Είκοσι
τέσσερις ολόκληρες ώρες η καταιγίδα
λυσσομανούσε σ' έναν αδιάκοπο ορυμαγδό,
με τόση μανία ώστε δεν φανταζόμασταν
πως ήταν δυνατό να υπάρξει σφοδρότερη.
Κι όμως, ξέσπασε πάλι, όχι μόνο πιο φοβερή
αλλά και πιο επίμονη, όλο και πιο
μανιασμένη, με τον έναν άνεμο να προκαλεί
έναν δεύτερο, πιο βίαιο από τον πρώτο.
Δεν ξέρω αν απ' το φόβο μας νιώθαμε έτσι
ή αν πράγματι ο πρώτος άνεμος ενισχυόταν
με νέες δυνάμεις. Υπήρξαν στιγμές που
το πλοίο μας δεχόταν ανελέητα πλήγματα,
τέτοια που μας έκαναν, έχοντας επιπλέον
μες στα πόδια μας γυναίκες και επιβάτες
ασυνήθιστους σε τέτοιο πανδαιμόνιο και
μαρτύριο, να κοιταζόμαστε αναμεταξύ
μας με κομμένη την ανάσα και με βαριά
καρδιά. Τα ξεφωνητά μας πνίγονταν μες
στους ανέμους και οι άνεμοι μες στους
κεραυνούς. Απ' τις καρδιές και τα χείλη
μας, μπορεί να έβγαιναν προσευχές, τις
έπνιγαν όμως οι κραυγές των αξιωματικών.
Τίποτα δεν ακουγόταν που θα μπορούσε
να δώσει παρηγοριά, τίποτα δε διαφαινόταν
που θα μπορούσε ν' αναθερμάνει την
ελπίδα. Μου είναι αδύνατον, ακόμα κι αν
είχα τη φωνή του Στέντορα και μπορούσα
να εκφραστώ σε γλώσσες ισάριθμες με τις
φωνές που έβγαζε το λαρύγγι του, ν'
αναπαραστήσω τις κραυγές και τα μαρτύρια
χωρίς να εξαντληθώ, σπαταλώντας όμως
το στεντόρειο σθένος και την τέχνη του,
δίχως καμιά επιτυχία ή αποτέλεσμα.
Τα
πανιά μας ήταν μαζεμένα κι άχρηστα, και
αν κάποια στιγμή καταφέρναμε να αμολήσουμε
το πολύ πολύ κανένα φλόκο ή μισό τρίγκο
για να κατευθύνει το πλοίο, τότε ούτε
έξι και μερικές φορές ούτε οκτώ άντρες
δεν ήταν αρκετοί για να κρατήσουν τη
λαβή του πηδαλίου και τη λαγουδέρα κάτω
στον μεσόδομο. Απ' αυτό και μόνο μπορεί
κανείς να φανταστεί τη δύναμη της
θύελλας, που έκανε τη θάλασσα να ξεχειλίζει
πάνω απ' τα σύννεφα και να δίνει μάχη με
τον ουρανό. Δεν ήταν βροχή αυτό που
έπεφτε. Ποτάμια ολόκληρα τα νερά
κατακλύζανε τον αέρα. Και θέλω να κών
μιαν ακόμη παρατήρηση: στη στεριά, όταν
ξεσπά μια θύελλα με καταιγιστική βροχή,
ο άνεμος, σαν δαρμένος, άρα και νικημένος,
συνήθως δεν κρατά πολύ. Εδώ όμως οι
καταρράκτες της βροχής, που νόμιζες
προς στιγμήν πως είχαν αρπάξει τον άνεμο
απ' τον λαιμό, δεν προλάβαιναν να κοπάσουν
και αμέσως ο άνεμος, λες και ξανάβρισκε
την ανάσα του, άρχιζε και πάλι να φυσάει
μανιασμένα, ολοένα πιο εκκωφαντικά και
μοχθηρά.
Τι
να πω; Ήταν τόσο ξέφρενο το ξέσπασμα του
ανέμου και της θάλασσας, όσο ξέφρενο
μπορούσαν να το κάνουν η μανία και η
οργή. Όσο για μένα, είχα περάσει παλιά
μερικές καταιγίδες στις ακτές της
Μπαρμπαριάς και της Αλγερίας με το
«Λεβάντε», κι άλλη μια πιο οδυνηρή στον
κόλπο της Αδριατικής, σ' ένα αμπάρι
γεμάτο ζαχαροκάντιο. Μπορώ κάλλιστα
λοιπόν να πω: «Ego quid sit ater Adriaie novi sinus, &
quid albus Peccet lapyx» [Εγώ που πέρασα το μαύρο
Κόλπο της Αδριατικής, και εξόργισα τον
άσπρο άνεμο της Απουλίας]. Όμως, μαζεμένα
όλα όσα είχα υποφέρει ως τότε, δεν
συγκρίνονταν με τούτο το πράγμα. Δεν
υπήρξε στιγμή που να μην περιμέναμε πως
το πλοίο θα μπατάριζε ή θα κοβόταν
ξαφνικά στα δύο.
Μα
δεν ήταν μονάχα αυτό. Φαίνεται πως ο
Θεός το διασκέδαζε υποβάλλοντάς μας σε
μεγαλύτερα μαρτύρια. Γιατί η καταιγίδα,
με το που ξέσπασε, είχε προξενήσει μια
μεγάλη ρωγμή. Και το πλοίο σχεδόν σε
κάθε αρμό του, έχοντας ξεράσει τα στουπιά
του, προτού καν το καταλάβουμε – ζημιά
πιο απελπιστική από κάθε άλλη που μπορεί
να προκαλέσει ένα θαλασσινό ταξίδι –
είχε βυθιστεί πέντε πόδια, με νερά να
καλύπτουν το έρμα του, κι εμάς μισοπνιγμένους
να περιμένουμε τον αφανισμό από τα πάνω.
Καθώς αυτό δεν προκαλούσε λιγότερο φόβο
απ' όσο κίνδυνο εγκυμονούσε, αυτός ο
φόβος μεταδόθηκε σε όλο το πλοίο μαζί
με πολλή φρίκη και κατάπληξη, πάγωσε το
αίμα στις φλέβες ή το ανέβασε στα κεφάλια,
και λύγισε το θάρρος ακόμα και του πιο
σκληραγωγημένου απ' όλους τους ναυτικούς
σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτός που νωρίτερα
δεν ένιωθε, ευτυχώς για μας, τη θλίψη
των άλλων, άρχισε τώρα να λυπάται τον
ίδιο του τον εαυτό, βλέποντας ολόκληρη
λίμνη να κατακλύζει ξαφνικά τα πάντα
και νιώθοντας ότι το δίχως άλλο θα τον
πνίξει στη στιγμή, αφού αυτό έμοιαζε
αναπόφευκτο για την ώρα. Έβλεπες, λοιπόν,
να συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια
σωτηρίας όλοι χωρίς εξαίρεση – από τον
πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο, τον
λοστρόμο και τον πηδαλιούχο, μέχρι τους
βαρελάδες και τους ξυλουργούς – με
κεριά στα χέρια, ελέγχοντας σερνάμενοι
κατά μήκος των πλευρών του πλοίου κάθε
σημείο και γωνιά και στήνοντας αυτί ν'
αφουγκραστούν μήπως ακούσουν ροή νερού.
Βρήκαν έτσι πολλές ρωγμές που έσταζαν
και τις βούλωσαν βιαστικά, και τελικά
μια ρωγμή στον μεσόδομο τη στούπωσαν
με κομμάτια βοδινό, κι εγώ δεν ξέρω πόσα.
Όλα αυτά, όμως, εις μάτην, γιατί η ρωγμή,
αν ήταν μια μονάχα, που ρουφούσε όλες
τις μεγάλες μας θάλασσες και επιτάχυνε
την καταστροφή μας δεν γινόταν να βρεθεί
τότε, ούτε και βρέθηκε ποτέ χάρη σε
κάποια προσπάθεια, ένα σχέδιο ή κάποια
έρευνα. Με τα νερά ν' ανεβαίνουν, τις
αντλίες να δουλεύουν, ώσπου στο τέλος
μπούκωσαν από την πολλή γαλέτα (ήταν
πράγματι όση διαθέταμε, κάπου δέκα
χιλιάδες βάρος), υποθέσαμε πως η ρωγμή
πιθανόν να είχε ανοίξει στην αποθήκη
της γαλέτας, οπότε ο ξυλουργός κατέβηκε,
έψαξε όλη την αποθήκη, μα δεν βρήκε
τίποτα.
Αδυνατώ
να μεταφέρω στην αρχοντιά σας τις σκέψεις
του καθενός, μέσα σ' εκείνο τον λαβύρινθο
όπου θα αφανιζόμασταν από στιγμή σε
στιγμή. Αλλά για μένα αυτή η διαρροή
ήταν σαν ένα τραύμα πάνω στα σώματα
αντρών ήδη νεκρών. Ο Κύριος γνωρίζει
ότι μου είχαν απομείνει ελάχιστες
ελπίδες, όπως ελάχιστη ήταν κι η επιθυμία
μου να επιζήσω μες στην καταιγίδα. Και
αυτό ήταν πέρα από τη θέλησή μου, καθότι
ήταν πέρα από τη λογική μου. Προς τι να
πασχίζουμε να διατηρήσουμε τη ζωή; Κι
όμως πασχίζαμε, είτε γιατί κι οι ελάχιστες
ακόμη ώρες ζωής είναι τόσο γλυκές για
όλο το ανθρώπινο είδος, είτε γιατί η
χριστιανική μας αγωγή μας δίδαξε πόσα
οφείλουμε στις ιεροτελεστίες της Φύσης,
όντας αναγκασμένοι να μην αδικούμε τους
εαυτούς μας ούτε να παραμελούμε τα μέσα
για την επιβίωσή μας. Αφού αυτά που
φέρνουν τη μεγαλύτερη απόγνωση στους
ανθρώπους είναι πράγματα συνηθισμένα
κι ασήμαντα γι' Αυτόν, που είναι η πλούσια
Κρήνη και η θαυμαστή Ουσία του ελέους.
Την
Τρίτη το πρωί, οπότε ανακάλυψαν τη ρωγμή
όσοι βρίσκονταν κάτω στο αμπάρι, ο
κυβερνήτης έβαλε όλο το πλήρωμα, περίπου
εκατό σαράντα άτομα, εκτός από τις
γυναίκες, να μοιραστούν σε τρεις ίσες
ομάδες και, χωρίζοντας το πλοίο σε τρία
μέρη (κάτω απ' το πρόστεγο, εκεί που είχαν
μαζευτεί τα νερά, και κοντά στην
πυξιδοθήκη) όρισε στον καθένα που να
στηθεί. Οπότε ο καθένας πήγαινε στο
πόστο του, έπαιρνε τον κάδο ή την αντλία
για μια ώρα, και ύστερα ξεκουραζόταν
άλλη μια ώρα. Έβλεπες τότε άντρες να
μοχθούν, μπορώ να πω με βεβαιότητα, για
τη ζωή τους, και τους καλύτερους, ακόμη
και τον ίδιο τον κυβερνήτη και τον
ναύαρχο, να μην αρνούνται τη βάρδιά τους
και να παροτρύνουν ο ένας τον άλλον για
να δώσουν το παράδειγμα στους υπόλοιπους.
Οι κατώτεροι, γυμνωμένοι όπως οι κωπηλάτες
στις γαλέρες, κάτι που έκανε πιο εύκολη
την προσπάθειά τους να βαστήξουν και
να βουτάνε κάτω απ' το αλμυρό νερό, που
αδιάκοπα σωρευόταν ανάμεσά τους, είχαν
τα μάτια τους δεκατέσσερα, το μυαλό και
τα χέρια στη δουλειά. Με κορμιά καταπονημένα
και το θάρρος τους να φθίνει, τρεις μέρες
και τέσσερις νύχτες χωρίς καμιά εξωτερική
βοήθεια, χωρίς ελπίδα λύτρωσης, έδειχναν
παρ' όλα αυτά την αλληλεγγύη τους, έτσι
όπως μοχθούσαν να σώσουν ο ένας τον
άλλον απ' τον πνιγμό, κι ας πνιγόταν ο
καθένας ενόσω μοχθούσε.
=======================================================================
ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΤΡΕΪΤΣΙ
Ήταν 2 Ιουνίου του 1609, όταν ο Ουίλιαμ
Στρέιτσι (William Strachey, 1572-1621) – δευτεροκλασάτος
«αριστοκράτης και κάποτε ποιητής» –
σαλπάρισε με το «Sea Venture», τη ναυαρχίδα
ενός στόλου από εννιά καράβια που
μετέφεραν 600 αποίκους στην Τζέιμσταουν
της Βιρτζίνια. Θα περνούσε σχεδόν ένας
χρόνος προτού φτάσει στον προορισμό
του: βγαλμένη εκτός πορείας από μια
καταιγίδα, η ναυαρχίδα εξόκειλε τελικά
σε μια από τις Βερμούδες Νήσους. Μια
βάρκα, που είχε πρωτύτερα σταλεί για
βοήθεια στην Τζέιμσταουν, χάθηκε. Ο
Στρέιτσι με την ομάδα του (μαζί και ο
σερ Τόμας Γκέιτς, κυβερνήτης της αποικίας
Τζέιμσταουν στο διάστημα 1611-1614),
κατασκεύασαν δύο καινούργια σκάφη με
την ξυλεία που περισώθηκε και με ντόπιο
κέδρο.
Η γλαφυρή και συγκλονιστική αφήγηση
της δοκιμασίας του, σε επιστολή του προς
μιαν άγνωστη λαίδη, δεν άργησε να φτάσει
στο Λονδίνο. Ένας από τους αναγνώστες
της ήταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που άντλησε
υλικό από αυτήν το 1611 για τη συγγραφή
της Τρικυμίας.
ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Α'
ΤΟΜΟΣ
(16ος – 19ος αιώνας)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου