In lieblicher Bläue
blühet
mit dem metallenen
Dache der Kirchthurm. Den umschwebet
Geschrei der
Schwalben, den umgiebt die rührendste Bläue.
Die Sonne gehet hoch
darüber und färbet das Blech,
im Winde aber oben
stille krähet die Fahne.
Wenn einer unter der
Glocke dann herabgeht, jene Treppen,
ein stilles Leben
ist es, weil,
wenn abgesondert so
sehr die Gestalt ist,
die Bildsamkeit
herauskommt dann des Menschen.
Die Fenster, daraus
die Glocken tönen, sind wie Thore an Schönheit.
Nemlich, weil noch
der Natur nach sind die Thore,
haben diese die
Ähnlichkeit von Bäumen des Walds.
Reinheit aber ist
auch Schönheit.
Innen aus
Verschiedenem entsteht ein ernster Geist.
So sehr einfältig
aber die Bilder, so sehr heilig sind die, daß
man wirklich oft
fürchtet, die zu beschreiben.
Die Himmlischen
aber, die immer gut sind,
alles zumal, wie
Reiche, haben diese, Tugend und Freude.
Der Mensch darf das
nachahmen.
Darf, wenn lauter
Mühe das Leben, ein Mensch
aufschauen und
sagen: so will ich auch seyn?
Ja. So lange die
Freundlichkeit noch am Herzen, die Reine,
dauert, misset nicht
unglücklich der Mensch sich
der Gottheit.
Ist unbekannt Gott?
Ist er offenbar wie die Himmel?
dieses glaub' ich
eher. Des Menschen Maaß ist's.
Voll Verdienst, doch
dichterisch,
wohnet der Mensch
auf dieser Erde. Doch reiner
ist nicht der
Schatten der Nacht mit den Sternen,
wenn ich so sagen
könnte,
als der Mensch, der
heißet ein Bild der Gottheit.
Giebt auf Erden ein
Maaß?
Es giebt keines.
Nemlich
es hemmen der
Donnergang nie die Welten des Schöpfers.
Auch eine Blume ist
schön, weil sie blühet unter der Sonne.
Es findet das Aug'
oft im Leben
Wesen, die viel
schöner noch zu nennen wären
als die Blumen. O!
ich weiß das wohl!
Denn zu bluten an
Gestalt und Herz,
und ganz nicht mehr
zu seyn, gefällt das Gott ?
Die Seele aber, wie
ich glaube, muß rein bleiben,
sonst reicht an das
Mächtige auf Fittigen der Adler mit lobendem Gesange
und der Stimme so
vieler Vögel.
Es ist die
Wesenheit, die Gestalt ist's.
Du schönes
Bächlein, du scheinest rührend, indem du rollest so klar,
wie das Auge der
Gottheit, durch die Milchstraße.
Ich kenne dich wohl,
aber Thränen
quillen aus dem Auge. Ein heiteres Leben
seh' ich in den
Gestalten mich umblühen der Schöpfung, weil
ich es nicht
unbillig vergleiche den einsamen Tauben auf dem Kirchhof.
Das Lachen aber
scheint mich zu grämen der Menschen,
nemlich ich hab' ein
Herz.
Möcht' ich ein
Komet seyn?
Ich glaube. Denn sie
haben Schnelligkeit der Vögel; sie blühen an Feuer,
und sind wie Kinder
an Reinheit.
Größeres zu
wünschen, kann nicht des Menschen Natur sich vermessen.
Der Tugend
Heiterkeit verdient auch gelobt zu werden vom ernsten Geiste,
der zwischen den
drei Säulen wehet
des Gartens. Eine
schöne Jungfrau muß das Haupt umkränzen
mit Myrthenblumen,
weil sie einfach ist
ihrem Wesen nach und
ihrem Gefühl. Myrthen aber
giebt es in
Griechenland.
Wenn einer in den
Spiegel siehet,
ein Mann, und siehet
darinn sein Bild, wie abgemahlt;
es gleicht dem
Manne.
Augen hat des
Menschen Bild,
hingegen Licht der
Mond.
Der König Ödipus
hat ein Auge zuviel vielleicht.
Diese Leiden dieses
Mannes, sie scheinen unbeschreiblich, unaussprechlich,
unausdrüklich.
Wenn das Schauspiel
ein solches darstellt, kommt's daher.
Wie ist mir's aber,
gedenk' ich deiner jetzt?
Wie Bäche reißt
des Ende von Etwas mich dahin,
welches sich wie
Asien ausdehnet.
Natürlich dieses
Leiden, das hat Ödipus.
Natürlich ist's
darum.
Hat auch Herkules
gelitten?
Wohl. Die Dioskuren
in ihrer Freundschaft
haben die nicht
Leiden auch getragen? Nemlich
wie Herkules mit
Gott zu streiten, das ist Leiden.
Und die
Unsterblichkeit im Neide dieses Leben,
diese zu theilen,
ist ein Leiden auch.
Doch das ist auch
ein Leiden, wenn mit Sommerflecken ist bedeckt ein Mensch,
mit manchen Flecken
ganz überdeckt zu seyn! Das thut die schöne Sonne:
nemlich die ziehet
alles auf.
Die Jünglinge führt
die Bahn sie mit Reizen ihrer Strahlen
wie mit Rosen.
Die Leiden scheinen
so,
die Ödipus
getragen,
als wie ein armer
Mann klagt,
daß ihm etwas
fehle.
Sohn Laios, armer
Fremdling in Griechenland!
Leben ist Tod, und
Tod ist auch ein Leben.
* * *
Στο
τρυφερό γαλάζιο ανθεί
με
τη μεταλλική του στέγη το καμπαναριό.
Τιτίβισμα
χελιδονιών
το τριγυρίζει, το τρυφερότερο γαλάζιο
το κυκλώνει.
Σηκώνεται
ο ήλιος και βάφει το μέταλλο,
αλλά
στον άνεμο ψηλά κρώζει ασάλευτος ο
ανεμοδείκτης.
Αν
κάποιος κάτω απ' την καμπάνα τα σκαλοπάτια
εκείνα κατεβεί,
σημαίνει
ήσυχη ζωή, γιατί,
όσο
παράξενη κι αν δείχνει η μορφή τόσο
προβάλλει
του ανθρώπου η πλαστικότητα.
Υπέρθυρα,
απ' όπου οι καμπάνες ηχούν, είναι σαν
πύλες να άνοιγαν
στην
ομορφιά.
Φτιαγμένες
δηλαδή με τρόπο κιόλας φυσικό οι πύλες,
μοιάζουν
με δέντρα δάσους.
Η
καθαρότητα επί πλέον είναι ωραιότητα
επίσης.
Οι
διαφορές γεννούνε πνεύμα καθαρό.
Όσο
αθώες είναι πάλι οι εικόνες τόσο εικόνες
είναι ιερές, που
πράγματι
συχνά φοβάσαι να τις περιγράψεις.
Οι
Ουράνιοι όμως, που είναι πάντοτε αγαθοί,
κυρίως
γι' αυτό, διαθέτουν σαν τους πλούσιους
αυτή την τέρψη
και
αρετή.
Οφείλουμε
οι άνθρωποι να τους μιμούμαστε σ' αυτό.
Κι
αν έχει μόνο βάσανα η ζωή, ο άνθρωπος
μπορεί
τα
μάτια να υψώσει, και να πει: έτσι θέλω
να 'μαι κι εγώ;
Ναι.
Όσο η ευγένεια, η αγνή, κρατάει ακόμη
στην καρδιά,
δεν
θα 'ναι αστόχαστο να συγκριθεί ο άνθρωπος
με
τον Θεό.
Άγνωστος
είναι ο Θεός; Αποκαλύπτεται σαν ουρανός;
Αυτό
μάλλον πιστεύω εγώ. Το μέτρο του ανθρώπου
είναι αυτός.
Γεμάτος
έγνοιες, κι όμως κατοικεί
ποιητικά
ο άνθρωπος σ' αυτή τη γη. Πιο καθαρός
δεν
είναι ωστόσο της έναστρης νύχτας ο
ίσκιος,
αν
έτσι μπορώ να μιλήσω,
από
τον άνθρωπο, τον κατ' εικόνα και ομοίωσιν
Θεού.
Υπάρχει
μέτρο επί της Γης;
Κανένα
δεν υπάρχει.
Δεν
αναστέλλει την πορεία του κεραυνού ο
κόσμος του Θεού.
Κι
ένα λουλούδι είναι όμορφο, γιατί ανθεί
κάτω απ' τον ήλιο.
Συχνά
τα μάτια στη ζωή βρίσκουνε
πλάσματα
πολύ πιο όμορφα, μπορείς να πεις,
απ'
τα λουλούδια. Ω! Το γνωρίζω αυτό καλά.
Γιατί,
το να ματώνεις στο κορμί και την καρδιά
και
πια να μην υπάρχεις πουθενά, αρέσει κάτι
τέτοιο στον Θεό;
Ωστόσο,
πρέπει η ψυχή, πιστεύω εγώ, να μείνει
καθαρή,
να
φτερουγάει στον Δυνατό με αετού φτερά
τραγούδια υμνητικά
και
χλαλοή χίλιων πουλιών.
Αυτό
είναι η οντότητα, η μορφή.
Ρυάκι
καθαρό, σαλεύεις τόσο καθαρό καθώς
κυλάς,
σαν
μάτι του Θεού μέσα απ' τον γαλαξία.
Σε
έμαθα καλά,
μα
δάκρυα κυλούν από τα μάτια. Στης πλάσης
τις μορφές
που
ανθίζουνε τριγύρω βλέπω ζωή πιο φωτεινή,
γιατί
δεν
την συγκρίνω άδικα με τα μοναχικά στο
κοιμητήριο περιστέρια.
Με
θλίβει όμως το γέλιο των ανθρώπων,
αυτό
σημαίνει έχω καρδιά.
Ένας
κομήτης να 'μαι;
Θα
'θελα ναι. Έχουν τη γρηγοράδα των πουλιών.
Ανθίζουν
μέσα στη φωτιά
κι
είναι αγνοί σαν τα παιδιά.
Τι
μεγαλύτερο να ευχηθεί, η φύση να τολμήσει
του ανθρώπου;
Το
φως της αρετής ζητά τον έπαινο από πνεύμα
σοβαρό,
αυτό
που πνέει στον κήπο ανάμεσα στις τρεις
κολόνες.
Μια όμορφη παρθένα να στεφανωθεί
με
άνθη της μυρτιάς, γιατί είναι από τη
φύση της
και
από το αίσθημα αθώα. Μυρτιές όμως
υπάρχουν
στην Ελλάδα.
Όταν
κοιτάζει κάποιος τον καθρέφτη,
ένας
άνδρας, και βλέπει την εικόνα του, σαν
ζωγραφιά εκεί
μοιάζει
του άνδρα,
το
είδωλο του ανθρώπου έχει μάτια,
ενώ
η σελήνη φως.
Ο
Οιδίπους τύραννος έχει ένα μάτι ίσως
παραπάνω.
Τα
βάσανα του άνδρα ετούτου φαίνονται
απερίγραπτα, ανείπωτα,
ανέκφραστα.
Και
αν το δράμα παραστένει κάτι τέτοιο,
κατάγεται από κει.
Πως
έγινε όμως τώρα και σε σκέφτηκα;
Ποτάμι
με τραβάει στην εκβολή, το τέλος καποιανού,
που
εκτείνεται σαν την Ασία.
Είναι
ο πόνος ασφαλώς που έχει ο Οιδίπους.
Πρόκειται
ασφαλώς γι' αυτό.
Να
βασανίστηκε κι ο Ηρακλής;
Πολύ.
Και οι Διόσκουροι μες στη φιλία τους
δεν
γεύτηκαν κι αυτοί τον πόνο; Με άλλα λόγια
σαν
τον Ηρακλή με τον Θεό να πολεμάς, αυτό
είναι ο πόνος.
Και
την αθανασία στον φθόνο της ζωούλας μας
να
την σκορπάς, πόνος είναι κι αυτό.
Κι
ακόμη πόνος είναι, να γεμίζει ο άνθρωπος
του ήλιου εφηλίδες,
γεμάτο
να είναι το κορμί σου με εφηλίδες! Αυτά
μας κάνει ο καλός μας
ήλιος:
τα
αναθρέφει όλα δηλαδή.
Τους
νέους οδηγεί με των αχτίδων του το δέλεαρ
όπως με άλογα
διανύει
την τροχιά του.
Τα
βάσανα που τράβηξε
ο
Οιδίπους, είναι
σαν
του φτωχού που κλαίει και οδύρεται
ότι
του λείπει κάτι.
Γιε
του Λαΐου, στην Ελλάδα ξένε μου φτωχέ!
Θάνατος
είναι η ζωή, και ο θάνατος ζωή είναι κι
αυτός.
Friedrich
Hölderlin
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΣΤΙΓΜΗ 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου