.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

EΤYMOΛOΓlA ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΜΟΥΣΙΚΗ» ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΑΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΧΗ - FABRE D’ OLIVET



Η λέξη «μουσική» είναι ελληνική και προέρχεται από τη λέξη «μούσα» που ανάγεται στους Αιγύπτιους και την κατάληξη «ική» που είναι Κελτικής προέλευσης. Η Αιγυπτιακή λέξη «μας» ή «μους» σημαίνει στην πραγματικότητα «γενιά» «παραγωγή» ή «ανάπτυξη έξω από μια αρχή», δηλαδή τυπική εκδήλωση ή ενεργοποίηση αυτού που ήταν εν δυνάμει. Αποτελείται από τη ρίζα «ας» που χαρακτηρίζει τη συμπαντική, πρωταρχική αρχή και τη ρίζα «μα», που εκφράζει όλα όσα γεννούν, αναπτύσσονται ή εκδηλώνονται ή αποκτούν μια εξωτερική μορφή. Όπως ισχύει σε πάρα πολλές γλώσσες, το μοναδικό ον, ο Θεός και η «μα» αφορούν καθετί το γόνιμο, το δημιουργικό, το παραγωγικό - στην ουσία έχουν την έννοια της «μητέρας».
'Ετσι, η ελληνική λέξη «μούσα» αφορούσε, από τότε ακόμη που καθιερώθηκε, κάθε ανάπτυξη που προκύπτει από μια αρχή, σε κάθε σφαίρα δραστηριότητας όπου, το πνεύμα περνά από τη δυνητικότητα στην πράξη και ενδύεται μια ορατή μορφή. Στην πιο περιορισμένη της εφαρμογή εκφράζει έναν τρόπο ύπαρξης, όπως δηλώνει η λατινική λέξη «μoς». Η κατάληξη «ική» φανερώνει ότι το ένα συσχετίστηκε με το άλλο λόγω ομοιότητας ή εξάρτησης ή λόγω του ότι προέκυψε απ' αυτό. Αυτή την κατάληξη τη συναντά κανείς σε όλες τις βορειοευρωπαϊκές γλώσσες (ich, ig, ic, ή ick). Σχετίζεται με την κελτική λέξη «αικ» που σημαίνει «ίσος» και προέρχεται από την αιγυπτιακή και εβραϊκή λέξη  «ach»,  σύμβολο της ταυτότητας, της ισότητας και της αδελφότητας.
Αν, μετά την ετυμολογία της λέξης «μουσική»  που έδωσα, συλλαμβάνει κανείς την ευρύτερη έννοια που απέδιδαν οι Αιγύπτιοι στη ρίζα της και που οι Έλληνες της προσέδωσαν, θα έχει μικρότερη δυσκολία να αντιληφθεί τις διάφορες έννοιες με τις οποίες κατανοούσαν (οι Έλληνες) τις Μούσες τους και την παγκόσμια επιρροή που απέδιδαν σ' αυτή την επιστήμη, που τους καθόρισε με τόση ιδιαιτερότητα. Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί θεωρούσαν όλες τις τέχνες σαν απορροές της μουσικής, γιατί, ακολουθώντας την έννοια αυτής της λέξης, όλα όσα υπηρετούν την εξωτερίκευση της σκέψης, όλα όσα κάνουν κάτι που ανήκει στη διανοητική σφαίρα να γίνεται αισθητό και να μεταβαίνει από τη δυνητικότητα στην πράξη παίρνοντας μια κατάλληλη μορφή, όλα λοιπόν αυτό ανήκουν σ' αυτή την έννοια. Οι Αιγύπτιοι φαίνεται ότι είχαν τρεις μόνο μούσες: Μελέτη, Μνήμη, Αοιδή,  δηλαδή εκείνη που παράγει ή γεννά, εκείνη που διατηρεί ή καθορίζει κι εκείνη που κάνει κατανοητά τα πάντα.  Οι  Έλληνες, ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε εννέα, ταξινόμησαν ακόμη περισσότερο τις ιδιότητές τους. Τις θεωρούσαν θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης, δηλαδή της αιώνια ζώσης οντότητας και της ιδιότητας διατήρησης στη μνήμη και τα ονόματά τους ήταν τα εξής: Κλειώ, εκείνη που γιορτάζει, Μελπομένη, εκείνη που τραγουδά για πράγματα αξιομνημόνευτα, Θάλεια, εκείνη που ανθεί, που αναζητά τη συμφωνία, Ευτέρπη, εκείνη που θέλγει (που φέρνει σε έκσταση), Τερψιχόρη,  εκείνη που  αγαλλιά με το χορό,  Ερατώ, εκείνη που αγαπά, Καλλιόπη εκείνη που αφηγείται εκπληκτικά πράγματα, Ουρανία, εκείνη που συλλογιέται τους ουρανούς και Πολύμνια, εκείνη που εκφράζει τις ποικίλες τέχνες. Οι εννέα Μούσες αναγνώριζαν σαν ηγέτη τους τον Απόλλωνα, το συμπαντικό γεννήτορα και μερικές φορές είχαν σαν οδηγό τους τον Ηρακλή, τον κύριο του Σύμπαντος.
Επειδή οι Σύγχρονοι έχουν προ πολλού διαχωρίσει τη μουσική από την επιστήμη της μουσικής γενικότερα, θα τη θεωρήσω κι εγώ σαν το μέρος εκείνο της επιστήμης που για να γίνει κατανοητή από τη διάνοια του ανθρώπου χρησιμοποιεί στο εξωτερικό επίπεδο δύο δομικά στοιχεία, τον ήχο και το χρόνο, θεωρώντας το ένα σαν ύλη και το άλλο σαν ρυθμιστή της μορφής που της προσδίδει σαν τέχνη. Ο τόνος όμως, γίνεται αντιληπτός μόνο από το ανθρώπινο αυτί μέσω των κραδασμών που του μεταβιβάζει στον αέρα, σύμφωνα με ορισμένες σχέσεις που βασίζονται στους αριθμούς' αποκτά μελωδικές και αρμονικές ιδιότητες, δηλαδή μετακινείται από χαμηλά προς υψηλά, μόνο σύμφωνα με ορισμένες σχέσεις που εξαρτώνται από αριθμούς' ο μουσικός ρυθμός, από τον οποίο ελέγχεται ο κάθε τόνος, μετράται μόνο σύμφωνα με ορισμένους νόμους της κίνησης, οι οποίοι και πάλι εξαρτώνται από αριθμούς. Συνεπώς, διαπιστώνει κανείς ότι οι αριθμοί ενυπάρχουν στα στοιχεία της μουσικής και χωρίς αυτούς δεν γίνεται τίποτε. Οι αριθμοί λοιπόν αποτελούν ένα είδος αρχής και είναι πράγματι η αρχή της μουσικής, με τη γνώση δε των ιδιοτήτων τους μπορούμε ν' ανακαλύψουμε τις ιδιότητες του ήχου και του χρόνου στα πλαίσια αυτής της επιστήμης. Αφήνοντας στη φυσική και στη μεταφυσική όλα όσα εννοιολογικά τους ανήκουν, εκείνο που χρειάζεται να ξέρουμε γι' αυτό καθ' αυτό τον τόνο είναι ότι διαχωρίζεται από το θόρυβο με βάση ορισμένες σχέσεις οι οποίες προκύπτουν  και πάλι από τους αριθμούς γιατί, όπως έχω πει οι θόρυβοι είναι στην ουσία το σύνολο ενός πλήθους διαφορετικών ήχων που ακούγονται ταυτόχρονα και που κατά κάποιο τρόπο έρχονται ο ένας σε αντίθεση με τα κύματα του άλλου ενώ οι τόνοι ξεχωρίζουν απ' τους θορύβους και γίνονται ολοένα και πιο αρμονικοί όσο το σώμα που τους παράγει είναι περισσότερο ελαστικό, ομοιογενές, κατασκευασμένο από ένα υλικό με μεγαλύτερη συνοχή καθαρότητα και τελειότητα. Μπορεί επομένως να συμπεράνει κανείς ότι ένα σώμα είναι περισσότερο θορυβοποιό όσο περισσότερο διαχωρίζεται σε μάζες άνισης στερεότητας και υφής και είναι περισσότερο ηχοποιό όσο περισσότερο προσεγγίζει την ομοιογένεια.
Από τις εμπειρίες που παρέθεσα στο έργο μου «Notions sur le sens de Ι' ouie» συμπεραίνει κανείς ότι το αυτί του ανθρώπου είναι ανοιχτό πρώτα στο θόρυβο και στη συνέχεια περνώντας ασυνείδητα από το μη αρμονικό στο αρμονικό, ή από τη διάσπαση στην ενότητα, φτάνει στον τόνο. Αυτή φαίνεται πως υπήρξε ανέκαθεν η πορεία της Φύσης. Στόχος της είναι η απόλυτη ενότητα. Οι φυσικοί που έχουν υπολογίζει τον αριθμό των κραδασμών που παράγουν τα ηχοποιά σώματα σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, υποστηρίζουν ότι ο χαμηλότερος ήχος που μπορούν να ακούσουν τα αυτιά μας είναι εκείνος ενός σώματος που ταλαντεύεται 20 φορές το δευτερόλεπτο και ο  υψηλότερος είναι του σώματος εκείνου που ταλαντεύεται 40.000 το δευτερόλεπτο.


FABRE D’ OLIVET
Η Εσωτερική Διάσταση της Μουσικής
Μετάφραση: Δημήτρης Κουτσούκης
Εκδόσεις ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια: