.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

David Lynch Tribute

ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΚΑΛΑ ΤΟ 2009 ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ 2010.
DAVID LYNCH.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΚΕΦΤΩ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ.
ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΔΟΣΗ RAMMSTEIN? ΤΕΛΕΙΟ!!!
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.

ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ - ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚΚΑΡΘΥ

Στην αρχή του οροπεδίου υπήρχε μια κατολίσθηση από βράχια. Εκεί πέρασαν τη νύχτα τους, κι εκεί συνέβη και το φονικό στο οποίο αναφέρθηκε η προφητεία. Ο λευκός Τζάκσον είχε μεθύσει στο Γιάνος και βρισκόταν δύο μέρες τώρα με κατακόκκινα μάτια, βαρύς κι αμίλητος. Καθόταν τώρα αναμαλλιασμένος δίπλα στη φωτιά με βγαλμένες τις μπότες του, κι έπινε από 'να φλασκί διάφορα αποστάγματα από οινόπνευμα, περιστοιχισμένος από τους συντρόφους του, τα αλυχτήματα των λύκων και τη νύχτα την ίδια. Κι έτσι καθόταν όταν στη φωτιά πλησίασε ο νέγρος. Απλωσε κάτω τη νιτσεράδα του, κάθισε και καταπιάστηκε να γεμίζει την πίπα του.
Στη στρατοπέδευση αυτή είχαν ανάψει δύο φωτιές και δεν υπήρχαν κανόνες γραφτοί ή άγραφτοι για το ποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει ποια. Αλλά όταν ο λευκός σήκωσε το βλέμμα του κι είδε ότι στην άλλη φωτιά καθόντουσαν οι ινδιάνοι Ντελαγουέρ, ο Τζον Μακ Γκιλ και οι νιόφερτοι στην ομάδα, και έτρωγαν εκεί, απαίτησε από το νέγρο με τραχιά χειρονομία και βλαστήμια να φύγει και να πάει με τους άλλους.
Εδώ όμως δε λειτούργησε η ανθρώπινη κρίση, και συμφωνίες ή λόγοι ήταν πολύ εύθραυστα. Ο νέγρος σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε μέσα από τον καπνό της πίπας του. Γύρω από την φωτιά κάθονταν άντρες που τα μάτια τους λαμπύριζαν σαν κάρβουνα πυρακτωμένα που τα 'χαν χώσει μέσα στις κόχες τους, κι άλλοι που το βλέμμα τους ήταν σβηστό, αλλά τα μάτια του νέγρου στυλώθηκαν πάνω στον λευκό σαν διάδρομοι μέσα από τους οποίους πηγαινοερχόταν η γυμνή και ανεπανόρθωτη νύχτα μ' ό,τι υπήρχε εκεί και ό,τι επρόκειτο ακόμα να 'ρθει. Ο καθένας σ' αυτή την ομάδα μπορεί να κάθεται όπου του αρέσει, είπε.
ο λευκός τίναξε το κεφάλι, το 'να μάτι μισόκλειστο, το χείλι να κρέμεται. Η ζωστήρα με το όπλο βρισκόταν δίπλα του. Απλωσε το χέρι τράβηξε το περίστροφο και σήκωσε τον κόκορα. Τέσσερις από τους άντρες που καθόντουσαν εκεί δίπλα σηκώθηκαν και απομακρύνθηκαν.
-Πρόκειται να μου ρίξεις; ρώτησε ο νέγρος.
-Αν δεν πάρεις αποδώ το μαυρόκωλό σου, όχι μόνο θα σου ρίξω, αλλά θα σου βάλω και την ταφόπετρα ο ίδιος.
Γύρισε και κοίταξε στο μέρος που καθόταν ο Γκλάντον.
Αυτός απλώς τους παρατηρούσε. εβαλε την πίπα στο στόμα του, και σηκώθηκε.
-Είναι η τελευταία σου κουβέντα;
-Δεν έχει πιο τελευταία.
Ο νέγρος κοίταξε άλλη μια φορά προς το σημείο που καθόταν ο Γκλάντον, και μετά απομακρύνθηκε μες στο σκοτάδι. Ο λευκός κατέβασε τον κόκορα από το περίστροφο και το ακούμπησε στο έδαφος δίπλα του. Δύο από αυτούς που είχαν φύγει επέστρεψαν στη φωτιά και στέκονταν τώρα αμήχανοι. Ο Τζάκσον καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα. Το 'να του χέρι ήταν πεσμένο ανάμεσα στα σκέλια του και τ' άλλο ακουμπισμένο πάνω στο γόνα του, κρατούσε ένα μακρύ μαύρο πούρο. Ο πλησιέστερος άντρας ήταν ο Τόμπιν κι όταν ο νέγρος βγήκε μέσα από το σκοτάδι κρατώντας την τεράστια κυνηγετική κάμα με τα δυο του χέρια, σαν κάποιο τελετουργικό όργανο, ο Τόμπιν ξεκίνησε να σηκωθεί αποκεί που καθόταν. Ο λευκός τον κοίταξε μέσα στο μεθύσι του κι ο νέγρος έκανε ένα βήμα και με μια κίνηση του πήρε το κεφάλι.
Δύο χοντροί και δύο λεπτότεροι πίδακες ζεστό αίμα ξεπετάχτηκαν σαν φίδια από τον κομμένο σβέρκο και κάνοντας ένα τέλειο τόξο πέσανε τσιρίζοντας μέσα στη φωτιά. Το κομμένο κεφάλι κύλησε στο πλάι κι ήρθε και στάθηκε στα πόδια του Τόμπιν. Εμεινε εκεί ακίνητο με τα μάτια ανοιχτά και έντρομα. Ο Τόμπιν τίναξε το πόδι του μακριά, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε. Η φωτιά άτμιζε τώρα κι είχε μαυρίσει, κι έβγαζε ένα πυκνό γκρίζο σύννεφο καπνού, κι οι πίδακες από το αίμα άρχισαν να ελαττώνονται σιγά σιγά μέχρις ότου εκεί μόνο ο λαιμός κόχλαζε λίγο αίμα σαν το βραστό που σιγοβράζει στη φωτιά και στο τέλος σταμάτησε κι αυτό. Ο λευκός Τζάκσον παρέμεινε στην ίδια θέση με το πουράκι στο χέρι, γεμάτος αίματα και χωρίς κεφάλι, γέρνοντας τώρα ελαφρά προς το σκοτεινό και γεμάτο κανπνούς θυσιαστήριο που πριν λίγες στιγμές του είχε πάρει τη ζωή.
Ο Γκλάντον σηκώθηκε από τη θέση του. Οι υπόλοιποι άντρες απομακρύνθηκαν σιωπηλοί. Οταν με την αυγή ξεκίνησαν, ο ακέφαλος άντρας καθόταν ακόμα στην ίδια θέση σαν το κουφάρι κάποιου αναχωρητή, λίγη σάρκα και πολλή στάχτη. Κάποιος είχε πάρει το περίστροφό του αλλά οι μπότες του είχαν μείνει εκεί που τις είχε αφήσει.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ
ΤΟΥ ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚ ΚΑΡΘΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΠΗΛΙΟΣ ΜΕΝΟΥΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε.

Εγκαρτέρηση - Λάσκαρης Χρίστος

Το θέμα είναι να μπορείς να υπομένεις,
να σε παιδεύει η βροχή και να υπομένεις,
όπως μονάχα ξέρουν να υπομένουν

μες τις πλατείες
τα αγάλματα.

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ο Άγιος της προπαγάνδας ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ 31-12-2009

Του Γιώργου Αγγελόπουλου gangel@dolnet.gr

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009 

Μερικοί θεωρούν πως είναι ο  παγκόσμιος εμπορικός αντιπρόσωπος του καπιταλισμού
«Γιατί μισώ τον Άγιο Βασίλη»· «Ναι, ο Άγιος Βασίλης είναι ένα κακό παράδειγμα για τα παιδιά»: η εποχή που ουδείς σκεφτόταν να πει κακή κουβέντα για τον «Άγιο των παιδιών» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. 

Όχι πως δεν υπάρχουν πολλοί που υπογραμμίζουν τη θετική συμβολή του. Βοηθάει τους μικρούς να αναπτύξουν τη φαντασία τους, λένε Αμερικανοί ψυχολόγοι. Το ψέμα των γονιών για την ύπαρξη του Αϊ-Βασίλη είναι απαραίτητο, σύμφωνα με την ψυχολόγο Ζακλίν Γούλεϋ του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν, επειδή αναπτύσσει τη φαντασία που έχει ζωτική σημασία για την ανάπτυξη των παιδιών. Μάλιστα, σύμφωνα με την Άλισον Γκόπνικ, συγγραφέα του βιβλίου «Τhe Ρhilosophical Βaby», οι μικροί ξέρουν πολύ καλά όταν κάτι, όπως ο Άγιος Βασίλης, δεν είναι αλήθεια, όμως «συνεχίζουν να προσποιούνται πως το πιστεύουν». Και όταν προσποιούνται, «αναπτύσσουν αυτή την κρίσιμη ικανότητα του ανθρώπου να σκέπτεται τις πιθανές εναλλακτικές δυνατότητες ύπαρξης του κόσμου». Στους ενηλίκους, αυτή η ικανότητα βρίσκεται στη βάση της εφευρετικότητας και των νεωτερισμών. 

Όμως δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη. Ο Νέιθαν Γκριλ γράφει στη Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση πως ο Άγιος Βασίλης αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγήν, σε όρους δημόσιας υγείας. Είναι παχύσαρκος και στις διαφημίσεις καλεί τα παιδιά να αγοράζουν Coca Cola, χάμπουργκερ, παγωτά, προϊόντα λιπαρά, με πολύ αλάτι ή πολλή ζάχαρη. Σύμφωνα με τον Γάλλο καθηγητή της Φιλοσοφίας Ζαν-Ζακ Ντελφούρ, ο Άγιος Βασίλης είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο προπαγάνδας, μαθαίνει στα παιδιά να απαιτούν να είναι χειροπιαστή η αγάπη, τα εκπαιδεύει στον κυνισμό και την υστεροβουλία. Αποτελεί επίσης μια μεταφορά για το σεξ. Ο παχουλός και κοκκινοπρόσωπος Άγιος Βασίλης, γράφει ο Ντελφούρ στη «Λιμπερασιόν», «είναι ένα πέος που διεισδύει στην κατοικία-μητέρα, της οποίας η καμινάδα είναι το αιδοίο, το τζάκι είναι η μήτρα και τα δώρα τα παιδιά που γεννώνται». Είναι ακόμη ένας διαφημιστής: η εικόνα του χρησίμευσε στη στρατιωτική προπαγάνδα και μετά στην εμπορική. Υποστήριξε τους Βόρειους στον αμερικανικό εμφύλιο, με τα σκίτσα του Τόμας Ναστ, γύρω στο 1863. Και πολύ πριν αρχίσει να πουλάει τον χημικό χυμό της Coca Cola, το 1930, είχε πουλήσει αυτοκίνητα, στιλό, καραμπίνες, τσιγάρα, ελαστικά, σαπούνια, καφέδες, κλινοσκεπάσματα, καύσιμα, κάλτσες. 

Για τον Γάλλο καθηγητή, ο Άγιος Βασίλης είναι ο παγκόσμιος εμπορικός αντιπρόσωπος του καπιταλισμού. Είναι ένας άγιος αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση των εμπόρων. Ανακατεύεται στις οικογένειες και μετατρέπει τις συναισθηματικές σχέσεις σε υλικές. Εκπαιδεύει στον κομφορμισμό (δώρα παίρνουν μόνο τα καλά παιδιά), στην υστερόβουλη υπακοή και στην υποκρισία. Και ο μύθος των ξωτικών, που δουλεύουν από ευχαρίστηση στο εργαστήριο των δώρων του Άγιου Βασίλη, χωρίς μισθό ούτε κοινωνική ασφάλιση, τονίζει ο Ντελφούρ, εκφράζει το μυστικό όνειρο κάθε καπιταλιστή.

Ο Βρυκόλακας (Θανάσης Βάγιας) - Βαλαωρίτης Αριστοτέλης


                                   Α'

                               Η Φτωχή

-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
  έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
  Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα"!

Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.

-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
  να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
  Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
  Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
  και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
  Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
  Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
  που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
  εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
  Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω..."

                                    Β'

 -"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
 -"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
 -"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
 -"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
 -"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
                                            -"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
  Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου".

                                    Γ'

 -"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
    σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω".

Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.

 -"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
   εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια".

Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.

 -"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
   Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε".

 -"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
   κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή"!

Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;

                                     Δ'

                         Ο Βρυκόλακας

-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
  βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
  Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
  Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

  Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
  Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
  Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
  'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

  Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
  Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
  Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
  στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

  Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
  Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
  Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
  Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

  Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
  Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
  Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
  κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

  Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
  Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
  Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
  Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις";

                             Ε'

-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
  κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
  κι εκεί οπού έστεκα σαβανωμένος,
  βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

  έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
  ακούω που φώναξε: -"Θ α ν ά σ η  Β ά γ ι α
  σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
  και θα σε πάρουνε να πάτε κει"-.

  Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
  Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
  Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
  βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

  -"Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
  έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
  Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
  Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι"-.

  Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
  πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
  Και με τα νύχια τους και με το στόμα
  πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

  Και σα με βρήκανε όλοι με μια
  έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
  γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
  κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

  Πετάμε, τρέχουμε, φυσομανάει,
  το πέρασμά μας κόσμο χαλνάει.
  Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
  οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

  Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
  σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
  Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
  τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

  Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
  πάντα φωνάζοντας: -"Θ α ν ά σ η   Β ά γ ι α"-.
  Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
  που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

  Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
  Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
  Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
  Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

  Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
  κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
  -"Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή"-.
  Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.

  Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
  Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
  Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
  με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".

                              ΣΤ'

 -"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
   Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".

 -"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
   θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".

 -"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
   ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".

 -"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
   Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".

 -"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
  Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
  Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
  Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".

 -"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
   κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
   Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
 -"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -"Θ α ν ά σ η   Β ά γ ι α !"-

                                 Ζ'

 -"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
   ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει".

 -"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
 -"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
   Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
   Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω";

 -"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
   Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου".

 -"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
   ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
   'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξέρω,
   νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω".

 -"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
 -"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".

 -"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
   απ' το καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι".

Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το   Β ά γ ι α   το   Θ α ν ά σ η!

 -"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
   πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
   Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
   Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου..."

Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Θανάσης Βάγιας ήταν αυτός που πρόδωσε το μυστικό πέρασμα του Γαρδικιού στον Αλή Πασά.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

ΠΕΡΙ ΕΡΜΟΥ – ALEISTER CROWLEY

Ακολουθεί τώρα μια πλήρης περιγραφή των διαφόρων όψεων της φύσης του Ερμή και ιδιαίτερα της σχέσης που έχει με το Δία και τον Ηλιο:
«Εν αρχή ην ο Λόγος ο οποίος είναι ο Ερμής. Αρα πρέπει να ταυτιστεί με το Χριστό. Και οι δύο τους είναι αγγελιαφόροι. Όμοια είναι τα μυστήρια της γέννησής τους. Παρόμοιες αταξίες έκαναν όταν ήταν παιδιά. Στο Οραμα του Συμπαντικού Ερμή, ο Ερμής παρουσιάζεται κατερχόμενος επί της Θάλασσας, η οποία αντιστοιχεί στη Μαρία(1). Η Σταύρωση αντιπροσωπεύει το Κηρύκειο. Οι δύο κλέφτες αντιστοιχούν στα δύο ερπετά. Ο βράχος στο Οραμα του Συμπαντικού Ερμή είναι ο Γολγοθάς. Η Μαρία είναι η Μαία, η οποία ενέχει το ηλιακό Ρ στη μήτρα της. Οι αντιθέσεις μεταξύ των Συνοπτικών(2) και του Ιωάννη, σχετικά με το Χριστό, ήταν στην πραγματικότητα αποτελέσματα φιλονικίας μεταξύ των ιερέων του Βάκχου και του Ηλίου με τους ιερείς του Οσιρι. Ή πιθανά του ιερατείου του Αδωνι και του Αττι από τη μία, με το ιερατείο του Ερμή από την άλλη, σε μια περίοδο κατά την οποία οι μυημένοι όλου του κόσμου θεωρούσαν απαραίτητο, λόγω της ισχυροποίησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της διεύρυνσης των μέσων επικοινωνίας, να αντικαταστήσουν τις αντιμαχόμενες Πολυθεϊστικές Θρησκείες με μια σύνθετη Πίστη.
Συνεχίζοντας τώρα την ταύτιση, συγκρίνετε την Κάθοδο του Χριστού στην Κόλαση, μεε την αντίστοιχη λειτουργία του Ερμή σαν οδηγού των νεκρών. Θυμηθείτε ότι ο Ερμής οδήγησε στη ζωή την Ευρυδίκη και ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιάειρου. Λέγεται πως ο Χριστός αναστήθηκε την Τρίτη ημέρα, επειδή όταν ο Πλανήτης Ερμής χωριστεί από την τροχιά του ήλιου, κάνει τρεις ημέρες για να ξαναφανεί. (Μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ ότι οι πλανήτες Ερμής και Αφροδίτη βρίσκονται ανάμεσα στη γη και τον ήλιο, όπως η Μητέρα και ο Γιός βρίσκονται μεταξύ ανθρωπότητας και Πατέρα).
Σημειώστε επίσης ότι ο Χριστός ήταν Θεραπευτής και θυμηθείτε τα λόγια του “O Γιος του Ανθρώπου έρχεται σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα”. Επίσης το απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (ΚΔ΄, 27) “Ωσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολέων και φαίνεται εκ δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου”.
Είναι γνωστές επίσης οι σχέσεις του Χριστού με τους αργυραμοιβούς, οι σχετικές παραβολές του, καθώς και το γεγονός ότι ο πρώτος του μαθητής ήταν τελώνης, δηλαδή φοροεισπράκτορας..
Αναφέρεται ακόμη πως ο Ερμής ήταν εκείνος που ελευθέρωσε τον Προμηθέα.
Το σύμβολο του Ψαριού είναι επίσης κοινό στο Χριστό και τον Ερμή. Τα ψάρια είναι αφιερωμένα στον Ερμή (πιθανώς λόγω των ιδιοτήτων της κίνησης και της ψυχρότητας του αίματος τους).
Πολλοί από τους μαθητές του Χριστού ήταν ψαράδες και ο ίδιος έκανε θαύματα που σχετίζονταν με τα ψάρια. Ας σημειωθεί, επίσης η θέση του Χριστού σαν μεσολαβητή – “Κανένας άνθρωπος δεν έρχεται στον Πατέρα, παρά μόνο μέσα από εμένα” – και του Ερμή σαν χόχμα, “που μόνο μέσα από αυτό μπορούμε να πλησιάσουμε το Κέτερ”.
Το Κηρύκειο αποτελεί ένα πλήρες σύμβολο της Γνώσης. Ο φτερωτός ήλιος ή φαλλός αντιπροσωπεύει τη χαρά της ζωής σε όλα τα επίπεδα, από το κατώτερο έως και το ανώτερο. Τα ερπετά (εκτός του ότι είναι το Θετικό και το Αρνητικό, ο Ωρος και ο Οσιρις, καθώς και όλες οι άλλες γνωστές τους αποδόσεις) αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τις ιδιότητες του Αητού(3) και του Λιονταριού, τις οποίες γνωρίζουμε, αλλά δεν επιθυμούμε να τις αναφέρουμε. Είναι το σύμβολο που ενώνει τον Μικρόκοσμο και το Μακρόκοσμο, το σύμβολο του μαγικού έργου που πραγματοποιεί αυτή την ένωση. Το Κηρύκειο είναι η ίδια η Ζωή και έχει συμπαντική εφρμογή. Αποτελεί τον Κοσμικό καταλύτη.
Τωρα είναι πολύ φανερό πως η δυναμική ενέργεια του Αρη βρίσκεται πολύ πιο κάτω από αυτόν. Ολοι οι άλλοι θεοί δεν αποτελούν παρά όψεις του δία, οι οποίες μορφοποιούνται μέσω του Ερμή. Αυτός είναι ο πρώτος σους Αιώνες.
Ο Ερμής έχει μια φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Δεν έχει συναισθηματισμούς σχετικά με την κύρια λειτουργία του. Θεωρεί το Σύμπαν σαν  ένα υπέροχο αστείο. Παρόλα αυτά όμως αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του Δία και του Σύμπαντος, αν και τους περιγελάει γι’ αυτήν. Το κύριο έργο του είναι η μεταβίβαση της δύναμης του Δία και δεν τον ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Το μήνυμα είναι Ζωή, αλλά στο δία η ζωή είναι λανθάνουσα.
Οσον αφορά την Μετενσάρκωση, η ηλιοκεντρική θεωρία είναι σωστή. Αφου κυριαρχήσουμε στις συνθήκες ενός πλανήτη στη συνέχεια ενσαρκωνόμαστε στον επόμενο πλανήτη. Εως ότου επιστρέψουμε στον Πατέρα των Πάντων, όπου αλληλοσυνδέουμε και κατανοούμε όλες μας τις εμπειρίες και μιλάμε σαν άστρο προς άστρο. Η Γη είναι ο τελευταίος πλανήτης που υπάρχουν υλικά σώματα. Στην Αφροδίτη είναι ρευστά, στον Ερμή αέρινα. Ενώ στον Ηλιο είναι πλασμένα από καθαρή φωτιά . (Στους Ηλιους θυμόμαστε. Στους Πλανήτες ξεχνάμε. – Ελιφάς Λεβί)
Βλέπω ξαφνικά να ξεπροβάλλει το οκτάκτινο άστρο του Ερμή. Αποτελείται από τέσσερα άνθη, με ακτίνες που μοιάζουν με ανθήρες. Ο κεντρικός πυρήνας έχει το κρυπτογράφημα εκείνο του Μεγάλου Διδασκάλου, αλλά όχι εκείνη που γνωρίζουμε. Επάνω στο σταυρό βρίσκεται το Περιστέρι, το Γεράκι, το Ερπετό και το Λιοντάρι. Υπάρχει επίσης ένα σύμβολο το οποίο ακόμη διατηρείται μυστικό. Τώρα βλέπω ακόμη πύρινα σπαθιά φωτός. Όλη αυτή η σκηνή έχει κοσμικές διαστάσεις. Όλες οι αποστάσεις είναι αστρονομικές. Οταν λέω “Σπαθί” έχω τη συνείδηση ενός όπλου που έχει το μήκος πολλών μιλίων».

Σ.τ.μ.
1. Στην ατραπό του Μπετ, στο Δέντρο της Ζωής, τον βλέπουμε να κατέρχεται από το Κέτερ, το Στέμμα, στο Μπίνα, τη Μεγάλη Θάλασσα
2. Συνοπτικοί ονομάζονται οι ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς, επειδή τα Ευαγγέλια που συνέγραψαν αποκαλέστηκαν Συνοπτικά, μην περιέχοντας λεπτομερή αφήγηση των γεγονότων
3. Πρβλ. τα Αγια Ζώντα Δημιουργήματα του οράματος του Ιεζεεκιήλ: Αγγελος, Αητός, Λιοντάρι, Βόδι

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΩΘ – ALEISTER CROWLEY
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑΝ ΗΛΙΚΙΑ - Czeslaw Milosz

Θελήσαμε να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας, αλλά έμειναν αζήτητες.
Λευκά σύννεφα αρνήθηκαν να τις δεχτούν, και ο άνεμος
Ήταν πολυάσχολος· έτρεχε από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Δεν καταφέραμε να ενδιαφερθούν τα ζώα·
Οι σκύλοι, απαγοητευμένοι, περίμεναν μια προσταγή·
Ένας γάτος, πάντοτε υπεράνω ηθικής, αποκοιμιόταν.
Ένα πρόσωπο, τάχα πολύ κοντινό μας,
Δεν νοιάστηκε ν' ακούσει για πράγματα προ πολλού παρωχημένα.
Κουβέντες με φίλους, πίνοντας βότκα ή καφέ,
Δεν θα 'πρεπε να παρατείνονται πέρα από το πρώτο σημάδι ανίας.
Θα ήταν ταπεινωτικό να πληρώσεις με την ώρα
Κάποιον με δίπλωμα, μόνο για να σε ακούσει.
Εκκλησίες. Ίσως εκκλησίες. Μα, εκεί, να εξομολογηθείς τι;
Πως κάποτε βλέπαμε τον εμαυτό μας ωραίον κι υπερήφανον,
Κι ωστόσο αργότερα στη θέση μας ένας άσκημος βάτραχος
Μισανοίγει τα βαριά του βλέφαρα
Και βλέπεις καθαρά «Εγώ είμαι αυτός».


μτφρ. Γ. Π. Σαββίδης

Μια βραδιά στο μπαρ - Madame M

Η πείνα μου μ' οδήγησε
Τ' αποψινό το βράδυ
Σε μπαρ που βρόμαγε λαρδί
Και καπνισμένο λάδι

Πελάτες είχε τέρατα
Που 'τρώγαν καυτό γκούλας
Φτιαγμένο από βολβούς ματιών
Και τρίχες ταραντούλας

Με μια χαψιά κατάπιναν
Συκώτια ωμά με κάρι
Που ένας σεφ κανίβαλος
Εφτιαχνε στο κελάρι

Μπριζόλα με το αίμα της
Η σπεσιαλιτέ του
Ισάξια σε νοστιμιά
Με το ωμό πατέ του

Κι όταν ηρθε η σερβιτόρα
Ζήτησα ένα πιάτο μύδια
Μα όταν κοίταξα καλά
Τα μαλλιά της ήταν φίδια!

Τα μαλλιά της ήταν φίδια;

Τα μαλλιά της ήταν φίδια!

Σέρνονταν και σύριζαν
Κουνιούνταν, κροταλίζαν
Τα μαλλιά της ήταν φίδια!

Ούρλιαξα! Μου είπε
Σηκώνοντας τα φρύδια
"Τα θέλετε τα μύδια;"

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΜΙΚΡΑ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
ΤΗΣ MADAME M
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΟΛΓΑ ΚΩΣΤΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΞΥ

SONG - JOHN DONNE

[Goe, and catche a falling starre...]

Πιάσε τ' άστρο αυτό που σβήνει,
γιο με μανδραγόρα κάνε,
πες, τα χρόνια μας που πάνε,
ποιος στο Διάβολο οπλές δίνει,
πως ν' ακούω τις σειρήνες
κι απ' της ζήλειας μου τις δίνες
να ξεφύγω, ποιος
άνεμος σφορδρός
τους δικαίους σπρώχνει εκεί που είν' ο Θεός.

Αν τ' αλλόκοτα να δρέπεις
θες και τ' άφαντα να βλέπεις,
φύγε, κάλπασε για χρόνια,
φέρε στα μαλλιά σου χιόνια,
πες για θαύματα που ζάλη
φέρνουν, κι όμως πες πως πάλι
δεν βρήκες να ζει
(πάρε όρκο βαρύ!)
κάπου μια γυναίκα ωραία και πιστή.

Γιατί αν κάπου ζει, θα σπεύσω
ν' ασπαστώ και να προσπέσω.
κι άδικα η ορμή θα πάει,
έστω κι αν ζει εδώ πλάϊ,
έστω κι αν δεν είχε ενδώσει
πριν το γράμμα σου στεγνώσει.
ώσπου να 'μαι εκεί,
χρόνο θα 'χει βρει
σε δύο να 'ναι άπιστη... Σε τρεις; Μπορεί...


ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΑΜΩΝ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ ΚΑΙ ΘΕΙΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ / βιβλία

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ

Περιμένοντας να επανέλθει η σύνδεση μου.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ - Σαλάχ Αμπντέλ Σαμπούρ

Ο Πωλ Ελυάρ με ρωτάει
Τη σημασία της λέξης
'Ελευθερία'.
Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ με ρωτάει
Τη σημασία της λέξης
'Δικαιοσύνη'.
Ο Ντάντε Αλιγκιέρι με ρωτάει
Τη σημασία της λέξης
"Ερωτας'.
Ο Ιμπν Χουσέιν Ελ Κέντι
-αυτός που λέμε Μουτανάμπι-
Με ρωτάει
Τη σημασία της λέξης
'Φιλότιμο'.
Ο Γέροντάς μου, ο τυφλός σεΐχης μου,
Με ρωτάει
Τη σημασία της λέξης
'Αλήθεια'.
Κι εγώ
Μη βρίσκοντας απάντηση
Τυραννιέμαι χρόνια.
Περπατώ στους δρόμους της οικουμένης,
Διασχίζω τον κόσμο,
Διασχίζω τον ήλιο,
Τα πόδια μου,
Πληγωμένα από την περιπλάνηση,
Με ρωτούν
Τη σημασία της λέξης
'Σιωπή'.


μτφρ. Κωστής Μοσκώφ

ΑΣΚΗΣΗ - W.S. Merwin

Πρώτα ξέχασε τι ώρα είναι
επί μία ώρα
κάνε το ταχτικά κάθε μέρα

ύστερα ξέχασε τι μέρα είναι
κάνε το ταχτικά επί μία εβδομάδα
ύστερα ξέχασε σε ποια χώρα βρίσκεσαι
κι ασκήσου κάνοντάς το με παρέα
επί μία εβδομάδα
ύστερα κάνε τα μαζί
επί μία εβδομάδα
με όσο γίνεται λιγότερες διακοπές

κατόπι ξέχασε πως να προσθέτεις
ή να αφαιρείς
δεν κάνει διαφορά
μπορείς να τα εναλλάξεις
ύστερα από μία εβδομάδα
και τα δυο θα σε βοηθήσουν αργότερα
να ξεχάσεις πώς να μετράς

ξέχασε πώς να μετράς
αρχίζοντας από την ηλικία σου
αρχίζοντας από την αντίστροφη μέτρηση
αρχίζοντας από τους ζυγούς αριθμούς
αρχίζοντας από τους λατινικούς αριθμούς
αρχίζοντας από τα κλάσματα των λατινικών αριθμών
αρχίζοντας από το παλαιό ημερολόγιο
προχωρώντας στο παλιό αλφάβητο
προχωρώντας στο αλφάβητο
ώσπου όλα να γίνουν ξανά ενιαία
προχώρησε στο να ξεχνάς στοιχεία
αρχίζοντας από το νερό
συνεχίζοντας στη γη
ανεβαίνοντας στη φωτιά

ξέχασε τη φωτιά.


μτφρ. Γ. Π. Σαββίδης

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Παραρλάμα - Δημοσθένης Βουτυράς

Κάποτε του Φάρμα του ερχότανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά τι ήθελε να θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν είδε έστω να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε ήτανε το μίσος, όπως μένει, σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε, έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό, τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό, τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος.
Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ τις λέξεις: Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη, ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήτανε το μόνο που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήτανε κει και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω, και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμεινε στο κατάστημα άλλος εκτός από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και, αφού κοίταξε σα να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μια λέξη:
"Παραρλάμα".
Ήταν φανταστική η λέξη, του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
- Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το 'γραψε αυτό;
Η φωνή του καταστηματάρχη ήτανε σα φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
- Παραρλάμα!
Η λέξη που έβγαλε το κρανίο του βρισκότανε στα χείλια όλων. Μα ποιος την έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο αλλά με χρώμα κόκκινο:
"Παραρλάμα".
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:
- Πρέπει να βρεθεί!
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν, όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!
Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο, γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
"Παραρλάμα".
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς των όρκους, πολλοί έκλαιγαν ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο… Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν…
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει. Έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!…

Άπαντα, τόμος Α'
εκδ. Δελφίνι

Ασμα σαν άσμα - Ανδρέας Εμπειρίκος

Ο δικηγόρος των δρυμών πίπτει και η φωνή του είναι μια χοάνη. Η θερμουργός δύναμίς της είναι η σημασία που δίνουν στην πτώσι του και η πτώσι του διαρκεί τώρα τριαντα πέντε χρόνια με βράχους στα πόδια της και δάκρυα στα χέρια της. Κανείς δεν μπορεί ν' απλώσει το λαιμό του γιατί ο κίνδυνος της πτώσεως του είναι πάντοτε κοντά σαν πάπλωμα επί του οποίου χτίζεται από πέρυσι η χειμωνιάτικη δοσοληψία. Η κόρη που αγάπησε την χοάνη μπορεί να διανοίξει τους πάγους της καρδιάς των χρεωπιστώσεων γιατί στο μέτωπό της αντανακλάται από καιρό η χάρη της μέσης της και η αλληλουχία των ιστών του στήθους της. Η πτώσις όμως εξακολουθεί και δημιουργεί ακόμη τους ανερμάτιστους κύκλους ενός άγχους που μερικοί αποκαλούν "Τουθόπερ" και άλλοι "Φωτεινή ανταύγεια ριπής επί πλεκτάνης" παρά τις διαμαρτυρίες του Τουθόπερ κα παρά την δροσερή συναυλία των σπαρτών μέσα σε στόματα στρουθοκαμήλων.

Σημείωση Παρείσακτου: Το ζόρικο μπλουζ Yer Blues των Beatles εδώ σε μια εκτέλεση που οι συμμετέχοντες είναι από μόνοι τους η ιστορία της pop - rock μουσικής τα τελευταία 50 χρόνια.
John Lennon on vocals and guitar από τους Beatles
Eric Clapton on lead guitar από τους Cream, Yardbirds και οχι μόνο 
Keith Richards on bass από τους Rolling stones  
Mitch Mitchell on drums από τους The Jimi Hendrix Experience
Εχουν πεθάνει ο Lennon (08/12/1980) και ο Mitchell (12/11/2008)

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Ο Μέσος Άνθρωπος - W.H. Auden

Σαν σκλάβοι δούλευαν οι γέροι του οι γονιοί,
για να μπορέσει ο κανακάρης τους να βγει
στον κόσμο κι ένα επάγγελμα να ακολουθήσει,
που πλούτη και ραχάτι να του εξασφαλίσει.

Από την άκρατή τους τη φιλοδοξία,
το δόλιο χωριατόπαιδο έπαθε ασφυξία.
Δεν εδημιούργησε αξιόλογη καριέρα.
Μόνο ένας ήρωας θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα.

Έτσι βρέθηκε χωρίς χάρτη κι εφόδια,
μίλια από την κοντινότερη πόλη μακριά.
Ο καυτός ήλιος έκαιγε τα σωθικά του.

Ήταν αβάστακτη η σιωπή. Κοιτώντας κάτου
είδε ενός Μέσου Aνθρώπου την αχνή σκιά
να κάνει θαύματα και το ‘βαλε στα πόδια.

μετάφραση Γ. Νίκας

Το ποιητικό συναίσθημα - Edgar Allan Poe

Το ποιητικό συναίσθημα μπορεί βέβαια να εξελιχτεί με διαφορετικές μορφές — στη Ζωγραφική, στη Γλυπτική, στην Αρχιτεκτονική, στο Χορό — εντελώς κατ' εξαίρεση στην Αρχιτεκτονική των κήπων. Το θέμα μου, ωστόσο, σχετίζεται εδώ μόνο με την έκφραση του Ποιητικού Συναισθήματος μέσα από λέξεις. Και επιτρέψτε μου να μιλήσω για το ζήτημα του ρυθμού. Όντας βέβαιος ότι η μουσική, με τους διάφο­ρους τρόπους της: μέτρου, ρυθμού και ομοιοκαταληξίας, παίρνει στην Ποίηση μια τέτοια θέση, ώστε κανείς που είναι λογικός δεν μπορεί να την απορρίψει —είναι ένα βοήθημα τόσης ζωτικής σημασίας, ώστε είναι απλώς ανόητος εκείνος που αρνείται τη συνδρομή του, κι έτσι δεν πρό­κειται τώρα να καθυστερήσω με σκοπό την υποστήριξη της απόλυτης ανάγκης του: Στη Μουσική, ίσως, είναι που η ψυχή προσεγγίζει περισ­σότερο τον μεγάλο σκοπό για τον οποίο αγωνίζεται, όταν εμπνέεται από το Ποιητικό Συναίσθημα —δηλαδή, τη δημιουργία της υπέρτατης Ομορφιάς. Πραγματικά, μπορεί στ'αλήθεια να πετυχαίνεται εδώ, κά­που κάπου, ο υπέρτατος αυτός σκοπός. Συχνά τείνουμε να νιώθουμε, με μια όλο ρίγος απόλαυση, ότι από μια γήινη άρπα ακούγονται νότες που είναι αδύνατο να μην είναι οικείες στους αγγέλους. Κι έτσι ελάχιστη αμφιβολία μπορούμε να έχουμε για το ότι στην ένωση της Ποίησης με τη Μουσική, στην πιο πλατιά της σημασία, θα βρούμε το ευνοϊκότερο έδαφος για την ανάπτυξη της Ποίησης. Οι παλιοί Βάρδοι και οι Γερ­μανοί Τρουβαδούροι του Μεσαίωνα είχαν πλεονεκτήματα που εμείς δεν τα έχουμε πια —και ο Τόμας Μουρ, όταν τραγουδούσε τα τραγούδια του τα τελειοποιούσε σαν ποιήματα με τον πιο νόμιμο τρόπο.
Για να ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν: θα καθόριζα, συνοπτικά, την Ποίηση που χρησιμοποιεί λέξεις, ως τη Ρυθμική Δημιουργία της Ο­μορφιάς. Ο μοναδικός κριτής της είναι το Γούστο. Με τη Νόηση ή με τη Συνείδηση έχει μόνο έμμεσες σχέσεις. Δε σχετίζεται διόλου με το Καθήκον ή με την Αλήθεια παρά μόνο συμπτωματικά.
Πάντως, επεξηγηματικά θα πω μερικά ακόμη. Επιμένω ότι αυτή η ευχαρίστηση, που είναι συνάμα η ανώτατη και η περιεκτικότατη, εξάγεται από την ενατένιση του Ωραίου. Μόνο στην ενατένιση του Ωραίου γίνεται δυνατό να προσεγγίσουμε αυτή την απολαυστική εξύ­ψωση ή έξαρση της ψυχής, που τη θεωρούμε ως Ποιητικό Συναίσθημα, και που τόσο εύκολα διακρίνεται από την Αλήθεια, που είναι η ικανο­ποίηση του Λόγου, ή από το Πάθος, που είναι η έξαρση της Καρδιάς. Για τούτο, λοιπόν, θεωρώ την Ομορφιά —χρησιμοποιώντας τη λέξη σαν περιεκτική του ύψιστου (sublime)— ως δικαιοδοσία του Ποιήμα­τος, απλώς γιατί είναι ένας ολοφάνερος κανόνας της Τέχνης ότι τ' απο­τελέσματα πρέπει να εξάγονται όσο γίνεται αμεσότερα από τις αιτίες τους —μια και κανείς ως τώρα δεν υπήρξε τόσο ανόητος, ώστε να αρ­νηθεί ότι η ειδική αυτή εξύψωση, για την οποία μιλούμε, τελικά πετυ­χαίνεται πολύ γρήγορα στο ποίημα. Πάντως, αυτό δε σημαίνει ότι οι υποκινήσεις του Πάθους, ή οι εντολές του Καθήκοντος, ή ακόμη τα διδάγματα, της Αλήθειας, δεν μπορούν, και μάλιστα επωφελώς, να εισα­χθούν στο ποίημα˙ γιατί μπορούν, περιστασιακά, να βοηθήσουν με διά­φορους τρόπους τους γενικούς στόχους του έργου. Ο αληθινός όμως καλλιτέχνης θα επιδιώξει πάντα να τα εναρμονίσει, υποτάσσοντάς τα στην Ομορφιά αυτή, που είναι και η ατμόσφαιρα και η αληθινή ουσία του ποιήματος.

Απόψεις του E. A. Poe για την ποίηση και την αισθητική
Ποίηση και Φαντασία
Μετάφραση - Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας
εκδ. Γαβριηλίδης

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑ Κ. ΚΑΙ ΤΗΝ FLASH

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ - Charles Baudelaire

Θέλω να μιλήσω και για μια άλλη αίρεση (η πρώτη είν' η αίρεση της προόδου), την αίρεση της διδασκαλίας, που σέρνει από κοντά, συνεπακόλουθά της αναπόφευχτα, τις αιρέσεις του πάθους, της αλήθειας, της ηθικής. Ένα σωρό κόσμος φαντάζεται πως ο σκοπός της ποίησης είναι μια οποιαδήποτε διδασκαλία κι ότι πρέπει πότε να τονώνει τη συνείδηση, πότε να τελειοποιεί τα ήθη, και πότε ν' αποδείχνει κάτι ωφέλιμο…
[…] Η Ποίηση - φτάνει μόνο να κατεβούμε μέσα μας λιγάκι, να ρωτήσουμε την ψυχή μας, ν' ανακαλέσουμε στη μνήμη τους ενθουσιασμούς μας - άλλο σκοπό δεν έχει από τον Εαυτό της. Δεν μπορεί, δεν γίνεται να 'χει άλλον, και κανένα ποίημα δεν θα 'ναι τόσο μεγάλο, τόσο ευγενικό, τόσο άξιο να λέγεται ποίημα, όσο εκείνο που θα 'χει γραφτεί για μόνη την ηδονή να γράψουμε ένα ποίημα.
Δε θέλω να πω πως δεν εξευγενίζει η ποίηση τα ήθη - πρέπει να με νιώσετε καλά - πως δεν είναι το τελικό της αποτέλεσμα να υψώνει τον άνθρωπο πάνω απ' τη στάθμη των χυδαίων συμφερόντων. Κάτι τέτοιο θα ήταν, φυσικά, παράλογο. Λέω πως, αν ο ποιητής κυνηγήσει κάποιον ηθικό σκοπό, λιγόστεψε πολύ την ποιητική του δύναμη. Κι αστόχαστο δε θα 'ταν να στοιχηματίσουμε πως θα 'ναι το έργο του κακό. Η ποίηση δεν μπορεί - με κίνδυνο να πεθάνει ή να ξεπέσει - να συγχωνευτεί με την Επιστήμη και την Ηθική. Δεν έχει την Αλήθεια για αντικείμενο της, έχει μόνο τον Εαυτό της. Οι αποδεικτικοί τρόποι της Αλήθειας είναι άλλοι και βρίσκονται αλλού. Καμιά σχέση δεν έχει με τα τραγούδια η Αλήθεια. Ό,τι δίνει σ' ένα τραγούδι τη γοητεία, τη χάρη, το ακαταμάχητο, θ' αφαιρούσε απ' την Αλήθεια το κύρος και την εξουσία της. Ψυχρή, γαλήνια, ασυγκίνητη, η αποδειχτική διάθεση απορρίχνει της Μούσας τ' άνθη και τα διαμάντια. Είναι λοιπόν το εντελώς αντίθετο απ' την ποιητική διάθεση.[…]
Ο καθαρός Νους αποβλέπει στην Αλήθεια, το Γούστο μάς δείχνει την Ομορφιά, κι η Ηθική Έννοια μάς διδάσκει το Καθήκον. Γεγονός είναι πως το Γούστο έχει, με τα δυο άκρα, κάποιες ενδόμυχες συνάφειες, και μόνο μια ασήμαντη διαφορά το χωρίζει από την Ηθική Έννοια, τόσο που ο Αριστοτέλης δεν δίστασε να κατατάξει στις αρετές μερικές απ' τις λεπτές του ενέργειες. Για τούτο, ό,τι ερεθίζει προπαντός τον άνθρωπο του γούστου στη θέα της κακίας, είναι η δυσμορφία, η δυσαναλογία της. Η κακία παραβαίνει το σωστό και το αληθινό, σπρώχνει στην εξέγερση το Νου και τη Συνείδηση. Αλλά σαν προσβολή ενάντια στην αρμονία, σαν παραφωνία, θα πληγώσει εντελώς ιδιαίτερα μερικά ποιητικά πνεύματα. Και δεν νομίζω πως θα 'ναι σκανδαλιστικό να θεωρήσουμε την κάθε παράβαση της ηθικής, ή της ηθικής ομορφιάς, σαν πταίσμα ενάντια στην προσωδία και στον καθολικό ρυθμό.
Αυτός ακριβώς το θαυμαστό, το αθάνατο ένστικτο του Ωραίου μας κάνει να θεωρούμε τη Γη και τα θεάματά της σαν μια περίληψη, σαν μια ανταπόκριση των Ουρανών. Η δίψα η ακόρεστη, γι' αυτό που βρίσκεται "πέρα" και που μας φανερώνει η ζωή, είναι της αθανασίας μας η πιο ζωντανή απόδειξη. Με την ποίηση και μέσ' απ' την ποίηση, με την μουσική και μέσ' απ' τη μουσική, μπορεί να μισοβλέπει η ψυχή τα μεγαλεία που υπάρχουν πέρ' απ' τον τάφο. Κι όταν ένα εξαίσιο ποίημα φέρνει τα δάκρυα στην άκρη των ματιών, αυτά τα δάκρυα δεν είναι το σημάδι κάποιας υπερβολικής απόλαυσης, αλλ' είν' η μαρτυρία μιας οργισμένης μελαγχολίας, μιας αξίωσης των νεύρων, μιας φύσης, εξορισμένης στην ατέλεια, που θα ήθελε να κυριέψει την ίδια κιόλας στιγμή, πάνω σ' αυτή τη γη, έναν "εξ άποκαλύψεως" παράδεισο.
Έτσι ο σκοπός της ποίησης είναι, αυστηρά κι απλά, η ανθρώπινη λαχτάρα για κάποια ανώτερη ομορφιά. Κι η εκδήλωση αυτού του σκοπού βρίσκεται σ' έναν ενθουσιασμό, σ' έναν ερεθισμό της ψυχής - ενθουσιασμό εντελώς ανεξάρτητο από το πάθος που είναι η μέθη της καρδιάς, κι απ' την αλήθεια που είναι η βοσκή του λογικού. Γιατί το πάθος είναι φυσικό, υπερβολικά μάλιστα φυσικό, για να μην περάσει κάποιο τόνο, προσβλητικό, παράφωνο, μέσα στο χώρο της καθαρής ομορφιάς, πάρα πολύ κοινό και βίαιο για να μην σκανδαλίσει τις καθαρές Επιθυμίες, τις θελκτικές Μελαγχολίες και τις ευγενικές Απελπισίες που κατοικούν στις υπερφυσικές σφαίρες της Ποίησης.


Charles Baudelaire, "Δύο κείμενα του Σ. Μπωντλαίρ για τον Πόε"
στο: Edgar Allan Poe, Ποίηση και Φαντασία
επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας
εκδ. Γαβριηλίδης

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟΤΕΜ-ΖΩΑ - Gunnar Ekelöf

Στην ελληνική Νεάπολη
στο σκονισμένο πάρκο με τις αρρωστημένες φοινικιές
πάνω απ' τη γκρίζα θάλασσα
τη γεμάτη με ανέκφραστα χρώματα και ναυάγια
αυτό το σιωπηλό μουσείο του κόσμου:
Το χταπόδι, κρυμμένο στο βάθος της γυάλινης γωνιάς
βυθισμένο κι ακίνητο στο χρώμα του πάτου
με τα εξογκωμένα μάτια του· κυνηγώντας
μία ρυθμική σειρά φουσκάλες ανεβαίνει
και έξι εφτά σουπιές ψηλά χορεύοντας
με τις μεμβράνες τους να πάλλονται προς τις στιλπνές
πλευρές τους
κάτω απ' το φως της επιφάνειας
Πετούμενα και πεταλούδες του βυθού
με διπλωμένα τα φτερά σε φιλντισένιο ρύγχος
χορεύοντας και προς τα εμπρός όλες συγκλίνοντας
σε κύκλο αγγίζοντας την κορυφή και αργά το βάθος
με γλαρωμένα μάτια από ηδονή
σουπιές τις μεμβράνες πλαταγίζοντας
και με το ταίρι τους διαρκώς αλλάζοντας τη θέση
ψηλότερα χαμηλότερα. -Ξέρω τι παίζουν
παίζουν το ρεύμα· το υπόγειο ρεύμα της θάλασσας·
το εύρωστο ενάντιο ρεύμα
που παλλόμενες τις συγκρατεί
πάνω από το ενεδρεύον βάθος.

μτφρ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

ΦΛΟΓΑ ΚΑΙ ΠΑΓΟΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ

Τούτη είναι μια ιστορία ασύλληπτων κοσμικών συγκρούσεων πέρα από το χωροχρόνο αλλά και μέσα στο χωροχρόνο – και τα συμβάντα αυτής της δεύτερης, μερικής όψης της ιστορίας είναι εκείνα που κυρίως ενδιαφέρουν τον άνθρωπο.
Κάποτε δύο ενάντιες δυνάμεις – δύο εντελώς διαφορετικές μορφές νοημοσύνης – βρέθηκαν αντιμέτωπες στο ευρύτερο σύμπαν: οι Κύριοι του Πάγου και οι Κύριοι της Φλόγας.
Δύο αντίπαλες παρατάξεις, με την κάθε μία να εκφράζει και ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων: μία στατική ή “παγωμένη” και μια δυναμική ή “φλογερή” αντίληψη -δύο θέσεις που διαμόρφωσαν αντίστοιχα το χαρακτήρα των όντων της κάθε πλευράς.
Η Φλόγα είχε συναντηθεί με τον Πάγο!
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και μοιραία.
Και η κοσμική αυτή διαμάχη απλώθηκε ανάμεσα στ' άστρα αλλά και σε περιοχές και διαστάσεις ακατανόητες για τον άνθρωπο, τους λεγόμενους “Υπερχώρους”.
Ο πόλεμος αυτός ίσως δεν θ' άγγιζε καν τον άνθρωπο αν και η Γη δεν αποτελούσε μέρος ενός τέτοιου Υπερχώρου. Γιατί αυτό που ο άνθρωπος αποκαλεί αυτάρεσκα “κόσμο του” είναι μονάχα ένα περιορισμένο τμήμα της πλανητικής υπόστασης, εκείνο που μπορεί να συλλάβουν ο νους και οι αισθήσεις του. Η αληθινή Γη είναι μια ευρύτερη υπόσταση – είναι ένας πλυδιάστατος “γεωμετρικός τόπος” που αποτελεί απλό τμήμα ενός εξίσου πολυδιάστατου και αληθινά απέραντου πεδιακού πλέγματος.
Σ' αυτό το κοσμικό πανόραμα, όπου πολλοί πλανήτες μπορεί ν' ανήκουν σ' έναν Υπερχώρο και -ταυτόχρονα- πολλοί Υπερχώροι να ανταμώνουν σ' έναν πλανήτη, σε μια ασύλληπτη τοπολογική εικόνα, δεν θα είχε νόημα να μιλά κανείς πια για “γήινους” και “εξωγήινους”. Ετσι κι αλλιώς ο άνθρωπος δεν διαθέτει τα αισθητικά εργαλεία για να συλλάβει την πλήρη εικόνα, ούτε τα αντίστοιχα νοητικά για να την κατανοήσει.
Τούτη η ιστορία δεν θα υπήρχε καν ούτε σαν μύθος αν πριν από αμέτρητα χρόνια οι Κύριοι του Πάγου δεν άρχιζαν να επεκτείνονται δραστήρια προς το τμήμα εκείνο του Υπερχώρου όπου ανήκει και η δική μας Γη. Και φυσικά οι Κύριοι της Φλόγας αντέδρασαν στην κίνηση αυτή στέλνοντας μια ειδικά εκπαιδευμένη οντότητα στον ανθρώπινο κόσμο.
Ένα πλάσμα που στον ανθρώπινο χώρο είναι απλώς γνωστό ως “Καταλύτης”. Αυτό και τίποτε άλλο!
Θα ήταν μάταιο να επιχειρήσουμε ν' αναλύσουμε εδώ την αποστολή, τό ρόλο και τη στρατηγική αυτού του Καταλύτη, αν και ήδη το όνομά του αποκαλύπτει αρκετά. Και σίγουρα ο Καταλύτης αυτός – από την ίδια τη φύση του παιχνιδιού και των κανόνων του – δεν θα μπορούσε να ενεργήσει ή να παρέμβει άμεσα στο παιχνίδι.
Μια τέτοια άμεση παρέμβαση θα εισήγαγε ένα “ξένο στοιχείο στο σύστημα”, μια “παραδοξότητα”, μια εστία τόσο έντονης ανωμαλίας στον τοπικό Υπερχώρο που τ' αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά για όλους. Ετσι η μόνη δυνατότητα του Καταλύτη ήταν να δράσει έμμεσα και μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια του συστήματος, ας πούμε σαν διοργανωτης μιας τοπικής ανθρώπινης πέμπτης φάλαγγας.
Και την πέμπτη αυτή φάλαγγα στα νώτα του παγωμένου εχθρού η μυστική παράδοση την ονομάζει “Φωλιά του Παγωνιού”, “Αδελφότητα της Φωλιάς” ή απλώς “Φωλιά” - ή τουλάχιστον με αυτό το συμβολικό – κωδικό όνομα είναι συνήθως γνωστή στον ανθρώπινο χώρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΓΚΡΙΖΟ ΦΟΝΤΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS - 7

Ποιητική τέχνη - Χ. Λ. Μπόρχες

"Να σκύβεις πάνω στο ποτάμι, που είναι από χρόνο και νερό.
Και να λες πως ο χρόνος είναι κι αυτός με τη σειρά του ένα ποτάμι,
Αφού χανόμαστε σαν το ποτάμι που χάνεται
Και περνά ένα πρόσωπο σαν περαστικό νερό."

"Να δοκιμάζεις την αγρύπνια σαν έναν άλλο ύπνο
Που ονειρεύεται χωρίς όνειρα και πως ο θάνατος
Που φοβάται το σώμα είναι αυτός ο ίδιος ο θάνατος
Της μιας και της άλλης νύχτας που ονομάζουμε ύπνο."

"Να βρίσκεις μέσα στη μέρα ή τη χρονιά ένα σύμβολο
Κάθε μέρας, κάθε μήνα του ανθρώπου ή κι όλων του των χρόνων
Και ωστόσο να πλάθεις από την προσβολή των χρόνων
Μια μουσική, μια βουή, ένα σύμβολο"

"Μέσα στο θάνατο να βλέπεις τον ύπνο·μέσα στο ηλιοβασίλεμα
Να βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι: τέτοια και η ποίηση,
Που είναι αθάνατη και φτωχή . Η ποίηση
Που ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν τη δύση…"

μετάφραση Πέτρος Παπαδόπουλος

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Η φωτογραφία του γάμου - Κορμακ ΜακΚάρθυ

...Στάθηκε δίπλα στ' άλογα και κοίταξε τη γαμήλια συνοδεία να βγαίνει από την εκκλησία. Ο γαμπρός φορούσε ένα μουντό μαύρο κοστούμι που του έπεφτε φαρδύ, δεν έδειχνε όμως αμήχανος, μόνο μισοαπελπισμένος, λες και δεν ήταν συνηθισμένος να φοράει ρούχα. Η νύφη κρεμόταν πάνω του ενοχλημένη, και στάθηκαν στα σκαλοπάτια για να φωτογραφηθούν. Και με τα παμπάλαια καλά τους ρούχα, στημένοι εκεί μπροστά στην εκκλησία, έμοιαζαν με παλιά φωτογραφία. Σ' εκείνο το χαμένο χωριό, πίσω από τη μονόχρωμη σέπια μιας βροχερής ημέρας, είχαν γεράσει μέσα σε μια στιγμή.

ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ
ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΛΕΚΟΣ ΜΠΕΝΡΟΥΜΠΗΣ

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ - ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ενα γέλιο γυναικείο ακούγεται μακριά. Μια κυρία γελάει κάπου, μακριά μας, κι ο άνεμος φέρνει τον ήχο του γέλιου της μέχρις εδώ. Μέχρις εδώ, σ' αυτό το έρμο περιγιάλι, κάτω απ' το μολυβή ουρανό, κοντά στ' αφρισμένα κύματα, όπου, στη στάση "τρεις φιλόσοφοι στ' ακροθαλάσσι" ζούμε μέσα σε μια καταθλιπτική μοναξιά. Στα γυμνά πόδια μας φυτρώνουν, λίγο λίγο, φτερά. Ισως εμείς να 'μαστε αυτός ο θεός Ερμής, τον καιρό της νιότης του. Αυτή η φοβερή μοναξιά μας! Αυτή η τραγική μοναξιά σας! Γιατί δεν χωρεί καμιάν αμφιβολία, είμαστε μόνοι, μόνοι, πάντα μόνοι,αιώνια, βασανιστικά, μόνοι. Ολοι. Ολοι. Εμείς, εσείς, όλοι. Ομως εγω είμαι ο μόνος, πάλι, που δεν τη δέχεται την αισχρη τούτη καταδίκη, και διαμαρτύρουμαι, και χτυπιέμαι, και το φωνάζω. Μόνον εγώ. Και μια λεπτομέρεια: η κυρία δεν γελούσε. Εκλαιγε. Μας είχε γελάσει ο άνεμος. Ο άνεμος παρεμόρφωσε τον ήχο. Στο μολυβή ουρανό πετούν πουλιά. Μια βάρκα παλεύει πάνω στ' αφρισμένα κύματα. Ειναι μακριά, αλλ' ολονέν πλησιάζει.

Φυγή - Μ(ίτια) Καραγάτσης

Φυγή. Οι ψυχές, οι καρδιές, οι θελήσεις, οι ίμεροι φεύγουν. Και τα κορμιά φεύγουν. Δεν μένει τίποτα στη θέση που άδειασαν, ούτε οι μνήμες της ευτυχίας και της δυστυχίας. Κι ο δρόμος της φυγής είναι πάντοτε κενός από πίσω, δίχως αχνάρια, δίχως ερείπια. Το πέρασμά μας μάρανε τη βλάστηση των χαντακιών, κι οι βάτραχοι αποτραβήχτηκαν να κοάσουν αλλού τους οπτιμισμούς τους. Φεύγουμε για τη ζωή, δεν φτάνουμε πουθενά και μας προφταίνει ο θάνατος. Θαρρούμε πως ξεκινάμε για να πάμε κάπου, κάπου που δεν το ξέρουμε, μα το φανταζόμαστε: το ωραίο άγνωστο που πρέπει να υπάρχει. Οι σάλπιγγες παίζουν ελπιδοφόρο θούριο νίκης. Και στη μέση του δρόμου, το εμβατήριο μεταλλάζει σε φούγκα. Δεν πάμε πουθενά. Φεύγουμε. Φεύγουμε πανικόβλητοι, κυνηγημένοι απ' ό,τι αφήσαμε πίσω μας. Και πίσω μας δεν αφήσαμε τίποτα. Ολα τα παίρνουμε μαζί στη φυγή μας, τα κλειδώνουμε μέσα μας, τα κρύβουμε κι απ' τον εαυτό μας. Όχι όμως κι απ' το Χάρο, που εκτελωνίζει τα φορτία των ψυχών στο ακρογιάλι της Αχερουσίας. Εκεί θα κάνουμε δηλωτικό της σερμαγιάς μας. Εκεί θα μας ζητήσουν δασμό όλα τα δάκρυα που δεν χύσαμε. Κι οι κόρες των ματιών μας είναι στεγνές. Χωρίς θύμισες, όσο και να θέλουμε, προς τι να κλάψουμε; Κι αν έχουμε στο νεκρό μας στόμα, για οβολό, το στερνό φιλί εκεινού που μας αγάπησε, μπαρκάρουμε στο σκαφίδι μόνοι, δίχως το ατελώνιστο φορτίο των πόνων μας. Αν όχι, τότε μένουμε στο σκοτεινό ακρογιάλι, πλάι στα μελανά νερά, νεκροί κι έξω απ' τον Αδη, απέναντι στον Αδη. Και το κάρικο δίπλα μας σήπεται και βρωμίζει, και πνίγει την αιωνιότητά μας με τις αναθυμιάσεις του.
Ο μαέστρος σφυροκόπησε τη φούγκα με αδυσώπητη σκληράδα. Ολοι γονατιστοί, με το πρόσωπο στις παλάμες, προσευχήθηκαν για τους ζωντανούς. Υπέρ φευγόντων, οδοιπορούντων, πλεόντων, αγωνιώντων. Για όλους τους ανόητους ζωντανούς, τους κυνηγούς της ζωής, που πέφτουν θήραμα του θανάτου πριν προφτάσουν να ρίξουν την ντουφεκιά τους. Μόνο οι νεκροί γνωρίζουν. Οι νεκροί.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ Β' ΤΟΜΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" - Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Η ΦΥΛΑΚΗ – ΣΤΕΦΑΝΟΣ Α. ΠΑΪΠΕΤΗΣ

Μια γερή κλωτσιά τον έστειλε κουτρουβαλώντας μεσ’ στο κελί. Ακουσε σαν βροντή τη σιδερένια πόρτα να κλείνει πίσω του. Δεν έβλεπε τίποτε. Σκοτάδι παντού. Ο τρόμος τον κυρίεψε. Ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη ξανά και ξανά. Στο τέλος τον εγκατέλειψε κι η φωνή του κι έγινε ένας σιωπηλός λυγμός που τον τάραζε σύγκορμο. Μέχρι που κι αυτός σταμάτησε και μια αποτρόπαιη σιγή κυριάρχησε. Ακουσε μια σιγανή, ψιθυριστή φωνή:
- Μην κάνεις έτσι, φίλε. Αν απελπίζεσαι έτσι από τώρα, τι θα κάνεις στα δύσκολα;
Ξαφνιάστηκε. Τρόμαξε. Υποσυνείδητα κουλουριάστηκε και σύρθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώσπου η πλάτη του ακούμπησε στον παγωμένο τοίχο.
Ποιός μίλησε; Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Εγώ είμαι, ο συγκάτοικός σου. Θα περάσουμε πολύ καιρό μαζί, απ’ ότι φαίνεται.
Συγκάτοικος; Τι συγκάτοικος; Ποιός σου είπε ότι θέλω συγκάτοικο;
Η φωνή γέλασε.
-Ξέρεις, κανείς εδώ δεν νοιάζεται για το τι θέλεις. Κοίτα να συνηθίσεις την ιδέα. Το
μέρος εδώ ειναι για βαρυποινίτες. Και πάλι τυχερός είσαι.

Τυχερός για τι πράγμα;
Ακου φίλε. Εγώ είμαι γέρος. Και βασανισμένος, πολύ βασανισμένος. Δεν θέλω τίποτε από σένα. Αν μπορώ θα σε βοηθήσω. Μα προσπάθησε να καταλάβεις που βρίσκεσαι. Αν ήταν άλλος στη θέση μου...
Η απειλητική νότα πλανήθηκε στην ατμόσφαιρα. Μα η φωνή είχε ακουστεί βελούδινη, καθησυχαστική. Ο άλλος μαλάκωσε.
- Ποιά η θέση σου; Εγώ είμ’ αθώος. Δεν έχω δουλειά εδώ μέσα.
- Αυτό μην το ξαναπείς. Δεν υπάρχουν αθώοι εδώ μέσα.
- Δεν έκανα τίποτα κακό.
- Μπορεί. Οχι όμως πως είσ’ αθώος. Μα κι έτσι να ‘ναι κανείς δεν σκοτίζεται.
- Τί λές τώρα. Υπάρχει και δικαιοσύνη.
- Οχι δα.
- Το λές έτσι απλά;
- Δεν το λέω εγω. Κανείς δεν νοιάζεται για τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ουτε καν η ίδια φύση
- Μα εγώ πιστεεύω στη δικαιοσύνη κι είμ’ αθώος. Θέλω την ελεευθερία μου.
- Την ελυθερία σου μόνο να σου την πάρουν μπορούν. Να στη δώσει πίσω μπορεί μόνο ο εαυτός σου κι αυτός μόνο αν την θέλεις πραγματικά.
- Πως να μην τη θέλω; Την ελευθερία μου;
- Οι πιό πολλοί δεν την θέλουν. Απλά φωνάζουν για να κερδίζουν πόντους στη διαπραγμάτευση.
- Τη διαπραγμάτευση; Ποιά διαπραγματευση;
- Τι νομίζεις κάνεις εδώ μέσα; Απλά διαπραγματεύεσαι. Τα πάντα. Το φως, τον αέρα, το κορμί σου, τις σκέψεις σου, τα πιστεύω σου, αν έχεις, ότι έχεις και δεν έχεις τέλος πάντων, όλα τα διαπραγματεύεσαι.
- Φίλε είπες ότι θα με βοηθήσεις. Γιατί μ’ απελπίζεις έτσι;
- Εγώ σ’ απελπίζω; Ετσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα εδώ μέσα.
- Μα εγώ ελπίζω. Ακόμη κι αν έκανα κάτι, κάποιος πρέπει να με κάνει να καταλάβω, να με βοηθήσει να αλλάξω, να ξαναβρώ το δρόμο μου.
- Εδώ μέσα κανένας δεν καταλαβαίνει, ούτε μαθαίνει, ούτε καλυτερεύει. Ολα τούτα θέλουν ελευθερία. Απλά, αν είσαι ξύπνιος, κερδίζεις χρόνο στη διαπραγμάτευση, ενώ σχεδιάζεις την επόμενη κίνηση.
- Ποιά κίνηση δεν καταλαβαίνω. Ολο και χειρότερα μεε μπερδεύεις.
- Τι να σου κάνω; Εσύ ζητάς ελευθερία και διακαιοσύνη. Ομως όσοι τ’ απέκτησαν τούτα είναι νεκροί. Ζωή με ελευθερία και διακαιοσύνη απλά δεν υπάρχει σε τούτο το μέρος.
- Φίλε δεν αντέχω άλλο. Θα ουρλιάξω.
- Δεν στο συμβουλεύω.
Ο άλλος αγνόησε την συμβουλή. Κι άρχισε να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε με πάταγο. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τη μπότα να κατευθύνεται στο πρόσωπό του. Και σε εκείνο το κατακλυσμιαίο κλάσμα του δευτερολέπτου, πριν χάσει τις αισθήσεις του, κατάλαβε τα πάντα. Και ούρλιαξε πάλι απελπισμένα.
.............................................
Οταν συνήλθε το φως ήταν άπλετο. Τριγύρω του δεν είδε ούτε τοίχους κελιού, ούτε κάγκελα, ούτε κατάδικους. Απλά ήταν ο κόσμος που ήξερε. Ο κόσμος του. Ο κόσμος μας. Δεν απόρησε.

Από το βιβλίο ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ Α. ΠΑΪΠΕΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ περί τεχνών

Αργυρόκουπα – Λορέντζος Μαβίλης

Κρουσταλένιο, διάφανο, γεμάτο
Απ’ άδολο κρασί που πορφυρίζει,
Με κίνημα θερμό, μ’ αίστημ’ ακράτο
Ενα φτωχό ποτήρι σ’ αντικρύζει,

Σε λαχταράει, σε ‘γγίζει, μα τ’ αφράτο
Πιοτό σαν αίμα χύνεται, σκορπίζει,
Και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτο
Γιατί το σκούντημα σου το τσακίζει.

Και συ στέκεσαι ατάραχη και κρύα,
Αργυρόκουπα πλούσια, ιστορισμένη,
Με την περήφανη σου θεωρία.

Είσαι να σ’ αγαπούν συνηθισμένη,
Στην πικρή της ζωής χαροκοπία
Δε δείχνεις με τι σ’ έχουν γεμισμένη.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Η μυστικότητα στις αποκρυφιστικές αδερφότητες - Dion Fortune

Η γνώση που φυλάσσεται από τις μυστικές αδερφότητες είναι πολύ ισχυρή για να δοθεί ανεξαίρετα προς τα έξω και φυλάγεται όχι σαν ένα βρώμικο εμπορικό μυστικό, αλλά με τον ίδιο τρόπο που διαφυλάσσεται η δυνατότητα εκτέλεσης ιατρικών συνταγών για την ασφάλεια του κοινού. Φυσικά, μπορεί κανείς να ρωτήσει: Αν ο αποκρυφισμός είναι τόσο επικίνδυνος, δε θα ήταν καλύτερα να τον παρατήσουμε ήσυχο; Σε αυτό απαντάμε ότι, αν ένα φάρμακο είναι αρκετά ισχυρό ώστε να δράσει σαν θεραπευτικός παράγοντας, θα είναι αρκετά ισχυρό και για να αναστατώσει την ισορροπία του μεταβολισμού ή να καταστρέψει τους ιστούς, εφόσον δοθεί σε λάθος ασθενή ή σε λάθος δόση. Το ίδιο ισχύει και για την αποκρυφιστική επιστήμη. Επειδή είναι αρκετά ισχυρή ώστε να ανυψώσει το νου σε ανώτερα πεδία συνείδησης, είναι δυνατό κάτω από ακατάλληλες συνθήκες και να τον καταστρέψει. Για παράδειγμα, όταν συνειδητοποιούμε τις απεριόριστεες δυνατότητες του υπνωτισμού, ακόμα και με τον τρόπο που τον εξασκούν οι επαγγελματίες γιατροι, και κατανοούμε ότι δεν είναι παρά μια "διαρροή" από τα Μυστήρια - όπου μια τριήμερη ύπνωση αποτελούσε μέρος της μυητικής τελετουργίας - μπορούμε να συμπεράνουμε πολλά για τις ολέθριες ή θαυματουργές δυνατότητες της αποκρυφιστικής γνώσης αν πέσει σε λάθος χέρια. Η δύναμη που προσφέρει αυτή η γνώση δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή από μόνη της. Μπορεί να γίνει υπηρέτης είτε της αναδημιουργίας είτε της καταστροφής - εξαρτάται αποκλειστικά από τα κίνητρά μας. Μπορείτε, λοιπόν, να κατηγορήσετε τους φύλακες επειδή χρησιμοποιούν κάθε προφυλαχτικό μέτρο, ώστε αυτή η γνώση να φτάνει μονάχα σε καθαρά και έμπιστα χέρια; Να είστε βέβαιοι ότι η μυστικότητα των αποκρυφιστικών σχολών δεν πρόκειται να χαλαρώσει μέχρι να αναγεννηθεί η ανθρωπότητα.


Από το βιβλίο ΥΓΙΗΣ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ
της Dion Fortune
Εκδόσεις ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Μετάφραση Ηλίας Μαμαλης

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Παραμυθία θανάτου - Ευάγγ. Παπανούτσος

Είναι αδύνατον στον άνθρωπο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι φυσική απόληξη της εξατομικευμένης ζωής είναι ο οριστικός αφανισμός της, ο θάνατος. Από τότε που ξύπνησε ο νους του και έθεσε το πρόβλημα, δοκίμασε όλους τους τρόπους για να εξαλείψει ή μαλακώσει αυτή την καταθλιπτική σκέψη, που ύστερα από ορισμένη ηλικία κάνει αφόρητα πικρή τη γεύση της ύπαρξης – μάταια.
Οσο και να προσπάθησαν μάγοι και προφήτες, ποιητές και παραμυθάδες, ονειροπόλοι και φιλόσοφοι να του δώσουν την ελπίδα ότι η ζωή, με την μία μορφή ή την άλλη, συνεχίζεται και πέρα από τον τάφο, ότι μπορεί μάλιστα (αν φανεί φρόνιμος) να είναι και καλύτερη από τα επίγεια, αυτός εξακολουθεί (όπως ομολογεί και ο υμνωδός της Εκκλησίας) «να θρηνεί και να οδύρεται όταν εννοήσει τον θάνατο».
Που σημαίνει όχι όταν καταλάβει τον θάνατο, γιατί αυτός ήταν και μένει ακατάληπτος, αλλά όταν τον βάλει στον νου του. Πως όμως μπορεί να μην τον εννοήσει, αφού από την στιγμή που αισθάνεται το τι γίνεται γύρω του, βλέπει να φεύγουν από τον κόσμο τα αγαπημένα του πρόσωπα, το ένα ύστερα από το άλλο, χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους τίποτε άλλο παρά αναμνήσεις και θλίψη που και αυτή σιγά – σιγά σβήνει.
Παραμυθία λοιπόν δεν υπάρχει, και μόνο θρήνος και οδυρμός μπροστά στο επικείμενο, στο αναποδραστο τέρμα της πορείας

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Αριστούργημα σε μοντέρνα γραμμή - Νίκος Τσιφόρος

Εκείνος ο κύριος είχε εργοστάσιο σαπωνοποιίας.
Η κυρία ήταν απολιφάδι.
Τα σαπούνια εκείνου του κυρίου, τα ρεκλαμάριζαν παντού.
Στην τοιχοκόλληση, στον τύπο, στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση.
Στην τηλεόραση έβγαινε μια τόσο αντιπαθητική μελαχρινή, που δήλωνε με ύφος Οφηλίας, ότι δεν υπάρχει τίποτα τελειότερο από τα σαπούνια "Πλειάδες."
Όποιος έβλεπε τη ρεκλάμα δεν αγόραζε ποτέ Πλειάδες.
Όμως όλα πηγαίνανε καλά.
Η κυρία-απολιφάδι είχε ξεκινήσει από ένα ορεινό χωριό της Θεσσαλίας, με προίκα δική της και με θέα στη θάλασσα, γενική. Δεν είχε τελειώσει όλο το δημοτικό, γιατί στην τελευταία τάξη έβγαλε μαγουλάδες. Έμεινε όμως στο σπίτι και περίμενε να της αγοράσουν ένα πιάνο και να της πάρουν μια δασκάλα της γαλλικής. Δεν της αγοράσανε πιάνο, ήταν πολύ ακριβό. Της αγοράσανε μαντολίνο. Και καμιά δασκάλα της γαλλικής δεν δεχόταν να πάει να κλειστεί σ' ένα χωριό που έστω είχε και θέα προς τη θάλασσα, έτσι άρχισε να μελετάει μόνη της μια 'γαλλική άνευ διδασκάλου', "βου ζ' αβέ λε κανίφ;" "Νο μια ζαι λε κρεγιόν ντε μα τάντ."
Όταν η βιομηχανία σαπώνων "Πλειάδες" έμαθε ότι σ' ένα χωριό του Βόλου υπάρχει μια μεγάλη προίκα, έστω και γνωρίζουσα μαντολίνο, αναστατώθηκε. Προξενήτρες με ψεύτικα δόντια, θείοι απίθανοι, από κείνους που κάνουν μπάνιο κάθε παραμονή Χριστουγέννων και πλένουν τα πόδια τους κάθε Σάββατο δεκαπέντε, φίλοι ένα σωρό κόσμος, έπεσε στη μέση να ενώσεις τις Πλειάδες με το μαντολίνο.
Το κακό είναι ότι τα καταφέρανε.
Στην Αθήνα το σκηνικό. Είκοσι χρόνια γάμου, ο χρόνος.
Ρυτίδες. Αρχές φαλάκρας.
Κοιλιές από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Αλλά η βιομηχανία σάπωνες οι Πλειάδες, πήραν τον ανήφορο. Αποδώ και μπρος μιλούσαν για εκατομμύρια και λέγανε ότι το απολιφάδι κατάγεται από αριστοκρατικήν οικογένεια της Θεσσαλίας, εις την οποίαν κυλούσε από την εποχή της Φραγκοκρατίας, το ευγενικό Αννοβέρικο αίμα των Κατσενέλεβόγκεν.
Τα σαλόνια ανοίξανε. Γιατί τα σαλόνια ανοίγουνε πάντα όταν μεταχειρίζεσαι για κλειδί τα εκατομμύρια.
Η κυρία απολιφάδι δεν ήταν κουτή. Ήταν απλώς περιορισμένη πριν παντρευτεί. Το δεύτερο χρόνο του γάμου της έμαθε να καπνίζει, τον τρίτο να λέει "σιλ βου πλαι" και τον τέταρτο να μετράει αγγλιστί μέχρι το δώδεκα. Αποκεί και πέρα τά 'μπλεκε γιατί ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει το θερτήν από το θέρτυ.
Στα σαλόνια μιλούνε πάντα για ανώτερα πράγματα.
Το τελευταίο πρι γκονκούρ.
Τις μεγάλες επιτυχίες του φον Κάραγιαν στα επίσημα κοντσέρτα.
Μια βραχνάδα που τώρα τελευταία έχει αγκαλιάσει τις φωνητικές χορδές της Μαρίας Κάλας. Τις τελευταίες πουέντες του Νουρέγιεφ. Τις τιμές των πινάκων του Πικασσό, που επιμένει να ζει, και του Μπρακ, που είχε τη φιλοτιμία να πεθάνει. Την χωρητικότητα μιας θαλαμηγού που λέγεται "Χριστίνα", ένα σωρό τέτοια, τρομερά ενδιαφέροντα, που απασχολούνε την παγκόσμια κοινή γνώμη, δακρυσμένη ακόμη από το θάνατο της Τζούντι Γκάρλαντ και τις άτυχες περιπέτειες μιας πρώην αυτοκρατείρας.
Ε, λοιπόν, το απολιφάδι, που δεν το 'πιανε το μάτι σου εδώ και πέντε χρόνια, είχε γίνει άσος και ήταν ενημερωμένη σ' όλα τα θέματα. Για το ζωγράφο ο Μέγας Δουξ, διάβασε όλες τις κριτικές και ενημερώθηκε στην τεχνοτροπία του. Ο ζωγράφος Μέγας Δουξ ήτανε το θέμα της ημέρας στα μεγάλα τζάκια. Είχε αρχίσει να ζωγραφίζει πεταλούδες. Επειδή όμως οι πεταλούδες είναι ζωγραφισμένες από τη φύση, κανείς δεν του έδινε σημασία. Τότε, άρχισε να πίνει κονιάκ. Ένα βράδυ, τέλεια μεθυσμένος, ζωγράφισε ένα μπουκάλι κονιάκ και ένα σπασμένο ποτήρι.
Ανάμεσα στους κριτικους ήταν και κάποιος που του άρεσε το κονιάκ. Έγραψε λοιπόν ένα διθύραμβο.
Ύστερα έπιασε τον Μέγα Δούκα.
"Δεν μπορώ να σας λέω Κλεφτοκατσικάκη, όπως είναι τ' όνομά σας", του δήλωσε. "Πρέπει να βρείτε ένα όνομα μεγαλειώδες που να κάνει εντύπωση στον κόσμο που αγοράζει έργα τέχνης."
Ήπιανε από ένα κονιάκ διπλό, από κείνο της εντριβής. Το κονιάκ ήτανε δυνατό και τους γέμισε εμπνεύσεις.
"Τι θα λέγατε αν σας βάφτιζα Μέγα Δούκα;" είπε ο κριτικός.
Ο Κλεφτοκατσικάκης το βρήκε βυζαντινά θαυμάσιο.
"Μάλιστα."
Κι άρχισε να ζωγραφίζει άρχοντες πάνω στο Βόσπορο.
Δεν είχε πάει ποτέ, αλλά ο Βόσπορος είναι στενό, αφού αποκεί οι αρχαίοι, περνούσαν τα βόδια τους, άλλωστε έτσι πήρε και τ' όνομά του. "Βοός - πόρος".
Έτσι, εφήρμοσε μια τεχνοτροπία στενόμακρη.
Όλοι είπανε.
"Ένας νέος Ελ Γκρέκο."
Και αρχίσανε να του ζητάνε πίνακες.
Ο Μέγας Δουξ, το μόνο που βαριότανε ήταν να ζωγραφίζει.
Άλλωστε, το δικαιολογούσε.
"Ποιος τραπεζικός πάει ευχάριστα στην Τράπεζα; ποιος σιδεράς στο σιδηρουργείο του; Όλοι πηγαίνουν υποχρεωτικά."
Και για να αποφύγει την μεγάλη φασαρία από την μια μεριά, και να μην χάσει τις παραγγελίες από την άλλη, έκανε δηλώσεις.
"Θα προχωρήσω στην μοντέρνα τέχνη."
Ο κριτικός, εκείνος που έπινε το κονιάκ, ενθουσιάστηκε.
"Τώρα μπορώ να σου γράφω ό,τι καλύτερο θέλω", είπε. "Γιατί κανένας δεν καταλαβαίνει από μοντέρνα τέχνη και ό,τι να πω θα το παραδεχθεί."
Και καμάρωσε.
"Έχουμε και μια υπογραφή."
Από τότε, ο Πικασσό και ο Μπρακ γίνανε μικρά κουρελάκια μέσα στην απέραντη κουρελού της τέχνης. Ο Μέγας Δουξ απόκτησε όνομα.
Το μόνο δύσκολο ήτανε να δίνουνε ονομασίες στους πίνακες που ζωγράφιζε.
"Θα μεταχειριστιώ λάδι μπλε και άσπρο", είπε ο Μέγας Δουξ "και θα δώσω στην σειρά το όνομα 'Θαλασσινά'."
Ο κριτικός είχε πιει ένα μπουκάλι των τριών αστέρων.
"Να τα πούμε 'ναϊάδες'", είπε πολύ σοβαρός. Πάντα άμα έπινε ολόκληρο το μπουκάλι σοβαρευόταν.
Όλη η φιλότεχνη Αθήνα μιλούσε σε λίγο για τη σειρά 'ναϊάδες'. Δεν προλαβαίνανε να πουληθούν.
Οι σύζυγοι μόνο γκρινιάζανε.
"Μα πάτε και δίνετε του κόσμου τα χιλιάρικα για πίνακες μπλε και άσπρους;"
"Ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε χρόνια ολόκληρα μόνο με κίτρινο και κόκκινο", απαντούσαν οι κυρίες. "Αλλά τι ξέρετε εσείς παραπάνω από τη δουλειά σας;"
Και οι περισσότερες προσέθεταν περιφρονητικά:
"Χωρικέ!"
Όταν το πράγμα παράγινε, ο Μέγας Δουξ άρχισε να αλλάζει χρώμα. Αν του 'πεφτε πολύ κόκκινο και πολύ κίτρινο, φώναζε το φίλο του τον κριτικό - κονιάκ.
"Θα το πούμε ηλιοβασίλεμα στα νησιά του Πάσχα", έκανε συνοφρυωμένος ο κριτικός.
Κατά βάθος προτιμούσε ένα καλοψημένο πασχαλινό αρνί.
Ο πίνακας όμως πουλιότανε.
Για να γίνεις διάσημος, δεν χρειάζεται παρά να σε πιστέψει η ανθρώπινη βλακεία. Αποκεί και πέρα, όλα είναι εύκολα, πετάς ψηλά και ο κόσμος είναι μαζί σου.
Λέμε.
"Τι καλλιτέχνης!"
Ο καλλιτέχνης βαριέται να πλύνει το σβέρκο του αλλά διατηρεί το ύφος του.
Ο Μέγας Δουξ παρήγγειλε μια κατάμαυρη μπέρτα με κόκκινη φόδρα. Κόκκινη της φωτιάς. Έμοιαζε έτσι με Μεφιστοφελή ή με αληθινό Μέγα Δούκα. Όλοι τον σεβόντουσαν εξαιτίας της μπέρτας.
"Θα ράψω κι εγώ μία", είπε ο κριτικός.
Ο Μέγας Δουξ θύμωσε.
"Δεν μπορούμε να μοιάζουμε σαν ακροβάτες του τσίρκου. Ράψε κάτι άλλο."
Κι άρχισε να ζωγραφίζει με πολλά χρώματα, γιατί κατάλαβε ότι βρίσκεται κάτω από την επιρροή του κριτικού και έχανε έτσι την προσωπικότητά του.
Το σαπούνι Πλειάδες παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξη του χρωστήρος του Μεγάλου Δουκός. Η κυρία, πάντα, ήθελε ένα μεγάλο πίνακα για το δυτικό τοίχο του σαλονιού της, αλλά ο κύριος σκεφτόταν ότι είναι τρομερό να θυσιάσει πεντακόσιες κάσες αρωματικό σαπούνι, από κείνο που κάνει ωραίο δέρμα κατά την τηλεόραση, για να πάρουνε μια φουτουριστική μουτζούρα του Μεγάλου Δουκός.
Είναι παρατηρημένο ότι, όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ κυρίου βιομηχάνου και της κυρίας του, υπερισχύει τελικά πάντα, η γνώμη της κυρίας.
Έτσι, ύστερα από συζητήσεις τριών μηνών η κυρία είπε στον ζωγράφο.
"Μαιτρ, θα έρθω στο ατελιέ σας να διαλέξω ένα πίνακα."
Ο Μαιτρ καταχάρηκε. Ήξερε ότι το σαπούνι Πλειάδες πληρώνει πολύ καλά.
Υποκλίθηκε.
"θα σας περιμένω μαντάμ."
Και αράδιασε τα καλύτερα κομμάτια του, τα φώτισε κατάλληλα και περίμενε.
Είχε αγοράσει και πτι φουρ.
Το απολιφάδι έφθανε στην ώρα του. Κάθισε, θαύμασε όλα αυτά τα εξαιρετικά, ο Μέγας Δουξ και ο κριτικός της σερβίρανε τίτλους "Η Λήδα και ο Κύκνος", "Ο Κύκνος χωρίς τη Λήδα", "Η Λήδα χωρίς τον Κύκνο", τέτοια όσα περνούσαν.
Η κυρία Πλειάδες, τα καμάρωνε όλα και ξαφνικά το μάτι της έπεσε σ' ένα τετράγωνο πανί γεμάτο με όλους τους συνδυασμούς των χρωμάτων.
"Αυτό;" είπε.
Ο Μέγας Δουξ πήγε ν' ανοίξει το στόμα του, αλλά ο κριτικός πρόλαβε και του πάτησε το πόδι.
"Αυτό είναι το καλύτερό του κομμάτι. Πώς το είδατε;"
Η κυρία καμάρωσε.
"Ε, έχω μάτι εγώ. Και πώς λέγεται;"
"Πανσπερμία στη Βαβέλ", έκανε ο κριτικός πολύ σοβαρά.
"Μόνο που είναι ακριβούτσικος."
Την κυρία δεν την ενδιέφερε η τιμή. Άνοιξε την τσάντα της έβγαλε δυο πακέτα των πενήντα και τά 'δωσε χαμογελώντας.
"Κορνιζάρετέ τα και στείλτε τα σπίτι. Εσείς ξέρετε καλύτερα τι κορνίζα του πάει."
Κι έφυγε κατευχαριστημένη.
"Τώρα τι έκανες;" έφριξε ο Μέγας Δουξ στον κριτικό. "Αυτό είναι το πανί που σκουπίζω τα πινέλα μου."
"Και παρ' όλα αυτά είναι το καλύτερό σου έργο", είπε σοβαρά ο κριτικός.
Και το πίστευε.
Ύστερα και οι δυο μαζί, τραβήξανε μπροστά να πιούνε κονιάκ Μαρτέλ. Εκλεκτό.

Από το βιβλίο Άνθρωποι και ανθρωπάκια
εκδ. Ερμής

To video στο τραγούδι των Arcade Fire είναι από την ταινία του Σέρτζιο Λεόνε "Κάποτε στη Δύση" με τους Χένρυ Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον, Τζέϊσον Ρομπαρντς και Κλαούντια Καρντινάλε.