήσει χάρες, ή να ελπίζει για εύνοια. Το ανθρώπινο μέρος του Αετού είναι πολύ ασήμαντο για να παρακινήσει το σύνολο.
Μόνο από τις πράξεις του Αετού μπορεί ο οραματιστής να καταλάβει τι θέλει. Ο Αετός αν και δεν παρασύρεται από τις περιστάσεις κανενός ζωντανού πράγματος, έχει παραχωρήσει ένα δώρο σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Το καθένα απ' αυτά, με τον δικό του τρόπο και δικαίωμα, έχει τη δύναμη, αν το επιθυμεί, να κρατήσει τη φλόγα της επίγνωσης. Έχει τη δύναμη να μην υπακούσει στις διαταγές να πεθάνει και να καταβροχθιστεί. Σε κάθε ζωντανό πράγμα έχει παραχωρηθεί η δύναμη, αν το επιθυμεί, να αναζητήσει ένα άνοιγμα προς την ελευθερία και να περάσει μέσα απ' αυτό. Για τον οραματιστή που βλέπει το άνοιγμα και για τα πλάσματα που περνάνε μέσα απ' αυτό, είναι φανερό ότι ο Αετός παραχώρησε αυτό το δώρο προκειμένου να διαιωνίσει την επίγνωση.
Για τον σκοπό της καθοδήγησης των ζωντανών πραγμάτων προς αυτό το άνοιγμα, ο Αετός δημιούργησε το Ναγουάλ. Το Ναγουάλ είναι μια διπλή ύπαρξη στην οποία έχει αποκαλυφτεί ο νόμος. Το Ναγουάλ – είτε υπάρχει με τη μορφή ενός ανθρώπινου όντος, ενός ζώου, ενός φυτού ή οτιδήποτε άλλου ζωντανού πράγματος – με τη δύναμη της διπλότητας του ωθείται να αναζητήσει αυτό το κρυμμένο πέρασμα.
Το Ναγουάλ έρχεται σε ζεύγη, αρσενικό και θηλυκό. Ένας διπλός άντρας και μια διπλή γυναίκα γίνονται Ναγουάλ μόνο όταν στον καθένα απ' αυτούς έχει αποκαλυφτεί ο νόμος, και ο καθένας τους τον έχει κατανοήσει και τον έχει αποδεχτεί πλήρως.
Στα μάτια του οραματιστή ένας άντρας – Ναγουάλ ή μια γυναίκα – Ναγουάλ παρουσιάζονται σαν ένα φωτεινό αυγό με τέσσερα μέρη. Αντίθετα από το κοινό ανθρώπινο ον που έχει μόνο δύο πλευρές, μια αριστερή και μια δεξιά, το Ναγουάλ έχει την αριστερή πλευρά του χωρισμένη σε δύο τμήματα, και τη δεξιά πλευρά του παρόμοια χωρισμένη στα δύο.
Ο Αετός δημιούργησε τον πρώτο άντρα και την πρώτη γυναίκα – Ναγουάλ σαν οραματιστές και αμέσως τους τοποθέτησε στον κόσμο για να δουν. Τους παραχώρησε ακόμα τέσσερις θηλυκούς πολεμιστές που ήταν διώκτες, τρεις αρσενικούς πολεμιστές και έναν αρσενικό αγγελιοφόρο, τους οποίουε έπρεπε να θρέψουν να ανυψώσουν και να οδηγήσουν στην ελευθερία.
Οι θηλυκοί πολεμιστές ονομάζονται οι τέσσερις κατευθύνσεις, οι τέσσερις γωνίες του τετραγώνου, οι τέσσερις διαθέσεις, οι τέσσερις άνεμοι, οι τέσσερις διαφορετικές θηλυκές προσωπικότητες που υπάρχουν στην ανθρώπινη φυλή.
Η πρώτη είναι η ανατολή. Ονομάζεται τάξη. Είναι αισιόδοξη, εύθυμη, ήρεμη, επίμονη σαν μια σταθερή αύρα.
Η δεύτερη είναι ο βορράς. Ονομάζεται δύναμη. Είναι πολυμήχανη, απότομη, άμεση, ανθεκτική σαν ένας σκληρός άνεμος.
Η τρίτη είναι η δύση. Ονομάζεται αίσθημα. Είναι εσωστρεφής, μετανοητική, πονηρή, ύπουλη σαν κρύα πνοή ανέμου.
Η τέταρτη είναι ο νότος. Ονομάζεται ανάπτυξη. Είναι προστατευτική, επιδεικτική, επιφυλακτική, θερμή σαν ζεστός άνεμος.
Οι τρεις αρσενικοί πολεμιστές και ο αγγελιοφόρος αντιπροσωπεύουν τους τέσσερις τύπους αρσενικής δραστηριότητας και χαρακτήρα.
Ο πρώτος τύπος είναι ο νοήμονας άντρας, ο μορφωμένος. Ένας ανώτερος, αξιόπιστος, σοβαρός άνθρωπος, ολότελα αφοσιωμένος στην εκτέλεση του καθήκοντός του οτιδήποτε και αν είναι αυτό.
Ο δεύτερος τύπος είναι ο άνθρωπος της δράσης, ένας πολύ ασταθής και πολύ διασκεδαστικός, άστατος σύντροφος.
Ο τρίτος τύπος είναι ο οργανωτής στα παρασκήνια, ομυστηριώδης, άγνωστος άντρας. Τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί γι' αυτόν γιατί δεν αφήνει να ξεγλιστρήσει τίποτα σχετικά με τον εαυτό του.
Ο τέταρτος τύπος είναι ο αγγελιοφόρος. Είναι ο βοηθός, ένας σοβαρός άντρας που τα καταφέρνει πολύ καλά αν κατευθυνθεί σωστά, αλλά που δεν μπορεί να σταθεί από μόνος του.
Προκειμένου να διευκολύνει τα πράγματα, ο Αετός έδειξε στον άντρα – Ναγουάλ και στη γυναίκα – Ναγουάλ ότι ο καθένας από αυτούς τους τύπους των αντρών και των γυναικών πάνω στη γη, έχει τα ιδαίτερα χαρακτηριστικά του στο φωτεινό σώμα του.
Ο μορφωμένος έχει ένα είδος ρηχού κοιλώματος, ένα φωτεινό βαθούλωμα στο ηλιακό του πλέγμα. Σε μερικούς άντρες φαίνεται σαν μια λίμνη έντονης φωτεινότητας, που μερικές φορές είναι λεία και λαμπερή σαν καθρέφτης χωρίς ανάκλαση.
Ο άντρας της δράσης έχει μερικές ίνες που εκπορεύονται από την περιοχή της θέλησης. Ο αριθμός των ινών ποικίλλει από μια μέχρι πέντε και το μέγεθός τους κυμαίνεται από απλό πάχος σχοινιού μέχρι ένα πλοκάμι σαν μαστίγιομε μάκρος δυόμισι μέτρα. Μερικοί έχουν μέχρι και τρεις τέτοιες ίνες αναπτυγμένες σε πλοκάμια.
Ο άνθρωπος στα παρασκήνια δε διακρίνεται από κάποιο χαρακτηριστικό, αλλά από την ικανότητά του να δημιουργεί σχεδόν αθέλητα μια έκρηξη δύναμης που αιχμαλωτίζει αποτελεσματικά την προσοχή του οραματιστή.
Όταν βρίσκονται μπροστά σ' αυτό τον τύπο ανθρώπου οι οραματιστές βρίσκονται ξαφνικά βυθισμένοι σε εξωτερικές λεπτομέρειες παρά τον οραματισμό.
Ο βοηθός δεν έχει φανερό χαρακτηριστικό. Στους οραματιστές παρουσιάζεται σαν μια καθαρή λάμψη μέσα σε ένα άψογο κέλυφος φωτεινότητας.
Στην περιοχή των γυναικών, η ανατολή αναγνωρίζεται από τις σχεδόν ανεπαίσθητες κηλίδες στη φωτεινότητά της, κάτι σαν μικρές περιοχές ξεθωριάσματος.
Ο βορράς έχει μια γενική ακτινοβολία. Εκπέμπει μια κοκκινωπή λάμψη, σχεδόν σαν θερμότητα.
Η δύση έχει μια λεπτή μεμβράνη που την περιβάλλει, μια μεμβράνη που την κάνει να φαίνεται πιο σκοτεινή από τις άλλες.
Ο νότος έχει μια διακοπτόμενη λάμψη. Φωτίζει για μια στιγμή και ύστερα ξεθωριάζει για να φωτίσει πάλι.
Ο άντρας-Ναγουάλ και η γυναίκα-Ναγουάλ έχουν δυο διαφορετικές κινήσεις στο φωτεινό σώμα τους. Η δεξιά πλευρά κυματίζει, ενώ η αριστερή περιστρέφεται.
Από άποψη προσωπικότητας ο άντρας-Ναγουάλ είναι αυτός που στηρίζει, σταθερός, αμετάβλητος. Η γυναίκα-Ναγουάλ βρίσκεται πάντα σε πόλεμο και όμως είναι χαλαρωμένη, πάντα σε ετοιμότητα αλλά χωρίς ένταση. Και οι δυο τους αντανακλούν τους τέσσερις τύπους του φύλου τους, σαν τέσσερις τρόπους συμπεριφοράς.
Η πρώτη διαταγή που έδωσε ο Αετός στον άντρα-Ναγουάλ και στη γυναίκα-Ναγουάλ, ήταν να βρουν από μόνοι τους ένα άλλο σύνολο από τέσσερις θηλυκούς πολεμιστές, τέσσερις κατευθύνσεις, που να είναι ακριβή αντίγραφα των διωκτών, αλλά να είναι ονειρευτές.
Οι ονειρευτές εμφανίζονται στον οραματιστή σαν να έχουν μια ποδιά από τριχοειδείς ίνες στη μέση τους. Και οι διώκτες έχουν ένα παρόμοιο χαρακτηριστικό σαν ποδιά, αλλά αντί για ίνες η ποδιά αποτελείται από αμέτρητες, μικρές, στρογγυλές προεξοχές.
Οι οχτώ θηλυκοί πολεμιστές διαιρούνται σε δυο ομάδες που ονομάζονται δεξιός και αριστερός πλανήτης. Ο δεξιός πλανήτης αποτελείται από τέσσερις διώκτες, ο αριστερός από τέσσερις ονειρευτές. Οι πολεμιστές του κάθε πλανήτη διδάχτηκαν από τον Αετό τον κανόνα του ειδικού καθήκοντός τους: οι διώκτες διδάχτηκαν την καταδίωξη. Οι ονειρευτές διδάχτηκαν το ονείρεμα.
Οι δύο θηλυκοί πολεμιστές της κάθε κατεύθυνσης ζουν μαζί. Είναι τόσο όμοιοι ώστε αντανακλούν ο ένας τον άλλο, και μόνο μέσα από την άψογη συμπεριφορά μπορεί ο ένας να βρει παρηγοριά και πρόκληση στην αντανάκλαση του άλλου.
Οι τέσσερις θηλυκοί ονειρευτές ή οι τέσσερις θηλυκοί διώκτες δε συγκεντρώνονται ποτέ όλοι μαζί παρά μόνο όταν έχουν να εκτελέσουν ένα δύσκολο καθήκον. Αλλά μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες πρέπει να ενώσουν τα χέρια τους γιατί το άγγιγμά τους τους συγχωνεύει σε μια ύπαρξη και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνο σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης, ή τη στιγμή που εγκαταλείπουν αυτό τον κόσμο.
Οι δυο θηλυκοί πολεμιστές κάθε κατεύθυνσης ενώνονται με έναν από τους αρσενικούς πολεμιστές, σε οποιοδήποτε συνδυασμό χρειάζεται. Έτσι φτιάχντουν ένα σύνολο από τέσσερις «οικογένειες» που είναι ικανές να ενσωματώσουν όσους πολεμιστές χρειάζεται.
Οι αρσενικοί πολεμιστές και ο αγγελιαφόρος μπορούν και αυτοί να σχηματίσουν μια ανεξάρτητη μονάδα τεσσάρων αντρών, ή μπορούν να λειτουργήσουν σαν μοναχικές υπάρξεις, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της ανάγκης.
Ύστερα το Ναγουάλ και η ομάδα του διατάχτηκαν να βρουν άλλους τρεις αγγελιαφόρους. Αυτοί μπορούσαν να είναι όλοι αρσενικοί ή όλοι θηλυκοί ή ένα ανάμιχτο σύνολο. Αλλά οι αρσενικοί αγγελιαφόροι έπρεπε να είναι από τον τέταρτο τύπο άντρα, το βοηθό, και οι θηλυκοί έπρεπε να είναι του νότου.
Προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο πρώτος άντρας-Ναγουάλ θα οδηγούσε την ομάδα του στην ελευθερία και δε θα ξέφευγε από το μονοπάτι ούτε θα διαφθειρόταν, ο Αετός πήρε τη γυναίκα-Ναγουάλ στον άλλο κόσμο για να χρησιμεύει σαν φάρος και να καθοδηγεί την ομάδα προς το άνοιγμα.
Ύστερα το Ναγουάλ και οι πολεμιστές του διατάχτηκαν να ξεχάσουν. Βυθίστηκαν μέσα στο σκοτάδι και τους δόθηκαν νέα καθήκοντα: το καθήκον να θυμηθούν τον εαυτό τους και το καθήκον να θυμηθούν τον Αετό.
Η διαταγή να ξεχάσουν ήταν τόσο ισχυρή ώστε όλοι χωρίστηκαν. Δε θυμόνταν ποιοί ήταν. Ο σκοπός του Αετού ήταν ότι αν μπορούσαν να θυμηθούν ξανά τον εαυτό τους, τοτε θα εύρισκαν την ολότητα του εαυτού τους. Μόνο τότε θα διέθεταν την αναγκαία δύναμη και αυτοσυγκράτηση για να επιχειρήσουν και να αντιμετωπίσουν το τελευταίο τους ταξίδι.
Το τελευταίο καθήκον που τους ανατέθηκε, αφού απόκτησαν πάλι την ολότητα του εαυτού τους, ήταν να βρουν ένα ζευγάρι διπλών όντων και να το μεταμορφώσουν σε ένα νέο άντρα-Ναγουάλ και μια νέα γυναίκα-Ναγουάλ αποκαλύπτοντας τους το νόμο. Και ακριβώς όπως στον πρώτο άντρα-Ναγουάλ και στην πρώτη γυναίκα-Ναγουάλ είχε παραχωρηθεί μια μικρή ομάδα, έτσι και αυτοί έπρεπε να προμηθέψουν το καινούργιο ζευγάρι των Ναγουάλ με τέσσερις θηλυκούς πολεμιστές που να είναι διώκτες, τρεις αρσενικούς πολεμιστές και έναν αρσενικό αγγελιαφόρο.
Όταν το πρώτο Ναγουάλ και η ομάδα του ήταν έτοιμοι να περάσουν μέσα από το πέρασμα, η πρώτη γυναίκα-Ναγουάλ τους περίμενε για να τους οδηγήσει. Τότε διατάχτηκαν να πάρουν μαζί τους στον άλλο κόσμο την καινούργια γυναίκα-Ναγουάλ για να χρησιμεύσει σαν φάρος για τους ανθρώπους της, αφήνοντας τον καινούργιο άντρα-Ναγουάλ στον κόσμο για να επαναλάβει τον κύκλο.
Όσο βρίσκεται στον κόσμο ο μικρότερος αριθμός κάτω από την αρχηγία του Ναγουάλ είναι δεκάξι: οχτώ θηλυκοί πολεμιστές, τέσσερις αρσενικοί πολεμιστές, μαζί με το Ναγουάλ, και τέσσερις αγγελιαφόροι. Τη στιγμή που εγκαταλείπουν τον κόσμο, όταν βρίσκεται μαζί τους η καινούργια γυναίκα-Ναγουάλ, ο αριθμός του Ναγουάλ είναι δεκαεπτά. Αν η προσωπική δύναμη του επιτρέπει να έχει περισσότερους πολεμιστές, τότε μπορούν να προστεθούν και άλλα νούμερα πολλαπλάσια του τέσσερα.


Carlos Castaneda
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΛΟΡΗΤΗΣ 1982