.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Όνειρο; – Haruki Murakami

                           [Απόσπασμα από το διήγημα «Ύπνος»]
...Θυμάμαι με τέλεια διαύγεια το πρώτο βράδυ που έχασα την ικανότητά μου να κοιμάμαι. Έβλεπα ένα αποκρουστικό όνειρο – ένα σκοτεινό, γλοιώδες όνειρο. Δεν θυμάμαι το περιεχόμενό του, αλλά θυμάμαι πως το αισθανόμουν: απειλητικό και τρομακτικό. Ξύπνησα τη στιγμή της κορύφωσης. Ανέκτησα τελείως τις αισθήσεις μου μ’ ένα ξάφνιασμα, σαν να με είχαν σύρει την τελευταία στιγμή πίσω από κάποια μοιραία καμπή. Αν είχα παραμείνει στο όνειρο για ένα δευτερόλεπτο ακόμα, θα είχα χαθεί για πάντα. Μετά το ξύπνημα μου, η αναπνοή μου έβγαινε με οδυνηρά βογγητά για κάμποση ώρα. Τα χέρια και τα πόδια μου τα αισθανόμουν παράλυτα εκεί που ήμουν ξαπλωμένη. Ήμουν ακινητοποιημένη, ακούγοντας τον εαυτό μου ν’ ανασαίνει με δυσκολία, σαν να είχα απλωθεί στο έδαφος μιας τεράστιας σπηλιάς.
«Όνειρο ήταν», έλεγα στον εαυτό μου, και περίμενα να ηρεμήσει η αναπνοή μου. Ξαπλωμένη ακίνητη, αισθανόμουν την καρδιά μου να δουλεύει ξέφρενα και τους πνεύμονές μου να σπεύδουν να της στείλουν αίμα, κάνοντας συσπάσεις όπως ένα φυσερό. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι ώρα είναι. Ήθελα να κοιτάξω το ρολόι δίπλα στο μαξιλάρι μου, αλλά δεν μπορούσα να στρίψω το κεφάλι μου αρκετά. Τότε ακριβώς, μου φάνηκε ότι είδα κάτι φευγαλέα στο κάτω μέρος του κρεβατιού μου, κάτι σαν μια απροσδιόριστη μαύρη σκιά. Μου κόπηκε η ανάσα. Η καρδιά μου, οι πνεύμονές μου, ό,τι είχα μέσα μου, όλα φάνηκαν να παγώνουν εκείνη τη στιγμή. Με δυσκολία μπόρεσα να δω τη μαύρη σκιά.
Τη στιγμή που προσπάθησα να εστιάσω πάνω της, η σκιά άρχισε να παίρνει μία συγκεκριμένη μορφή, σαν να περίμενε να την προσέξω. Η σιλουέτα της έγινε ευδιάκριτη. Άρχισε να παίρνει ουσία κι ύστερα εμφανίζονταν οι λεπτομέρειες. Ήταν ένας αυστηρός γέρος που φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο κολλημένο πάνω του. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και κοντά, και τα μάγουλά του βαθουλωμένα. Στεκόταν κοντά στα πόδια μου, εντελώς ακίνητος. Δεν είπε τίποτα, αλλά τα διαπεραστικά του μάτια με κοιτούσαν επίμονα. Ήταν μάτια τεράστια, και μέσα τους μπορούσα να διακρίνω ένα κόκκινο δίκτυο αγγείων. Το πρόσωπο του γέρου ήταν τελείως ανέκφραστο. Δεν μου έλεγε τίποτα. Έμοιαζε σαν μία πύλη προς το σκοτάδι.
Ήξερα πως τούτο δεν ήταν όνειρο πια. Είχα ξυπνήσει από τ’ όνειρο. Κι όχι επειδή έτυχε να ξυπνήσω σιγά-σιγά, αλλά επειδή τα βλέφαρά μου είχαν ανοιχτεί βίαια. Όχι, τούτο δεν ήταν όνειρο. Ήταν πραγματικότητα. Και στην πραγματικότητα, ένας γέρος που δεν τον είχα ξαναδεί στεκόταν κοντά στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Κάτι έπρεπε να κάνω – ν’ ανάψω το φως, να ξυπνήσω τον άντρα μου, να ουρλιάξω. Προσπάθησα να κινηθώ. Πάλεψα για να μπουν σε κίνηση τα μέλη μου, αλλά τίποτα. Δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε το δακτυλάκι μου. Όταν μου έγινε σαφές ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κουνηθώ, μ’ έπιασε ένας απερίγραπτος τρόμος, ένας αρχέγονος φόβος που δεν είχα βιώσει ποτέ μου, σαν μία ανατριχίλα που αναδύεται σιωπηλά απ’ το απύθμενο πηγάδι της ανάμνησης. Προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά δεν ήμουν ικανή να βγάλω κάποιον ήχο, ούτε καν να κουνήσω τη γλώσσα μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω τον γέρο.
Εκείνη τη στιγμή είδα ότι κρατούσε κάτι – ένα ψηλό, λεπτό, καμπυλωτό πράγμα που έβγαζε μια άσπρη λάμψη. Καθώς κοίταζα αυτό το αντικείμενο, απορώντας για το τι ακριβώς είναι, άρχισε να παίρνει ένα συγκεκριμένο σχήμα, όπως ακριβώς η σκιά πιο πριν. Ήταν μια κανάτα, μία παλιά κανάτα από πορσελάνη. Μετά από λίγη ώρα, ο άντρας έγειρε την κανάτα κι άρχισε να ρίχνει νερό πάνω στα πόδια μου. Δεν μπορούσα να αισθανθώ το νερό. Το είδα και το άκουσα να πλατσουρίζει καθώς έπεφτε πάνω στα πόδια μου, αλλά δεν αισθανόμουν τίποτα.
Ο γέρος συνέχισε να ρίχνει νερό στα πόδια μου. Τι παράξενο – όσο κι αν έριχνε, η κανάτα δεν άδειαζε ποτέ. Άρχισα ν’ ανησυχώ πως τα πόδια μου τελικά θα σάπιζαν και θα έλιωναν. Αυτό θα συνέβαινε, οπωσδήποτε. Τι άλλο θα μπορούσαν να πάθουν με τόσο νερό να χύνεται πάνω τους; Όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι τα πόδια μου θα σάπιζαν και θα έλιωναν, δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο.
Έκλεισα τα μάτια μου κι εξαπέλυσα ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό, που έμεινα χωρίς δυνάμεις. Αλλά δεν έφυγε ποτέ απ’ το σώμα μου. Αντηχούσε μέσα μου σιωπηλά, σπαράζοντας με και βγάζοντας την καρδιά μου εκτός λειτουργίας. Ό,τι είχα μέσα στο κεφάλι μου άσπρισε για μια στιγμή καθώς το ουρλιαχτό διαπέρασε το κάθε μου κύτταρο. Κάτι πέθανε μέσα μου. Κάτι έλιωσε, αφήνοντας μονάχα ένα ανατριχιαστικό κενό. Μια εκρηκτική λάμψη είχε αποτεφρώσει όλα όσα καθόριζαν τη ζωή μου.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ο γέρος είχε φύγει. Η κανάτα είχε φύγει. Το κάλυμμά του κρεβατιού ήταν στεγνό και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχαν βραχεί τα πόδια μου. Το κορμί μου όμως ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, μία φρικτή ποσότητα ιδρώτα, περισσότερο ιδρώτα απ’ όσο φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να παράγει ένας άνθρωπος. Κι όμως, ήταν αναμφίβολα ο δικός μου ιδρώτας.
Κούνησα το ένα δάκτυλο. Ύστερα άλλο ένα, κι άλλο ένα, κι όλα τα υπόλοιπα. Αμέσως μετά λύγισα τα χέρια μου και κατόπιν τα πόδια μου. Έκανα μια περιστροφική κίνηση με τα πέλματά μου και λύγισα τα γόνατα. Τα μέλη του σώματός μου δεν κινήθηκαν ακριβώς όπως θα έπρεπε, αλλά τουλάχιστον κινήθηκαν. Αφού έλεγξα προσεκτικά για να δω αν λειτουργούσαν όλα τα μέλη, σιγά-σιγά ανασηκώθηκα κι έκατσα. Σάρωσα όλο το δωμάτιο από τη μία γωνιά στην άλλη μέσα στο θαμπό φως που έμπαινε απ’ τα φώτα του δρόμου. Σίγουρα δεν ήταν εδώ ο γέρος.
Το ρολόι δίπλα στο μαξιλάρι μου έδειχνε 12:30. Μόνο μιάμιση ώρα κοιμόμουν. Στο κρεβάτι του, ο άντρας μου κοιμόταν βαριά. Δεν ακουγόταν καν η αναπνοή του. Πάντα έτσι κοιμάται, σαν να έχει εκλείψει κάθε εγκεφαλική δραστηριότητα από μέσα του. Δεν τον ξυπνάει σχεδόν καμία δύναμη.
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο. Πέταξα το λουσμένο στον ιδρώτα νυχτικό μου στο πλυντήριο κι έκανα ντους. Αφού φόρεσα καθαρές πυτζάμες, πήγα στο καθιστικό, άνοιξα το φωτιστικό δαπέδου δίπλα στον καναπέ και κάθισα εκεί πίνοντας ένα γεμάτο ποτήρι κονιάκ. Δεν πίνω σχεδόν ποτέ. Όχι πως νοιώθω τη σωματική αποστροφή για το αλκοόλ που νοιώθει ο άντρας μου. Κάποτε έπινα αρκετά, μάλιστα, αλλά αφότου παντρεύτηκα, απλά το έκοψα. Μερικές φορές, όταν δυσκολευόμουν να κοιμηθώ, έπινα καμιά γουλιά κονιάκ. Εκείνο το βράδυ, όμως, αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν ένα ολόκληρο ποτήρι για να ηρεμήσουν τα τεντωμένα νεύρα μου.
Το μόνο ποτό που είχαμε στο σπίτι ήταν ένα μπουκάλι Rémy Martin που καθόταν στον μπουφέ. Ήταν δώρο. Είχε περάσει τόσος καιρός που ούτε θυμόμουν ποιος μας το έφερε. Το μπουκάλι είχε μια λεπτή στρώση σκόνης. Δεν είχαμε  πραγματικά ποτήρια του κονιάκ, γι’ αυτό το έριχνα σε ένα κανονικό ποτήρι και το έπινα σιγά-σιγά.
Πρέπει να βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης, σκέφτηκα. Είχα ακούσει για την έκσταση από μια φίλη στο πανεπιστήμιο που είχε περάσει μία τέτοια εμπειρία. Όλα ήταν απίστευτα καθαρά, είχε πει. Δεν μπορείς να το πιστέψεις, ότι είναι ένα είδος ονείρου. «Δεν πίστευα ότι ήταν όνειρο όταν συνέβαινε, κι ακόμη δεν το πιστεύω». Έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ. Βέβαια, πρέπει να ήταν όνειρο – ένα είδος ονείρου που δεν το νοιώθεις σαν όνειρο.
Αν και με εγκατέλειπε ο τρόμος, το σώμα μου δεν σταματούσε να τρέμει. Είχε μπει στο πετσί μου, όπως οι κυκλικές αναταράξεις στην επιφάνεια του νερού μετά από σεισμό. Μπορούσα να διακρίνω το ελαφρύ ρίγος που είχα.  Το ουρλιαχτό  το δημιούργησε. Εκείνο το ουρλιαχτό που δεν βρήκε ποτέ μαι φωνή ήταν ακόμη φυλακισμένο στο σώμα μου, κάνοντάς το να τρέμει.
Έκλεισα τα μάτια μου και κατάπια άλλη μια γουλιά κονιάκ. Η ζεστασιά απλώθηκε απ’ τον λαιμό μου στο στομάχι. Η αίσθηση ήταν τρομερά αληθινή.
Με αγωνία σκέφτηκα τον γιο μου. Η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά δυνατά. Έσπευσα από τον καναπέ στο δωμάτιό του. Κοιμόταν βαθιά, με το ένα χέρι πάνω στο στόμα του και το άλλο να εξέχει απ’ το κρεβάτι. Φαινόταν τόσο ασφαλής και ήρεμος όσο και ο άντρας μου. Ίσιωσα την κουβέρτα του. Αυτό που μου τάραξε τον ύπνο τόσο βίαια, είχε επιτεθεί μόνο σε μένα. Κανείς τους δεν αισθάνθηκε τίποτα.
Επέστρεψα στο καθιστικό και γυρόφερα εκεί. Δεν νύσταζα καθόλου.
Σκέφτηκα να πιω άλλο ένα ποτήρι κονιάκ. Ήθελα, μάλιστα, να πιω ακόμα περισσότερο αλκοόλ. Ήθελα να ζεστάνω το κορμί μου κι άλλο, να ηρεμήσω τα νεύρα μου κι άλλο και να αισθανθώ αυτό το δυνατό, διαπεραστικό άρωμα στο στόμα μου ξανά. Αφού δίστασα λίγο, αποφάσισα να μην το κάνω. Δεν ήθελα να ξεκινήσω τη μέρα μου μεθυσμένη. Έβαλα το κονιάκ πίσω στον μπουφέ, πήγα το ποτήρι στο νεροχύτη της κουζίνας και το έπλυνα. Βρήκα μερικές φράουλες στο ψυγείο και τις έφαγα.
Συνειδητοποίησα ότι τα ρίγη είχαν σχεδόν εγκαταλείψει το πετσί μου.
Τι ήταν ακριβώς ο μαυροφορεμένος γέρος; αναρωτήθηκα. Δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Αυτά τα μαύρα ρούχα του ήταν τόσο παράξενα. Έμοιαζαν με μια στενή φόρμα, που όμως ήταν παλιομοδίτικη. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κι αυτά τα μάτια – κόκκινα και ορθάνοιχτα. Ποιος ήταν; Γιατί έριχνε νερό πάνω στα πόδια μου; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;
Είχα ερωτήσεις, όχι απαντήσεις...

Haruki Murakami
Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται
Δεκαεπτά Ιστορίες
Μετάφραση Γιώργος Βουδικλάρης, Θανάσης Δούβρης
Εκδόσεις Κοάν 2007


Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Ο Χρόνος – Βέδες

 


Ο Χρόνος σέρνει το άρμα, καθώς ένα άλογο με επτά ινία,
με χίλια μάτια, πλούσιο σε σπέρμα, μακριά από γηρατειά.
Ανεβαίνουν πάνω του οι ποιητές που καταλαβαίνουν τα εμπνευσμένα τραγούδια.
Έχει για τροχούς όλες τις υπάρξεις.

Ο Χρόνος σέρνει επτά τροχούς
έχει επτά άξονες, που λέγονται ο μη – θάνατος.
Μένω εδώθε από όλες αυτές τις υπάρξεις.
Κίνησε, βαδίζει, αυτός ο πρώτος ανάμεσα στους θεούς

Εκόμισε όλες τις υπάρξεις
Έκαμε το γύρο όλων των υπάρξεων
Αυτός που ήτανε πατέρας τους, έγινε ο γιος του.
Δεν υπάρχει λάμψη ανώτερη από τη δική του

Ο Χρόνος έπλασε τη Γη
Μέσα στο Χρόνο καίει ο Ήλιος
μέσα στο Χρόνο, βλέπει μακριά το μάτι
και, μέσα στο Χρόνο, όλες τις υπάρξεις.

Μέσα στο Χρόνο είναι η συνείδηση. Στο Χρόνο η Πνοή
μέσα στο Χρόνο είναι συμπυκνωμένο το όνομα.
Αυτό το Χρόνο που επέρχεται
χαίρονται όλα τα πλάσματα

Ο Χρόνος είναι όλων των πλασμάτων ο αφέντης
όλα κινούνται από αυτόν, βγαίνουν από αυτόν
και στηρίζονται σ’ αυτόν.
Ο Χρόνος έπλασε τα ζώντα όντα και τους θεούς.

Βέδες
Ινδικά κείμενα
Μετάφραση Ζωγραφάκης Κ. Γεώργιος
Εκδόσεις Δωδώνη 1974

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ΔΙΚΛΕΙΣ - ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


Όταν μονάζουμε σκεπτόμενοι μελλοντικά ταξείδια

Ένα καράβι κάποτε περνά στην κάμαρά μας

Και γέρνουμε ν’ αναπαυθούμε στο κατάστρωμα

Ως που να φθάσουν τα κλαριά των ενυπνίων

Και λυτρωθούμε από τους κόπους της ημέρας

Στην πρασιά της ανευρέσεως

Σιτοβολώνος που διαλέξανε δυο κορασίδες

Για νάρθουν να με συναντήσουν.


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ενδοχώρα [ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (1934)]
Εκδόσεις Άγρα 1997

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Το τραγούδι του τρελού - Κωστής Παλαμάς

                                          Στον Αριστομένη Προβελέγγιο 

Καλοί μου άνθρωποι, ακούστε με, κακός δεν είμαι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε·
δεν έφταιξα, πονώ.

Στο σταυροδρόμι είχα σταθή, στην πέτρα είχα καθήσει
για να ξεκουραστώ,
Με τα οπαλλένια χέρια της έσπερνε γιούλια η δύση
κατά τον Υμηττό.

Τα παλληκάρια, οι λυγερές, αδιάκοπα μπροστά μου
περάσματα. Γιορτή.
Και το βιολί μου φάνταζε παρατημένο χάμου
σαν άρρωστη ψυχή.

Κι εγώ ήμουν ο παράξενος, ο λαλητής ο πλάνος,
και σαν εμέ, κανείς.
Για τούτους είμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος,
για σας ο αδικητής.

Κι οι γνωριμιές μου αφρόντιστα και αγνώριστα γυρίζαν
και όλοι, όλοι βιαστικά·
χαμογελούσαν οι όμορφες εκεί που μ' αντικρύζαν,
καταφρονετικά.

Συρμένη από τη θύμηση του μουσικού βιολιού μου
κι αν κάποτε καμιά
γύρευε σάμπως να σταθή, τ’ αγρίου θολού ματιού μου
την έδιωχνε η φωτιά.

Κάτι έκρυβα στο λογισμό, στην όψη έδειχνα κάτι
που μάκραινε γοργούς
το νιο τον ανοιχτόκαρδο, την κόρη τη δροσάτη
και ξένους και δικούς.

Και πέρασε. Με πλεύρωσε και σα σε δέηση στάθη
και σα γονατιστή·
κ’ ήρθε σα νάθελε από με να μάθη και να πάθη, 
και σαν ανατολή.

Έπαιζε με τον πέπλο της φιλώντας το κορμί της
τ’ αγέρι του βραδιού.
Τ' ανάβλεμμά της χάιδεμα της νιότης. η φωνή της
ρυθμός του τραγουδιού.

Και ντροπαλή και πρόσχαρη και θαρρεμένη· η χάρη 
της κερασιάς που ανθεί,
του χωραφιού στεφάνωμα και του μαγιού καμάρι,
προτού να τρυγηθή.

Σαν ήρθε, γιατί έφυγε; και ποιός θα σε χωρίση
του αποσπερίτη φως
από το βράδυ που φωτάς; Και είχε τα ρόδα η δύση,
τα γιούλια ο Υμηττός.

Ποιό χέρι μου την άρπαξε; Θεός την είχε στείλει;
Δεν έφταιξα. Πονώ.
Δίψα το στόμα μου έκαιγε. Μου δρόσισε τα χείλη
μιας θείας πηγής νερό.

Τ’ αχνάρια από τα πόδια της, φωτίσματα καινούρια, 
πίσω της τρέχω, εκεί
τρέχω, όλο τρέχω, ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια
και μάτωσα τη γη.

Πέστε μου, που είμαι; στο βουνό; στην πολιτεία; στον κάμπο;
Τρελός δεν είμαι εγώ.
Καλοί μου ανθρώποι, ακούστε με. Σπίτι, άνοιξέ μου, νάμπω,
κήπε, σε λαχταρώ.

Το ξέρω, να το σπίτι, να! μπήκε απ' εκεί, την είδα,
μα η πόρτα του κλειστή.
Τόφερα γύρω ολονυχτίς το σπίτι, ψεύτρα ελπίδα,
και μ’ εύρε εδώ κι η αυγή.

Σκυλιά, και με δαγκώσανε, γειτόνοι, και με πήραν
για κλέφτη, για φονιά·
και βάρδιες, και ξυπνήσανε· και δούλοι, και με δείραν,
Θεέ μου! τι απονιά!

Κλέφτης δεν είμαι ούτε φονιάς. Καλοί μου άνθρωποι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε,
τον ορφανό! Πονώ.

Το φράχτη σύντριψα, στον κήπο μπήκα, τα πουλιά της
τα ξάφνισα, κ’ εκεί
φίλησα τ' άνθη στη βραγιά, στη γη το πάτημά της.
Κρίμα είν' αυτό, κριτή;

Ήρθα να ιδώ τον ήσκιο της από το παραθύρι
πριν σβήση το κερί,
τον ήσκιο απ' το κεφάλι της την ώρα που θα γύρη
να γλυκοκοιμηθή.

Πετροβολάτε με, άνθρωποι, βασάνισέ με, Αράπη,
στη μαύρη φυλακή.
Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Φιλοσοφία και κοινός νους – Θεόφιλος Βέικος

Ο Χέγκελ λέει στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, πως το να θέλουμε να φιλοσοφούμε σημαίνει να κάνουμε ένα πήδημα, δηλαδή να βγαίνουμε από τη συνηθισμένη σκέψη που κινείται σε ένα χώρο παραστάσεων και αναμνήσεων και να περνούμε σε μια εννοιακή λειτουργία σκέψης. Για τον κοινό νου η φιλοσοφία φαντάζει συχνά ως υπερβολικά αφηρημένη σκέψη ή ακόμη και ως αναστραμμένος κόσμος. Και τούτο γιατί αυτή κλονίζει τις βεβαιότητες του κοινού νου και της καθημερινής συνείδησης. Στην καθημερινή ζωή τους οι άνθρωποι σκέφτονται συγκεκριμένα και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διαδικασία αφαίρεσης σαν αυτή που παρατηρείται τυπικά στη φιλοσοφία. Αν μερικοί από αυτούς υποχρεώνονταν ποτέ να υποστούν τη δοκιμασία να ακούσουν ή να διαβάσουν συνάφειες αφηρημένων  σκέψεων, σίγουρα θα αντιδρούσαν με ένα αίσθημα αποδοκιμασίας. Πραγματικά, η φιλοσοφία οφείλει σε μεγάλο βαθμό την εχθρότητα ή αδιαφορία, ακόμα και την περιφρόνηση ή ειρωνεία των πολλών ανθρώπων γι’ αυτήν στην πλατιά διαδεδομένη εντύπωση πως φιλοσοφική εργασία είναι μια λειτουργία αφηρημένης σκέψης. Αν δεχτεί κανείς πως “από τη φύση της” η φιλοσοφία έχει να κάνει με αφηρημένες έννοιες, είναι ανάγκη τότε να αντιμετωπίσει ερωτήματα σαν αυτά: Δικαιολογείται η δραστηριότητα των φιλοσόφων στο χώρο των αφηρημένων εννοιών  με ορισμένες κοινωνικές σχέσεις ύπαρξης; Λόγος π.χ., πνεύμα, ηθικότητα, ευτυχία είναι απλώς κατηγορίες της αστικής σκέψης ή έννοιες που επιδέχονται κατά περίπτωση συγκεκριμένο περιεχόμενο; Δεν είναι τάχα ο εσωτερικός  σύνδεσμος της φιλοσοφικής δραστηριότητας με τη συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα, που έκφραση της θέλει να αποτελεί, το αναγκαίο σημείο αναφοράς; Δεν προκαλεί αυτό τους φιλοσόφους να εκφράζονται πάντοτε με τρόπο που οι ιδέες τους να γίνονται κατανοητές σε αναφορά με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα;
Από την άλλη μεριά πάλι οι φιλόσοφοι δεν ανέχονται συνήθως τις ιδέες που προβάλλονται ως προϊόντα του κοινού νου. Ο Ayer(1) π.χ. αναγνωρίζει ως αρετή του φιλοσόφου να μην ανέχεται υπερβολές του κοινού νου. Και αναφέρει ότι ο H.H. Price, προκάτοχός του στην έδρα του (Οξφόρδη), έτεινε να σκέφτεται πως ο κόσμος είναι ένας πολύ ξένος χώρος από ό,τι συνήθως υποθέτουμ ως είναι, τόσο που ακόμα και οι φαντασιώδεις θεωρίες για τον κόσμο μπορεί να βρεθούν πως περιέχουν κάποιο στοιχείο αλήθειας.
Ο κοινός νους μας βεβαιώνει, όπως λένε, ότι υπάρχουν πράγματα έξω από μας, ότι ο καθένας από μας υπάρχει ως ζωντανό σώμα, ότι το σύμπαν υπήρχε πριν από μας και πριν από μας επίσης έζησαν πολλά άλλα ανθρώπινα και άλλα ζωντανά όντα σαν αυτά που παρατηρούμε σήμερα κ.λπ. Οι βεβαιώσεις αυτές παρουσιάζονται ως αναμφισβήτητα αληθινή γνώση. Και η γνώση αυτή αξιολογείται ως σταθερή και σίγουρη περιουσία του κοινού νου. Κανείς δεν αμφισβητεί κανονικά την αλήθεια τέτοιων προτάσεων. Το ερώτημα είναι αν τέτοιες προτάσεις, αλλάζουν τη γνώση μας και τη ζωή μας με κάποιον σημαντικό τρόπο. Το σημαντικό λ.χ. είναι τάχα να συμφωνούμε όλοι πως υπάρχουν πράγματα έξω από μας ή να παίρνουμε κριτική στάση απέναντί τους; Γιατί το απλό γεγονός πως υπάρχουν υλικά πράγματα έξω από μας, συμβάντα καθώς και πράξεις άλλων ζωντανών όντων δεν δημιουργεί αλλαγή στη γνώση και στη ζωή μας (θα ήταν μάλλον απίθανο να αμφισβητήσει κανείς τέτοιες θέσεις).
Πιστεύουμε όλοι πως υπάρχει ένα σύμπαν, ένας τεράστιος αριθμός από υλικά αντικείμενα του ενός ή του άλλου είδους (άνθρωποι, ζώα, φυτά, πέτρες, βουνά, μέταλλα, νερά κ.λπ.) καθώς και αντικείμενα κατασκευασμένα από ανθρώπους ή, σπάνια, από ζώα (φωλιές και σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, αυτοκίνητα, σιδηρόδρομοι, αεροπλάνα, εργοστάσια κ.λπ.). Εκτός από τη γη και όσα βρίσκονται πάνω της και μέσα τη, υπάρχουν αναρίθμητα άλλα αστρικά σώματα, και πολλά ασύγκριτα πιο μεγάλα από αυτήν. Ο κοινός νους δέχεται ακόμα πως εκτός από όλα αυτά τα υλικά πράγματα που υπάρχουν έξω από μας, υπάρχουν επίσης και οι πράξεις των ανθρώπων και των ζώων. Όλα αυτά υπάρχουν σε χώρο και χρόνο. Αλλά ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν τα υλικά πράγματα. Πολλές διαφωνίες φιλοσόφων ανάγονται σε ζητήματα που πάνε πέρα από τις βεβαιώσεις του κοινού νου. Είναι το ζήτημα λ.χ. αν όλα όσα υπάρχουν είναι υλικά πράγματα και, αν υπάρχουν και πνευματικά, τι είναι ύλη και τι πνεύμα, το ζήτημα αν υπάρχουν άλλα είδη πραγμάτων, όπως ο χώρος και ο χρόνος κ.λπ.
Στις υπαγορεύσεις του κοινού νου θα μπορούσε ακόμα να αναχθεί η πίστη πως υπάρχει θεός (αυτός δεν ανήκει ούτε στα υλικά αντικείμενα ούτε στις πράξεις της συνείδησης ούτε σε οντότητες της μορφής χώρος ή χρόνος), ή και η άποψη πως, ακόμα κι αν ο θεός υπάρχει, δεν μπορούμε να το ξέρουμε: πιστεύει ή δεν πιστεύει κανείς πως υπάρχει. Και το ίδιο ισχύει επίσης για την πίστη  στην μέλλουσα ζωή. Γιατί, όπως λέει ο Μουρ(2), “αν πραγματικά συμβαίνουν στο σύμπαν αυτή τη στιγμή όχι μόνον οι πράξεις της συνείδησης που συνδέονται με τα ζώντα σώματα των ανθρώπων και των ζώων (ή ακόμα και των φυτών) στην επιφάνεια της γης, αλλά επίσης πράξεις συνείδησης που εκτελούνται από τα πνεύματα εκατομμυρίων ανθρώπων που τα σώματά τους έχουν πεθάνει – τότε σίγουρα το σύμπαν είναι ένας πολύ διαφορετικός χώρος από ό,τι θα έπρεπεν να είναι αν δεν συνέβαινε έτσι”.
Η φιλοσοφία αποτελεί κριτική διανοητική εργασία με την οποία τίθενται διαρκώς σε συζήτηση οι απόψεις του κοινού νου, γίνονται αποδεκτές ή απορρίπτονται, ή τροποποιούνται περασμένες από τον έλεγχο του κριτικού λόγου και τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης.

_______________ 
1. A.J. Ayer, Philosophy and Language, Oxford 1960, σς. 3-4.
2. G.E. Moore, Some Main Problems of Philosophy, σ. 18.


Θεόφιλος Βέικος
Φιλοσοφία και Επιστήμη
Εκδόσεις Γρηγόρη 1982

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΩΡΑ – ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

Ακόμη και τώρα

που το φεγγάρι έχει εξερευνηθεί

κι έχει τόσο απογοητεύσει,

και η θάλασσα έχει

όπως και η ζωή μας εξαντληθεί,

που τα μάτια μας

δεν είναι μάτια για να βλέπουν

παρά κουκκίδες

που συντηρούνται τα όνειρα,

ακόμη και τώρα

που η ψυχή μας κουρασμένη σωπαίνει,

η Γη

συνεχίζει το μαρτύριο της περιστροφής

φέρνοντας το χειμώνα και την άνοιξη

και το άρωμα του πεύκου μέσ’ απ’ την καταχνιά

την παγωνιά

και πάλι το χελιδόνι.

Ακόμη και τώρα

που το σταμνί έχει αδειάσει

και το στόμα του φύρανε

που ο ορίζοντας δεν είναι

παρά μια λέξη νεκρή

και το ποτάμι μια ανάμνηση,

που τα περάσματα έχουν

όπως και οι καρδιές μας αποκλειστεί


εσύ,

συνεχίζεις να έρχεσαι με όλους τους καιρούς

να ρίχνεσαι στον πεθαμένο

και να επιμένεις.


Χρίστος Λάσκαρης

Ποιήματα

Εκδόσεις Τύρφη 2022