.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

In lieblicher Bläue / ΣΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΓΑΛΑΖΙΟ - Friedrich Hölderlin



In lieblicher Bläue blühet
mit dem metallenen Dache der Kirchthurm. Den umschwebet
Geschrei der Schwalben, den umgiebt die rührendste Bläue.
Die Sonne gehet hoch darüber und färbet das Blech,
im Winde aber oben stille krähet die Fahne.
Wenn einer unter der Glocke dann herabgeht, jene Treppen,
ein stilles Leben ist es, weil,
wenn abgesondert so sehr die Gestalt ist,
die Bildsamkeit herauskommt dann des Menschen.
Die Fenster, daraus die Glocken tönen, sind wie Thore an Schönheit.
Nemlich, weil noch der Natur nach sind die Thore,
haben diese die Ähnlichkeit von Bäumen des Walds.
Reinheit aber ist auch Schönheit.
Innen aus Verschiedenem entsteht ein ernster Geist.
So sehr einfältig aber die Bilder, so sehr heilig sind die, daß
man wirklich oft fürchtet, die zu beschreiben.
Die Himmlischen aber, die immer gut sind,
alles zumal, wie Reiche, haben diese, Tugend und Freude.
Der Mensch darf das nachahmen.
Darf, wenn lauter Mühe das Leben, ein Mensch
aufschauen und sagen: so will ich auch seyn?
Ja. So lange die Freundlichkeit noch am Herzen, die Reine,
dauert, misset nicht unglücklich der Mensch sich
der Gottheit.
Ist unbekannt Gott? Ist er offenbar wie die Himmel?
dieses glaub' ich eher. Des Menschen Maaß ist's.
Voll Verdienst, doch dichterisch,
wohnet der Mensch auf dieser Erde. Doch reiner
ist nicht der Schatten der Nacht mit den Sternen,
wenn ich so sagen könnte,
als der Mensch, der heißet ein Bild der Gottheit.

Giebt auf Erden ein Maaß?
Es giebt keines. Nemlich
es hemmen der Donnergang nie die Welten des Schöpfers.
Auch eine Blume ist schön, weil sie blühet unter der Sonne.
Es findet das Aug' oft im Leben
Wesen, die viel schöner noch zu nennen wären
als die Blumen. O! ich weiß das wohl!
Denn zu bluten an Gestalt und Herz,
und ganz nicht mehr zu seyn, gefällt das Gott ?
Die Seele aber, wie ich glaube, muß rein bleiben,
sonst reicht an das Mächtige auf Fittigen der Adler mit lobendem Gesange
und der Stimme so vieler Vögel.
Es ist die Wesenheit, die Gestalt ist's.
Du schönes Bächlein, du scheinest rührend, indem du rollest so klar,
wie das Auge der Gottheit, durch die Milchstraße.
Ich kenne dich wohl,
aber Thränen quillen aus dem Auge. Ein heiteres Leben
seh' ich in den Gestalten mich umblühen der Schöpfung, weil
ich es nicht unbillig vergleiche den einsamen Tauben auf dem Kirchhof.
Das Lachen aber scheint mich zu grämen der Menschen,
nemlich ich hab' ein Herz.
Möcht' ich ein Komet seyn?
Ich glaube. Denn sie haben Schnelligkeit der Vögel; sie blühen an Feuer,
und sind wie Kinder an Reinheit.
Größeres zu wünschen, kann nicht des Menschen Natur sich vermessen.
Der Tugend Heiterkeit verdient auch gelobt zu werden vom ernsten Geiste,
der zwischen den drei Säulen wehet
des Gartens. Eine schöne Jungfrau muß das Haupt umkränzen
mit Myrthenblumen, weil sie einfach ist
ihrem Wesen nach und ihrem Gefühl. Myrthen aber
giebt es in Griechenland.

Wenn einer in den Spiegel siehet,
ein Mann, und siehet darinn sein Bild, wie abgemahlt;
es gleicht dem Manne.
Augen hat des Menschen Bild,
hingegen Licht der Mond.
Der König Ödipus hat ein Auge zuviel vielleicht.
Diese Leiden dieses Mannes, sie scheinen unbeschreiblich, unaussprechlich,
unausdrüklich.
Wenn das Schauspiel ein solches darstellt, kommt's daher.
Wie ist mir's aber, gedenk' ich deiner jetzt?
Wie Bäche reißt des Ende von Etwas mich dahin,
welches sich wie Asien ausdehnet.
Natürlich dieses Leiden, das hat Ödipus.
Natürlich ist's darum.
Hat auch Herkules gelitten?
Wohl. Die Dioskuren in ihrer Freundschaft
haben die nicht Leiden auch getragen? Nemlich
wie Herkules mit Gott zu streiten, das ist Leiden.
Und die Unsterblichkeit im Neide dieses Leben,
diese zu theilen, ist ein Leiden auch.
Doch das ist auch ein Leiden, wenn mit Sommerflecken ist bedeckt ein Mensch,
mit manchen Flecken ganz überdeckt zu seyn! Das thut die schöne Sonne:
nemlich die ziehet alles auf.
Die Jünglinge führt die Bahn sie mit Reizen ihrer Strahlen
wie mit Rosen.
Die Leiden scheinen so,
die Ödipus getragen,
als wie ein armer Mann klagt,
daß ihm etwas fehle.
Sohn Laios, armer Fremdling in Griechenland!
Leben ist Tod, und Tod ist auch ein Leben.


* * *

Στο τρυφερό γαλάζιο ανθεί
με τη μεταλλική του στέγη το καμπαναριό. Τιτίβισμα
χελιδονιών το τριγυρίζει, το τρυφερότερο γαλάζιο το κυκλώνει.
Σηκώνεται ο ήλιος και βάφει το μέταλλο,
αλλά στον άνεμο ψηλά κρώζει ασάλευτος ο ανεμοδείκτης.
Αν κάποιος κάτω απ' την καμπάνα τα σκαλοπάτια εκείνα κατεβεί,
σημαίνει ήσυχη ζωή, γιατί,
όσο παράξενη κι αν δείχνει η μορφή τόσο
προβάλλει του ανθρώπου η πλαστικότητα.
Υπέρθυρα, απ' όπου οι καμπάνες ηχούν, είναι σαν πύλες να άνοιγαν
στην ομορφιά.
Φτιαγμένες δηλαδή με τρόπο κιόλας φυσικό οι πύλες,
μοιάζουν με δέντρα δάσους.
Η καθαρότητα επί πλέον είναι ωραιότητα επίσης.
Οι διαφορές γεννούνε πνεύμα καθαρό.
Όσο αθώες είναι πάλι οι εικόνες τόσο εικόνες είναι ιερές, που
πράγματι συχνά φοβάσαι να τις περιγράψεις.
Οι Ουράνιοι όμως, που είναι πάντοτε αγαθοί,
κυρίως γι' αυτό, διαθέτουν σαν τους πλούσιους αυτή την τέρψη
και αρετή.
Οφείλουμε οι άνθρωποι να τους μιμούμαστε σ' αυτό.
Κι αν έχει μόνο βάσανα η ζωή, ο άνθρωπος μπορεί
τα μάτια να υψώσει, και να πει: έτσι θέλω να 'μαι κι εγώ;
Ναι. Όσο η ευγένεια, η αγνή, κρατάει ακόμη στην καρδιά,
δεν θα 'ναι αστόχαστο να συγκριθεί ο άνθρωπος
με τον Θεό.
Άγνωστος είναι ο Θεός; Αποκαλύπτεται σαν ουρανός;
Αυτό μάλλον πιστεύω εγώ. Το μέτρο του ανθρώπου είναι αυτός.
Γεμάτος έγνοιες, κι όμως κατοικεί
ποιητικά ο άνθρωπος σ' αυτή τη γη. Πιο καθαρός
δεν είναι ωστόσο της έναστρης νύχτας ο ίσκιος,
αν έτσι μπορώ να μιλήσω,
από τον άνθρωπο, τον κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού.

Υπάρχει μέτρο επί της Γης;
Κανένα δεν υπάρχει.
Δεν αναστέλλει την πορεία του κεραυνού ο κόσμος του Θεού.
Κι ένα λουλούδι είναι όμορφο, γιατί ανθεί κάτω απ' τον ήλιο.
Συχνά τα μάτια στη ζωή βρίσκουνε
πλάσματα πολύ πιο όμορφα, μπορείς να πεις,
απ' τα λουλούδια. Ω! Το γνωρίζω αυτό καλά.
Γιατί, το να ματώνεις στο κορμί και την καρδιά
και πια να μην υπάρχεις πουθενά, αρέσει κάτι τέτοιο στον Θεό;
Ωστόσο, πρέπει η ψυχή, πιστεύω εγώ, να μείνει καθαρή,
να φτερουγάει στον Δυνατό με αετού φτερά τραγούδια υμνητικά
και χλαλοή χίλιων πουλιών.
Αυτό είναι η οντότητα, η μορφή.
Ρυάκι καθαρό, σαλεύεις τόσο καθαρό καθώς κυλάς,
σαν μάτι του Θεού μέσα απ' τον γαλαξία.
Σε έμαθα καλά,
μα δάκρυα κυλούν από τα μάτια. Στης πλάσης τις μορφές
που ανθίζουνε τριγύρω βλέπω ζωή πιο φωτεινή, γιατί
δεν την συγκρίνω άδικα με τα μοναχικά στο κοιμητήριο περιστέρια.
Με θλίβει όμως το γέλιο των ανθρώπων,
αυτό σημαίνει έχω καρδιά.
Ένας κομήτης να 'μαι;
Θα 'θελα ναι. Έχουν τη γρηγοράδα των πουλιών.
Ανθίζουν μέσα στη φωτιά
κι είναι αγνοί σαν τα παιδιά.
Τι μεγαλύτερο να ευχηθεί, η φύση να τολμήσει του ανθρώπου;
Το φως της αρετής ζητά τον έπαινο από πνεύμα σοβαρό,
αυτό που πνέει στον κήπο ανάμεσα στις τρεις
κολόνες. Μια όμορφη παρθένα να στεφανωθεί
με άνθη της μυρτιάς, γιατί είναι από τη φύση της
και από το αίσθημα αθώα. Μυρτιές όμως
υπάρχουν στην Ελλάδα.

Όταν κοιτάζει κάποιος τον καθρέφτη,
ένας άνδρας, και βλέπει την εικόνα του, σαν ζωγραφιά εκεί
μοιάζει του άνδρα,
το είδωλο του ανθρώπου έχει μάτια,
ενώ η σελήνη φως.
Ο Οιδίπους τύραννος έχει ένα μάτι ίσως παραπάνω.
Τα βάσανα του άνδρα ετούτου φαίνονται απερίγραπτα, ανείπωτα,
ανέκφραστα.
Και αν το δράμα παραστένει κάτι τέτοιο, κατάγεται από κει.
Πως έγινε όμως τώρα και σε σκέφτηκα;
Ποτάμι με τραβάει στην εκβολή, το τέλος καποιανού,
που εκτείνεται σαν την Ασία.
Είναι ο πόνος ασφαλώς που έχει ο Οιδίπους.
Πρόκειται ασφαλώς γι' αυτό.
Να βασανίστηκε κι ο Ηρακλής;
Πολύ. Και οι Διόσκουροι μες στη φιλία τους
δεν γεύτηκαν κι αυτοί τον πόνο; Με άλλα λόγια
σαν τον Ηρακλή με τον Θεό να πολεμάς, αυτό είναι ο πόνος.
Και την αθανασία στον φθόνο της ζωούλας μας
να την σκορπάς, πόνος είναι κι αυτό.
Κι ακόμη πόνος είναι, να γεμίζει ο άνθρωπος του ήλιου εφηλίδες,
γεμάτο να είναι το κορμί σου με εφηλίδες! Αυτά μας κάνει ο καλός μας
ήλιος:
τα αναθρέφει όλα δηλαδή.
Τους νέους οδηγεί με των αχτίδων του το δέλεαρ όπως με άλογα
διανύει την τροχιά του.
Τα βάσανα που τράβηξε
ο Οιδίπους, είναι
σαν του φτωχού που κλαίει και οδύρεται
ότι του λείπει κάτι.
Γιε του Λαΐου, στην Ελλάδα ξένε μου φτωχέ!
Θάνατος είναι η ζωή, και ο θάνατος ζωή είναι κι αυτός.


Friedrich Hölderlin
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: