Είναι νύχτα. Η νταντά Βάρια, κορίτσι
δεκατριών χρονών, κουνάει το μωρό στην
κούνια, και με φωνή που μόλις ακούγεται
μουρμουρίζει:
Νανι, νάνι το μικράκι,
Θα του πω ένα τραγουδάκι…
Μπροστά στο εικόνισμα καίει μια πράσινη
καντήλα. Απ’ τη μια άκρη της κάμαρης ως
την άλλη, είναι τεντωμένο ένα σκοινί με
κρεμασμένες φασκιές κι ένα μεγάλο μαύρο
παντελόνι. Από το φως της καντήλας
σχηματίζεται στο ταβάνι μια μεγάλη
πράσινη κηλίδα κι οι φασκιές με το
παντελόνι ρίχνουν μακριές σκιές στο
τζάκι, στην κούνια, στη Βάρια… Όταν το
φως της καντήλας τρεμοσβήνει, η κηλίδα
κι οι σκιές ζωντανεύουν και κουνιούνται
σα να φυσάει άνεμος. Στην κάμαρη η
ατμόσφαιρα είναι ασφυκτική και μυρίζει
λαχανόσουπα και πετσιά.
Το μωρό κλαίει. Έχει πια βραχνιάσει κι
απόκαμε από το κλάψιμο, αλλά δεν παύει
ολοένα να φωνάζει, κι άγνωστο είναι πότε
θα ησυχάσει. Κι όμως, η Βάρια θέλει να
κοιμηθεί. Τα μάτια της σφαλνούνε, το
κεφάλι της σέρνεται προς τα κάτω, ο
λαιμός της πονάει. Δεν μπορεί να κουνήσει
ούτε τα βλέφαρα ούτε τα χείλη, και της
φαίνεται πως το πρόσωπό της στέγνωσε
και ξύλιασε, πως το κεφάλι της έγινε
μικρό σαν κεφαλάκι καρφίτσας.
-Νάνι, νάνι το μικράκι – μουρμουρίζει
– θα του κάνω πιλαφάκι…
Μέσα στη θερμάστρα φωνάζει ένας γρύλος.
Στη διπλανή κάμαρη, πίσω από την πόρτα,
ροχαλίζουν τ’ αφεντικό κι ο Θανάσης, ο
κάλφας… Η κούνια τρίζει λυπητερά, η
Βάρια μουρμουρίζει, κι όλ’ αυτά ενώνονται
σε μια νυχτερινή νανουριστική μουσική,
που έτσι γλυκά την ακούει κανείς όταν
είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Τώρα όμως
η μουσική αυτή ερεθίζει και τυραννεί,
γιατί της αυξάνει τη νύστα ενώ δε γίνεται
να κοιμηθεί. Αν – που ο Θεός να μην το
δώσει – αποκοιμιότανε η Βάρια, τ’
αφεντικά της θα την έσπαζαν στο ξύλο.
Η καντήλα τρεμοσβήνει. Η πράσινη κηλίδα
κι οι σκιές κουνιούνται, χώνονται στα
μισοσφαλισμένα ακίνητα μάτια της Βάριας
και προκαλούν στο μισοκοιμισμένο μυαλό
της θολά όνειρα. Βλέπει μαύρα σύννεφα
που τρέχουν το ‘να κατόπι του άλλου
στον ουρανό και φωνάζουν σα μωρό. Μα να,
φύσηξε αέρας, τα σύννεφα χάθηκαν κι η
Βάρια βλέπει ένα πλατύ λιθόστρωτο,
σκεπασμένο με νερουλή λάσπη, μια σειρά
από κάρα, ανακατωμένους ανθρώπους με
δισάκια στις πλάτες, και κάτι σκιές που
πηγαίνουν πίσω μπρος, από τις δύο μεριές,
ανάμεσα στην κρύα και σκυθρωπή ομίχλη.
Φαίνονται δάση. Ξαφνικά οι άνθρωποι με
τα δισάκια πέφτουν καταγής στη νερουλή
λάσπη.
-Γιατί πέσανε; - ρωτά η Βάρια.
-Να κοιμηθούνε, να κοιμηθούνε! – της
αποκρίνονται.
Και βυθίζονται σε ύπνο βαθύ, κοιμούνται
γλυκά, ενώ στα σύρματα του τηλέγραφου
κάθονται κουρούνες και τσίχλες, που
φωνάζουν σα μωρό και προσπαθούν να τους
ξυπνήσουν.
-Νάνι, νάνι το μικράκι, θα του πω ένα
τραγουδάκι… - μουρμουρίζει η Βάρια και
βλέπει τώρα τον εαυτό της μέσα σε μια
σκοτεινή, πνιγερή καλύβα.
Στο πάτωμα στριφογυρίζει ο μακαρίτης
ο πατέρας της, Εφήμ Στεπάνωφ. Δεν τον
βλέπει, ακούει όμως πως κυλιέται στο
πάτωμα απ’ τον πόνο κι αναστενάζει.
Πάσχει, όπως λέει, από «σπάσιμο». Ο πόνος
είναι τόσο δυνατός, που δεν μπορεί να
προφέρει ούτε λέξη, παρά ρουφάει μονάχα
αέρα και τα δόντια του χτυπούν γρήγορα
σαν τούμπανο.
-Μπου-μπου-μπου-μπου…
Η μητέρα της, η Πελαγία, έτρεξε στην
έπαυλη να πει στους κυρίους πως ο Εφήμ
πεθαίνει. Είναι πια πολλή ώρα που έφυγε
κι έπρεπε να είχε γυρίσει. Η Βάρια,
ξαπλωμένη πάνω στο τζάκι, δεν κοιμάται
κι ακούει το «μπου-μπου-μπου» του πατέρα
της. Μα να, ακούγεται κάποιος να έχει
φτάσει με άμαξα στην καλύβα. Οι κύριοι
έστειλαν ένα νέο γιατρό, που τους είχε
έρθει μουσαφίρης απ’ την πόλη. Ο γιατρός
μπαίνει στην καλύβα. Δε φαίνεται στο
σκοτάδι, ακούγεται όμως να βήχει, και
χτυπάει την πόρτα.
-Ανάψτε φως – λέει ο γιατρός.
-Μπου-μπου-μπου… - αποκρίνεται ο Εφήμ.
Η Πελαγία ορμάει στο τζάκι και ζητάει
να ‘βρει την κεραμίδα με τα σπίρτα.
Περνάει ένα λεπτό σιωπής. Ο γιατρός
βγάζει βιαστικά από την τσέπη του κι
ανάβει δικό του σπίρτο.
-Αμέσως αφεντικό, αμέσως – λέει η Πελαγία
ορμώντας έξω απ’ την καλύβα, και σε
λιγάκι γυρίζει μ’ ένα αποκέρι.
Τα μάγουλα του Εφήμ είναι τριανταφυλλιά,
τα μάτια του λάμπουν και το βλέμμα του
είναι τόσο διαπεραστικό, που θαρρείς
πως ο Εφήμ βλέπει πέρα πέρα και την
καλύβα και το γιατρό.
-Ε, τι έχεις; Τ’ είν’ αυτό που ‘βαλες
στο νου σου; - λέει ο γιατρός και σκύβει
στον Εφήμ. Ε, ε! Είναι καιρός που το ‘παθες
αυτό;
-Τι πράμα; Ήρθε η ώρα να πεθάνω, εξοχότατε…
Δε θα ζήσω πια…
-Άσε τις ανοησίες… Θα σε γιατρέψουμε!
-Όπως αγαπάτε εξοχότατε, ευχαριστούμε
πολύ. Μα καταλαβαίνουμ’ εμείς… Σαν
έρθει ο χάρος τι να γίνει;
Ο γιατρός καταγίνεται με τον Εφήμ ένα
τέταρτο της ώρας. Ύστερα σηκώνεται και
λέει:
-Τίποτα δεν μπορώ να κάνω… Πρέπει να
πας στο νοσοκομείο να σου κάνουν
εγχείρηση. Να πας αμέσως! Χωρίς άλλο να
πας! Είναι λιγάκι αργά κι όλοι πια θα
κοιμούνται στο νοσοκομείο, μα δεν
πειράζει, θα σου δώσω ένα μπιλιετάκι.
Ακούς;
-Μα πως θα πάει, αφεντικό; - λέει η Πελαγία.
Δεν έχουμε άλογο.
-Δεν πειράζει, θα παρακαλέσω τους κυρίους
να δώσουν άλογο.
Ο γιατρός φεύγει, το κερί σβήνει κι
ακούγεται πάλι το «μπου-μπου-μπου…».
Ύστερ’ από μισή ώρα, κάποια άμαξα
πλησιάζει στην καλύβα. Οι κύριοι έστειλαν
κάρο για να πάνε τον Εφήμ στο νοσοκομείο.
Ο Εφήμ ετοιμάζεται να φύγει…
Μα να, φτάνει το πρωί ωραίο και φωτεινό.
Η Πελαγία δεν είναι σπίτι. Πήγε στο
νοσοκομείο να μάθει τι κάνει ο Εφήμ.
Κάπου κλαίει ένα μωρό και η Βάρια ακούει
κάποιον να τραγουδάει με τη φωνή της:
-Νάνι, νάνι το μικράκι, θα του πω ένα
τραγουδάκι…
Γυρίζει η Πελαγία, κάνει το σταυρό της
και ψιθυρίζει:
-Τη νύχτα τονε βόλεψαν, και κοντά να
ξημερώσει ξεψύχησε… Αιωνία του η μνήμη,
ο Θεός να αναπάψει την ψυχή του… Λένε
πως ήταν αργά, τον παραμελήσαμε… Έπρεπε
νωρίτερα…
Η Βάρια πηγαίνει στο δάσος, κάθεται κει
και κλαίει, μα ξαφνικά κάποιος τη χτυπάει
στο σβέρκο με τόση δύναμη, που το μέτωπό
της χτυπάει στη σημύδα. Σηκώνει τα μάτια
και βλέπει μπροστά της το αφεντικό της,
τον παπουτσή.
-Τι κάνεις, βρε ψωριάρα; - της λέει. Το
παιδί κλαίει και συ κοιμάσαι;
Την πιάνει δυνατά απ’ τ’ αυτί και την
τραβάει, κι εκείνη ανατινάζει το κεφάλι
της, κουνάει την κούνια και μουρμουρίζει
το τραγούδι της. Η πράσινη, κηλίδα, κι
οι σκιές του παντελονιού και των φασκιών
κουνιούνται, της γνέφουν, και γρήγορα
πάλι κατακτούν το μυαλό της. Ξαναβλέπει
το λιθόστρωτο με τη νερουλή λάσπη. Οι
άνθρωποι με τα δισάκια στις πλάτες κι
οι σκιές, ξαπλωμένοι, κοιμούνται βαθιά,
κι όσο τους βλέπει η Βάρια, τόσο περισσότερο
θέλει να κοιμηθεί. Θα πλάγιαζε με λαχτάρα,
μα η μητέρα της, η Πελαγία, περπατάει
δίπλα της και την τραβολογάει. Πηγαίνουν
βιαστικές κι οι δυό στην πόλη να
ζητιανέψουν.
-Κάμετε ελεημοσύνη για την αγάπη του
Χριστού! – παρακαλεί η μητέρα τους
διαβάτες. Κάμετε έλεος, άρχοντες!
-Φερ’ εδώ το παιδί! – της αποκρίνεται
κάποια γνώριμη φωνή. Δωσ’ εδώ το παιδί!
– ξαναλέει η ίδια φωνή, αλλά τώρα θυμωμένα
κι απότομα. Κοιμάσαι, σιχαμένη.
Η Βάρια αναστενάζει, κοιτάζει γύρω και
καταλαβαίνει τι τρέχει. Δεν υπάρχει
ούτε λιθόστρωτο, ούτε Πελαγία, ούτε
διαβάτες, παρά μονάχα στέκεται στη μέση
της κάμαρης η νοικοκυρά, που ήρθε να
βυζάξει το μωρό της. Σ’ όλο το διάστημα
που η χοντρή νοικονυρά βυζαίνει και
καταπραϋνει το μωρό, η Βάρια στέκεται
και την κοιτάζει περιμένοντας πότε θα
τελειώσει. Έξω απ’ τα παράθυρα η
ατμόσφαιρα αρχίζει πια να ξανοίγει, οι
σκιές κι η πράσινη κηλίδα στο ταβάνι
χλομιάζουν. Γρήγορα θα ξημερώσει.
-Πάρ’ το! – λέει η νοικοκυρά και κουμπώνει
την πουκαμίσα της στο στήθος. Το μωρό
κλαίει. Χωρίς άλλο το μάτιασαν…
Η Βάρια παίρνει το μωρό, το βάζει στην
κούνια και ξαναρχίζει να το κουνάει. Η
πράσινη κηλίδα κι οι σκιές λίγο λίγο
χάνονται και δεν υπάρχει πια τίποτα να
χωθεί στο κεφάλι της και να σκοτίσει το
μυαλό της. Κι όμως, όπως πριν, θέλει να
κοιμηθεί. Αχ πως θέλει να κοιμηθεί,
τρομάρα της! Η Βάρια ακουμπάει το κεφάλι
της στην άκρη της κούνιας και κουνιέται
μ’ όλο το κορμί της για να νικήσει τον
ύπνο, αλλά τα μάτια της σφαλνούνε και
το κεφάλι της είναι βαρύ.
-Βάρια, άναψε το τζάκι! – ακούγεται πίσω
απ’ την πόρτα η φωνή του αφεντικού.
Δηλαδή, είναι πια καιρός να σηκωθούν
και ν’ αρχίσουν τη δουλειά. Η Βάρια
αφήνει την κούνια και τρέχει στην αποθήκη
για ξύλα. Είναι όλο χαρά. Όταν κανείς
τρέχει ή περπατάει, δεν θέλει τόσο να
κοιμηθεί όπως όταν κάθεται. Φέρνει τα
ξύλα, ανάβει το τζάκι κι αισθάνεται πως
το ξυλιασμένο πρόσωπό της παίρνει ζωή
και ξανοίγουν οι σκέψεις της.
-Βάρια, βάλε το σαμοβάρι! – φωνάζει η
νοικοκυρά.
Η Βάρια κόβει πελεκούδια, αλλά, μόλις
προφθάνει να τ’ ανάψει και να τα βάλει
στο σαμοβάρι, ακούγεται νέα διαταγή!
-Βάρια, πάστρεψε τις γαλότσες τ’
αφεντικού!
Κάθεται στο πάτωμα, καθαρίζει τις
γαλότσες και συλλογιέται πως θα ‘τανε
καλά να ‘χωνε το κεφάλι της μεσ’ στη
μεγάλη και βαθιά γαλότσα και να κοιμηθεί
μέσα σ’ αυτή λιγάκι… Και ξαφνικά η
γαλότσα μεγαλώνει, φουσκώνει, γεμίζει
όλη την κάμαρη κι απ’ το χέρι της Βάριας
ξεφεύγει η βούρτσα. Αμέσως όμως ανατινάζει
το κεφάλι της, τεντώνει τα μάτια της και
προσπαθεί να βλέπει έτσι που τ’
αντικείμενα να μη μεγαλώνουν και να μην
κουνιούνται στα μάτια της.
Η Βάρια πλένει την εξωτερική σκάλα –
τι θα πουν οι πελάτες;
Η Βάρια πλένει και την εσωτερική σκάλα,
συγυρίζει τις κάμαρες, ύστερα ανάβει
το άλλο τζάκι και τρέχει στο μπακάλικο.
Δουλειά πολλή κι ούτε στιγμή ελεύθερη.
Μα το χειρότερο απ’ όλα είναι να στέκεται
σ’ ένα μέρος μπρος στο τραπέζι της
κουζίνας και να παστρεύει πατάτες. Το
κεφάλι της σέρνεται προς το τραπέζι, η
πατάτα σουφρώνει στα μάτια της, το
μαχαίρι ξεφεύγει απ’ τα χέρια της, ενώ
η χοντρή νοικοκυρά περπατάει θυμωμένη
με ανασκουμπωμένα χέρια και μιλάει τόσο
δυνατά, που βουίζουν τ’ αυτιά της. Το
ίδιο βασανιστικό είναι να υπηρετεί στο
τραπέζι, να πλένει, να ράβει… Έρχονται
στιγμές που θέλει να ξαπλωθεί στο πάτωμα
και να κοιμηθεί, χωρίς να δώσει προσοχή
σε τίποτα.
Η μέρα περνάει. Όσο βλέπει τα παράθυρα
να σκοτεινιάζουν, η Βάρια σφίγγει τ’
αποναρκωμένα μηλίγγια της, και χαμογελάει
χωρίς να ξέρει κι η ίδια το γιατί. Το
βραδινό σκοτάδι της χαϊδεύει τα μάτια,
που σφαλνούνε, και της υπόσχεται γρήγορο,
βαθύ ύπνο. Το βράδυ έρχονται στ’ αφεντικά
επισκέψεις.
-Βάρια, βάλε το σαμοβάρι! – φωνάζει η
νοικοκυρά.
Το σαμοβάρι των αφεντικών είναι μικρό,
και για να πιουν οι μουσαφίρηδες τσάι,
αναγκάζεται να ζεστάνει πέντε φορές.
Ύστερ’ από το τσάι, η Βάρια στέκεται
ολάκερη ώρα σ’ ένα μέρος, κοιτάζει τους
μουσαφίρηδες και περιμένει διαταγές.
-Βάρια, τρέξε ν’ αγοράσεις τρεις μποτίλιες
μπίρα!
Πετιέται από τη θέση της και προσπαθεί
να τρέξει όσο μπορεί πιο γρήγορα, για
ν’ αποδιώξει τον ύπνο!
-Βάρια, τρέξε να πάρεις βότκα! Βάρια, που
‘ναι το τιρμπουσόνι; Βάρια, πάστρεψε
τις σαρδέλες!
Μα να, τέλος πάντων, οι μουσαφίρηδες
έφυγαν, σβήνουν τα φώτα, και τ’ αφεντικά
πηγαίνουν να κοιμηθούν.
-Βάρια, κούνησε το παιδί! – αντηχεί η
στερνή διαταγή.
Στο τζάκι φωνάζει ο γρύλος. Η πράσινη
κηλίδα στο ταβάνι κι οι σκιές του
παντελονιού και των φασκιών ξαναχώνονται
στα μισανοιγμένα μάτια της Βάριας,
γνέφουν και σκοτίζουν το κεφάλι της.
-Νάνι, νάνι το μικράκι – μουρμουρίζει
– θα του πω ένα τραγουδάκι…
Το μωρό φωνάζει κι αποκάνει απ’ τις
φωνές. Η Βάρια ξαναβλέπει το λασπωμένο
λιθόστρωτο, τους ανθρώπους με τα δισάκια,
την Πελαγία, τον πατέρα της Εφήμ. Όλα τα
νιώθει, όλους τους αναγνωρίζει, μόνο
που δεν μπορεί, μισοκοιμισμένη όπως
είναι να καταλάβει τη δύναμη εκείνη που
της δένει χέρια και πόδια, την πιέζει
και την εμποδίζει να ζήσει. Βλέπει γύρω
της, ζητάει τη δύναμη να ελευθερωθεί
απ’ αυτά, μα δεν τη βρίσκει. Στα ύστερα,
καταβασανισμένη, βάζει όλες τις δυνάμεις
της, βλέπει απάνω την πράσινη κηλίδα
που κουνιέται, αφουγκράζεται τη φωνή
και βρίσκει τον εχθρό που την εμποδίζει
να ζήσει.
Ο εχθρός είναι το μωρό.
Γελάει. Απορεί πως δεν μπόρεσε νωρίτερα
να καταλάβει τέτοιο μικρό πράγμα. Η
πράσινη κηλίδα, οι σκιές κι ο γρύλος
επίσης, φαίνεται, γελούνε κι απορούν.
Μια παραίσθηση την κυριεύει. Σκέφτεται
καθώς κάθεται στο σκαμνάκι, κι όλη
χαμόγελο, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα
μάτια, περπατάει στην κάμαρη. Ευχαριστιέται,
ηδονίζεται με την ιδέα πως αμέσως θα
ελευθερωθεί απ’ το μωρό, που της δένει
χέρια και πόδια… Να σκοτώσει το μωρό,
κι ύστερα να κοιμηθεί, να κοιμηθεί…
Με γέλιο γνέφει και ακουμπάει η Βάρια
με το δάχτυλό της την πράσινη κηλίδα,
σιμώνει σιγά σιγά την κούνια και σκύβει
στο μωρό, το πνίγει, και με γρηγοράδα
πλαγιάζει στο πάτωμα, γελάει απ’ τη
χαρά της που μπορεί να κοιμηθεί, κι
ύστερα από ένα λεπτό κοιμάται πια βαθιά,
σαν πεθαμένη…
Anton Chekhov
Η ΠΡΟΙΚΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Κ. Σ. ΚΟΚΟΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου