Μερικοί
θρησκειολόγοι και ανθρωπολόγοι
παρατήρησαν, από καιρό, ότι θα ήταν καλό
να αποφεύγει κανείς τη χρήση του όρου
«έκσταση», εξαιτίας της ασάφειάς του.
Πράγματι, ο όρος έκσταση καλύπτει
σημαντικές σφαίρες αρκετά διαφορετικές:
το ίδιο όνομα αποδίδεται σε εμπειρίες
ανόμοιες, όπως εκείνη των διονυσιακών
μυστηρίων στην αρχαία Ελλάδα, εκείνη
των σαμάνων Τονγκού, των αυστραλιανών
medicine-men, των στροβιλιζόμενων δερβισών,
ή της Αγίας Τερέζας της Άβιλα.
Σύμφωνα
με ορισμένους συγγραφείς που την
χρησιμοποιούν ως ισοδύναμη της
«μεταρσίωσης», η λέξη «έκσταση» ορίζει
εμπειρίες και τεχνικές που χαρακτηρίζονται
από μια κοινή κατάσταση «νοητικής
διάσπασης». Σύμφωνα με άλλους, βρίσκει
την εφαρμογή της σε τρεις διαφορετικές
καταστάσεις: «εκείνη του οίστρου,
όπου το υποκείμενο εκτίθεται σε μια ή
περισσότερες παράξενες δραστηριότητες.
Σε εκείνην της υπνωτικής ή διαμεσολαβητικής
μεταρσίωσης,
όπου το υποκείμενο είναι ήρεμο, αν και
πρακτικά ενεργό. Και σ' εκείνη της
καταληψίας,
όπου το υποκείμενο έχει στερηθεί όλες
τις λειτουργίες – ως την αναπνοή και
τον σφυγμό –, σε σημείο που να αποκτά
όψη νεκρού. Ωστόσο, επιστρέφοντας στη
ζωή, δεν του αποκλείεται η δυνατότητα
να διηγηθεί τις αντιλήψεις και τις
γνώσεις του, που απέκτησε δια του
πνεύματος».
Το
ελληνικό ρήμα εξ-ιστάνω (εξιστάω,
εξίστημι), απ' όπου
προέρχεται το ουσιαστικό έκ-σταση,
υποδεικνύει κατ' αρχήν την πράξη της
μετατόπισης,
της μεταφοράς έξω,
της αλλαγής
κάποιου πράγματος ή μιας κατάστασης
πραγμάτων, και εν συνεχεία εκείνες της
εξόδου, της
φυγής, της
απομάκρυνσης,
της εγκατάλειψης
(όπως επίσης και τις πράξεις του
καταλείπειν,
του υποχωρείν,
του απαρνείσθαι,
του αποφεύγειν
κλπ). Το κοινό σημασιολογικό στοιχείο
σε ολόκληρη την λεξικολογική οικογένεια
είναι εκείνο του αποχωρισμού,
κάποτε μάλιστα και του εκφυλισμού.
Επομένως το ουσιαστικό έκ-στασις
θα σημαίνει μετατόπιση, αλλαγή,
παρέκκλιση, εκφυλισμό, αλλοτρίωση,
ταραχή, παραλήρημα, αποχαύνωση, ερεθισμό
που προκαλείται από μεθυστικά ποτά.
Το ευρύτατοσημαντικό πεδίο της λέξης
αναφέρεται στην ιδέα της διάζευξης,
με την ψυχοκοινωνιολογική επέμβαση
του: «βγαίνω από τα πλαίσια που, σε
δεδομένες ιστορικές περιστάσεις,
ρυθμίζουν τα κριτήρια του φυσιολογικού».
Πάντως, φαίνεται πως η υπόθεση του R.
Rohde, σύμφωνα με την οποία έκστασις
θα εσήμαινε, στην αρχαία Ελλάδα, τον
αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν
έχει καμιά φιλολογική βάση. «Η λέξη
ορίζει νοητικές παρεκκλίσεις, λιγότερο
ή περισσότερο τονισμένες, ωστόσο δεν
εμφανίζεται ποτέ στα κείμενα που θα
περίμενε κανείς, αν ο Rohde είχε δίκιο».
Οπωσδήποτε,
όμως, η εμπειρία του χωρισμού της ψυχής
από το σώμα, είναι οικεία στην αρχαία
Ελλάδα. Αυτό, προφανώς, προϋποθέτει μια
κάποια αντίληψη, ρητή ή σιωπηρή
της ψυχής και των
σχέσεών της με το σώμα. Έγιναν προσπάθειες
εφαρμογής στις – προγενέστερες του 5ου
αιώνα – ελληνικές δοξασίες, των
κατηγορημάτων που εδραίωσε ο Σουηδός
E. Arbman και που ακολούθησαν οι μαθητές
του A. Hultkranz και J. Paulson. Ο Arbman διακρίνει
δύο είδη ψυχών, την σωματική ψυχή,
που αποκλειστική της ενέργεια είναι να
διατηρεί τις ζωτικές λειτουργίες του
ζώντος, και την ελεύθερη ψυχή,
που μπορεί να εγκαταλείψει το σώμα σε
κατάσταση καταληψίας ή ασυνειδήτου
(μεταρσίωσης). Οι αντιλήψεις της σουηδικής
σχολής κατακρίθηκαν από τον H. Fischer, που
προτιμά τον όρο Traumego
από την Ελεύθερη ψυχή του
Arbman. Ωστόσο, ο J. Bremer παρατήρησε πως το
traumego δεν
αρμόζει στις σφαίρες όπου το όνειρο
παίζει δευτερεύοντα ρόλο στον σχηματισμό
των αντιλήψεων της ψυχής, όπως στην
Αρχαία Ελλάδα. Γι' αυτό διαλέγει κι
εκείνος, σε τελευταίο στάδιο, τα
κατηγορήματα του Arbman, του Hultkranz και του
Paulson.
Ένα
άλλο ερώτημα που συζητείται από τους
ανθρωπολόγους που δεν διαφοροποιούν
την «έκσταση» από τον «οίστρο» είναι
το εξής: πως είναι θεωρητικά δυνατός ο
οίστρος μέσω της «απώλειας της ψυχής»
(soulloss) και της
υποκατάστασής της από τα πνεύματα, ή
χωρίς την απώλεια της ψυχής; Ή διαφορετικά:
κάθε οίστρος προϋποθέτει μια προγενέστερη
ή στιγμιαία «αποιστρηλάτιση» του είναι;
Η θεωρία του Βέλγου L. De Heusch, που
αιτιολογημένα καταρρίπτεται από τον
I.M. Lewis, παρατηρεί ότι αυτή η εμπειρική
εξήγηση εφαρμόζεται μονάχα σ' ένα
περιορισμένο αριθμό πολιτισμών.
Υπενθυμίσαμε
τα ανωτέρω για να διευκρινήσουμε, και
μόνο, ότι πρόθεσή μας είναι η τήρηση
μιας συνετής απόστασης ως προς αυτό το
θέμα, χωρίς ωστόσο να το αγνοήσουμε
εντελώς. Στην αρχαία Ελλάδα, δεν υπάρχει
θεωρία συναφής με την «ελεύθερη ψυχή»
ή το «traumego». Αντίθετα, υπάρχει μια
πλουσιότατη και πολύ χαρακτηριστική
φαινομενολογία της έκστασης. Τέλος,
μεταξύ των τάξεων των ελλήνων εκστατικών,
η μοναδική που θα παρουσιάσει για μας
ενδιαφέρον σ' αυτό το έργο – εκείνη που
αναφέρεται στον Υπερβόρειο Απόλλωνα
–, χαίρει ειδικής θέσης απέναντι στις
γενικές δομές του οίστρου (κεφ. Ι κατωτ.).
Η
ελληνική παράδοση του απολλωνείου
εκστατισμού, που εμφανίζει πάμπολλες
αναλογίες με τον σαμανισμό της κεντρικής
και βορείου Ασίας, παρουσιάζει έναν
τύπο προσώπου:
τον ιατρομάντη,
τον έλληνα medicine-man,
ικανό για όλους τους άθλους των ασιατών,
αμερικανών, ή αυστραλών συναδέλφων του.
Μεταξύ αυτών των άθλων, ιδιαίτερη σημασία
έχει το εκστατικό ταξίδι. Απ' αυτό
απορρέει ένας ειδικός τύπος αφήγησης,
που μεταβιβάζει τα οράματα και τις
γνώσεις που απέκτησε ο ιατρομάντης στο
υπερπέραν. Ίχνη αυτών των αποκαλύψεων
βρίσκονται σε αποσπάσματα του Εμπεδοκλή,
του Παρμενίδη, του Αριστέα κ.α. Ξεκινώντας
από την ίδια ιδεολογία, ο Πλάτων θεμελιώνει
την αποκάλυψη του Ηρός στο Χο βιβλίο
της Πολιτείας,
όπου το χαρισματικό πρόσωπο του ιατρομάντη
αντικαθίσταται από έναν ακούσιο
εκστατικό. Ο κλασικός
ιατρομάντης δεν διέθετε πάντοτε την
ευχέρεια ελέγχου των εκστάσεών του.
Ωστόσο, κατά γενικό κανόνα, αυτή η
κατηγορία προσώπων υποτίθεται πως
εξουσίαζε, τρόπο τινά, τα γεγονότα. Ο
συμπτωματικός εκστατικός του Πλάτωνα
αντιπροσωπεύει μια καινοτομία μέσα στο
ίδιο σχήμα.
IOAN
P. COULIANO
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΛΗΔΑΣ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1986
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου