Είμαι πάνω στο
κάρο, φορτωμένος μαζί με άλλα πράγματα
που έχουν προορισμό τη Μακεδονία. Ο
αμαξάς λαγοκοιμάται. Ευτυχώς μερικά
σύννεφα μετριάζουν την ανυπόφορη ζέστη.
Μετρώ τις ερμαϊκές στήλες στην άκρη του
δρόμου. Ο φαλλός αποτρέπει τους εχθρούς
από το να εισβάλλουν στην πόλη.
Όμως είναι θέμα
χρόνου. Η Αθήνα έχει ξεφτίσει. Η παλιά
της δόξα, μια πικρή ανάμνηση για τους
γέρους, δε σημαίνει τίποτα για τους
νεότερους που περνάνε τη μέρα τους στην
παλαίστρα. Έχω χρόνια να πάω. Ακόμα
ταγγίζει στην όσφρησή μου το αραβικό
λάδι με το οποίο αλείφουν τα κορμιά. Η
άμμος κολλάει επάνω τους και τα κάνει
να γυαλίζουν. Ο έρωτας δε σήμαινε πολλά
πράγματα για μένα. Η σπηλιά μου στη
Σαλαμίνα, το πιθάρι όπου κούρνιαζα να
κοιμηθώ κι ο μαύρος γάτος με τα χρυσά
μάτια. Ιδού ο κόσμος μου! Αυτή είναι η
τελευταία ανάμνηση που παίρνω φεύγοντας
από την Αθήνα. Ο γάτος κουρνιάζει στα
πόδια μου, ανήσυχος, δεν του αρέσουν οι
μετακινήσεις. Είναι πολύ γέρος όμως πια
για να το σκάσει. Έτσι δεν έχει άλλη
επιλογή από το να μ' ακολουθήσει. Τι θα
βρούμε άραγε στην αυλή του Αρχέλαου; Η
καρδιά μου σφίγγεται που αναγκάζομαι
να γίνω τώρα στα γεράματα γελωτοποιός
ενός βασιλιά! Δε λέω, με γέμισε δώρα και
υποσχέσεις με τους πρεσβευτές του. Η
τραγωδία έγινε μόδα στο Βορρά, τώρα που
αργοπεθαίνει στην κοιτίδα της, στο
αρχαίο θέατρο του Διονύσου... Πόσες
πίκρες αλλά και πόσες χαρές.
Οι
απογοητεύσεις δεν θα με κάνουν να ξεχάσω
την Αυγή πάνω από τον Υμηττό και το
πλήθος που μαζεύεται φωνασκώντας –
μερικοί διαπληκτίζονται κιόλας, άλλοι
έρχονται στα χέρια – οι συζητήσεις
δίνουν και παίρνουν για το τι ετοιμάζει
πάλι ο αιρετικός τους τραγικός. Ανάμεσα
στους εχθρούς μου κι ο Αριστοφάνης.
Πρώτος-πρώτος, κρατάει σημειώσεις για
την επόμενη κωμωδία του. Ο αντιγραφέας!
Συγγραφέας με ξένα κόλλυβα. Τα μισά του
έργα παρωδούν τις τραγωδίες μου. Κι ο
κόσμος γελάει είτε από άγνοια είτε από
χαιρεκακία είτε από υπολογισμό. Οι
χωριάτες! Παλιά οι κωμικοί τους πέταγαν
σύκα και ρεβίθια και κουκιά για να τους
αποσπάσουν τις επευφημίες και να
επηρεάσουν τους κριτές. Τώρα που
εκλεπτύνθηκαν – ας πούμε – τα γούστα
του κοινού είναι της μόδας να διακωμωδούν
τον Ευριπίδη και τους σοφιστές. Κάποιοι
από αυτούς με θαυμάζουν, λέει. Ο Σωκράτης
είναι φανατικός αναγνώστης μου και μου
έστειλε πολλές φορές μηνύματα μ' ωραίους
μαθητές του να πάω να τον συναντήσω.
Είμαι τόσο μονήρης κι είναι τόσο σύντομη
η ζωή για το έργο μου. Δεν έχω χρόνο για
τέτοιες πολυτέλειες. Το έργο μου... που
με τριβελίζει χρόνια τώρα θέλω να λέγεται
«Πενθέας». Θα δούμε... αν θα προλάβω να
το τελειώσω πριν πεθάνω. Σίγουρα ο
Αρχέλαος θα με βάλει να γράψω μια τραγωδία
που να ηρωοποιεί αυτόν και τους προγόνους
του. Κι οι νόμοι της φιλοξενίας θα μ'
αναγκάσουν να υποκύψω. Ο καθένας δίνει
ό,τι έχει. Και το περιττό χάνεται στη
χοάνη του Χρόνου μαζί με άλλα άχρηστα
πράγματα.
Αχ, πως θα 'θελα να μην είχα
αυτό το χάρισμα: της καθαρής όρασης.
Είναι στιγμές μετά από επώδυνη μοναξιά,
που έχουν περάσει μέρες και δεν έχω
ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα με ζωντανό,
τότε η ακοή μου οξύνεται κι όχι μόνο η
ακοή. Ακούω και βλέπω πράγματα που δεν
υπάρχουν. Πολιτείες μαγικές, του
παρελθόντος ή του μέλλοντος. Κάποιοι
ανεβάζουν τα έργα μου σε μια γλώσσα που
δεν καταλαβαίνω. Μερικές φορές γελάω
γιατί αναγνωρίζω κάποιες από τις ηρωίδες
μου κι αναρωτιέμαι τι να σημαίνουν άραγε
αυτά τα κινήματα και τα ξεσπάσματά τους.
Και γιατί παίζουν χωρίς μάσκα; Και γιατί
τη νύχτα και όχι με το φως της μέρας; Το
κοινό είναι καλύτερο. Ακούει προσεκτικά
καπνίζοντας και στο τέλος χειροκροτεί
μανιασμένο. Αν είχα αυτό το κοινό στον
καιρό μου δεν θα έχανα ούτε ένα βραβείο.
Τέλος πάντων. Πέρασαν αυτά. Ο γάτος
μπήγει το νύχι του στο πόδι μου κ ιη
ραχοκοκκαλιά του σπαρταράει. Θα βλέπει
εφιάλτη. Το κακόμοιρο! Πρόσφυγας στα
γεράματά του! Κακόμοιρος κι εγώ! Ας γείρω
να κοιμηθώ μήπως μεταφερθώ πάλι στη
σπηλιά μου. Να μ' επισκέπτονται το κύμα
και οι πεταλούδες, να κρυφακούω στα
κοχύλια τη γέννηση του σύμπαντος Κόσμου
και να πονώ όσο δεν πόνεσε ποτέ κανείς.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΜΠΟΥΡΑΣ
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΩΔΩΝΗ 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου